alma
Member
- Μηνύματα
- 4.297
- Likes
- 18.463
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Graffiti Ponta Delgada
- Ponta Delgada
- Sete Cidades
- Mosteiros
- Ponta Delgada - Furnas
- Ponta Delgada - Ribeira Grande
- São Miguel
- Vila Franca - Nossa Senhora - Lagoa
- Κήποι Jardim José do Canto
- Μουσείο Carlos Machado
- Terceira
- Terceira II
- Terceira III
- Terceira IV
- Algar do Carvão
- Τελευταία μέρα Terceira
- Λίγα λόγια Λισσαβώνα
- Λίγα λόγια Έβορα
- Γενικές εντυπώσεις
Περάσαμε χαλαροί από όμορφες πλατείες και εκκλησίες ζώντας κυριολεκτικά την κάθε στιγμή σε αυτό το μαγικό νησί. Αν δεν είχαμε στη συνέχεια ταξίδι στην Terceira σίγουρα θα είχαμε μελαγχολήσει.
Πριν φύγουμε όμως είχαμε βάλει οπωσδήποτε στόχο επίσκεψη στο μουσείο Carlos Machado (το οποίο μάλιστα έχει και θρησκευτικά εκθέματα μιας και στεγάζεται σε μοναστήρι του 16ου αιώνα) όπου ζωντανεύει η ιστορία, η γεωγραφία, η γεωλογία και κυρίως η ψυχή των Αζόρων. Ένα μουσείο αφιερωμένο στους «ανθρώπους που ζουν καταμεσής του ωκεανού» όπως γράφει μέσα. Μία μυσταγωγική αίσθηση σε κυριεύει όταν μπαίνεις στο μουσείο. Δεν ξέρω αν ο φωτισμός ή τα εκθέματα παίζουν το μεγαλύτερο ρόλο αλλά σχεδόν ξεχνάς τον έξω κόσμο και νιώθεις να βυθίζεσαι σε κάθε πληροφορία του μουσείου. Αν και έχω επισκεφτεί αναρίθμητα μουσεία σε διάφορα ταξίδια μου και έχει τύχει να βρω ουκ ολίγα από αυτά βαρετά, το συγκεκριμένο σίγουρα το αγάπησα. Γιατί μέσα σε αυτό μοιάζει να ξαναζεί η ψυχή των Αζόρων. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς όταν απόσπασμα από το «açorianidade» του Vitorino Nemésio είναι σε πρώτο πλάνο;
Σε ελεύθερη μετάφραση ένα απόσπασμα που παραθέτουν είναι το παρακάτω:
«Η γεωγραφία για εμάς είναι τόσο σημαντική όσο και η ιστορία και δεν είναι άσκοπο ότι οι γραπτές μνήμες μας είναι κατά το ήμισυ γεμάτες από πλημμύρες και σεισμούς. Όπως και οι γοργόνες η φύση μας είναι διπλή :από σάρκα και πέτρα. Τα κόκκαλα μας βουτούν στη θάλασσα».
Μην ξεχνάμε εξάλλου πως η ίδια η ύπαρξη αυτών των μαγευτικών νησιών, των πανέμορφων αλλά απομονωμένων κάπου στη μέση του Ατλαντικού είναι αποτέλεσμα εκατομμυρίων ετών ηφαιστειακής δραστηριότητας. Σεισμογενή και ηφαιστειογενή, μοιάζουν συνυφασμένα με τον κίνδυνο όσο και με την εξωτική ομορφιά.
Στην δική μας την ελληνική μυθολογία αναφέρονται οι Νήσοι των Μακάρων, οι οποίες κατά τον Ησίοδο ήταν τόπος των «ολβίων ηρώων», δηλαδή των ευτυχισμένων ηρώων, οι οποίοι δεν πεθαίνουν καν, αλλά εξακολουθούν να ζουν στα νησιά αυτά. Μάλιστα αυτός ο παράδεισος διέθετε έφορο έδαφος. Με τον όρο Μακαρονησία σήμερα, εκτός από την Μαδέρα, τα Κανάρια Νησιά και το Πράσινο Ακρωτήρι, αναφερόμαστε και στις Αζόρες. Οι Αζοριανοι στο μουσείο τους λοιπόν κάνουν αναφορά στον Ησίοδο και στα παραδεισένια νησιά του έργου του ,αλλά και στην Κέλτικη μυθολογία όπου επίσης γίνονταν αναφορές για παραδεισένια νησιά κάπου στον ωκεανό.
Δεν ξέρω τι γνώριζαν οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Κέλτες αλλά το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως και ο άντρας μου κι εγώ, σε ελάχιστα από τα ταξίδια μας έχουμε νιώσει την αίσθηση της παραδεισένιας ευδαιμονίας που νιώσαμε έντονα στις Αζόρες.
Στο μουσείο δίνεται έμφαση στην χλωρίδα και την πανίδα των νησιών και τονίζουν πόσο ιδιαίτερες είναι, λόγω και την απομονωμένης θέσης τους μεταξύ Ευρώπης, Αμερικής και Αφρικής.
Ετοιμάσαμε τα πράγματα μας και φτάνοντας στο αεροδρόμιο είχαμε μια αίσθηση έντονης προσμονής ανάμεικτης με αγωνία. Θα ανταποκρινόταν η Terceira στις προσδοκίες μας ; Θα ήταν το ίδιο ή και περισσότερο όμορφη όπως το São Miguel; Θα είχε κόσμο ή θα ήταν έρημη και θα είχαν δίκιο όσοι γνωστοί μας έλεγαν: «Πηγαίνετε σε ένα πιο κοσμικό μέρος, αντί να τρέχετε νέα παιδιά στις Αζόρες χειμωνιάτικα; Θα βαρεθείτε».
Από το παράθυρο του αεροπλάνου ένα καταπράσινο κομμάτι γης απομακρύνθηκε, ένα απέραντο ανταριασμένο ατέλειωτο γκρι- μπλε του ωκεανού ακολούθησε και μετά ξανά ένα άλλο καταπράσινο κομμάτι αποκαλύφθηκε λίγο πριν την προσγείωση σε αυτό. Ο ελάχιστος κόσμος στο αεροδρόμιο κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο του κι εμείς κάναμε το ίδιο, αφού κανονίσαμε ενοικίαση αυτοκινήτου. Μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο η νύχτα είχε πέσει και η Terceira έμοιαζε όλο και πιο έρημη.
Βγήκαμε έξω ψάχνοντας κάπου να φάμε και κάνοντας μια πρώτη αναγνωριστική βόλτα. Παρεμπιπτόντως, εδώ να πω πως αν και μελετάμε πριν την επίσκεψη σε ένα μέρος την ιστορία, τα αξιοθέατα κλπ. ΠΟΤΕ δεν κάνουμε πλήρες πρόγραμμα κάθε μέρας, τι ακριβώς θα δούμε, που ακριβώς θα πάμε,σε πιο στενό θα χωθούμε και γενικώς αποφεύγουμε τον τόσο προγραμματισμό. Θεωρούμε πως οδηγεί στο να χαθεί η μισή χαρά του ταξιδιού. Η γενική εικόνα μας αρκεί, τα υπόλοιπα αποφασίζονται επιτόπου.
Το τοπίο φαινόταν από την αρχή όμορφο και με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. Επίσης παρόλο που είχε περάσει γύρω στην μια βδομάδα από την Πρωτοχρονιά τα πάντα ήταν ακόμα όμορφα στολισμένα.
Ψάχναμε λοιπόν εκείνο το βράδυ για φαγητό. Ο κόσμος στους δρόμους ήταν από ελάχιστος εως μηδαμινός , έκανε ψύχρα και είχε αρχίσει να βρέχει. Τα πάντα έμοιαζαν κλειστά! Περπατήσαμε γύρω στα 15 λ. ακόμα ώσπου αρχίσαμε να ανησυχούμε. Εστιατόριο ανοιχτό δεν είχαμε βρει , η βροχή δυνάμωνε, οι περαστικοί λιγόστευαν ενώ από κάπου μακριά ακούσαμε φωνές στα ισπανικά (τι χαρά υπήρχαν και άλλοι ξένοι εκτός από εμάς στο νησί). Μόλις όμως ακούσαμε τι έλεγαν μας κόπηκε η χαρά : «Μα δεν έχει τίποτα εδώ γύρω; Που θα φάμε;»
«Το άκουσες; Τώρα που θα φάμε;» ρώτησε ο συνταξιδιώτης μου που είχε αρχίσει να πιστεύει πως όντως δεν θα βρίσκαμε μέρος ούτε για δείγμα. Αν και είχα κι εγώ αρχίσει να αμφιβάλλω δεν το παραδέχτηκα άμεσα.
«Ρε μπας και δεν έπρεπε να έρθουμε εδώ χειμωνιάτικα;» σκεφτόμουν μέσα μου. Ωστόσο δεν είπα τίποτα τέτοιο φωναχτά. «Να περπατήσουμε κι άλλο, σίγουρα θα έχει που να καθίσουμε ολόκληρο νησί» είπα και ο άντρας μου ακολούθησε δύσπιστα.
Κάποια στιγμή κι ενώ έμοιαζε να έχουμε απομακρυνθεί από το κέντρο, είδαμε φως και ένα εστιατόριο ανοιχτό, το οποίο έγραφε τα πάντα στα πορτογαλικά και μόνο και είχε μόνο ντόπιους. Με τα σπαστά πορτογαλικά μας παραγγείλαμε κρέας και σαλάτα και φάγαμε μαζί με 3-4 παρέες Πορτογάλων, ενώ τις επόμενες μέρες έμελε να ανακαλύψουμε πως το νησί είχε τα πάντα απλώς τα πιο πολλά ήταν προς άλλη κατεύθυνση από αυτή που πήγαμε. Πάντως εκείνη την βροχερή νύχτα στην απομονωμένη ταβερνούλα, μόνο με ντόπιους παρέα είχαμε αρχίσει ήδη να αγαπάμε την Terceira.
Πριν φύγουμε όμως είχαμε βάλει οπωσδήποτε στόχο επίσκεψη στο μουσείο Carlos Machado (το οποίο μάλιστα έχει και θρησκευτικά εκθέματα μιας και στεγάζεται σε μοναστήρι του 16ου αιώνα) όπου ζωντανεύει η ιστορία, η γεωγραφία, η γεωλογία και κυρίως η ψυχή των Αζόρων. Ένα μουσείο αφιερωμένο στους «ανθρώπους που ζουν καταμεσής του ωκεανού» όπως γράφει μέσα. Μία μυσταγωγική αίσθηση σε κυριεύει όταν μπαίνεις στο μουσείο. Δεν ξέρω αν ο φωτισμός ή τα εκθέματα παίζουν το μεγαλύτερο ρόλο αλλά σχεδόν ξεχνάς τον έξω κόσμο και νιώθεις να βυθίζεσαι σε κάθε πληροφορία του μουσείου. Αν και έχω επισκεφτεί αναρίθμητα μουσεία σε διάφορα ταξίδια μου και έχει τύχει να βρω ουκ ολίγα από αυτά βαρετά, το συγκεκριμένο σίγουρα το αγάπησα. Γιατί μέσα σε αυτό μοιάζει να ξαναζεί η ψυχή των Αζόρων. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς όταν απόσπασμα από το «açorianidade» του Vitorino Nemésio είναι σε πρώτο πλάνο;
Σε ελεύθερη μετάφραση ένα απόσπασμα που παραθέτουν είναι το παρακάτω:
«Η γεωγραφία για εμάς είναι τόσο σημαντική όσο και η ιστορία και δεν είναι άσκοπο ότι οι γραπτές μνήμες μας είναι κατά το ήμισυ γεμάτες από πλημμύρες και σεισμούς. Όπως και οι γοργόνες η φύση μας είναι διπλή :από σάρκα και πέτρα. Τα κόκκαλα μας βουτούν στη θάλασσα».
Μην ξεχνάμε εξάλλου πως η ίδια η ύπαρξη αυτών των μαγευτικών νησιών, των πανέμορφων αλλά απομονωμένων κάπου στη μέση του Ατλαντικού είναι αποτέλεσμα εκατομμυρίων ετών ηφαιστειακής δραστηριότητας. Σεισμογενή και ηφαιστειογενή, μοιάζουν συνυφασμένα με τον κίνδυνο όσο και με την εξωτική ομορφιά.
Στην δική μας την ελληνική μυθολογία αναφέρονται οι Νήσοι των Μακάρων, οι οποίες κατά τον Ησίοδο ήταν τόπος των «ολβίων ηρώων», δηλαδή των ευτυχισμένων ηρώων, οι οποίοι δεν πεθαίνουν καν, αλλά εξακολουθούν να ζουν στα νησιά αυτά. Μάλιστα αυτός ο παράδεισος διέθετε έφορο έδαφος. Με τον όρο Μακαρονησία σήμερα, εκτός από την Μαδέρα, τα Κανάρια Νησιά και το Πράσινο Ακρωτήρι, αναφερόμαστε και στις Αζόρες. Οι Αζοριανοι στο μουσείο τους λοιπόν κάνουν αναφορά στον Ησίοδο και στα παραδεισένια νησιά του έργου του ,αλλά και στην Κέλτικη μυθολογία όπου επίσης γίνονταν αναφορές για παραδεισένια νησιά κάπου στον ωκεανό.
Δεν ξέρω τι γνώριζαν οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Κέλτες αλλά το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως και ο άντρας μου κι εγώ, σε ελάχιστα από τα ταξίδια μας έχουμε νιώσει την αίσθηση της παραδεισένιας ευδαιμονίας που νιώσαμε έντονα στις Αζόρες.
Στο μουσείο δίνεται έμφαση στην χλωρίδα και την πανίδα των νησιών και τονίζουν πόσο ιδιαίτερες είναι, λόγω και την απομονωμένης θέσης τους μεταξύ Ευρώπης, Αμερικής και Αφρικής.
Ετοιμάσαμε τα πράγματα μας και φτάνοντας στο αεροδρόμιο είχαμε μια αίσθηση έντονης προσμονής ανάμεικτης με αγωνία. Θα ανταποκρινόταν η Terceira στις προσδοκίες μας ; Θα ήταν το ίδιο ή και περισσότερο όμορφη όπως το São Miguel; Θα είχε κόσμο ή θα ήταν έρημη και θα είχαν δίκιο όσοι γνωστοί μας έλεγαν: «Πηγαίνετε σε ένα πιο κοσμικό μέρος, αντί να τρέχετε νέα παιδιά στις Αζόρες χειμωνιάτικα; Θα βαρεθείτε».
Από το παράθυρο του αεροπλάνου ένα καταπράσινο κομμάτι γης απομακρύνθηκε, ένα απέραντο ανταριασμένο ατέλειωτο γκρι- μπλε του ωκεανού ακολούθησε και μετά ξανά ένα άλλο καταπράσινο κομμάτι αποκαλύφθηκε λίγο πριν την προσγείωση σε αυτό. Ο ελάχιστος κόσμος στο αεροδρόμιο κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο του κι εμείς κάναμε το ίδιο, αφού κανονίσαμε ενοικίαση αυτοκινήτου. Μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο η νύχτα είχε πέσει και η Terceira έμοιαζε όλο και πιο έρημη.
Βγήκαμε έξω ψάχνοντας κάπου να φάμε και κάνοντας μια πρώτη αναγνωριστική βόλτα. Παρεμπιπτόντως, εδώ να πω πως αν και μελετάμε πριν την επίσκεψη σε ένα μέρος την ιστορία, τα αξιοθέατα κλπ. ΠΟΤΕ δεν κάνουμε πλήρες πρόγραμμα κάθε μέρας, τι ακριβώς θα δούμε, που ακριβώς θα πάμε,σε πιο στενό θα χωθούμε και γενικώς αποφεύγουμε τον τόσο προγραμματισμό. Θεωρούμε πως οδηγεί στο να χαθεί η μισή χαρά του ταξιδιού. Η γενική εικόνα μας αρκεί, τα υπόλοιπα αποφασίζονται επιτόπου.
Το τοπίο φαινόταν από την αρχή όμορφο και με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. Επίσης παρόλο που είχε περάσει γύρω στην μια βδομάδα από την Πρωτοχρονιά τα πάντα ήταν ακόμα όμορφα στολισμένα.
Ψάχναμε λοιπόν εκείνο το βράδυ για φαγητό. Ο κόσμος στους δρόμους ήταν από ελάχιστος εως μηδαμινός , έκανε ψύχρα και είχε αρχίσει να βρέχει. Τα πάντα έμοιαζαν κλειστά! Περπατήσαμε γύρω στα 15 λ. ακόμα ώσπου αρχίσαμε να ανησυχούμε. Εστιατόριο ανοιχτό δεν είχαμε βρει , η βροχή δυνάμωνε, οι περαστικοί λιγόστευαν ενώ από κάπου μακριά ακούσαμε φωνές στα ισπανικά (τι χαρά υπήρχαν και άλλοι ξένοι εκτός από εμάς στο νησί). Μόλις όμως ακούσαμε τι έλεγαν μας κόπηκε η χαρά : «Μα δεν έχει τίποτα εδώ γύρω; Που θα φάμε;»
«Το άκουσες; Τώρα που θα φάμε;» ρώτησε ο συνταξιδιώτης μου που είχε αρχίσει να πιστεύει πως όντως δεν θα βρίσκαμε μέρος ούτε για δείγμα. Αν και είχα κι εγώ αρχίσει να αμφιβάλλω δεν το παραδέχτηκα άμεσα.
«Ρε μπας και δεν έπρεπε να έρθουμε εδώ χειμωνιάτικα;» σκεφτόμουν μέσα μου. Ωστόσο δεν είπα τίποτα τέτοιο φωναχτά. «Να περπατήσουμε κι άλλο, σίγουρα θα έχει που να καθίσουμε ολόκληρο νησί» είπα και ο άντρας μου ακολούθησε δύσπιστα.
Κάποια στιγμή κι ενώ έμοιαζε να έχουμε απομακρυνθεί από το κέντρο, είδαμε φως και ένα εστιατόριο ανοιχτό, το οποίο έγραφε τα πάντα στα πορτογαλικά και μόνο και είχε μόνο ντόπιους. Με τα σπαστά πορτογαλικά μας παραγγείλαμε κρέας και σαλάτα και φάγαμε μαζί με 3-4 παρέες Πορτογάλων, ενώ τις επόμενες μέρες έμελε να ανακαλύψουμε πως το νησί είχε τα πάντα απλώς τα πιο πολλά ήταν προς άλλη κατεύθυνση από αυτή που πήγαμε. Πάντως εκείνη την βροχερή νύχτα στην απομονωμένη ταβερνούλα, μόνο με ντόπιους παρέα είχαμε αρχίσει ήδη να αγαπάμε την Terceira.