gelf
Member
- Μηνύματα
- 659
- Likes
- 12.801
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Η πρώτη μικρή πρωινή βόλτα στο Δουβλίνο
- Η πρώτη (ημερήσια) εξόρμηση στις pubs του Δουβλίνου
- Η πρώτη απογευματινή βόλτα στο Δουβλίνο
- Η συνέχεια της εξόρμησης στις pub του Δουβλίνου
- Μια μικρή βόλτα στη Βόρεια Ιρλανδία
- Δουβλίνο. Η επιστροφή. Μια ολοήμερη βόλτα νότια του Liffey
- Μια ολονύχτια βόλτα στις pubs
- Μια βόλτα βόρεια του Liffey
- Πινακοθήκη, αξιοθέατα, pubs, πανσέληνος και ... εκκλησιασμός
- Η τελευταία ημέρα στο Δουβλίνο
- Επίλογος
Κεφάλαιο 3
Η πρώτη (ημερήσια) εξόρμηση στις pubs του Δουβλίνου.
Έχοντας ξαναδιαβάσει πρόσφατα το έργο του James Joyce, Dubliners και με τη βοήθεια του google map, στο οποίο εντόπιζα τις περιοχές, πλατείες, οδούς, στις οποίες διαδραματίζονταν οι ιστορίες, είχα μάθει πάρα πολύ καλά το Δουβλίνο. Επίσης είχα σημειώσει και όλες τις pub τις οποίες ανέφερε ο James Joyce στα έργα του.
Έτσι μετά την πρώτη στάση, ξεκούραστος, περνάω τη γέφυρα O'Connell, βρίσκομαι στη νότια όχθη, ακολουθώ για λίγο την οδό Westmoreland και στρίβω δεξιά στη Fleet street. Επί τέλους ήμουν στο Temple Bar. Και ήταν μεσημέρι. Είχα όλη την ημέρα (και τη νύχτα) μπροστά μου.
Την προηγούμενη νύχτα είχα πάρει μια πρώτη γεύση του Temple Bar. Όμως ήταν νύχτα (μετά τις 01.30) και ο χρόνος ήταν περιορισμένος.
Αλλά τώρα και επί τέλους έφτασα στο Temple Bar με όλη την ημέρα μπροστά μου. Και μόλις έφτασα εκεί με έπιασε μια αφόρητη δίψα. Άκουγα τις μουσικές και μπήκα αμέσως σε ένα από τα πρώτα μπαρ που βρήκα στο δρόμο μου. μπήκα στο πρώτο μπαρ που συνάντησα για να πιω μια Guinness. Στο "The Palace Bar",
έξω από το οποίο υπήρχαν τέσσερις αναμνηστικές πλακέτες αφιερωμένες σε τέσσερις μεγάλους Ιρλανδούς λογοτέχνες, όπως τον Brendan Behan,
(στίχους του οποίου έχει μελοποιήσει ο Θεοδωράκης – «Ένας όμηρος» κλπ) και τον Patrick Cavanach.
Ανοίγω μια παρένθεση. Στο έργο «Ένας όμηρος» του Brendan Behan, το γελαστό παιδί αφορά στον αγωνιστή του ιρλανδικού επαναστατικού αγώνα Μάικλ Κόλλινς. Ο Μάικλ Κόλλινς ήταν ο επικεφαλής του ιρλανδικού κλιμακίου με το οποίο η Βρετανική αυτοκρατορία υπέγραψε, το έτος 1921, την αγγλοϊρλανδική συνθήκη με την οποία ουσιαστικά αναγνωριζόταν το αυτόνομο Ιρλανδικό κράτος. Όμως τη συνθήκη δεν την υποδέχτηκαν ευχάριστα όλοι οι Ιρλανδοί, παρ' όλο του ότι ύστερα από 700 χρόνια κατοχής η Ιρλανδία - ή μάλλον τα 5/6 αυτής - αποκτούσε την ανεξαρτησία της. Υπήρχαν κάποιοι εξτρεμιστές που διαφωνούσαν με την υπογραφή της συνθήκης. Μια ομάδα απ' αυτούς δολοφόνησαν τον Ιρλανδό αγωνιστή Μάικλ Κόλλινς στις 22-08-1922. Το έτος 1957 ο Ιρλανδός επαναστάτης, ποιητής, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Brendan Behan γράφει το έργο «Ένας όμηρος», το οποίο αναφέρεται στον ιρλανδικό απελευθερωτικό αγώνα. Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Βασίλη Ρώτα και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και ανέβηκε σε ελληνικό θέατρο το έτος 1962. Το πιο γνωστό τραγούδι του έργου είναι το "Γελαστό παιδί", στο οποίο όπως αναφέρουν οι πρωτότυποι στίχοι "σκοτώσαν οι δικοί μας". Συγκεκριμένα το πρωτότυπο ποίημα του Brendan Behan στη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανέφερε:
"Ήταν πρωί τ' Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί."
Το γελαστό παιδί το οποίο αναφέρει ο Brendan Behan στο ποίημά του ήταν ο Μάικλ Κόλλινς, χαρακτηρισμό τον οποίο είχε δώσει στον Κόλλινς, η μητέρα του Brendan Behan. Σημειώνεται ότι η οικογένεια του Brendan Behan, ήταν στην πλευρά των επαναστατών, μάλιστα ο Brendan είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση εννέα ετών, ενώ ως ιστορικό στοιχείο αναφέρω ότι πέθανε το έτος 1964, νέος, σε ηλικία 41 ετών, λόγω της μεγάλης του αγάπης προς το αλκοόλ.
Το ποίημα του Brendan Behan συνεχίζει:
"Είχεν αντρειά και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό.
Ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή,
σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί."
Στην Ελλάδα ύστερα από την πρώτη παρουσίαση του έργου αλλάχτηκε η φράση το "οι δικοί μας" με τη φράση "οι εχθροί μας". Μάλιστα επί χούντας και επειδή το τραγούδι αυτό ήταν από τα σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα αλλάχτηκε η φράση το "οι εχθροί μας" με τη φράση "οι φασίστες". Έτσι κι εγώ για πολύ καιρό, νόμιζα ότι το γελαστό παιδί αφορούσε σε κάποιον Έλληνα αγωνιστή. Μάλιστα από την εποχή της μεταπολίτευσης έως και μέχρι πρόσφατα, όλοι οι καλλιτέχνες ερμήνευαν το τραγούδι με την εκδοχή "οι φασίστες".
Βέβαια οι αλλαγές αυτές δεν συνάδουν με τη συνέχεια του ποιήματος:
"Μον' να 'ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να 'χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί"
Κλείνω την παρένθεση, αφού αναφέρθηκα σε έναν αγαπημένο μου Δουβλινέζο δημιουργό και επανέρχομαι στην ιστορία μου. Εκείνη την ημέρα Τρίτη και 13 Σεπτέμβρη, βλέποντας την αναμνηστική πλάκα στον Brendan Behan μπήκα σε μια pub να πιω την πρώτη μπύρα της ημέρας. Μετά την πρώτη μπύρα συνεχίζω να περπατώ κατά μήκος της Fleet street.
Το πάρτι στο Temple Bar, είχε αρχίσει. Αν και Τρίτη μεσημέρι στις περισσότερες pub είχε ξεκινήσει το live πρόγραμμα. Μπαίνω στη pub Oliver St. John Gogarty,
στη γωνία των οδών Fleet και Anglesea. Είναι μια ατμοσφαιρική κλασική ιρλανδική pub με πίνακες και με βιβλία.
Αφού ήπια μια Guinness, ακούγοντας μουσική βγήκα έξω.
Ακριβώς απέναντι είναι μια άλλη ατμοσφαιρική pub: The Auld Dubliner.
Οι πινακίδες στους δρόμους, αλλά και στις περισσότερες pubs είναι γραμμένες πρώτα στα ιρλανδικά και μετά στα αγγλικά.
Και σ’ αυτή την pub είχε ξεκινήσει το live πρόγραμμα.
Συνέχισα την περιπλάνησή μου στο Temple Bar, μέχρι που έφτασα στο ομώνυμο μπαρ.
Διαβάζοντας μια πινακίδα έξω από το μπαρ, μου λύθηκε η απορία για την ονομασία της περιοχής η οποία οφείλεται στον sir William Temple (1628-1699).
Μου έκανε πάλι εντύπωση η αναγραφή σε δύο γλώσσες με τα ιρλανδικά να είναι πιο ψηλά από τα αγγλικά.
Μπαίνοντας στο μπαρ συνάντησα πάλι τον James Joyce
(ή μάλλον ένα από τα πολλά αγάλματά του τα οποία υπάρχουν σε διάφορα σημεία της πόλης).
Μέσα στο ατμοσφαιρικό μπαρ,
πίνοντας το πρώτο μαλτ Bushmills (10y), άρχισα να αναρωτιέμαι αν το Δουβλίνο είναι η αγαπημένη μου πόλη. Η μουσική ήταν υπέροχη. Αγαπημένη rock. Πίνοντας στη συνέχεια Jameson black barrel, με την πλούσια γεύση, άρχισα να απαριθμώ αγαπημένες μου πόλεις. Το Άμστερνταμ, την Κρακοβία, τη Σαγκάη, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τη Ρώμη, το Ρίο ντε Τζανέιρο, τη Βενετία, μέχρι που άρχισα να χάνω τον λογαριασμό. Παρήγγειλα ένα μαλτ Paddy προερχόμενο από το Κορκ και όταν έκλεισα με μαλτ Bushmills, είχα αποφασίσει ότι το Δουβλίνο είναι η αγαπημένη μου πόλη.
Όμως την πόλη έπρεπε να τη γνωρίσω παραπάνω. Τότε με πόνο ψυχής, αλλά με την υπέροχη βελούδινη γεύση του Bushmills να με συντροφεύει, αποχώρησα από το Temple Bar.
Η πρώτη (ημερήσια) εξόρμηση στις pubs του Δουβλίνου.
Έχοντας ξαναδιαβάσει πρόσφατα το έργο του James Joyce, Dubliners και με τη βοήθεια του google map, στο οποίο εντόπιζα τις περιοχές, πλατείες, οδούς, στις οποίες διαδραματίζονταν οι ιστορίες, είχα μάθει πάρα πολύ καλά το Δουβλίνο. Επίσης είχα σημειώσει και όλες τις pub τις οποίες ανέφερε ο James Joyce στα έργα του.
Έτσι μετά την πρώτη στάση, ξεκούραστος, περνάω τη γέφυρα O'Connell, βρίσκομαι στη νότια όχθη, ακολουθώ για λίγο την οδό Westmoreland και στρίβω δεξιά στη Fleet street. Επί τέλους ήμουν στο Temple Bar. Και ήταν μεσημέρι. Είχα όλη την ημέρα (και τη νύχτα) μπροστά μου.
Την προηγούμενη νύχτα είχα πάρει μια πρώτη γεύση του Temple Bar. Όμως ήταν νύχτα (μετά τις 01.30) και ο χρόνος ήταν περιορισμένος.
Αλλά τώρα και επί τέλους έφτασα στο Temple Bar με όλη την ημέρα μπροστά μου. Και μόλις έφτασα εκεί με έπιασε μια αφόρητη δίψα. Άκουγα τις μουσικές και μπήκα αμέσως σε ένα από τα πρώτα μπαρ που βρήκα στο δρόμο μου. μπήκα στο πρώτο μπαρ που συνάντησα για να πιω μια Guinness. Στο "The Palace Bar",
έξω από το οποίο υπήρχαν τέσσερις αναμνηστικές πλακέτες αφιερωμένες σε τέσσερις μεγάλους Ιρλανδούς λογοτέχνες, όπως τον Brendan Behan,
(στίχους του οποίου έχει μελοποιήσει ο Θεοδωράκης – «Ένας όμηρος» κλπ) και τον Patrick Cavanach.
Ανοίγω μια παρένθεση. Στο έργο «Ένας όμηρος» του Brendan Behan, το γελαστό παιδί αφορά στον αγωνιστή του ιρλανδικού επαναστατικού αγώνα Μάικλ Κόλλινς. Ο Μάικλ Κόλλινς ήταν ο επικεφαλής του ιρλανδικού κλιμακίου με το οποίο η Βρετανική αυτοκρατορία υπέγραψε, το έτος 1921, την αγγλοϊρλανδική συνθήκη με την οποία ουσιαστικά αναγνωριζόταν το αυτόνομο Ιρλανδικό κράτος. Όμως τη συνθήκη δεν την υποδέχτηκαν ευχάριστα όλοι οι Ιρλανδοί, παρ' όλο του ότι ύστερα από 700 χρόνια κατοχής η Ιρλανδία - ή μάλλον τα 5/6 αυτής - αποκτούσε την ανεξαρτησία της. Υπήρχαν κάποιοι εξτρεμιστές που διαφωνούσαν με την υπογραφή της συνθήκης. Μια ομάδα απ' αυτούς δολοφόνησαν τον Ιρλανδό αγωνιστή Μάικλ Κόλλινς στις 22-08-1922. Το έτος 1957 ο Ιρλανδός επαναστάτης, ποιητής, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Brendan Behan γράφει το έργο «Ένας όμηρος», το οποίο αναφέρεται στον ιρλανδικό απελευθερωτικό αγώνα. Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Βασίλη Ρώτα και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και ανέβηκε σε ελληνικό θέατρο το έτος 1962. Το πιο γνωστό τραγούδι του έργου είναι το "Γελαστό παιδί", στο οποίο όπως αναφέρουν οι πρωτότυποι στίχοι "σκοτώσαν οι δικοί μας". Συγκεκριμένα το πρωτότυπο ποίημα του Brendan Behan στη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανέφερε:
"Ήταν πρωί τ' Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί."
Το γελαστό παιδί το οποίο αναφέρει ο Brendan Behan στο ποίημά του ήταν ο Μάικλ Κόλλινς, χαρακτηρισμό τον οποίο είχε δώσει στον Κόλλινς, η μητέρα του Brendan Behan. Σημειώνεται ότι η οικογένεια του Brendan Behan, ήταν στην πλευρά των επαναστατών, μάλιστα ο Brendan είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση εννέα ετών, ενώ ως ιστορικό στοιχείο αναφέρω ότι πέθανε το έτος 1964, νέος, σε ηλικία 41 ετών, λόγω της μεγάλης του αγάπης προς το αλκοόλ.
Το ποίημα του Brendan Behan συνεχίζει:
"Είχεν αντρειά και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό.
Ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή,
σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί."
Στην Ελλάδα ύστερα από την πρώτη παρουσίαση του έργου αλλάχτηκε η φράση το "οι δικοί μας" με τη φράση "οι εχθροί μας". Μάλιστα επί χούντας και επειδή το τραγούδι αυτό ήταν από τα σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα αλλάχτηκε η φράση το "οι εχθροί μας" με τη φράση "οι φασίστες". Έτσι κι εγώ για πολύ καιρό, νόμιζα ότι το γελαστό παιδί αφορούσε σε κάποιον Έλληνα αγωνιστή. Μάλιστα από την εποχή της μεταπολίτευσης έως και μέχρι πρόσφατα, όλοι οι καλλιτέχνες ερμήνευαν το τραγούδι με την εκδοχή "οι φασίστες".
Βέβαια οι αλλαγές αυτές δεν συνάδουν με τη συνέχεια του ποιήματος:
"Μον' να 'ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να 'χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί"
Κλείνω την παρένθεση, αφού αναφέρθηκα σε έναν αγαπημένο μου Δουβλινέζο δημιουργό και επανέρχομαι στην ιστορία μου. Εκείνη την ημέρα Τρίτη και 13 Σεπτέμβρη, βλέποντας την αναμνηστική πλάκα στον Brendan Behan μπήκα σε μια pub να πιω την πρώτη μπύρα της ημέρας. Μετά την πρώτη μπύρα συνεχίζω να περπατώ κατά μήκος της Fleet street.
Το πάρτι στο Temple Bar, είχε αρχίσει. Αν και Τρίτη μεσημέρι στις περισσότερες pub είχε ξεκινήσει το live πρόγραμμα. Μπαίνω στη pub Oliver St. John Gogarty,
στη γωνία των οδών Fleet και Anglesea. Είναι μια ατμοσφαιρική κλασική ιρλανδική pub με πίνακες και με βιβλία.
Αφού ήπια μια Guinness, ακούγοντας μουσική βγήκα έξω.
Ακριβώς απέναντι είναι μια άλλη ατμοσφαιρική pub: The Auld Dubliner.
Οι πινακίδες στους δρόμους, αλλά και στις περισσότερες pubs είναι γραμμένες πρώτα στα ιρλανδικά και μετά στα αγγλικά.
Και σ’ αυτή την pub είχε ξεκινήσει το live πρόγραμμα.
Συνέχισα την περιπλάνησή μου στο Temple Bar, μέχρι που έφτασα στο ομώνυμο μπαρ.
Διαβάζοντας μια πινακίδα έξω από το μπαρ, μου λύθηκε η απορία για την ονομασία της περιοχής η οποία οφείλεται στον sir William Temple (1628-1699).
Μου έκανε πάλι εντύπωση η αναγραφή σε δύο γλώσσες με τα ιρλανδικά να είναι πιο ψηλά από τα αγγλικά.
Μπαίνοντας στο μπαρ συνάντησα πάλι τον James Joyce
(ή μάλλον ένα από τα πολλά αγάλματά του τα οποία υπάρχουν σε διάφορα σημεία της πόλης).
Μέσα στο ατμοσφαιρικό μπαρ,
πίνοντας το πρώτο μαλτ Bushmills (10y), άρχισα να αναρωτιέμαι αν το Δουβλίνο είναι η αγαπημένη μου πόλη. Η μουσική ήταν υπέροχη. Αγαπημένη rock. Πίνοντας στη συνέχεια Jameson black barrel, με την πλούσια γεύση, άρχισα να απαριθμώ αγαπημένες μου πόλεις. Το Άμστερνταμ, την Κρακοβία, τη Σαγκάη, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τη Ρώμη, το Ρίο ντε Τζανέιρο, τη Βενετία, μέχρι που άρχισα να χάνω τον λογαριασμό. Παρήγγειλα ένα μαλτ Paddy προερχόμενο από το Κορκ και όταν έκλεισα με μαλτ Bushmills, είχα αποφασίσει ότι το Δουβλίνο είναι η αγαπημένη μου πόλη.
Όμως την πόλη έπρεπε να τη γνωρίσω παραπάνω. Τότε με πόνο ψυχής, αλλά με την υπέροχη βελούδινη γεύση του Bushmills να με συντροφεύει, αποχώρησα από το Temple Bar.
Last edited: