psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.061
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Οι πρώτες συζητήσεις στα νησιά
- Προετοιμασία & εισιτήρια
- Ημέρα του ταξιδιού
- Η πρώτη νύχτα στην Αβάνα
- Καλημέρα από Αβάνα!
- Αβάνα, ημέρα δεύτερη, η τουριστική!
- Σαν βγεις στο πηγαιμό για το Ρεμέδιος
- Σάντα Κλάρα και μετ’ εμποδίων Τρινιδάδ. Ημέρα περιπέτειας.
- Πύργος των Σκλάβων, παραλία Ancon & μια νέα φιλία!
- Σιενφουέγος, στο δρόμο με τα καβούρια
- Επιστροφή στην Αβάνα
- Ρούμι, πούρα και Αβάνα!
- Τελευταία μέρα, με «μια κάντιλακ αρχαία»
- Απολογισμός – σύνοψη
Πύργος των Σκλάβων, παραλία Ancon & μια νέα φιλία!
Η επόμενη μέρα μας βρήκε στο πόδι σχετικά νωρίς και γεμάτοι από ενέργεια, παρόλο που ήπιαμε από καμιά δέκα ρούμια τη προηγούμενη νύχτα. Είχαμε πλέον τη ψυχολογία και οι Κουβανικοί ρυθμοί μας είχαν αφομοιώσει. Το Τρινιδάδ το πρωί ήταν στα μάτια μας ακόμη πιο όμορφο, και δε χάσαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια βόλτα στη πόλη, πριν αναχωρήσουμε για τη σημερινή εκδρομή μας.
Φημισμένη για τις καλλιτεχνικές δημιουργίες:
Και για τη γνωστή πλατεία με τους φοίνικες:
Καταλήξαμε σε μια μικρότερη πλατεία όπου μια μπάντα έπαιζε τις μουσικές της, και παραδίπλα τα άλογα περίμεναν τους επισκέπτες για βόλτα:
Πόσο πιο Κούβα το όλο σκηνικό; Για πείτε.
Παραλάβαμε το αυτοκίνητο και βασιζόμενοι για ακόμα μια φορά στο χάρτη του here αναχωρήσαμε μέσω του κεντρικού δρόμου του Sancti Spiritus για επίσκεψη στο πύργο των σκλάβων ή κανονικά ‘’ The Manaca Iznaga Tower’’. Το συγκεκριμένο αξιοθέατο αποτελεί σημείο αναφοράς στη περιοχή, και η απόσταση του από το Τρινιδάδ είναι 15 χιλιόμετρα. Είκοσι λεπτά μετά ήμασταν στο πάρκινγκ της περιοχής, όπου αφήσαμε το αυτοκίνητο – φυσικά – με χρέωση 1 CUC και καρτελάκι αριθμοδότησης.
Ο ύψους 45 μέτρων «πύργος επιφυλακής» όπως χαρακτηρίζεται ανεγέρθηκε το 1816 και η χρησιμότητα του ήταν η παρακολούθηση των σκλάβων που εργαζόντουσαν στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου της περιοχής. Στη κορυφή του υπήρχε μια μεγάλη καμπάνα που σήμανε την αρχή και τη λήξη της εργάσιμης ημέρας. Τότε αποτελούσε το ψηλότερο κτίσμα στη Κούβα.
Σήμερα η περιοχή αποτελεί προστατευόμενο αξιοθέατο. Στα πέριξ του πύργου μπορεί να συναντήσει κανείς καταστήματα με δερμάτινα σουβενίρ, λευκά είδη και αναμνηστικά της Κούβας.
Πληρώσαμε το αντίτιμο των 2 CUC και για τους δύο και ξεκινήσαμε την ανάβαση στο πύργο. Οι σκάλες ήταν πολύ στενές και απότομες, και το αίσθημα μιας αστάθειας ήταν διάχυτο σε όλη τη διάρκεια της ανάβασης. Τώρα αυτό ήταν από τις ξύλινες σκάλες και το παλιό κτίσμα, ήταν από τις Αβάνες της προηγούμενης μέρας, δε ξέρω, θα σας γελάσω…
Φτάσαμε καταϊδρωμένοι και λαχανιασμένοι στη κορυφή. Η θέα ήταν όντως εξαιρετική κι απεριόριστη:
Κάπου εκεί ψηλά λοιπόν μεταξύ έκτου & έβδομου ορόφου, ακολούθησε η πολύ ώριμη, ταπεινή, και ιδιαίτερη κουβέντα μας, δείχνοντας ακόμα μια φορά το πολιτισμό που κουβαλάμε απ’ τη χώρα μας:
- Νίκο, ιδροκόπησα ρε μλκ, τι ήταν αυτό;
- Αφού στο είπα ρε μλκ, έχει ζόρικη ανάβαση, να πάρουμε μπύρες μαζί μας από κάτω.
- Είχες δίκιο ρε μλκ, μλκία κάναμε, τώρα ας ξεροσταλιάσουμε…
Αμέσως μετά από δίπλα ακούστηκε μια φωνή του τύπου «Ωχ, παιδιά Έλληνες είστε;» , για να απαντήσουμε εμείς με φαρδύ χαμόγελο «Ναι, βεβαίως, μα που το κατάλαβες;» και να γνωριστούμε με την CL, μια κοπέλα που έτυχε να κάνει διακοπές σε φίλους της στο Τρινιδάδ. Αφού ανταλλάξαμε μερικές πληροφορίες για τον καθένα, και απόψεις για τη περιοχή, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ στο κρατικό paladares του Τρινιδάδ. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που είχαμε γνωρίσει κάποιον από τη πατρίδα που ταξίδευε με αυτό τον τρόπο. Μια μεγάλη φιλία είχε μόλις αρχίσει!
Κατεβήκαμε και πήγαμε να παραλάβουμε το αυτοκίνητο. Λίγο πιο κάτω σε ένα χαρακτηριστικό σημείο που έκαναν όλοι στάση, κάναμε κι εμείς για να πιούμε μια μπύρα καθώς ήταν η ώρα.
Εκεί είδαμε και κάποιους Κουβανούς να περιμένουν είτε μέσα μαζικής μεταφοράς, είτε να επιβιβάζονται σε διάφορα αυτοκίνητα. Την όλη συνεννόηση την έκανε ένας τύπος με ειδική στολή, και όπως μάθαμε τις επόμενες ημέρες, αυτή ήταν η δουλειά του, και ότι όσοι Κουβανοί έχοντες οχήματα, όφειλαν να εναρμονιστούν με τις υποδείξεις του και να παραλάβουν τον κόσμο που περίμενε στη στάση. Γενικότερα θα δείτε αρκετούς να κάνουν ωτοστόπ στη Κούβα, μάλιστα και με χρήματα πολλές φορές στα χέρια. Ακόμα μια πολύ διαφορετική και ωραία εικόνα:
Μετά από περίπου μισή ώρα σε μια πολύ ωραία διαδρομή στο κόλπο κάτω από το Τρινιδάδ, είχαμε προσεγγίσει τη ‘’ Playa Ancon’’ , τη πολύ γνωστή παραλία της περιοχής, και μιας και φορούσαμε από το πρωί τα μαγιό μας ήμασταν έτοιμοι να βουτήξουμε για πρώτη φορά σε νερά Καραϊβικής. Μια ακόμα εμπειρία μας περίμενε. Δεν ήταν ο σκοπός του ταξιδιού σε καμία περίπτωση βέβαια, απλά έτυχε να συνδυαστεί με το πρόγραμμα της ημέρας και είπαμε γιατί όχι, εξάλλου τι διάολο δε θα έχει κανένα μπαρ στη παραλία με μοχίτο;
Φτάσαμε σε ένα σημείο που όλοι αφήναν τα οχήματα τους, υπαίθριο πάρκινγκ δίπλα από ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Με το που κατεβήκαμε πετάχτηκε από το πουθενά ο γνωστός πλέον Κουβανός Νίντζα, υπεύθυνος για το πάρκινγκ της περιοχής, φυσικά με το αζημίωτο. Χαλάλι του τα 2 CUC καθώς ακολουθήσαμε την υπόδειξη του και βάλαμε το αυτοκίνητο στη σκιά!
Σε 2 λεπτά ήμασταν στη παραλία, και οι πρώτες εικόνες απ’ αυτήν ήταν όντως εντυπωσιακές. Κατάλευκη άμμος και φοίνικες σε συνδυασμό με μια θάλασσα χρώματος ανοικτού γαλάζιου κάνανε το όλο σκηνικό υπέροχο. Γύρω μας μόνο τουρίστες, Αμερικανάκια κυρίως από το διπλανό ξενοδοχείο, ευρισκόμενοι σε διακοπές τύπου all inclusive που δε θα ήθελα να κάνω ποτέ στη ζωή μου. Ας το πω ξανά εδώ, παιδιά είναι αμαρτία για εμάς τους Έλληνες να πηγαίνουμε μέχρι τη Κούβα για να χαραμίζουμε τις μέρες μας σε κάτι τέτοιο.
Πήραμε δύο μοχίτο από το διπλανό μπαράκι κόστους 3 Cuc έκαστο, και αράξαμε λίγο να μας δει ο ήλιος και να βγούμε καμιά φωτογραφία να την ανεβάσουμε στο Facebook για να εκνευρίσουμε λίγο ακόμα τους φίλους μας στην Ελλάδα. Βλέπετε ήταν ακόμα χειμώνας, ειδικά στα βόρεια, 14 Μαρτίου.
Λίγο μετά κάναμε τη βουτιά στη θάλασσα, η οποία μου χάλασε την όποια εικόνα είχα μέχρι εκείνη την ώρα. Η λεγόμενη θολούρα του ωκεανού που λέτε, παρόμοια με μια κάτω του μετρίου δική μας θάλασσα όπως πχ Λιτόχωρο Πιερίας, Σταυρός Χαλκιδικής και πάει λέγοντας. Και η συγκεκριμένη εντύπωση δεν ήταν μόνο δική μου, αλλά με όσους Έλληνες έχω μιλήσει σχετικά με αυτό. Θεωρώ ότι κάποιος που έχει δει με τα μάτια του παραλίες όπως το Μπάλο Χανίων, τις Σεϋχέλλες Ικαρίας, τα πράσα Κιμώλου, το πλατύ γιαλό Λειψών, κτλ. κτλ. (θα μπορούσα να γράφω άλλες δύο σελίδες, η λίστα είναι ατελείωτη) δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει αυτές της Κούβας. Τίποτα όμως πέρα απ’ το πολύ ωραίο σκηνικό που περιέγραψα και την αίσθηση της Καραϊβικής. Δε ξέρω πως είναι σε άλλα διπλανά μέρη, ξέρω αυτό που είδαν τα ματάκια μου και δεν με εντυπωσίασε στη τελική επ’ ουδενί. Ήταν όμως ευχάριστο διάλειμμα το μπάνιο στη θάλασσα ειδικά τέτοια άκυρη για εμάς εποχή, δε λέω.
Γυρίσαμε στο Τρινιδάδ σε λιγότερο από είκοσι λεπτά, και αφού αφήσαμε το αμάξι στο γνωστό πάρκινγκ με τη γνωστή πλέον χρέωση της ημέρας (5 CUC) είχαμε αρκετό χρόνο να βολτάρουμε στη πόλη, και να ετοιμαστούμε για το βράδυ, που είχε αρχικά φαγητό & πάλι νυχτερινή βόλτα.
Καθίσαμε λίγο στη πλατεία για να μπούμε στο Ίντερνετ. Οι τουρίστες άρχισαν να καταφτάνουν μαζί με τις συνήθειες τους. Τραπεζάκι και μπύρα Heineken. Δηλαδή ρε φίλε ήρθες στη Κούβα, έκανες τόσα χιλιόμετρα, πήγες στο Τρινιδάδ, έκατσες σε αυτή την υπέροχη πλατεία, για να πιείς αυτό το μπουγαδόνερο; Ε τι να πω εγώ μετά.
Ήταν προχωρημένο απόγευμα όταν γυρίσαμε σπίτι, και όπως είμασταν είπαμε ότι δε θα καθόμασταν σήμερα στις κουνιστές πολυθρόνες της βεράντας, αλλά θα συμπεριφερθούμε σαν γνήσιοι Κουβανοί, και θα κάτσουμε στο πλατύσκαλο έξω από το σπίτι μας, να πιούμε το ρούμι μας (σκέτο βεβαίως) και να ακούσουμε τις μουσικές μας. Η εικόνα για την ομορφιά της γειτονιάς μας μιλάει από μόνη της:
Δε το τραβήξαμε όσο θα θέλαμε, καθώς η βραδινή βόλτα θα ξεκινούσε νωρίς. Ετοιμαστήκαμε, και 3 λεπτά από το σπίτι μας ήμασταν στη Plaza Mayor, τη γνωστή πλατεία με τους φοίνικες. Το ραντεβού μας με τη CL ήταν στο κρατικό Paladares ,ένα δρόμο κάτω απ’ τη πλατεία, όπου εκείνη τη μέρα είχε αρκετό κόσμο καθώς έπαιζε live ένας πολύ ονομαστός Κουβανός μουσικός (μου διαφεύγει το όνομα του) ο οποίος αποτελούσε πόλο έλξης για τον κόσμο της περιοχής.
Πήραμε 2 μοχίτο από το μπαρ και καθίσαμε συζητώντας σαν Ελληνική παρέα μέχρι να έρθει το φαγητό. Μετά από λίγη ώρα μας σέρβιραν ένα εξαιρετικό γεύμα, χοιρινό με ρύζι και φασόλια, σαλάτα, πατάτες και φυσικά ακόμα 2 μοχίτο. Τιμές φαγητού 5,5 Cuc κάθε μενού, και 3 Cuc κάθε ποτό. Κάπου εκεί αναρωτηθήκαμε πόση ώρα έχουμε να φάμε σαν άνθρωποι, κάτι που είχε τελικά να συμβεί από τη προηγούμενη μέρα…
Στη συνέχεια πήγαμε στο τραπέζι με την υπόλοιπη παρέα, όπου ήταν μια από τις ωραιότερες στιγμές του ταξιδιού, από αυτές που σου μένουν και σε ακολουθούν μια ζωή. Δύο Έλληνες εγώ και ο Νίκος, η CL Ελληνίδα που ζει στην Ολλανδία, η κολλητή της η FL από την Ολλανδία που άφησε την Ευρώπη και την οργάνωση του Άμστερνταμ για να έρθει να ζήσει οικογενειακά στο Τρινιδάδ, ο άνδρας της ο ED από τη Κούβα, τα παιδιά τους, ένα ζευγάρι από τη Γαλλία, μια κοπέλα από Ιρλανδία, και μερικοί ακόμα που ξεχνάω να αναφέρω, καθώς όπως καταλαβαίνετε η πολυπολιτισμικότητα της παρέας ήταν παραπάνω από εμφανέστατη. Γνωριστήκαμε με όλους και πιάσαμε αμέσως τη κουβέντα (και τη φιλία) με τον ED ο οποίος μόλις έμαθε ότι είμαστε Έλληνες μας καλωσόρισε στη παρέα με δύο παγωμένες μπύρες, τραγουδώντας μας το συγκεκριμένο παραδοσιακό Κουβανικό τραγουδάκι:
Chalara, I zoi einai wraia,
Chalara, ama exeis kai parea…
Επιτέλους είχαμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε τη τοπική διάλεκτο απταίστως!
Η συζήτηση μας περιστράφηκε στις δυσκολίες της ζωής στη Κούβα, όχι μόνο από τα μάτια ενός ντόπιου αυτή τη φορά, αλλά ενός συνειδητοποιημένου ντόπιου και της γυναίκας του, που ενώ είχαν την επιλογή της Ολλανδίας, τα άφησαν όλα πίσω τους για να έρθουν στο Τρινιδάδ. Τι να πω εγώ μετά από αυτό; Πραγματικά έχω να θυμάμαι από εκείνη τη κουβέντα τις εξής ατάκες:
Α) Τα πάντα για την επιβίωση. Τα πάντα. Αυτή ήταν η ατάκα τους, και αναφερόταν στη δουλειά φυσικά. Όλοι έκαναν 2 με τρεις διαφορετικές, ο δε ED σαν πολύ καλός γνώστης Αγγλικών έκανε το ξεναγό – οδηγό σε τουρίστες.
Β) Φτώχια αλλά αξιοπρέπεια πάνω απ’ όλα.
Γ) Το χαμόγελο και η λάμψη στα μάτια όταν αναφερθήκαμε στον Che & τον Camilo. Όχι το ίδιο στον Fidel όμως, το οποίο και φυσικά είχε εξήγηση, θεωρούν οι περισσότεροι ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά παραπάνω για τον κόσμο. Η συζήτηση επεκτάθηκε, δε χρειάζεται όμως να αναλύσω.
Δ) Το πόσο χρήσιμος θα ήμουν στη χώρα σαν ΙΤ/Μηχανικός επικοινωνιών & Wi-Fi
E) Το πρόβλημα πρόσβασης στο Ίντερνετ στα σπίτια και τις πατέντες γι’ αυτό, αλλά και τα προβλήματα στην εισαγωγή πχ ενός ποδηλάτου ή μιας ηλεκτρικής εστίας.
ΣΤ) Το γεγονός ότι τα παιδιά δεν έμειναν ποτέ νηστικά, και ότι υπάρχει πρόβλεψη γι’ αυτό, αλλά και τα προβλήματα στη τροφοδοσία καθώς πολλές φορές δεν υπάρχει επάρκεια.
Επειδή όμως ήμασταν στη Κούβα οι κουβέντες πήγαν στην άκρη με συνοπτικές διαδικασίες, καθώς όλα μα όλα καταλήγουν στο παρτυ, στο ρούμι και στο χορό. Εξάλλου όπως μας υπενθύμισαν είχαμε τη τύχη να απολαύσουμε ένα μεγάλο τοπικό καλλιτέχνη:
Όταν το πρόγραμμα τελείωσε, συνεχίσαμε σε παραδιπλανό bar – club πάλι με Live μουσική και πολύ χορό. Οι Αβάνες, οι μπύρες και τα Μοχίτο διαδέχονταν το ένα το άλλο, και οι ικανότητες μου στο χορό δεν άργησαν να ξεδιπλωθούν. Βέβαια όταν το είπα αυτό στους φίλους μου στην Ελλάδα με κοιτούσαν με απορία καθώς ξέρουν ότι δε μπορώ να κάνω ούτε τρία βήματα ίσια, αλλά τι φταίω εγώ, με τόσα που είχα πιει από ένα σημείο και μετά μέχρι και τη καραγκούνα χόρευα αν με σήκωνες…
Ο τραγουδιστής δε σταμάτησε να φωνάζει ‘’Grecia’’ και να μας ξεσηκώνει:
Δίπλα μου μια παρέα με Γαλλίδες να χορεύουν και να ξεφαντώνουν. Ο ED ακόμα μια φορά ήρθε και με παρακίνησε σε άψογα πάντα Κουβανικά:
“Ante malaka, kamaki. Greek kamaki!”
Ευτυχώς που ήμαστε σε θέση να βγούμε καμιά φωτογραφία να έχουμε να θυμόμαστε (την οποία ανακάλυψα την επομένη), και να βρούμε το δρόμο για το σπίτι χωρίς να καταλάβουμε πως. Υψηλό αίσθημα προσανατολισμού, και φυσικά κανένας φόβος. Μιλάμε για τόσο φιλόξενο, όμορφο και ασφαλές μέρος. Μεθυσμένοι σε ξένη χώρα τόσο μακριά απ’ τη δική μας, ούτε διαβατήρια πάνω μας, ούτε λεφτά από ένα σημείο κι έπειτα, και δε μας απασχόλησε στιγμή. Οι καταστάσεις ήταν μοναδικές, και ίσως το ωραιότερο βράδυ της εκδρομής είχε φτάσει στο τέλος του!
Η επόμενη μέρα μας βρήκε στο πόδι σχετικά νωρίς και γεμάτοι από ενέργεια, παρόλο που ήπιαμε από καμιά δέκα ρούμια τη προηγούμενη νύχτα. Είχαμε πλέον τη ψυχολογία και οι Κουβανικοί ρυθμοί μας είχαν αφομοιώσει. Το Τρινιδάδ το πρωί ήταν στα μάτια μας ακόμη πιο όμορφο, και δε χάσαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια βόλτα στη πόλη, πριν αναχωρήσουμε για τη σημερινή εκδρομή μας.
Φημισμένη για τις καλλιτεχνικές δημιουργίες:

Και για τη γνωστή πλατεία με τους φοίνικες:
Καταλήξαμε σε μια μικρότερη πλατεία όπου μια μπάντα έπαιζε τις μουσικές της, και παραδίπλα τα άλογα περίμεναν τους επισκέπτες για βόλτα:
Πόσο πιο Κούβα το όλο σκηνικό; Για πείτε.
Παραλάβαμε το αυτοκίνητο και βασιζόμενοι για ακόμα μια φορά στο χάρτη του here αναχωρήσαμε μέσω του κεντρικού δρόμου του Sancti Spiritus για επίσκεψη στο πύργο των σκλάβων ή κανονικά ‘’ The Manaca Iznaga Tower’’. Το συγκεκριμένο αξιοθέατο αποτελεί σημείο αναφοράς στη περιοχή, και η απόσταση του από το Τρινιδάδ είναι 15 χιλιόμετρα. Είκοσι λεπτά μετά ήμασταν στο πάρκινγκ της περιοχής, όπου αφήσαμε το αυτοκίνητο – φυσικά – με χρέωση 1 CUC και καρτελάκι αριθμοδότησης.
Ο ύψους 45 μέτρων «πύργος επιφυλακής» όπως χαρακτηρίζεται ανεγέρθηκε το 1816 και η χρησιμότητα του ήταν η παρακολούθηση των σκλάβων που εργαζόντουσαν στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου της περιοχής. Στη κορυφή του υπήρχε μια μεγάλη καμπάνα που σήμανε την αρχή και τη λήξη της εργάσιμης ημέρας. Τότε αποτελούσε το ψηλότερο κτίσμα στη Κούβα.
Σήμερα η περιοχή αποτελεί προστατευόμενο αξιοθέατο. Στα πέριξ του πύργου μπορεί να συναντήσει κανείς καταστήματα με δερμάτινα σουβενίρ, λευκά είδη και αναμνηστικά της Κούβας.
Πληρώσαμε το αντίτιμο των 2 CUC και για τους δύο και ξεκινήσαμε την ανάβαση στο πύργο. Οι σκάλες ήταν πολύ στενές και απότομες, και το αίσθημα μιας αστάθειας ήταν διάχυτο σε όλη τη διάρκεια της ανάβασης. Τώρα αυτό ήταν από τις ξύλινες σκάλες και το παλιό κτίσμα, ήταν από τις Αβάνες της προηγούμενης μέρας, δε ξέρω, θα σας γελάσω…
Φτάσαμε καταϊδρωμένοι και λαχανιασμένοι στη κορυφή. Η θέα ήταν όντως εξαιρετική κι απεριόριστη:
Κάπου εκεί ψηλά λοιπόν μεταξύ έκτου & έβδομου ορόφου, ακολούθησε η πολύ ώριμη, ταπεινή, και ιδιαίτερη κουβέντα μας, δείχνοντας ακόμα μια φορά το πολιτισμό που κουβαλάμε απ’ τη χώρα μας:
- Νίκο, ιδροκόπησα ρε μλκ, τι ήταν αυτό;
- Αφού στο είπα ρε μλκ, έχει ζόρικη ανάβαση, να πάρουμε μπύρες μαζί μας από κάτω.
- Είχες δίκιο ρε μλκ, μλκία κάναμε, τώρα ας ξεροσταλιάσουμε…
Αμέσως μετά από δίπλα ακούστηκε μια φωνή του τύπου «Ωχ, παιδιά Έλληνες είστε;» , για να απαντήσουμε εμείς με φαρδύ χαμόγελο «Ναι, βεβαίως, μα που το κατάλαβες;» και να γνωριστούμε με την CL, μια κοπέλα που έτυχε να κάνει διακοπές σε φίλους της στο Τρινιδάδ. Αφού ανταλλάξαμε μερικές πληροφορίες για τον καθένα, και απόψεις για τη περιοχή, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ στο κρατικό paladares του Τρινιδάδ. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που είχαμε γνωρίσει κάποιον από τη πατρίδα που ταξίδευε με αυτό τον τρόπο. Μια μεγάλη φιλία είχε μόλις αρχίσει!
Κατεβήκαμε και πήγαμε να παραλάβουμε το αυτοκίνητο. Λίγο πιο κάτω σε ένα χαρακτηριστικό σημείο που έκαναν όλοι στάση, κάναμε κι εμείς για να πιούμε μια μπύρα καθώς ήταν η ώρα.
Εκεί είδαμε και κάποιους Κουβανούς να περιμένουν είτε μέσα μαζικής μεταφοράς, είτε να επιβιβάζονται σε διάφορα αυτοκίνητα. Την όλη συνεννόηση την έκανε ένας τύπος με ειδική στολή, και όπως μάθαμε τις επόμενες ημέρες, αυτή ήταν η δουλειά του, και ότι όσοι Κουβανοί έχοντες οχήματα, όφειλαν να εναρμονιστούν με τις υποδείξεις του και να παραλάβουν τον κόσμο που περίμενε στη στάση. Γενικότερα θα δείτε αρκετούς να κάνουν ωτοστόπ στη Κούβα, μάλιστα και με χρήματα πολλές φορές στα χέρια. Ακόμα μια πολύ διαφορετική και ωραία εικόνα:
Μετά από περίπου μισή ώρα σε μια πολύ ωραία διαδρομή στο κόλπο κάτω από το Τρινιδάδ, είχαμε προσεγγίσει τη ‘’ Playa Ancon’’ , τη πολύ γνωστή παραλία της περιοχής, και μιας και φορούσαμε από το πρωί τα μαγιό μας ήμασταν έτοιμοι να βουτήξουμε για πρώτη φορά σε νερά Καραϊβικής. Μια ακόμα εμπειρία μας περίμενε. Δεν ήταν ο σκοπός του ταξιδιού σε καμία περίπτωση βέβαια, απλά έτυχε να συνδυαστεί με το πρόγραμμα της ημέρας και είπαμε γιατί όχι, εξάλλου τι διάολο δε θα έχει κανένα μπαρ στη παραλία με μοχίτο;
Φτάσαμε σε ένα σημείο που όλοι αφήναν τα οχήματα τους, υπαίθριο πάρκινγκ δίπλα από ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Με το που κατεβήκαμε πετάχτηκε από το πουθενά ο γνωστός πλέον Κουβανός Νίντζα, υπεύθυνος για το πάρκινγκ της περιοχής, φυσικά με το αζημίωτο. Χαλάλι του τα 2 CUC καθώς ακολουθήσαμε την υπόδειξη του και βάλαμε το αυτοκίνητο στη σκιά!
Σε 2 λεπτά ήμασταν στη παραλία, και οι πρώτες εικόνες απ’ αυτήν ήταν όντως εντυπωσιακές. Κατάλευκη άμμος και φοίνικες σε συνδυασμό με μια θάλασσα χρώματος ανοικτού γαλάζιου κάνανε το όλο σκηνικό υπέροχο. Γύρω μας μόνο τουρίστες, Αμερικανάκια κυρίως από το διπλανό ξενοδοχείο, ευρισκόμενοι σε διακοπές τύπου all inclusive που δε θα ήθελα να κάνω ποτέ στη ζωή μου. Ας το πω ξανά εδώ, παιδιά είναι αμαρτία για εμάς τους Έλληνες να πηγαίνουμε μέχρι τη Κούβα για να χαραμίζουμε τις μέρες μας σε κάτι τέτοιο.
Πήραμε δύο μοχίτο από το διπλανό μπαράκι κόστους 3 Cuc έκαστο, και αράξαμε λίγο να μας δει ο ήλιος και να βγούμε καμιά φωτογραφία να την ανεβάσουμε στο Facebook για να εκνευρίσουμε λίγο ακόμα τους φίλους μας στην Ελλάδα. Βλέπετε ήταν ακόμα χειμώνας, ειδικά στα βόρεια, 14 Μαρτίου.
Λίγο μετά κάναμε τη βουτιά στη θάλασσα, η οποία μου χάλασε την όποια εικόνα είχα μέχρι εκείνη την ώρα. Η λεγόμενη θολούρα του ωκεανού που λέτε, παρόμοια με μια κάτω του μετρίου δική μας θάλασσα όπως πχ Λιτόχωρο Πιερίας, Σταυρός Χαλκιδικής και πάει λέγοντας. Και η συγκεκριμένη εντύπωση δεν ήταν μόνο δική μου, αλλά με όσους Έλληνες έχω μιλήσει σχετικά με αυτό. Θεωρώ ότι κάποιος που έχει δει με τα μάτια του παραλίες όπως το Μπάλο Χανίων, τις Σεϋχέλλες Ικαρίας, τα πράσα Κιμώλου, το πλατύ γιαλό Λειψών, κτλ. κτλ. (θα μπορούσα να γράφω άλλες δύο σελίδες, η λίστα είναι ατελείωτη) δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει αυτές της Κούβας. Τίποτα όμως πέρα απ’ το πολύ ωραίο σκηνικό που περιέγραψα και την αίσθηση της Καραϊβικής. Δε ξέρω πως είναι σε άλλα διπλανά μέρη, ξέρω αυτό που είδαν τα ματάκια μου και δεν με εντυπωσίασε στη τελική επ’ ουδενί. Ήταν όμως ευχάριστο διάλειμμα το μπάνιο στη θάλασσα ειδικά τέτοια άκυρη για εμάς εποχή, δε λέω.
Γυρίσαμε στο Τρινιδάδ σε λιγότερο από είκοσι λεπτά, και αφού αφήσαμε το αμάξι στο γνωστό πάρκινγκ με τη γνωστή πλέον χρέωση της ημέρας (5 CUC) είχαμε αρκετό χρόνο να βολτάρουμε στη πόλη, και να ετοιμαστούμε για το βράδυ, που είχε αρχικά φαγητό & πάλι νυχτερινή βόλτα.
Καθίσαμε λίγο στη πλατεία για να μπούμε στο Ίντερνετ. Οι τουρίστες άρχισαν να καταφτάνουν μαζί με τις συνήθειες τους. Τραπεζάκι και μπύρα Heineken. Δηλαδή ρε φίλε ήρθες στη Κούβα, έκανες τόσα χιλιόμετρα, πήγες στο Τρινιδάδ, έκατσες σε αυτή την υπέροχη πλατεία, για να πιείς αυτό το μπουγαδόνερο; Ε τι να πω εγώ μετά.
Ήταν προχωρημένο απόγευμα όταν γυρίσαμε σπίτι, και όπως είμασταν είπαμε ότι δε θα καθόμασταν σήμερα στις κουνιστές πολυθρόνες της βεράντας, αλλά θα συμπεριφερθούμε σαν γνήσιοι Κουβανοί, και θα κάτσουμε στο πλατύσκαλο έξω από το σπίτι μας, να πιούμε το ρούμι μας (σκέτο βεβαίως) και να ακούσουμε τις μουσικές μας. Η εικόνα για την ομορφιά της γειτονιάς μας μιλάει από μόνη της:

Δε το τραβήξαμε όσο θα θέλαμε, καθώς η βραδινή βόλτα θα ξεκινούσε νωρίς. Ετοιμαστήκαμε, και 3 λεπτά από το σπίτι μας ήμασταν στη Plaza Mayor, τη γνωστή πλατεία με τους φοίνικες. Το ραντεβού μας με τη CL ήταν στο κρατικό Paladares ,ένα δρόμο κάτω απ’ τη πλατεία, όπου εκείνη τη μέρα είχε αρκετό κόσμο καθώς έπαιζε live ένας πολύ ονομαστός Κουβανός μουσικός (μου διαφεύγει το όνομα του) ο οποίος αποτελούσε πόλο έλξης για τον κόσμο της περιοχής.
Πήραμε 2 μοχίτο από το μπαρ και καθίσαμε συζητώντας σαν Ελληνική παρέα μέχρι να έρθει το φαγητό. Μετά από λίγη ώρα μας σέρβιραν ένα εξαιρετικό γεύμα, χοιρινό με ρύζι και φασόλια, σαλάτα, πατάτες και φυσικά ακόμα 2 μοχίτο. Τιμές φαγητού 5,5 Cuc κάθε μενού, και 3 Cuc κάθε ποτό. Κάπου εκεί αναρωτηθήκαμε πόση ώρα έχουμε να φάμε σαν άνθρωποι, κάτι που είχε τελικά να συμβεί από τη προηγούμενη μέρα…
Στη συνέχεια πήγαμε στο τραπέζι με την υπόλοιπη παρέα, όπου ήταν μια από τις ωραιότερες στιγμές του ταξιδιού, από αυτές που σου μένουν και σε ακολουθούν μια ζωή. Δύο Έλληνες εγώ και ο Νίκος, η CL Ελληνίδα που ζει στην Ολλανδία, η κολλητή της η FL από την Ολλανδία που άφησε την Ευρώπη και την οργάνωση του Άμστερνταμ για να έρθει να ζήσει οικογενειακά στο Τρινιδάδ, ο άνδρας της ο ED από τη Κούβα, τα παιδιά τους, ένα ζευγάρι από τη Γαλλία, μια κοπέλα από Ιρλανδία, και μερικοί ακόμα που ξεχνάω να αναφέρω, καθώς όπως καταλαβαίνετε η πολυπολιτισμικότητα της παρέας ήταν παραπάνω από εμφανέστατη. Γνωριστήκαμε με όλους και πιάσαμε αμέσως τη κουβέντα (και τη φιλία) με τον ED ο οποίος μόλις έμαθε ότι είμαστε Έλληνες μας καλωσόρισε στη παρέα με δύο παγωμένες μπύρες, τραγουδώντας μας το συγκεκριμένο παραδοσιακό Κουβανικό τραγουδάκι:
Chalara, I zoi einai wraia,
Chalara, ama exeis kai parea…
Επιτέλους είχαμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε τη τοπική διάλεκτο απταίστως!
Η συζήτηση μας περιστράφηκε στις δυσκολίες της ζωής στη Κούβα, όχι μόνο από τα μάτια ενός ντόπιου αυτή τη φορά, αλλά ενός συνειδητοποιημένου ντόπιου και της γυναίκας του, που ενώ είχαν την επιλογή της Ολλανδίας, τα άφησαν όλα πίσω τους για να έρθουν στο Τρινιδάδ. Τι να πω εγώ μετά από αυτό; Πραγματικά έχω να θυμάμαι από εκείνη τη κουβέντα τις εξής ατάκες:
Α) Τα πάντα για την επιβίωση. Τα πάντα. Αυτή ήταν η ατάκα τους, και αναφερόταν στη δουλειά φυσικά. Όλοι έκαναν 2 με τρεις διαφορετικές, ο δε ED σαν πολύ καλός γνώστης Αγγλικών έκανε το ξεναγό – οδηγό σε τουρίστες.
Β) Φτώχια αλλά αξιοπρέπεια πάνω απ’ όλα.
Γ) Το χαμόγελο και η λάμψη στα μάτια όταν αναφερθήκαμε στον Che & τον Camilo. Όχι το ίδιο στον Fidel όμως, το οποίο και φυσικά είχε εξήγηση, θεωρούν οι περισσότεροι ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά παραπάνω για τον κόσμο. Η συζήτηση επεκτάθηκε, δε χρειάζεται όμως να αναλύσω.
Δ) Το πόσο χρήσιμος θα ήμουν στη χώρα σαν ΙΤ/Μηχανικός επικοινωνιών & Wi-Fi
E) Το πρόβλημα πρόσβασης στο Ίντερνετ στα σπίτια και τις πατέντες γι’ αυτό, αλλά και τα προβλήματα στην εισαγωγή πχ ενός ποδηλάτου ή μιας ηλεκτρικής εστίας.
ΣΤ) Το γεγονός ότι τα παιδιά δεν έμειναν ποτέ νηστικά, και ότι υπάρχει πρόβλεψη γι’ αυτό, αλλά και τα προβλήματα στη τροφοδοσία καθώς πολλές φορές δεν υπάρχει επάρκεια.
Επειδή όμως ήμασταν στη Κούβα οι κουβέντες πήγαν στην άκρη με συνοπτικές διαδικασίες, καθώς όλα μα όλα καταλήγουν στο παρτυ, στο ρούμι και στο χορό. Εξάλλου όπως μας υπενθύμισαν είχαμε τη τύχη να απολαύσουμε ένα μεγάλο τοπικό καλλιτέχνη:
Όταν το πρόγραμμα τελείωσε, συνεχίσαμε σε παραδιπλανό bar – club πάλι με Live μουσική και πολύ χορό. Οι Αβάνες, οι μπύρες και τα Μοχίτο διαδέχονταν το ένα το άλλο, και οι ικανότητες μου στο χορό δεν άργησαν να ξεδιπλωθούν. Βέβαια όταν το είπα αυτό στους φίλους μου στην Ελλάδα με κοιτούσαν με απορία καθώς ξέρουν ότι δε μπορώ να κάνω ούτε τρία βήματα ίσια, αλλά τι φταίω εγώ, με τόσα που είχα πιει από ένα σημείο και μετά μέχρι και τη καραγκούνα χόρευα αν με σήκωνες…

Ο τραγουδιστής δε σταμάτησε να φωνάζει ‘’Grecia’’ και να μας ξεσηκώνει:
Δίπλα μου μια παρέα με Γαλλίδες να χορεύουν και να ξεφαντώνουν. Ο ED ακόμα μια φορά ήρθε και με παρακίνησε σε άψογα πάντα Κουβανικά:
“Ante malaka, kamaki. Greek kamaki!”
Ευτυχώς που ήμαστε σε θέση να βγούμε καμιά φωτογραφία να έχουμε να θυμόμαστε (την οποία ανακάλυψα την επομένη), και να βρούμε το δρόμο για το σπίτι χωρίς να καταλάβουμε πως. Υψηλό αίσθημα προσανατολισμού, και φυσικά κανένας φόβος. Μιλάμε για τόσο φιλόξενο, όμορφο και ασφαλές μέρος. Μεθυσμένοι σε ξένη χώρα τόσο μακριά απ’ τη δική μας, ούτε διαβατήρια πάνω μας, ούτε λεφτά από ένα σημείο κι έπειτα, και δε μας απασχόλησε στιγμή. Οι καταστάσεις ήταν μοναδικές, και ίσως το ωραιότερο βράδυ της εκδρομής είχε φτάσει στο τέλος του!
Last edited: