psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.061
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Οι πρώτες συζητήσεις στα νησιά
- Προετοιμασία & εισιτήρια
- Ημέρα του ταξιδιού
- Η πρώτη νύχτα στην Αβάνα
- Καλημέρα από Αβάνα!
- Αβάνα, ημέρα δεύτερη, η τουριστική!
- Σαν βγεις στο πηγαιμό για το Ρεμέδιος
- Σάντα Κλάρα και μετ’ εμποδίων Τρινιδάδ. Ημέρα περιπέτειας.
- Πύργος των Σκλάβων, παραλία Ancon & μια νέα φιλία!
- Σιενφουέγος, στο δρόμο με τα καβούρια
- Επιστροφή στην Αβάνα
- Ρούμι, πούρα και Αβάνα!
- Τελευταία μέρα, με «μια κάντιλακ αρχαία»
- Απολογισμός – σύνοψη
Τελευταία μέρα, με «μια κάντιλακ αρχαία»
Τα ψέματα τέλος. Η τελευταία μέρα της εκδρομής που περιμέναμε τόσο καιρό και σχεδιάζαμε με τόση προσήλωση είχε έρθει. Τι να κάνουμε βέβαια που όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, και στη περίπτωση μας πολύ γρήγορα. Φτιάξαμε τις αποσκευές μας να είμαστε έτοιμοι, βγάλαμε στην άκρη τα ρούχα που θα χρειαζόμασταν για το ταξίδι, και τακτοποιήσαμε τα ψώνια που είχαμε κάνει όλες αυτές τις μέρες.
Μιας και φεύγαμε στις 12 το βράδυ από την Αβάνα, είχαμε νοικιάσει το σπίτι για μια επιπλέον διανυκτέρευση, μιας και το ποσό ήταν ιδιαίτερα χαμηλό και θέλαμε να χαλαρώσουμε, να κάνουμε ένα μπάνιο και να φύγουμε σαν άνθρωποι, όχι κατευθείαν από τους δρόμους.
Χωρίς να χάσουμε χρόνο λοιπόν αμοληθήκαμε στη βόλτα. Η διαδρομή γνωστή - άγνωστη:
Στο πρώτο μπαρ του ιστορικού κέντρου που ακούσαμε μουσική, χωθήκαμε. Η ζέστη ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και ένα παγωμένο ήταν ότι χρειαζόμασταν. Κόστος τα γνωστά πλέον 3 Cuc:
Εκεί συμφωνήσαμε να κάνουμε και το χαβαλέ μας νοικιάζοντας ένα από τα ρετρό αυτοκίνητα με οδηγό για περιήγηση στη πόλη. Ε τόσες μέρες μόνο τα βλέπαμε, είχε έρθει η ώρα να το κάνουμε κι αυτό έτσι για να έχουμε να το λέμε και μόνο.
Γυρίσαμε προς τα πίσω στη γνωστή πιάτσα του ‘’Parque Central’’ όπου ήταν όλα τα αυτοκίνητα τέτοιου τύπου παρατεταγμένα. Οι Κουβανοί τα συντηρούνε σε άψογη κατάσταση καθώς είναι πηγή εσόδων και φυσικά μόνο με πατέντες καθώς δεν υπάρχουν ανταλλακτικά. Η εξυπνάδα αυτού του λαού σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερη.
Βρήκαμε αυτό που μας άρεσε πιο πολύ στο μάτι, και πήγαμε να συμφωνήσουμε αρχικά τη διαδρομή που θέλαμε να ακολουθήσουμε και φυσικά τη τιμή. Από τις διαθέσιμες διαδρομές διαλέξαμε να κινηθούμε μέσω του ‘’Canal de Entrada’’ στην απέναντι όχθη της πόλης, για να δούμε το σπίτι του Τσε, να κατέβουμε στο άγαλμα του Χριστού “Christ of Havana’’ και να δούμε τη θέα απέναντι, αλλά να κάνουμε στάση και στο φρούριο ‘’Fortaleza de San Carlos de la Cabaña’’. Ήταν σχεδόν στοχευμένες επιλογές καθώς τις υπόλοιπες διαθέσιμες τις είχαμε δει.
Με το που άκουσα τη τιμή των 60 Cuc που συνήθως ζητάνε και μαδάνε κάτι τουρίστες που δε τους νοιάζει έβαλα τα γέλια. Έβαλε κι αυτός τα γέλια γιατί κατάλαβε. Αντιπρότεινα 20 Cuc και τα βρήκαμε χωρίς ιδιαίτερο κόπο γύρω στα 30. Ανεβήκαμε στη κάντιλακ, βάλαμε μουσική και ξεκινήσαμε. Η ενδυμασία μας νομίζω ήταν η κατάλληλη για τη περίσταση.
Λίγο πριν την υπόγεια διάβαση:
Σοβιετικά άρματα πάνω στο λόφο:
Το λεγόμενο άγαλμα του Χριστού και η θέα της Αβάνας απέναντι:
Το σπίτι του Τσε (δεν ήταν ανοιχτό προς επίσκεψη εκείνη τη μέρα):
Η Fortaleza :
Επιστρέψαμε στο κέντρο και βγήκαμε ακόμα μια φωτογραφία που έκλεψε τις εντυπώσεις των φίλων μας στην Ελλάδα:
Κατηφορίσαμε με κατεύθυνση τη παραλιακή αυτή τη φορά. Κοντοσταθήκαμε έξω από το Floridita σκεπτόμενοι να μπούμε μέσα, και ο μεσήλικας πορτιέρης μας έπιασε τη κουβέντα. Περιττό να πω ότι ήξερε την Ελλάδα, μιλούσε για τον Τσίπρα με απαξίωση, και εκθείαζε τον Παπανδρέου. Κι εκεί πασοκ ρε φίλε, ακόμα και στο κέντρο της Αβάνας… Δε μπήκαμε γιατί γινόταν ο κακός χαμός, και προχωρήσαμε πιο κάτω.
Βρήκαμε Ένα πολύ ωραίο κατάστημα αμέσως πιο κάτω με πολύ ιδιαίτερες αφίσες:
Απέναντι η γνωστή πιτσαρία που προαναφέρθηκα. Δείτε ουρά, μιλάμε για πραγματικά πετυχημένη συνταγή:
Συνεχίσαμε το δρομάκι προς τα κάτω με κατεύθυνση τη Malecon και σαφέστατο στόχο να σταματάμε σε όποιο μπαρ μας άρεσε για να πιούμε ένα ποτό. Ήταν οι τελευταίες ώρες μας στην Αβάνα και τις γλεντούσαμε όπως έπρεπε.
Στο ενδιάμεσο σταματήσαμε στο πολύ γνωστό λόγω φόρουμ ‘’Paladar Don Pucho’’ και φυσικά δε θυμόμουν το γνωστό λογοπαίγνιο και τη πάτησα όταν μου το είπε ο Νίκος. Το φαγητό εξαιρετικό, πλήρες μενού στο οποίο διάλεγες χοιρινό, κοτόπουλο, ή αστακό, ορεκτικό, καφέ, και φυσικά κοκτέιλ, όλα με 12 Cuc το άτομο, και με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής παρακαλώ. Είναι κάτι που συνηθίζεται, μπάντες μπαίνουν και παίζουν σε εστιατόρια και μπαρ για λίγο, και πληρώνονται με φιλοδωρήματα.
Ειδικότερα στο φαγητό υπάρχουν αρκετά τέτοια καταστήματα στην Αβάνα και σε άλλες περιοχές της Κούβας τα οποία αξίζει να εμπιστευτείτε για να δοκιμάσετε τη τοπική κουζίνα. Άλλα ξεχωρίζουν κι έχουν εξαιρετικές συστάσεις, όπως πχ αυτό στο Ρεμέδιος, και άλλα απλά τα συναντάς και σου κάνουν το κλικ. Γενικότερα δεν μας απογοήτευσε η κουζίνα, αν και δεν είμαστε σίγουρα οι κατάλληλοι άνθρωποι να μιλήσουμε γι’ αυτό.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας μετά το φαγητό με σκοπό να βρούμε ένα ακόμα φιλόξενο μπαρ, και λίγο πριν τη θάλασσα το βρήκαμε. Μια μπάντα έπαιζε μουσική ακριβώς από δίπλα, και άπειροι τουρίστες σαν εμάς βολτάρανε στο δρόμο.
Συνεχίσαμε στο πάρκο του μουσείου της πόλης:
Και στο άγαλμα του Simón Bolivar και τη διπλανή πλατεία :
Η γνωστή Plaza Vieja:
Η ώρα για επιστροφή πλησίαζε, και αφού ήπιαμε ένα τελευταίο σε ένα πολύ ωραίο μπαρ, προχωρήσαμε προς τα πίσω.
Βρήκα την ευκαιρία για μια τελευταία φωτογραφία στη μέση του δρόμου μπροστά από το Καπιτώλιο. Καλά όχι ότι είχε κίνηση τις υπόλοιπες ώρες αλλά εντάξει:
Αυτές ήταν και οι τελευταίες εικόνες του κέντρου της πόλης, εικόνες που ακόμα και τώρα παραμένουν ολοζώντανες.
Στο δρόμο για το σπίτι μας σταματήσαμε για μια γρήγορη μπύρα στο αγαπημένο μας αναψυκτήριο, αλλά και σε ένα παντοπωλείο για να προμηθευτούμε μια καστανή Αβάνα για το αεροδρόμιο. Είχαμε βραδινή 12ωρη σχεδόν πτήση, κι έπρεπε κάπως να τη παλέψουμε…
Στο σπίτι κάναμε τις τελευταίες ετοιμασίες, ένα ντουζάκι να ξεϊδρώσουμε, αλλάξαμε ρούχα, τα οποία παρόλο που είχαμε ταξίδι μπροστά μας ήταν καλοκαιρινά. Δε γίνεται να ντυθείς πιο βαριά όταν έχει 30 βαθμούς στην Αβάνα. Αναγκαστικά μπαίνεις στο κλίμα.
Στις 8 ήρθε η Ιρένε με την αδερφή της και τον άντρα της. Ακόμα μια φορά μας έφερε να μας πλασάρει πούρα «και καλά» γνήσια σε ασυναγώνιστη τιμή. Δώσαμε κάτι λίγα Cuc, ξέροντας εκ των προτέρων ότι δεν είναι αυθεντικά αλλά δε θέλαμε να χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Σίγουρα θα το έχετε διαβάσει, αλλά να το πω κι εγώ με τη σειρά μου. Αυθεντικά πούρα αυστηρά και μόνο σε καταστήματα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βρείτε αλλού. Θα σας πλησιάσουν (ειδικά άμα σας δουν να καπνίζετε) θα σας πιάσουν κουβέντα, θα σας καλέσουν σπίτι τους να σας δείξουν πούρα «και καλά» γνήσια σε τιμή ευκαιρίας. Δε ξέρω τι γίνεται σε άλλες πόλεις, μιλώ με σιγουριά για Αβάνα όμως. Και το ξέραμε πριν πάμε, και το διαπιστώσαμε όταν πήγαμε.
Πλάκα έχει ένα περιστατικό που είχα πιάσει τη κουβέντα στο ιστορικό κέντρο με κάτι ντόπιους. Με είδαν με το πούρο στο χέρι, άρχισαν να μου μιλάνε, στην αρχή περί πολιτικής και τα σχετικά, μετά άρχισαν το ψηστήρι να πάω να δω τα πούρα στο σπίτι του ενός. Πάνω που είχε ανάψει η κουβέντα, γιατί τους έλεγα ότι είναι ψεύτικα και ότι αν ήταν αληθινά θα τα πουλούσαν σε μαγαζί για να βγάλουν δεκαπλάσια και σχεδόν το παραδέχτηκαν, ξαφνικά σταμάτησαν τη κουβέντα με μιας, και δεν ανοίγανε καν το στόμα τους, από τη μια στιγμή στην άλλη… Δε κατάλαβα γιατί έγινε αυτό, και απάντηση στην απορία μου έδωσε η στροφή του κορμού μου, όπου είδα μια περίπολο της αστυνομίας να περνάει… Δε ξέρω, παίζει να ήταν σε μαύρη λίστα οι συγκεκριμένοι. Γεγονός είναι πως βάλαμε όλοι μαζί τα γέλια μόλις έφυγαν, παρόλο που δε τη πάτησα στον πρόλογο τους για τα πούρα.
Στο θέμα μας, αφού λοιπόν τελειώσαμε με τα πούρα, και αφού τους αφήσαμε δώρο ότι προμήθειες σε φαγώσιμα είχαμε, μπισκότα, κριτσίνια, παστέλια κτλ, αλλά και σαμπουάν, αφρόλουτρα, αντικουνουπικά τα οποία αγοράσαμε για το ταξίδι και μόνο και δεν υπήρχε λόγος να τα κουβαλάμε πίσω, φορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο τους και αναχωρήσαμε για το αεροδρόμιο. Είχαμε συμφωνήσει να πάρουν αυτοί τα 25 CUC να μη ψαχνόμαστε για ταξί. Φυσικά αυτό είναι κάτι που δεν επιτρέπεται, οπότε μας είχαν δασκαλέψει ότι αν γίνει κάτι να αναφέρουμε ότι μας πήγαν δωρεάν.
Στις 9 παρά είχαμε φτάσει στο αεροδρόμιο, αρκετά νωρίτερα καθώς η πτήση για Παρίσι αναχωρούσε στις 12, αλλά ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται. Τελειώσαμε σε 15 λεπτά με τα διαδικαστικά και βγήκαμε έξω να πιάσουμε ένα καλό πόστο. Στις χειραποσκευές μας κουβαλούσαμε μερικά πούρα, τη καστανή Αβάνα που είχαμε ψωνίσει νωρίτερα, μερικά ξηροκάρπια, και το ηχείο για μουσική. Μια χαρά, ήταν ότι έπρεπε για να μπούμε στη πολύωρη πτήση ακριβώς όπως έπρεπε.
Η ώρα πέρασε, και μπήκαμε μέσα για να κατευθυνθούμε προς την επιβίβαση. Αφού ψωνίσαμε ένα μπουκαλάκι ρούμι (σφραγισμένο μεν από το κατάστημα αλλά χωρίς απόδειξη) περάσαμε στα ενδότερα για να αλλάξουμε τα τελευταία μας Cuc. Φυσικά και οι δικαιολογίες περίσσευαν, ότι δεν έχουν διαθέσιμα ευρώ αλλά ούτε και δολάρια, οπότε μείναμε με ένα μικρό υπόλοιπο το οποίο καταναλώσαμε ευτυχώς σε φαγητό και μπύρες. Το αεροδρόμιο ήταν πολύ φθηνό σε όλα του, καμία σχέση με τα δικά μας και τα άλλα ευρωπαϊκά «φαρμακεία».
Επιβιβαστήκαμε στο αεροσκάφος της Air France από το οποίο δεν έμεινα ευχαριστημένος για το διαθέσιμο χώρο επιβάτη, καθώς δεν ήταν καθόλου άνετος. Επίσης δεν ενθουσιάστηκα από τη τροφοδοσία σε σχέση μάλιστα με τη low cost εταιρεία με την οποία ήρθαμε. Ήταν πολύ μετρημένοι σε όλα τους, και παρόλο που απέσπασα ωραία σχόλια για το μπλουζάκι Powerslave των Iron Maiden το οποίο φορούσα, από τον άντρα προϊστάμενο καμπίνας, δεν κεράστηκα ούτε μια μπυρίτσα….
Δώδεκα ώρες μετά είχαμε προσγειωθεί στο Charles de Gaulle Airport. Κατά τον έλεγχο μας πήραν το μπουκάλι της Αβάνας που είχαμε αγοράσει, καθώς δε συνοδευόταν από απόδειξη. Ηλίθιος κανονισμός πραγματικά, μιας και ήταν σφραγισμένο και είχε αγοραστεί από το κατάστημα του αεροδρομίου. Ο Γάλλος που μας έλεγξε αν και συνομήλικος δεν έκανε τα στραβά μάτια, και τα παρακάλια μου μεταβλήθηκαν «στο λαιμό να σου κάτσει» στα Ελληνικά. Περιμέναμε κρυώνοντας -καθώς στο Παρίσι χιόνιζε- τη πτήση μας για την Ελλάδα.
Με αυτή την έντονη αντίθεση, η εκδρομή που ονειρευόμασταν εδώ και χρόνια είχε φτάσει στο τέλος της.
Τα ψέματα τέλος. Η τελευταία μέρα της εκδρομής που περιμέναμε τόσο καιρό και σχεδιάζαμε με τόση προσήλωση είχε έρθει. Τι να κάνουμε βέβαια που όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, και στη περίπτωση μας πολύ γρήγορα. Φτιάξαμε τις αποσκευές μας να είμαστε έτοιμοι, βγάλαμε στην άκρη τα ρούχα που θα χρειαζόμασταν για το ταξίδι, και τακτοποιήσαμε τα ψώνια που είχαμε κάνει όλες αυτές τις μέρες.
Μιας και φεύγαμε στις 12 το βράδυ από την Αβάνα, είχαμε νοικιάσει το σπίτι για μια επιπλέον διανυκτέρευση, μιας και το ποσό ήταν ιδιαίτερα χαμηλό και θέλαμε να χαλαρώσουμε, να κάνουμε ένα μπάνιο και να φύγουμε σαν άνθρωποι, όχι κατευθείαν από τους δρόμους.
Χωρίς να χάσουμε χρόνο λοιπόν αμοληθήκαμε στη βόλτα. Η διαδρομή γνωστή - άγνωστη:
Στο πρώτο μπαρ του ιστορικού κέντρου που ακούσαμε μουσική, χωθήκαμε. Η ζέστη ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και ένα παγωμένο ήταν ότι χρειαζόμασταν. Κόστος τα γνωστά πλέον 3 Cuc:

Εκεί συμφωνήσαμε να κάνουμε και το χαβαλέ μας νοικιάζοντας ένα από τα ρετρό αυτοκίνητα με οδηγό για περιήγηση στη πόλη. Ε τόσες μέρες μόνο τα βλέπαμε, είχε έρθει η ώρα να το κάνουμε κι αυτό έτσι για να έχουμε να το λέμε και μόνο.
Γυρίσαμε προς τα πίσω στη γνωστή πιάτσα του ‘’Parque Central’’ όπου ήταν όλα τα αυτοκίνητα τέτοιου τύπου παρατεταγμένα. Οι Κουβανοί τα συντηρούνε σε άψογη κατάσταση καθώς είναι πηγή εσόδων και φυσικά μόνο με πατέντες καθώς δεν υπάρχουν ανταλλακτικά. Η εξυπνάδα αυτού του λαού σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερη.
Βρήκαμε αυτό που μας άρεσε πιο πολύ στο μάτι, και πήγαμε να συμφωνήσουμε αρχικά τη διαδρομή που θέλαμε να ακολουθήσουμε και φυσικά τη τιμή. Από τις διαθέσιμες διαδρομές διαλέξαμε να κινηθούμε μέσω του ‘’Canal de Entrada’’ στην απέναντι όχθη της πόλης, για να δούμε το σπίτι του Τσε, να κατέβουμε στο άγαλμα του Χριστού “Christ of Havana’’ και να δούμε τη θέα απέναντι, αλλά να κάνουμε στάση και στο φρούριο ‘’Fortaleza de San Carlos de la Cabaña’’. Ήταν σχεδόν στοχευμένες επιλογές καθώς τις υπόλοιπες διαθέσιμες τις είχαμε δει.
Με το που άκουσα τη τιμή των 60 Cuc που συνήθως ζητάνε και μαδάνε κάτι τουρίστες που δε τους νοιάζει έβαλα τα γέλια. Έβαλε κι αυτός τα γέλια γιατί κατάλαβε. Αντιπρότεινα 20 Cuc και τα βρήκαμε χωρίς ιδιαίτερο κόπο γύρω στα 30. Ανεβήκαμε στη κάντιλακ, βάλαμε μουσική και ξεκινήσαμε. Η ενδυμασία μας νομίζω ήταν η κατάλληλη για τη περίσταση.
Λίγο πριν την υπόγεια διάβαση:
Σοβιετικά άρματα πάνω στο λόφο:
Το λεγόμενο άγαλμα του Χριστού και η θέα της Αβάνας απέναντι:


Το σπίτι του Τσε (δεν ήταν ανοιχτό προς επίσκεψη εκείνη τη μέρα):

Η Fortaleza :
Επιστρέψαμε στο κέντρο και βγήκαμε ακόμα μια φωτογραφία που έκλεψε τις εντυπώσεις των φίλων μας στην Ελλάδα:

Κατηφορίσαμε με κατεύθυνση τη παραλιακή αυτή τη φορά. Κοντοσταθήκαμε έξω από το Floridita σκεπτόμενοι να μπούμε μέσα, και ο μεσήλικας πορτιέρης μας έπιασε τη κουβέντα. Περιττό να πω ότι ήξερε την Ελλάδα, μιλούσε για τον Τσίπρα με απαξίωση, και εκθείαζε τον Παπανδρέου. Κι εκεί πασοκ ρε φίλε, ακόμα και στο κέντρο της Αβάνας… Δε μπήκαμε γιατί γινόταν ο κακός χαμός, και προχωρήσαμε πιο κάτω.
Βρήκαμε Ένα πολύ ωραίο κατάστημα αμέσως πιο κάτω με πολύ ιδιαίτερες αφίσες:
Απέναντι η γνωστή πιτσαρία που προαναφέρθηκα. Δείτε ουρά, μιλάμε για πραγματικά πετυχημένη συνταγή:
Συνεχίσαμε το δρομάκι προς τα κάτω με κατεύθυνση τη Malecon και σαφέστατο στόχο να σταματάμε σε όποιο μπαρ μας άρεσε για να πιούμε ένα ποτό. Ήταν οι τελευταίες ώρες μας στην Αβάνα και τις γλεντούσαμε όπως έπρεπε.
Στο ενδιάμεσο σταματήσαμε στο πολύ γνωστό λόγω φόρουμ ‘’Paladar Don Pucho’’ και φυσικά δε θυμόμουν το γνωστό λογοπαίγνιο και τη πάτησα όταν μου το είπε ο Νίκος. Το φαγητό εξαιρετικό, πλήρες μενού στο οποίο διάλεγες χοιρινό, κοτόπουλο, ή αστακό, ορεκτικό, καφέ, και φυσικά κοκτέιλ, όλα με 12 Cuc το άτομο, και με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής παρακαλώ. Είναι κάτι που συνηθίζεται, μπάντες μπαίνουν και παίζουν σε εστιατόρια και μπαρ για λίγο, και πληρώνονται με φιλοδωρήματα.
Ειδικότερα στο φαγητό υπάρχουν αρκετά τέτοια καταστήματα στην Αβάνα και σε άλλες περιοχές της Κούβας τα οποία αξίζει να εμπιστευτείτε για να δοκιμάσετε τη τοπική κουζίνα. Άλλα ξεχωρίζουν κι έχουν εξαιρετικές συστάσεις, όπως πχ αυτό στο Ρεμέδιος, και άλλα απλά τα συναντάς και σου κάνουν το κλικ. Γενικότερα δεν μας απογοήτευσε η κουζίνα, αν και δεν είμαστε σίγουρα οι κατάλληλοι άνθρωποι να μιλήσουμε γι’ αυτό.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας μετά το φαγητό με σκοπό να βρούμε ένα ακόμα φιλόξενο μπαρ, και λίγο πριν τη θάλασσα το βρήκαμε. Μια μπάντα έπαιζε μουσική ακριβώς από δίπλα, και άπειροι τουρίστες σαν εμάς βολτάρανε στο δρόμο.
Συνεχίσαμε στο πάρκο του μουσείου της πόλης:
Και στο άγαλμα του Simón Bolivar και τη διπλανή πλατεία :
Η γνωστή Plaza Vieja:
Η ώρα για επιστροφή πλησίαζε, και αφού ήπιαμε ένα τελευταίο σε ένα πολύ ωραίο μπαρ, προχωρήσαμε προς τα πίσω.
Βρήκα την ευκαιρία για μια τελευταία φωτογραφία στη μέση του δρόμου μπροστά από το Καπιτώλιο. Καλά όχι ότι είχε κίνηση τις υπόλοιπες ώρες αλλά εντάξει:
Αυτές ήταν και οι τελευταίες εικόνες του κέντρου της πόλης, εικόνες που ακόμα και τώρα παραμένουν ολοζώντανες.
Στο δρόμο για το σπίτι μας σταματήσαμε για μια γρήγορη μπύρα στο αγαπημένο μας αναψυκτήριο, αλλά και σε ένα παντοπωλείο για να προμηθευτούμε μια καστανή Αβάνα για το αεροδρόμιο. Είχαμε βραδινή 12ωρη σχεδόν πτήση, κι έπρεπε κάπως να τη παλέψουμε…
Στο σπίτι κάναμε τις τελευταίες ετοιμασίες, ένα ντουζάκι να ξεϊδρώσουμε, αλλάξαμε ρούχα, τα οποία παρόλο που είχαμε ταξίδι μπροστά μας ήταν καλοκαιρινά. Δε γίνεται να ντυθείς πιο βαριά όταν έχει 30 βαθμούς στην Αβάνα. Αναγκαστικά μπαίνεις στο κλίμα.
Στις 8 ήρθε η Ιρένε με την αδερφή της και τον άντρα της. Ακόμα μια φορά μας έφερε να μας πλασάρει πούρα «και καλά» γνήσια σε ασυναγώνιστη τιμή. Δώσαμε κάτι λίγα Cuc, ξέροντας εκ των προτέρων ότι δεν είναι αυθεντικά αλλά δε θέλαμε να χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Σίγουρα θα το έχετε διαβάσει, αλλά να το πω κι εγώ με τη σειρά μου. Αυθεντικά πούρα αυστηρά και μόνο σε καταστήματα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βρείτε αλλού. Θα σας πλησιάσουν (ειδικά άμα σας δουν να καπνίζετε) θα σας πιάσουν κουβέντα, θα σας καλέσουν σπίτι τους να σας δείξουν πούρα «και καλά» γνήσια σε τιμή ευκαιρίας. Δε ξέρω τι γίνεται σε άλλες πόλεις, μιλώ με σιγουριά για Αβάνα όμως. Και το ξέραμε πριν πάμε, και το διαπιστώσαμε όταν πήγαμε.
Πλάκα έχει ένα περιστατικό που είχα πιάσει τη κουβέντα στο ιστορικό κέντρο με κάτι ντόπιους. Με είδαν με το πούρο στο χέρι, άρχισαν να μου μιλάνε, στην αρχή περί πολιτικής και τα σχετικά, μετά άρχισαν το ψηστήρι να πάω να δω τα πούρα στο σπίτι του ενός. Πάνω που είχε ανάψει η κουβέντα, γιατί τους έλεγα ότι είναι ψεύτικα και ότι αν ήταν αληθινά θα τα πουλούσαν σε μαγαζί για να βγάλουν δεκαπλάσια και σχεδόν το παραδέχτηκαν, ξαφνικά σταμάτησαν τη κουβέντα με μιας, και δεν ανοίγανε καν το στόμα τους, από τη μια στιγμή στην άλλη… Δε κατάλαβα γιατί έγινε αυτό, και απάντηση στην απορία μου έδωσε η στροφή του κορμού μου, όπου είδα μια περίπολο της αστυνομίας να περνάει… Δε ξέρω, παίζει να ήταν σε μαύρη λίστα οι συγκεκριμένοι. Γεγονός είναι πως βάλαμε όλοι μαζί τα γέλια μόλις έφυγαν, παρόλο που δε τη πάτησα στον πρόλογο τους για τα πούρα.
Στο θέμα μας, αφού λοιπόν τελειώσαμε με τα πούρα, και αφού τους αφήσαμε δώρο ότι προμήθειες σε φαγώσιμα είχαμε, μπισκότα, κριτσίνια, παστέλια κτλ, αλλά και σαμπουάν, αφρόλουτρα, αντικουνουπικά τα οποία αγοράσαμε για το ταξίδι και μόνο και δεν υπήρχε λόγος να τα κουβαλάμε πίσω, φορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο τους και αναχωρήσαμε για το αεροδρόμιο. Είχαμε συμφωνήσει να πάρουν αυτοί τα 25 CUC να μη ψαχνόμαστε για ταξί. Φυσικά αυτό είναι κάτι που δεν επιτρέπεται, οπότε μας είχαν δασκαλέψει ότι αν γίνει κάτι να αναφέρουμε ότι μας πήγαν δωρεάν.
Στις 9 παρά είχαμε φτάσει στο αεροδρόμιο, αρκετά νωρίτερα καθώς η πτήση για Παρίσι αναχωρούσε στις 12, αλλά ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται. Τελειώσαμε σε 15 λεπτά με τα διαδικαστικά και βγήκαμε έξω να πιάσουμε ένα καλό πόστο. Στις χειραποσκευές μας κουβαλούσαμε μερικά πούρα, τη καστανή Αβάνα που είχαμε ψωνίσει νωρίτερα, μερικά ξηροκάρπια, και το ηχείο για μουσική. Μια χαρά, ήταν ότι έπρεπε για να μπούμε στη πολύωρη πτήση ακριβώς όπως έπρεπε.
Η ώρα πέρασε, και μπήκαμε μέσα για να κατευθυνθούμε προς την επιβίβαση. Αφού ψωνίσαμε ένα μπουκαλάκι ρούμι (σφραγισμένο μεν από το κατάστημα αλλά χωρίς απόδειξη) περάσαμε στα ενδότερα για να αλλάξουμε τα τελευταία μας Cuc. Φυσικά και οι δικαιολογίες περίσσευαν, ότι δεν έχουν διαθέσιμα ευρώ αλλά ούτε και δολάρια, οπότε μείναμε με ένα μικρό υπόλοιπο το οποίο καταναλώσαμε ευτυχώς σε φαγητό και μπύρες. Το αεροδρόμιο ήταν πολύ φθηνό σε όλα του, καμία σχέση με τα δικά μας και τα άλλα ευρωπαϊκά «φαρμακεία».
Επιβιβαστήκαμε στο αεροσκάφος της Air France από το οποίο δεν έμεινα ευχαριστημένος για το διαθέσιμο χώρο επιβάτη, καθώς δεν ήταν καθόλου άνετος. Επίσης δεν ενθουσιάστηκα από τη τροφοδοσία σε σχέση μάλιστα με τη low cost εταιρεία με την οποία ήρθαμε. Ήταν πολύ μετρημένοι σε όλα τους, και παρόλο που απέσπασα ωραία σχόλια για το μπλουζάκι Powerslave των Iron Maiden το οποίο φορούσα, από τον άντρα προϊστάμενο καμπίνας, δεν κεράστηκα ούτε μια μπυρίτσα….
Δώδεκα ώρες μετά είχαμε προσγειωθεί στο Charles de Gaulle Airport. Κατά τον έλεγχο μας πήραν το μπουκάλι της Αβάνας που είχαμε αγοράσει, καθώς δε συνοδευόταν από απόδειξη. Ηλίθιος κανονισμός πραγματικά, μιας και ήταν σφραγισμένο και είχε αγοραστεί από το κατάστημα του αεροδρομίου. Ο Γάλλος που μας έλεγξε αν και συνομήλικος δεν έκανε τα στραβά μάτια, και τα παρακάλια μου μεταβλήθηκαν «στο λαιμό να σου κάτσει» στα Ελληνικά. Περιμέναμε κρυώνοντας -καθώς στο Παρίσι χιόνιζε- τη πτήση μας για την Ελλάδα.

Με αυτή την έντονη αντίθεση, η εκδρομή που ονειρευόμασταν εδώ και χρόνια είχε φτάσει στο τέλος της.
Last edited: