psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.062
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Οι πρώτες συζητήσεις στα νησιά
- Προετοιμασία & εισιτήρια
- Ημέρα του ταξιδιού
- Η πρώτη νύχτα στην Αβάνα
- Καλημέρα από Αβάνα!
- Αβάνα, ημέρα δεύτερη, η τουριστική!
- Σαν βγεις στο πηγαιμό για το Ρεμέδιος
- Σάντα Κλάρα και μετ’ εμποδίων Τρινιδάδ. Ημέρα περιπέτειας.
- Πύργος των Σκλάβων, παραλία Ancon & μια νέα φιλία!
- Σιενφουέγος, στο δρόμο με τα καβούρια
- Επιστροφή στην Αβάνα
- Ρούμι, πούρα και Αβάνα!
- Τελευταία μέρα, με «μια κάντιλακ αρχαία»
- Απολογισμός – σύνοψη
Σάντα Κλάρα και μετ’ εμποδίων Τρινιδάδ. Ημέρα περιπέτειας.
Το εγερτήριο ήταν στις 8 και το πρωινό μας περίμενε ήδη στο πολύ όμορφο προαύλιο χώρο. Τι να πω γι’ αυτό το γεύμα, ένα τραπέζι γεμάτο ωραία πράγματα, από τα χαρακτηριστικά μικρά pancakes, ψωμί με βούτυρο και μέλι, φυσικό χυμό, γάλα, καφέ, μαρμελάδες, κ.α. Πρώτη φορά δοκίμασα και τροπικά φρούτα, χωρίς πάντως να ενθουσιαστώ ιδιαίτερα.

Παρέλαβα το αυτοκίνητο από τη διπλανή αυλή και ξεκινήσαμε αμέσως για Σάντα Κλάρα. Το πρόγραμμα σήμερα είχε περιήγηση στη πόλη και εκπλήρωση ενός μεγάλου ονείρου, επίσκεψη στο μαυσωλείο – μνημείο του ηγέτη, του επαναστάτη, του συντρόφου Ερνέστο Γκεβάρα.
Φτάνοντας στη πόλη μετά από 40 λεπτά, η πρώτη μας στάση είχε οριστεί για το ‘’Monumento a la Tomadel Tren Blindado’’ το οποίο και βρίσκεται δίπλα ουσιαστικά στο κεντρικό δρόμο όπως έρχεσαι από Ρεμέδιος. Πρόκειται για μια περιοχή με βαγόνια τρένων τα οποία έχουν μετατραπεί σε μουσειακό χώρο, τα οποία βρίσκονται εκεί από την πολύ σημαντική (και τελευταία) μάχη της επανάστασης που έγινε στη περιοχή το Δεκέμβρη του 1958. Συγκεκριμένα ο Che με περίπου 300 άνδρες κατάφερε να νικήσει τις πολλαπλάσιες δυνάμεις του Μπατίστα εκτροχιάζοντας τα τρένα που τους μετέφεραν στη Σάντα Κλάρα.
Η χαρακτηριστική μπουλντόζα με την οποία συνέβη αυτό είναι στην αρχή του χώρου. Για να μπεις στα βαγόνια και να βγάλεις φωτογραφίες πλήρωνες 1 Cuc.
Στη συνέχεια μπήκαμε στο αμάξι με σκοπό να πάμε στο μαυσωλείο. Έτσι νομίζαμε. Γιατί εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε η περιπέτεια. Είχαμε ρωτήσει, και η πληροφόρηση μας είναι ότι βρισκόταν στην άλλη πλευρά της πόλης. Πήγαμε μέχρι εκεί, και το GPS μας έβγαζε ακριβώς αντίθετα. Γυρίσαμε και το πήραμε από την αρχή. Πάλι τα ίδια. Το GPS αλλού γι’ αλλού. Το ακολουθήσαμε και μας έβγαλε σε ένα χωματόδρομο στη βάση ενός λόφου. Μετά σε ένα εκπαιδευτήριο. Μετά πάλι στη βάση του λόφου.
Κάναμε το γύρο του λόφου θεωρώντας πως το μαυσωλείο είναι εκεί πάνω, και αφού παρκάραμε το αμάξι ανεβήκαμε με τα πόδια ως επάνω ακολουθώντας τα σκαλοπάτια και τον κόσμο. Πέρα από τη πολύ ωραία θέα της πόλης και τις δύο τεράστιες σημαίες, μία της επανάστασης και μία της Κούβας, δεν υπήρχε τίποτε άλλο.
Αργότερα μάθαμε ότι αποτελούσε στρατηγικής σημασίας σημείο για τους κυβερνητικούς, και αρχηγείο τους. Ανεβαίνοντας γνωρίσαμε μερικούς φοιτητές, και μας έδειξαν το χώρο του Μαυσωλείου στην ακριβώς αντίθετη πλευρά της πόλης. Μα τι είχε πάει τόσο λάθος; Προσπαθούσαμε κι εμείς κα καταλάβουμε… Δε πτοηθήκαμε, κάτσαμε να πιούμε μια μπύρα στο αναψυκτήριο του χώρου και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με το παραδοσιακό τρόπο, μέσα από τους δρόμους της Santa Clara χωρίς το GPS και ρωτώντας όπου βρούμε. Που να ξέραμε ότι πάλι διαλέξαμε λάθος…
Κινούμενος στα στενάκια της Σάντα Κλάρα λοιπόν, από ένα σημείο πετάγεται ένας πιτσιρικάς με ποδήλατο δίπλα μου σε κάποια φάση. Ρωτάει ‘’Che Guevara Mausoleum?’’ , ναι απαντάω εγώ και τον ακολουθάμε σα χάνοι, μπροστά αυτός, πίσω εμείς με το αμάξι. Στη πόλη μέσα χαμός από κίνηση πράγμα ασυνήθιστο, κάτι είχε γίνει και η αστυνομία μας έστελνε από κάτι μικρά στενάκια. Σε κάποια φάση ακούω το αμάξι να κάνει περίεργους ήχους και τον πιτσιρικά να μου κάνει νόημα. Κάνω στην άκρη, βλέπω το λάστιχο μπαταρισμένο και ξεκινάω να καταριέμαι τη τύχη μου, ψύχραιμα πάντα σχετικά. Μέχρι να βγάλω γρύλους και κλειδιά και να ξεκινήσω να σηκώνω το αμάξι, οι πιτσιρικάδες με τα ποδήλατα είχαν γίνει δύο. Ο δεύτερος με ρούχα συνεργείου, με κάνει στην άκρη ευγενικά και αρχίζει να βγάζει αυτός το λάστιχο μόνος του. Κατόπιν μου εξηγεί ότι δουλεύει σε βουλκανιζατέρ λίγο πιο κάτω και θα μας το φτιάξει, μιας και η ρεζέρβα ήταν σε κακά χάλια. Όντως με το που την είδα είχα πει στο Νίκο ότι δε πάμε πουθενά έτσι μιας και το λάστιχο της ρεζέρβας ήταν λες και το έτριψαν, εντελώς φθαρμένο. Βάζει τη ρεζέρβα, και μετακινούμαστε λίγο παραδίπλα ανάμεσα σε σπίτια σε μια παρακείμενη αλάνα. Παίρνει το λάστιχο και φεύγει να το φτιάξει, αφού μας ενημερώνει ότι για το κόστος θα μας αποζημιώσει η ασφαλιστική από την εταιρεία ενοικίασης. Ναι σίγουρα!
Είχα την αίσθηση ότι κάτι δε πάει καλά, ωστόσο δε μίλησα. Λίγο η ανασφάλεια, ξένος τόπος, αυτοκίνητο, απομονωμένος, λίγο η ζαλούρα από το πρωί στο πόδι, η ζέστη, το πήγαινε έλα, οι χαμένες ώρες, το μαυσωλείο που θέλαμε να δούμε και δε το είχαμε καν πλησιάσει, θεώρησα ότι ίσως είναι ιδέα μου. Δεν ήταν ωστόσο.
Ο πιτσιρικάς γυρνάει 20 λεπτά αργότερα με το φτιαγμένο λάστιχο και ξεκινάει τη τοποθέτηση, ο Νίκος αναλαμβάνει τη συνεννόηση, κι εγώ είμαι απορροφημένος στα χαρτιά της εταιρείας και τσεκάρω. Αφού τελειώνει τη δουλειά του ζητάει 20 CUC (!) για ότι έκανε, και 120 CUC (!!!) για την επισκευή. Εγώ μέσα στο αυτοκίνητο να ψάχνω, μέχρι να βγω βλέπω το Νίκο (που δεν είχε εικόνα κόστους επισκευών) να μετράει και να πληρώνει, ενώ μας είχαν δώσει ήδη μια και καλά απόδειξη για να δώσουμε στην εταιρεία ενοικίασης. Δε πρόλαβα καν να πω τίποτα γιατί άργησα να στροφάρω… Ο πιτσιρικάς του service είχε γίνει μπουχός, κι εμείς πληρώσαμε το κόστος ενός φούιτ (που λέμε και στα Βόρεια) όσο 2 καινούρια λάστιχα… Μας «φάγανε» μέρα μεσημέρι. Τη πατήσαμε σα χαζοί, επιπόλαιοι, και ανόητοι τουρίστες. Με τις υγείες μας!
Ο άλλος μικρός στο μεταξύ πιστός στο στόχο του, να μας πάει στο μαυσωλείο. Μπαίνω στο αμάξι ακόμα ζαλισμένος, μην έχοντας καταφέρει να εξηγήσω ακόμα πως τη πατήσαμε και τον ακολουθώ. Φτάνουμε μετά από λίγο στο μαυσωλείο μες τα νεύρα, και ο τύπος μας ζητάει και γι αυτόν λεφτά. Του δίνω 5-10 Cuc δε θυμάμαι, μαζί με ότι μπινελίκια ήξερα στα Ελληνικά. Ξενέρωσα, πιο πολύ με τον εαυτό μου όμως.
Τώρα που τα σκέφτομαι και τα αποτυπώνω γραπτώς όλα αυτά, δε μου βγάζει κανείς απ’ το μυαλό ότι όλα αυτά που συνέβησαν μες τη πόλη ήταν σικέ από την αρχή. Υπάρχει σύστημα, και μας το επιβεβαίωσε και ό άνθρωπος από την εταιρεία ενοικίασης τη μέρα που γυρίσαμε. Προσοχή λοιπόν σε όσους έχετε σκοπό να νοικιάσετε όχημα. Προσοχή στους επιτήδειους. Προσοχή στο αίσθημα ανασφάλειας που προανέφερα ότι δημιουργούν. Δε θέλει πολύ να τη πατήσεις, όχι βέβαια ότι φερθήκαμε και πολύ έξυπνα. Αν σας συμβεί το οτιδήποτε, να κάνετε κατευθείαν ένα τηλέφωνο στην εταιρεία ενοικίασης. Στη χειρότερη φωνάζετε αστυνομία, και σε καμία περίπτωση ακόμα κι αν σας εξυπηρετήσουν δε δίνετε τα υπέρογκα ποσά που ζητούν. Στη Κούβα είστε στο φινάλε, δε κινδυνεύετε. Μεγάλη προσοχή σε Σάντα Κλάρα και Τρινιδάδ λοιπόν, γιατί τέτοιες απάτες γίνονται κατ’ εξακολούθηση.
Αφού παρκάραμε στο τεράστιο άδειο παρκινγκ και μείναμε δέκα λεπτά να ηρεμήσουμε, επικεντρωθήκαμε στο γεγονός της εκδρομής αυτό καθ’ αυτό. Ε ναι, ήμασταν σε ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του ταξιδιού μας, εκεί που θέλαμε να πάμε τόσο καιρό, σιγά μη ξενερώσουμε για 50€ χασούρα το άτομο. Δε βαριέσαι.
Όντως η επαναφορά ήταν άμεση. Προχωρήσαμε προς το μαυσωλείο του ανθρώπου που έχει εμπνεύσει γενιές και γενιές παγκοσμίως.
Η στήλη με το περίπου 7 μέτρων μπρούτζινο άγαλμα του Τσε να κρατάει το τουφέκι του και τη φράση “Hasta La Victoria Siempre” χαραγμένη πάνω ήταν πανύψηλη και επιβλητική. Με είχε καταβάλει μεγάλο δέος για το μνημείο αυτό, δε σας το κρύβω, καθώς πρόκειται για μία προσωπικότητα που θαυμάζω για τα επιτεύγματα της σε όλη μου τη ζωή. Η διπλανή στήλη αφορά το γράμμα που έγραψε ο Che απευθυνόμενος στον Fidel φεύγοντας από τη Κούβα.
Όταν έφτασα ακριβώς στη βάση της στήλης του αγάλματος και είδα τα λουλούδια, σχεδόν δάκρυσα. Δε το πίστευα ότι ο κόσμος αφήνει λουλούδια στη μνήμη του, μισό αιώνα και πλέον από το θάνατο του. Η αύρα του μεγάλου αυτού οραματιστή, του επαναστάτη, του συντρόφου, του ιδεαλιστή παραμένει ολοζώντανη στις συνειδήσεις χιλιάδων ανθρώπων. Θα καταλάβετε πολύ καλά τη λατρεία που έχουν οι Κουβανοί στον άνθρωπο αυτό όταν ταξιδέψετε εκεί. Το χαμόγελο τους στην αναφορά του ονόματος του τα λέει όλα.
Στο μυαλό μου στριφογύριζαν συνέχεια οι στίχοι των Apurimac, που πρώτη φορά ένιωθα τόσο έντονα:
Σα θρύλος γύρω καλπάζεις
Σαν ευχή και σαν κατάρα
Στα στενά της Σάντα Κλάρα
Το όνειρό σου δοκιμάζεις
Εδώ θα μείνει για πάντα
Το ζεστό το πέρασμά σου
Φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Το μαυσωλείο είναι ακριβώς κάτω από το χώρο που βρίσκεται το άγαλμα και αποτελείται από δύο αίθουσες, και η είσοδος είναι δωρεάν. Η πρώτη αίθουσα έχει κεράκια στη μνήμη των συντρόφων του Τσε που έχασαν τη ζωή τους στη Βολιβία. Αφού περάσεις από εκεί πηγαίνεις στη δεύτερη αίθουσα η οποία αφορά μουσείο αφιερωμένο στον Che. Φωτογραφίες από τη ζωή του, ρούχα, παπούτσια, προσωπικά αντικείμενα και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Η κυρία στη πόρτα αφού μας ρώτησε από πού είμαστε (δε κατάλαβα το γιατί) μας τόνισε ότι απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών. Εννοείται πως δεν υπήρχε περίπτωση να μη βγάλω έστω μία φωτογραφία, και πολύ διακριτικά τα κατάφερα. Το όπλο, η στρατιωτική στολή, και ο χαρακτηριστικός μαύρος μπερές με το αστέρι της επανάστασης. Ερνέστο Γκεβάρα:
Αποχωρήσαμε πολύ ικανοποιημένοι απ’ όσα είδαμε, και αφού βγήκαμε τις φωτογραφίες ως οφείλαμε να κάνουμε, κατευθυνθήκαμε στο παρκινγκ. Η περιπέτεια στη Σάντα Κλάρα είχε λάβει τέλος. Βασικά η Σάντα Κλάρα, όχι η περιπέτεια…
Κάναμε περίπου δέκα λεπτά να βγούμε από τη πόλη που μας είχε ταλαιπωρήσει τόσο, αλλά συνάμα μας είχε δείξει και τόσο ωραία πράγματα. Φραπεδάκι, μουσικούλα στο αμάξι, χάρτη στο κινητό και τσίτα τα γκάζια (τηρουμένων αναλογιών) για Trinidad μέσω Manicaragua, μια ορεινή πόλη που αποτελεί το πέρασμα ουσιαστικά στην επαρχία Sancti Spíritus που βρίσκεται η ιστορική, πανέμορφη και πολύ τουριστική πόλη του Τρινιδαδ. Ο επαρχιακός δρόμος ήταν άδειος και πάρα πολύ καλός κάτι που μας έκανε τρομερή εντύπωση.
Σε 35 λεπτά περίπου είχαμε καλύψει το 1/3 του δρόμου προς το Τρινιδαδ και περνούσαμε μέσα από τη Μανικαράγουα.
Ήμασταν χαρούμενοι γι’ αυτό και ανυπομονούσαμε να φτάσουμε. Μας κόπηκε όμως το γέλιο.. Λίγο μετά και εντελώς ξαφνικά, ο δρόμος κοβόταν χωρίς ιδιαίτερη προειδοποίηση, και γινόταν χωματόδρομος, κακοτράχαλος και κουραστικός. Αναγκαστικά χαμηλώναμε πολύ ταχύτητα, και πηγαίναμε με ιδιαίτερη προσοχή. Μετά από λίγο έφτιαξε, για ένα δύο χιλιόμετρα και καπάκι ξανά χωματόδρομος. Το ίδιο σενάριο συνεχιζόταν αλλεπάλληλα, σε σημείο εκνευρισμού, αν και θεωρήσαμε εαυτούς τυχερούς που δε πετύχαμε περίοδο με περισσότερες βροχές. Ακόμα εκεί θα ήμασταν…
Περάσαμε το σημείο όπου ο χείμαρρος είχε πάρει μαζί του τη γέφυρα και γινόταν έργα αποκατάστασης. Επίσης περάσαμε κάτι χωριά ξεχασμένα απ’ το θεό. Να ένα γήπεδο ποδοσφαίρου μάλιστα του χωριού:
Και ξανά μανά χωματόδρομο και μικρές ταχύτητες.
Μετά από κανένα δίωρο ταλαιπωρίας αρχίσαμε να κατεβαίνουμε αισθητά και να συναντάμε κι άλλα αυτοκίνητα. Σε κάποια φάση πετύχαμε ένα αναψυκτήριο στη μέση του πουθενά.
Δε το σκέφτηκα, κάνω αμέσως δεξιά, παρατάω το όχημα και πηγαίνω απέναντι για να ακολουθήσει αυτή η στιχομυθία:
-Hola amigo, dos cervezas frias por favor
-No beers
-No beers? Πως το ‘πες αυτό αντίχριστε;
Ευτυχώς δε τον έπιασα απ’ το γιακά όπως ο Βέγγος στο επικό στιγμιότυπο του ΘΒ – 000 αν και πολύ θα το ήθελα.
Το ξενέρωμα ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτό που έφαγα στη Σαντα Κλάρα με το λάστιχο. Νεράκι λοιπόν και χάζι στην απίστευτη θέα της λίμνης από εκεί ψηλά. Μα τι βλάστηση ήταν αυτή!
Ξαναπήραμε το δρόμο λέγοντας με σφιγμένα δόντια δε πειράζει, πόσο μακριά να είναι το Τρινιδαδ; Ε να μη φάμε κανένα 40λεπτο ακόμα πίσω από ένα παραφορτωμένο Lada σε τσιμεντόδρομο χωροπηδώντας; Να το φάμε.
Ευτυχώς πλέον μπροστά μας βλέπαμε το Τρινιδάδ και τις ταμπέλες που μας καλωσόριζαν.
Σε πέντε λεπτά είχαμε προσεγγίσει το κέντρο, και το χαρακτηριστικό πλακόστρωτο των δρόμων του Τρινιδαδ. Η φήμη λέει ότι οι πέτρες των δρόμων του έχουν φτάσει με γαλέρες από την Ισπανία. Δε ξέρω καθώς δε το επιβεβαίωσα από πουθενά. Αυτό που ξέρω είναι ότι επρόκειτο για το πιο ωραίο σημείο (μικρή πόλη) της Κούβας, διάσημο αξιοθέατο και μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco.
Η ταμπέλα Parking μας υποχρέωνε να κάνουμε αριστερά, καθώς δεν επιτρέπονται τα τουριστικά αυτοκίνητα μέσα σε όλο τον οικισμό του Τρινιδαδ, δε θέλαμε κιόλας να το έχουμε άγχος. Από απέναντι πετάχτηκε ο τύπος – υπεύθυνος του parking (κλασσικό φαινόμενο στη Κούβα) και σημείωσε τις πινακίδες του οχήματος, μας κατατόπισε στο παρκάρισμα, και μας χρέωσε 5 Cuc με απόδειξη όμως. Ήταν για ένα 24ωρο.
Πήραμε τα πράγματα μας στα χέρια, τα οποία ευτυχώς δεν ήταν τόσο πολλά και ξεκινήσαμε να βρούμε το σπίτι που είχαμε νοικιάσει. Αυτή τη φορά δε τη πατήσαμε σαν νουμπάδες και πήραμε κατευθείαν τηλέφωνο τον Alexis, ένα παλικαράκι κοντά στα 20 με γνώση στοιχειωδών Αγγλικών εξυπηρετικότατο. Το σπίτι ήταν αρκετά κεντρικά, και το μέρος έκλεψε αμέσως τη καρδιά μας.
Γι’ ακόμα μια φορά η επιλογή μας ήταν λίρα εκατό. Παραδοσιακό σπίτι με βεράντα και κουνιστές πολυθρόνες φυσικά, σε μια πολύ όμορφη Κουβανική γειτονιά. Μπορείτε να το βρείτε σαν ‘’ Hostal Almamia (Casa Independiente)’’. Μας άρεσε ιδιαίτερα, και μέχρι να τακτοποιηθούμε ο Alexis πετάχτηκε δίπλα στο σπίτι του να μας φέρει ένα χυμό που ετοίμασε η μητέρα του για το καλωσόρισμα. Τον ήπιαμε στα γρήγορα, και αφού αφήσαμε τα πάντα όπως έχουν (παραδοσιακή πλέον συνήθεια κάθε φορά που φτάνουμε σε καινούριο μέρος) βγήκαμε βόλτα να πάμε επιτέλους να πιούμε κάτι. Είχαμε μια πολύ μεγάλη και δύσκολη μέρα, και ήταν οι πρώτες ουσιαστικά στιγμές χαλάρωσης. Απόγευμα πλέον, περασμένες πέντε και δεν υπήρχε όρεξη για τίποτε άλλο πέρα από βόλτα και ποτά.
Αρχικά περάσαμε τη παραδοσιακή αγορά του Τρινιδάδ, και καταλήξαμε στη γνωστή του πλατεία, εκεί που διοργανώνονται όλα τα μουσικά happening κάθε βράδυ, και από μια ώρα και μετά κλείνουν τη πρόσβαση στα σκαλιά με σχοινί και ζητάνε αντίτιμο εισόδου. Αφήσαμε το ενδεχόμενο της μπύρας και τσιμπήσαμε δύο Μοχιτάρες να ξεδιψάσουμε, σε μεγάλο πλαστικό ποτήρι με 2 Cuc έκαστος. Τι ωραίες συνήθειες αυτή η χώρα. Εκεί παρατήρησα πρώτη φορά και κάτι ακόμη, που μου έκανε όμως ιδιαίτερη εντύπωση. Όλοι μα όλοι και παντού κατά το σερβίρισμα έπιαναν το καλαμάκι με λαβίδα και όχι με τα χέρια! Περιττό να αναφέρω τι γίνεται στη χώρα μας στην αντίστοιχη περίπτωση…
Αράξαμε επιτέλους και πήραμε δυνάμεις,και αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα εκτός κέντρου και να ανανεώσουμε τις κάρτες μας για το Ίντερνετ, από το τοπικό κατάστημα του παρόχου. Το Τρινιδάδ είναι σαφώς διαφορετικότερο εκτός ιστορικού κέντρου, πιο «άσχημο» αλλά φιλόξενο με την εικόνα να παραμένει ίδια. Όλοι έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, καθισμένοι, άλλοι να παίζουν ντόμινο, μια κυρία στη πολυθρόνα της στην εξώπορτα να πουλάει βίδες (!), ένας παππούς να πουλάει χαρτονομίσματα του Τσε, παιδάκια να παίζουν, γείτονες να συζητούν. Μου θύμισε πολύ εικόνες από το χωριό που μένω στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80. Κούβα με τα ωραία σου.
Πήραμε τις κάρτες και καθίσαμε λίγο για να συνδεθούμε με τον έξω κόσμο.
Λίγο όμως γιατί μας περίμενε απόψε το μπουκάλι με τη Χρυσή Αβάνα που μόλις είχαμε προμηθευτεί, και οι κουνιστές μας πολυθρόνες. Η θέα από το μπαλκόνι μας στις σκεπές των σπιτιών της παλιάς πόλης καταπληκτική:
Ήπιαμε κάμποσο ρούμι (ζωή να ‘χουμε) και φάγαμε κάτι αλμυρές προμήθειες που είχαμε φροντίσει να κουβαλήσουμε, ετοιμαστήκαμε να βγούμε τη νυχτερινή βόλτα μας στο Τρινιδάδ. Να τονίσω εδώ ότι πρόκειται για μέρος με αρκετό κόσμο, κυρίως τουρίστες απ’ όλες τις μεριές του πλανήτη, είτε με γκρουπ συντεταγμένα το πρωί ερχόμενοι από Βαραδέρο και τις γύρω περιοχές, είτε μόνοι όπως εμείς.
Το βράδυ είχε εξίσου πολύ κόσμο, χωρίς ωστόσο να γίνεται πανικός και να καταντάει ενοχλητικό το όλο ζήτημα. Τόσο όσο.
Η νυχτερινή περιπλάνηση ξεκίνησε από το ‘’Yesterday rock bar’’ το οποίο πήρε το όνομα του από το πασίγνωστο τραγούδι των Beatles. Στην είσοδο ξεχωρίζουν τα αγάλματα των θρυλικών σκαθαριών, σε ένα πολύ ωραίο συνολικά σκηνικό. Είχε και ζωντανή μουσική, χωρίς όμως να μας ενθουσιάσει.
Το ενδιαφέρον παρέμεινε αμείωτο σε όποια μπαρ και αν επισκεφτήκαμε, ωστόσο είχε έρθει η ώρα να πάμε και στο διάσημο «νυχτερινό αξιοθέατο» της περιοχής, τη θρυλική ντίσκο ‘’La Cueva - Ayala’’ που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «σπηλιά» και πρόκειται όντως για ντίσκο/κλαμπ μέσα σε φυσικό σπήλαιο. Είχαμε μάθει ότι βρίσκεται στο λόφο πάνω από το Τρινιδάδ και μπορείς εύκολα να πας με τα πόδια.
Έχουμε πάρει λοιπόν τον ανήφορο, και πάνω που προχωράμε στα στενάκια του Τρινιδάδ και αναρωτιόμαστε τι άλλο μπορεί να συμβεί μια μέρα τόσο περιπετειώδη σαν αυτή, ξαφνικά μπροστά μας τελειώνει ο δρόμος και γίνεται χωμάτινο μονοπάτι. Το πηγαίνουμε λίγο ακόμα και λέγοντας δε μπορεί να κάναμε τόσο λάθος, από δω μας έστειλαν, βγαίνουμε χωρίς να το καταλάβουμε μέσα στην αυλή ενός σπιτιού που θύμιζε φαβέλα, καθώς είχε περιφράξει τα πάντα με λαμαρίνα και τενεκέδες. Έντρομος πετάγεται ο ιδιοκτήτης που εκείνη την ώρα έβλεπε τηλεόραση ο άνθρωπος, και βλέπει μπροστά του δύο μυστήριους τύπους με γελοία πουκάμισα. Γελάμε για να σπάσουμε το πάγο, γελάει κι αυτός, του λέμε ‘’La Cueva?’’ , βγαίνει μαζί μας και μας δείχνει το χωμάτινο μονοπάτι που έβγαζε στο δρόμο μπροστά από την είσοδο. Οι αναποδιές της μέρας συνεχίστηκαν και τη νύχτα λοιπόν, πολύ πιο ήπια βέβαια.
Φτάσαμε και πληρώσαμε το αντίτιμο των 5 Cuc (με ποτό) για την είσοδο, και κατεβήκαμε τα σκαλιά. Μέχρι τότε δε το πιστεύαμε αλλά τελικά όντως επρόκειτο για σπήλαιο, κι ένιωσα λες και μπαίνω στην Αντίπαρο.
Το σκηνικό άκρως εντυπωσιακό, βέβαια αρκετά εμφανή τα τουριστικά σημάδια καθώς ο κόσμος που είδαμε αποτελούνταν 95% από τουρίστες, και η μουσική κυμαινόταν στο ίδιο επίπεδο.
Το κάθε επιπλέον ποτό κόστιζε 3 Cuc, και όπως μπορείτε να καταλάβετε δε ντραπήκαμε καθόλου.
Βγαίνοντας πήραμε τη κατηφόρα προς το σπίτι, σίγουροι αυτή τη φορά για το που πηγαίνουμε, είδαμε πολλούς πλανόδιους έξω από το club. Στην αρχή θεώρησα ότι ήταν stand όπου πουλούσαν φαγητό, αλλά έπεσα έξω καθώς όταν πλησίασα όλοι μου λέγανε ‘’Amigo, Mojito 1 CUC!’’. Να το επαναλάβω άλλη μια φορά; Γεια σου Κούβα με τα ωραία σου! Φυσικά και πήραμε από ένα για το δρόμο, καθώς δε θέλουμε να μας κακοχαρακτηρίσουν ως αγενείς.
Λίγο έξω από το σπίτι, μια παρέα με Πολωνές τουρίστριες που έμενε παρακάτω μας ρώτησαν αν είμαστε ντόπιοι, γιατί τα πουκάμισα αυτά λένε τα φορούσαν μόνο ντόπιοι. Που να ξέρατε ρε δύστυχες ότι πρόκειται για επένδυση, όχι για ντύσιμο…
Κοιμηθήκαμε αποκαμωμένοι από την ένταση και τη κούραση όλης της ημέρας. Πόσες εικόνες κατάφεραν τελικά να χωρέσουν σε μια μέρα μέσα, είναι κάτι που το σκέφτομαι ακόμα. Κάπως έτσι πρέπει να ναι η ευτυχία, παρόλες τις αναποδιές.
Το εγερτήριο ήταν στις 8 και το πρωινό μας περίμενε ήδη στο πολύ όμορφο προαύλιο χώρο. Τι να πω γι’ αυτό το γεύμα, ένα τραπέζι γεμάτο ωραία πράγματα, από τα χαρακτηριστικά μικρά pancakes, ψωμί με βούτυρο και μέλι, φυσικό χυμό, γάλα, καφέ, μαρμελάδες, κ.α. Πρώτη φορά δοκίμασα και τροπικά φρούτα, χωρίς πάντως να ενθουσιαστώ ιδιαίτερα.



Παρέλαβα το αυτοκίνητο από τη διπλανή αυλή και ξεκινήσαμε αμέσως για Σάντα Κλάρα. Το πρόγραμμα σήμερα είχε περιήγηση στη πόλη και εκπλήρωση ενός μεγάλου ονείρου, επίσκεψη στο μαυσωλείο – μνημείο του ηγέτη, του επαναστάτη, του συντρόφου Ερνέστο Γκεβάρα.
Φτάνοντας στη πόλη μετά από 40 λεπτά, η πρώτη μας στάση είχε οριστεί για το ‘’Monumento a la Tomadel Tren Blindado’’ το οποίο και βρίσκεται δίπλα ουσιαστικά στο κεντρικό δρόμο όπως έρχεσαι από Ρεμέδιος. Πρόκειται για μια περιοχή με βαγόνια τρένων τα οποία έχουν μετατραπεί σε μουσειακό χώρο, τα οποία βρίσκονται εκεί από την πολύ σημαντική (και τελευταία) μάχη της επανάστασης που έγινε στη περιοχή το Δεκέμβρη του 1958. Συγκεκριμένα ο Che με περίπου 300 άνδρες κατάφερε να νικήσει τις πολλαπλάσιες δυνάμεις του Μπατίστα εκτροχιάζοντας τα τρένα που τους μετέφεραν στη Σάντα Κλάρα.
Η χαρακτηριστική μπουλντόζα με την οποία συνέβη αυτό είναι στην αρχή του χώρου. Για να μπεις στα βαγόνια και να βγάλεις φωτογραφίες πλήρωνες 1 Cuc.
Στη συνέχεια μπήκαμε στο αμάξι με σκοπό να πάμε στο μαυσωλείο. Έτσι νομίζαμε. Γιατί εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε η περιπέτεια. Είχαμε ρωτήσει, και η πληροφόρηση μας είναι ότι βρισκόταν στην άλλη πλευρά της πόλης. Πήγαμε μέχρι εκεί, και το GPS μας έβγαζε ακριβώς αντίθετα. Γυρίσαμε και το πήραμε από την αρχή. Πάλι τα ίδια. Το GPS αλλού γι’ αλλού. Το ακολουθήσαμε και μας έβγαλε σε ένα χωματόδρομο στη βάση ενός λόφου. Μετά σε ένα εκπαιδευτήριο. Μετά πάλι στη βάση του λόφου.
Κάναμε το γύρο του λόφου θεωρώντας πως το μαυσωλείο είναι εκεί πάνω, και αφού παρκάραμε το αμάξι ανεβήκαμε με τα πόδια ως επάνω ακολουθώντας τα σκαλοπάτια και τον κόσμο. Πέρα από τη πολύ ωραία θέα της πόλης και τις δύο τεράστιες σημαίες, μία της επανάστασης και μία της Κούβας, δεν υπήρχε τίποτε άλλο.
Αργότερα μάθαμε ότι αποτελούσε στρατηγικής σημασίας σημείο για τους κυβερνητικούς, και αρχηγείο τους. Ανεβαίνοντας γνωρίσαμε μερικούς φοιτητές, και μας έδειξαν το χώρο του Μαυσωλείου στην ακριβώς αντίθετη πλευρά της πόλης. Μα τι είχε πάει τόσο λάθος; Προσπαθούσαμε κι εμείς κα καταλάβουμε… Δε πτοηθήκαμε, κάτσαμε να πιούμε μια μπύρα στο αναψυκτήριο του χώρου και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με το παραδοσιακό τρόπο, μέσα από τους δρόμους της Santa Clara χωρίς το GPS και ρωτώντας όπου βρούμε. Που να ξέραμε ότι πάλι διαλέξαμε λάθος…
Κινούμενος στα στενάκια της Σάντα Κλάρα λοιπόν, από ένα σημείο πετάγεται ένας πιτσιρικάς με ποδήλατο δίπλα μου σε κάποια φάση. Ρωτάει ‘’Che Guevara Mausoleum?’’ , ναι απαντάω εγώ και τον ακολουθάμε σα χάνοι, μπροστά αυτός, πίσω εμείς με το αμάξι. Στη πόλη μέσα χαμός από κίνηση πράγμα ασυνήθιστο, κάτι είχε γίνει και η αστυνομία μας έστελνε από κάτι μικρά στενάκια. Σε κάποια φάση ακούω το αμάξι να κάνει περίεργους ήχους και τον πιτσιρικά να μου κάνει νόημα. Κάνω στην άκρη, βλέπω το λάστιχο μπαταρισμένο και ξεκινάω να καταριέμαι τη τύχη μου, ψύχραιμα πάντα σχετικά. Μέχρι να βγάλω γρύλους και κλειδιά και να ξεκινήσω να σηκώνω το αμάξι, οι πιτσιρικάδες με τα ποδήλατα είχαν γίνει δύο. Ο δεύτερος με ρούχα συνεργείου, με κάνει στην άκρη ευγενικά και αρχίζει να βγάζει αυτός το λάστιχο μόνος του. Κατόπιν μου εξηγεί ότι δουλεύει σε βουλκανιζατέρ λίγο πιο κάτω και θα μας το φτιάξει, μιας και η ρεζέρβα ήταν σε κακά χάλια. Όντως με το που την είδα είχα πει στο Νίκο ότι δε πάμε πουθενά έτσι μιας και το λάστιχο της ρεζέρβας ήταν λες και το έτριψαν, εντελώς φθαρμένο. Βάζει τη ρεζέρβα, και μετακινούμαστε λίγο παραδίπλα ανάμεσα σε σπίτια σε μια παρακείμενη αλάνα. Παίρνει το λάστιχο και φεύγει να το φτιάξει, αφού μας ενημερώνει ότι για το κόστος θα μας αποζημιώσει η ασφαλιστική από την εταιρεία ενοικίασης. Ναι σίγουρα!
Είχα την αίσθηση ότι κάτι δε πάει καλά, ωστόσο δε μίλησα. Λίγο η ανασφάλεια, ξένος τόπος, αυτοκίνητο, απομονωμένος, λίγο η ζαλούρα από το πρωί στο πόδι, η ζέστη, το πήγαινε έλα, οι χαμένες ώρες, το μαυσωλείο που θέλαμε να δούμε και δε το είχαμε καν πλησιάσει, θεώρησα ότι ίσως είναι ιδέα μου. Δεν ήταν ωστόσο.
Ο πιτσιρικάς γυρνάει 20 λεπτά αργότερα με το φτιαγμένο λάστιχο και ξεκινάει τη τοποθέτηση, ο Νίκος αναλαμβάνει τη συνεννόηση, κι εγώ είμαι απορροφημένος στα χαρτιά της εταιρείας και τσεκάρω. Αφού τελειώνει τη δουλειά του ζητάει 20 CUC (!) για ότι έκανε, και 120 CUC (!!!) για την επισκευή. Εγώ μέσα στο αυτοκίνητο να ψάχνω, μέχρι να βγω βλέπω το Νίκο (που δεν είχε εικόνα κόστους επισκευών) να μετράει και να πληρώνει, ενώ μας είχαν δώσει ήδη μια και καλά απόδειξη για να δώσουμε στην εταιρεία ενοικίασης. Δε πρόλαβα καν να πω τίποτα γιατί άργησα να στροφάρω… Ο πιτσιρικάς του service είχε γίνει μπουχός, κι εμείς πληρώσαμε το κόστος ενός φούιτ (που λέμε και στα Βόρεια) όσο 2 καινούρια λάστιχα… Μας «φάγανε» μέρα μεσημέρι. Τη πατήσαμε σα χαζοί, επιπόλαιοι, και ανόητοι τουρίστες. Με τις υγείες μας!
Ο άλλος μικρός στο μεταξύ πιστός στο στόχο του, να μας πάει στο μαυσωλείο. Μπαίνω στο αμάξι ακόμα ζαλισμένος, μην έχοντας καταφέρει να εξηγήσω ακόμα πως τη πατήσαμε και τον ακολουθώ. Φτάνουμε μετά από λίγο στο μαυσωλείο μες τα νεύρα, και ο τύπος μας ζητάει και γι αυτόν λεφτά. Του δίνω 5-10 Cuc δε θυμάμαι, μαζί με ότι μπινελίκια ήξερα στα Ελληνικά. Ξενέρωσα, πιο πολύ με τον εαυτό μου όμως.
Τώρα που τα σκέφτομαι και τα αποτυπώνω γραπτώς όλα αυτά, δε μου βγάζει κανείς απ’ το μυαλό ότι όλα αυτά που συνέβησαν μες τη πόλη ήταν σικέ από την αρχή. Υπάρχει σύστημα, και μας το επιβεβαίωσε και ό άνθρωπος από την εταιρεία ενοικίασης τη μέρα που γυρίσαμε. Προσοχή λοιπόν σε όσους έχετε σκοπό να νοικιάσετε όχημα. Προσοχή στους επιτήδειους. Προσοχή στο αίσθημα ανασφάλειας που προανέφερα ότι δημιουργούν. Δε θέλει πολύ να τη πατήσεις, όχι βέβαια ότι φερθήκαμε και πολύ έξυπνα. Αν σας συμβεί το οτιδήποτε, να κάνετε κατευθείαν ένα τηλέφωνο στην εταιρεία ενοικίασης. Στη χειρότερη φωνάζετε αστυνομία, και σε καμία περίπτωση ακόμα κι αν σας εξυπηρετήσουν δε δίνετε τα υπέρογκα ποσά που ζητούν. Στη Κούβα είστε στο φινάλε, δε κινδυνεύετε. Μεγάλη προσοχή σε Σάντα Κλάρα και Τρινιδάδ λοιπόν, γιατί τέτοιες απάτες γίνονται κατ’ εξακολούθηση.
Αφού παρκάραμε στο τεράστιο άδειο παρκινγκ και μείναμε δέκα λεπτά να ηρεμήσουμε, επικεντρωθήκαμε στο γεγονός της εκδρομής αυτό καθ’ αυτό. Ε ναι, ήμασταν σε ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του ταξιδιού μας, εκεί που θέλαμε να πάμε τόσο καιρό, σιγά μη ξενερώσουμε για 50€ χασούρα το άτομο. Δε βαριέσαι.
Όντως η επαναφορά ήταν άμεση. Προχωρήσαμε προς το μαυσωλείο του ανθρώπου που έχει εμπνεύσει γενιές και γενιές παγκοσμίως.
Η στήλη με το περίπου 7 μέτρων μπρούτζινο άγαλμα του Τσε να κρατάει το τουφέκι του και τη φράση “Hasta La Victoria Siempre” χαραγμένη πάνω ήταν πανύψηλη και επιβλητική. Με είχε καταβάλει μεγάλο δέος για το μνημείο αυτό, δε σας το κρύβω, καθώς πρόκειται για μία προσωπικότητα που θαυμάζω για τα επιτεύγματα της σε όλη μου τη ζωή. Η διπλανή στήλη αφορά το γράμμα που έγραψε ο Che απευθυνόμενος στον Fidel φεύγοντας από τη Κούβα.
Όταν έφτασα ακριβώς στη βάση της στήλης του αγάλματος και είδα τα λουλούδια, σχεδόν δάκρυσα. Δε το πίστευα ότι ο κόσμος αφήνει λουλούδια στη μνήμη του, μισό αιώνα και πλέον από το θάνατο του. Η αύρα του μεγάλου αυτού οραματιστή, του επαναστάτη, του συντρόφου, του ιδεαλιστή παραμένει ολοζώντανη στις συνειδήσεις χιλιάδων ανθρώπων. Θα καταλάβετε πολύ καλά τη λατρεία που έχουν οι Κουβανοί στον άνθρωπο αυτό όταν ταξιδέψετε εκεί. Το χαμόγελο τους στην αναφορά του ονόματος του τα λέει όλα.
Στο μυαλό μου στριφογύριζαν συνέχεια οι στίχοι των Apurimac, που πρώτη φορά ένιωθα τόσο έντονα:
Σα θρύλος γύρω καλπάζεις
Σαν ευχή και σαν κατάρα
Στα στενά της Σάντα Κλάρα
Το όνειρό σου δοκιμάζεις
Εδώ θα μείνει για πάντα
Το ζεστό το πέρασμά σου
Φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Το μαυσωλείο είναι ακριβώς κάτω από το χώρο που βρίσκεται το άγαλμα και αποτελείται από δύο αίθουσες, και η είσοδος είναι δωρεάν. Η πρώτη αίθουσα έχει κεράκια στη μνήμη των συντρόφων του Τσε που έχασαν τη ζωή τους στη Βολιβία. Αφού περάσεις από εκεί πηγαίνεις στη δεύτερη αίθουσα η οποία αφορά μουσείο αφιερωμένο στον Che. Φωτογραφίες από τη ζωή του, ρούχα, παπούτσια, προσωπικά αντικείμενα και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Η κυρία στη πόρτα αφού μας ρώτησε από πού είμαστε (δε κατάλαβα το γιατί) μας τόνισε ότι απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών. Εννοείται πως δεν υπήρχε περίπτωση να μη βγάλω έστω μία φωτογραφία, και πολύ διακριτικά τα κατάφερα. Το όπλο, η στρατιωτική στολή, και ο χαρακτηριστικός μαύρος μπερές με το αστέρι της επανάστασης. Ερνέστο Γκεβάρα:

Αποχωρήσαμε πολύ ικανοποιημένοι απ’ όσα είδαμε, και αφού βγήκαμε τις φωτογραφίες ως οφείλαμε να κάνουμε, κατευθυνθήκαμε στο παρκινγκ. Η περιπέτεια στη Σάντα Κλάρα είχε λάβει τέλος. Βασικά η Σάντα Κλάρα, όχι η περιπέτεια…
Κάναμε περίπου δέκα λεπτά να βγούμε από τη πόλη που μας είχε ταλαιπωρήσει τόσο, αλλά συνάμα μας είχε δείξει και τόσο ωραία πράγματα. Φραπεδάκι, μουσικούλα στο αμάξι, χάρτη στο κινητό και τσίτα τα γκάζια (τηρουμένων αναλογιών) για Trinidad μέσω Manicaragua, μια ορεινή πόλη που αποτελεί το πέρασμα ουσιαστικά στην επαρχία Sancti Spíritus που βρίσκεται η ιστορική, πανέμορφη και πολύ τουριστική πόλη του Τρινιδαδ. Ο επαρχιακός δρόμος ήταν άδειος και πάρα πολύ καλός κάτι που μας έκανε τρομερή εντύπωση.
Σε 35 λεπτά περίπου είχαμε καλύψει το 1/3 του δρόμου προς το Τρινιδαδ και περνούσαμε μέσα από τη Μανικαράγουα.
Ήμασταν χαρούμενοι γι’ αυτό και ανυπομονούσαμε να φτάσουμε. Μας κόπηκε όμως το γέλιο.. Λίγο μετά και εντελώς ξαφνικά, ο δρόμος κοβόταν χωρίς ιδιαίτερη προειδοποίηση, και γινόταν χωματόδρομος, κακοτράχαλος και κουραστικός. Αναγκαστικά χαμηλώναμε πολύ ταχύτητα, και πηγαίναμε με ιδιαίτερη προσοχή. Μετά από λίγο έφτιαξε, για ένα δύο χιλιόμετρα και καπάκι ξανά χωματόδρομος. Το ίδιο σενάριο συνεχιζόταν αλλεπάλληλα, σε σημείο εκνευρισμού, αν και θεωρήσαμε εαυτούς τυχερούς που δε πετύχαμε περίοδο με περισσότερες βροχές. Ακόμα εκεί θα ήμασταν…
Περάσαμε το σημείο όπου ο χείμαρρος είχε πάρει μαζί του τη γέφυρα και γινόταν έργα αποκατάστασης. Επίσης περάσαμε κάτι χωριά ξεχασμένα απ’ το θεό. Να ένα γήπεδο ποδοσφαίρου μάλιστα του χωριού:
Και ξανά μανά χωματόδρομο και μικρές ταχύτητες.
Μετά από κανένα δίωρο ταλαιπωρίας αρχίσαμε να κατεβαίνουμε αισθητά και να συναντάμε κι άλλα αυτοκίνητα. Σε κάποια φάση πετύχαμε ένα αναψυκτήριο στη μέση του πουθενά.
Δε το σκέφτηκα, κάνω αμέσως δεξιά, παρατάω το όχημα και πηγαίνω απέναντι για να ακολουθήσει αυτή η στιχομυθία:
-Hola amigo, dos cervezas frias por favor
-No beers
-No beers? Πως το ‘πες αυτό αντίχριστε;
Ευτυχώς δε τον έπιασα απ’ το γιακά όπως ο Βέγγος στο επικό στιγμιότυπο του ΘΒ – 000 αν και πολύ θα το ήθελα.
Το ξενέρωμα ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτό που έφαγα στη Σαντα Κλάρα με το λάστιχο. Νεράκι λοιπόν και χάζι στην απίστευτη θέα της λίμνης από εκεί ψηλά. Μα τι βλάστηση ήταν αυτή!
Ξαναπήραμε το δρόμο λέγοντας με σφιγμένα δόντια δε πειράζει, πόσο μακριά να είναι το Τρινιδαδ; Ε να μη φάμε κανένα 40λεπτο ακόμα πίσω από ένα παραφορτωμένο Lada σε τσιμεντόδρομο χωροπηδώντας; Να το φάμε.
Ευτυχώς πλέον μπροστά μας βλέπαμε το Τρινιδάδ και τις ταμπέλες που μας καλωσόριζαν.
Σε πέντε λεπτά είχαμε προσεγγίσει το κέντρο, και το χαρακτηριστικό πλακόστρωτο των δρόμων του Τρινιδαδ. Η φήμη λέει ότι οι πέτρες των δρόμων του έχουν φτάσει με γαλέρες από την Ισπανία. Δε ξέρω καθώς δε το επιβεβαίωσα από πουθενά. Αυτό που ξέρω είναι ότι επρόκειτο για το πιο ωραίο σημείο (μικρή πόλη) της Κούβας, διάσημο αξιοθέατο και μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco.
Η ταμπέλα Parking μας υποχρέωνε να κάνουμε αριστερά, καθώς δεν επιτρέπονται τα τουριστικά αυτοκίνητα μέσα σε όλο τον οικισμό του Τρινιδαδ, δε θέλαμε κιόλας να το έχουμε άγχος. Από απέναντι πετάχτηκε ο τύπος – υπεύθυνος του parking (κλασσικό φαινόμενο στη Κούβα) και σημείωσε τις πινακίδες του οχήματος, μας κατατόπισε στο παρκάρισμα, και μας χρέωσε 5 Cuc με απόδειξη όμως. Ήταν για ένα 24ωρο.
Πήραμε τα πράγματα μας στα χέρια, τα οποία ευτυχώς δεν ήταν τόσο πολλά και ξεκινήσαμε να βρούμε το σπίτι που είχαμε νοικιάσει. Αυτή τη φορά δε τη πατήσαμε σαν νουμπάδες και πήραμε κατευθείαν τηλέφωνο τον Alexis, ένα παλικαράκι κοντά στα 20 με γνώση στοιχειωδών Αγγλικών εξυπηρετικότατο. Το σπίτι ήταν αρκετά κεντρικά, και το μέρος έκλεψε αμέσως τη καρδιά μας.
Γι’ ακόμα μια φορά η επιλογή μας ήταν λίρα εκατό. Παραδοσιακό σπίτι με βεράντα και κουνιστές πολυθρόνες φυσικά, σε μια πολύ όμορφη Κουβανική γειτονιά. Μπορείτε να το βρείτε σαν ‘’ Hostal Almamia (Casa Independiente)’’. Μας άρεσε ιδιαίτερα, και μέχρι να τακτοποιηθούμε ο Alexis πετάχτηκε δίπλα στο σπίτι του να μας φέρει ένα χυμό που ετοίμασε η μητέρα του για το καλωσόρισμα. Τον ήπιαμε στα γρήγορα, και αφού αφήσαμε τα πάντα όπως έχουν (παραδοσιακή πλέον συνήθεια κάθε φορά που φτάνουμε σε καινούριο μέρος) βγήκαμε βόλτα να πάμε επιτέλους να πιούμε κάτι. Είχαμε μια πολύ μεγάλη και δύσκολη μέρα, και ήταν οι πρώτες ουσιαστικά στιγμές χαλάρωσης. Απόγευμα πλέον, περασμένες πέντε και δεν υπήρχε όρεξη για τίποτε άλλο πέρα από βόλτα και ποτά.
Αρχικά περάσαμε τη παραδοσιακή αγορά του Τρινιδάδ, και καταλήξαμε στη γνωστή του πλατεία, εκεί που διοργανώνονται όλα τα μουσικά happening κάθε βράδυ, και από μια ώρα και μετά κλείνουν τη πρόσβαση στα σκαλιά με σχοινί και ζητάνε αντίτιμο εισόδου. Αφήσαμε το ενδεχόμενο της μπύρας και τσιμπήσαμε δύο Μοχιτάρες να ξεδιψάσουμε, σε μεγάλο πλαστικό ποτήρι με 2 Cuc έκαστος. Τι ωραίες συνήθειες αυτή η χώρα. Εκεί παρατήρησα πρώτη φορά και κάτι ακόμη, που μου έκανε όμως ιδιαίτερη εντύπωση. Όλοι μα όλοι και παντού κατά το σερβίρισμα έπιαναν το καλαμάκι με λαβίδα και όχι με τα χέρια! Περιττό να αναφέρω τι γίνεται στη χώρα μας στην αντίστοιχη περίπτωση…
Αράξαμε επιτέλους και πήραμε δυνάμεις,και αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα εκτός κέντρου και να ανανεώσουμε τις κάρτες μας για το Ίντερνετ, από το τοπικό κατάστημα του παρόχου. Το Τρινιδάδ είναι σαφώς διαφορετικότερο εκτός ιστορικού κέντρου, πιο «άσχημο» αλλά φιλόξενο με την εικόνα να παραμένει ίδια. Όλοι έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, καθισμένοι, άλλοι να παίζουν ντόμινο, μια κυρία στη πολυθρόνα της στην εξώπορτα να πουλάει βίδες (!), ένας παππούς να πουλάει χαρτονομίσματα του Τσε, παιδάκια να παίζουν, γείτονες να συζητούν. Μου θύμισε πολύ εικόνες από το χωριό που μένω στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80. Κούβα με τα ωραία σου.
Πήραμε τις κάρτες και καθίσαμε λίγο για να συνδεθούμε με τον έξω κόσμο.
Λίγο όμως γιατί μας περίμενε απόψε το μπουκάλι με τη Χρυσή Αβάνα που μόλις είχαμε προμηθευτεί, και οι κουνιστές μας πολυθρόνες. Η θέα από το μπαλκόνι μας στις σκεπές των σπιτιών της παλιάς πόλης καταπληκτική:

Ήπιαμε κάμποσο ρούμι (ζωή να ‘χουμε) και φάγαμε κάτι αλμυρές προμήθειες που είχαμε φροντίσει να κουβαλήσουμε, ετοιμαστήκαμε να βγούμε τη νυχτερινή βόλτα μας στο Τρινιδάδ. Να τονίσω εδώ ότι πρόκειται για μέρος με αρκετό κόσμο, κυρίως τουρίστες απ’ όλες τις μεριές του πλανήτη, είτε με γκρουπ συντεταγμένα το πρωί ερχόμενοι από Βαραδέρο και τις γύρω περιοχές, είτε μόνοι όπως εμείς.
Το βράδυ είχε εξίσου πολύ κόσμο, χωρίς ωστόσο να γίνεται πανικός και να καταντάει ενοχλητικό το όλο ζήτημα. Τόσο όσο.
Η νυχτερινή περιπλάνηση ξεκίνησε από το ‘’Yesterday rock bar’’ το οποίο πήρε το όνομα του από το πασίγνωστο τραγούδι των Beatles. Στην είσοδο ξεχωρίζουν τα αγάλματα των θρυλικών σκαθαριών, σε ένα πολύ ωραίο συνολικά σκηνικό. Είχε και ζωντανή μουσική, χωρίς όμως να μας ενθουσιάσει.

Το ενδιαφέρον παρέμεινε αμείωτο σε όποια μπαρ και αν επισκεφτήκαμε, ωστόσο είχε έρθει η ώρα να πάμε και στο διάσημο «νυχτερινό αξιοθέατο» της περιοχής, τη θρυλική ντίσκο ‘’La Cueva - Ayala’’ που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «σπηλιά» και πρόκειται όντως για ντίσκο/κλαμπ μέσα σε φυσικό σπήλαιο. Είχαμε μάθει ότι βρίσκεται στο λόφο πάνω από το Τρινιδάδ και μπορείς εύκολα να πας με τα πόδια.
Έχουμε πάρει λοιπόν τον ανήφορο, και πάνω που προχωράμε στα στενάκια του Τρινιδάδ και αναρωτιόμαστε τι άλλο μπορεί να συμβεί μια μέρα τόσο περιπετειώδη σαν αυτή, ξαφνικά μπροστά μας τελειώνει ο δρόμος και γίνεται χωμάτινο μονοπάτι. Το πηγαίνουμε λίγο ακόμα και λέγοντας δε μπορεί να κάναμε τόσο λάθος, από δω μας έστειλαν, βγαίνουμε χωρίς να το καταλάβουμε μέσα στην αυλή ενός σπιτιού που θύμιζε φαβέλα, καθώς είχε περιφράξει τα πάντα με λαμαρίνα και τενεκέδες. Έντρομος πετάγεται ο ιδιοκτήτης που εκείνη την ώρα έβλεπε τηλεόραση ο άνθρωπος, και βλέπει μπροστά του δύο μυστήριους τύπους με γελοία πουκάμισα. Γελάμε για να σπάσουμε το πάγο, γελάει κι αυτός, του λέμε ‘’La Cueva?’’ , βγαίνει μαζί μας και μας δείχνει το χωμάτινο μονοπάτι που έβγαζε στο δρόμο μπροστά από την είσοδο. Οι αναποδιές της μέρας συνεχίστηκαν και τη νύχτα λοιπόν, πολύ πιο ήπια βέβαια.
Φτάσαμε και πληρώσαμε το αντίτιμο των 5 Cuc (με ποτό) για την είσοδο, και κατεβήκαμε τα σκαλιά. Μέχρι τότε δε το πιστεύαμε αλλά τελικά όντως επρόκειτο για σπήλαιο, κι ένιωσα λες και μπαίνω στην Αντίπαρο.


Το σκηνικό άκρως εντυπωσιακό, βέβαια αρκετά εμφανή τα τουριστικά σημάδια καθώς ο κόσμος που είδαμε αποτελούνταν 95% από τουρίστες, και η μουσική κυμαινόταν στο ίδιο επίπεδο.

Το κάθε επιπλέον ποτό κόστιζε 3 Cuc, και όπως μπορείτε να καταλάβετε δε ντραπήκαμε καθόλου.
Βγαίνοντας πήραμε τη κατηφόρα προς το σπίτι, σίγουροι αυτή τη φορά για το που πηγαίνουμε, είδαμε πολλούς πλανόδιους έξω από το club. Στην αρχή θεώρησα ότι ήταν stand όπου πουλούσαν φαγητό, αλλά έπεσα έξω καθώς όταν πλησίασα όλοι μου λέγανε ‘’Amigo, Mojito 1 CUC!’’. Να το επαναλάβω άλλη μια φορά; Γεια σου Κούβα με τα ωραία σου! Φυσικά και πήραμε από ένα για το δρόμο, καθώς δε θέλουμε να μας κακοχαρακτηρίσουν ως αγενείς.
Λίγο έξω από το σπίτι, μια παρέα με Πολωνές τουρίστριες που έμενε παρακάτω μας ρώτησαν αν είμαστε ντόπιοι, γιατί τα πουκάμισα αυτά λένε τα φορούσαν μόνο ντόπιοι. Που να ξέρατε ρε δύστυχες ότι πρόκειται για επένδυση, όχι για ντύσιμο…
Κοιμηθήκαμε αποκαμωμένοι από την ένταση και τη κούραση όλης της ημέρας. Πόσες εικόνες κατάφεραν τελικά να χωρέσουν σε μια μέρα μέσα, είναι κάτι που το σκέφτομαι ακόμα. Κάπως έτσι πρέπει να ναι η ευτυχία, παρόλες τις αναποδιές.
Last edited: