psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.062
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Οι πρώτες συζητήσεις στα νησιά
- Προετοιμασία & εισιτήρια
- Ημέρα του ταξιδιού
- Η πρώτη νύχτα στην Αβάνα
- Καλημέρα από Αβάνα!
- Αβάνα, ημέρα δεύτερη, η τουριστική!
- Σαν βγεις στο πηγαιμό για το Ρεμέδιος
- Σάντα Κλάρα και μετ’ εμποδίων Τρινιδάδ. Ημέρα περιπέτειας.
- Πύργος των Σκλάβων, παραλία Ancon & μια νέα φιλία!
- Σιενφουέγος, στο δρόμο με τα καβούρια
- Επιστροφή στην Αβάνα
- Ρούμι, πούρα και Αβάνα!
- Τελευταία μέρα, με «μια κάντιλακ αρχαία»
- Απολογισμός – σύνοψη
Σιενφουέγος, στο δρόμο με τα καβούρια
Το άλλο πρωί ήταν δύσκολο, και το ξύπνημα μας έγινε με βαριά καρδιά και σίγουρα βαρύ κεφάλι, αφού ακούσαμε μετά από πόση ώρα τον Alexis και τη μητέρα του να μας χτυπούν για να μας σερβίρουν το πρωϊνό που είχαμε κανονίσει. Αυτά παθαίνει όποιος νυχτοπερπατεί… Το πρωϊνό κόστους 10 Cuc και οι δύο ήταν καταπληκτικό και γέμιζε ένα ολόκληρο τραπέζι. Καφές, χυμός, ζεστό γάλα, ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδες, pancakes, φρούτα και ότι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς.
Φάγαμε με την ησυχία μας, μαζέψαμε τα πράγματα αφού τσεκάραμε τρεις φορές ο καθένας (έτσι νομίζαμε) και αναχωρήσαμε για τη Plaza Mayor όπου είχαμε ραντεβού με τη CL η οποία θα ερχόταν μαζί μας για να δει το Σιενφουέγος, και ο ED να μας χαιρετήσει.
Αφού συνήλθαμε αρκετά πήραμε τα νερά μας τα παγωμένα και πήγαμε στο αυτοκίνητο για να αναχωρήσουμε. Η απόσταση ήταν περίπου 80 χιλιόμετρα, και η πληροφόρηση μας για το δρόμο ήταν ότι πρόκειται για πολύ καλό μεν, αλλά…. Τι αλλά; Καβούρια. Ναι καβούρια, τα οποία υπάρχουν κατά χιλιάδες σε συγκεκριμένο κομμάτι της διαδρομής και «μεταναστεύουν» από τη θάλασσα προς τα ορεινά κάθε Μάρτιο.
Οι συμβουλές που πήραμε ήταν να ακολουθούμε κάποιο βαρύ όχημα που τα πατάει. Εμένα βέβαια το άγχος μου ήταν για τα λάστιχα, καθώς με τίποτα δεν ήθελα να είχα πάλι περιπέτειες σαν αυτή της Σάντα Κλάρα. Ευτυχώς για καλή μου τύχη δε συνέβη κάτι τέτοιο, και μάλιστα μπορώ να πω ότι είμαστε και τυχεροί που βρεθήκαμε μπροστά σ’ αυτό το εντυπωσιακό φαινόμενο.
Όντως λίγο μετά το Τρινιδάδ στο παραλιακό δρόμο και για κάποια χιλιόμετρα μυρίζεις παντού ιώδιο και βλέπεις άπειρα πατημένα καβούρια:
Δε χάσαμε την ευκαιρία να σταματήσουμε και να φωτογραφήσουμε τα καβούρια, όσα απέμειναν δηλαδή και προσπαθούσαν να περάσουν το δρόμο.
Παραδόξως και αν εξαιρέσεις το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και 1-2 περίεργες παρακάμψεις, ο δρόμος ήταν ιδιαίτερα καλός για τα δεδομένα Κούβας, η παρέα πολύ ευχάριστη και η μουσική της πατρίδας που μας συνόδευε στη διαδρομή ιδανική, οπότε σε 2 ώρες είχαμε μπει στο Σιενφουέγος.
Ήταν μια διαφορετική πόλη αισθητά μεγαλύτερη από το Τρινιδάδ, αν και πληθυσμιακά τα γραφόμενα λένε ότι είναι στα ίδια επίπεδα. Ξεχώριζε για τα Γαλλικής αρχιτεκτονικής κτήρια της, καθώς αποτέλεσε αποικία κατά το 19ο αιώνα. Προσωπικά θεωρώ πολύ σωστή την επιλογή μας να διαθέσουμε μια νύχτα και εκεί, καθώς ήταν μέσα στο πεδίο δράσης μας και στη διαδρομή μας.
Αρχικά κατευθυνθήκαμε προς το τοπικό πρακτορείο Viazul, προκειμένου να κλείσει η CL εισιτήριο την επομένη προκειμένου να επιστρέψει στο Τρινιδάδ. Τελικά βολεύτηκε με shared taxi μέσω συνεννόησης με άλλους συνταξιδιώτες, και αφού όρισε ραντεβού επέστρεψε προκειμένου να βρούμε το σπίτι που θα μέναμε.
Είχαμε κλείσει διαμονή για ένα βράδυ στο ‘’Hostal Santa Elena Apartamento independiente’’ το οποίο αν και βρισκόταν σε μια ήσυχη γειτονιά σχετικά κοντά στο κέντρο για πρόσβαση με τα πόδια, δυσκολευτήκαμε πολύ να το βρούμε καθώς αν και η δόμηση στο Σιενφουέγος ήταν αρκετά καλή, οι δρόμοι ήταν πολύ ίδιοι, και τα τετράγωνα παρόμοια. Τέλος καλό όλα καλά όμως και η φίλη μας η Annia μαζί με το σύζυγο της τον Lester μας περίμεναν στη πόρτα. Το διαμέρισμα μεγάλο και ευρύχωρο, και όπως όλα όσα είχαμε επιλέξει στην εκδρομή, φιλοξενούσε άνετα πάνω από 4 άτομα. Συνολικό κόστος περίπου 18$. Το σπίτι διέθετε και σύνδεση ίντερνετ, φυσικά με τη γνωστή κάρτα του παρόχου τηλεπικοινωνιών, οπότε συμπέρανα ότι κάποιο access point υπάρχει κοντά.
Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν ότι μόλις συστηθήκαμε και άκουσε το όνομα «CL» ο Lester, ρώτησε αν όντως έχει να κάνει με τη γνωστή μούσα της ιστορίας στην αρχαία Ελλάδα. Πραγματικά μείναμε άφωνοι, καθώς 8 στους 10 Έλληνες αν ρωτήσεις δε ξέρουν τι ήταν οι μούσες, και μπορεί να λέω και λίγο. Το αναφέραμε φυσικά αυτό, και ο Lester μας εξήγησε ότι στη Κούβα μόνο αν δε θέλεις δε μαθαίνεις! Ήταν πραγματικά από τα πολύ ωραία περιστατικά.
Κατόπιν μας έφερε παγάκια από το ψυγείο του, καθώς σκέφτηκε ότι θα θέλουμε να πιούμε παγωμένο νερό καθώς ήταν μεσημέρι και έχει ζέστη, κι εμείς βρήκαμε ευκαιρία να τον κεράσουμε ένα παγωμένο Ελληνικότατο φραπεδάκι. Κύριοι εξάγουμε πολιτισμό κι εμείς, όχι μόνο οι αρχαίοι Έλληνες:
(Η μπλούζα – σημαία του Βιετνάμ αποδείχτηκε προφητική)
Τον οποίο φραπέ μάλιστα αφού τον «ρουκούνιασε» μέσα σε λίγα λεπτά, δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να κατανοήσει και θεώρησε παράλογο αυτό που του περιέγραψε η CL, ότι στη χώρα μας μπορεί να καθόμαστε και τρεις ώρες να πίνουμε το συγκεκριμένο ρόφημα. Και είναι λογικό, που να καταλάβει ο άνθρωπος…
Αφού ταχτοποιηθήκαμε, καταλάβαμε ότι έχουμε ξεχάσει μια σακούλα με ρούχα στο σπίτι στο Τρινιδάδ. Εντάξει, πάλι καλά που τριπλοτσεκάραμε το πρωί, τι να σου πω. Ευτυχώς προλάβαμε την ενδεχόμενη πώληση τους (ναι όπως σας το λέω) μιας και το τηλεφώνημα που κάναμε στον Alexis, και τη συνεννόηση που υπήρξε με την CL στα Ισπανικά, τα σώσαμε. Ταξίδεψαν την επομένη μέσω του ED στην Αβάνα! Περιπέτεια και για τα ρούχα μου!
Βγήκαμε αμέσως από το σπίτι για να προλάβουμε με το Νίκο κάποιο ανταλλακτήριο καθώς είχαμε σχεδόν ξεμείνει από CUC. Η πόλη όντως ήταν διαφορετική σε σχέση με ότι είχαμε δει, και το κέντρο της ήταν αρκετά όμορφο και προσεγμένο:
Φτάσαμε στο ανταλλακτήριο 16:01, όπου μόλις άλλαζε τη πινακίδα σε «κλειστόν». Όσο και να παρακάλεσα τον Κουβανό, δε μας επέτρεψε να μπούμε και μας έδειχνε το ρολόι του, ότι και καλά δηλαδή έχει παρέλθει το ωράριο. Αφού περιμέναμε απ’ έξω σχεδόν απελπισμένοι για κανένα πεντάλεπτο, μιας και θα ξεμέναμε με τα Ευρώ, βγαίνει και μας λέει με ένα πλατύ χαμόγελο:
-Μπορείτε να πάτε στη τράπεζα εδώ πιο κάτω
-Καλά ρε άνθρωπε, γιατί δε το λες από την αρχή και μας αφήνεις να παιδευόμαστε;
Πήραμε το δρόμο για τη τράπεζα χαμογελαστοί, και η αρχική μου απορία του τύπου «καλά, ανοιχτή τράπεζα τέτοια ώρα;» έφυγε μόλις φτάσαμε. Θα μου πεις ήταν το μόνο αξιοπερίεργο στη χώρα; Όχι βέβαια! Δε συζητάμε φυσικά για πόρτες ασφαλείας και άλλα τέτοια χαζά που έχουμε συνηθίσει στη χώρα μας. Ένας ευγενικός παππούς μας άνοιξε τη πολύ πρόχειρη πόρτα, λίγο χειρότερη απ’ αυτή που έχω στο παλιό μου σπίτι στο χωριό. Από ΄κει καταλαβαίνει πολλά κανένας… Με λίγη αναμονή στην ουρά και χαρτάκι προτεραιότητας είχαμε κάνει το συνάλλαγμα μας επιτέλους, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι. Έπρεπε να φροντίσουμε και για τις άκρως απαραίτητες προμήθειες εξάλλου:
Αφού γίναμε άνθρωποι βγήκαμε την απογευματινή βόλτα μας στο Σιενφουέγος, κινούμενοι προς τη παραλία μέσω ενός πολύ ωραίου πλακόστρωτου πάρκου.
Οι εικόνες της διαδρομής ήταν πολύ ωραίες, και ο δρόμος μας έβγαλε σε ένα γνωστό καφέ εστιατόριο της παραλιακής όπου έπαιζε μια μπάντα, μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Φυσικά και μπήκαμε για ένα ποτό:
Ευτυχώς είχαμε τη CL μαζί μας και μας θύμισε ότι υπάρχει και αυτό το αίσθημα που έχουν αρκετοί άνθρωποι σε καθημερινή βάση και ονομάζεται πείνα, καθώς εμείς στη συγκεκριμένη εκδρομή μόνο τη δίψα είχαμε κατά νου.
Επιστρέψαμε στο κέντρο της πόλης, νύχτα πλέον και με λιγοστούς τουρίστες. Μια βιτρίνα βγαλμένη από τις αναμνήσεις μου τη δεκαετία του 80 μου τράβηξε αμέσως τη προσοχή:
Πίσω από το πάρκο του Jose Marti με το άγαλμα του, βρήκαμε ένα εξαιρετικό παλαδάρες, το όνομα του οποίου δυστυχώς δε συγκράτησα, αλλά θα βρείτε πολλά στη συγκεκριμένη περιοχή. Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, και το γεγονός ότι το αγαπημένο μας πιάτο γι’ ακόμα μια φορά ήταν τα φασόλια με το καστανό ρύζι δε μας προβλημάτισε καθόλου!
Η αγαπημένη μας ώρα είχε φτάσει, καθώς μετά το φαγητό και πολύ κοντά στο πάρκο, λάβαμε τις απαραίτητες συστάσεις για ένα café bar ‘’Terry teatro’’, σε ένα χώρο κάπως σαν αυλή του ομώνυμου θεάτρου. Πιάσαμε ένα τραπεζάκι και αρχίσαμε τα μοχίτο, βλέποντας παράλληλα την εξαιρετική μπάντα η οποία συνδύαζε έντονα ροκ στοιχεία με τοπική μουσική. Ήταν ότι πιο ωραίο άκουσα – για τα δικά μου δεδομένα τουλάχιστον- στην εκδρομή:
Αποκαμωμένοι και γεμάτοι από μια ακόμα μέρα, και αφού ήπιαμε τις Αβάνες και καπνίσαμε ένα πούρο στο μπαλόνι μας, κοιμηθήκαμε καθώς την επομένη η αναχώρηση μας ήταν πολύ πρωί.
Το άλλο πρωί ήταν δύσκολο, και το ξύπνημα μας έγινε με βαριά καρδιά και σίγουρα βαρύ κεφάλι, αφού ακούσαμε μετά από πόση ώρα τον Alexis και τη μητέρα του να μας χτυπούν για να μας σερβίρουν το πρωϊνό που είχαμε κανονίσει. Αυτά παθαίνει όποιος νυχτοπερπατεί… Το πρωϊνό κόστους 10 Cuc και οι δύο ήταν καταπληκτικό και γέμιζε ένα ολόκληρο τραπέζι. Καφές, χυμός, ζεστό γάλα, ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδες, pancakes, φρούτα και ότι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς.
Φάγαμε με την ησυχία μας, μαζέψαμε τα πράγματα αφού τσεκάραμε τρεις φορές ο καθένας (έτσι νομίζαμε) και αναχωρήσαμε για τη Plaza Mayor όπου είχαμε ραντεβού με τη CL η οποία θα ερχόταν μαζί μας για να δει το Σιενφουέγος, και ο ED να μας χαιρετήσει.
Αφού συνήλθαμε αρκετά πήραμε τα νερά μας τα παγωμένα και πήγαμε στο αυτοκίνητο για να αναχωρήσουμε. Η απόσταση ήταν περίπου 80 χιλιόμετρα, και η πληροφόρηση μας για το δρόμο ήταν ότι πρόκειται για πολύ καλό μεν, αλλά…. Τι αλλά; Καβούρια. Ναι καβούρια, τα οποία υπάρχουν κατά χιλιάδες σε συγκεκριμένο κομμάτι της διαδρομής και «μεταναστεύουν» από τη θάλασσα προς τα ορεινά κάθε Μάρτιο.
Οι συμβουλές που πήραμε ήταν να ακολουθούμε κάποιο βαρύ όχημα που τα πατάει. Εμένα βέβαια το άγχος μου ήταν για τα λάστιχα, καθώς με τίποτα δεν ήθελα να είχα πάλι περιπέτειες σαν αυτή της Σάντα Κλάρα. Ευτυχώς για καλή μου τύχη δε συνέβη κάτι τέτοιο, και μάλιστα μπορώ να πω ότι είμαστε και τυχεροί που βρεθήκαμε μπροστά σ’ αυτό το εντυπωσιακό φαινόμενο.
Όντως λίγο μετά το Τρινιδάδ στο παραλιακό δρόμο και για κάποια χιλιόμετρα μυρίζεις παντού ιώδιο και βλέπεις άπειρα πατημένα καβούρια:
Δε χάσαμε την ευκαιρία να σταματήσουμε και να φωτογραφήσουμε τα καβούρια, όσα απέμειναν δηλαδή και προσπαθούσαν να περάσουν το δρόμο.
Παραδόξως και αν εξαιρέσεις το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και 1-2 περίεργες παρακάμψεις, ο δρόμος ήταν ιδιαίτερα καλός για τα δεδομένα Κούβας, η παρέα πολύ ευχάριστη και η μουσική της πατρίδας που μας συνόδευε στη διαδρομή ιδανική, οπότε σε 2 ώρες είχαμε μπει στο Σιενφουέγος.
Ήταν μια διαφορετική πόλη αισθητά μεγαλύτερη από το Τρινιδάδ, αν και πληθυσμιακά τα γραφόμενα λένε ότι είναι στα ίδια επίπεδα. Ξεχώριζε για τα Γαλλικής αρχιτεκτονικής κτήρια της, καθώς αποτέλεσε αποικία κατά το 19ο αιώνα. Προσωπικά θεωρώ πολύ σωστή την επιλογή μας να διαθέσουμε μια νύχτα και εκεί, καθώς ήταν μέσα στο πεδίο δράσης μας και στη διαδρομή μας.
Αρχικά κατευθυνθήκαμε προς το τοπικό πρακτορείο Viazul, προκειμένου να κλείσει η CL εισιτήριο την επομένη προκειμένου να επιστρέψει στο Τρινιδάδ. Τελικά βολεύτηκε με shared taxi μέσω συνεννόησης με άλλους συνταξιδιώτες, και αφού όρισε ραντεβού επέστρεψε προκειμένου να βρούμε το σπίτι που θα μέναμε.
Είχαμε κλείσει διαμονή για ένα βράδυ στο ‘’Hostal Santa Elena Apartamento independiente’’ το οποίο αν και βρισκόταν σε μια ήσυχη γειτονιά σχετικά κοντά στο κέντρο για πρόσβαση με τα πόδια, δυσκολευτήκαμε πολύ να το βρούμε καθώς αν και η δόμηση στο Σιενφουέγος ήταν αρκετά καλή, οι δρόμοι ήταν πολύ ίδιοι, και τα τετράγωνα παρόμοια. Τέλος καλό όλα καλά όμως και η φίλη μας η Annia μαζί με το σύζυγο της τον Lester μας περίμεναν στη πόρτα. Το διαμέρισμα μεγάλο και ευρύχωρο, και όπως όλα όσα είχαμε επιλέξει στην εκδρομή, φιλοξενούσε άνετα πάνω από 4 άτομα. Συνολικό κόστος περίπου 18$. Το σπίτι διέθετε και σύνδεση ίντερνετ, φυσικά με τη γνωστή κάρτα του παρόχου τηλεπικοινωνιών, οπότε συμπέρανα ότι κάποιο access point υπάρχει κοντά.
Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν ότι μόλις συστηθήκαμε και άκουσε το όνομα «CL» ο Lester, ρώτησε αν όντως έχει να κάνει με τη γνωστή μούσα της ιστορίας στην αρχαία Ελλάδα. Πραγματικά μείναμε άφωνοι, καθώς 8 στους 10 Έλληνες αν ρωτήσεις δε ξέρουν τι ήταν οι μούσες, και μπορεί να λέω και λίγο. Το αναφέραμε φυσικά αυτό, και ο Lester μας εξήγησε ότι στη Κούβα μόνο αν δε θέλεις δε μαθαίνεις! Ήταν πραγματικά από τα πολύ ωραία περιστατικά.
Κατόπιν μας έφερε παγάκια από το ψυγείο του, καθώς σκέφτηκε ότι θα θέλουμε να πιούμε παγωμένο νερό καθώς ήταν μεσημέρι και έχει ζέστη, κι εμείς βρήκαμε ευκαιρία να τον κεράσουμε ένα παγωμένο Ελληνικότατο φραπεδάκι. Κύριοι εξάγουμε πολιτισμό κι εμείς, όχι μόνο οι αρχαίοι Έλληνες:

(Η μπλούζα – σημαία του Βιετνάμ αποδείχτηκε προφητική)
Τον οποίο φραπέ μάλιστα αφού τον «ρουκούνιασε» μέσα σε λίγα λεπτά, δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να κατανοήσει και θεώρησε παράλογο αυτό που του περιέγραψε η CL, ότι στη χώρα μας μπορεί να καθόμαστε και τρεις ώρες να πίνουμε το συγκεκριμένο ρόφημα. Και είναι λογικό, που να καταλάβει ο άνθρωπος…
Αφού ταχτοποιηθήκαμε, καταλάβαμε ότι έχουμε ξεχάσει μια σακούλα με ρούχα στο σπίτι στο Τρινιδάδ. Εντάξει, πάλι καλά που τριπλοτσεκάραμε το πρωί, τι να σου πω. Ευτυχώς προλάβαμε την ενδεχόμενη πώληση τους (ναι όπως σας το λέω) μιας και το τηλεφώνημα που κάναμε στον Alexis, και τη συνεννόηση που υπήρξε με την CL στα Ισπανικά, τα σώσαμε. Ταξίδεψαν την επομένη μέσω του ED στην Αβάνα! Περιπέτεια και για τα ρούχα μου!
Βγήκαμε αμέσως από το σπίτι για να προλάβουμε με το Νίκο κάποιο ανταλλακτήριο καθώς είχαμε σχεδόν ξεμείνει από CUC. Η πόλη όντως ήταν διαφορετική σε σχέση με ότι είχαμε δει, και το κέντρο της ήταν αρκετά όμορφο και προσεγμένο:
Φτάσαμε στο ανταλλακτήριο 16:01, όπου μόλις άλλαζε τη πινακίδα σε «κλειστόν». Όσο και να παρακάλεσα τον Κουβανό, δε μας επέτρεψε να μπούμε και μας έδειχνε το ρολόι του, ότι και καλά δηλαδή έχει παρέλθει το ωράριο. Αφού περιμέναμε απ’ έξω σχεδόν απελπισμένοι για κανένα πεντάλεπτο, μιας και θα ξεμέναμε με τα Ευρώ, βγαίνει και μας λέει με ένα πλατύ χαμόγελο:
-Μπορείτε να πάτε στη τράπεζα εδώ πιο κάτω
-Καλά ρε άνθρωπε, γιατί δε το λες από την αρχή και μας αφήνεις να παιδευόμαστε;
Πήραμε το δρόμο για τη τράπεζα χαμογελαστοί, και η αρχική μου απορία του τύπου «καλά, ανοιχτή τράπεζα τέτοια ώρα;» έφυγε μόλις φτάσαμε. Θα μου πεις ήταν το μόνο αξιοπερίεργο στη χώρα; Όχι βέβαια! Δε συζητάμε φυσικά για πόρτες ασφαλείας και άλλα τέτοια χαζά που έχουμε συνηθίσει στη χώρα μας. Ένας ευγενικός παππούς μας άνοιξε τη πολύ πρόχειρη πόρτα, λίγο χειρότερη απ’ αυτή που έχω στο παλιό μου σπίτι στο χωριό. Από ΄κει καταλαβαίνει πολλά κανένας… Με λίγη αναμονή στην ουρά και χαρτάκι προτεραιότητας είχαμε κάνει το συνάλλαγμα μας επιτέλους, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι. Έπρεπε να φροντίσουμε και για τις άκρως απαραίτητες προμήθειες εξάλλου:
Αφού γίναμε άνθρωποι βγήκαμε την απογευματινή βόλτα μας στο Σιενφουέγος, κινούμενοι προς τη παραλία μέσω ενός πολύ ωραίου πλακόστρωτου πάρκου.
Οι εικόνες της διαδρομής ήταν πολύ ωραίες, και ο δρόμος μας έβγαλε σε ένα γνωστό καφέ εστιατόριο της παραλιακής όπου έπαιζε μια μπάντα, μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Φυσικά και μπήκαμε για ένα ποτό:
Ευτυχώς είχαμε τη CL μαζί μας και μας θύμισε ότι υπάρχει και αυτό το αίσθημα που έχουν αρκετοί άνθρωποι σε καθημερινή βάση και ονομάζεται πείνα, καθώς εμείς στη συγκεκριμένη εκδρομή μόνο τη δίψα είχαμε κατά νου.
Επιστρέψαμε στο κέντρο της πόλης, νύχτα πλέον και με λιγοστούς τουρίστες. Μια βιτρίνα βγαλμένη από τις αναμνήσεις μου τη δεκαετία του 80 μου τράβηξε αμέσως τη προσοχή:
Πίσω από το πάρκο του Jose Marti με το άγαλμα του, βρήκαμε ένα εξαιρετικό παλαδάρες, το όνομα του οποίου δυστυχώς δε συγκράτησα, αλλά θα βρείτε πολλά στη συγκεκριμένη περιοχή. Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, και το γεγονός ότι το αγαπημένο μας πιάτο γι’ ακόμα μια φορά ήταν τα φασόλια με το καστανό ρύζι δε μας προβλημάτισε καθόλου!
Η αγαπημένη μας ώρα είχε φτάσει, καθώς μετά το φαγητό και πολύ κοντά στο πάρκο, λάβαμε τις απαραίτητες συστάσεις για ένα café bar ‘’Terry teatro’’, σε ένα χώρο κάπως σαν αυλή του ομώνυμου θεάτρου. Πιάσαμε ένα τραπεζάκι και αρχίσαμε τα μοχίτο, βλέποντας παράλληλα την εξαιρετική μπάντα η οποία συνδύαζε έντονα ροκ στοιχεία με τοπική μουσική. Ήταν ότι πιο ωραίο άκουσα – για τα δικά μου δεδομένα τουλάχιστον- στην εκδρομή:

Αποκαμωμένοι και γεμάτοι από μια ακόμα μέρα, και αφού ήπιαμε τις Αβάνες και καπνίσαμε ένα πούρο στο μπαλόνι μας, κοιμηθήκαμε καθώς την επομένη η αναχώρηση μας ήταν πολύ πρωί.
Last edited: