Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.117
- Likes
- 23.800
- Ονειρεμένο Ταξίδι
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Διαδρομή: Αθήνα-Κόρφος Κορινθίας
- Διαδρομή: Κόρφος-Σοφικό-Αγγελόκαστρο-Λίμνες-Πρόσυμνα-Νέο Ηραίο-Άργος-Άστρος-Λεωνίδιο-Τσιτάλια-Πελετά-Λαμπόκαμπος-Ρειχιά-Ιέρακας (Γέρακας)-Λιμήν Ιέρακα (Γέρακα)- Μονεμβασιά.
- Μονεμβασιά: Εξερευνώντας την Κάτω Πόλη
- Μονεμβασιά: Ανακαλύπτοντας τις παραλίες της περιοχής
- Μονεμβασιά: Εξερευνώντας την Άνω Πόλη
- Διαδρομή: Μονεμβασιά-Άγιος Φωκάς-Κάστρο Αγίας Παρασκευής Μεσοχωρίου-Παραδείσι-Σπήλαιο Καστανιάς-Λάχι-Άγιος Νικόλαος-Γεωπάρκο Αγίου Νικολάου (απολιθωμένο δάσος)-Νεάπολη Βοιών-Παυλοπέτρι-Βιγκλάφια
- Ελαφόνησος
- Διαδρομή: Πούντα-Αρχάγγελος-Πλύτρα-Βαλτάκι-Γύθειο-Μαυροβούνι
- Διαδρομή: Μαυροβούνι-Σκουτάρι-Κότρωνας-Νησίδα Σκοπά-Φλομοχώρι-Αλύπα-Λάγια-Πόρτο Κάγιο-Μαρμάρι-Κοκκινόγεια-Πύλες του Άδη-Ακρωτήριο Ταίναρο-Χαρούδα
- Διαδρομή: Χαρούδα-Σπήλαια Διρού-Γερολιμένας-Βάθεια-Αρεόπολη
- Διαδρομή: Αρεόπολη-Λιμένι-Οίτυλο-Παραλία Φονέα-Καλαμάτα-Κόρφος-Αθήνα
Διαδρομή: Μαυροβούνι-Σκουτάρι-Κότρωνας-Νησίδα Σκοπά-Φλομοχώρι-Αλύπα-Λάγια-Πόρτο Κάγιο-Μαρμάρι-Κοκκινόγεια-Πύλες του Άδη-Ακρωτήριο Ταίναρο-Χαρούδα
Η 21η Αυγούστου ήταν η μέρα που περίμενα όσο τίποτ΄ άλλο σε αυτό το οδοιπορικό. Τη θεωρούσα τη δυσκολότερη, αλλά και συναρπαστικότερη εμπειρία που θα ζούσαμε, σε αυτό το ταξίδι. Ήταν η μόνη μέρα που έθεσα προς συζήτηση και επεξεργασία στους δικούς μου, κατά την οργάνωση του ταξιδιού. Στον περίγυρό μου έχω τη φήμη του “εξολοθρευτή” των συνταξιδιωτών μου, και γι΄ αυτόν τον λόγο, σκέφτηκα αυτήν τη φορά να ζητήσω τη γνώμη τους και να πάρω την έγκρισή τους, για τις σημερινές διαδρομές και τις δραστηριότητες. Όταν έλαβα θετική ανταπόκριση από εκείνους, δεν άλλαξα τίποτα στο πρόγραμμα. Συναποφασίσαμε ότι θα ήταν μεν μια δύσκολη επιχείρηση, αλλά συνάμα θα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα και περιπετειώδης.
Ο σύζυγος και εγώ ξυπνήσαμε νωρίς στο Anastasia Apartments του Μαυροβουνίου. Αφήσαμε τον γιο μας να κοιμάται και μπήκαμε στο αυτοκίνητο, κατηφορίζοντας προς την παραλία. Στο φως της μέρας μπορέσαμε να δούμε την ομορφιά του τοπίου, αφού το χωριό είναι χτισμένο στην κορυφή ενός κατάφυτου λόφου, με τα σπίτια να πνίγονται κυριολεκτικά από δέντρα, κήπους με λουλούδια και φραγκοσυκιές, έχοντας θέα προς την απέραντη παραλία του.



Στην πλατεία υπάρχουν ταβερνάκια, ενώ τα στενά ανηφορικά δρομάκια που ξεκινούν από αυτήν οδηγούν στα ψηλότερα σπίτια του χωριού. Αυτήν την ώρα το χωριό μάλλον κοιμόταν ακόμα, αφού δεν συναντήσαμε άνθρωπο στους δρόμους του.
Η παραλία του Μαυροβουνίου είναι απέραντη και αμμουδερή, με καθαρά νερά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι την επιλέγουν οι θαλάσσιες χελώνες, για να φτιάξουν εδώ τις φωλιές τους. Εδώ να επισημάνω ότι σε όλες τις παραλίες της Λακωνίας είδαμε φωλιές χελωνών, οι οποίες ευτυχώς ήταν σημαδεμένες και οριοθετημένες, γεγονός που μας χαροποίησε ιδιαίτερα, αφού καταλάβαμε πολύ καλά, ότι κάποιοι άνθρωποι ασχολούνται συστηματικά και προστατεύουν με αγάπη τις φωλιές της καρέτα-καρέτα.
Ακολουθήσαμε τον ήσυχο παραλιακό δρόμο από την αρχή, μέχρι το τέλος του, στην άλλη άκρη του κόλπου.

Κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν οργανωμένα σημεία με ομπρέλες και ξαπλώστρες, αλλά σε μεγάλη έκταση η παραλία είναι ανοργάνωτη, δίνοντας τη δυνατότητα να απολαύσει κάποιος το φυσικό τοπίο. Είναι βραβευμένη με γαλάζια σημαία και θεωρείται από τις ωραιότερες παραλίες της περιοχής και όχι μόνο. Σπίτια, ήπιες ξενοδοχειακές μονάδες και πολύ οργανωμένα camping εξυπηρετούν τους παραθεριστές, που επιλέγουν την παραλία του Μαυροβουνίου για τις διακοπές τους.

Αν και δεν αγαπώ τις εκτεταμένες παραλίες, μπορώ να πω ότι σε κάποια σημεία της, η παραλία του Μαυροβουνίου μου άρεσε και θα μπορούσα να κολυμπήσω στα γαλήνια νερά της θάλασσας.

Συνεχίσαμε προς Γύθειο για πρωινή χαλαρή βολτούλα. Παρκάραμε πάλι στο λιμάνι και μείναμε ακόμα πιο εντυπωσιασμένοι από την ομορφιά της πόλης, η οποία λουζόταν από τον πρωινό ήλιο, αστράφτοντας και λαμποκοπώντας, αναδεικνύοντας την υπέροχη χρωματική παλέτα των αρχοντικών της και σκορπίζοντας ολόγυρα το “νησιώτικο” άρωμά της.


Η προκυμαία, η καρδιά του Γυθείου ήταν άδεια από κόσμο. Η κίνηση όμως στους δρόμους ήταν πολύ αυξημένη, αφού εμείς μπορεί να απολαμβάναμε ξένοιαστα τις διακοπές μας, οι κάτοικοι όμως ζούσαν στους ρυθμούς της καθημερινότητάς τους, τρέχοντας να προλάβουν τις δουλειές τους. Στην πλατεία Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, σε ένα όμορφο νεοκλασικό κτίριο στεγάζεται ένα αρτοποιείο και μπήκαμε, ρωτώντας αν έχει έτοιμα σάντουιτς. Η απάντηση ήταν αρνητική, οπότε συνεχίσαμε να περπατάμε στην προκυμαία, φτάνοντας στο ροζ Δημαρχείο της πόλης.

Ακριβώς πίσω από το Δημαρχείο, σε μια μικρή πλατεία, συναντήσαμε το Παλαιό Παρθεναγωγείο. Στο νεοκλασικό κτίριο του 1896 λειτουργούσε δημοτικό σχολείο, μέχρι το 1990 και σήμερα στεγάζεται εδώ, το Κέντρο Πολιτισμού Ανατολικής Μάνης. Δυστυχώς δεν είχαμε διαθέσιμο χρόνο για να επισκεφθούμε το Μουσείο, οπότε συνεχίσαμε την πορεία μας στην οδό βασιλέων Παύλου και Γεωργίου, αναζητώντας ένα καφέ, το οποίο μας είχαν υποδείξει οι ντόπιοι και το οποίο διέθετε τα σάντουιτς που ψάχναμε για να αγοράσουμε.

Σε αυτόν τον δρόμο στεγάζονται δύο πολύ ιστορικά καταστήματα της πόλης. Το παστελοποιείο-ζαχαροπλαστείο “Μανωλάκος” που λειτουργεί από το 1902 και είναι το πρώτο ζαχαροπλαστείο του Γυθείου, με παστέλια, γλυκά και ποτά και το πιο παλιό φαρμακείο της οικογένειας Λυμπέρη, το οποίο λειτουργεί από το 1920 μέχρι σήμερα. Έκλεψα μια φωτογραφία από το εσωτερικό του καταστήματος, του οποίου η διακόσμηση παραμένει ίδια και απαράλλαχτη εδώ και δεκαετίες.


Βρήκαμε τα εφόδια που ψάχναμε και αναχωρήσαμε για το Μαυροβούνι. Ξυπνήσαμε τον γιο μας, ετοιμαστήκαμε, πληρώσαμε τα 55 ευρώ, με μεγάλη χαρά στην κυρία του καταλύματος, από το οποίο μείναμε πολύ ευχαριστημένοι, τόσο από την καθαριότητα, όσο και από τη θέα και την άνεσή του και αναχωρήσαμε. Μας περίμενε κουραστική οδήγηση, αλλά όλα αυτά που θα συναντούσαμε στο οδοιπορικό, έφταναν και περίσσευαν, για να μας ενθουσιάσουν και να μας μαγέψουν.
Ακολουθήσαμε την επαρχιακή οδό Γυθείου-Αρεόπολης. Ο δρόμος τρέχει σε έναν κάμπο, με χαμηλά υψώματα, καλυμμένα με ελιές και κοντούς, φουντωτούς θάμνους, ενώ στα αριστερά, που και που φαίνεται η θάλασσα. Στρίψαμε αριστερά, όταν είδαμε την ταμπέλα που έγραφε: Αρεόπολη. Mαζί με την αλλαγή πορείας άλλαξε και το σκηνικό. Tον κάμπο και τα χαμηλά υψώματα διαδέχθηκαν πιο ψηλά βουνά και η βλάστηση έγινε πλούσια με ψηλά δέντρα. Κάποια στιγμή η ταμπέλα που έγραφε Σκουτάρι-Κότρωνας, έδειχνε αριστερά και ακολουθήσαμε αυτήν την πορεία. Άλλαξε ονομασία και ο δρόμος, ο οποίος τώρα λεγόταν, επαρχιακή οδός Χωσιαρίου-Γερολιμένα.
Ξανά χαμηλοί λόφοι με θάμνους, ελιές και συστάδες από ψηλές καλαμιές. Φτάσαμε αισίως στο Σκουτάρι, το οποίο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Είδαμε μια ήσυχη και μικρή κωμόπολη να πλαισιώνεται από πράσινες κοιλάδες και βουνά με πλούσια βλάστηση. Έχει την μανιάτικη αρχιτεκτονική με πέτρινα σπίτια, πολλά από τα οποία είναι διατηρημένα σε άψογη κατάσταση, αλλά και με μισογκρεμισμένους Πύργους, που στέκουν όρθιοι, σε πείσμα του χρόνου.
Η ιστορία λέει ότι τον 17ο και 18ο αιώνα το Σκουτάρι υπήρξε καταφύγιο πειρατών. Οι Οθωμανοί πολιόρκησαν τον Πύργο της οικογένειας Γρηγοράκη, που ήταν από τις ισχυρότερες στη Μάνη, αλλά ο Οθωμανικός στρατός νικήθηκε. Προσπάθησαν και δεύτερη φορά να τον κατακτήσουν, αλλά πάλι νικήθηκαν και υποχώρησαν. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, μάλλον υπήρξε εδώ μια πόλη που ονομαζόταν Βορδώνα, η οποία βυθίστηκε.
Είδαμε όμως και νεόδμητα κτίρια, με ολάνθιστες αυλές στολισμένες με πιθάρια. Διασχίσαμε το όμορφο και ήσυχο Σκουτάρι και πήραμε την απότομη κατηφόρα, που οδηγεί στον κλειστό όρμο, ο οποίος χωρίζεται σε τρεις ομορφούλες, γραφικές παραλίες, που συνδυάζουν αμμουδιά και βοτσαλάκι.
Πρώτα σταματήσαμε στην αριστερή πλευρά του όρμου, όπως κατεβήκαμε, για να δούμε την παραλία Καλαμάκια, παρκάροντας σε ένα χωράφι, με ψηλές, γέρικες ελιές. Τα Καλαμάκια είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος από τις τρεις παραλίες.

Επιστρέψαμε στο κέντρο του όρμου, όπου βρίσκεται η αμμώδης παραλία της Βορδώνας,

ενώ στη δεξιά πλευρά απλώνεται η βοτσαλένια παραλία της Αγίας Βαρβάρας, που πήρε το όνομά της από το βυζαντινό εκκλησάκι που είναι χτισμένο πάνω στην παραλία και χρονολογείται από τον 12ο αιώνα, με αγιογραφίες που σώζονται από το 1882 μέχρι σήμερα.



Μεγάλοι φυσικοί βράχοι αποτελούν τα διαχωριστικά των παραλιών. Ένας τέτοιος κλειστός όρμος, με τα φυσικά λιμανάκια του ήταν λογικό να αποτελέσει ορμητήριο πειρατών. Εδώ έδρασε λοιπόν ο διάσημος Μπαρμπαρόσα ή Κοκκινογένης.



Δρόμο παίρναμε και δρόμο αφήναμε, κινούμενοι στην επαρχιακή οδό Χωσιαρίου-Γερολιμένα έχοντας πλέον στα αριστερά μας τη θάλασσα και στα δεξιά μας ψηλά βουνά με θαμνώδη βλάστηση. Ο ανηφορικός δρόμος με τις ήπιες στροφούλες κινείται στην άκρη του βουνού, κρεμασμένος πάνω από τη θάλασσα, χαρίζοντάς μας άπλετη θέα στα γαλανά νερά του κλειστού όρμου, που είχαμε αφήσει πίσω μας πριν λίγη ώρα. Η διαδρομή για κάμποσα χιλιόμετρα συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Δεξιά το βουνό και αριστερά η θάλασσα. Αν και ο δρόμος κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το νερό, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε την ακτογραμμή, αφού η χαμηλή βλάστηση μας έκοβε τη θέα.
Ο Κότρωνας δεν άργησε να φανεί και σταθήκαμε σε ένα ξέφωτο για μια πανοραμική λήψη.

Στην καρδιά της Προσηλιακής Μάνης, σε ένα σχεδόν ξερό και άνυδρο περιβάλλον, φωλιασμένος στον μυχό ενός καλά προφυλαγμένου από τον βοριά όρμου απλώνεται ένα λατρεμένο παιδί αυτού του τόπου, ο παραθαλάσσιος οικισμός του Κότρωνα. Το όνομά του μάλλον θέλει να σου υπενθυμίσει που βρίσκεσαι! Βρίσκεσαι ταξιδιώτη μου στη Μάνη!

Κάναμε βόλτα στον οικισμό και εντυπωσιαστήκαμε από τα σπίτια, τις περιποιημένες αυλές και τα στενά σοκάκια. Στο κέντρο του χωριού ξεχωρίζει η εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Ο γραφικός οικισμός καταλαμβάνει τη θέση της Αρχαίας Τευθρώνης.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Κότρωνα είναι ότι συνδέεται με μια στενή λωρίδα βοτσαλωτής γης, μήκους 300 μέτρων, με την κατάφυτη Νησίδα Σκοπά. Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τον στενό τσιμεντένιο δρόμο, για να επισκεφθούμε τη Νησίδα.
TIP: Μην το κάνετε με το αυτοκίνητο. Παρκάρετε στην αρχή του τσιμεντοστρωμένου δρόμου και κατεβείτε με τα πόδια. Είναι τόσο στενός ο δρόμος μέχρι κάτω την παραλία, ώστε χωράει μόνο ένα αυτοκίνητο τσίμα-τσίμα. Αν συναντηθείτε με άλλο όχημα που ακολουθεί αντίθετη πορεία, θα πρέπει και τα δύο οχήματα να βγάλουν φτερά και να πετάξουν για να απεγκλωβιστείτε, εκτός αν είστε πολύ τυχεροί (όπως συνέβη σε εμάς) και η συνάντηση αυτή, τύχει κοντά στο τέλος της διαδρομής, όπου υπάρχει το μοναδικό σημείο με λίγο χώρο για αναστροφή.
Φτάσαμε μέχρι κάτω και κατέβηκα μόνον εγώ. Ο σύζυγος και ο γιος έμειναν στο αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχε πουθενά σημείο στάθμευσης, παρά μόνο ένα μικρό άπλωμα, στο οποίο μάλιστα ήταν παρκαρισμένα δύο αυτοκίνητα, γεγονός που έκανε ακόμη πιο δύσκολη την κατάσταση απεγκλωβισμού, σε περίπτωση που κατέβαινε και άλλο αυτοκίνητο (πράγμα που τελικά συνέβη).
Πήρα τη φωτογραφική μηχανή και έφυγα βολίδα για να εξερευνήσω το “κρυφό” μέρος του Κότρωνα. Η παραλία Σκοπά ή Διπλή παραλία είναι μια λεπτή λωρίδα γης, που ενώνει τη Νησίδα με τη στεριά, σχηματίζοντας δύο κολπίσκους, με πράσινα νερά. Η παραλία έχει μεγάλα βότσαλα (κροκάλες) σε σκούρο χρώμα, δημιουργώντας την τέλεια αρμονία, με το βαθύ πράσινο της βλάστησης και το σμαραγδί των νερών. Φωτογράφισα το μισογκρεμισμένο πέτρινο σπίτι, το οποίο βρίσκεται πάνω στην παραλία. Λένε ότι όταν η θάλασσα ανεβαίνει, η μικρή λωρίδα εξαφανίζεται κάτω από τα νερά και το νησάκι αποκόπτεται τελείως από τη στεριά.


Η χερσονησίδα αποτελεί τη θαλασσινή Ακρόπολη της Αρχαίας Τευθρώνης. Σήμερα απομένουν λιγοστά λείψανα που φτάνουν μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Η χερσονησίδα Σκοπά είναι βέβαιο ότι κατοικείτο πριν από το 2.000 π.Χ. Στην αρχαία πόλη της Τευθρώνης υπήρξε η Νάϊα πηγή και οι κάτοικοι τιμούσαν την Ισσωρία Αρτέμιδα.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου, τον οποίο συνάντησα ευθύς αμέσως, μετά το στενό πέρασμα είναι χτισμένος πάνω στον αρχαίο ναό της Ισσωρίας Αρτέμιδας.


Μετά τον ναό υπάρχει η παραλία της Συκιάς, στην ανατολική πλευρά της Νησίδας, αλλά δυστυχώς δεν έφτασα μέχρις εκεί, γιατί ο χρόνος με πίεζε να επιστρέψω στο αυτοκίνητο, καθώς δεν είχα ιδέα, αν ο σύζυγος είχε καταφέρει να βρει σημείο να σταθεί ή είχε αναγκαστεί να επιστρέψει χωρίς εμένα, στην αρχή του στενού τσιμεντένιου δρόμου. Φτάνοντας πάντως κανείς εδώ μπορεί να κατανοήσει, γιατί η Νησίδα Σκοπά αποτελούσε φυσικό παρατηρητήριο και για ποιο λόγο επιλέχθηκε ως Ακρόπολη της Αρχαίας Τευθρώνης.

Διάβηκα το στενό πέρασμα και ανηφόρισα στο δρομάκι. Ευτυχώς το αυτοκίνητο με τους δικούς μου ήταν εκεί και με περίμενε. Είχαμε όμως την ατυχία να ανταμώσουμε με ένα άλλο όχημα, το οποίο κατέβαινε προς την παραλία, αλλά ευτυχώς ήμασταν πολύ κοντά στο άπλωμα, οπότε κάνοντας όπισθεν καταφέραμε να απεγκλωβιστούμε εύκολα. Αν είχαμε συναντηθεί λίγο πιο πάνω, πραγματικά δεν θέλω καν να σκέφτομαι, τι ταλαιπωρία θα είχε υποστεί ο σύζυγος-οδηγός.
Ορίσαμε στον πλοηγό προορισμό παραλία Αλύπα και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Αρεόπολης-Κότρωνα, αφήνοντας πίσω μας τη θάλασσα και το χωριό.
Περάσαμε τα Λουκάδικα, τον παραδοσιακό πέτρινο οικισμό, που κάποτε ήταν χτισμένη εδώ κι άλλη Ακρόπολη της Αρχαίας Τευθρώνης, της ονομαστής πόλης των Ελευθερολακώνων. Φτάσαμε στο Φλομοχώρι. Δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε στάση, αλλά μας τράβηξαν αμέσως την προσοχή οι πανύψηλοι πέτρινοι Πύργοι του, οπότε του αφιερώσαμε λίγο χρόνο. Γύρω από τα καφενεδάκια της πλατείας, οι παππούδες ήταν μαζεμένοι, πίνοντας τον καφέ τους και η πέτρινη εκκλησία της Αγίας Τριάδας έστεκε επιβλητική στην άκρη της πλατείας. Αλλά το αξιοθέατο του χωριού είναι οι Πύργοι του, με το μεγάλο ύψος. Οι Πύργοι όσο ψηλώνουν, τόσο στενεύουν και ειδικά ο Πύργος Παντελεάκου είναι ένας από τους ψηλότερους και καλύτερα διατηρημένους Πύργους της Μάνης. Ο Πύργος αυτός έχει 5 ορόφους και ύψος 18,5 μέτρα. Λέγεται πως κατά την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναντήθηκε σε αυτόν τον Πύργο, με διάφορους οπλαρχηγούς της Προσηλιακής Μάνης, για να οργανώσουν τον Αγώνα.

Φλομοχώρι
Το τοπίο αγρίεψε, ο δρόμος στένεψε, τα βουνά ξεγυμνώθηκαν από δέντρα και θάμνους, το χορτάρι κιτρίνισε, η ξεραΐλα απλώθηκε σαν πέπλο και κάλυψε τα πάντα. Γη από πέτρα και φως! Αυτή είναι η Μάνη. Αριστερά βλέπαμε πάλι θάλασσα, δεξιά γυμνά βουνά, που και που ένα δέντρο έστεκε! Δύσκολη η μοναξιά σε τούτο τον άγριο τόπο!
Η παραλία της Αλύπας βρίσκεται καλά κρυμμένη σε έναν μικρό όρμο και ένας κατηφορικός, στενός δρόμος, ο οποίος τρέχει ανάμεσα σε λιόδεντρα καταλήγει στον πολύ μικρό οικισμό. Είναι μια παραλία με λευκά, χοντρά βότσαλα και με κρυστάλλινα, σμαραγδένια νερά. Είναι πολύ φωτογενής και αυτό το χαρακτηριστικό της, την έκανε διάσημη, αφού εδώ γυρίστηκε η ταινία του Τζον Κασσαβέτη, Τempest, αλλά και το διαφημιστικό για το ούζο Πλωμαρίου.
Βράχια από τη μια πλευρά,

Πυργόσπιτα από την άλλη

και πάνω στην ολόλευκη παραλία βάρκες σε έντονα χρώματα ξεκουράζονταν, κάτω από τον καυτό ήλιο. Το τέλειο κινηματογραφικό σκηνικό!


Πλησιάζαμε πλέον στον πρώτο σημερινό μας στόχο, από τον οποίο μας χώριζαν περίπου 24 Κm μιας ακόμα συναρπαστικότερης διαδρομής. Μετά τον παραθαλάσσιο οικισμό της Κοκκάλας, με τη λευκή βοτσαλωτή παραλία, πιάσαμε ξανά τις ανηφοριές, οδηγώντας σε έναν στενό δρόμο, ο οποίος κρεμόταν πάνω από τη θάλασσα. Η διαδρομή συνέχιζε να ανηφορίζει και να τυλίγεται περίτεχνα στα βραχώδη “πόδια” άγριων βουνοκορφών. Πάνω στα υψώματα, σκαρφάλωναν μικροί οικισμοί με πέτρινες μάντρες και Πυργόσπιτα. Καμωμένοι ολάκεροι με την ίδια πέτρα των βουνών αποτελούσαν ένα ταιριαστό σύνολο με τη γύρω φύση, με μόνο στολίδι τους, τις θεόρατες φραγκοσυκιές.



Ασφάλτινες “φουρκέτες” μας ανέβαζαν όλο και πιο ψηλά, σε ένα πέτρινο, ανυπότακτο τοπίο, μέχρι που συναντήσαμε το ωραιότερο χωριό της διαδρομής μας. Τη Λάγια! Ξαφνικά η βλάστηση πύκνωσε και ανάμεσα από δέντρα και ψηλούς θάμνους πετάχτηκε το πέτρινο χωριό. Η Λάγια έχει μόνο Πύργους και Πυργόσπιτα. Είναι ο ορισμός της μανιάτικης αρχιτεκτονικής και ήταν πάντα το κέντρο της ευρύτερης περιοχής του Ταινάρου.

Δύο φορές διασχίσαμε το χωριό, για να το χορτάσουμε, αλλά και για να βρούμε τα δυνατά του σημεία, για τις καλύτερες φωτογραφίες. Όπως σε όλη τη Μάνη, έτσι και στη Λάγια, η οργάνωση της παραδοσιακής κοινωνίας ήταν σε πατριές, που η καθεμία είχε τον Πύργο της, την εκκλησία της και τα γύρω πέτρινα οικοδομήματα. Το χωριό είχε έμβλημα τον μυθικό Κέρβερο, τον φύλακα του Κάτω Κόσμου.


Οδηγούσαμε πλέον πάνω, ψηλά στα κορφοβούνια, στο άκρο της Λακωνικής Χερσονήσου. Μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλωνόταν ένα ασύλληπτα εντυπωσιακό και επιβλητικό τοπίο, γυμνό από δέντρα, γεμάτο φρύγανα και ασφόδελους, με δρόμους σαν κεντρικές αρτηρίες, να αυλακώνουν την ύπαρξή του. Δύο μοναδικές αγκαλιές της φύσης, το Πόρτο Κάγιο και το Μαρμάρι πρωταγωνιστούσαν στο θέαμα που βλέπαμε από ψηλά.

Στρίψαμε για το Πόρτο Κάγιο, το οποίο βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Χερσονήσου της Μάνης. Κατρακυλώντας σε έναν φιδίσιο δρόμο είχαμε πανοραμική θέα. Από ψηλά φάνηκε η αγκαλιά που προστατεύει το τελευταίο λιμανάκι της Ανατολικής Μάνης, το Πόρτο Κάγιο. Μέσα στους αιώνες αποτέλεσε ναύσταθμο για πολλούς λαούς, αλλά και ορμητήριο του Λάμπρου Κατσώνη.


INFO: Το αρχαίο του όνομα ήταν Ψαμμαθούς (εξ ου και Ψαμαθιάς, όπως το αποκαλούν οι παλαιότεροι κάτοικοι) το οποίο αναφέρεται από τον Παυσανία. Το σύγχρονο όνομα προήλθε από το ενετικό Porto Quaglio και το γαλλικό Port des Cailles (λιμάνι των ορτυκιών). Tα πουλιά στη μεταναστευτική τους περίοδο, χρησιμοποιούσαν το Πόρτο Κάγιο ως τελευταίο σταθμό και αποτελούσαν μια σημαντική διατροφική συνήθεια για τους ντόπιους, που τα πάστωναν και τα αποθήκευαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην περιοχή υπάρχουν τα ερείπια δύο ιστορικών Φρουρίων. Το ένα το έχτισαν οι Τούρκοι το 1570 και το άλλο ο Λάμπρος Κατσώνης το 1792.
Στη μικρή παραλία του οικισμού υπήρχαν λίγες ψάθινες ομπρέλες, στη σκιά των οποίων οι ψαροταβέρνες είχαν απλωμένα τα τραπεζάκια τους. Τα χταπόδια λιάζονταν στον ήλιο και το παλιό κανόνι αποτελούσε το ντεκόρ του μαγαζιού.


Τα νερά ήταν σμαραγδένια και ήρεμα και οι γέρικες και αποσταμένες, από τη δουλειά ψαρόβαρκες λικνίζονταν απαλά, δεμένες καλά στην προβλήτα.


Στην άκρη του λιμανιού υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στη μνήμη των πεσόντων Ακροταιναριστών και από εκεί ξεκινάει μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.

Αγναντεύοντας απέναντι είδαμε τον οικισμό του Αχιλλείου και ίσως αμυδρά να ξεχωρίσαμε τα ερείπια του Κάστρου, που έχτισαν οι Τούρκοι. Πολλοί πιστεύουν, πιθανότατα λανθασμένα, αφού δεν υπάρχουν ευρήματα, ότι αυτό το Κάστρο είναι το περίφημο της “Μεγάλης Μαΐνης” που έχτισε ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος στα 1250, για να εξουσιάσει τη Μάνη.


Tο Μαρμάρι στην άλλη αγκαλιά της χερσονήσου αποτελείται από τρεις αμμουδερές παραλίες.


Η μια βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ξενοδοχείο και ένα τμήμα της είναι οργανωμένο. Όταν φτάσαμε εκεί είδαμε εκατοντάδες αυτοκίνητα παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου, ο οποίος βρίσκεται πάνω από την παραλία. Για να είμαι ειλικρινής τέτοια κοσμοσυρροή στο Μαρμάρι δεν την περιμέναμε με τίποτα και η απογοήτευσή μας ήταν πολύ έντονη, με αποτέλεσμα να μην σταματήσουμε για μπάνιο εδώ.

Εξερευνήσαμε από ψηλά και τη μοναχική και ήσυχη, χωρίς πολύ κόσμο, δεύτερη παραλία του Μαρμαρίου, αλλά η πρόσβαση απαιτούσε μικρή πεζοπορία σε μονοπάτι. Η κατάβαση θα ήταν πανεύκολη υπόθεση, αλλά η ανάβαση κάτω από τον καυτό ήλιο και την υπερβολική ζέστη, κουβαλώντας ομπρέλες, ψυγεία και πετσέτες, θα μας κούραζε πολύ και έτσι απορρίψαμε και εδώ τις βουτιές.


Βάλαμε πλώρη για τον επόμενο, πολύ ιδιαίτερο προορισμό μας τα Κοκκινόγεια, το μικρό χωριό στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Εδώ ο δρόμος τελειώνει σε ένα πλάτωμα, στο οποίο υπάρχουν τρεις πινακίδες, με σκοπό να σε προετοιμάσουν και να σε υποβάλλουν ψυχολογικά, ότι βρίσκεσαι στο τέλος του κόσμου. Βρίσκεσαι στο Ακροταίναρο, στον γυμνό τόπο που οδηγούσε στον Άδη. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι εδώ βρίσκονταν οι Πύλες του Άδη, απ΄ όπου ο Ηρακλής, στον τελευταίο άθλο του ανέβασε τον Κέρβερο στη γη.


INFO: Το Ακρωτήριο Ταίναρο κατά την παράδοση πήρε το όνομά του από τον μυθικό γιο του Δία, τον Ταίναρο, ο οποίος έχτισε την ομώνυμη πόλη. Σε αυτήν την περιοχή ένα δίκτυο σπηλαίων πιστευόταν πως αποτελούσε είσοδο προς τον Κάτω Κόσμο. Η Πύλη φυλασσόταν από τον Κέρβερο που εμπόδιζε τους νεκρούς να αποδράσουν και τους ζωντανούς να εισέλθουν στον κόσμο των νεκρών. Ο Κέρβερος είχε τρία κεφάλια άγριων σκύλων και έναν δράκο για ουρά. Για τον 12ο άθλο του ο Ηρακλής έλαβε εντολή από τον βασιλιά Ευρυσθέα, να κατέβει στον Κάτω Κόσμο, να απαγάγει τον Κέρβερο και να τον φέρει στην επιφάνεια.
Ο Ορφέας επίσης λέγεται ότι περιηγήθηκε στις συγκεκριμένες Πύλες του Άδη, για να φέρει πίσω στη ζωή, την αγαπημένη του Ευρυδίκη, κάτι το οποίο όμως δεν είχε την επιθυμητή κατάληξη.
Το Ακρωτήριο ονομαζόταν και “Μεταπέα Άκρα” και ο Θεός Απόλλωνας το έδωσε στον Ποσειδώνα με αντάλλαγμα τους Δελφούς. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα φέρει πολλά ονόματα όπως: Ταίναρος, Ταινάρια Ακτή, Φανάρι, Κάβο-Ματαπάς, Βραχίων της Μάνης και Λίθος.
Στην περιοχή κυριάρχησε η λατρεία του Ποσειδώνα και οι ναυτικοί που ταξίδευαν στη θάλασσα σταματούσαν συχνά στο Ακρωτήριο, για να προσκυνήσουν στον ναό του Ταινάριου Ποσειδώνα. Λέγεται ότι οικοδομικό υλικό από τον αρχαίο ναό χρησιμοποιήθηκε, για την κατασκευή της εκκλησίας των Ασωμάτων. Οι προσκυνητές ονομάζονταν “Ταιναρισταί” και η γιορτή που πραγματοποιούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν του Ποσειδώνα, “Ταινάρια”.
Η μικρή παραλία στην αρχή του μονοπατιού για τον Φάρο ήταν πλήρως κατειλημμένη.

Φορτωθήκαμε όλα τα απαραίτητα και κατηφορίσαμε αριστερά, στο στενό μονοπάτι φτάνοντας στο λιμανάκι, όπου οι αρχαίοι πίστευαν ότι αποτελούσε την είσοδο στον Κάτω Κόσμο.


Από την άκρη του κόσμου έρχονται μέχρις εδώ άνθρωποι, για να δουν το Ψυχοπομπείο, απ΄ όπου ο περαματάρης έπαιρνε με τη βάρκα του τις ψυχές και τις συνόδευε στη θαλασσινή σπηλιά, η οποία αποτελούσε την Πύλη του Άδη.


Σήμερα η σπηλιά και ο χώρος του Ψυχοπομπείου αποτελούν το αφοδευτήριο των λουομένων της μικρής παραλίας. Καλά βρε ανεγκέφαλοι, κάφροι και ελεεινοί, που θέλετε να λέγεστε άνθρωποι. Δέκα μέτρα από εκεί που ξαπλώνετε για να λιαστείτε στον ήλιο και να κολυμπήσετε, σε αυτά τα πραγματικά κρυστάλλινα νερά, πάτε και κάνετε την ανάγκη σας? Τόση ερημιά τριγύρω, τόσα χωράφια, τόσες πέτρες, δεν μπορείτε να περπατήσετε 50-100 μέτρα, να πάτε πιο πέρα?
Στο μικρό λιμάνι αράζουν τις βάρκες τους οι ψαράδες και πλέον με μεγάλη ανακούφιση αφεθήκαμε στην αγκαλιά της δροσερής θάλασσας.



Όταν δροσίστηκα και συνήλθα, σκαρφάλωσα στην κορυφή του μικρού λόφου, όπου βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων, το οποίο χτίστηκε με υλικά από τον ναό του Ταινάριου Ποσειδώνα.


Πλησιάζοντας φάνηκε ξεκάθαρα ότι υπάρχουν πέτρες ανακατεμένες με τμήματα από αρχαίο μάρμαρο.

Με κολύμπι, με μακροβούτια, με εξερευνήσεις του βυθού, με μύθους, με παραδόσεις, με αρχαίους ναούς και συζητήσεις για το ταξίδι χωρίς γυρισμό, που ξεκινούσε από αυτό ακριβώς το σημείο, έφτασε απόγευμα. Είχαμε καταναλώσει μέχρι τώρα την τούρτα, αλλά έμενε ακόμα το κερασάκι. Το καλύτερο στοιχείο που θα ολοκλήρωνε και θα επισφράγιζε, με απόλυτη επιτυχία τη σημερινή μέρα. Μιλάω φυσικά για την πεζοπορία μέχρι την άκρη του Ακρωτηρίου, όπου ορθώνεται ο επιβλητικός Φάρος.
Ήμουν πανέτοιμη και ενθουσιασμένη για αυτήν την εμπειρία, αλλά οι συνταξιδιώτες μου είχαν αρχίσει τα μισόλογα και εξέφραζαν τις αντιρρήσεις τους για το εγχείρημα. Τους ενοχλούσε η ζέστη, το ανηφορικό μονοπάτι που έβλεπαν χαραγμένο στο απέναντι βουνό, το ψείριζαν από δω, το ψείριζαν από κει, μέχρι που τελικά εφάρμοσαν την τακτική, στρίβειν δια του αρραβώνος. Κοινώς μου ανακοίνωσαν ότι δεν θα έρθουν και ότι θα πάνε πάλι στο Πόρτο Κάγιο για φαγητό, σε κάποια ταβέρνα δίπλα στο κύμα. Προσπάθησαν να με πείσουν να τους ακολουθήσω, με δικαιολογίες του στυλ, μα καλά γιατί πρέπει να υποβάλλεις τον εαυτό σου σε αυτήν την ταλαιπωρία και να τρέχεις μέσα στη ζέστη, μέχρι το "τέλος του κόσμου", αλλά τα λόγια τους δεν έπιασαν τόπο. Τους είπα ότι εγώ θα πάω! Τέλος!
Στη μια τσέπη του αέρινου φορέματός μου έβαλα το κινητό και στην άλλη ένα μικρό μπουκαλάκι νερό, κρέμασα τη φωτογραφική μηχανή στον λαιμό και άρχισα να κατηφορίζω το κακοτράχαλο μονοπάτι, που οδηγεί από το parking των αυτοκινήτων, κάτω στη μικρή παραλία.


Στη συνέχεια το μονοπάτι ανηφορίζει απαλά

και μετά από περίπου μισό χιλιόμετρο βρέθηκα στον αρχαίο οικισμό των Ταιναρίων, που εγκαταλείφθηκε πριν τα ρωμαϊκά χρόνια. Ένα πολύ όμορφο ψηφιδωτό διατηρείται ακόμη, περιτριγυρισμένο από πέτρινη μάντρα.

Εδώ υπάρχουν κοιλότητες στα βράχια “οι στέρνες”, όπου συγκεντρωνόταν το βρόχινο νερό, γι΄ αυτό και το λιμανάκι ονομάστηκε Πόρτο Στέρνες.


Το μονοπάτι συνεχίζει να κινείται ήπια στην πλαγιά, δίπλα στη θάλασσα. Πολλές φορές γύρισα το κεφάλι μου προς τα πίσω, για να θαυμάσω το τοπίο και για να δω, πόσο είχα απομακρυνθεί από το parking απ΄ όπου ξεκίνησα.



Στη συνέχεια άρχισα να ανηφορίζω προς την κορυφή του βουνού και η ανηφορική πορεία συνοδευόταν από μικρά ποταμάκια ιδρώτα που κυλούσαν από το μέτωπο προς τον λαιμό. Το απαλό αεράκι που φυσούσε δεν ήταν ικανό να στεγνώσει τα μικρά ρυάκια και η πεζοπορία συνεχίστηκε μέχρι που έφτασα στην κορυφή, αλλά ο Φάρος δεν φαινόταν ακόμη.


Συνέχισα να περπατάω ακολουθώντας το στενό μονοπατάκι και όταν συναντιόμουν με άλλους οδοιπόρους που επέστρεφαν, έβγαινα πάντα εγώ εκτός μονοπατιού, κάνοντάς τους χώρο για να περάσουν, ώσπου επιτέλους φάνηκε το “καπέλο” του Φάρου, πίσω από τα πετρώδη υψώματα.


Από αυτό το σημείο και μετά το μονοπάτι γινόταν ακόμα πιο κακοτράχαλο. Δεν υπήρχε πλέον χώμα, μόνο άγριες πέτρες και χρειαζόταν πολλή προσοχή που θα τοποθετήσω το κάθε μου βήμα.

Η όλη προσπάθεια ευοδώθηκε, όταν φάνηκε ολόκληρος και μεγαλοπρεπής ο Φάρος, περικυκλωμένος από την απέραντη θάλασσα.



INFO: Σύμφωνα με τον Στράβωνα, από το Ταίναρο οι ναυτικοί υπολόγιζαν τις ναυτικές αποστάσεις. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτελούσε ορμητήριο των πειρατών της Μάνης και οι ναυτικοί φρόντιζαν να πλέουν σε απόσταση από το Ακρωτήριο, για να μην πέσουν θύματα πειρατείας. Από εκείνη την εποχή επικράτησε το γνωμικό: “Από τον Κάβο Ματαπά, σαράντα μίλια αλαργινά”. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι έχτισαν στην άκρη του Ακρωτηρίου έναν πέτρινο Φάρο, ύψους 16 μέτρων για να συμβάλλει στον ασφαλή διάπλου των πλοίων. Ξεκίνησε να φωτίζει τη Μεσόγειο το 1987. Επανδρώθηκε με φαροφύλακες, οι οποίοι φρόντιζαν να ανάβουν τον Φάρο και να δίνουν ζωή στο Ακρωτήριο. Το 1930 ανακαινίστηκε και κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπαψε να λειτουργεί, όπως συνέβη με τους περισσότερους φάρους της Ελλάδας. Τη δεκαετία του ΄50 ο Φάρος επαναλειτούργησε αλλά το 1984 στήθηκε αυτόματο φωτιστικό μηχάνημα και εγκαταλείφθηκε. Από τότε στέκεται μόνος του, στο νοτιότερο άκρο της Ηπειρωτικής Ελλάδας.
Μου πήρε περίπου 50 λεπτά με στάσεις για φωτογραφίες, μέχρι να φτάσω στο νοτιότερο σημείο της Ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Ο Φάρος είναι ένα όμορφο πέτρινο κτίσμα και όταν αντίκρισα το σημείο στο οποίο είναι χτισμένος, μου δημιουργήθηκε δέος, όχι μόνο από την αγριάδα της περιοχής, αλλά και από την ιστορία που συνοδεύει αυτόν τον τόπο.

Ένιωσα όσο περπατούσα στο κόκκινο μονοπάτι με τις κοφτερές πέτρες, ότι στην ουσία διέσχιζα το μονοπάτι της ιστορίας, που ακόμα ξεχωρίζει ανάμεσα στο χορταριασμένο και άγριο αυτό τοπίο. Πραγματικά άξιζε τον κόπο η ταλαιπωρία να φτάσω ως εδώ. Η απολαυστική θέα, η γαλήνη, το ατελείωτο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, με έκαναν να νιώσω ότι βρίσκομαι σε μια μοναδική άκρη της Ελλάδας, που κάθε ταξιδευτής πρέπει να γνωρίσει.
Η επιστροφή ήταν πιο σύντομη, αφού δεν σταμάτησα για καμία φωτογραφία και το ραντεβού με τον σύζυγο και τον γιο ήταν φυσικά στο parking, στο σημείο δηλαδή απ΄ όπου είχα ξεκινήσει αυτό το πολύ ευχάριστο και άκρως ιδιαίτερο εγχείρημα. Στο ραντεβού ήρθε μόνον ο σύζυγος. -”Πού είναι το παιδί”? τον ρώτησα. -"Το άφησα πάνω, ψηλά στο βουνό, για να τραβήξει video το ηλιοβασίλεμα" μου απάντησε.
Τραβήξαμε την ανηφόρα και κάπου στη διαδρομή, στο ψηλό, γυμνό βουνό συναντήσαμε τον γιο μας.

Όλοι μαζί πλέον απολαύσαμε ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα γεμάτο πορτοκαλί, μωβ, κίτρινες και γαλάζιες αποχρώσεις.



Όταν ο ήλιος κρύφτηκε εντελώς και στον ουρανό φάνηκε η ημισέληνος αναχωρήσαμε για τη Χαρούδα και το κατάλυμα Πύργοι της Εδέμ (Towers of Edem) το οποίο θα μας φιλοξενούσε για τις επόμενες δύο βραδιές.


Eίχαμε να διανύσουμε περίπου 50 Κm μέσω της επαρχιακής οδού Αρεόπολης-Γερολιμένα, για να φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας. Από τη διαδρομή δεν είδαμε σχεδόν τίποτα, αφού πλέον νύχτωσε. Πλησιάζοντας στη Χαρούδα ο πλοηγός, μας έβγαλε από τον κεντρικό δρόμο και αρχίσαμε να κινούμαστε σε μια επίπεδη περιοχή, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Διακρίναμε μόνον ό,τι φώτιζαν τα φώτα του αυτοκινήτου, δηλαδή έναν στενό δρόμο και εκατέρωθεν αυτού πέτρινες μάντρες, πίσω από τις οποίες υπήρχαν μόνον ελιές και φραγκοσυκιές. Που και που προσπερνούσαμε κανένα Πυργόσπιτο, στη μέση του πουθενά. Δεν τολμήσαμε αυτήν τη φορά να αμφισβητήσουμε την επιθυμία του πλοηγού μας και συνεχίσαμε να ακολουθούμε πιστά τις εντολές του, δείχνοντάς του απόλυτη εμπιστοσύνη. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο λάθους αυτήν τη στιγμή από μέρους μας, αφού επικρατούσε μόνο σκοτάδι, πείνα και μεγάλη επιθυμία να φτάσουμε το γρηγορότερο δυνατόν στο κατάλυμα. Με μεγάλη ανακούφιση ακούσαμε το GPS να μας ανακοινώνει, ότι σε 500 μέτρα ο προορισμός μας θα βρίσκεται στα δεξιά.
Φτάσαμε στο κατώφλι του ξενοδοχείου γύρω στις 21:30. Oι Πύργοι της Εδέμ είναι ένα συγκρότημα το οποίο αποτελείται από πέτρινους Πύργους, με πέτρινα δρομάκια, παρτέρια με γκαζόν, λουλούδια, θάμνους και δέντρα.



Η οικοδέσποινα μας υποδέχτηκε ζεστά, χωρίς μάσκα και μας οδήγησε στο διαμέρισμά μας. Όταν άνοιξε την πόρτα βρεθήκαμε σε ένα μακρόστενο, θολωτό δωμάτιο, χωρίς κανένα παράθυρο.


Στο μέσον του μακρόστενου χώρου υπήρχε μια πόρτα,

η οποία οδηγούσε σε ένα δεύτερο δωμάτιο, με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι και έναν ανοιχτό φεγγίτη στην οροφή.

Μπαίνοντας στον χώρο νιώσαμε έντονη μυρωδιά κλεισούρας και μια υποψία υγρασίας. Εγώ στράβωσα αμέσως και διαμαρτυρήθηκα ευγενικά στην οικοδέσποινα, λέγοντάς της ότι είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε παραπάνω χρήματα, αρκεί να μας βάλει σε κάποιο από τα επάνω διαμερίσματα, τα οποία είχαν παράθυρα για να αερίζονται. Εκείνη μας είπε, ότι όλα τα δωμάτια ήταν γεμάτα, αφού στο κατάλυμα διέμεναν συγγενείς και φίλοι ενός ζευγαριού, το οποίο είχε έρθει από τη Γαλλία (Γάλλος ο μπαμπάς, Μανιάτισσα η μαμά) για να βαφτίσει την κορούλα του την επόμενη μέρα. Μάλιστα μας είπε ότι ο λόγος που το συγκεκριμένο δωμάτιο δεν διαθέτει παράθυρα είναι, ότι οι πέτρινοι τοίχοι του έχουν πάχος 1 μέτρο, αφού αποτελεί τμήμα του παλαιού αρχικού οικοδομήματος και είναι χτισμένο με την αρχιτεκτονική της παλαιάς εποχής.
Ανοίξαμε τα air condition και την πόρτα του διαμερίσματος για να αεριστεί ο χώρος. Μπήκαμε στο internet ψάχνοντας άλλο κατάλυμα, για να φύγουμε την επόμενη μέρα, αλλά σε ολόκληρη την περιοχή δεν υπήρχε τίποτα διαθέσιμο, οπότε δεν είχαμε εναλλακτικές και αναγκαστικά θα μέναμε εκεί. Τακτοποιηθήκαμε, κάναμε το μπάνιο μας αλλά και μια βόλτα για να γνωρίσουμε το συγκρότημα των Πύργων, το οποίο ήταν όμορφο, γραφικό, με πολύ περιποιημένους χώρους και διακοσμημένο με ρετρό αντικείμενα.

Από τη μια τα air condition και από την άλλη η ανοιχτή πόρτα, τελικά ο χώρος αερίστηκε και η αρχική μυρωδιά σχεδόν εξαφανίστηκε. Στη συνέχεια διαπίστωσα, ότι η οσμή που μου είχε φανεί σαν μούχλα προερχόταν από την πόρτα εισόδου, η οποία όταν πλησίαζες πολύ κοντά μύριζε, όπως τα ξύλινα βαρέλια, μέσα στα οποία φυλάσσεται και ζυμώνεται το κρασί. Μήπως τελικά η πόρτα ήταν φτιαγμένη από ξύλα κάποιων βαρελιών κρασιού? Ίσως.
Η πείνα δεν μας άφησε άλλα περιθώρια και μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο, για να καταλήξουμε στην ταβέρνα “ο Βαγγέλης” κοντά στο ξενοδοχείο. Η ταβέρνα αυτή ήταν η δεύτερη έκπληξη αυτού του οδοιπορικού, αφού ό,τι φάγαμε ήταν νόστιμο, πολύ πλούσιο σε ποσότητες και πολύ οικονομικό. Το δε σέρβις ήταν άψογο.
Επιστρέψαμε στο κατάλυμα περασμένα μεσάνυχτα, καθίσαμε για λίγη ώρα έξω στην αυλή, δίπλα στα λουλουδιασμένα παρτέρια, απολαμβάνοντας την ησυχία και τη γαλήνη που επικρατούσε στον χώρο και τέλος αφεθήκαμε στις αγκαλιές του Μορφέα, χωρίς πλέον να μας ενοχλεί καμία μυρωδιά.
Last edited: