Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.320
- Likes
- 27.661
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Διαδρομή: Αθήνα-Κόρφος Κορινθίας
- Διαδρομή: Κόρφος-Σοφικό-Αγγελόκαστρο-Λίμνες-Πρόσυμνα-Νέο Ηραίο-Άργος-Άστρος-Λεωνίδιο-Τσιτάλια-Πελετά-Λαμπόκαμπος-Ρειχιά-Ιέρακας (Γέρακας)-Λιμήν Ιέρακα (Γέρακα)- Μονεμβασιά.
- Μονεμβασιά: Εξερευνώντας την Κάτω Πόλη
- Μονεμβασιά: Ανακαλύπτοντας τις παραλίες της περιοχής
- Μονεμβασιά: Εξερευνώντας την Άνω Πόλη
- Διαδρομή: Μονεμβασιά-Άγιος Φωκάς-Κάστρο Αγίας Παρασκευής Μεσοχωρίου-Παραδείσι-Σπήλαιο Καστανιάς-Λάχι-Άγιος Νικόλαος-Γεωπάρκο Αγίου Νικολάου (απολιθωμένο δάσος)-Νεάπολη Βοιών-Παυλοπέτρι-Βιγκλάφια
- Ελαφόνησος
- Διαδρομή: Πούντα-Αρχάγγελος-Πλύτρα-Βαλτάκι-Γύθειο-Μαυροβούνι
- Διαδρομή: Μαυροβούνι-Σκουτάρι-Κότρωνας-Νησίδα Σκοπά-Φλομοχώρι-Αλύπα-Λάγια-Πόρτο Κάγιο-Μαρμάρι-Κοκκινόγεια-Πύλες του Άδη-Ακρωτήριο Ταίναρο-Χαρούδα
- Διαδρομή: Χαρούδα-Σπήλαια Διρού-Γερολιμένας-Βάθεια-Αρεόπολη
- Διαδρομή: Αρεόπολη-Λιμένι-Οίτυλο-Παραλία Φονέα-Καλαμάτα-Κόρφος-Αθήνα
Ελαφόνησος
Ταξιδεύοντας με τη μηχανή του χρόνου στο παρελθόν!
Πριν ξεκινήσω να περιγράφω τη φετινή μας επίσκεψη στην Ελαφόνησο, θα μπω στη μηχανή του χρόνου και θα μεταφερθώ πολλά-πολλά χρόνια πίσω, προσπαθώντας να ξυπνήσω αναμνήσεις και βιώματα, από τις προηγούμενες φορές που βρέθηκα σε αυτόν τον μοναδικό και πανέμορφο τόπο. Θα προσπαθήσω αυτές τις αναμνήσεις, να τις μεταφέρω και σε εσάς, όσο καλύτερα μπορώ, για να σας βάλω στο κλίμα του τότε, αλλά και για να σας δώσω να καταλάβετε τις κοσμογονικές αλλαγές, που έχουν συντελεστεί στο νησί, τα τελευταία κυρίως χρόνια.
Πρώτη φορά επισκέφθηκα την Ελαφόνησο, σε ηλικία περίπου 15 ετών, με τους γονείς μου. Μείναμε σε ένα απλό δωμάτιο, στο μικρό τότε χωριουδάκι-λιμάνι του νησιού. Ο μόνος τσιμεντοστρωμένος δρόμος ήταν αυτός κατά μήκος του λιμανιού και όπως σήμερα, έτσι και τότε, εδώ μαζευόταν όλη η κίνηση και η ζωή του νησιού. Όλα τα υπόλοιπα δρομάκια, που τριγύριζαν, ανάμεσα στα λιγοστά και φτωχικά σπιτάκια του χωριού ήταν αμμώδη. Κανονική παραλία δηλαδή. Τα παπούτσια σου γέμιζαν με άμμο, μέχρι να φτάσεις στο κατάλυμα.
Κάθε πρωί, τα καΐκια με τις μαύρες σημαίες επέστρεφαν από το ψάρεμα του ξιφία. Ξεφόρτωναν τα τεράστια κήτη, πάνω σε καρότσια, τα οποία έσερναν στον τσιμεντένιο δρόμο, μέχρι τα λιγοστά ψαράδικα του νησιού. Έχω φωτογραφία ενός τέτοιου καροτσιού, φορτωμένο με ξιφίες! Έφαγα τον κόσμο, ψάχνοντας σε όλο το σπίτι μου, αλλά δεν μπόρεσα να τη βρω. Ίσως να την έχει η μητέρα μου. Μας έδωσαν και μια κομμένη μύτη ενός ξιφία για σουβενίρ. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, μετά από μέρες, η μύτη άρχισε να βρωμάει φρικτά και την καταχωνιάσαμε κάπου στο υπόγειο του σπιτιού, ξεχνώντας την έκτοτε. Μπορεί ακόμα να βρίσκεται κάπου τρυπωμένη, ανάμεσα στις παλιατζούρες, που χρόνια τώρα καταλήγουν σε αυτόν τον χώρο.
Κάθε μέρα τρώγαμε ολόφρεσκα ψάρια. Σε μια ταπεινή ταβέρνα παραγγέλναμε, πριν το μπάνιο μας, κακαβιά η οποία μας περίμενε έτοιμη να την απολαύσουμε με την επιστροφή μας στο μαγειρείο. Ήταν η ωραιότερη κακαβιά που έχω φάει στη ζωή μου.
Η δεύτερη φορά ήταν γύρω στα 15 χρόνια μετά, με παρέα. Μείναμε στην παραλία της Παναγίας, σε σκηνές μέσα στις μεγάλες “σπηλιές” που δημιουργούν οι κέδροι. Όλη μέρα αραχτοί στην παραλία, κάτω από τον καυτό ήλιο ή κάνοντας βόλτες και ψαρέματα με το φουσκωτό. Το βραδάκι πηγαίναμε για φαγητό σε κάποιο ταβερνάκι του χωριού, το οποίο πλέον είχε αρχίσει να αυξάνεται και να πληθύνεται και κάποιοι από τους αμμώδεις δρόμους, οι πιο κεντρικοί, είχαν στρωθεί και αυτοί με τσιμέντο. Η διαδρομή χωριό-παραλία Παναγίας γινόταν πολύ δύσκολα, σε δύσβατους χωματόδρομους, οι οποίοι σε αρκετά σημεία είχαν ψιλή άμμο και κάθε φορά θυμάμαι, παίρναμε φόρα με το αυτοκίνητο, για να μην κολλήσουμε, περνώντας από αυτά τα σημεία. Ο λόφος, πίσω από την παραλία της Παναγίας είχε ελάχιστα σπίτια και υπήρχε μόνο μια καντίνα, κάπου στο μέσον της παραλίας, για ώρα ανάγκης.
Εκείνο το καλοκαίρι γνωρίσαμε στην Παναγία έναν δικηγόρο, ο οποίος είχε έρθει με την 16χρονη κόρη του για διακοπές και κάνανε καταδύσεις με μπουκάλες. Είχαν φυσικά και αυτοί ένα φουσκωτό και όλοι μαζί, κάναμε βόλτες στα τρία μικρά νησάκια που βρίσκονται ακριβώς απέναντι από την παραλία της Παναγίας, αλλά και στον Σίμο, ο οποίος τότε ήταν το ωραιότερο τοπίο που είχα δει στη ζωή μου, στην Ελλάδα.
Πάνω στον μικρό λόφο που χωρίζει τις δύο παραλίες του Σίμου υπήρχε μια καντίνα και μαζί με όλα τα “φρικιά” (βάζω και τους εαυτούς μας μέσα) που ζούσαν στους κέδρους του Σίμου μαζευόμασταν, σε αυτήν την καντίνα.
Οι δύο παραλίες του Σίμου ήταν παρθένες! Μόνο άμμος, κέδρα και τιρκουάζ νερά! Τίποτ΄ άλλο! Κάναμε ζωή χαρισάμενη, σαν Ροβινσώνες Κρούση, κατάμαυροι από τον ήλιο. Όλη μέρα... από παραλία σε παραλία!
Τρίτη φορά πήγαμε με πολυπληθή παρέα και τον γιο μου τρεισήμισι χρόνων. Κατασκηνώσαμε στην Παναγία. Πάλι ψαρέματα με το φουσκωτό, πάλι ήλιος, θάλασσα, αραλίκι και ο μικρός τρισευτυχισμένος. Όλη μέρα μπάνιο, το βράδυ καλαμάρια στην ταβέρνα και ύπνος στη σκηνή. Τι άλλο θέλει ένα μικρό παιδί, για να νιώσει ότι ζει μέσα στο παραμύθι?
Ο Σίμος ακόμα παρέμενε παρθένος. Η καντίνα στη θέση της, ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι ελάχιστος και να κατασκηνώνει στα κέδρα. Όλα ήταν ακόμα αγνά, αυθεντικά, καθαρά και αμόλυντα. Παρ΄ όλη τη χύμα κατάσταση στον τρόπο διαμονής των κατασκηνωτών, σκουπίδια δεν έβλεπες πουθενά, παρά μόνο αυτά που δημιουργούσε η ίδια η φύση (ξερά χόρτα ή σπασμένα από τον αέρα κλαδιά των κέδρων ή κορμούς που μπορεί να ξέβραζε η θάλασσα). Αχ.. τι ωραίες αναμνήσεις, από παραδείσους που έχουν πια χαθεί οριστικά και για πάντα.
Επιστροφή στο σήμερα
20 Αυγούστου 2020
Πρωί-πρωί σταθήκαμε πίσω από το plexiglass που προστάτευε τον μπουφέ με τα εδέσματα του πρωινού. Η κοπέλα με τη μάσκα της δεχόταν τις παραγγελίες και ετοίμαζε τα πιάτα, με τα βούτυρα, τις μαρμελάδες, τα ρυζόγαλα, τα βραστά αυγά, τα ψωμιά και τα φρούτα. Σε μεγάλους δίσκους τα μεταφέραμε στα στρωμένα τραπέζια της αυλής, τα οποία ήταν τοποθετημένα τηρώντας τις προβλεπόμενες αποστάσεις.
Κάναμε το check-out και αναχωρήσαμε για το λιμάνι της Πούντας. Χωρίς ουρές και καθυστερήσεις εκδώσαμε τα εισιτήρια (11 ευρώ το αυτοκίνητο και 1 ευρώ το άτομο, η μονή διαδρομή) και αναχωρήσαμε για το νησί, με το ferry των 10:30.
Καθίσαμε έξω φυσικά, για να απολαύσουμε τη θέα που απλωνόταν τριγύρω μας.
Πρώτα κάναμε βόλτα στο χωριό, όσο ακόμα η θερμοκρασία ήταν σε ανεκτά επίπεδα. Ήταν σαν να βρισκόμαστε σε ένα άγνωστο μέρος, για πρώτη φορά. Πληθώρα σπιτιών και εμπορικών μαγαζιών, με σουβενίρ και όλα τα καλοκαιρινά είδη στη μόστρα, σούπερ μάρκετ, σαντουιτσάδικα, ταβέρνες και πολλά καΐκια, πάρα πολλά καΐκια στο λιμάνι.
Ακόμα και το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, που είναι χτισμένο πάνω στη βραχονησίδα, στην άκρη του παραλιακού δρόμου, μας φάνηκε διαφορετικό.
Τότε
Τώρα
Κάναμε τον περίπατό μας στη μικρή γέφυρα που συνδέει τη στεριά με το νησάκι και φωτογράφισα τους γλάρους να απαγγιάζουν στη μικρούλα παραλιούλα δίπλα στο εκκλησάκι.
Το χωριό ακόμα κινούνταν σε νωχελικούς ρυθμούς, αφού όλοι βρίσκονταν στις παραλίες του νησιού.
Αγοράσαμε σάντουιτς και ξεκινήσαμε για την παραλία της Παναγίας, στα βορειοδυτικά του νησιού. Ονομάζεται και παραλία Νησιά της Παναγίας, αφού σε μικρή απόσταση από την αμμουδιά υπάρχουν τρεις βραχονησίδες ξαπλωμένες στα γαλαζοπράσινα νερά. Η Παναγία η Κατωνησιώτισσα έχει δώσει το όνομά της, όχι μόνο στην πανέμορφη παραλία, αλλά και στις μικρές νησίδες που την περιβάλλουν.
Ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι διατρέχουν πλέον όλο το νησί, ενώ ταμπέλες σε οδηγούν στις διάσημες παραλίες του. Φτάσαμε σε έναν κανονικό οικισμό, με τεράστια ξενοδοχειακά συγκροτήματα, βίλες και σπίτια σκαρφαλωμένα πάνω στον λόφο. Ταμπέλες διαφήμιζαν τις ταβέρνες, τα μπαράκια ακόμη και τα μίνι μάρκετ της περιοχής.
Πού ήρθαμε? Αυτή είναι η Παναγία, η αγαπημένη μας παραλία? Φυσικά και είναι αυτή! Τι περίμενες κυρά μου, ότι θα βρεις τα πράγματα, όπως τα είχες αφήσει εδώ και 15-20 χρόνια?
Παρκάραμε σε ένα άπλωμα. Δεξιά, πέρα μακριά είδαμε ομπρελοξαπλώστρες.
Ζαλωθήκαμε τις ομπρέλες, το ψυγείο, τις πετσέτες και κινήσαμε για το αριστερό κομμάτι της παραλίας, με τους κέδρους που κάποτε μας φιλοξενούσαν στις αγκαλιές τους, για πολλές-πολλές μέρες. Και ω! του θαύματος, το μέρος μας φάνηκε γνώριμο. Οι ίδιοι κέδροι, τα ίδια τιρκουάζ νερά, η ίδια ξανθή, λεπτή άμμος και το κυριότερο, χωρίς πολύ κόσμο. Δεν χρειάστηκε να στήσουμε τις ομπρέλες, αφού οι κέδροι μας φρόντισαν και μας προστάτευσαν από τις καυτές ακτίνες του ήλιου και η θάλασσα μας δέχθηκε ξανά στη δροσερή αγκαλιά της.
Όταν δροσίστηκα, άρπαξα τη φωτογραφική και ξεκίνησα να σκαρφαλώνω στους αμμόλοφους.
Είμαι σίγουρη, ότι βρήκα ακόμη και τις “φωλιές” που στείναμε τότε τις σκηνές μας. Πόσο πολύ συγκινήθηκα δεν περιγράφεται! Ήμουν τόσο χαρούμενη, που αυτό το τμήμα της παραλίας έχει μείνει ακόμα αγνό, να θυμίζει κάτι, από τα περασμένα μεγαλεία του νησιού.
Τότε
Τώρα
Τώρα
Κάτω από την παχιά σκιά των κέδρων έκλεισα τα μάτια και άρχισα να φέρνω στον νου μου, όλα όσα θαυμαστά είχα διαβάσει για την ύπαρξη και την ιστορία του νησιού.
Πρώτα απ΄ όλα θυμήθηκα τον τοπικό θρύλο, που διηγούνταν κάποτε οι ηλικιωμένοι ψαράδες, ο οποίος μιλούσε για ένα πλοίο, που έπλεε στην περιοχή και μετέφερε ελάφια και άλλα διάφορα ζώα. Λέγανε οι παλιοί ναυτικοί, ότι ένα θηλυκό ελάφι, που κυοφορούσε, έπεσε στη θάλασσα, κολύμπησε μέχρι το νησί και γέννησε. Από αυτόν τον θρύλο πήρε το όνομά της η Ελαφόνησος.
Οι ντόπιοι το ονομάζουν Λαφονήσι και ο Κολοκοτρώνης, στα απομνημονεύματά του το λέει Αλαφονήσι. Η ιστορία του νησιού ξεκινάει από την περίοδο 6000 έως 3500 χρόνια π.Χ. κατά την οποία ήκμασε ένας λαμπρός και σπάνιος προϊστορικός πολιτισμός, ίχνη του οποίου είχαμε δει, κάνοντας την υποβρύχια εξερεύνησή μας στο Παυλοπέτρι. Έκτοτε η ιστορική διαδρομή της Ελαφονήσου και της γύρω περιοχής συνδέεται με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και την κατάληψη από τους Αθηναίους. Επιπλέον συνδέεται με τον Θουκυδίδη, τους Ρωμαίους, το Βυζάντιο, την πειρατεία, τις Βενετοτουρκικές ναυμαχίες, τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Οι πρώτοι κάτοικοι του σημερινού νησιού ήταν οι Λέλεγες και αργότερα οι Αχαιοί και οι Δωριείς. Το στενό της Ελαφονήσου, γνωστό και ως το “Μπογάζι του Τσιρίγου”, αποτελεί τον ισχυρότερο ιστορικό κρίκο μεταξύ Κυθήρων, Ελαφονήσου και Κάβο Μαλέα. Αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους υπερπόντιους δρόμους, μεταξύ Ανατολής και Δύσης στη Μεσόγειο και τον μοναδικό οικονομικό θαλάσσιο δρόμο σύνδεσης, Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδας, για 9.000 χρόνια.
Τον θαλάσσιο χώρο της Ελαφονήσου επισκέπτονταν οι Φοίνικες, για την εκμετάλλευση της πορφύρας. Στα Κύθηρα υπάρχει αρχαία τοποθεσία, με το όνομα Φοινικιές και στο Παυλοπέτρι βρέθηκαν ίχνη πορφύρας. Στην Ελαφόνησο χτίστηκε περίπου τον 1ο αιώνα π.Χ., ιερό της Αθηνάς. Επίσης χτίστηκε ιερό του Απόλλωνα, που το αναφέρει ο Θουκυδίδης, πιθανότατα στην περιοχή της Λεύκης, η οποία σήμερα είναι μια μικρή αμμώδης παραλία δίπλα στον Σίμο.
Την εποχή των πειρατών γίνεται αναφορά του νησιού σε ένα αραβικό χειρόγραφο (7ος αιώνας), όπου η Ελαφόνησος αναφέρεται ως “Ashab al baqar” δηλαδή το νησί των ελαφιών, ονομασία που απαντάται και στους ναυτικούς χάρτες του 16ου αιώνα, όπου ονομάζεται Isola di Cervi (νησί των ελαφιών).
Πηγή: Μέντης Κωνσταντίνος, 1993: Ελαφονήσι το Σμιγοπέλαγο Νησί.
Μια φασαριόζικη παρέα νεαρών, που στρογγυλοκάθισε κοντά μας, με επανέφερε στο τώρα. Όση ώρα όμως ήμουν βυθισμένη, σε ιστορικές αναδρομές και τοπικούς θρύλους, χωρίς να το αντιληφθώ, η “γειτονιά” μας είχε αρχίσει να γεμίζει κόσμο. Βλέπετε, το προχωρημένο της ώρας, συνέβαλε στη συρροή όλο και περισσότερων ανθρώπων, για το μεσημεριανό τους μπάνιο. Ήταν ώρα, οι πρωινοί να τα μαζεύουν και να φεύγουν και αυτό κάναμε!
Ακολουθήσαμε τις ταμπέλες για τον Σίμο, αφού πλέον η περιοχή, μας ήταν εντελώς άγνωστη και οι δρόμοι καινούριοι. Αναγνώρισα μόνο το Σπήλαιο του Σίμου, που απαιτεί ανηφορική ανάβαση στο βουνό, η οποία ξεκινάει από ένα σημείο του παραλιακού δρόμου.
Σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το χωριό της Ελαφονήσου, στη νότια πλευρά του νησιού απλώνονται τα “διδυμάκια”: Το Σαρακήνικο (μεγάλη παραλία) και ο Φράγκος (μικρή παραλία). Τα χαρακτηριστικά του Σίμου είναι γνωστά πλέον σε όλους. Ψιλή άμμος, αμμοθίνες, κέδροι, τιρκουάζ νερά και κρινάκια της θάλασσας.
Σύμφωνα με την ντόπια παράδοση, η παραλία πήρε το όνομά της, από έναν Καλύμνιο δύτη σφουγγαρά ή από κάποιον ερημίτη που ονομαζόταν Σίμος. Προσεγγίζοντας την παραλία το θέαμα που αντικρίσαμε, οδηγώντας στον παραλιακό δρόμο ήταν επιεικώς... αποκρουστικό. Πάνω-κάτω φανταζόμασταν τι θα συναντήσουμε, αλλά αυτό που είδαμε, ξεπέρασε κάθε μας φαντασία. Κοιταχτήκαμε με τον άντρα μου, με τον τρόμο να μας γουρλώνει διάπλατα τα μάτια. Δεν είναι δυνατόν! Τελικά το βαρέλι της κακοποίησης του περιβάλλοντος, δεν έχει πάτο…
Προσεγγίσαμε το πρώτο parking το οποίο ήταν full. Στο δεύτερο βρήκαμε, κακήν-κακώς, μια θεσούλα και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, φορώντας τα καπέλα μας και κρατώντας μόνο τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια. Για βουτιά εδώ, ούτε να λέγεται! Με τίποτα!! Μόνο φωτογραφίες θα παίρναμε για το αρχείο μας και θα φεύγαμε γρήγορα.
Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, ακολουθώντας τον ξύλινο διάδρομο, που διατρέχει όλο το κεδρόδασος, μέχρι εκεί που ξεκινούν οι ομπρέλες και οι ξαπλώστρες. Εξουθενωμένοι σερβιτόροι, ανεβοκατέβαιναν όλη αυτήν τη διαδρομή, κάτω από τον καυτό ήλιο, φορτωμένοι τεράστιους δίσκους, με τις παραγγελίες των λουομένων.
Καημένα κρινάκια, ποιο άραγε θα είναι το μέλλον σας?
Και σεις γέρικοι και ανεμοδαρμένοι κέδροι...
...κάνετε υπομονή και αντέχετε να σας μαστιγώνουν αέρηδες και αμμοθύελλες, τόσα και τόσα χρόνια, αλλά αυτήν τη ντροπή, πόσο ακόμα θα την αντέξετε?
Η μικρή καντινούλα που υπήρχε πάνω στον λόφο, πήρε των ομματιών της, αφού πλέον μεγάλα beach bar εκμεταλλεύονται την παραλία. Πήραμε την κλασική φωτογραφία:
και μετά ανηφορίσαμε στον λόφο για τις υπόλοιπες πανοραμικές λήψεις.
Τότε
Τώρα
Τώρα
Μερικές ακόμα συγκρίσεις:
Τότε
Τότε
Τώρα
Όταν καλύφθηκαν οι φωτογραφικές μας ορέξεις, κατευθυνθήκαμε τάχιστα προς το αυτοκίνητο. Δεν βρήκα και μαύρη πέτρα για να ρίξω πίσω μου…
Στις 15:00 είχαμε ήδη περάσει απέναντι στην Πούντα, συναντώντας μια ουρά αυτοκινήτων, τουλάχιστον 2 χιλιομέτρων να περιμένουν κάτω από τον ανυπόφορο ήλιο, για να επιβιβαστούν στα ferries για την Ελαφόνησο.
Στο Σίμο να πάτε παιδιά!! Έχει beach bar, ξαπλώστρες, κρεβάτια με κουρτίνες και κουνουπιέρες και γκαρσόνια να πάρουν τις παραγγελίες σας, ακόμα και μέσα από τη θάλασσα. Πηγαίνετε να ζήσετε το καλοκαιρινό σας όνειρο!
Ταξιδεύοντας με τη μηχανή του χρόνου στο παρελθόν!
Πριν ξεκινήσω να περιγράφω τη φετινή μας επίσκεψη στην Ελαφόνησο, θα μπω στη μηχανή του χρόνου και θα μεταφερθώ πολλά-πολλά χρόνια πίσω, προσπαθώντας να ξυπνήσω αναμνήσεις και βιώματα, από τις προηγούμενες φορές που βρέθηκα σε αυτόν τον μοναδικό και πανέμορφο τόπο. Θα προσπαθήσω αυτές τις αναμνήσεις, να τις μεταφέρω και σε εσάς, όσο καλύτερα μπορώ, για να σας βάλω στο κλίμα του τότε, αλλά και για να σας δώσω να καταλάβετε τις κοσμογονικές αλλαγές, που έχουν συντελεστεί στο νησί, τα τελευταία κυρίως χρόνια.
Πρώτη φορά επισκέφθηκα την Ελαφόνησο, σε ηλικία περίπου 15 ετών, με τους γονείς μου. Μείναμε σε ένα απλό δωμάτιο, στο μικρό τότε χωριουδάκι-λιμάνι του νησιού. Ο μόνος τσιμεντοστρωμένος δρόμος ήταν αυτός κατά μήκος του λιμανιού και όπως σήμερα, έτσι και τότε, εδώ μαζευόταν όλη η κίνηση και η ζωή του νησιού. Όλα τα υπόλοιπα δρομάκια, που τριγύριζαν, ανάμεσα στα λιγοστά και φτωχικά σπιτάκια του χωριού ήταν αμμώδη. Κανονική παραλία δηλαδή. Τα παπούτσια σου γέμιζαν με άμμο, μέχρι να φτάσεις στο κατάλυμα.
Κάθε πρωί, τα καΐκια με τις μαύρες σημαίες επέστρεφαν από το ψάρεμα του ξιφία. Ξεφόρτωναν τα τεράστια κήτη, πάνω σε καρότσια, τα οποία έσερναν στον τσιμεντένιο δρόμο, μέχρι τα λιγοστά ψαράδικα του νησιού. Έχω φωτογραφία ενός τέτοιου καροτσιού, φορτωμένο με ξιφίες! Έφαγα τον κόσμο, ψάχνοντας σε όλο το σπίτι μου, αλλά δεν μπόρεσα να τη βρω. Ίσως να την έχει η μητέρα μου. Μας έδωσαν και μια κομμένη μύτη ενός ξιφία για σουβενίρ. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, μετά από μέρες, η μύτη άρχισε να βρωμάει φρικτά και την καταχωνιάσαμε κάπου στο υπόγειο του σπιτιού, ξεχνώντας την έκτοτε. Μπορεί ακόμα να βρίσκεται κάπου τρυπωμένη, ανάμεσα στις παλιατζούρες, που χρόνια τώρα καταλήγουν σε αυτόν τον χώρο.
Κάθε μέρα τρώγαμε ολόφρεσκα ψάρια. Σε μια ταπεινή ταβέρνα παραγγέλναμε, πριν το μπάνιο μας, κακαβιά η οποία μας περίμενε έτοιμη να την απολαύσουμε με την επιστροφή μας στο μαγειρείο. Ήταν η ωραιότερη κακαβιά που έχω φάει στη ζωή μου.
Η δεύτερη φορά ήταν γύρω στα 15 χρόνια μετά, με παρέα. Μείναμε στην παραλία της Παναγίας, σε σκηνές μέσα στις μεγάλες “σπηλιές” που δημιουργούν οι κέδροι. Όλη μέρα αραχτοί στην παραλία, κάτω από τον καυτό ήλιο ή κάνοντας βόλτες και ψαρέματα με το φουσκωτό. Το βραδάκι πηγαίναμε για φαγητό σε κάποιο ταβερνάκι του χωριού, το οποίο πλέον είχε αρχίσει να αυξάνεται και να πληθύνεται και κάποιοι από τους αμμώδεις δρόμους, οι πιο κεντρικοί, είχαν στρωθεί και αυτοί με τσιμέντο. Η διαδρομή χωριό-παραλία Παναγίας γινόταν πολύ δύσκολα, σε δύσβατους χωματόδρομους, οι οποίοι σε αρκετά σημεία είχαν ψιλή άμμο και κάθε φορά θυμάμαι, παίρναμε φόρα με το αυτοκίνητο, για να μην κολλήσουμε, περνώντας από αυτά τα σημεία. Ο λόφος, πίσω από την παραλία της Παναγίας είχε ελάχιστα σπίτια και υπήρχε μόνο μια καντίνα, κάπου στο μέσον της παραλίας, για ώρα ανάγκης.
Εκείνο το καλοκαίρι γνωρίσαμε στην Παναγία έναν δικηγόρο, ο οποίος είχε έρθει με την 16χρονη κόρη του για διακοπές και κάνανε καταδύσεις με μπουκάλες. Είχαν φυσικά και αυτοί ένα φουσκωτό και όλοι μαζί, κάναμε βόλτες στα τρία μικρά νησάκια που βρίσκονται ακριβώς απέναντι από την παραλία της Παναγίας, αλλά και στον Σίμο, ο οποίος τότε ήταν το ωραιότερο τοπίο που είχα δει στη ζωή μου, στην Ελλάδα.
Πάνω στον μικρό λόφο που χωρίζει τις δύο παραλίες του Σίμου υπήρχε μια καντίνα και μαζί με όλα τα “φρικιά” (βάζω και τους εαυτούς μας μέσα) που ζούσαν στους κέδρους του Σίμου μαζευόμασταν, σε αυτήν την καντίνα.
Οι δύο παραλίες του Σίμου ήταν παρθένες! Μόνο άμμος, κέδρα και τιρκουάζ νερά! Τίποτ΄ άλλο! Κάναμε ζωή χαρισάμενη, σαν Ροβινσώνες Κρούση, κατάμαυροι από τον ήλιο. Όλη μέρα... από παραλία σε παραλία!
Τρίτη φορά πήγαμε με πολυπληθή παρέα και τον γιο μου τρεισήμισι χρόνων. Κατασκηνώσαμε στην Παναγία. Πάλι ψαρέματα με το φουσκωτό, πάλι ήλιος, θάλασσα, αραλίκι και ο μικρός τρισευτυχισμένος. Όλη μέρα μπάνιο, το βράδυ καλαμάρια στην ταβέρνα και ύπνος στη σκηνή. Τι άλλο θέλει ένα μικρό παιδί, για να νιώσει ότι ζει μέσα στο παραμύθι?
Ο Σίμος ακόμα παρέμενε παρθένος. Η καντίνα στη θέση της, ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι ελάχιστος και να κατασκηνώνει στα κέδρα. Όλα ήταν ακόμα αγνά, αυθεντικά, καθαρά και αμόλυντα. Παρ΄ όλη τη χύμα κατάσταση στον τρόπο διαμονής των κατασκηνωτών, σκουπίδια δεν έβλεπες πουθενά, παρά μόνο αυτά που δημιουργούσε η ίδια η φύση (ξερά χόρτα ή σπασμένα από τον αέρα κλαδιά των κέδρων ή κορμούς που μπορεί να ξέβραζε η θάλασσα). Αχ.. τι ωραίες αναμνήσεις, από παραδείσους που έχουν πια χαθεί οριστικά και για πάντα.
Επιστροφή στο σήμερα
20 Αυγούστου 2020
Πρωί-πρωί σταθήκαμε πίσω από το plexiglass που προστάτευε τον μπουφέ με τα εδέσματα του πρωινού. Η κοπέλα με τη μάσκα της δεχόταν τις παραγγελίες και ετοίμαζε τα πιάτα, με τα βούτυρα, τις μαρμελάδες, τα ρυζόγαλα, τα βραστά αυγά, τα ψωμιά και τα φρούτα. Σε μεγάλους δίσκους τα μεταφέραμε στα στρωμένα τραπέζια της αυλής, τα οποία ήταν τοποθετημένα τηρώντας τις προβλεπόμενες αποστάσεις.
Κάναμε το check-out και αναχωρήσαμε για το λιμάνι της Πούντας. Χωρίς ουρές και καθυστερήσεις εκδώσαμε τα εισιτήρια (11 ευρώ το αυτοκίνητο και 1 ευρώ το άτομο, η μονή διαδρομή) και αναχωρήσαμε για το νησί, με το ferry των 10:30.
Καθίσαμε έξω φυσικά, για να απολαύσουμε τη θέα που απλωνόταν τριγύρω μας.
Πρώτα κάναμε βόλτα στο χωριό, όσο ακόμα η θερμοκρασία ήταν σε ανεκτά επίπεδα. Ήταν σαν να βρισκόμαστε σε ένα άγνωστο μέρος, για πρώτη φορά. Πληθώρα σπιτιών και εμπορικών μαγαζιών, με σουβενίρ και όλα τα καλοκαιρινά είδη στη μόστρα, σούπερ μάρκετ, σαντουιτσάδικα, ταβέρνες και πολλά καΐκια, πάρα πολλά καΐκια στο λιμάνι.
Ακόμα και το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, που είναι χτισμένο πάνω στη βραχονησίδα, στην άκρη του παραλιακού δρόμου, μας φάνηκε διαφορετικό.
Τότε
Τώρα
Κάναμε τον περίπατό μας στη μικρή γέφυρα που συνδέει τη στεριά με το νησάκι και φωτογράφισα τους γλάρους να απαγγιάζουν στη μικρούλα παραλιούλα δίπλα στο εκκλησάκι.
Το χωριό ακόμα κινούνταν σε νωχελικούς ρυθμούς, αφού όλοι βρίσκονταν στις παραλίες του νησιού.
Αγοράσαμε σάντουιτς και ξεκινήσαμε για την παραλία της Παναγίας, στα βορειοδυτικά του νησιού. Ονομάζεται και παραλία Νησιά της Παναγίας, αφού σε μικρή απόσταση από την αμμουδιά υπάρχουν τρεις βραχονησίδες ξαπλωμένες στα γαλαζοπράσινα νερά. Η Παναγία η Κατωνησιώτισσα έχει δώσει το όνομά της, όχι μόνο στην πανέμορφη παραλία, αλλά και στις μικρές νησίδες που την περιβάλλουν.
Ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι διατρέχουν πλέον όλο το νησί, ενώ ταμπέλες σε οδηγούν στις διάσημες παραλίες του. Φτάσαμε σε έναν κανονικό οικισμό, με τεράστια ξενοδοχειακά συγκροτήματα, βίλες και σπίτια σκαρφαλωμένα πάνω στον λόφο. Ταμπέλες διαφήμιζαν τις ταβέρνες, τα μπαράκια ακόμη και τα μίνι μάρκετ της περιοχής.
Πού ήρθαμε? Αυτή είναι η Παναγία, η αγαπημένη μας παραλία? Φυσικά και είναι αυτή! Τι περίμενες κυρά μου, ότι θα βρεις τα πράγματα, όπως τα είχες αφήσει εδώ και 15-20 χρόνια?
Παρκάραμε σε ένα άπλωμα. Δεξιά, πέρα μακριά είδαμε ομπρελοξαπλώστρες.
Ζαλωθήκαμε τις ομπρέλες, το ψυγείο, τις πετσέτες και κινήσαμε για το αριστερό κομμάτι της παραλίας, με τους κέδρους που κάποτε μας φιλοξενούσαν στις αγκαλιές τους, για πολλές-πολλές μέρες. Και ω! του θαύματος, το μέρος μας φάνηκε γνώριμο. Οι ίδιοι κέδροι, τα ίδια τιρκουάζ νερά, η ίδια ξανθή, λεπτή άμμος και το κυριότερο, χωρίς πολύ κόσμο. Δεν χρειάστηκε να στήσουμε τις ομπρέλες, αφού οι κέδροι μας φρόντισαν και μας προστάτευσαν από τις καυτές ακτίνες του ήλιου και η θάλασσα μας δέχθηκε ξανά στη δροσερή αγκαλιά της.
Όταν δροσίστηκα, άρπαξα τη φωτογραφική και ξεκίνησα να σκαρφαλώνω στους αμμόλοφους.
Είμαι σίγουρη, ότι βρήκα ακόμη και τις “φωλιές” που στείναμε τότε τις σκηνές μας. Πόσο πολύ συγκινήθηκα δεν περιγράφεται! Ήμουν τόσο χαρούμενη, που αυτό το τμήμα της παραλίας έχει μείνει ακόμα αγνό, να θυμίζει κάτι, από τα περασμένα μεγαλεία του νησιού.
Τότε
Τώρα
Τώρα
Κάτω από την παχιά σκιά των κέδρων έκλεισα τα μάτια και άρχισα να φέρνω στον νου μου, όλα όσα θαυμαστά είχα διαβάσει για την ύπαρξη και την ιστορία του νησιού.
Πρώτα απ΄ όλα θυμήθηκα τον τοπικό θρύλο, που διηγούνταν κάποτε οι ηλικιωμένοι ψαράδες, ο οποίος μιλούσε για ένα πλοίο, που έπλεε στην περιοχή και μετέφερε ελάφια και άλλα διάφορα ζώα. Λέγανε οι παλιοί ναυτικοί, ότι ένα θηλυκό ελάφι, που κυοφορούσε, έπεσε στη θάλασσα, κολύμπησε μέχρι το νησί και γέννησε. Από αυτόν τον θρύλο πήρε το όνομά της η Ελαφόνησος.
Οι ντόπιοι το ονομάζουν Λαφονήσι και ο Κολοκοτρώνης, στα απομνημονεύματά του το λέει Αλαφονήσι. Η ιστορία του νησιού ξεκινάει από την περίοδο 6000 έως 3500 χρόνια π.Χ. κατά την οποία ήκμασε ένας λαμπρός και σπάνιος προϊστορικός πολιτισμός, ίχνη του οποίου είχαμε δει, κάνοντας την υποβρύχια εξερεύνησή μας στο Παυλοπέτρι. Έκτοτε η ιστορική διαδρομή της Ελαφονήσου και της γύρω περιοχής συνδέεται με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και την κατάληψη από τους Αθηναίους. Επιπλέον συνδέεται με τον Θουκυδίδη, τους Ρωμαίους, το Βυζάντιο, την πειρατεία, τις Βενετοτουρκικές ναυμαχίες, τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Οι πρώτοι κάτοικοι του σημερινού νησιού ήταν οι Λέλεγες και αργότερα οι Αχαιοί και οι Δωριείς. Το στενό της Ελαφονήσου, γνωστό και ως το “Μπογάζι του Τσιρίγου”, αποτελεί τον ισχυρότερο ιστορικό κρίκο μεταξύ Κυθήρων, Ελαφονήσου και Κάβο Μαλέα. Αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους υπερπόντιους δρόμους, μεταξύ Ανατολής και Δύσης στη Μεσόγειο και τον μοναδικό οικονομικό θαλάσσιο δρόμο σύνδεσης, Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδας, για 9.000 χρόνια.
Τον θαλάσσιο χώρο της Ελαφονήσου επισκέπτονταν οι Φοίνικες, για την εκμετάλλευση της πορφύρας. Στα Κύθηρα υπάρχει αρχαία τοποθεσία, με το όνομα Φοινικιές και στο Παυλοπέτρι βρέθηκαν ίχνη πορφύρας. Στην Ελαφόνησο χτίστηκε περίπου τον 1ο αιώνα π.Χ., ιερό της Αθηνάς. Επίσης χτίστηκε ιερό του Απόλλωνα, που το αναφέρει ο Θουκυδίδης, πιθανότατα στην περιοχή της Λεύκης, η οποία σήμερα είναι μια μικρή αμμώδης παραλία δίπλα στον Σίμο.
Την εποχή των πειρατών γίνεται αναφορά του νησιού σε ένα αραβικό χειρόγραφο (7ος αιώνας), όπου η Ελαφόνησος αναφέρεται ως “Ashab al baqar” δηλαδή το νησί των ελαφιών, ονομασία που απαντάται και στους ναυτικούς χάρτες του 16ου αιώνα, όπου ονομάζεται Isola di Cervi (νησί των ελαφιών).
Πηγή: Μέντης Κωνσταντίνος, 1993: Ελαφονήσι το Σμιγοπέλαγο Νησί.
Μια φασαριόζικη παρέα νεαρών, που στρογγυλοκάθισε κοντά μας, με επανέφερε στο τώρα. Όση ώρα όμως ήμουν βυθισμένη, σε ιστορικές αναδρομές και τοπικούς θρύλους, χωρίς να το αντιληφθώ, η “γειτονιά” μας είχε αρχίσει να γεμίζει κόσμο. Βλέπετε, το προχωρημένο της ώρας, συνέβαλε στη συρροή όλο και περισσότερων ανθρώπων, για το μεσημεριανό τους μπάνιο. Ήταν ώρα, οι πρωινοί να τα μαζεύουν και να φεύγουν και αυτό κάναμε!
Ακολουθήσαμε τις ταμπέλες για τον Σίμο, αφού πλέον η περιοχή, μας ήταν εντελώς άγνωστη και οι δρόμοι καινούριοι. Αναγνώρισα μόνο το Σπήλαιο του Σίμου, που απαιτεί ανηφορική ανάβαση στο βουνό, η οποία ξεκινάει από ένα σημείο του παραλιακού δρόμου.
Σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το χωριό της Ελαφονήσου, στη νότια πλευρά του νησιού απλώνονται τα “διδυμάκια”: Το Σαρακήνικο (μεγάλη παραλία) και ο Φράγκος (μικρή παραλία). Τα χαρακτηριστικά του Σίμου είναι γνωστά πλέον σε όλους. Ψιλή άμμος, αμμοθίνες, κέδροι, τιρκουάζ νερά και κρινάκια της θάλασσας.
Σύμφωνα με την ντόπια παράδοση, η παραλία πήρε το όνομά της, από έναν Καλύμνιο δύτη σφουγγαρά ή από κάποιον ερημίτη που ονομαζόταν Σίμος. Προσεγγίζοντας την παραλία το θέαμα που αντικρίσαμε, οδηγώντας στον παραλιακό δρόμο ήταν επιεικώς... αποκρουστικό. Πάνω-κάτω φανταζόμασταν τι θα συναντήσουμε, αλλά αυτό που είδαμε, ξεπέρασε κάθε μας φαντασία. Κοιταχτήκαμε με τον άντρα μου, με τον τρόμο να μας γουρλώνει διάπλατα τα μάτια. Δεν είναι δυνατόν! Τελικά το βαρέλι της κακοποίησης του περιβάλλοντος, δεν έχει πάτο…
Προσεγγίσαμε το πρώτο parking το οποίο ήταν full. Στο δεύτερο βρήκαμε, κακήν-κακώς, μια θεσούλα και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, φορώντας τα καπέλα μας και κρατώντας μόνο τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια. Για βουτιά εδώ, ούτε να λέγεται! Με τίποτα!! Μόνο φωτογραφίες θα παίρναμε για το αρχείο μας και θα φεύγαμε γρήγορα.
Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, ακολουθώντας τον ξύλινο διάδρομο, που διατρέχει όλο το κεδρόδασος, μέχρι εκεί που ξεκινούν οι ομπρέλες και οι ξαπλώστρες. Εξουθενωμένοι σερβιτόροι, ανεβοκατέβαιναν όλη αυτήν τη διαδρομή, κάτω από τον καυτό ήλιο, φορτωμένοι τεράστιους δίσκους, με τις παραγγελίες των λουομένων.
Καημένα κρινάκια, ποιο άραγε θα είναι το μέλλον σας?
Και σεις γέρικοι και ανεμοδαρμένοι κέδροι...
...κάνετε υπομονή και αντέχετε να σας μαστιγώνουν αέρηδες και αμμοθύελλες, τόσα και τόσα χρόνια, αλλά αυτήν τη ντροπή, πόσο ακόμα θα την αντέξετε?
Η μικρή καντινούλα που υπήρχε πάνω στον λόφο, πήρε των ομματιών της, αφού πλέον μεγάλα beach bar εκμεταλλεύονται την παραλία. Πήραμε την κλασική φωτογραφία:
και μετά ανηφορίσαμε στον λόφο για τις υπόλοιπες πανοραμικές λήψεις.
Τότε
Τώρα
Τώρα
Μερικές ακόμα συγκρίσεις:
Τότε
Τότε
Τώρα
Όταν καλύφθηκαν οι φωτογραφικές μας ορέξεις, κατευθυνθήκαμε τάχιστα προς το αυτοκίνητο. Δεν βρήκα και μαύρη πέτρα για να ρίξω πίσω μου…
Στις 15:00 είχαμε ήδη περάσει απέναντι στην Πούντα, συναντώντας μια ουρά αυτοκινήτων, τουλάχιστον 2 χιλιομέτρων να περιμένουν κάτω από τον ανυπόφορο ήλιο, για να επιβιβαστούν στα ferries για την Ελαφόνησο.
Στο Σίμο να πάτε παιδιά!! Έχει beach bar, ξαπλώστρες, κρεβάτια με κουρτίνες και κουνουπιέρες και γκαρσόνια να πάρουν τις παραγγελίες σας, ακόμα και μέσα από τη θάλασσα. Πηγαίνετε να ζήσετε το καλοκαιρινό σας όνειρο!
Last edited: