Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.129
- Likes
- 23.991
- Ονειρεμένο Ταξίδι
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Διαδρομή: Αθήνα-Κόρφος Κορινθίας
- Διαδρομή: Κόρφος-Σοφικό-Αγγελόκαστρο-Λίμνες-Πρόσυμνα-Νέο Ηραίο-Άργος-Άστρος-Λεωνίδιο-Τσιτάλια-Πελετά-Λαμπόκαμπος-Ρειχιά-Ιέρακας (Γέρακας)-Λιμήν Ιέρακα (Γέρακα)- Μονεμβασιά.
- Μονεμβασιά: Εξερευνώντας την Κάτω Πόλη
- Μονεμβασιά: Ανακαλύπτοντας τις παραλίες της περιοχής
- Μονεμβασιά: Εξερευνώντας την Άνω Πόλη
- Διαδρομή: Μονεμβασιά-Άγιος Φωκάς-Κάστρο Αγίας Παρασκευής Μεσοχωρίου-Παραδείσι-Σπήλαιο Καστανιάς-Λάχι-Άγιος Νικόλαος-Γεωπάρκο Αγίου Νικολάου (απολιθωμένο δάσος)-Νεάπολη Βοιών-Παυλοπέτρι-Βιγκλάφια
- Ελαφόνησος
- Διαδρομή: Πούντα-Αρχάγγελος-Πλύτρα-Βαλτάκι-Γύθειο-Μαυροβούνι
- Διαδρομή: Μαυροβούνι-Σκουτάρι-Κότρωνας-Νησίδα Σκοπά-Φλομοχώρι-Αλύπα-Λάγια-Πόρτο Κάγιο-Μαρμάρι-Κοκκινόγεια-Πύλες του Άδη-Ακρωτήριο Ταίναρο-Χαρούδα
- Διαδρομή: Χαρούδα-Σπήλαια Διρού-Γερολιμένας-Βάθεια-Αρεόπολη
- Διαδρομή: Αρεόπολη-Λιμένι-Οίτυλο-Παραλία Φονέα-Καλαμάτα-Κόρφος-Αθήνα
Διαδρομή: Κόρφος-Σοφικό-Αγγελόκαστρο-Λίμνες-Πρόσυμνα-Νέο Ηραίο-Άργος-Άστρος-Λεωνίδιο-Τσιτάλια-Πελετά-Λαμπόκαμπος-Ρειχιά-Ιέρακας (Γέρακας)-Λιμήν Ιέρακα (Γέρακα)-Μονεμβασιά.
Το πρωινό της 17ης Αυγούστου 2020 μας βρήκε να ανηφορίζουμε τον δρόμο, ο οποίος διατρέχει το πευκόφυτο όρος που ορθώνεται πάνω από τον κλειστό κόλπο του Κόρφου. Φτάνοντας στην κορυφή και τον κεντρικό δρόμο ακολουθήσαμε την ταμπέλα προς Σοφικό-Αγγελόκαστρο-Μυκήνες. Μετά τον Άγιο Βλάσση στρίψαμε για Σοφικό, ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Κορίνθου-Επιδαύρου.
Λιόδεντρα και μικρά αλσύλλια από πεύκα μας συνόδευαν κατά τη διάρκεια της διαδρομή μας μέχρι το Σοφικό. Πολλοί κάτοικοι του Σοφικού ασχολούνταν με το εμπόριο της ρητίνης (το 1886 το Σοφικό παρήγαγε 500.000 οκάδες ρητίνης ετησίως). Κάποιοι από αυτούς τους εμπόρους μετοίκησαν στις ανατολικές ακτές της περιοχής, ώστε να εμπορεύονται ευκολότερα μέσω της θάλασσας το προϊόν τους. Με τα χρόνια αυτοί οι έμποροι έμειναν μόνιμα πλέον στις παραθαλάσσιες πλαγιές, δημιουργώντας τον οικισμό του Κόρφου.
Το Σοφικό είναι επίσης γνωστό και για τη μακραίωνη ιστορία του, με γνωστότερη την περίοδο της Επανάστασης του 1821, όταν πρωταγωνίστησε στα επαναστατικά γεγονότα της Κορινθίας, με σημαντικότερη στιγμή την ανάδειξή του σε πρωτεύουσα της Επαναστατικής Κυβέρνησης.
Η ταμπέλα Αγγελόκαστρο-Λίμνες-Μυκήνες μας ενημέρωσε για τη συνέχεια της πορείας μας. Ο επαρχιακός δρόμος Μονή Ταξιαρχών-Κάτω Αλμυρή διασχίζει χαμηλούς λόφους, οι οποίοι εξακολουθούν να σκεπάζονται από καταπράσινα εύρωστα πεύκα και θάμνους μέχρι το Αγγελόκαστρο.
Αφήνοντας πίσω μας το Αγγελόκαστρο ο δρόμος γίνεται τόσο στενός που μοιάζει με φαρδύ μονοπάτι, παρά με αυτοκινητόδρομο και το τοπίο αλλάζει εντελώς. Γύρω μας απλώνονταν χωράφια με κατακίτρινα από την ξεραΐλα αγριόχορτα και αγκάθια.


Στα χαμηλά υψωματάκια άρχισαν να εμφανίζονται μαντριά και στάνες, ενώ η έλλειψη υψηλών δέντρων ήταν πλέον εμφανής. Ήμασταν εντελώς μόνοι οδηγώντας σε ένα τοπίο, στο οποίο επικρατούσε το χρώμα της ώχρας στα χωράφια, οι χαμηλοί αραιοί θάμνοι και οι λόφοι με τους πετρώδεις σχηματισμούς, με μόνους κατοίκους της περιοχής τα κατσίκια και τα πρόβατα. Οι στάνες είναι φτιαγμένες γύρω από κάποιο μεγάλο δέντρο, σπάνιο πλέον είδος σε αυτό το τοπίο, για να προσφέρει σκιά στα ζώα που μαζεύονται γύρω του.

Μπανίσαμε και εμείς ένα μεγάλο δέντρο μόνο του, ανάμεσα στα ξεροχώραφα, δίπλα σε ένα μαντρί και κάναμε την πρώτη μας στάση για κολατσιό. Μετά από μια στροφή πέσαμε από το πουθενά, στο πρώτο μας μποτιλιάρισμα…



Οι Λίμνες είναι απλωμένες στον λόφο, αλλά ο δρόμος δεν περνάει μέσα από το χωριό. Γύρω στα 20 χιλιόμετρα μας χώριζαν πλέον από το Άργος. Μετά τα Πρόσυμνα και το Νέο Ηραίο, πίσω από τα χωράφια με τα εσπεριδοειδή φάνηκε ο λόφος με το Κάστρο Λάρισας Άργους και συνειδητοποιήσαμε ότι μπαίναμε πλέον στο Άργος. Το διασχίσαμε τάχιστα βάζοντας πλώρη για το Άστρος.

Μετά το Άργος και για περίπου 70 Km ο στενός δρόμος που οδηγεί προς Άστρος και Λεωνίδιο είναι μια δύσκολη διαδρομή, με συνεχείς στροφές. Τη ζαλάδα και το ανακάτεμα στο στομάχι αντισταθμίζει η όμορφη θέα, αφού ο επαρχιακός δρόμος κινείται διαρκώς δίπλα στη θάλασσα, ενώ δαντελωτές ακτές ξεδιπλώνονται μετά από κάθε στροφή. Λίγο μετά το Κιβέρι, η Αργολίδα δίνει τη σκυτάλη στην Αρκαδία.
Στο Άστρος είχα πάει σε μικρή ηλικία και δε θυμόμουν τίποτα απολύτως από την πόλη. Σίγουρα όμως θυμόμουν ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση, αφού στις 29 Μαρτίου του 1823 συγκροτήθηκε εδώ η Β΄ Εθνική Συνέλευση, με την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ώστε να ψηφιστεί η αναθεώρηση του πρώτου Ελληνικού Συντάγματος της Επιδαύρου.
Δεν υπήρχε χρόνος διαθέσιμος για περιήγηση στην πόλη του Άστρους. Θέλαμε όμως να δούμε την παραλία του παράλιου Άστρους, το οποίο αποτελεί σημαντικό καλοκαιρινό θέρετρο, για πολλούς κατοίκους των γύρω νομών και όχι μόνο, αφού τα τελευταία χρόνια ακούγεται πολύ συχνά ως επιλογή για διακοπές ή μικρές αποδράσεις του Σαββατοκύριακου.
Ένα μεγάλο τμήμα του παράλιου Άστρους είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στον λόφο που δεσπόζει με την παρουσία του στη μια άκρη της μεγάλης παραλίας, ενώ το μεσαιωνικό Κάστρο στην κορυφή αποτελεί πόλο έλξης για τους επισκέπτες, προσφέροντας όμορφη θέα. Ο λόφος “Νησί” είναι μια μικρή χερσόνησος αστεροειδούς σχήματος, εξ ου και το όνομα της πόλης, πάνω στον οποίο βρίσκονται χτισμένα όμορφα σπίτια με κόκκινες στέγες και αναμφίβολα αποτελεί ένα γραφικό κομμάτι του παράλιου Άστρους.


Οι παραλίες τέτοιου στυλ όμως απέχουν πολύ από τα γούστα και την αισθητική μας και πολύ δύσκολα θα επιλέγαμε να κάνουμε το μπάνιο μας εδώ.

Αντιθέτως η βόλτα στον λόφο “Νησί” και η επίσκεψη στο Kάστρο με την πανοραμική θέα, θα μας ενδιέφερε ιδιαιτέρως, αν το Άστρος αποτελούσε μέρος του προγράμματος αυτού του οδοιπορικού που μόλις είχε ξεκινήσει.
Συνεχίσαμε με χαμηλές ταχύτητες και ακόμα περισσότερες στροφές μπαίνοντας στην πρωτεύουσα της Τσακωνιάς, το Λεωνίδιο. Είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός, στην κοιλάδα του Δαφνώνα, με ιστορικά διατηρητέα μνημεία, αρχοντικά και Πύργους. Στην πλάτη του Λεωνιδίου υψώνεται ένας απότομος κατακόκκινος βράχος, σήμα κατατεθέν της μικρής κωμόπολης,


ενώ προς την άλλη πλευρά απλώνεται ο εύφορος κάμπος, ο οποίος τροφοδοτεί το Λεωνίδιο με κηπευτικά (είναι γνωστή η Τσακώνικη μελιτζάνα), ελιές και άλλα φρούτα.
Στο ύψωμα που δεσπόζει της πόλης σώζονται τρεις χαρακτηριστικοί ανεμόμυλοι.

Ο κεντρικός πάνστενος δρόμος είναι η περατζάδα του Λεωνιδίου. Σε αυτόν τον δρόμο στριμώχνονται αυτοκίνητα και διαβάτες και εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα εμπορικά καταστήματα, τα καφενεία, οι καφετέριες και οι φούρνοι, ενώ λίγο πιο πέρα δεσπόζει η κεντρική πλατεία της κωμόπολης.

Αφήσαμε το αυτοκίνητο στον δημόσιο χώρο στάθμευσης, ο οποίος βρίσκεται δίπλα στον χείμαρρο Δαφνώνα που διασχίζει το Λεωνίδιο και πήραμε να περπατάμε τον κεντρικό δρόμο, ο οποίος ετούτη την ώρα ήταν γεμάτος από κόσμο και διερχόμενα αυτοκίνητα.
Στα στενά δρομάκια είδαμε όμορφα δίπατα και τρίπατα αρχοντικά, με πλακόστρωτες αυλές. Η πατρίδα του ζωγράφου Βαρβέρη, του Τσούχλου, του ποιητή Κώστα Ουράνη, του Σαραντάρη και άλλων αξιόλογων προσώπων έσφυζε από ζωή. Αρκετοί ηλικιωμένοι Τσάκωνες γέμιζαν τα παραδοσιακά καφενεία, αλλά και πολλοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν, μπαινοβγαίνοντας στα εμπορικά μαγαζιά ή τους φούρνους της κωμόπολης.


Από τα αρχοντικά που σώζονται ως σήμερα, ο Πύργος του Τσικαλιώτη είναι ένα σημαντικό διατηρητέο μνημείο της Τουρκοκρατίας, που χρονολογείται περίπου στα 1808. Είναι από τα πλέον ιστορικά μνημεία της Πελοποννήσου που ανοικοδομήθηκε από τον Κωνσταντίνο Τσικαλιώτη, ο οποίος ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας προσέφερε πάρα πολλά χρήματα και εφόδια στον αγώνα της Απελευθέρωσης.
Είχε μεσημεριάσει και ο χρόνος μας πίεζε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Κάναμε προμήθειες από έναν φούρνο και αναχωρήσαμε περνώντας τη γέφυρα του χειμάρρου Δαφνώνα. Είδαμε στα δεξιά μας να εκτίθεται ένας παλιός οδοστρωτήρας, αλλά δεν πρόλαβα να τον φωτογραφίσω.

Αφήσαμε οριστικά πίσω μας το Λεωνίδιο ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Απιδέων-Λεωνιδίου. Κάποια ξέφωτα κατά τη διάρκεια της διαδρομής, μας χάρισαν πανοραμική θέα στην κωμόπολη.

Ανηφορίζαμε και όλο ανηφορίζαμε…

Στο απέναντι βουνό βλέπαμε τον δρόμο σαν μαχαιριά να σχίζει το τοπίο στα δύο


και από την κορυφή πήραμε την τελευταία πανοραμική φωτογραφία του Λεωνιδίου. Ύστερα το χάσαμε από τα μάτια μας, αφού η ψηλή βουνοκορφή μπήκε ανάμεσά μας.

Πιάσαμε την κατηφόρα.

Το τοπίο βραχώδες και άγριο, ο δρόμος στενός σαν μονοπάτι. Στροφές κι άλλες στροφές! Τεράστιες κατακόκκινες σπηλιές, σαν κακοφορμισμένες πληγές σημάδευαν το κορμί του απέναντι βουνού.


Σε ένα ύψωμα συναντήσαμε δύο ζευγάρια παγκάκια να κοιτάζουν το “άπειρο”. Ποιος άραγε είχε τη φαεινή ιδέα να βάλει αυτά τα παγκάκια στην άκρη του πουθενά?


Η απορία μας λύθηκε μερικά λεπτά αργότερα, αφού είδαμε την ταμπέλα που έγραφε: Τσιτάλια.
Τα Τσιτάλια χτισμένα σε ένα οροπέδιο του Πάρνωνα είναι ένα μικρό, μικρούτσικο χωριό 10 χιλιόμετρα νότια του Λεωνιδίου. Το χωριό περιτριγυρίζεται από χωράφια με ελιές και αμπέλια.
Συνεχίσαμε προς Πυργούδι και Πελετά. Τα Πελετά είναι πραγματικά ένα πολύ όμορφο χωριό της νότιας Κυνουρίας. Είναι κεφαλοχώρι σε ένα μεγάλο και άγονο οροπέδιο του Πάρνωνα. Η πέτρα αποτέλεσε την πρώτη ύλη με την οποία οι κάτοικοι του χωριού μπόρεσαν να οικοδομήσουν τις κατοικίες τους. Έτσι περνώντας με το αυτοκίνητο μέσα από το χωριό είδαμε παλιά διώροφα πέτρινα σπίτια, με περίτεχνα σκαλιστά κάγκελα στα μικρά μπαλκόνια τους. Η περιοχή έχει αμπέλια που παράγουν το ονομαστό Πελετιώτικο κρασί. Επίνειο του χωριού είναι τα Πούλιθρα.
Είχαμε ακόμα αρκετά χιλιόμετρα δύσκολης διαδρομής μέχρι το χωριό του Γέρακα που αποτελούσε τον πρώτο ταξιδιωτικό μας στόχο. Το τοπίο ήταν φανταστικό, γεμάτο εναλλαγές και διαφορετικές εικόνες, οι οποίες μας κρατούσαν σε εγρήγορση, τροφοδοτώντας συνεχώς την περιέργειά μας, για το τι θα ανταμώσουμε στη συνέχεια. Μέχρι ζώνες διάβασης αποδημητικων πουλιών και έλατα απαντήσαμε στο ταξίδι μας.


Συνεχίσαμε να καταπίνουμε κι άλλα χιλιόμετρα κι άλλες εικόνες! Μετά τον Λαμπόκαμπο και πριν τη Ρειχιά, ο δρόμος διατρέχει ένα οροπέδιο και κάναμε μια μικρή στάση. Τριγύρω βουνά! Στη δεξιά κορυφογραμμή απλώνονταν ανεμογεννήτριες στη σειρά.

Για πολλά χιλιόμετρα ταξιδεύαμε μόνοι μας. Δεν είχαμε συναντήσει ψυχή στον δρόμο, ούτε καν κατσίκια ή πρόβατα.
Τα χιλιόμετρα είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Πριν λίγη ώρα είχαμε αφήσει πίσω μας την ταμπέλα που έγραφε: Γέρακας. Πίσω από τα λιόδεντρα, πάνω στον λόφο φάνηκαν επιτέλους τα πρώτα σπίτια του χωριού.

Ο στενός δρόμος, μας πέρασε μέσα από το χωριό.

Στρίψαμε σε ένα μικρό στενάκι που οδηγούσε στον περίβολο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου. Από εδώ το χωριό απλώθηκε μπροστά στα μάτια μας χωρισμένο σε γειτονιές, που παίρνουν το όνομά τους από το επίθετο της οικογένειας που κατοικεί εκεί. Π.χ. τα Λαυκαίϊκα, τα Κρητικαίϊκα, τα Καραγιαναίϊκα ή τα Τζώρτζαίϊκα κ.λ.π.



Η εκκλησία ήταν κλειστή. Κάναμε μια μικρή γυροβολιά στον χώρο, είδαμε το Κοιμητήριο και τη θέα στο απέναντι βουνό, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αναχωρήσαμε για το Λιμάνι του Γέρακα.




Ο Λιμήν Ιέρακα είναι ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό χτισμένο μέσα στην αγκαλιά ενός φιόρδ, στις ανατολικές ακτές του νομού Λακωνίας. Ο δρόμος βολοδέρνει κατρακυλώντας ανάμεσα σε χωράφια και ξεροτράχαλους λόφους, πριν καταλήξει οριστικά στο γραφικό λιμανάκι. Ο Γέρακας ή Ιέραξ, όπως ονομαζόταν κατά τα βυζαντινά χρόνια αποτέλεσε τον ναυτικό σταθμό των Βυζαντινών για την καταπολέμηση των Σαρακηνών, αλλά και αγκυροβόλιο Υδραίων και Σπετσιωτών εμπόρων.
Κατηφορίζοντας τον λόφο, ο δρόμος σκάει πρώτα στην απόληξη του φιόρδ, εκεί που η θάλασσα έχει μετατραπεί σε λιμνοθάλασσα και σημαντικό υγροβιότοπο, ο οποίος αποτελεί καταφύγιο, αλλά και σταθμό μετανάστευσης αποδημητικών πουλιών. Υπάγεται στο δίκτυο Νatura 2000 και είναι πολύ πιθανό να συναντήσει κάποιος, ερωδιούς και άλλα είδη της φτερωτής πανίδας.


Το λιμανάκι με τα λιγοστά σπίτια είναι ένα ήσυχο, γραφικό ψαροχώρι με ενοικιαζόμενα δωμάτια και ψαροταβέρνες πάνω στη θάλασσα. Ο κόσμος ήταν ελάχιστος, γεγονός που μας χαροποίησε ιδιαιτέρως.

Φτάσαμε με το αυτοκίνητο στο τέλος της διαδρομής, εκεί που βρίσκεται το αγροτικό ιατρείο και υπάρχει άπλωμα για να παρκάρεις. Το χωριουδάκι δεν έχει παραλία. Βουτάς από την προβλήτα κατευθείαν στα βαθιά νερά, του ασφαλούς και απάνεμου λιμανιού, το οποίο βρίσκεται στην αρχή του στομίου του τεράστιου φιόρδ. Φορέσαμε μαγιό επιτόπου και γρήγορα κάναμε το μεγάλο βήμα, για να βρεθούμε στα αναζωογονητικά νερά αυτής της μεγάλης γαλάζιας πισίνας. Μπροστά μας περνούσε ένα μικρό πλεούμενο και δίπλα μας λικνίζονταν απαλά, τα λιγοστά ιστιοφόρα και οι ψαρόβαρκες των κατοίκων του οικισμού.

Ήταν τέτοια η δροσιά που πήραμε από τη βουτιά μας, που όλη η κούραση και η κάψα του ταξιδιού έφυγαν μονομιάς από πάνω μας. Ντυθήκαμε και ανανεωμένοι περπατήσαμε κατά μήκος του τσιμεντοστρωμένου δρόμου, πάνω στον οποίο απλώνουν τα τραπεζάκια τους οι λιγοστές ψαροταβέρνες του χωριού. Ηρεμία, αυθεντικότητα και γραφικότητα χαρακτηρίζουν τον οικισμό, ο οποίος σκαρφαλώνει νωχελικά στον λοφίσκο. Στο ψηλότερο σημείο ξεχωρίζει η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων.

Αφού είχαμε δροσιστεί και είχαμε αναλάβει δυνάμεις, πριν φάμε, είπαμε να ξαναζεσταθούμε και να αναψοκοκκινήσουμε ξανά, αφού ο επόμενος στόχος ήταν η περιήγηση στην αρχαία πόλη του Ζάρακα, η οποία απλώνεται στην κορυφή του λόφου, πάνω από το φιόρδ του Λιμένα του Γέρακα.
Μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο και ακολουθήσαμε έναν μικρό, ανηφορικό τσιμεντοστρωμένο δρόμο, ο οποίος τελειώνει στα τελευταία σπίτια της μιας άκρης του χωριού. Από εκεί ξεκινάει καλοσχηματισμένο μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στην αρχαία πόλη.


Η ζέστη ήταν αφόρητη, αφού ο ήλιος ήταν ακόμα ντάλα πάνω από τα κεφάλια μας. Κανονικά αυτό το εγχείρημα έπρεπε να γίνει αργότερα, να έχει πέσει ο ήλιος και να έχει καταλαγιάσει η πολλή κάψα, αλλά αργότερα εμείς έπρεπε να έχουμε φύγει. Οπότε ή τώρα ή ποτέ.
Ο Ζάρακας ή Ζάραξ ήταν αρχαία πόλη και τα ερείπιά της σήμερα εντοπίζονται στη μικρή χερσόνησο, βόρεια της εισόδου του φιορδ του Λιμανιού του Γέρακα. Ευλίμενον χωρίον ονομάστηκε από τον Παυσανία στο έργο του Λακωνικά, η Ακρόπολη του Ζάρακα.
Πρώτα συναντήσαμε το οχυρωματικό τείχος και πηδώντας πάνω από τις μεγάλες πέτρες μπήκαμε στον αφύλαχτο-μπάτε σκύλοι αλέστε-αρχαιολογικό χώρο.



Τα τείχη της Ακρόπολης και της αρχαίας πόλης σώζονται σε μεγάλο ύψος, στη βόρεια και στη δυτική πλευρά. Το τείχος ενισχυόταν από οκτώ ορθογώνιους τετράγωνους Πύργους. Στην ανατολική πλευρά ορθωνόταν η Ακρόπολη. Το τείχος και η Ακρόπολη κατασκευάστηκαν στους ελληνιστικούς χρόνους, ενώ στη θέση της πόλης έχουν εντοπιστεί ίχνη κατοίκησης από την προϊστορία. Εντός του χώρου της Ακρόπολης έχουν βρεθεί λείψανα τρίκλιτης Βασιλικής.




Ο Παυσανίας περιγράφει ότι το σημαντικότερο κτίριο της περιοχής ήταν ο ναός του Απόλλωνα Κιθαρωδού, αλλά αυτό το κτίριο δεν έχει εντοπιστεί. Επίσης ο Παυσανίας αναφέρει ότι η πόλη πήρε το όνομά της από τον Λακεδαιμόνιο ήρωα Ζάρηκα, που την ίδρυσε μεταξύ 1300 και 1200 π.Χ. Ο Ζάρηκας ή Ζάρακας ήταν γιος του βασιλιά της Καρύστου, Πετραίου. Η αρχαία πόλη και το οχυρωμένο λιμάνι παρέμεναν σε χρήση και κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους.



Φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης μπορέσαμε να δούμε το στενό στόμιο του όρμου. Οι Ενετοί έκλειναν με μια τεράστια αλυσίδα την είσοδο του φυσικού αυτού λιμανιού, προκειμένου να αποτρέψουν την πρόσβαση σε κουρσάρους και ανεπιθύμητους επισκέπτες. Έτσι το άλλο όνομα του Λιμανιού του Γέρακα είναι Porto Cadena (Λιμάνι της Αλυσίδας).

Μια άλλη ονομασία του Γέρακα είναι Porto delle Botte (Λιμάνι των Βαρελιών) καθώς από εδώ γινόταν η εξαγωγή του κρασιού Μalvasia της Μονεμβασιάς.
Μόνο από εκεί ψηλά μπορέσαμε να κατανοήσουμε πλήρως, πως αυτή η λωρίδα της θάλασσας εισχωρεί τόσο βαθιά στη στεριά, σχηματίζοντας ένα κανονικό φιορδ και να υποκλιθούμε στο μεγαλείο της φύσης.

Αυτός είναι και ο λόγος που αυτό το ήσυχο σήμερα λιμανάκι αποτέλεσε κάποτε το κρησφύγετο του Φράγκου αρχιπειρατή, Ρογήρου ντε Λαούρια της Αραγονίας, όταν αποφάσισε να κουρσέψει τη Μονεμβασιά.
Στο πέρασμα τόσων και τόσων χρόνων το φιόρδ του Γέρακα υπήρξε πάντα καταφύγιο και σίγουρη λύση, για όσους ήθελαν να αποφύγουν τις τρικυμίες και τις θαλασσοταραχές που έβρισκαν στη ρώτα τους. Στα “Λόγια της Πλώρης” του Ανδρέα Καρκαβίτσα, ο καπετάν Βαλμάς μαχαίρωσε τον γιο του, όταν η φουρτουνιασμένη θάλασσα απειλούσε να βυθίσει το σκαρί τους. Το αγόρι επέμενε ότι πίσω από τις βραχώδεις ακτές υπάρχει ασφαλές καταφύγιο και ήθελε να τους οδηγήσει εκεί, προστατεύοντάς τους από τα μανιασμένα κύματα.

Χορτάσαμε αρχαία, πανοραμική θέα και ανελέητη ζέστη, στα όρια του εγκεφαλικού. Πήραμε ξανά τον κατήφορο.



Είχε έρθει η ώρα του φαγητού. Επιλέξαμε την ταβέρνα Αύρα, γιατί το μπαλκονάκι με τα τραπεζάκια είχε σκιά τούτη την ώρα. Τα λιγοστά σκαλάκια που οδηγούν στην ταβέρνα χωρίζουν το μπαλκόνι στα δύο και η αριστερή πλευρά με τα πιο πολλά τραπέζια ήταν γεμάτη κόσμο. Στο δεξί τμήμα του μπαλκονιού υπήρχε ένα και μοναδικό τραπέζι και ήταν ευτυχώς ελεύθερο. Εκεί καθίσαμε φυσικά, μακριά και αγαπημένοι από τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες και παραγγείλαμε άμεσα, θαλασσινά πιάτα και σαλάτα χωριάτικη. Εγώ δυστυχώς έφαγα λευκά ζυμαρικά (χωρίς σάλτσα εννοώ) γιατί το στομάχι μου δεν ήταν στα καλά του από το χθεσινοβραδινό φαγητό στον Κόρφο. Ήταν και οι ατελείωτες στροφές όλης της σημερινής διαδρομής που είχαν επιδεινώσει το πρόβλημα και έτσι ήθελα να το “στρώσω” εν όψει και των υπολοίπων ημερών των διακοπών μας. Aπ΄ ότι είπαν, ο σύζυγος και ο γιος, το φαγητό ήταν καλό και οι τιμές φυσιολογικές.

Κατά τις 18:30 σήμανε αναχώρηση για Μονεμβασιά. Από το Λιμάνι του Γέρακα η Νέα Πόλη της Μονεμβασιάς απέχει περίπου 24 χιλιόμετρα και ο δρόμος, στο μεγαλύτερο μέρος του κινείται παραλιακά, προσφέροντας πανέμορφη θέα, ειδικά όταν τον διασχίζεις την ώρα του δειλινού, όπως εμείς.




Το Κritikos rooms στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει τη Νέα Πόλη ήταν το κατάλυμα που θα μας φιλοξενούσε για δύο βράδια. Το είχαμε κλείσει τηλεφωνικά, όχι από πλατφόρμα, στα 100 ευρώ το τρίκλινο, χωρίς πρωινό. Η οικοδέσποινα μας υποδέχθηκε ευγενικά και μας έδωσε το κλειδί του διαμερίσματος, το οποίο αποτελούνταν από ένα ευρύχωρο δωμάτιο, με ένα διπλό και ένα μονό κρεβάτι. Είχε χωριστό δωμάτιο κουζίνα, με μεγάλο ψυγείο και τραπέζι φαγητού, χωλ και άνετο μπάνιο. Ήταν διακοσμημένο με παλαιάς αισθητικής έπιπλα, αλλά καθαρό. Σε αυτό το ταξίδι δεν μας ενδιέφεραν τα πολυτελή, μοντέρνα καταλύματα, αφού θα μας “έβλεπαν” μόνο για ένα μπάνιο και έναν ύπνο. H τιμή και η καθαριότητα ήταν οι δύο σημαντικοί παράγοντες, που καθόρισαν την επιλογή των καταλυμάτων όλου του ταξιδιού. Πάντως για την ιστορία το Κritikos rooms έχει βαθμολογία στο booking 9,3 στα 219 reviews. Eίχε δωρεάν parking για το αυτοκίνητο και πάντα σε ένα τραπεζάκι στην είσοδο υπήρχαν φρέσκα και λαχταριστά σύκα, που περίμεναν τους ενοίκους για να τους γλυκάνουν.
Τακτοποιηθήκαμε, μπανιαριστήκαμε, στολιστήκαμε και βουρ για βραδινή βόλτα στο Κάστρο της Μονεμβασιάς. Διασχίσαμε τη γέφυρα των 400 μέτρων, που ενώνει τον Βράχο με την ενδοχώρα και ελπίζαμε να σταθούμε τυχεροί βρίσκοντας parking, κάπου στον μήκους ενός χιλιομέτρου δρόμο, που οδηγεί στην Πύλη της Καστροπολιτείας. Όχι τίποτε άλλο, αλλά ποιος συνωστίζεται στο μικρό λεωφορειάκι που εκτελεί το συγκεκριμένο δρομολόγιο, ανά μισή ώρα, φέρνοντας παστωμένους σαν σαρδέλες, τους επίδοξους εξερευνητές του Κάστρου της Μονεμβασιάς. Εγώ για να είμαι ειλικρινής διατηρούσα μηδενικές ελπίδες εύρεσης parking και ήμουν διατεθειμένη να κάνω τη διαδρομή από τη Νέα Πόλη μέχρι την Πύλη με τα πόδια, παρά να στριμωχτώ μέσα στο λεωφορείο. Οι άλλοι δύο συνταξιδιώτες όμως ήταν ανένδοτοι και δεν περνούσε καν από το μυαλό τους η σκέψη, ότι δεν θα βρεθεί θέση παρκαρίσματος. Τελικά, για άλλη μια φορά επικράτησε η κωλοφαρδία-τύχη-πώς γίνεται ρε φίλε και πάντα βρίσκει parking-του συζύγου και όλοι ήμασταν ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι, αφού γλιτώσαμε από άσκοπες και κουραστικές καταστάσεις, που συνήθως συνοδεύουν τη διαδικασία παρκαρίσματος, σε πολυσύχναστα μέρη, μέρες και ώρες αιχμής.
Στην Πύλη εισόδου δύο μεγάλες ταμπέλες συνιστούσαν τη χρήση μάσκας εντός του Κάστρου. Εμείς μπήκαμε αεράτοι, αλλά μόλις είδαμε τον κόσμο να συνωστίζεται στον κεντρικό δρόμο-περατζάδα, τσουπ τις κοτσάραμε, μέχρι που απομακρυνθήκαμε από το πλήθος, αρχίζοντας να βολτάρουμε στα απόμακρα, υποφωτισμένα καλντερίμια, τα οποία διακλαδώνονται προς κάθε πιθανή και απίθανη κατεύθυνση.
Περίτεχνες ξύλινες πόρτες, ανθισμένες αυλές, φουντωτές βουκαμβίλιες σκαρφαλωμένες σε πέτρινους τοίχους ή εγκαταλελειμμένα αρχοντόσπιτα, φαναράκια που φώτιζαν με λιγοστό φως τα δρομάκια δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα παραμυθένια και εξωπραγματική.



Φτάσαμε μέχρι το τέλος της πόλης και είδαμε το φωτισμένο ανατολικό τείχος του Κάστρου.
Πλασμένη από πέτρα, θάλασσα, ήλιο και ιστορία η Μονεμβασιά δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. Καμάρες, αδιέξοδα, ανηφορικά σκαλιά, στενά περάσματα, μικροσκοπικές αυλίτσες πλάθουν τον ιστό της Καστροπολιτείας. Πολλά αρχοντικά έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία και καλόγουστα καφέ, τα οποία παραδόξως δεν είχαν πολύ κόσμο να συνωστίζεται, αντιθέτως τα τραπεζάκια ήταν λίγα, η μουσικούλα σε χαμηλούς τόνους και ο κόσμος, τόσος όσος έπρεπε, για να ευχαριστηθεί κάποιος την όμορφη, ζεστή βραδιά.



Επιστρέψαμε στην περατζάδα όταν πια ο κόσμος είχε λιγοστέψει. Τα εμπορικά καταστήματα μάζευαν τους πάγκους με την πραμάτεια τους και ετοιμάζονταν να κλείσουν, τα εστιατόρια και τα καφενεδάκια της πλατείας είχαν και αυτά χαλαρώσει από πελάτες.



Κρέπα και παγωτό στο χέρι για τον σύζυγο και τον γιο και καθισιό στα σκαλάκια κάποιας ανηφορίτσας για χάζεμα. Εγώ δίαιτα, λόγω στομαχιού. Μεσάνυχτα και κάτι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για το αυτοκίνητο. Ήταν ώρα να αφήσουμε για λίγο την αρχόντισσα και να ξεκουραστούμε. Εξ άλλου η επόμενη μέρα θα ήταν όλη δική της!
Last edited: