underwater
Member
- Μηνύματα
- 2.902
- Likes
- 13.508
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ανταρκτική
Αποχαιρετώντας το Μαρόκο
Η επιστροφή από την Καζαμπλάνκα στη Φεζ με το τραίνο αποτέλεσε την πιο επεισοδιακή διαδρομή του ταξιδιού. Ο συρμός ήταν ήδη γεμάτος όταν μπήκαμε και δεν υπήρχε ελεύθερη θέση. Μετά από μερικές βόλτες πέρα-δώθε στα βαγόνια κι αφού δεν είδαμε προκοπή, σταθήκαμε όρθιοι και στριμωγμένοι ανάμεσα σε τσούρμα Μαροκινών με τις τεράστιες βαλίτσες τους! «Χριστέ μου, πώς θα περάσουν τόσες ώρες έτσι;» αναρωτιόμουν, ενώ παράλληλα έκανα ακροβατικά για να ανοίξω τη δίοδο στην χ οικογένεια που ήθελε να περάσει κουβαλώντας τα ατελείωτα μπαγάζια της. Ταυτόχρονα αγριοκοίταζα το έτερον ήμιση και γκρίνιαζα λέγοντας «να βρούμε τον ελεγκτή να κάνουμε αναβάθμιση στην πρώτη θέση!». Φυσικά μέχρι να σκάσει μύτη ο ελεγκτής είχε περάσει πολύ ώρα, κόσμος είχε μπει, ακόμα περισσότερος είχε βγει και είχαμε (ευτυχώς) βρει θέσεις.
Με τα πολλά κάποια στιγμή φτάσαμε στη Φεζ και, αφού πήραμε ταξί για τη μεδίνα, αρχίσαμε να ψάχνουμε για το κατάλυμά μας. Δυστυχώς το υπέροχο νταρ όπου μείναμε τις προηγούμενες ημέρες ήταν γεμάτο, έτσι αποφασίσαμε να δώσουμε μια ευκαιρία στο Maison Famille Tazi, λόγω της τιμής, του location και γενικώς των πλεονεκτημάτων που είχε για τη διαμονή μίας βραδιάς που θα κάναμε. Τι το θέλαμε; Η όλη εμπειρία δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική και θα καταλάβετε στην πορεία.
Αρχικά αδύνατο να το βρούμε. Όσο κι αν είχαμε συμφιλιωθεί με τη μεδίνα και το χάος της τις προηγούμενες ημέρες, δεν ήταν εφικτό να απομνημονεύσουμε το κάθε στενό και στενάκι, ενώ το νέο κατάλυμα ήταν σε τελείως διαφορετική τοποθεσία από το προηγούμενο. Αφού διαπιστώσαμε ότι δεν γινόταν να βγάλουμε άκρη, ακολουθήσαμε την παρέα των αγοριών που προσφέρθηκε να μας δείξει το δρόμο, προσφέροντάς τους ένα μικρό tip.
Μπαίνοντας στο νταρ είδαμε ότι επρόκειτο για το σπίτι μιας οικογένειας, ενώ την ώρα που φτάσαμε παρόντα ήταν μόνο δύο μικρά κορίτσια. Δύσκολο να βγάλουμε άκρη, αλλά αφήσαμε τα πράγματά μας και βγήκαμε στη μεδίνα για μια αποχαιρετιστήρια βόλτα! Για άλλη μια φορά χαθήκαμε στα σοκάκια της, αφουγκραστήκαμε τον παλμό της, ανταλλάξαμε κουβέντες με ντόπιους, αισθανθήκαμε την ενέργειά της και δοκιμάσαμε τις μοναδικές μαροκινές γεύσεις! Δεν κάναμε κάτι συγκεκριμένο, δεν κατευθυνθήκαμε προς κάποια καθορισμένη μεριά ούτε επισκεφτήκαμε αξιοθέατα. Θέλαμε απλά να νιώσουμε για μερικές ακόμα ώρες τις ομορφιές της πόλης και την μαροκινή κουλτούρα, καθώς την επομένη θα έπρεπε να φύγουμε νωρίς το πρωί για το αεροδρόμιο.
Επιστροφή στο homestay και τα άβολα περιστατικά ξεκινούν. Ένας χαμός από κόσμο-η οικογένεια, οι επισκέψεις της και οι λοιποί ενοικιαστές να καταλαμβάνουν όλους τους ορόφους και να μην μπορούμε να βρούμε καμία ιδιωτικότητα. Η τουαλέτα μας ήταν εκτός του δωματίου και κάθε φορά που έπρεπε να την επισκεφτώ χρειαζόταν να βάλω κάτι παραπάνω από ένα T-Shirt, καθώς τα ήθη της περιοχής είναι συντηρητικά. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο-ενώ μας είχαν πει ότι η τουαλέτα ήταν για δική μας και μόνο χρήση, ήταν εμφανές ότι αυτό δεν ίσχυε. Η απόλυτη ξενέρα! Κανείς δεν μιλούσε αγγλικά πέρα από τη μία κόρη της οικογένειας κι εμείς περιμέναμε μια διαβεβαίωση από τον πατέρα σχετικά με το ταξί της επόμενης ημέρας. Δεν τον έβρισκε στο τηλ. και περιμέναμε για ώρα να γυρίσει, τα χρήματα πάντως της διαμονής έπρεπε να τα πληρώσουμε προκαταβολικά. Σε κάποια φάση το κορίτσι μας ρώτησε αν θα θέλαμε μαροκινό τσάι και φυσικά δεχτήκαμε. Αμέσως μας ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να το πληρώσουμε! «Όχι τότε, ευχαριστούμε!» Σκεφτόμασταν τα κεράσματα και την περιποίηση του προηγούμενου καταλύματος με νοσταλγία, σε αυτό οι άνθρωποι δεν προσέφεραν το οτιδήποτε χωρίς αντίτιμο, ούτε καν κάτι μικρό και άνευ ουσιαστικής υλικής αξίας όπως ένα τσάι.
Το πιο cult σκηνικό ήταν όμως αυτό που έλαβε χώρα αργότερα το βράδυ, όταν ξαπλώσαμε. Ξαφνικά ακούμε έναν άντρα από τον πάνω όροφο να φωνάζει σαν υστερικός! Δεν είχαμε ιδέα τι έλεγε, αλλά το στυλ έφερνε στο μυαλό κάτι ταινίες όπου μετά από κάποια μεγάλη προσβολή ή ατίμωση κάποιος ζητά μανιασμένα εκδίκηση! «Τι γίνεται ρε συ;» να λέω στον συνταξιδιώτη μου. Η ανησυχία μου έγινε φόβος όταν τον άκουσα να κατεβαίνει ουρλιάζοντας τα σκαλιά, ενώ οι πίσω του κάτι του έλεγαν και προσπαθούσαν να τον σταματήσουν. «Ρε συ τι να έγινε; Ποιόν κυνηγά; Τι να του έκανε;» να ρωτώ εγώ, ενώ ο φίλος μου ήταν ατάραχος! «Ρε λες να έρθει να μας δολοφονήσει; Ότι του ατιμάσαμε το σπίτι και δεν ξέρω;» (εδώ η παράνοια είχε πάρει τη θέση της λογικής!
). Αυτό το κυνηγητό έγινε μερικές φορές, μέχρι που επήλθε ηρεμία. «Μάλλον δεν ερχόταν για εμάς». Σε λίγα λεπτά όμως ξεκίνησε πάλι τα ουρλιαχτά και δώστου ποδοβολητά και δώστου αγωνιώδεις φωνές από αυτούς που προσπαθούσαν να τον σταματήσουν. Δεν θυμάμαι πότε ησύχασε.
Ποτέ δεν καταλάβαμε ποιος ήταν αυτός και για ποιο λόγο έγινε η φασαρία. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν μας είπε το οτιδήποτε, ούτε μας ζήτησε συγγνώμη. Ακόμα και ο πατέρας της οικογένειας που μας πήγε την επόμενη μέρα πρωί-πρωί να πάρουμε ταξί δεν ανέφερε κάτι, απλά μας οδήγησε στην πύλη διεκπαιρεωτικά και κάλεσε τον οδηγό. «Να δεις ότι θα μας ζητήσει και tip» είπα, αλλά ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Στο αεροδρόμιο οι έλεγχοι ήταν αρκετοί και η όλη διαδικασία κράτησε κάμποση ώρα. Σε λίγο πετούσαμε πάνω από την οροσειρά του Άτλαντα, χαιρετώντας την Αφρική και προσεγγίζοντας την Ιταλία. Ένα πανέμορφο ταξίδι είχε φτάσει στο τέλος του. Και ένας ακόμα προορισμός που δεν τον είχα σε τρομερή εκτίμηση άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην καρδιά μου!
(Θα ακολουθήσει ένα ακόμα κεφάλαιο με ένα γενικότερο review και πρακτικές πληροφορίες για το ταξίδι)!
Η επιστροφή από την Καζαμπλάνκα στη Φεζ με το τραίνο αποτέλεσε την πιο επεισοδιακή διαδρομή του ταξιδιού. Ο συρμός ήταν ήδη γεμάτος όταν μπήκαμε και δεν υπήρχε ελεύθερη θέση. Μετά από μερικές βόλτες πέρα-δώθε στα βαγόνια κι αφού δεν είδαμε προκοπή, σταθήκαμε όρθιοι και στριμωγμένοι ανάμεσα σε τσούρμα Μαροκινών με τις τεράστιες βαλίτσες τους! «Χριστέ μου, πώς θα περάσουν τόσες ώρες έτσι;» αναρωτιόμουν, ενώ παράλληλα έκανα ακροβατικά για να ανοίξω τη δίοδο στην χ οικογένεια που ήθελε να περάσει κουβαλώντας τα ατελείωτα μπαγάζια της. Ταυτόχρονα αγριοκοίταζα το έτερον ήμιση και γκρίνιαζα λέγοντας «να βρούμε τον ελεγκτή να κάνουμε αναβάθμιση στην πρώτη θέση!». Φυσικά μέχρι να σκάσει μύτη ο ελεγκτής είχε περάσει πολύ ώρα, κόσμος είχε μπει, ακόμα περισσότερος είχε βγει και είχαμε (ευτυχώς) βρει θέσεις.
Με τα πολλά κάποια στιγμή φτάσαμε στη Φεζ και, αφού πήραμε ταξί για τη μεδίνα, αρχίσαμε να ψάχνουμε για το κατάλυμά μας. Δυστυχώς το υπέροχο νταρ όπου μείναμε τις προηγούμενες ημέρες ήταν γεμάτο, έτσι αποφασίσαμε να δώσουμε μια ευκαιρία στο Maison Famille Tazi, λόγω της τιμής, του location και γενικώς των πλεονεκτημάτων που είχε για τη διαμονή μίας βραδιάς που θα κάναμε. Τι το θέλαμε; Η όλη εμπειρία δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική και θα καταλάβετε στην πορεία.
Αρχικά αδύνατο να το βρούμε. Όσο κι αν είχαμε συμφιλιωθεί με τη μεδίνα και το χάος της τις προηγούμενες ημέρες, δεν ήταν εφικτό να απομνημονεύσουμε το κάθε στενό και στενάκι, ενώ το νέο κατάλυμα ήταν σε τελείως διαφορετική τοποθεσία από το προηγούμενο. Αφού διαπιστώσαμε ότι δεν γινόταν να βγάλουμε άκρη, ακολουθήσαμε την παρέα των αγοριών που προσφέρθηκε να μας δείξει το δρόμο, προσφέροντάς τους ένα μικρό tip.
Μπαίνοντας στο νταρ είδαμε ότι επρόκειτο για το σπίτι μιας οικογένειας, ενώ την ώρα που φτάσαμε παρόντα ήταν μόνο δύο μικρά κορίτσια. Δύσκολο να βγάλουμε άκρη, αλλά αφήσαμε τα πράγματά μας και βγήκαμε στη μεδίνα για μια αποχαιρετιστήρια βόλτα! Για άλλη μια φορά χαθήκαμε στα σοκάκια της, αφουγκραστήκαμε τον παλμό της, ανταλλάξαμε κουβέντες με ντόπιους, αισθανθήκαμε την ενέργειά της και δοκιμάσαμε τις μοναδικές μαροκινές γεύσεις! Δεν κάναμε κάτι συγκεκριμένο, δεν κατευθυνθήκαμε προς κάποια καθορισμένη μεριά ούτε επισκεφτήκαμε αξιοθέατα. Θέλαμε απλά να νιώσουμε για μερικές ακόμα ώρες τις ομορφιές της πόλης και την μαροκινή κουλτούρα, καθώς την επομένη θα έπρεπε να φύγουμε νωρίς το πρωί για το αεροδρόμιο.
Επιστροφή στο homestay και τα άβολα περιστατικά ξεκινούν. Ένας χαμός από κόσμο-η οικογένεια, οι επισκέψεις της και οι λοιποί ενοικιαστές να καταλαμβάνουν όλους τους ορόφους και να μην μπορούμε να βρούμε καμία ιδιωτικότητα. Η τουαλέτα μας ήταν εκτός του δωματίου και κάθε φορά που έπρεπε να την επισκεφτώ χρειαζόταν να βάλω κάτι παραπάνω από ένα T-Shirt, καθώς τα ήθη της περιοχής είναι συντηρητικά. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο-ενώ μας είχαν πει ότι η τουαλέτα ήταν για δική μας και μόνο χρήση, ήταν εμφανές ότι αυτό δεν ίσχυε. Η απόλυτη ξενέρα! Κανείς δεν μιλούσε αγγλικά πέρα από τη μία κόρη της οικογένειας κι εμείς περιμέναμε μια διαβεβαίωση από τον πατέρα σχετικά με το ταξί της επόμενης ημέρας. Δεν τον έβρισκε στο τηλ. και περιμέναμε για ώρα να γυρίσει, τα χρήματα πάντως της διαμονής έπρεπε να τα πληρώσουμε προκαταβολικά. Σε κάποια φάση το κορίτσι μας ρώτησε αν θα θέλαμε μαροκινό τσάι και φυσικά δεχτήκαμε. Αμέσως μας ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να το πληρώσουμε! «Όχι τότε, ευχαριστούμε!» Σκεφτόμασταν τα κεράσματα και την περιποίηση του προηγούμενου καταλύματος με νοσταλγία, σε αυτό οι άνθρωποι δεν προσέφεραν το οτιδήποτε χωρίς αντίτιμο, ούτε καν κάτι μικρό και άνευ ουσιαστικής υλικής αξίας όπως ένα τσάι.
Το πιο cult σκηνικό ήταν όμως αυτό που έλαβε χώρα αργότερα το βράδυ, όταν ξαπλώσαμε. Ξαφνικά ακούμε έναν άντρα από τον πάνω όροφο να φωνάζει σαν υστερικός! Δεν είχαμε ιδέα τι έλεγε, αλλά το στυλ έφερνε στο μυαλό κάτι ταινίες όπου μετά από κάποια μεγάλη προσβολή ή ατίμωση κάποιος ζητά μανιασμένα εκδίκηση! «Τι γίνεται ρε συ;» να λέω στον συνταξιδιώτη μου. Η ανησυχία μου έγινε φόβος όταν τον άκουσα να κατεβαίνει ουρλιάζοντας τα σκαλιά, ενώ οι πίσω του κάτι του έλεγαν και προσπαθούσαν να τον σταματήσουν. «Ρε συ τι να έγινε; Ποιόν κυνηγά; Τι να του έκανε;» να ρωτώ εγώ, ενώ ο φίλος μου ήταν ατάραχος! «Ρε λες να έρθει να μας δολοφονήσει; Ότι του ατιμάσαμε το σπίτι και δεν ξέρω;» (εδώ η παράνοια είχε πάρει τη θέση της λογικής!
Ποτέ δεν καταλάβαμε ποιος ήταν αυτός και για ποιο λόγο έγινε η φασαρία. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν μας είπε το οτιδήποτε, ούτε μας ζήτησε συγγνώμη. Ακόμα και ο πατέρας της οικογένειας που μας πήγε την επόμενη μέρα πρωί-πρωί να πάρουμε ταξί δεν ανέφερε κάτι, απλά μας οδήγησε στην πύλη διεκπαιρεωτικά και κάλεσε τον οδηγό. «Να δεις ότι θα μας ζητήσει και tip» είπα, αλλά ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Στο αεροδρόμιο οι έλεγχοι ήταν αρκετοί και η όλη διαδικασία κράτησε κάμποση ώρα. Σε λίγο πετούσαμε πάνω από την οροσειρά του Άτλαντα, χαιρετώντας την Αφρική και προσεγγίζοντας την Ιταλία. Ένα πανέμορφο ταξίδι είχε φτάσει στο τέλος του. Και ένας ακόμα προορισμός που δεν τον είχα σε τρομερή εκτίμηση άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην καρδιά μου!
(Θα ακολουθήσει ένα ακόμα κεφάλαιο με ένα γενικότερο review και πρακτικές πληροφορίες για το ταξίδι)!
Attachments
-
130,8 KB Προβολές: 3
Last edited by a moderator: