underwater
Member
- Μηνύματα
- 2.902
- Likes
- 13.508
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ανταρκτική
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ημέρα 1η: Επεισοδιακή άφιξη
- Ημέρα 2η (μέρος πρώτο): Boat trip στις Ilhas Desertas
- Ημέρα 2η (μέρος δεύτερο): Φεστιβάλ στο São Vicente και η απομυθοποίηση του couchsurfing
- Ημέρα 3η: Πεζοπορία στις levadas: κοιλάδα Rabaçal, Risco και 25 Fontes
- Ημέρα 4η: Βολτάροντας στην όμορφη Funchal και το ορεινό Monte
- Ημέρα 5η: περιήγηση στη δυτική πλευρά του νησιού και βολτούλα στη Funchal
- Ημέρα 6η: Funchal και πέριξ
- Ημέρα 7η: Μελαγχολική επιστροφή
Ξύπνησα με το πολύ πάσο μου, έφαγα το γευστικό μου πρωινό και ξεχύθηκα στους δρόμους της Funchal! Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε λίγη ώρα να προσανατολιστώ, καθώς τις προηγούμενες μέρες λόγω tours και πανηγυριών είχα μετακινηθεί με ταξί, αυτοκίνητο και mini bus και καθόλου μόνη μου, οπότε επί της ουσίας δεν ήξερα καλά-καλά πώς να πάω από την πανσιόν μου στο κέντρο. Ευτυχώς πάντως, παρότι η πόλη έχει πολλά μικρά δρομάκια, η ρυμοτομία της είναι αρκετά καλή και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι χτισμένη σε λόφους επιτρέπει ακόμα και στους πιο άχρηστους στον προσανατολισμό ανθρώπους (όπως καλή ώρα η αφεντιά μου) να βρουν κουτσά-στραβά τον δρόμο τους.
Σε λιγότερο από 10’ ήμουν στον κεντρικό παραθαλάσσιο δρόμο της πόλης, την Avenida do Mar, στο ύψος της μαρίνας. Ο συγκεκριμένος δρόμος είναι πολύ όμορφος και απλωτός, κατάλληλος για ατελείωτους περιπάτους και χάζι, χωρίς να γίνεται οικτρά τουριστικός. Δεξιά της μαρίνας υπάρχει ένα όμορφο παρκάκι σκαρφαλωμένο σε έναν λοφίσκο, ο Jardim de Santa Catarina. Είναι καταπράσινο, με πολλά τροπικά φυτά και λουλούδια, παγκάκια για να απολαύσεις τη θέα της μαρίνας και της Funchal, ένα άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου, το εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης, μια λιμνούλα και τα σχετικά.
Στη συνέχεια, και αφού περιπλανήθηκα για λίγο παραλιακά, μπήκα μέσα στα στενά της πόλης και περιδιάβηκα τα δρομάκια της. Πλακόστρωτοι δρόμοι, κτίρια με έντονα πορτογαλικό χαρακτήρα, όμορφα μαγαζάκια.
Σε κάποιο σημείο βρέθηκα μπροστά στον Καθεδρικό της Funchal, τον Sé, το κτίσιμο του οποίου ολοκληρώθηκε το 1514. Δεν μπορώ να πω ότι με εντυπωσίασε. Παρ’ όλα αυτά μπήκα και παρακολούθησα για λίγο λειτουργία στα πορτογαλικά και μου άρεσε! Κάτι που παρατήρησα στη Μαδέρα ήταν ότι σχεδόν έξω από κάθε εκκλησία είχε πολλούς ζητιάνους, κάτι που βλέπουμε βέβαια και στην Ελλάδα.
Εν συνεχεία κατευθύνθηκα προς το τελεφερίκ/cable car (εντάξει north ή θα με μαλώσεις; ) για να ανέβω προς την ορεινή κωμόπολη Monte. Το εισιτήρια μετ’ επιστροφής κοστίζει 15 euros και η διαδρομή διαρκεί 10’. Η διαδρομή είναι πανέμορφη. Από τη μία η Funchal που σιγά-σιγά ξεμακραίνει, από την άλλη το βουνό, όλα αυτά σε συνδυασμό με την ελαφριά ομίχλη δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Το κάθε βαγόνι χωράει μέχρι 7 άτομα, εγώ μπήκα με έναν Ρώσο που ήταν και αυτός μόνος του και είχαμε πολύ άπλα!
Φτάνοντας στο Monte η θερμοκρασία ήταν σαφώς πιο χαμηλή. Η Funchal από κάτω και ο Ατλαντικός δημιουργούν μια όμορφη θέα.
Από το Monte ξεκινά ένα ακόμα τελεφερίκ το οποίο καταλήγει στους Βοτανικούς Κήπους της πόλης. Εγώ μολαταύτα προτίμησα να κάνω τη βόλτα μου στην κωμόπολη και να επισκεφτώ τους Jardins Tropicais do Monte Palace που σύμφωνα με τους rough guides αποτελούν τους πιο εντυπωσιακούς κήπους της ευρύτερης περιοχής.
Ένα από τα γνωστότερα αξιοθέατα του Monte είναι η εκκλησία της Παναγίας του Βουνού (Nossa Senhora do Monte), κτίσμα του 1470. Προσωπικά δεν εντυπωσιάστηκα από το εξωτερικό, ενώ το εσωτερικό δεν μπόρεσα να το δω επειδή ήταν κλειστή. Θεωρείται πάντως η ιερότερη εκκλησία της Μαδέρας.
Δίπλα από την εκκλησία ήταν ένα μέρος τύπου καφενείο-bar, όπου οι τύποι την είχαν δει σαλούν και έτσι! Άκουγες γέλια, τον ήχο των μπουκαλιών της μπύρας και τραγούδια όπως το Oh Susanna! Θυμήθηκα την επίσκεψή μου στην Αριζόνα και γενικότερα η όλη φάση μου φάνηκε αστεία και παράταιρη με το μέρος στο οποίο βρισκόμουν.
Κάπου εκεί πείνασα και δοκίμασα polo do caco, τη γεμιστή ζύμη που ανέφερα σε προηγούμενο post (προτίμησα αυτή με το chorizo), όπου ήταν αρκετά εύγευστη (αν και τις άκρες τις πέταξα, ήταν σαν σκέτο ψωμί). Εν συνεχεία κατευθύνθηκα προς τους κήπους που προανέφερα, με είσοδο 10 euros, στα οποία συμπεριλαμβάνεται προαιρετικά είσοδος στο Monte Palace Museum και κέρασμα κρασιού.
Οι συγκεκριμένοι κήποι αποτελούν ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Monte Palace χτίστηκε τον 18ο αιώνα, και μέσα στα χρόνια το κτίσμα και η τέραστια έκταση γύρω του άλλαξε αρκετούς ιδιοκτήτες. Από το 1987 ανήκει στον José Manuel Rodrigues Berardo, ο οποίος ίδρυσε το Berardo Foundation και επένδυσε στη δημιουργία αυτών των εντυπωσιακών κήπων. Οι κήποι άνοιξαν τις πύλες τους το 1991, έχουν έκταση 70.000 τετραγωνικά μέτρα σε διάφορα επίπεδα, και φιλοξενούν δέντρα, φυτά, λουλούδια, πουλιά, ψάρια από όλο τον κόσμο! Οι λίμνες και τα γλυπτά δίνουν έναν ακόμα τόνο γοητείας σε αυτό το υπέροχο μέρος με την οργιώδη βλάστηση. Αισθανόμουν σαν πρωταγωνίστρια σε αυτές τις ταινίες εποχής όπου οι αποικιοκράτες έκαναν τις βόλτες τους μέσα στους επίγειους παραδείσους και έπιναν ανέμελα τα απεριτίφ τους ενώ απέξω χαλούσε το σύμπαν! Και η αλήθεια είναι ότι πραγματικά εκείνες τις ημέρες αισθανόμουν κάπως έκτος τόπου και χρόνου. Σα να είχα ξεχάσει το τι συμβαίνει γύρω μου και ζούσα στον μικρόκοσμό μου!
Φεύγοντας από τους κήπους ξαναπήρα το τελεφερίκ που με μετέφερε στη Funchal, χωρίς να βγάζω φωτός αυτή τη φορά και απλά απολαμβάνοντας τη θέα. Αφού ξαναβρέθηκα στην Avenida do Mar κατευθύνθηκα δυτικά, φτάνοντας στο Forte de São Tiago, ένα ελαφρώς κακόγουστο αλλά χαρακτηριστικό κτίσμα του 1614, το οποίο είχε αρχικά φτιαχτεί για την προστασία της πόλης από τους πειρατές. Μόλις το είδα θυμήθηκα το σχόλιο από την ιστορία του hydronetta περί «χρωματικής επιλογής δίκην ικτέρου» και γελούσα μόνη μου. Στο κάστρο αυτό στεγάζεται και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ενώ μπροστά του είναι μια από τις μικρές, χαρακτηριστικές και ψιλοάθλιες μαδεριανές παραλίες. Πολύς κόσμος κολυμπούσε, ενώ με τύλιξε η μυρωδιά του τηγανητού ψαριού από τις υπαίθριες καντίνες. Πολλοί ήταν ψιλομεθυσμένοι και γενικότερα το μέρος μου έβγαλε μια παρακμή και σιγά-σιγά έφυγα.
Μπαίνοντας στα δρομάκια βρέθηκα σε ένα όμορφο στενό όπου πολλές πόρτες ήταν ζωγραφισμένες προσδίδοντας στην περιοχή μια παιδιάστικη ατμόσφαιρα.
Ξαναβγήκα παραλιακά, όπου χάζεψα τους γλάρους και τον Ατλαντικό, ενώ είδα και το φέρρυ του Porto Santo που φόρτωνε επιβάτες. Το Porto Santo είναι ένα νησάκι 2μιση ώρες αν θυμάμαι καλά από τη Μαδέρα, το οποίο έχει καλύτερες παραλίες και ενδείκνυται για εκδρομή, καθώς έχει κάμποσα δρομολόγια την ημέρα. Υπάρχει επίσης και αεροπορική σύνδεση (η πτήση διαρκεί ένα τέταρτο), αλλά είναι μάλλον υπερτιμημένη. Αν είχα μια ακόμα μέρα στην διάθεσή μου ήθελα να το επισκεφτώ πάντως.
Ξαναπήγα στο κεντρικά της πόλης, όπου άραξα σε ένα καφέ να πιω ένα απογευματινό κρασί. Ήταν μια φάση που αισθάνθηκα την ανάγκη για λίγη παρέα. Από τις λίγες στιγμές του ταξιδιού που μελαγχόλησα ως solo traveller.
Μετά κατευθύνθηκα τυχαία προς ένα συμπαθητικό εστιατόριο, το House Jazz, το οποίο φιλοξενεί και βραδιές jazz μουσικής. Από ό, τι είδα μετά on line έχει καλά reviews, εγώ πάλι δεν ενθουσιάστηκα. Πολύ καλό σέρβις, φιλική ατμόσφαιρα, αλλά το πολλά υποσχόμενο ψάρι με τυρί και προσούτο δεν ήταν τόσο γευστικό όσο περίμενα, χωρίς όμως να το θεωρώ και κακό. Οι τιμές πολύ νορμάλ. Κέρασμα γλυκού μαδεριανού κρασιού, λίγο ακόμα χάζι στα στενάκια τριγύρω και επιστροφή στην πανσιόν για μπανάκι, άραγμα και λίγο σερφάρισμα στο internet.
Η επόμενη μέρα περιλάμβανε tour στην δυτική πλευρά του νησιού!
Σε λιγότερο από 10’ ήμουν στον κεντρικό παραθαλάσσιο δρόμο της πόλης, την Avenida do Mar, στο ύψος της μαρίνας. Ο συγκεκριμένος δρόμος είναι πολύ όμορφος και απλωτός, κατάλληλος για ατελείωτους περιπάτους και χάζι, χωρίς να γίνεται οικτρά τουριστικός. Δεξιά της μαρίνας υπάρχει ένα όμορφο παρκάκι σκαρφαλωμένο σε έναν λοφίσκο, ο Jardim de Santa Catarina. Είναι καταπράσινο, με πολλά τροπικά φυτά και λουλούδια, παγκάκια για να απολαύσεις τη θέα της μαρίνας και της Funchal, ένα άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου, το εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης, μια λιμνούλα και τα σχετικά.




Στη συνέχεια, και αφού περιπλανήθηκα για λίγο παραλιακά, μπήκα μέσα στα στενά της πόλης και περιδιάβηκα τα δρομάκια της. Πλακόστρωτοι δρόμοι, κτίρια με έντονα πορτογαλικό χαρακτήρα, όμορφα μαγαζάκια.




Σε κάποιο σημείο βρέθηκα μπροστά στον Καθεδρικό της Funchal, τον Sé, το κτίσιμο του οποίου ολοκληρώθηκε το 1514. Δεν μπορώ να πω ότι με εντυπωσίασε. Παρ’ όλα αυτά μπήκα και παρακολούθησα για λίγο λειτουργία στα πορτογαλικά και μου άρεσε! Κάτι που παρατήρησα στη Μαδέρα ήταν ότι σχεδόν έξω από κάθε εκκλησία είχε πολλούς ζητιάνους, κάτι που βλέπουμε βέβαια και στην Ελλάδα.

Εν συνεχεία κατευθύνθηκα προς το τελεφερίκ/cable car (εντάξει north ή θα με μαλώσεις; ) για να ανέβω προς την ορεινή κωμόπολη Monte. Το εισιτήρια μετ’ επιστροφής κοστίζει 15 euros και η διαδρομή διαρκεί 10’. Η διαδρομή είναι πανέμορφη. Από τη μία η Funchal που σιγά-σιγά ξεμακραίνει, από την άλλη το βουνό, όλα αυτά σε συνδυασμό με την ελαφριά ομίχλη δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Το κάθε βαγόνι χωράει μέχρι 7 άτομα, εγώ μπήκα με έναν Ρώσο που ήταν και αυτός μόνος του και είχαμε πολύ άπλα!




Φτάνοντας στο Monte η θερμοκρασία ήταν σαφώς πιο χαμηλή. Η Funchal από κάτω και ο Ατλαντικός δημιουργούν μια όμορφη θέα.


Από το Monte ξεκινά ένα ακόμα τελεφερίκ το οποίο καταλήγει στους Βοτανικούς Κήπους της πόλης. Εγώ μολαταύτα προτίμησα να κάνω τη βόλτα μου στην κωμόπολη και να επισκεφτώ τους Jardins Tropicais do Monte Palace που σύμφωνα με τους rough guides αποτελούν τους πιο εντυπωσιακούς κήπους της ευρύτερης περιοχής.
Ένα από τα γνωστότερα αξιοθέατα του Monte είναι η εκκλησία της Παναγίας του Βουνού (Nossa Senhora do Monte), κτίσμα του 1470. Προσωπικά δεν εντυπωσιάστηκα από το εξωτερικό, ενώ το εσωτερικό δεν μπόρεσα να το δω επειδή ήταν κλειστή. Θεωρείται πάντως η ιερότερη εκκλησία της Μαδέρας.

Δίπλα από την εκκλησία ήταν ένα μέρος τύπου καφενείο-bar, όπου οι τύποι την είχαν δει σαλούν και έτσι! Άκουγες γέλια, τον ήχο των μπουκαλιών της μπύρας και τραγούδια όπως το Oh Susanna! Θυμήθηκα την επίσκεψή μου στην Αριζόνα και γενικότερα η όλη φάση μου φάνηκε αστεία και παράταιρη με το μέρος στο οποίο βρισκόμουν.
Κάπου εκεί πείνασα και δοκίμασα polo do caco, τη γεμιστή ζύμη που ανέφερα σε προηγούμενο post (προτίμησα αυτή με το chorizo), όπου ήταν αρκετά εύγευστη (αν και τις άκρες τις πέταξα, ήταν σαν σκέτο ψωμί). Εν συνεχεία κατευθύνθηκα προς τους κήπους που προανέφερα, με είσοδο 10 euros, στα οποία συμπεριλαμβάνεται προαιρετικά είσοδος στο Monte Palace Museum και κέρασμα κρασιού.
Οι συγκεκριμένοι κήποι αποτελούν ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Monte Palace χτίστηκε τον 18ο αιώνα, και μέσα στα χρόνια το κτίσμα και η τέραστια έκταση γύρω του άλλαξε αρκετούς ιδιοκτήτες. Από το 1987 ανήκει στον José Manuel Rodrigues Berardo, ο οποίος ίδρυσε το Berardo Foundation και επένδυσε στη δημιουργία αυτών των εντυπωσιακών κήπων. Οι κήποι άνοιξαν τις πύλες τους το 1991, έχουν έκταση 70.000 τετραγωνικά μέτρα σε διάφορα επίπεδα, και φιλοξενούν δέντρα, φυτά, λουλούδια, πουλιά, ψάρια από όλο τον κόσμο! Οι λίμνες και τα γλυπτά δίνουν έναν ακόμα τόνο γοητείας σε αυτό το υπέροχο μέρος με την οργιώδη βλάστηση. Αισθανόμουν σαν πρωταγωνίστρια σε αυτές τις ταινίες εποχής όπου οι αποικιοκράτες έκαναν τις βόλτες τους μέσα στους επίγειους παραδείσους και έπιναν ανέμελα τα απεριτίφ τους ενώ απέξω χαλούσε το σύμπαν! Και η αλήθεια είναι ότι πραγματικά εκείνες τις ημέρες αισθανόμουν κάπως έκτος τόπου και χρόνου. Σα να είχα ξεχάσει το τι συμβαίνει γύρω μου και ζούσα στον μικρόκοσμό μου!






Φεύγοντας από τους κήπους ξαναπήρα το τελεφερίκ που με μετέφερε στη Funchal, χωρίς να βγάζω φωτός αυτή τη φορά και απλά απολαμβάνοντας τη θέα. Αφού ξαναβρέθηκα στην Avenida do Mar κατευθύνθηκα δυτικά, φτάνοντας στο Forte de São Tiago, ένα ελαφρώς κακόγουστο αλλά χαρακτηριστικό κτίσμα του 1614, το οποίο είχε αρχικά φτιαχτεί για την προστασία της πόλης από τους πειρατές. Μόλις το είδα θυμήθηκα το σχόλιο από την ιστορία του hydronetta περί «χρωματικής επιλογής δίκην ικτέρου» και γελούσα μόνη μου. Στο κάστρο αυτό στεγάζεται και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ενώ μπροστά του είναι μια από τις μικρές, χαρακτηριστικές και ψιλοάθλιες μαδεριανές παραλίες. Πολύς κόσμος κολυμπούσε, ενώ με τύλιξε η μυρωδιά του τηγανητού ψαριού από τις υπαίθριες καντίνες. Πολλοί ήταν ψιλομεθυσμένοι και γενικότερα το μέρος μου έβγαλε μια παρακμή και σιγά-σιγά έφυγα.



Μπαίνοντας στα δρομάκια βρέθηκα σε ένα όμορφο στενό όπου πολλές πόρτες ήταν ζωγραφισμένες προσδίδοντας στην περιοχή μια παιδιάστικη ατμόσφαιρα.


Ξαναβγήκα παραλιακά, όπου χάζεψα τους γλάρους και τον Ατλαντικό, ενώ είδα και το φέρρυ του Porto Santo που φόρτωνε επιβάτες. Το Porto Santo είναι ένα νησάκι 2μιση ώρες αν θυμάμαι καλά από τη Μαδέρα, το οποίο έχει καλύτερες παραλίες και ενδείκνυται για εκδρομή, καθώς έχει κάμποσα δρομολόγια την ημέρα. Υπάρχει επίσης και αεροπορική σύνδεση (η πτήση διαρκεί ένα τέταρτο), αλλά είναι μάλλον υπερτιμημένη. Αν είχα μια ακόμα μέρα στην διάθεσή μου ήθελα να το επισκεφτώ πάντως.


Ξαναπήγα στο κεντρικά της πόλης, όπου άραξα σε ένα καφέ να πιω ένα απογευματινό κρασί. Ήταν μια φάση που αισθάνθηκα την ανάγκη για λίγη παρέα. Από τις λίγες στιγμές του ταξιδιού που μελαγχόλησα ως solo traveller.

Μετά κατευθύνθηκα τυχαία προς ένα συμπαθητικό εστιατόριο, το House Jazz, το οποίο φιλοξενεί και βραδιές jazz μουσικής. Από ό, τι είδα μετά on line έχει καλά reviews, εγώ πάλι δεν ενθουσιάστηκα. Πολύ καλό σέρβις, φιλική ατμόσφαιρα, αλλά το πολλά υποσχόμενο ψάρι με τυρί και προσούτο δεν ήταν τόσο γευστικό όσο περίμενα, χωρίς όμως να το θεωρώ και κακό. Οι τιμές πολύ νορμάλ. Κέρασμα γλυκού μαδεριανού κρασιού, λίγο ακόμα χάζι στα στενάκια τριγύρω και επιστροφή στην πανσιόν για μπανάκι, άραγμα και λίγο σερφάρισμα στο internet.



Η επόμενη μέρα περιλάμβανε tour στην δυτική πλευρά του νησιού!
Attachments
-
352,2 KB Προβολές: 146
Last edited: