travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ας ξεκινήσει ιστορία
- Abu Dhabi 1η μέρα
- Βόλτα Dubai
- Video
- Ομάν 1η μέρα
- Από τη Sur στη Nizwa
- Διασχίζοντας την έρημο για τη Salalah
- Salalah και πέριξ
- Επιστροφή στη Nizwa
- Περιοχή της Nizwa
- Nizwa[B],[/B]βουνά κ βόλτα στη Μασκάτ
- Βόλτες στην Μασκάτ
- Ψαροχώρια και επιστροφή στο Dubai
- Βόλτα στο Dubai, ανέλπιστα Bahrein
- Bahrein
- Συμπεράσματα
Περιοχή της Nizwa. Μια μέρα στα κάστρα και τα Wadi
Το πρωί σηκωθήκαμε και αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από τους προορισμούς, που σύμφωνα με το πρόγραμμά μας βρίσκονταν πιο μακριά από τη Νίζουα. Οι προορισμοί αυτοί όλοι βρίσκονται στα δυτικά της πόλης. Επειδή θεωρήσαμε ότι πιο σημαντικός από όλους ήταν η πόλη Bahla, ξεκινήσαμε από εκεί.
Νίζουα:
Ένας από τους άπειρους πύργους:
Το πρωί φτιάξαμε τα σάντουιτς για να τα έχουμε μαζί μας, όπως κάθε πρωί. Πήραμε και τα νερά μας και ξεκινήσαμε στους προορισμούς μας, οι οποίοι δεν ξέραμε και πόσο χρόνο θα έπαιρναν για να τους δούμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν από την πόλη Μπάχλα που βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα, περίπου 30 με 40, και όταν φτάναμε στην είσοδο της πόλης διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για μία πολύ όμορφη πόλη που βρίσκεται σε μία σχετικά ομαλή περιοχή γεμάτη με φοίνικες και πολύ γραφικά σπίτια. Στην κορυφή ενός λόφου υπάρχει ένα τεράστιο αναπαλαιωμένο κάστρο, που το μόνο άσχημο που είχε ήταν ότι φαινόταν ολοκαίνουργιο. Η ώρα ήταν 9 και ευτυχώς εκείνη την ώρα άνοιγε, οπότε μπήκαμε μέσα αμέσως. Το εισιτήριο ήταν σχετικά φθηνό, μισό ριάλ ο καθένας. Μπήκαμε στο φρούριο και μπορώ να πω το είδαμε σχεδόν όλο. Ακόμα και σήμερα γίνονται εργασίες και οι αίθουσες του είναι σχεδόν άδειες, από όσο είδαμε.
Είσοδος στη Μπάχλα:
Το εσωτερικό:
Η πόλη:
Ο εργαζόμενος (σκληρά):
Παλιά και νέα πόλη:
Φύγαμε με ικανοποίηση θα έλεγα, για να πάμε να δούμε λίγο την πόλη, την παλιά εννοείται. Παρκάραμε στο κέντρο της και κάναμε μία μεγάλη βόλτα βγάζοντας φωτογραφίες τα παλιά σπίτια, πολλά από τα οποία είναι αναπαλαιωμένα και κατοικούνται. Εννοείται όλα αυτά τα σπίτια ήταν ανάμεσα σε άπειρα φοινικόδεντρα που όμως δεν είναι η εποχή τους για να έχουν τους χουρμάδες.
Φρέσκο ψάρι! Πάρτε:
Στην έξοδο της πόλης υπήρχε μία ωραία καινούργια πολύ μεγάλη πύλη κάτω από την οποία περνούν τα αυτοκίνητα, την οποία επισκεφθήκαμε, αφού ένας Ινδός εργάτης μας άνοιξε τις πόρτες και ανεβήκαμε μέχρι την κορυφή της. Απ’ έξω φαίνεται πολύ όμορφη αυτή η πύλη, όμως εσωτερικά δεν λέει πολλά πράγματα ούτε και από την κορυφή της μπορείς να δεις εύκολα τον γύρω χώρο.
Από κει φύγαμε για να πάμε σε ένα άλλο κάστρο που βρίσκεται σχετικά κοντά. Είναι το κάστρο Jibreen. Αυτό ήταν πραγματικά όμορφο και εσωτερικά ήταν γεμάτο με τα αντίστοιχα αντικείμενα, οπότε μπορούσες να δεις πως ήταν η ζωή των ανθρώπων εκεί μέσα. Ανεβήκαμε, κατεβήκαμε σκάλες και σκαλοπάτια, βγάλαμε φωτογραφίες από ψηλά, από χαμηλά, στο εσωτερικό, παντού. Ήταν όντως πολύ πιο ενδιαφέρον από το κάστρο της Μπάχλα. Έξω από αυτό υπήρχε και ένα μαγαζάκι και ψωνίσαμε μερικά φθηνά σουβενίρ και φύγαμε ευχαριστημένοι.
Ετοιμοπόλεμος:
Κατόπιν το πρόγραμμά μας έλεγε ότι μπορούσαμε αν θέλουμε να επισκεφτούμε τρεις κοντινές πόλεις ή χωριά, τα οποία μου είχε προτείνει ο @babaduma. Τα ίδια βέβαια τα συνέστηνε και το Lonely Planet.
Ξεκινήσαμε από το χωριό Al Hamra. Αφού περιπλανηθήκαμε με το αυτοκίνητο για 10 λεπτά μέσα σε στενά δρομάκια γεμάτα με φοίνικες, με καινούργια και παλιά σπίτια, χωρίς να ξέρουμε τι ψάχναμε, παρκάραμε για να κάνουμε βόλτα. Κάνοντας τη βόλτα είδαμε την παλιά πόλη. Μπήκαμε σε αυτήν περιπλανώμενοι και θαυμάσαμε, τρόπος του λέγειν, τα ερείπια της παλιάς πόλης. Μας άρεσαν πάρα πολύ γιατί είχαν κάτι το αυθεντικό. Τα περισσότερα για να μην πω όλα τα σπίτια που είδαμε εκεί ήταν κατεστραμμένα και μισογκρεμισμένα. Μπορούσες όμως να διακρίνεις το εσωτερικό τους και να καταλάβεις πως ήταν τουλάχιστον η διαρρύθμιση, αλλά όχι και το περιεχόμενό τους.
Όμως μετά από κάποια λεπτά που κάναμε βόλτα σε αυτά τα χαλάσματα είδαμε και τα αναπαλαιωμένα σπίτια, δηλαδή μία περιοχή που πλέον τα σπίτια κατοικούνταν. Μάλιστα ένα είχε γίνει και μουσείο στο οποίο μπήκαμε και πραγματικά είχε μεγάλο ενδιαφέρον, αφού είδαμε πως ήταν όχι μόνο η διαρρύθμιση του σπιτιού αλλά και πώς τοποθετούσαν τα διάφορα σκεύη, συσκευές και έπιπλα που χρειάζονταν κάποτε οι άνθρωποι.
Μας τρατάρανε κιόλας:
Εκεί έξω βγάλαμε βέβαια αρκετές φωτογραφίες. Πιο πολύ δώσαμε σημασία στα κανάλια τα οποία διασχίζουν την πόλη, τροφοδοτώντας με νερό τις διάφορες γειτονιές. Το νερό δεν είναι καλό για να το πιει κάποιος, όμως σίγουρα μπορεί να πλύνει τα ρούχα του και ίσως διάφορα σκεύη. Μερικά κανάλια τα βλέπεις να περνάνε στο πλάι του δρόμου και καμιά φορά να περνάνε και μέσα από τα σπίτια, όπου σε ένα που μπήκαμε είδαμε ότι έχει ένα άνοιγμα και οι άνθρωποι παίρνουν από κει κατευθείαν το νερό.
Ένας μικρός πλένεται σε ένα κανάλι:
Κάναμε ένα κύκλο ανάμεσα στις φοινικιές μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο και να το πάρουμε για να πάμε στον επόμενο προορισμό μας, που δεν ήταν άλλος από την πόλη Misfah. Για να πάμε εκεί ανεβήκαμε αρκετά χιλιόμετρα, 6 με 7, μία πολύ μεγάλη ανηφόρα.
Είναι και αυτή μία μικρή πόλη η οποία έχει ακόμα παραδοσιακές κατοικίες και είναι χτισμένη πάνω σε ένα βουνό και ταυτόχρονα τα σπίτια είναι χτισμένα πάνω σε απότομους βράχους ή λόφους. Έχει και ένα μικρό κάστρο, αρκετά ψηλά, στο οποίο προσπαθήσαμε αλλά δεν καταφέραμε να φτάσουμε, αφού η πρόσβαση ήταν πολύ δύσκολη. Άλλωστε δεν είδαμε κανέναν να ανεβαίνει μέχρι εκεί. Γυρίσαμε και αφού κάναμε μία μικρή βόλτα ξανά στα σπίτια, πήραμε το αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε τις βόλτες μας.
Θέλαμε να δούμε ακόμα μία πόλη, όμως επειδή ήταν κοντά στην Νίζουα, αποφασίσαμε να δούμε την τύχη μας ανεβαίνοντας σε κάποια βουνά. Όμως βάζοντάς τα στο navigator διαπιστώσαμε ότι ήταν πολύ δύσκολο να φτάσουμε, γιατί απαιτούσαν πολύ χρόνο.
Μια τρομαγμένη από εμάς κατσίκα:
Έτσι βάλαμε στο GPS την τρίτη πόλη, την Tanuf. Αλλά πάλι συναντήσαμε προβλήματα, τώρα με το GPS. Μας έλεγε να πάμε μέσα από κάτι χωράφια. Μετά μας έστειλε σε κάτι χωματόδρομους. Τέλος πάντων, το καλό είναι ότι η περιοχή ήταν όμορφη, αφού εδώ ήταν γεμάτη οι φοίνικες, λίγο παρακάτω ξερό τοπίο, ακόμα πιο κάτω μπορεί να βλέπαμε κάτι μικρά γραφικά χωριά με 15 σπίτια ή βλέπαμε τα βουνά τριγύρω. Εδώ η περιοχή είναι όλο βουνά. Ρωτήσαμε δύο-τρεις ανθρώπους οι οποίοι μας οδήγησαν έστω και μέσα από χωματόδρομους τελικά στην πόλη που θέλαμε να φτάσουμε. Εκεί ξέραμε ότι θα είχε πάλι παλιά ερείπια μιας πόλης, η οποία εγκαταλείφθηκε το 1970 από τους κατοίκους, μετά από κάτι διαμάχες που είχαν μεταξύ τους οι φυλές, εδώ στο Ομάν.
Εγώ με την Ντίνα προχωρήσαμε λίγο πιο γρήγορα και φτάσαμε στην άκρη της παλιάς πόλης και είδαμε να ξεκινά ένα πολύ όμορφο φαράγγι. Έτσι όταν συναντηθήκαμε με τον Γιάννη και τη Μαρ τους το είπαμε και πήραμε το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα σε αυτό το φαράγγι. Προχωρήσαμε 6 χιλιόμετρα και ήταν πραγματικά αξέχαστη αυτή η διαδρομή: ένα φαράγγι τεράστιο με ένα στεγνό ποτάμι να το διασχίζει, με εικόνες από βράχια, πέτρες και γκρεμούς απίθανες, Δυστυχώς όμως είχε αρχίσει να σουρουπώνει και είχαμε και την επιστροφή, Βέβαια με το αυτοκίνητο που είχαμε δεν φοβόμασταν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί τη νύχτα. Έτσι γυρίσαμε στην Νίζουα.
Εκεί μέσα στο φαράγγι συναντήσαμε μια στιγμή δυο μικρές σκηνές και δυο κορίτσια να κάθονται. Σκεφτήκαμε ή ότι έχουν πολύ θάρρος ή έχουν τα αγόρια τους εκεί κοντά. Πράγματι λίγο μετά, στη μέση του χωματόδρομου βλέπουμε δύο νεαρούς, που είχαν σταματήσει το αυτοκίνητό τους. Το είχαν γεμάτο ξύλα τα οποία έβγαζαν και κάθε τόσο απομακρύνονταν λίγα μέτρα πιο πέρα τρομαγμένοι. Σταματάμε να δούμε τι τρέχει και μας λένε ότι είχε μπει μέσα στο αμάξι με τα ξύλα μαζί μία αράχνη και προσπαθούσαν να την βρουν και να τη διώξουν. Είχαν πολύ πλάκα, γιατί φοβόταν και εμείς γελούσαμε, δίνοντας τους όμως κουράγιο και διαβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα από μία αράχνη. Και να φανταστεί κανένας ότι αυτά τα δύο παιδιά με τις δύο κοπέλες τους έμεναν μέσα στο φαράγγι στις δύο σκηνές. Χαράς στο κουράγιο τους. Ήταν από την Ελβετία.
Ψάχνοντας την αράχνη:
Σε πελάγη ταξιδιωτικής ευτυχίας:
Τελευταία φωτογραφία στο φαράγγι. Ο δρόμος δεν πάει άλλο:
Αφού λοιπόν είχαμε εξαντλήσει όλο το φως της ημέρας επιστρέψαμε στην Nizwa. Όμως επειδή ήταν νωρίς, δηλαδή λίγο πριν τις 19:00, αποφασίσαμε να κάνουμε μία βόλτα στο κέντρο της πόλης, το οποίο βέβαια ούτε ξέραμε που βρίσκεται, διότι δεν το είχαμε επισκεφθεί ακόμα. Βάλαμε το GPS να μας οδηγήσει εκεί και διαπιστώσαμε ότι ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια από το διαμέρισμα που μέναμε. Κάναμε βόλτες στο παλιό κάστρο και στο souk. Για μία ώρα περίπου κάναμε τις βόλτες μας και είδαμε τα μαγαζιά, που όμως τα περισσότερα ήταν κλειστά, και λέω τα περισσότερα γιατί τα μαγαζιά που πουλούσαν κρέας, φρούτα, λαχανικά και ψάρια είχαν κλείσει πριν από αρκετή ώρα. Όμως τα εμπορικά καταστήματα ήταν όλα ανοιχτά και έτσι μπορούσαμε να δούμε για κάποια σουβενίρ.
Να σημειώσω ότι εγώ στη βόλτα που κάναμε στο κέντρο της πόλης αγόρασα και δύο σουβλάκια τα οποία καταβρόχθισα.
Το ξενοδοχείο μας βρίσκεται λοιπόν στο κέντρο της πόλης. Απλά είναι σε μία γειτονιά που είναι λίγο φτωχική και δεν έχει και τόσο πολλά καταστήματα. Από δω σε 5 λεπτά θα είμαστε στο κάστρο της πόλης. Και μιλάω για αύριο το πρωί που θα πρέπει σχετικά γρήγορα να δούμε κάποια πράγματα για να φύγουμε. Θα ήθελα να σημειώσω ότι οι θερμοκρασίες αυτή την εποχή σε τούτη τη χώρα είναι ιδανικές. Συνέχεια είμαστε με κοντομάνικο, αλλά θα μπορούσαμε κάλλιστα να φοράμε και ένα πουκάμισο με μακρύ μανίκι, να φοράμε κοντό παντελόνι ή όχι. Δηλαδή είναι ιδανικές οι συνθήκες. Μέρα-νύχτα η θερμοκρασία είναι από 20 μέχρι 30 βαθμούς. Ορισμένα πρωινά έκανε και λίγο κρύο αλλά ακόμα και τότε θα μπορούσες να είσαι με το κοντομάνικο.
Ο τύπος που έχει το διαμέρισμα στη Νίζουα, ενώ μπορεί να με παίρνει τηλέφωνο δεν το κάνει. Αν και το έχει κάνει μια φορά για να συνεννοηθούμε και ξέρει πολύ καλά ότι πρέπει να πληρωθεί διότι είπε ότι δεν δέχεται πιστωτικές κάρτες. Ούτε μπορεί να τραβήξει τα χρήματα από το booking.com, έτσι μας είχε ειδοποιήσει να του τα αφήσουμε το πρωί στην κουζίνα του διαμερίσματός μας. Εμείς αφήσαμε τα χρήματα, που ήταν 82 ρεάλ, 200 ευρώ για τις τρεις μέρες για όλους. Όμως εκείνος δεν ήρθε να τα πάρει και τα βρήκαμε το βράδυ που επιστρέψαμε. Επειδή εγώ δεν μπορώ να τον πάρω τηλέφωνο πήγα με το Γιάννη λίγο πιο κάτω στο μαγαζί με τον τύπο που και την πρώτη βραδιά μας έδειξε το διαμέρισμα, αφού μίλησε τηλεφωνικά με τον ιδιοκτήτη. Του τηλεφώνησε πάλι και επειδή δε μπορούσε μνα έρθει να πάρει τα λεφτά μου είπε να τα δώσω στον άνθρωπο στο μαγαζί του οποίου βρισκόμασταν. Θα περνούσε να τα πάρει. Και φυσικά δε γνωριζότανε. Αυτό είναι το υπέροχο Ομάν.
Το πρωί σηκωθήκαμε και αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από τους προορισμούς, που σύμφωνα με το πρόγραμμά μας βρίσκονταν πιο μακριά από τη Νίζουα. Οι προορισμοί αυτοί όλοι βρίσκονται στα δυτικά της πόλης. Επειδή θεωρήσαμε ότι πιο σημαντικός από όλους ήταν η πόλη Bahla, ξεκινήσαμε από εκεί.
Νίζουα:

Ένας από τους άπειρους πύργους:




Το πρωί φτιάξαμε τα σάντουιτς για να τα έχουμε μαζί μας, όπως κάθε πρωί. Πήραμε και τα νερά μας και ξεκινήσαμε στους προορισμούς μας, οι οποίοι δεν ξέραμε και πόσο χρόνο θα έπαιρναν για να τους δούμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν από την πόλη Μπάχλα που βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα, περίπου 30 με 40, και όταν φτάναμε στην είσοδο της πόλης διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για μία πολύ όμορφη πόλη που βρίσκεται σε μία σχετικά ομαλή περιοχή γεμάτη με φοίνικες και πολύ γραφικά σπίτια. Στην κορυφή ενός λόφου υπάρχει ένα τεράστιο αναπαλαιωμένο κάστρο, που το μόνο άσχημο που είχε ήταν ότι φαινόταν ολοκαίνουργιο. Η ώρα ήταν 9 και ευτυχώς εκείνη την ώρα άνοιγε, οπότε μπήκαμε μέσα αμέσως. Το εισιτήριο ήταν σχετικά φθηνό, μισό ριάλ ο καθένας. Μπήκαμε στο φρούριο και μπορώ να πω το είδαμε σχεδόν όλο. Ακόμα και σήμερα γίνονται εργασίες και οι αίθουσες του είναι σχεδόν άδειες, από όσο είδαμε.
Είσοδος στη Μπάχλα:


Το εσωτερικό:

Η πόλη:

Ο εργαζόμενος (σκληρά):

Παλιά και νέα πόλη:

Φύγαμε με ικανοποίηση θα έλεγα, για να πάμε να δούμε λίγο την πόλη, την παλιά εννοείται. Παρκάραμε στο κέντρο της και κάναμε μία μεγάλη βόλτα βγάζοντας φωτογραφίες τα παλιά σπίτια, πολλά από τα οποία είναι αναπαλαιωμένα και κατοικούνται. Εννοείται όλα αυτά τα σπίτια ήταν ανάμεσα σε άπειρα φοινικόδεντρα που όμως δεν είναι η εποχή τους για να έχουν τους χουρμάδες.





Φρέσκο ψάρι! Πάρτε:

Στην έξοδο της πόλης υπήρχε μία ωραία καινούργια πολύ μεγάλη πύλη κάτω από την οποία περνούν τα αυτοκίνητα, την οποία επισκεφθήκαμε, αφού ένας Ινδός εργάτης μας άνοιξε τις πόρτες και ανεβήκαμε μέχρι την κορυφή της. Απ’ έξω φαίνεται πολύ όμορφη αυτή η πύλη, όμως εσωτερικά δεν λέει πολλά πράγματα ούτε και από την κορυφή της μπορείς να δεις εύκολα τον γύρω χώρο.

Από κει φύγαμε για να πάμε σε ένα άλλο κάστρο που βρίσκεται σχετικά κοντά. Είναι το κάστρο Jibreen. Αυτό ήταν πραγματικά όμορφο και εσωτερικά ήταν γεμάτο με τα αντίστοιχα αντικείμενα, οπότε μπορούσες να δεις πως ήταν η ζωή των ανθρώπων εκεί μέσα. Ανεβήκαμε, κατεβήκαμε σκάλες και σκαλοπάτια, βγάλαμε φωτογραφίες από ψηλά, από χαμηλά, στο εσωτερικό, παντού. Ήταν όντως πολύ πιο ενδιαφέρον από το κάστρο της Μπάχλα. Έξω από αυτό υπήρχε και ένα μαγαζάκι και ψωνίσαμε μερικά φθηνά σουβενίρ και φύγαμε ευχαριστημένοι.





Ετοιμοπόλεμος:

Κατόπιν το πρόγραμμά μας έλεγε ότι μπορούσαμε αν θέλουμε να επισκεφτούμε τρεις κοντινές πόλεις ή χωριά, τα οποία μου είχε προτείνει ο @babaduma. Τα ίδια βέβαια τα συνέστηνε και το Lonely Planet.

Ξεκινήσαμε από το χωριό Al Hamra. Αφού περιπλανηθήκαμε με το αυτοκίνητο για 10 λεπτά μέσα σε στενά δρομάκια γεμάτα με φοίνικες, με καινούργια και παλιά σπίτια, χωρίς να ξέρουμε τι ψάχναμε, παρκάραμε για να κάνουμε βόλτα. Κάνοντας τη βόλτα είδαμε την παλιά πόλη. Μπήκαμε σε αυτήν περιπλανώμενοι και θαυμάσαμε, τρόπος του λέγειν, τα ερείπια της παλιάς πόλης. Μας άρεσαν πάρα πολύ γιατί είχαν κάτι το αυθεντικό. Τα περισσότερα για να μην πω όλα τα σπίτια που είδαμε εκεί ήταν κατεστραμμένα και μισογκρεμισμένα. Μπορούσες όμως να διακρίνεις το εσωτερικό τους και να καταλάβεις πως ήταν τουλάχιστον η διαρρύθμιση, αλλά όχι και το περιεχόμενό τους.


Όμως μετά από κάποια λεπτά που κάναμε βόλτα σε αυτά τα χαλάσματα είδαμε και τα αναπαλαιωμένα σπίτια, δηλαδή μία περιοχή που πλέον τα σπίτια κατοικούνταν. Μάλιστα ένα είχε γίνει και μουσείο στο οποίο μπήκαμε και πραγματικά είχε μεγάλο ενδιαφέρον, αφού είδαμε πως ήταν όχι μόνο η διαρρύθμιση του σπιτιού αλλά και πώς τοποθετούσαν τα διάφορα σκεύη, συσκευές και έπιπλα που χρειάζονταν κάποτε οι άνθρωποι.




Μας τρατάρανε κιόλας:

Εκεί έξω βγάλαμε βέβαια αρκετές φωτογραφίες. Πιο πολύ δώσαμε σημασία στα κανάλια τα οποία διασχίζουν την πόλη, τροφοδοτώντας με νερό τις διάφορες γειτονιές. Το νερό δεν είναι καλό για να το πιει κάποιος, όμως σίγουρα μπορεί να πλύνει τα ρούχα του και ίσως διάφορα σκεύη. Μερικά κανάλια τα βλέπεις να περνάνε στο πλάι του δρόμου και καμιά φορά να περνάνε και μέσα από τα σπίτια, όπου σε ένα που μπήκαμε είδαμε ότι έχει ένα άνοιγμα και οι άνθρωποι παίρνουν από κει κατευθείαν το νερό.

Ένας μικρός πλένεται σε ένα κανάλι:


Κάναμε ένα κύκλο ανάμεσα στις φοινικιές μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο και να το πάρουμε για να πάμε στον επόμενο προορισμό μας, που δεν ήταν άλλος από την πόλη Misfah. Για να πάμε εκεί ανεβήκαμε αρκετά χιλιόμετρα, 6 με 7, μία πολύ μεγάλη ανηφόρα.

Είναι και αυτή μία μικρή πόλη η οποία έχει ακόμα παραδοσιακές κατοικίες και είναι χτισμένη πάνω σε ένα βουνό και ταυτόχρονα τα σπίτια είναι χτισμένα πάνω σε απότομους βράχους ή λόφους. Έχει και ένα μικρό κάστρο, αρκετά ψηλά, στο οποίο προσπαθήσαμε αλλά δεν καταφέραμε να φτάσουμε, αφού η πρόσβαση ήταν πολύ δύσκολη. Άλλωστε δεν είδαμε κανέναν να ανεβαίνει μέχρι εκεί. Γυρίσαμε και αφού κάναμε μία μικρή βόλτα ξανά στα σπίτια, πήραμε το αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε τις βόλτες μας.




Θέλαμε να δούμε ακόμα μία πόλη, όμως επειδή ήταν κοντά στην Νίζουα, αποφασίσαμε να δούμε την τύχη μας ανεβαίνοντας σε κάποια βουνά. Όμως βάζοντάς τα στο navigator διαπιστώσαμε ότι ήταν πολύ δύσκολο να φτάσουμε, γιατί απαιτούσαν πολύ χρόνο.

Μια τρομαγμένη από εμάς κατσίκα:


Έτσι βάλαμε στο GPS την τρίτη πόλη, την Tanuf. Αλλά πάλι συναντήσαμε προβλήματα, τώρα με το GPS. Μας έλεγε να πάμε μέσα από κάτι χωράφια. Μετά μας έστειλε σε κάτι χωματόδρομους. Τέλος πάντων, το καλό είναι ότι η περιοχή ήταν όμορφη, αφού εδώ ήταν γεμάτη οι φοίνικες, λίγο παρακάτω ξερό τοπίο, ακόμα πιο κάτω μπορεί να βλέπαμε κάτι μικρά γραφικά χωριά με 15 σπίτια ή βλέπαμε τα βουνά τριγύρω. Εδώ η περιοχή είναι όλο βουνά. Ρωτήσαμε δύο-τρεις ανθρώπους οι οποίοι μας οδήγησαν έστω και μέσα από χωματόδρομους τελικά στην πόλη που θέλαμε να φτάσουμε. Εκεί ξέραμε ότι θα είχε πάλι παλιά ερείπια μιας πόλης, η οποία εγκαταλείφθηκε το 1970 από τους κατοίκους, μετά από κάτι διαμάχες που είχαν μεταξύ τους οι φυλές, εδώ στο Ομάν.



Εγώ με την Ντίνα προχωρήσαμε λίγο πιο γρήγορα και φτάσαμε στην άκρη της παλιάς πόλης και είδαμε να ξεκινά ένα πολύ όμορφο φαράγγι. Έτσι όταν συναντηθήκαμε με τον Γιάννη και τη Μαρ τους το είπαμε και πήραμε το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα σε αυτό το φαράγγι. Προχωρήσαμε 6 χιλιόμετρα και ήταν πραγματικά αξέχαστη αυτή η διαδρομή: ένα φαράγγι τεράστιο με ένα στεγνό ποτάμι να το διασχίζει, με εικόνες από βράχια, πέτρες και γκρεμούς απίθανες, Δυστυχώς όμως είχε αρχίσει να σουρουπώνει και είχαμε και την επιστροφή, Βέβαια με το αυτοκίνητο που είχαμε δεν φοβόμασταν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί τη νύχτα. Έτσι γυρίσαμε στην Νίζουα.


Εκεί μέσα στο φαράγγι συναντήσαμε μια στιγμή δυο μικρές σκηνές και δυο κορίτσια να κάθονται. Σκεφτήκαμε ή ότι έχουν πολύ θάρρος ή έχουν τα αγόρια τους εκεί κοντά. Πράγματι λίγο μετά, στη μέση του χωματόδρομου βλέπουμε δύο νεαρούς, που είχαν σταματήσει το αυτοκίνητό τους. Το είχαν γεμάτο ξύλα τα οποία έβγαζαν και κάθε τόσο απομακρύνονταν λίγα μέτρα πιο πέρα τρομαγμένοι. Σταματάμε να δούμε τι τρέχει και μας λένε ότι είχε μπει μέσα στο αμάξι με τα ξύλα μαζί μία αράχνη και προσπαθούσαν να την βρουν και να τη διώξουν. Είχαν πολύ πλάκα, γιατί φοβόταν και εμείς γελούσαμε, δίνοντας τους όμως κουράγιο και διαβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα από μία αράχνη. Και να φανταστεί κανένας ότι αυτά τα δύο παιδιά με τις δύο κοπέλες τους έμεναν μέσα στο φαράγγι στις δύο σκηνές. Χαράς στο κουράγιο τους. Ήταν από την Ελβετία.
Ψάχνοντας την αράχνη:


Σε πελάγη ταξιδιωτικής ευτυχίας:

Τελευταία φωτογραφία στο φαράγγι. Ο δρόμος δεν πάει άλλο:

Αφού λοιπόν είχαμε εξαντλήσει όλο το φως της ημέρας επιστρέψαμε στην Nizwa. Όμως επειδή ήταν νωρίς, δηλαδή λίγο πριν τις 19:00, αποφασίσαμε να κάνουμε μία βόλτα στο κέντρο της πόλης, το οποίο βέβαια ούτε ξέραμε που βρίσκεται, διότι δεν το είχαμε επισκεφθεί ακόμα. Βάλαμε το GPS να μας οδηγήσει εκεί και διαπιστώσαμε ότι ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια από το διαμέρισμα που μέναμε. Κάναμε βόλτες στο παλιό κάστρο και στο souk. Για μία ώρα περίπου κάναμε τις βόλτες μας και είδαμε τα μαγαζιά, που όμως τα περισσότερα ήταν κλειστά, και λέω τα περισσότερα γιατί τα μαγαζιά που πουλούσαν κρέας, φρούτα, λαχανικά και ψάρια είχαν κλείσει πριν από αρκετή ώρα. Όμως τα εμπορικά καταστήματα ήταν όλα ανοιχτά και έτσι μπορούσαμε να δούμε για κάποια σουβενίρ.



Να σημειώσω ότι εγώ στη βόλτα που κάναμε στο κέντρο της πόλης αγόρασα και δύο σουβλάκια τα οποία καταβρόχθισα.
Το ξενοδοχείο μας βρίσκεται λοιπόν στο κέντρο της πόλης. Απλά είναι σε μία γειτονιά που είναι λίγο φτωχική και δεν έχει και τόσο πολλά καταστήματα. Από δω σε 5 λεπτά θα είμαστε στο κάστρο της πόλης. Και μιλάω για αύριο το πρωί που θα πρέπει σχετικά γρήγορα να δούμε κάποια πράγματα για να φύγουμε. Θα ήθελα να σημειώσω ότι οι θερμοκρασίες αυτή την εποχή σε τούτη τη χώρα είναι ιδανικές. Συνέχεια είμαστε με κοντομάνικο, αλλά θα μπορούσαμε κάλλιστα να φοράμε και ένα πουκάμισο με μακρύ μανίκι, να φοράμε κοντό παντελόνι ή όχι. Δηλαδή είναι ιδανικές οι συνθήκες. Μέρα-νύχτα η θερμοκρασία είναι από 20 μέχρι 30 βαθμούς. Ορισμένα πρωινά έκανε και λίγο κρύο αλλά ακόμα και τότε θα μπορούσες να είσαι με το κοντομάνικο.
Ο τύπος που έχει το διαμέρισμα στη Νίζουα, ενώ μπορεί να με παίρνει τηλέφωνο δεν το κάνει. Αν και το έχει κάνει μια φορά για να συνεννοηθούμε και ξέρει πολύ καλά ότι πρέπει να πληρωθεί διότι είπε ότι δεν δέχεται πιστωτικές κάρτες. Ούτε μπορεί να τραβήξει τα χρήματα από το booking.com, έτσι μας είχε ειδοποιήσει να του τα αφήσουμε το πρωί στην κουζίνα του διαμερίσματός μας. Εμείς αφήσαμε τα χρήματα, που ήταν 82 ρεάλ, 200 ευρώ για τις τρεις μέρες για όλους. Όμως εκείνος δεν ήρθε να τα πάρει και τα βρήκαμε το βράδυ που επιστρέψαμε. Επειδή εγώ δεν μπορώ να τον πάρω τηλέφωνο πήγα με το Γιάννη λίγο πιο κάτω στο μαγαζί με τον τύπο που και την πρώτη βραδιά μας έδειξε το διαμέρισμα, αφού μίλησε τηλεφωνικά με τον ιδιοκτήτη. Του τηλεφώνησε πάλι και επειδή δε μπορούσε μνα έρθει να πάρει τα λεφτά μου είπε να τα δώσω στον άνθρωπο στο μαγαζί του οποίου βρισκόμασταν. Θα περνούσε να τα πάρει. Και φυσικά δε γνωριζότανε. Αυτό είναι το υπέροχο Ομάν.