travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ας ξεκινήσει ιστορία
- Abu Dhabi 1η μέρα
- Βόλτα Dubai
- Video
- Ομάν 1η μέρα
- Από τη Sur στη Nizwa
- Διασχίζοντας την έρημο για τη Salalah
- Salalah και πέριξ
- Επιστροφή στη Nizwa
- Περιοχή της Nizwa
- Nizwa[B],[/B]βουνά κ βόλτα στη Μασκάτ
- Βόλτες στην Μασκάτ
- Ψαροχώρια και επιστροφή στο Dubai
- Βόλτα στο Dubai, ανέλπιστα Bahrein
- Bahrein
- Συμπεράσματα
Νίζουα, βουνά και βόλτα στη Μασκάτ.
Τελευταία μέρα στη Νίζουα και έπρεπε να εγκαταλείψουμε το διαμέρισμα. Σιγά-σιγά να αφήσουμε την πάρα πολύ όμορφη εκείνη περιοχή και πόλη. Όμως ενώ είχαμε ήδη μείνει συνολικά τρεις βραδιές, δεν είχαμε ακόμα δει σχεδόν τίποτε από την ίδια την πόλη, διότι κάθε φορά τρέχαμε τη μια στη Σαλαλά και την άλλη στις γύρω πόλεις. Μόνο το προηγούμενο βράδυ είχαμε κάνει μία βόλτα για να δούμε ορισμένα πράγματα στο κέντρο της πόλης, και να είμαστε ενήμεροι για το πού θα πηγαίναμε βόλτα την επομένη το πρωί. Από τη βραδινή βόλτα είχαμε καταλάβει ότι ήταν πολύ όμορφη. Έτσι το πρωί αφήσαμε τα πράγματα στο διαμέρισμα και φύγαμε για να τη δούμε με το φως του ήλιου.
Και η μέρα δεν ήταν τυχαία. Ήταν Παρασκευή πρωί, που γινόταν το μεγάλο παζάρι της πόλης. Αυτό μου το είχε τονίσει ο @babaduma , όχι για όλες τις αγορές της χώρας αλλά στη Νίζουα έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο. Πράγματι το διαπιστώσαμε πηγαίνοντας, ευτυχώς πολύ πρωί, από τις 7:30. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μετά τις 10:00 τα πάντα έχουν τελειώσει. Όχι μόνο για την αγορά των ζώων αλλά και για τις υπόλοιπες αγορές, οι οποίες αφορούν όπλα, πουλιά, ψάρια, κρέατα, κηπευτικά.
Στο πάρκιν, χαμός:
Είχαμε διαπιστώσει ότι το διαμέρισμα που μέναμε ήταν πάρα πολύ κοντά στο κέντρο και έτσι σε λιγότερο από 10 λεπτά ήμασταν με τα πόδια εκεί και είδαμε τον τρόπο που γινόταν η πώληση των κατσικιών. Ακολούθησε και η πώληση των αγελάδων. Ο τρόπος που γίνεται η πώληση είναι ο εξής: οι πολίτες κρατάνε τα κατσίκια τους και κάνουν βόλτες γύρω-γύρω σε μία διάμετρο περίπου 15 μέτρων και ο κόσμος εξωτερικά αυτής της διαμέτρου του κύκλου βλέπει τα κατσίκια και κάνει προσφορά για την αγορά ζώου. Όσο οι πολίτες κάνουν κύκλους παίρνουν τις προσφορές και στο τέλος καταλήγουν στην πιο συμφέρουσα τιμή πώλησης και γίνεται η συναλλαγή.
Τρομερές φυσιογνωμίες:
--Αγοράστε τοοοοο. Είναι καλό πράμα:
Η κυρία περιμένει το σύζυγο να πουλήσει την πρώτη κατσίκα και αν πάρει και τη δεύτερη:
Αφού καθίσαμε μισή ώρα βλέποντας αυτόν τον πολύ περίεργο τρόπο πώλησης, φύγαμε για να πάμε να δούμε και τις άλλες αγορές.
Πουλώντας τα χαρακτηριστικά μαχαίρια τους:
Αφού κάναμε μία βόλτα σε όλες αυτές τις αγορές, αποφασίσαμε να πάμε να δούμε και το κάστρο της πόλης. Το εισιτήριο ήταν λίγο τσουχτερό, περίπου 12 ευρώ το άτομο. Όντως όμως άξιζε πάρα πολύ. Πρώτον, διότι ήταν ένα όμορφο κτίριο, το οποίο βέβαια ήταν ένα κάστρο που φαινόταν λες και ήταν κατασκευασμένο πριν από λίγα χρόνια, διότι εδώ κάνουν πολύ καλές ανακατασκευές. Δεύτερον, μέσα είχε ένα σωρό δραστηριότητες των ντόπιων για να μας δείξουν διάφορα από την παραδοσιακή ζωή των ανθρώπων.
Στο ταμείο, δυο πολύ όμορφα κορίτσια:
Λίγο πριν πιάσουν δουλειά:
Αυτές οι δραστηριότητες ήταν κατ’ αρχάς τραγούδι από μία ομάδα τουλάχιστον 15 ατόμων που κρατούσε όπλα και διάφορα μουσικά όργανα και τραγουδούσαν. Σε μία άλλη γωνία μία δασκάλα είχε μαζεμένα 5-6 παιδάκια και διάβαζαν το κοράνι. Σε άλλο σημείο είχε μία μεγάλη σκηνή, σε στυλ βεδουίνων, όπου ένας αγγειοπλάστης έφτιαχνε πήλινα. Κάπου αλλού γυναίκες μαγείρευαν ή έπλεκαν και διάφορα τέτοια. Εκτός από όλα αυτά είχε και χώρους μουσείου, όπου έβλεπες πολύ όμορφα αντικείμενα. Εννοείται ότι μπορούσες να ανέβεις στους πιο ψηλούς πύργους και να δεις από ψηλά τη θέα της πόλης, που είναι πολύ αραιοκατοικημένη με μικρά κτήρια και γεμάτη με φοίνικες.
Η Νίζουα από ψηλά:
Στο μάθημα:
Αυτός ο σοβάς, πολύ σπαστικός:
Αφού τελειώσαμε τη βόλτα μας στο κάστρο, κάναμε πάλι τη βόλτα εκεί στην αγορά της πόλης και στις 10:30 ήμασταν στο διαμέρισμα έτοιμοι για αναχώρηση. Από την πολύ όμορφη πόλη, νομίζω οι πωλήσεις ζώων ήταν ό,τι πιο όμορφο από την Νίζουα. Βέβαια, όσο ήμασταν στο κάστρο έγιναν οι πωλήσεις των αγελάδων και όταν φτάσαμε εκεί όλα είχαν τελειώσει.
Κτήρια από την παλιά πόλη:
Φεύγοντας από την πόλη οι σκέψεις ήταν δύο για το ποια διαδρομή θα ακολουθούσαμε: η μία περίπτωση ήταν να φύγουμε κατευθείαν για την πρωτεύουσα του Ομάν όπου σε 2 ώρες θα είχαμε φτάσει μέσα από ένα πολύ καλό αυτοκινητόδρομο. Φυσικά στη διαδρομή θα γινόταν 2-3 στάσεις σε ενδιαφέροντες προορισμούς. Η άλλη περίπτωση ήταν να ακολουθήσουμε μία διαδρομή από τα βουνά. Συγκεκριμένα από το πιο ψηλό βουνό της χώρας, το Jebel Akhdar. Αυτό είναι προτεινόμενο από όλους τους οδηγούς και δε θέλαμε να το χάσουμε. Όμως δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πως θα φτάναμε στα ενδιαφέροντα σημεία του βουνού. Η προσπάθεια όμως άξιζε. Εγώ το πρότεινα και ο Γιάννης φυσικά το δέχτηκε. Είχα δει σε ένα φυλλάδιο του Lonely Planet, ότι μπορούσαμε να βγούμε από αυτό το δρόμο στη Μασκάτ, δηλαδή στο βόρειο μέρος της χώρας. Όμως δεν έλεγε με σαφήνεια το δρόμο. Γι’ αυτό είχα αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο, αν δεν βρούμε διέξοδο μέσα από τα βουνά να επιστρέψουμε πίσω. Και τελικά αυτό κάναμε.
Φύγαμε από την πόλη στις 10:30 και ακολουθώντας μία διαδρομή, που είχαμε κάνει και την προηγούμενη μέρα, πηγαίναμε προς την κορυφή των βουνών, που είναι η Jebel Shams. Φτάσαμε μέχρι το υψόμετρο περίπου 2.100 μέτρων, ενώ η κορυφή είναι στα 3.000 μέτρα. Προχωρήσαμε και λίγο χωματόδρομο αλλά δεν οδηγούσε προς την θάλασσα (το βορρά που θέλαμε να πάμε) και έτσι επιστρέψαμε πίσω. Μέχρι εκείνη την ώρα, και ανεβαίνοντας επί 60 και πλέον λεπτά το βουνό, είχαμε δει ωραίες εικόνες αλλά όχι εντυπωσιακές. Είχαμε κάνει δυο-τρεις στάσεις για φωτογραφίες. Αφού δεν είχαμε δει από πού θα βγαίναμε προς τη θάλασσα αποφασίσαμε να επιστρέψουμε πίσω.
Αυτή πρέπει να είναι η κορυφή:
Σε μια από αυτές τις στάσεις που κάναμε για φωτογραφίες, είχε πολλά αυτοκίνητα σε ένα μικρό πάρκιν και για να βγει ο Γιάννης του έκανα κουμάντο. Ξαφνικά ακούω ένα τουρίστα, στην ηλικία μου περίπου, να μας δίνει κι αυτός οδηγίες σε σπασμένα ελληνικά, αστειευόμενος. Τον είδα ότι είχε όρεξη για επαφή και τον ρώτησα από πού είναι: Ολλανδός.
─Από πού ξέρεις τα ελληνικά; Έχεις πάει Ελλάδα;
─Όχι, μου λέει, από το σχολείο.
Εννοείται ότι πλέον μιλούσαμε στα αγγλικά. Του λέω λοιπόν:
─Πριν σαράντα χρόνια γνώρισα μια κοπέλα από την Ολλανδία και ήξερε κι εκείνη ελληνικά που τα έμαθε στο σχολείο. Μάλιστα ήξερε και Όμηρο. Και συνεχίζω στα ελληνικά: ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον.
Και μου απαντά ο τύπος γεμάτος χαρά: ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν.
Ενθουσιαστήκαμε και οι δύο.
Επιστρέφοντας είδαμε μέσα στο χωματόδρομο μία άσφαλτο προς τα αριστερά μας, η οποία είχε μία ταμπέλα που έλεγε ότι οδηγούσε σε ένα ξενοδοχείο. Είπαμε, αφού ήταν άσφαλτος, ας την ακολουθήσουμε. Πηγαίνοντας γύρω στα 2-3 χιλιόμετρα σε αυτό το δρόμο, είδαμε από μακριά πολλά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Καταλάβαμε ότι κάτι ενδιαφέρον θα είχε εκεί και όντως ήταν μία υπέροχη χαράδρα στο βάθος. Ήταν αυτό το μέρος που όλοι οι τουριστικοί οδηγοί δείχνουν από τα υπέροχα βουνά. Ήταν το μέρος των βουνών που ψάχναμε. Κάναμε βόλτα επί μισή ώρα απολαμβάνοντας το τοπίο. Αυτή και μόνο η εικόνα στο σημείο αυτό, αντάμειψε και το χρόνο, αλλά και τα χιλιόμετρα που κάναμε για να ανέβουμε μέχρι εκεί. Κρίμα που οι φωτογραφίες δε δείχνουν την ομορφιά του τοπίου!
Και ιδού η πρώτη εικόνα;
Διακρίνεται (κάνετε κλικ) το μονοπάτι για τους τολμηρούς:
Στο μονοπάτι διακρίνονται και δυο νεαροί που βγάζουν φωτογραφία:
Επιστρέφοντας κάναμε μια στάση να δούμε μια παλιά πόλη. Εκεί είχε και άλλο κόσμο αλλά εντύπωση μου έκανε μια παρέα με μηχανές, τουλάχιστον δέκα. Μιλούσαν Ιταλικά και ρώτησα μια κοπέλα να μου πει αν ήρθαν από εκεί οδικά. Οι μισές μηχανές είχαν έρθει με πλοίο από την Ιταλία και οι οι άλλες ήταν νοικιασμένες.
Κάναμε βόλτα και στο γουάντι:
Μετά πήραμε τον αυτοκινητόδρομο για τη Μασκάτ. Μέχρι τις 6:30 το απόγευμα είχαμε φτάσει στη Μασκάτ. Στη διαδρομή δεν είδαμε κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον κοντά μας και έτσι κάναμε μονάχα μία στάση σε ένα από τα περίφημα πλέον και πολύ γνωστά σε μας Wadi. Ήταν όμορφο αλλά ήθελε αρκετό χρόνο για να το περπατήσουμε και έτσι αφού τράβηξα μερικές φωτογραφίες πήραμε το δρόμο μας για την πόλη.
Φτάσαμε στο διαμέρισμα που έχει και αυτό όπως και στην Νίζουα δυο δωμάτια, και δυο μπάνια με μία κουζίνα. Βρίσκεται σχετικά κοντά στο κέντρο της πόλης. Γι’ αυτό και αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, πήγαμε και κάναμε πρώτα μία στάση κοντά στο παλάτι και το εθνικό μουσείο και μετά μία άλλη στην αγορά, όπου κάναμε αρκετή βόλτα.
Το πρώτο σημείο ήταν εντυπωσιακό γιατί μέσα σε μικρή απόσταση βλέπαμε φωτισμένα υπέροχα κτίρια και τα κάστρα επάνω σε ψηλούς βράχους.
Στην αγορά είχε τα συνηθισμένα και πήγαμε με τον Γιάννη να πάρουμε μερικά σουβλάκια να φάμε το βράδυ. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και τα φάγαμε.
Τελικά μου έστειλε η εταιρία που είχα νοικιάσει το αυτοκίνητο στο Ντουμπάι τον επιπλέον λογαριασμό, ο οποίος αφορούσε τα διόδια που έπρεπε να πληρώσουμε και ήταν γύρω στα 18 ευρώ συνολικά και το πρόστιμο από την παράνομη στάθμευση το οποίο και αυτό ήταν περίπου στα 45. Δεν νομίζω ότι είναι πολλά χρήματα όλο αυτό το ποσόν γιατί τα έχουμε γλιτώσει από τα φτηνά ξενοδοχεία που πηγαίνουμε. Μέσος όρος είναι 40 ευρώ το δίκλινο.
Τελευταία μέρα στη Νίζουα και έπρεπε να εγκαταλείψουμε το διαμέρισμα. Σιγά-σιγά να αφήσουμε την πάρα πολύ όμορφη εκείνη περιοχή και πόλη. Όμως ενώ είχαμε ήδη μείνει συνολικά τρεις βραδιές, δεν είχαμε ακόμα δει σχεδόν τίποτε από την ίδια την πόλη, διότι κάθε φορά τρέχαμε τη μια στη Σαλαλά και την άλλη στις γύρω πόλεις. Μόνο το προηγούμενο βράδυ είχαμε κάνει μία βόλτα για να δούμε ορισμένα πράγματα στο κέντρο της πόλης, και να είμαστε ενήμεροι για το πού θα πηγαίναμε βόλτα την επομένη το πρωί. Από τη βραδινή βόλτα είχαμε καταλάβει ότι ήταν πολύ όμορφη. Έτσι το πρωί αφήσαμε τα πράγματα στο διαμέρισμα και φύγαμε για να τη δούμε με το φως του ήλιου.

Και η μέρα δεν ήταν τυχαία. Ήταν Παρασκευή πρωί, που γινόταν το μεγάλο παζάρι της πόλης. Αυτό μου το είχε τονίσει ο @babaduma , όχι για όλες τις αγορές της χώρας αλλά στη Νίζουα έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο. Πράγματι το διαπιστώσαμε πηγαίνοντας, ευτυχώς πολύ πρωί, από τις 7:30. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μετά τις 10:00 τα πάντα έχουν τελειώσει. Όχι μόνο για την αγορά των ζώων αλλά και για τις υπόλοιπες αγορές, οι οποίες αφορούν όπλα, πουλιά, ψάρια, κρέατα, κηπευτικά.
Στο πάρκιν, χαμός:


Είχαμε διαπιστώσει ότι το διαμέρισμα που μέναμε ήταν πάρα πολύ κοντά στο κέντρο και έτσι σε λιγότερο από 10 λεπτά ήμασταν με τα πόδια εκεί και είδαμε τον τρόπο που γινόταν η πώληση των κατσικιών. Ακολούθησε και η πώληση των αγελάδων. Ο τρόπος που γίνεται η πώληση είναι ο εξής: οι πολίτες κρατάνε τα κατσίκια τους και κάνουν βόλτες γύρω-γύρω σε μία διάμετρο περίπου 15 μέτρων και ο κόσμος εξωτερικά αυτής της διαμέτρου του κύκλου βλέπει τα κατσίκια και κάνει προσφορά για την αγορά ζώου. Όσο οι πολίτες κάνουν κύκλους παίρνουν τις προσφορές και στο τέλος καταλήγουν στην πιο συμφέρουσα τιμή πώλησης και γίνεται η συναλλαγή.



Τρομερές φυσιογνωμίες:

--Αγοράστε τοοοοο. Είναι καλό πράμα:

Η κυρία περιμένει το σύζυγο να πουλήσει την πρώτη κατσίκα και αν πάρει και τη δεύτερη:

Αφού καθίσαμε μισή ώρα βλέποντας αυτόν τον πολύ περίεργο τρόπο πώλησης, φύγαμε για να πάμε να δούμε και τις άλλες αγορές.


Πουλώντας τα χαρακτηριστικά μαχαίρια τους:



Αφού κάναμε μία βόλτα σε όλες αυτές τις αγορές, αποφασίσαμε να πάμε να δούμε και το κάστρο της πόλης. Το εισιτήριο ήταν λίγο τσουχτερό, περίπου 12 ευρώ το άτομο. Όντως όμως άξιζε πάρα πολύ. Πρώτον, διότι ήταν ένα όμορφο κτίριο, το οποίο βέβαια ήταν ένα κάστρο που φαινόταν λες και ήταν κατασκευασμένο πριν από λίγα χρόνια, διότι εδώ κάνουν πολύ καλές ανακατασκευές. Δεύτερον, μέσα είχε ένα σωρό δραστηριότητες των ντόπιων για να μας δείξουν διάφορα από την παραδοσιακή ζωή των ανθρώπων.
Στο ταμείο, δυο πολύ όμορφα κορίτσια:





Λίγο πριν πιάσουν δουλειά:


Αυτές οι δραστηριότητες ήταν κατ’ αρχάς τραγούδι από μία ομάδα τουλάχιστον 15 ατόμων που κρατούσε όπλα και διάφορα μουσικά όργανα και τραγουδούσαν. Σε μία άλλη γωνία μία δασκάλα είχε μαζεμένα 5-6 παιδάκια και διάβαζαν το κοράνι. Σε άλλο σημείο είχε μία μεγάλη σκηνή, σε στυλ βεδουίνων, όπου ένας αγγειοπλάστης έφτιαχνε πήλινα. Κάπου αλλού γυναίκες μαγείρευαν ή έπλεκαν και διάφορα τέτοια. Εκτός από όλα αυτά είχε και χώρους μουσείου, όπου έβλεπες πολύ όμορφα αντικείμενα. Εννοείται ότι μπορούσες να ανέβεις στους πιο ψηλούς πύργους και να δεις από ψηλά τη θέα της πόλης, που είναι πολύ αραιοκατοικημένη με μικρά κτήρια και γεμάτη με φοίνικες.

Η Νίζουα από ψηλά:


Στο μάθημα:

Αυτός ο σοβάς, πολύ σπαστικός:




Αφού τελειώσαμε τη βόλτα μας στο κάστρο, κάναμε πάλι τη βόλτα εκεί στην αγορά της πόλης και στις 10:30 ήμασταν στο διαμέρισμα έτοιμοι για αναχώρηση. Από την πολύ όμορφη πόλη, νομίζω οι πωλήσεις ζώων ήταν ό,τι πιο όμορφο από την Νίζουα. Βέβαια, όσο ήμασταν στο κάστρο έγιναν οι πωλήσεις των αγελάδων και όταν φτάσαμε εκεί όλα είχαν τελειώσει.
Κτήρια από την παλιά πόλη:


Φεύγοντας από την πόλη οι σκέψεις ήταν δύο για το ποια διαδρομή θα ακολουθούσαμε: η μία περίπτωση ήταν να φύγουμε κατευθείαν για την πρωτεύουσα του Ομάν όπου σε 2 ώρες θα είχαμε φτάσει μέσα από ένα πολύ καλό αυτοκινητόδρομο. Φυσικά στη διαδρομή θα γινόταν 2-3 στάσεις σε ενδιαφέροντες προορισμούς. Η άλλη περίπτωση ήταν να ακολουθήσουμε μία διαδρομή από τα βουνά. Συγκεκριμένα από το πιο ψηλό βουνό της χώρας, το Jebel Akhdar. Αυτό είναι προτεινόμενο από όλους τους οδηγούς και δε θέλαμε να το χάσουμε. Όμως δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πως θα φτάναμε στα ενδιαφέροντα σημεία του βουνού. Η προσπάθεια όμως άξιζε. Εγώ το πρότεινα και ο Γιάννης φυσικά το δέχτηκε. Είχα δει σε ένα φυλλάδιο του Lonely Planet, ότι μπορούσαμε να βγούμε από αυτό το δρόμο στη Μασκάτ, δηλαδή στο βόρειο μέρος της χώρας. Όμως δεν έλεγε με σαφήνεια το δρόμο. Γι’ αυτό είχα αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο, αν δεν βρούμε διέξοδο μέσα από τα βουνά να επιστρέψουμε πίσω. Και τελικά αυτό κάναμε.


Φύγαμε από την πόλη στις 10:30 και ακολουθώντας μία διαδρομή, που είχαμε κάνει και την προηγούμενη μέρα, πηγαίναμε προς την κορυφή των βουνών, που είναι η Jebel Shams. Φτάσαμε μέχρι το υψόμετρο περίπου 2.100 μέτρων, ενώ η κορυφή είναι στα 3.000 μέτρα. Προχωρήσαμε και λίγο χωματόδρομο αλλά δεν οδηγούσε προς την θάλασσα (το βορρά που θέλαμε να πάμε) και έτσι επιστρέψαμε πίσω. Μέχρι εκείνη την ώρα, και ανεβαίνοντας επί 60 και πλέον λεπτά το βουνό, είχαμε δει ωραίες εικόνες αλλά όχι εντυπωσιακές. Είχαμε κάνει δυο-τρεις στάσεις για φωτογραφίες. Αφού δεν είχαμε δει από πού θα βγαίναμε προς τη θάλασσα αποφασίσαμε να επιστρέψουμε πίσω.

Αυτή πρέπει να είναι η κορυφή:


Σε μια από αυτές τις στάσεις που κάναμε για φωτογραφίες, είχε πολλά αυτοκίνητα σε ένα μικρό πάρκιν και για να βγει ο Γιάννης του έκανα κουμάντο. Ξαφνικά ακούω ένα τουρίστα, στην ηλικία μου περίπου, να μας δίνει κι αυτός οδηγίες σε σπασμένα ελληνικά, αστειευόμενος. Τον είδα ότι είχε όρεξη για επαφή και τον ρώτησα από πού είναι: Ολλανδός.
─Από πού ξέρεις τα ελληνικά; Έχεις πάει Ελλάδα;
─Όχι, μου λέει, από το σχολείο.
Εννοείται ότι πλέον μιλούσαμε στα αγγλικά. Του λέω λοιπόν:
─Πριν σαράντα χρόνια γνώρισα μια κοπέλα από την Ολλανδία και ήξερε κι εκείνη ελληνικά που τα έμαθε στο σχολείο. Μάλιστα ήξερε και Όμηρο. Και συνεχίζω στα ελληνικά: ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον.
Και μου απαντά ο τύπος γεμάτος χαρά: ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν.
Ενθουσιαστήκαμε και οι δύο.

Επιστρέφοντας είδαμε μέσα στο χωματόδρομο μία άσφαλτο προς τα αριστερά μας, η οποία είχε μία ταμπέλα που έλεγε ότι οδηγούσε σε ένα ξενοδοχείο. Είπαμε, αφού ήταν άσφαλτος, ας την ακολουθήσουμε. Πηγαίνοντας γύρω στα 2-3 χιλιόμετρα σε αυτό το δρόμο, είδαμε από μακριά πολλά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Καταλάβαμε ότι κάτι ενδιαφέρον θα είχε εκεί και όντως ήταν μία υπέροχη χαράδρα στο βάθος. Ήταν αυτό το μέρος που όλοι οι τουριστικοί οδηγοί δείχνουν από τα υπέροχα βουνά. Ήταν το μέρος των βουνών που ψάχναμε. Κάναμε βόλτα επί μισή ώρα απολαμβάνοντας το τοπίο. Αυτή και μόνο η εικόνα στο σημείο αυτό, αντάμειψε και το χρόνο, αλλά και τα χιλιόμετρα που κάναμε για να ανέβουμε μέχρι εκεί. Κρίμα που οι φωτογραφίες δε δείχνουν την ομορφιά του τοπίου!

Και ιδού η πρώτη εικόνα;






Διακρίνεται (κάνετε κλικ) το μονοπάτι για τους τολμηρούς:

Στο μονοπάτι διακρίνονται και δυο νεαροί που βγάζουν φωτογραφία:


Επιστρέφοντας κάναμε μια στάση να δούμε μια παλιά πόλη. Εκεί είχε και άλλο κόσμο αλλά εντύπωση μου έκανε μια παρέα με μηχανές, τουλάχιστον δέκα. Μιλούσαν Ιταλικά και ρώτησα μια κοπέλα να μου πει αν ήρθαν από εκεί οδικά. Οι μισές μηχανές είχαν έρθει με πλοίο από την Ιταλία και οι οι άλλες ήταν νοικιασμένες.




Κάναμε βόλτα και στο γουάντι:



Μετά πήραμε τον αυτοκινητόδρομο για τη Μασκάτ. Μέχρι τις 6:30 το απόγευμα είχαμε φτάσει στη Μασκάτ. Στη διαδρομή δεν είδαμε κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον κοντά μας και έτσι κάναμε μονάχα μία στάση σε ένα από τα περίφημα πλέον και πολύ γνωστά σε μας Wadi. Ήταν όμορφο αλλά ήθελε αρκετό χρόνο για να το περπατήσουμε και έτσι αφού τράβηξα μερικές φωτογραφίες πήραμε το δρόμο μας για την πόλη.


Φτάσαμε στο διαμέρισμα που έχει και αυτό όπως και στην Νίζουα δυο δωμάτια, και δυο μπάνια με μία κουζίνα. Βρίσκεται σχετικά κοντά στο κέντρο της πόλης. Γι’ αυτό και αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, πήγαμε και κάναμε πρώτα μία στάση κοντά στο παλάτι και το εθνικό μουσείο και μετά μία άλλη στην αγορά, όπου κάναμε αρκετή βόλτα.
Το πρώτο σημείο ήταν εντυπωσιακό γιατί μέσα σε μικρή απόσταση βλέπαμε φωτισμένα υπέροχα κτίρια και τα κάστρα επάνω σε ψηλούς βράχους.






Στην αγορά είχε τα συνηθισμένα και πήγαμε με τον Γιάννη να πάρουμε μερικά σουβλάκια να φάμε το βράδυ. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και τα φάγαμε.

Τελικά μου έστειλε η εταιρία που είχα νοικιάσει το αυτοκίνητο στο Ντουμπάι τον επιπλέον λογαριασμό, ο οποίος αφορούσε τα διόδια που έπρεπε να πληρώσουμε και ήταν γύρω στα 18 ευρώ συνολικά και το πρόστιμο από την παράνομη στάθμευση το οποίο και αυτό ήταν περίπου στα 45. Δεν νομίζω ότι είναι πολλά χρήματα όλο αυτό το ποσόν γιατί τα έχουμε γλιτώσει από τα φτηνά ξενοδοχεία που πηγαίνουμε. Μέσος όρος είναι 40 ευρώ το δίκλινο.