χριστίναα95
Member
- Μηνύματα
- 194
- Likes
- 875
Ντινάν
Μόλις μιάμιση ώρα μακριά από τις Βρυξέλλες, το Ντινάν αποτελεί ιδανικό προορισμό για μονοήμερη εκδρομή, παρόλο που δε βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των πόλεων που πρέπει κανείς να επισκεφτεί στο Βέλγιο. Χωρίς να έχει την ομορφιά της Γάνδης ή της Μπρυζ, η μικρή αυτή πόλη έχει τη γοητεία της και κατά τη γνώμη μου αξίζει λίγο από το χρόνο σας. Έχω μια αδυναμία στα ποτάμια και τις όμορφες θέες, οπότε για μένα το Ντινάν ήταν μια προφανής επιλογή. Όμως, ακόμη και η φίλη που ουσιαστικά έσυρα μαζί μου το ερωτεύτηκε.
Κατεβήκαμε από το τραίνο και βγήκαμε από το σιδηροδρομικό σταθμό χωρίς πρόγραμμα ή χάρτη. Το μέγεθος της πόλης τα καθιστά και τα δύο αχρείαστα. Οι περισσότεροι επιβάτες που κατέβηκαν μαζί μας ήταν νέοι με μικρές χειραποσκευές. Υποθέσαμε πως είναι ντόπιοι που επέστρεφαν από ένα σαββατοκύριακο κάπου αλλού. Τους ακολουθήσαμε και σε λίγα μόλις λεπτά βρισκόμασταν στο κέντρο της πόλης. Η εικόνα που βρισκόταν μπροστά μας ήταν σαν να είχε βγει από καρτ ποστάλ: η εκκλησία και τα χρωματιστά κτίρια καθρεπτίζονταν στο ποτάμι, με το μεγάλο βράχο του citadel να δεσπόζει επιβλητικός από πάνω τους. Είδαμε το άγαλμα του Charles de Gaulle και στη συνέχεια περάσαμε την ομώνυμη γέφυρα, πάνω στην οποία βρίσκονται σαξόφωνα διακοσμημένα με βάση διαφορετικές χώρες (άλλωστε το Ντινάν είναι η γενέτειρα του δημιουργού του σαξοφώνου). Κάναμε την πρώτη μας στάση στην Notre Dame de Dinant, έξω από την οποία υπήρχε πινακίδα με πληροφορίες στα ολλανδικά, τα γαλλικά και τα γιαπωνέζικα (!). Όταν μπήκαμε, δεν υπήρχε κανείς άλλος στην εκκλησία και η ησυχία, σε συνδυασμό με το επιβλητικό κτίριο, τα όμορφα βιτρό και τα αναμμένα ρεσό δημιουργούσε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Υπάρχουν πολλές πινακίδες σχετικά με την ιστορία της εκκλησίας και των εκθεμάτων που βρίσκονται μέσα σε αυτήν, αλλά είναι όλες στα γαλλικά, οπότε η ανάγνωσή τους μας πήρε αρκετό χρόνο. Όταν πια είχαμε ολοκληρώσει την περιήγηση, εισέβαλε στο χώρο μια παρέα Αμερικανών τουριστών που πόζαραν πάνω στα στασίδια χαζογελώντας, οπότε δεν καθυστερήσαμε καθόλου την αναχώρησή μας.
Σειρά είχε το citadel, που φυσικά είναι και το βασικό αξιοθέατο του Ντινάν. Το εισιτήριο κόστιζε 8 ευρώ και συμπεριλάμβανε την ανάβαση με τελεφερίκ. Νομίζω πως τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχει ένα ελαφρώς ακριβότερο εισιτήριο που περιλαμβάνει και κρουαζιέρα στο ποτάμι. Και ενώ το τελεφερίκ βρισκόταν ακόμη στα μισά της διαδρομής, κατεβαίνοντας από τον επιβλητικό βράχο, μπορούσαμε ήδη να ακούσουμε μία φωνή που τσίριζε στα ελληνικά να χαλάει τη μαγεία της στιγμής. Μετά τον απαραίτητο χαιρετισμό με τους πατριώτες, αρχίσαμε κι εμείς την ανάβασή μας. Το τελεφερίκ απομακρυνόταν από το έδαφος και η όμορφη θέα μας προετοίμαζε για αυτό που θα αντικρίζαμε αργότερα από το ίδιο το φρούριο. Το citadel αποδείχθηκε ανώτερο των προσδοκιών μας. Περιμέναμε ένα μέτριο μουσείο για το οποίο θα μας αποζημίωνε μία συγκλονιστική θέα, όμως τελικά η έκθεση ήταν ενδιαφέρουσα και καλοστημένη. Κατά τη διάρκεια της περιήγησης μας συναντήσαμε μπουντρούμια κρατουμένων, όργανα βασανισμού, φωτογραφίες, μακέτες σχετικές με τη μάχη του Ντινάν και μαρτυρίες των επιζώντων, πάντα συνοδευόμενα από περιεκτικές και κατατοπιστικές πληροφορίες. Δε μπορώ να εγγυηθώ ότι το μουσείο θα εντυπωσίαζε έναν ειδήμονα στην ιστορία της περιόδου, αλλά ήταν παραπάνω από αρκετό για εμάς. Μετά τη λήξη του εκπαιδευτικού σκέλους της εκδρομής, ήταν επιτέλους η ώρα να απολαύσουμε την πολυαναμενόμενη θέα. Το θέαμα που απλωνόταν από κάτω μας όταν βγήκαμε στο μπαλκόνι ήταν πραγματικά πανέμορφο. Και το καλύτερο: το είχαμε όλο δικό μας. Ήμασταν μόνες μας και μπορούσαμε να απολαύσουμε και να φωτογραφήσουμε το τοπίο χωρίς να σπρωχνόμαστε με άλλους πενήντα τουρίστες. Περάσαμε περίπου μισή ώρα βγάζοντας φωτογραφίες και χαζεύοντας το ποτάμι που διασχίζει την πόλη κι αποφασίσαμε να φύγουμε μόνο όταν άρχισε πια ένας δυνατός αέρας.
Τα στομάχια μας άρχισαν να διαμαρτύρονται από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας έξω από το τελεφερίκ. Μία γρήγορη έρευνα στο ίντερνετ μας πρότεινε το Cafe Solbrun, ο όμορφος χώρος του οποίου μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι ακριβώς μπροστά στην τζαμαρία και φάγαμε αφράτα pancakes, ενώ για πρώτη φορά μετά από καιρό, ο ήλιος αποφάσισε να μας τιμήσει με την παρουσία του. Ήλιος, θέα στο ποτάμι και καλό φαγητό. Τι παραπάνω θα μπορούσαμε να ζητήσουμε;
Αφήσαμε το μαγαζί απόλυτα ικανοποιημένες και απολαύσαμε τις ακτίνες του ήλιου κάνοντας μια υπέροχη βόλτα κατά μήκος του ποταμού. Τα βήματά μας, μας έβγαλαν μπροστά στο σπίτι του Αντόλφ Σαξ, εφευρέτη του σαξοφώνου. Μη έχοντας κάνει την παραμικρή έρευνα, περιμέναμε να δούμε το χώρο που είχε ζήσει ο μουσικός, αλλά αντί γι αυτό συναντήσαμε ένα μικρό χαριτωμένο μουσείο σχετικά με τη ζωή και τη μουσική του. Διαβάσαμε τις πληροφορίες, ακούσαμε όμορφους ήχους και συνεχίσαμε να περπατάμε κατά μήκος του ποταμού.
Από την κορφή του citadel είχαμε δει ότι στην απέναντι πλευρά του ποταμιού είχε λόφους με χωράφια. Εγώ δε θα τους έριχνα δεύτερη ματιά, αλλά η φίλη μου μάλλον νοστάλγησε τα καλοκαίρια της στο χωριό και πρότεινε να κινηθούμε προς τα κει, λέγοντας ότι ίσως προσφέρουν μια διαφορετική θέα της πόλης. Υπήρχε ένας δρόμος ανάμεσα στα περιφραγμένα χωράφια κι εγώ όπου ακούω θέα τρέχω, οπότε ξεκινήσαμε το σκαρφάλωμα. Τελικά, θέα δεν καταφέραμε να βρούμε, όμως αναπνεύσαμε καθαρό αέρα, πιάσαμε φιλίες με άλογα και γαϊδούρια, πήραμε μια αίσθηση της ζωής των μόνιμων κατοίκων της πόλης κι είδαμε ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι αυτά τα υπέροχα χρώματα στον ουρανό σήμαιναν ότι σύντομα το λιγοστό φως που είχε απομείνει θα εξαφανιζόταν και μιας και δε θέλαμε να κατεβαίνουμε λόφους στα σκοτάδια, πήραμε βιαστικά το δρόμο της επιστροφής. Είχε πια νυχτώσει και η αντανάκλαση της φωτισμένης πόλης στο ποτάμι ήταν μαγική. Παρά την ψύχρα, καθίσαμε για αρκετή ώρα δίπλα στο ποτάμι, απολαμβάνοντας το τοπίο και αναπολώντας όλες τις ωραίες στιγμές στο Βέλγιο.
Μόλις μιάμιση ώρα μακριά από τις Βρυξέλλες, το Ντινάν αποτελεί ιδανικό προορισμό για μονοήμερη εκδρομή, παρόλο που δε βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των πόλεων που πρέπει κανείς να επισκεφτεί στο Βέλγιο. Χωρίς να έχει την ομορφιά της Γάνδης ή της Μπρυζ, η μικρή αυτή πόλη έχει τη γοητεία της και κατά τη γνώμη μου αξίζει λίγο από το χρόνο σας. Έχω μια αδυναμία στα ποτάμια και τις όμορφες θέες, οπότε για μένα το Ντινάν ήταν μια προφανής επιλογή. Όμως, ακόμη και η φίλη που ουσιαστικά έσυρα μαζί μου το ερωτεύτηκε.
Κατεβήκαμε από το τραίνο και βγήκαμε από το σιδηροδρομικό σταθμό χωρίς πρόγραμμα ή χάρτη. Το μέγεθος της πόλης τα καθιστά και τα δύο αχρείαστα. Οι περισσότεροι επιβάτες που κατέβηκαν μαζί μας ήταν νέοι με μικρές χειραποσκευές. Υποθέσαμε πως είναι ντόπιοι που επέστρεφαν από ένα σαββατοκύριακο κάπου αλλού. Τους ακολουθήσαμε και σε λίγα μόλις λεπτά βρισκόμασταν στο κέντρο της πόλης. Η εικόνα που βρισκόταν μπροστά μας ήταν σαν να είχε βγει από καρτ ποστάλ: η εκκλησία και τα χρωματιστά κτίρια καθρεπτίζονταν στο ποτάμι, με το μεγάλο βράχο του citadel να δεσπόζει επιβλητικός από πάνω τους. Είδαμε το άγαλμα του Charles de Gaulle και στη συνέχεια περάσαμε την ομώνυμη γέφυρα, πάνω στην οποία βρίσκονται σαξόφωνα διακοσμημένα με βάση διαφορετικές χώρες (άλλωστε το Ντινάν είναι η γενέτειρα του δημιουργού του σαξοφώνου). Κάναμε την πρώτη μας στάση στην Notre Dame de Dinant, έξω από την οποία υπήρχε πινακίδα με πληροφορίες στα ολλανδικά, τα γαλλικά και τα γιαπωνέζικα (!). Όταν μπήκαμε, δεν υπήρχε κανείς άλλος στην εκκλησία και η ησυχία, σε συνδυασμό με το επιβλητικό κτίριο, τα όμορφα βιτρό και τα αναμμένα ρεσό δημιουργούσε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Υπάρχουν πολλές πινακίδες σχετικά με την ιστορία της εκκλησίας και των εκθεμάτων που βρίσκονται μέσα σε αυτήν, αλλά είναι όλες στα γαλλικά, οπότε η ανάγνωσή τους μας πήρε αρκετό χρόνο. Όταν πια είχαμε ολοκληρώσει την περιήγηση, εισέβαλε στο χώρο μια παρέα Αμερικανών τουριστών που πόζαραν πάνω στα στασίδια χαζογελώντας, οπότε δεν καθυστερήσαμε καθόλου την αναχώρησή μας.
Σειρά είχε το citadel, που φυσικά είναι και το βασικό αξιοθέατο του Ντινάν. Το εισιτήριο κόστιζε 8 ευρώ και συμπεριλάμβανε την ανάβαση με τελεφερίκ. Νομίζω πως τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχει ένα ελαφρώς ακριβότερο εισιτήριο που περιλαμβάνει και κρουαζιέρα στο ποτάμι. Και ενώ το τελεφερίκ βρισκόταν ακόμη στα μισά της διαδρομής, κατεβαίνοντας από τον επιβλητικό βράχο, μπορούσαμε ήδη να ακούσουμε μία φωνή που τσίριζε στα ελληνικά να χαλάει τη μαγεία της στιγμής. Μετά τον απαραίτητο χαιρετισμό με τους πατριώτες, αρχίσαμε κι εμείς την ανάβασή μας. Το τελεφερίκ απομακρυνόταν από το έδαφος και η όμορφη θέα μας προετοίμαζε για αυτό που θα αντικρίζαμε αργότερα από το ίδιο το φρούριο. Το citadel αποδείχθηκε ανώτερο των προσδοκιών μας. Περιμέναμε ένα μέτριο μουσείο για το οποίο θα μας αποζημίωνε μία συγκλονιστική θέα, όμως τελικά η έκθεση ήταν ενδιαφέρουσα και καλοστημένη. Κατά τη διάρκεια της περιήγησης μας συναντήσαμε μπουντρούμια κρατουμένων, όργανα βασανισμού, φωτογραφίες, μακέτες σχετικές με τη μάχη του Ντινάν και μαρτυρίες των επιζώντων, πάντα συνοδευόμενα από περιεκτικές και κατατοπιστικές πληροφορίες. Δε μπορώ να εγγυηθώ ότι το μουσείο θα εντυπωσίαζε έναν ειδήμονα στην ιστορία της περιόδου, αλλά ήταν παραπάνω από αρκετό για εμάς. Μετά τη λήξη του εκπαιδευτικού σκέλους της εκδρομής, ήταν επιτέλους η ώρα να απολαύσουμε την πολυαναμενόμενη θέα. Το θέαμα που απλωνόταν από κάτω μας όταν βγήκαμε στο μπαλκόνι ήταν πραγματικά πανέμορφο. Και το καλύτερο: το είχαμε όλο δικό μας. Ήμασταν μόνες μας και μπορούσαμε να απολαύσουμε και να φωτογραφήσουμε το τοπίο χωρίς να σπρωχνόμαστε με άλλους πενήντα τουρίστες. Περάσαμε περίπου μισή ώρα βγάζοντας φωτογραφίες και χαζεύοντας το ποτάμι που διασχίζει την πόλη κι αποφασίσαμε να φύγουμε μόνο όταν άρχισε πια ένας δυνατός αέρας.
Τα στομάχια μας άρχισαν να διαμαρτύρονται από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας έξω από το τελεφερίκ. Μία γρήγορη έρευνα στο ίντερνετ μας πρότεινε το Cafe Solbrun, ο όμορφος χώρος του οποίου μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι ακριβώς μπροστά στην τζαμαρία και φάγαμε αφράτα pancakes, ενώ για πρώτη φορά μετά από καιρό, ο ήλιος αποφάσισε να μας τιμήσει με την παρουσία του. Ήλιος, θέα στο ποτάμι και καλό φαγητό. Τι παραπάνω θα μπορούσαμε να ζητήσουμε;
Αφήσαμε το μαγαζί απόλυτα ικανοποιημένες και απολαύσαμε τις ακτίνες του ήλιου κάνοντας μια υπέροχη βόλτα κατά μήκος του ποταμού. Τα βήματά μας, μας έβγαλαν μπροστά στο σπίτι του Αντόλφ Σαξ, εφευρέτη του σαξοφώνου. Μη έχοντας κάνει την παραμικρή έρευνα, περιμέναμε να δούμε το χώρο που είχε ζήσει ο μουσικός, αλλά αντί γι αυτό συναντήσαμε ένα μικρό χαριτωμένο μουσείο σχετικά με τη ζωή και τη μουσική του. Διαβάσαμε τις πληροφορίες, ακούσαμε όμορφους ήχους και συνεχίσαμε να περπατάμε κατά μήκος του ποταμού.
Από την κορφή του citadel είχαμε δει ότι στην απέναντι πλευρά του ποταμιού είχε λόφους με χωράφια. Εγώ δε θα τους έριχνα δεύτερη ματιά, αλλά η φίλη μου μάλλον νοστάλγησε τα καλοκαίρια της στο χωριό και πρότεινε να κινηθούμε προς τα κει, λέγοντας ότι ίσως προσφέρουν μια διαφορετική θέα της πόλης. Υπήρχε ένας δρόμος ανάμεσα στα περιφραγμένα χωράφια κι εγώ όπου ακούω θέα τρέχω, οπότε ξεκινήσαμε το σκαρφάλωμα. Τελικά, θέα δεν καταφέραμε να βρούμε, όμως αναπνεύσαμε καθαρό αέρα, πιάσαμε φιλίες με άλογα και γαϊδούρια, πήραμε μια αίσθηση της ζωής των μόνιμων κατοίκων της πόλης κι είδαμε ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι αυτά τα υπέροχα χρώματα στον ουρανό σήμαιναν ότι σύντομα το λιγοστό φως που είχε απομείνει θα εξαφανιζόταν και μιας και δε θέλαμε να κατεβαίνουμε λόφους στα σκοτάδια, πήραμε βιαστικά το δρόμο της επιστροφής. Είχε πια νυχτώσει και η αντανάκλαση της φωτισμένης πόλης στο ποτάμι ήταν μαγική. Παρά την ψύχρα, καθίσαμε για αρκετή ώρα δίπλα στο ποτάμι, απολαμβάνοντας το τοπίο και αναπολώντας όλες τις ωραίες στιγμές στο Βέλγιο.




Last edited by a moderator: