Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.407
- Likes
- 19.805
- Επόμενο Ταξίδι
- Μαδρίτη πάλι :)
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
Ταξίδι επιστροφής
Συνήθως όταν έρθει η ώρα για το ταξίδι επιστροφής … έχει τελειώσει το ταξίδι. Μπαίνεις στο πλοίο, στο τρένο ή στο αυτοκίνητο και απλά επιστρέφεις στη βάση σου.
Το δικό μας όμως ταξίδι επιστροφής δεν ήταν απλά μια διαδρομή. Ήταν ένα ταξίδι ……….μέσα στο ταξίδι.
Στη Μ. Βρετανία φτάσαμε σχετικά “καρφί”. Μια στάση κάναμε μόνο στο ανέβασμα στη Ζυρίχη. Τώρα όμως στο κατέβασμα είπαμε να το πάμε πιο χαλαρά. Θέλαμε να κάνουμε μια στάση στο Ρότερνταμ, μία στο Άμστερνταμ και όταν πια θα είμαστε σε Γιουγκοσλαβικά εδάφη θα επιλέγαμε και εκεί να κατεβούμε κάπου.
Στο Άμστερνταμ θέλαμε οπωσδήποτε να πάμε, γιατί ο Geo μας είχε υποσχεθεί τσάμπα διανυκτέρευση. Είχε ένα θείο εκεί εστιάτορα και θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε σπίτι του. Τέλειο σενάριο.
Γιουγκοσλαβία θέλαμε να σταματήσουμε, γιατί ήταν όλα πάμφθηνα. Θα περνούσαμε σαν βασιλιάδες ακόμα και εμείς που είμαστε "τσαμπατζήδες". Έτσι τουλάχιστον μας είχε πει ο Nick, που είχε ξαναπεράσει από εκεί στο προηγούμενο inter-rail του, την προηγούμενη χρονιά με τον ίδιο τρόπο.
Βέβαια σε ένα ταξίδι σαν και αυτό που είναι όλα απρογραμμάτιστα… δεν χωράνε σχέδια. Τίποτα από αυτά δεν συνέβηκε. Η επιστροφή μας γενικά ήταν πάρα πολύ επεισοδιακή και χωρίζεται σε πολλά κεφάλαια...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΛΛΑΝΔΙΑ…
Από το νησί της Μ. Βρετανίας φύγαμε από άλλη θαλάσσια διαδρομή. Βγήκαμε στην Οστάνδη του Βελγίου. Αυτό αν δεν είχα το βιβλιαράκι του εισιτηρίου δεν θα το θυμόμουν με τίποτα.
Στη διαδρομή μας για το Άμστερνταμ βρισκόταν το Ρότερνταμ, στο οποίο κάναμε μια στάση.
Το Ρότερνταμ μου φάνηκε μοντέρνο, φουτουριστικό. Σαν μια πόλη που ερχόταν από το μέλλον. Γεμάτο κανάλια, όμορφες γέφυρες, και σπίτια με μοντέρνα αρχιτεκτονική. Μου “χτύπησε” πολύ η διαφορετικότητά του. Καμία σχέση με το Λονδίνο και γενικά από την πολύ κλασική Μ. Βρετανία.
Φτάνοντας στο σταθμό του Rotterdam, χωρίς να απομακρυνθούμε ιδιαίτερα από αυτόν είδαμε ένα πολύ χαρακτηριστικό και όμορφο κομμάτι της πόλης. Πολύ κοντά στο σταθμό βρίσκεται ένα γνωστό landmark, που δεν είναι άλλο από τα περίφημα κυβικά σπίτια του Ρόττερνταμ. Εκεί κοντά επίσης βρίσκεται και η αγορά (Markthal ) της πόλης, αλλά και πάρα πολλά μαγαζιά και μπαράκια γύρω από τις πολλές μαρίνες, που βρίσκονται μεταξύ των Cubes/σπιτιών και του ναυτικού μουσείου της πόλης.
Τα cube houses είναι κλασικά σπίτια σε μορφή κύβου, στραμμένα κατά 45 μοίρες και τοποθετημένα πάνω σε εξαγωνικούς πυλώνες. Όλα τα σπίτια μοιάζουν να ενώνονται το ένα με το άλλο. Το κάθε ένα δείχνει να αντιπροσωπεύει ένα δέντρο και όλα τα σπίτια μαζί να αναπαριστούν ένα δάσος!
Βγάλαμε και μια αποτυχημένη φωτογραφία στα cubes (που πολύ έκλαψα για αυτή αργότερα).
Κάναμε βόλτα στα κανάλια, ανάμεσα από τις μαρίνες του λιμανιού και καθίσαμε κλασικά και για μπύρα. Από εκεί είχαμε και ορατότητα στην πολύ εντυπωσιακή γέφυρα Willembrug.
Η γέφυρα Willemsbrug είναι μια εντυπωσιακή καλωδιακή γέφυρα βαμμένη σε κόκκινο χρώμα, που μέσα στη νύχτα φαντάζει μοντέρνα και παραμυθένια συγχρόνως. Παρόλα αυτά η δημοφιλέστερη γέφυρα είναι η γειτονική (γαλάζιου χρώματος) Erasmusbridge.
Αφού περπατήσαμε αρκετά την περιοχή αυτή του λιμανιού… έφτασε η ώρα να φύγουμε.
Από εκεί πήραμε τρένο και φτάσαμε Άμστερνταμ. Φτάσαμε Άμστερνταμ αργά το βράδυ. Πρέπει να ήταν περίπου 11:00 η ώρα. Ο Geo πήγε να πάρει τηλέφωνο τον θείο του. Οι υπόλοιποι είχαμε κάνει ένα κύκλο γύρω από τα πράγματά μας και περιμέναμε την έκβαση του τηλεφώνου. Δεν τον έβρισκε (το θείο) στο τηλέφωνο. Πήρε ακόμα ένα. Που είναι ο θείος ... οεο;; Βγήκε μια γυναίκα. Μάλλον η γυναίκα του θείου ήταν! Μια Ολλανδή που ζορίστηκε πολύ να συνεννοηθεί. Πάρε αργότερα, του είπε. Αργότερα; Τι αργότερα; Είναι 11:00 η ώρα και εμείς είμαστε στο σταθμό στο Άμστερνταμ!
Υπήρχε μια περίεργη κινητικότητα εκείνη την ώρα γύρω από το σταθμό. Και είχε μόλις συμβεί και κάποιο περιστατικό έξω από το σταθμό. Οι σειρήνες των αστυνομικών αυτοκινήτων ακούγονταν δυνατά και μέσα στο σκοτάδι της νύχτας δημιουργούσαν σκηνικό ταινίας... με κλέφτες και αστυνόμους! Κάποια συμπλοκή είχε γίνει και μάθαμε ότι υπήρχε κάποιος τραυματίας. Ο σταθμός ήταν γεμάτος... με περίεργα πρόσωπα, που μπορεί κάποιος να ... φανταστεί για τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό μιας πολυπολιτισμικής πόλης σαν το Άμστερνταμ!! Οπότε...είχαμε αρχίσει να αγχωνόμαστε! Εδώ δεν έπαιζε το σενάριο να κοιμηθούμε στο σταθμό. Το ... "κόβαμε" για επικίνδυνο. Και τα τελευταία τρένα (αυτά των μεγάλων αποστάσεων), που χρησιμοποιούσαμε για ύπνο, είχαν φύγει.
Εμείς είχαμε κάνει ένα πηγαδάκι γύρω από τα πράγματά μας και δίπλα στο τηλέφωνο περιμένοντας τα αποτελέσματα του τηλεφώνου.
Μετά από κανα δυο τηλέφωνα, επιτέλους … βρήκαμε το θείο! Τα μάσαγε στον Geo. Κάτι του “δεν χωράμε” μας έλεγε και “θα σας πάω κάπου άλλου να βγάλετε το βράδυ” έλεγε, αλλά “θα πρέπει να πάρετε το τρένο και να κατεβείτε σε ένα σταθμό μισή ώρα από εκεί που είστε και θα έρθω να σας πάρω”.
Τι να κάνουμε; Πήραμε το τελευταίο τρένο (θα ήταν και 12 παρά) και μισή ώρα μετά κατεβήκαμε στον σταθμό που μας είχε υποδείξει ο θείος. Hilversum λεγόταν. Την Οστάνδη μπορεί να μην τη θυμόμουν ότι πήγα, …. το Hilversum όμως δεν το ξέχασα!
Μόνο εμείς κατεβήκαμε από το τρένο. Σε έναν έρημο σταθμό και η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα και εμείς μόνοι μας να περιμένουμε τον θείο.
Που είναι ο θείος; Θα έρθει; Η απόλυτη ερημιά. Τι θα κάνουμε αν δεν έρθει; Και πως θα έρθει να μας πάρει; Με φορτηγό; Είμαστε έξι και έχουμε και πράγματα. Κατά τη μια παρά εμφανίστηκε ο θείος με ένα ΙΧ. Τι χαρά! τουλάχιστον ήρθε.
Φιλιά αγκαλιές με τον Geo. “Τι κάνεις ανηψιέ;” κτλ.
Υπήρχε πρόβλημα. Δεν το ήξερε η γυναίκα του ότι θα έρθουμε και δεν ήταν προετοιμασμένη. Λογικό το βρίσκω. Του Geo δεν του είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο (άντρες!) και σε όλο τα ταξίδι μας έταζε λαγούς με πετραχήλια. Με τι προσδοκίες φτάσαμε στο Άμστερνταμ δε λέγεται. Σε μεταφρασμένα ελληνικά η αντίδραση της Ολλανδέζας είμαι σίγουρη ότι θα ήταν κάπως έτσι: «Τι θα μου φέρεις εδώ μέσα 6 ψωρίλους για να φάνε να πιούνε και να κοιμηθούνε; Αστειεύεσαι. Να κόψουν το λαιμό τους.»
Έτσι ο θείος βρήκε τη λύση….
«Μην ανησυχείτε παιδιά. Θα σας πάω σε ένα μαγαζί που μόλις νοίκιασα, προκειμένου να το κάνω ταβέρνα. Δεν το έχω διαμορφώσει ακόμα. Μπορείτε να βολευτείτε εκεί το βράδυ». «Χικ»!! Τι «Χικ» ήταν αυτό; Τα ‘χε πιει τα ποτηράκια του ο θείος!
«Ναι, αλλά είμαστε πολλοί, βρε θείε. Να πάμε σε δυο δόσεις»!
«Όχι» λέει «Μπείτε στ’ αμάξι όλοι μαζί. Όλοι οι... καλοί χωράνε».
Και μπήκαμε. Έξι εμείς και ένας αυτός επτά … μαζί και τα πράγματα. Και ξεκινήσαμε. Και οδηγούσε και οδηγούσε και δεν φτάναμε. Και κάπου ανάμεσα από τα χέρια, τα πόδια και τους σάκους σε κάποια φάση και ύστερα από 2-3 χλμ βλέπω από το παράθυρο … το σταθμό τρένων του Hilversum! Μα στο σταθμό είμαστε ακόμα; Παναγία μου! Πάλι εδώ είμαστε; Και που είναι το...μαγαζί που νοίκιασε; Δεν θυμάται που είναι; Ήταν πολλά τα ποτηράκια τελικά που είχε πιεί ο θείος και θα μας στουκάρει πουθενά. Πως μπλέξαμε έτσι;
Πραγματικά τρόμαξα!
Με τα πολλά … το βρήκαμε. Μόνο παλαμάκια που δεν πατήσαμε. Μας άνοιξε την πόρτα του...μαγαζιού - σπιτιού και …. μας χαιρέτησε. Μέσα δεν μπήκε! Έφυγε! Μας χαιρέτησε και έφυγε. Ε ρε παντόφλα που θα είχε το βράδυ…..
Εμείς θα κοιμόμασταν, όπως όπως και το πρωί θα τραβούσαμε την πόρτα και θα φεύγαμε.
Που να κοιμηθούμε; ένας άδειος ...χώρος ήταν! Είχε μόνο μια μοκέτα κάτω και δωματιάκια δωματιάκια με νεροχυτάκια. Ευτυχώς, είχε νερό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μας σχηματίστηκε η εντύπωση ότι το σπίτι αυτό πρέπει να ήταν πρώην “σπίτι”. Τελικά το hostel ήταν χλιδή μπροστά σε αυτό. Ποιο hostel, … το τρένο ήταν χλιδή μπροστά σε αυτό! Το απαρνηθήκαμε σήμερα και να τι πάθαμε…

Κοιμηθήκαμε πάντως μονοκόμματα. Καιρό είχαμε να κοιμηθούμε χωρίς διακοπές και χωρίς να ξυπνάμε στον “πρώτο ύπνο”. Σηκωθήκαμε πολύ νωρίς το πρωί (πλυθήκαμε λίγο, ευτυχώς) και φύγαμε.
Γυρίσαμε Άμστερνταμ στον κεντρικό σταθμό, όπου αφήσαμε τα πράγματα σε lock rooms και πήγαμε βόλτα.
Μπροστά στον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ...
Όσο έντονα και με κάθε λεπτομέρεια θυμάμαι το προηγούμενο βράδυ και την ιστορία με το θείο, τόσο δεν θυμάμαι λεπτομέρειες από τη βόλτα μας στο Άμστερνταμ. Η προηγούμενη βραδιά είχε επισκιάσει τα πάντα.
Θυμάμαι απλά ... ότι μου άρεσε...
Κάναμε βόλτες στα κανάλια, καθίσαμε και για μπύρα και …. ψωνίσαμε. Ναι, ψώνισα και εγώ. Υπέπεσα στο αμάρτημα. Έκανα και εγώ αυτά που κατηγορούσα. Με πείσανε ότι ήταν όλα πιο φθηνά από την Ελλάδα και πήρα μία καμπαρντίνα (πολύ μακριά, σε κυπαρισσί χρώμα, με διπλές βάτες και τεράστια πέτα… μπλιαχ). Έτσι ήταν τότε η μόδα. Τα αγόρια ψώνισαν παπούτσια πάλι!
Στο σταθμό του τρένου ποζάραμε με τα ψώνια μας. Μέχρι και το ταμπελάκι με την τιμή φαινότανε.
Η παραπάνω φωτογραφία μπορεί να είναι και η μοναδική στην οποία φαίνεται και ένα τρένο… από τα πολλά που πήραμε σε αυτό το ταξίδι… Παραλίγο να τελειώσει το ταξίδι και εμείς να μη φωτογραφίσουμε τον ... πρωταγωνιστή...


Σε αυτό το ταξίδι έφαγα για πρώτη φορά πατάτες με σος, αυτό το πολύ χαρακτηριστικό φαγητό “του δρόμου” των κάτω χωρών. Καταπληκτικό μου φάνηκε. Ύστερα από τόσες κονσέρβες και σάντουιτς μου φάνηκε σαν gourmet γεύμα και ήταν και ζεστό.
Πήραμε απογευματινό τρένο και φύγαμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ…
Θέλω να θυμίσω, ότι βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 1990. Λείπαμε ήδη 14 ημέρες από την Ελλάδα, που σημαίνει ότι δεν είχαμε επαφή με την επικαιρότητα. Κινητά τηλέφωνα και internet... δεν υπήρχαν, οπότε δεν είχαμε μάθει τα νέα ... του κόσμου.
Μπήκαμε στο τρένο για Μόναχο, στο οποίο θα αλλάζαμε τρένο με κατεύθυνση προς Ιδομένη. Στο τρένο πήρε το αυτί μας κάτι σχετικά με αναταραχές στην Γιουγκοσλαβία. Έπεσε στα χέρια μας και μια εφημερίδα Γερμανική, που με τα λίγα Γερμανικά της Cat καταλάβαμε ότι έπαιζε η λέξη “πόλεμος”. Δεν νομίζω όμως ότι δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Δεν ψάξαμε σε κάποιο σταθμό π.χ. του Μονάχου, που κατεβήκαμε για λίγες ώρες, να μάθουμε σχετικά.
Αλλάξαμε λοιπόν τρένο και πήραμε κατεύθυνση προς Γιουγκοσλαβία. Παρόλο που ήταν μέρα, εμείς είχαμε κάνει τα καθίσματα κρεβάτια και είχαμε απλωθεί. Υπήρχαν πράγματα παντού, οι μισοί ήταν ξάπλα, οι άλλοι μισοί όρθιοι και παίζαμε σαν μικρά παιδιά “καλτσοπόλεμο”. Ήταν και από τις ελάχιστες φορές που ταξιδεύαμε με το φως της ημέρας, οπότε χαζολογούσαμε και από τα παράθυρα το τοπίο, το οποίο ήταν και πολύ εντυπωσιακό, αφού διασχίζαμε Αυστριακό έδαφος.
Και εκεί που είμαστε μέσα στην τρελή χαρά, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του κουπέ και ένας ελεγκτής Αυστριακός μας λέει με αυστηρό ύφος «μαζέψτε τα. Κατεβαίνετε».
Κατεβαίνουμε; Γιατί κατεβαίνουμε; «Εμείς πάμε Ελλάδα»

«Να πάτε, αλλά όχι από εδώ. Κλείσανε τα σύνορα. Πρέπει να κατεβείτε».
Μας κόπηκε η χαρά μαχαίρι. Αρχίσαμε πανικόβλητοι να μαζεύουμε. Δεν ξέρω πόση ώρα κάναμε. Κατεβήκαμε από το τρένο άρον άρον. Εμείς, και όλο το τρένο!
Και που κατεβήκαμε; Κάπου στην Αυστρία. Στο Rosenbach, κοντά στο Willach, 20χλμ. περίπου από τα σύνορα της σημερινής Σλοβενίας.
Τι κάνουμε τώρα;
Πόλεμος! Τι πόλεμος; Γιατί πόλεμος; Πότε πόλεμος; Εμείς πως θα πάμε Ελλάδα;
Επισήμως βέβαια, ο Πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας άρχισε κάποιους μήνες μετά, αλλά από το Φθινόπωρο του ’90 είχαν ξεκινήσει αναταραχές. Θα επακολουθούσαν εκλογές, όμως οι αποσχιστικές τάσεις ήταν έντονες από τότε. Εμείς δεν είχαμε καταλάβει προφανώς το μέγεθος του προβλήματος, παρόλο που είχαν φτάσει στα αυτιά μας φήμες ότι τα πράγματα επιδεινώνονται στη Γιουγκοσλαβία.
Το όλο ξαφνικό της κατάστασης, εν τω μέσω της ευδιάθετης κατάστασης, στην οποία βρισκόμασταν ήταν αρκετά σοκαριστικό.
Δεν είχαμε όμως και πολλά περιθώρια σχετικά με το τι θα κάναμε στη συνέχεια. Παρά την αναποδιά εμείς είχαμε εισιτήριο – bateau. Θα επιστρέφαμε πίσω μέσω Ιταλίας και Αδριατικής, όπως ήρθαμε, αναγκαστικά.
Τα προβλήματα όμως τώρα ήταν άλλα. Μας απασχολούσαν ερωτήματα του τύπου:
Πότε θα φτάσουμε; Θα μας φτάσουν τα λεφτά μας; Λιρέτες έχουμε; Έχει περισσέψει καμιά κονσέρβα; Ακόμα και από αυτές που δεν μας αρέσουν;
«Ας μπούμε σε Ιταλικό έδαφος και βλέπουμε»
«Έχει άμεσα τρένο για Βενετία»!
Και πήραμε το τρένο και φτάσαμε Βενετία. Φτάσαμε βράδυ. Βενετία δεν είδαμε. Μόνο τρένο αλλάξαμε. Ο σταθμός όμως κατέληγε στο Grand Canal, οπότε ήταν ευκαιρία να βγούμε λίγο έξω από το σταθμό να βγάλουμε έστω μια νυχτερινή φωτογραφία… στη Βενετία. Νύχτα όμως και με τις φωτογραφικές που είχαμε τότε… τι φωτογραφία να βγάλουμε, που να φαίνεται και η Βενετία; Μόνο εμείς και ένας πάσσαλος φάνηκε στη φωτογραφία, που εμφανίστηκε πολύ αργότερα ως γνωστόν. Πολύ είχα στενοχωρηθεί για αυτή τη φωτό, στην οποία...δεν φαινόταν η Βενετία. Γι’ αυτό και αργότερα ξαναπήγα στη Βενετία… άλλες πέντε φορές!


Πήραμε τρένο προς Πρίντεζι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΤΑΛΙΑ…
Η διαδρομή από Βενετία προς Πρίντεζι ήταν αρκετά μεγάλη. Οπότε κατά τα γνωστά βρήκαμε ένα κουπέ και απλωθήκαμε πάλι. Δεν ήταν γραφτό μας όμως να πάμε μονοκοπανιά στο Πρίντεζι.
Κάπου στα μισά της Ιταλίας, πάλι σε μια στιγμή που είμαστε χαλαροί και απλωμένοι, ήρθε ο ελεγκτής για έλεγχο. Είδε τα εισιτήριά μας και μας είπε κάτι στα Ιταλικά. Εμείς δεν καταλάβαμε τι μας είπε. Ζητούσαμε εξηγήσεις, στα Αγγλικά και στα ολίγα Γερμανικά που μας έβγαιναν. Ο διάλογος συνεχιζόταν και αφού δεν καταλάβαινε κανένας κανέναν … ανέβαιναν και οι τόνοι. Στο τέλος ο ελεγκτής αφού είχε φουντώσει για τα καλά, ζήτησε βοήθεια από κάποιον άλλο (αγγλομαθή ταξιδιώτη μάλλον) και έτσι μάθαμε τελικά ότι το τρένο, που είμαστε μέσα, ήταν ταχεία και εμείς είχαμε εισιτήρια για regionale. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να πληρώσουμε τη διαφορά σε λιρέτες. Ποια διαφορά; Εμείς δεν είχαμε λιρέτες. Βασικά, ΔΕΝ είχαμε και λεφτά.
«Τότε θα κατεβείτε και χάρη σας κάνω», μας είπε ο ελεγκτής.
Μέχρι να “μαζευτούμε”, πάλι δεν ξέρω πόση ώρα κάναμε. Το μόνο που ξέρω ήταν ότι καθυστερήσαμε την αναχώρηση της «ταχείας» μέχρι να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Είχαμε και τα sleeping bags απλωμένα. Κλωτσηδόν κατεβήκαμε!
Και που κατεβήκαμε; Η ταμπέλα του σταθμού έλεγε Benevento. Που είναι το Benevento; Άγνωστο. Οκ! Δεν μας νοιάζει πια και πολύ. Θα πάρουμε το επόμενο και θα συνεχίσουμε για Πρίντεζι. Πότε έρχεται το επόμενο; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι μείναμε πολλές ώρες στο σταθμό του Benevento και τα τρένα πήγαιναν και ερχόντουσαν. Άλλα πήγαιναν … όχι Πρίντεζι και άλλα ήταν ταχείες και το δικό μας (regionale) για Πρίντεζι είχε καθυστέρηση.
Παλιά πρακτική των Ινδιάνων...
Έρχεται το τρένο;
Είμαστε όμως σε μια αρκετά δύσκολη κατάσταση. Λιρέτες δεν είχαμε, αφού δεν είχαμε καν στο πρόγραμμα να περάσουμε από Ιταλία στο γυρισμό, αλλά ούτε και προμήθειες είχαμε, αφού τέτοια μέρα το σενάριο έλεγε κανονικά ότι θα είμαστε στα σύνορα της Ελλάδας και η αλήθεια είναι ότι και η κούραση αλλά και η πείνα, είχε αρχίσει να μας καταβάλει.
Στο σταθμό, αυτό θυμάμαι, ότι αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε τις κονσέρβες που δεν τρώγονταν με τίποτα.
Εκείνες που είχαμε αγοράσει κατά λάθος; Παρόλη την πείνα μας δεν καταφέραμε να τις φάμε. Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον είχαμε αγοράσει κονσέρβες για... pet! Μόνο ο Kal ήταν παλικάρι… ή πεινούσε πιο πολύ.
Αφού αφιερώσαμε και φωτογραφία για αυτό!!!
Μετά από ώρες ήρθε το τρένο μας, μπήκαμε και χωρίς να απλωθούμε πολύ, ρίξαμε τους ύπνους μας, μέχρι επιτέλους να φτάσουμε στο Πρίντεζι.
Εκεί είχαμε …. άλλα συμβάντα.
Έπρεπε κάτι να προμηθευτούμε για το πλοίο. Από χρήματα κάποιοι δεν είχαν “μία” και κάποιοι είχαν ελάχιστα, λιρέττες δε ακόμα πιο λίγες. Σίγουρα πάντως αυτά που είχαμε σαν ομάδα δεν έφταναν με τίποτα για να ταίσουν 6 άτομα. Κάποια στιγμή, βρεθήκαμε έξω από έναν φούρνο και αγοράσαμε...λίγο ψωμί. Κι όμως... τσακωθήκαμε γι΄ αυτό το... ένα καρβέλι ψωμί! Η πείνα μας ξύπνησε... αρχέγονα ένστικτα ! Το σκηνικό ήταν ...έντονο και σουρεαλιστικό, οπότε και αξέχαστο :
Ήταν αργά το απόγευμα και ο φούρνος έκλεινε και είχε μόνο ένα καρβέλι ψωμί. Τέθηκε θέμα αν τα λεφτά που είχε ο ένας θα τα έτρωγε μόνος του στο ψωμί ή αν θα τα διέθετε για να το μοιραστούμε… μαζί με λίγη μερέντα. Δεν φτάνει αυτό, τα τελευταία χρήματα τα διεκδίκησα και εγώ με την Cat για να αγοράσουμε ντραμαμίνες. Είχαμε ακούσει ότι θα είχε κύμα και δεν θα την παλεύαμε την φουρτούνα.... Πέσανε και κάτι αγοραπωλησίες τσιγάρων (με ότι άλλο νόμισμα μας είχε περισσέψει). Σε κάποιους είχαν τελειώσει τα τσιγάρα και κάποιοι είχαν περίσσευμα, πράγμα που σημαίνει ότι με τις ελάχιστες λιρέτες που είχαμε προσπαθούσαμε να αγοράσουμε ψωμί, μερέντα, ντραμαμίνες και να χορτάσουμε. Δεν βγαίνανε τα κουκιά.
Η ρήξη ήταν μεγάλη. Είχε συσσωρευτεί μεγάλη ταλαιπωρία και αϋπνία. Είμαστε 16 ημέρες στο δρόμο
Τελικά δεν θυμάμαι ποιοι υποχώρησαν (γιατί δεν θυμάμαι ποιοι υποστήριζαν τι) εκτός από μένα που ήθελα ντραμαμίνες. Πήραμε το ψωμί με τη μερέντα και τα μοιραστήκαμε. Στο πλοίο μπήκαμε πολύ νευριασμένοι όλοι και σε όλη τη διαδρομή δεν μιλούσε κανένας σε κανέναν. Ούτε το πρωτόκολλο του ύπνου δεν τηρήσαμε, ούτε βάρδιες, ούτε φύλαξη πραγμάτων. Ο καθένας κοιμήθηκε στη γωνιά του και δεν πρόσεχε κανένας κανέναν!

Όλη αυτή η αρνητική διάθεση κόπηκε μαχαίρι με το που φτάσαμε Ηγουμενίτσα. Εκεί θα κατέβαινε ο Nick για να συνεχίσει προς Θεσσαλονίκη, που ήταν η πατρίδα του. Οι υπόλοιποι θα συνεχίζαμε προς Πάτρα και μετά Αθήνα.
Η διαδρομή που κάναμε... Οδύσσεια!
Στην Ηγουμενίτσα λοιπόν, ξεχάσαμε όλα τα άσχημα, σαν να μην έγιναν ποτέ. Χαιρετηθήκαμε με το Nick και δώσαμε ραντεβού για μπύρα στην Αθήνα.
Ε! Αν δεν υπήρχε και αυτό το επεισοδιακό φινάλε τι θα είχαμε να θυμόμαστε;

Οι υπόλοιποι πέντε φτάσαμε στην Αθήνα, το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου 1990.
Έπεσα για ύπνο και ξύπνησα (με μικρά διαλειμματάκια για φαγητό) μια εβδομάδα μετά!

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτό το ταξίδι ήταν τόσο… στερημένο! Τώρα που έχουν περάσει χρόνια σκέφτομαι ότι κανένας από τους έξι, δεν είχε ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα. Θα μπορούσαμε να μέναμε άνετα, πιο συχνά σε hostel και όχι με τόσες πολλές διανυκτερεύσεις στα τρένα. Ή θα μπορούσαμε να τρώγαμε πιο συχνά σε φαγάδικα και όχι τόσο πρόχειρο φαγητό, που φτιάχναμε μόνοι μας. Ή θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερο σε διάρκεια ταξίδι και όχι μόνο 17 ημερών. Τότε όμως μου φαινόταν πολύ φυσιολογικό να κάνουμε, ένα...στερημένο ταξίδι. Ένα ταξίδι που να ήταν κατά το δυνατόν δικό μας και όχι ένα ταξίδι με την συμμετοχή των... γονιών μας! Σαν ένα ταξίδι ενηλικίωσης... Και ίσως τελικά ένα τέτοιο ταξίδι ήταν...
Συνεχίζεται...
Συνήθως όταν έρθει η ώρα για το ταξίδι επιστροφής … έχει τελειώσει το ταξίδι. Μπαίνεις στο πλοίο, στο τρένο ή στο αυτοκίνητο και απλά επιστρέφεις στη βάση σου.
Το δικό μας όμως ταξίδι επιστροφής δεν ήταν απλά μια διαδρομή. Ήταν ένα ταξίδι ……….μέσα στο ταξίδι.
Στη Μ. Βρετανία φτάσαμε σχετικά “καρφί”. Μια στάση κάναμε μόνο στο ανέβασμα στη Ζυρίχη. Τώρα όμως στο κατέβασμα είπαμε να το πάμε πιο χαλαρά. Θέλαμε να κάνουμε μια στάση στο Ρότερνταμ, μία στο Άμστερνταμ και όταν πια θα είμαστε σε Γιουγκοσλαβικά εδάφη θα επιλέγαμε και εκεί να κατεβούμε κάπου.
Στο Άμστερνταμ θέλαμε οπωσδήποτε να πάμε, γιατί ο Geo μας είχε υποσχεθεί τσάμπα διανυκτέρευση. Είχε ένα θείο εκεί εστιάτορα και θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε σπίτι του. Τέλειο σενάριο.
Γιουγκοσλαβία θέλαμε να σταματήσουμε, γιατί ήταν όλα πάμφθηνα. Θα περνούσαμε σαν βασιλιάδες ακόμα και εμείς που είμαστε "τσαμπατζήδες". Έτσι τουλάχιστον μας είχε πει ο Nick, που είχε ξαναπεράσει από εκεί στο προηγούμενο inter-rail του, την προηγούμενη χρονιά με τον ίδιο τρόπο.
Βέβαια σε ένα ταξίδι σαν και αυτό που είναι όλα απρογραμμάτιστα… δεν χωράνε σχέδια. Τίποτα από αυτά δεν συνέβηκε. Η επιστροφή μας γενικά ήταν πάρα πολύ επεισοδιακή και χωρίζεται σε πολλά κεφάλαια...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΛΛΑΝΔΙΑ…
Από το νησί της Μ. Βρετανίας φύγαμε από άλλη θαλάσσια διαδρομή. Βγήκαμε στην Οστάνδη του Βελγίου. Αυτό αν δεν είχα το βιβλιαράκι του εισιτηρίου δεν θα το θυμόμουν με τίποτα.
Στη διαδρομή μας για το Άμστερνταμ βρισκόταν το Ρότερνταμ, στο οποίο κάναμε μια στάση.
Το Ρότερνταμ μου φάνηκε μοντέρνο, φουτουριστικό. Σαν μια πόλη που ερχόταν από το μέλλον. Γεμάτο κανάλια, όμορφες γέφυρες, και σπίτια με μοντέρνα αρχιτεκτονική. Μου “χτύπησε” πολύ η διαφορετικότητά του. Καμία σχέση με το Λονδίνο και γενικά από την πολύ κλασική Μ. Βρετανία.
Φτάνοντας στο σταθμό του Rotterdam, χωρίς να απομακρυνθούμε ιδιαίτερα από αυτόν είδαμε ένα πολύ χαρακτηριστικό και όμορφο κομμάτι της πόλης. Πολύ κοντά στο σταθμό βρίσκεται ένα γνωστό landmark, που δεν είναι άλλο από τα περίφημα κυβικά σπίτια του Ρόττερνταμ. Εκεί κοντά επίσης βρίσκεται και η αγορά (Markthal ) της πόλης, αλλά και πάρα πολλά μαγαζιά και μπαράκια γύρω από τις πολλές μαρίνες, που βρίσκονται μεταξύ των Cubes/σπιτιών και του ναυτικού μουσείου της πόλης.
Τα cube houses είναι κλασικά σπίτια σε μορφή κύβου, στραμμένα κατά 45 μοίρες και τοποθετημένα πάνω σε εξαγωνικούς πυλώνες. Όλα τα σπίτια μοιάζουν να ενώνονται το ένα με το άλλο. Το κάθε ένα δείχνει να αντιπροσωπεύει ένα δέντρο και όλα τα σπίτια μαζί να αναπαριστούν ένα δάσος!
Βγάλαμε και μια αποτυχημένη φωτογραφία στα cubes (που πολύ έκλαψα για αυτή αργότερα).
Κάναμε βόλτα στα κανάλια, ανάμεσα από τις μαρίνες του λιμανιού και καθίσαμε κλασικά και για μπύρα. Από εκεί είχαμε και ορατότητα στην πολύ εντυπωσιακή γέφυρα Willembrug.
Η γέφυρα Willemsbrug είναι μια εντυπωσιακή καλωδιακή γέφυρα βαμμένη σε κόκκινο χρώμα, που μέσα στη νύχτα φαντάζει μοντέρνα και παραμυθένια συγχρόνως. Παρόλα αυτά η δημοφιλέστερη γέφυρα είναι η γειτονική (γαλάζιου χρώματος) Erasmusbridge.
Αφού περπατήσαμε αρκετά την περιοχή αυτή του λιμανιού… έφτασε η ώρα να φύγουμε.
Από εκεί πήραμε τρένο και φτάσαμε Άμστερνταμ. Φτάσαμε Άμστερνταμ αργά το βράδυ. Πρέπει να ήταν περίπου 11:00 η ώρα. Ο Geo πήγε να πάρει τηλέφωνο τον θείο του. Οι υπόλοιποι είχαμε κάνει ένα κύκλο γύρω από τα πράγματά μας και περιμέναμε την έκβαση του τηλεφώνου. Δεν τον έβρισκε (το θείο) στο τηλέφωνο. Πήρε ακόμα ένα. Που είναι ο θείος ... οεο;; Βγήκε μια γυναίκα. Μάλλον η γυναίκα του θείου ήταν! Μια Ολλανδή που ζορίστηκε πολύ να συνεννοηθεί. Πάρε αργότερα, του είπε. Αργότερα; Τι αργότερα; Είναι 11:00 η ώρα και εμείς είμαστε στο σταθμό στο Άμστερνταμ!
Υπήρχε μια περίεργη κινητικότητα εκείνη την ώρα γύρω από το σταθμό. Και είχε μόλις συμβεί και κάποιο περιστατικό έξω από το σταθμό. Οι σειρήνες των αστυνομικών αυτοκινήτων ακούγονταν δυνατά και μέσα στο σκοτάδι της νύχτας δημιουργούσαν σκηνικό ταινίας... με κλέφτες και αστυνόμους! Κάποια συμπλοκή είχε γίνει και μάθαμε ότι υπήρχε κάποιος τραυματίας. Ο σταθμός ήταν γεμάτος... με περίεργα πρόσωπα, που μπορεί κάποιος να ... φανταστεί για τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό μιας πολυπολιτισμικής πόλης σαν το Άμστερνταμ!! Οπότε...είχαμε αρχίσει να αγχωνόμαστε! Εδώ δεν έπαιζε το σενάριο να κοιμηθούμε στο σταθμό. Το ... "κόβαμε" για επικίνδυνο. Και τα τελευταία τρένα (αυτά των μεγάλων αποστάσεων), που χρησιμοποιούσαμε για ύπνο, είχαν φύγει.
Εμείς είχαμε κάνει ένα πηγαδάκι γύρω από τα πράγματά μας και δίπλα στο τηλέφωνο περιμένοντας τα αποτελέσματα του τηλεφώνου.
Μετά από κανα δυο τηλέφωνα, επιτέλους … βρήκαμε το θείο! Τα μάσαγε στον Geo. Κάτι του “δεν χωράμε” μας έλεγε και “θα σας πάω κάπου άλλου να βγάλετε το βράδυ” έλεγε, αλλά “θα πρέπει να πάρετε το τρένο και να κατεβείτε σε ένα σταθμό μισή ώρα από εκεί που είστε και θα έρθω να σας πάρω”.
Τι να κάνουμε; Πήραμε το τελευταίο τρένο (θα ήταν και 12 παρά) και μισή ώρα μετά κατεβήκαμε στον σταθμό που μας είχε υποδείξει ο θείος. Hilversum λεγόταν. Την Οστάνδη μπορεί να μην τη θυμόμουν ότι πήγα, …. το Hilversum όμως δεν το ξέχασα!
Μόνο εμείς κατεβήκαμε από το τρένο. Σε έναν έρημο σταθμό και η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα και εμείς μόνοι μας να περιμένουμε τον θείο.
Που είναι ο θείος; Θα έρθει; Η απόλυτη ερημιά. Τι θα κάνουμε αν δεν έρθει; Και πως θα έρθει να μας πάρει; Με φορτηγό; Είμαστε έξι και έχουμε και πράγματα. Κατά τη μια παρά εμφανίστηκε ο θείος με ένα ΙΧ. Τι χαρά! τουλάχιστον ήρθε.
Φιλιά αγκαλιές με τον Geo. “Τι κάνεις ανηψιέ;” κτλ.
Υπήρχε πρόβλημα. Δεν το ήξερε η γυναίκα του ότι θα έρθουμε και δεν ήταν προετοιμασμένη. Λογικό το βρίσκω. Του Geo δεν του είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο (άντρες!) και σε όλο τα ταξίδι μας έταζε λαγούς με πετραχήλια. Με τι προσδοκίες φτάσαμε στο Άμστερνταμ δε λέγεται. Σε μεταφρασμένα ελληνικά η αντίδραση της Ολλανδέζας είμαι σίγουρη ότι θα ήταν κάπως έτσι: «Τι θα μου φέρεις εδώ μέσα 6 ψωρίλους για να φάνε να πιούνε και να κοιμηθούνε; Αστειεύεσαι. Να κόψουν το λαιμό τους.»
Έτσι ο θείος βρήκε τη λύση….
«Μην ανησυχείτε παιδιά. Θα σας πάω σε ένα μαγαζί που μόλις νοίκιασα, προκειμένου να το κάνω ταβέρνα. Δεν το έχω διαμορφώσει ακόμα. Μπορείτε να βολευτείτε εκεί το βράδυ». «Χικ»!! Τι «Χικ» ήταν αυτό; Τα ‘χε πιει τα ποτηράκια του ο θείος!
«Ναι, αλλά είμαστε πολλοί, βρε θείε. Να πάμε σε δυο δόσεις»!
«Όχι» λέει «Μπείτε στ’ αμάξι όλοι μαζί. Όλοι οι... καλοί χωράνε».
Και μπήκαμε. Έξι εμείς και ένας αυτός επτά … μαζί και τα πράγματα. Και ξεκινήσαμε. Και οδηγούσε και οδηγούσε και δεν φτάναμε. Και κάπου ανάμεσα από τα χέρια, τα πόδια και τους σάκους σε κάποια φάση και ύστερα από 2-3 χλμ βλέπω από το παράθυρο … το σταθμό τρένων του Hilversum! Μα στο σταθμό είμαστε ακόμα; Παναγία μου! Πάλι εδώ είμαστε; Και που είναι το...μαγαζί που νοίκιασε; Δεν θυμάται που είναι; Ήταν πολλά τα ποτηράκια τελικά που είχε πιεί ο θείος και θα μας στουκάρει πουθενά. Πως μπλέξαμε έτσι;
Πραγματικά τρόμαξα!
Με τα πολλά … το βρήκαμε. Μόνο παλαμάκια που δεν πατήσαμε. Μας άνοιξε την πόρτα του...μαγαζιού - σπιτιού και …. μας χαιρέτησε. Μέσα δεν μπήκε! Έφυγε! Μας χαιρέτησε και έφυγε. Ε ρε παντόφλα που θα είχε το βράδυ…..
Εμείς θα κοιμόμασταν, όπως όπως και το πρωί θα τραβούσαμε την πόρτα και θα φεύγαμε.
Που να κοιμηθούμε; ένας άδειος ...χώρος ήταν! Είχε μόνο μια μοκέτα κάτω και δωματιάκια δωματιάκια με νεροχυτάκια. Ευτυχώς, είχε νερό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μας σχηματίστηκε η εντύπωση ότι το σπίτι αυτό πρέπει να ήταν πρώην “σπίτι”. Τελικά το hostel ήταν χλιδή μπροστά σε αυτό. Ποιο hostel, … το τρένο ήταν χλιδή μπροστά σε αυτό! Το απαρνηθήκαμε σήμερα και να τι πάθαμε…
Κοιμηθήκαμε πάντως μονοκόμματα. Καιρό είχαμε να κοιμηθούμε χωρίς διακοπές και χωρίς να ξυπνάμε στον “πρώτο ύπνο”. Σηκωθήκαμε πολύ νωρίς το πρωί (πλυθήκαμε λίγο, ευτυχώς) και φύγαμε.
Γυρίσαμε Άμστερνταμ στον κεντρικό σταθμό, όπου αφήσαμε τα πράγματα σε lock rooms και πήγαμε βόλτα.
Μπροστά στον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ...
Όσο έντονα και με κάθε λεπτομέρεια θυμάμαι το προηγούμενο βράδυ και την ιστορία με το θείο, τόσο δεν θυμάμαι λεπτομέρειες από τη βόλτα μας στο Άμστερνταμ. Η προηγούμενη βραδιά είχε επισκιάσει τα πάντα.
Θυμάμαι απλά ... ότι μου άρεσε...
Κάναμε βόλτες στα κανάλια, καθίσαμε και για μπύρα και …. ψωνίσαμε. Ναι, ψώνισα και εγώ. Υπέπεσα στο αμάρτημα. Έκανα και εγώ αυτά που κατηγορούσα. Με πείσανε ότι ήταν όλα πιο φθηνά από την Ελλάδα και πήρα μία καμπαρντίνα (πολύ μακριά, σε κυπαρισσί χρώμα, με διπλές βάτες και τεράστια πέτα… μπλιαχ). Έτσι ήταν τότε η μόδα. Τα αγόρια ψώνισαν παπούτσια πάλι!
Στο σταθμό του τρένου ποζάραμε με τα ψώνια μας. Μέχρι και το ταμπελάκι με την τιμή φαινότανε.
Η παραπάνω φωτογραφία μπορεί να είναι και η μοναδική στην οποία φαίνεται και ένα τρένο… από τα πολλά που πήραμε σε αυτό το ταξίδι… Παραλίγο να τελειώσει το ταξίδι και εμείς να μη φωτογραφίσουμε τον ... πρωταγωνιστή...

Σε αυτό το ταξίδι έφαγα για πρώτη φορά πατάτες με σος, αυτό το πολύ χαρακτηριστικό φαγητό “του δρόμου” των κάτω χωρών. Καταπληκτικό μου φάνηκε. Ύστερα από τόσες κονσέρβες και σάντουιτς μου φάνηκε σαν gourmet γεύμα και ήταν και ζεστό.
Πήραμε απογευματινό τρένο και φύγαμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ…
Θέλω να θυμίσω, ότι βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 1990. Λείπαμε ήδη 14 ημέρες από την Ελλάδα, που σημαίνει ότι δεν είχαμε επαφή με την επικαιρότητα. Κινητά τηλέφωνα και internet... δεν υπήρχαν, οπότε δεν είχαμε μάθει τα νέα ... του κόσμου.
Μπήκαμε στο τρένο για Μόναχο, στο οποίο θα αλλάζαμε τρένο με κατεύθυνση προς Ιδομένη. Στο τρένο πήρε το αυτί μας κάτι σχετικά με αναταραχές στην Γιουγκοσλαβία. Έπεσε στα χέρια μας και μια εφημερίδα Γερμανική, που με τα λίγα Γερμανικά της Cat καταλάβαμε ότι έπαιζε η λέξη “πόλεμος”. Δεν νομίζω όμως ότι δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Δεν ψάξαμε σε κάποιο σταθμό π.χ. του Μονάχου, που κατεβήκαμε για λίγες ώρες, να μάθουμε σχετικά.
Αλλάξαμε λοιπόν τρένο και πήραμε κατεύθυνση προς Γιουγκοσλαβία. Παρόλο που ήταν μέρα, εμείς είχαμε κάνει τα καθίσματα κρεβάτια και είχαμε απλωθεί. Υπήρχαν πράγματα παντού, οι μισοί ήταν ξάπλα, οι άλλοι μισοί όρθιοι και παίζαμε σαν μικρά παιδιά “καλτσοπόλεμο”. Ήταν και από τις ελάχιστες φορές που ταξιδεύαμε με το φως της ημέρας, οπότε χαζολογούσαμε και από τα παράθυρα το τοπίο, το οποίο ήταν και πολύ εντυπωσιακό, αφού διασχίζαμε Αυστριακό έδαφος.
Και εκεί που είμαστε μέσα στην τρελή χαρά, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του κουπέ και ένας ελεγκτής Αυστριακός μας λέει με αυστηρό ύφος «μαζέψτε τα. Κατεβαίνετε».
Κατεβαίνουμε; Γιατί κατεβαίνουμε; «Εμείς πάμε Ελλάδα»
«Να πάτε, αλλά όχι από εδώ. Κλείσανε τα σύνορα. Πρέπει να κατεβείτε».
Μας κόπηκε η χαρά μαχαίρι. Αρχίσαμε πανικόβλητοι να μαζεύουμε. Δεν ξέρω πόση ώρα κάναμε. Κατεβήκαμε από το τρένο άρον άρον. Εμείς, και όλο το τρένο!
Και που κατεβήκαμε; Κάπου στην Αυστρία. Στο Rosenbach, κοντά στο Willach, 20χλμ. περίπου από τα σύνορα της σημερινής Σλοβενίας.
Τι κάνουμε τώρα;
Πόλεμος! Τι πόλεμος; Γιατί πόλεμος; Πότε πόλεμος; Εμείς πως θα πάμε Ελλάδα;
Επισήμως βέβαια, ο Πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας άρχισε κάποιους μήνες μετά, αλλά από το Φθινόπωρο του ’90 είχαν ξεκινήσει αναταραχές. Θα επακολουθούσαν εκλογές, όμως οι αποσχιστικές τάσεις ήταν έντονες από τότε. Εμείς δεν είχαμε καταλάβει προφανώς το μέγεθος του προβλήματος, παρόλο που είχαν φτάσει στα αυτιά μας φήμες ότι τα πράγματα επιδεινώνονται στη Γιουγκοσλαβία.
Το όλο ξαφνικό της κατάστασης, εν τω μέσω της ευδιάθετης κατάστασης, στην οποία βρισκόμασταν ήταν αρκετά σοκαριστικό.
Δεν είχαμε όμως και πολλά περιθώρια σχετικά με το τι θα κάναμε στη συνέχεια. Παρά την αναποδιά εμείς είχαμε εισιτήριο – bateau. Θα επιστρέφαμε πίσω μέσω Ιταλίας και Αδριατικής, όπως ήρθαμε, αναγκαστικά.
Τα προβλήματα όμως τώρα ήταν άλλα. Μας απασχολούσαν ερωτήματα του τύπου:
Πότε θα φτάσουμε; Θα μας φτάσουν τα λεφτά μας; Λιρέτες έχουμε; Έχει περισσέψει καμιά κονσέρβα; Ακόμα και από αυτές που δεν μας αρέσουν;
«Ας μπούμε σε Ιταλικό έδαφος και βλέπουμε»
«Έχει άμεσα τρένο για Βενετία»!
Και πήραμε το τρένο και φτάσαμε Βενετία. Φτάσαμε βράδυ. Βενετία δεν είδαμε. Μόνο τρένο αλλάξαμε. Ο σταθμός όμως κατέληγε στο Grand Canal, οπότε ήταν ευκαιρία να βγούμε λίγο έξω από το σταθμό να βγάλουμε έστω μια νυχτερινή φωτογραφία… στη Βενετία. Νύχτα όμως και με τις φωτογραφικές που είχαμε τότε… τι φωτογραφία να βγάλουμε, που να φαίνεται και η Βενετία; Μόνο εμείς και ένας πάσσαλος φάνηκε στη φωτογραφία, που εμφανίστηκε πολύ αργότερα ως γνωστόν. Πολύ είχα στενοχωρηθεί για αυτή τη φωτό, στην οποία...δεν φαινόταν η Βενετία. Γι’ αυτό και αργότερα ξαναπήγα στη Βενετία… άλλες πέντε φορές!
Πήραμε τρένο προς Πρίντεζι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΤΑΛΙΑ…
Η διαδρομή από Βενετία προς Πρίντεζι ήταν αρκετά μεγάλη. Οπότε κατά τα γνωστά βρήκαμε ένα κουπέ και απλωθήκαμε πάλι. Δεν ήταν γραφτό μας όμως να πάμε μονοκοπανιά στο Πρίντεζι.
Κάπου στα μισά της Ιταλίας, πάλι σε μια στιγμή που είμαστε χαλαροί και απλωμένοι, ήρθε ο ελεγκτής για έλεγχο. Είδε τα εισιτήριά μας και μας είπε κάτι στα Ιταλικά. Εμείς δεν καταλάβαμε τι μας είπε. Ζητούσαμε εξηγήσεις, στα Αγγλικά και στα ολίγα Γερμανικά που μας έβγαιναν. Ο διάλογος συνεχιζόταν και αφού δεν καταλάβαινε κανένας κανέναν … ανέβαιναν και οι τόνοι. Στο τέλος ο ελεγκτής αφού είχε φουντώσει για τα καλά, ζήτησε βοήθεια από κάποιον άλλο (αγγλομαθή ταξιδιώτη μάλλον) και έτσι μάθαμε τελικά ότι το τρένο, που είμαστε μέσα, ήταν ταχεία και εμείς είχαμε εισιτήρια για regionale. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να πληρώσουμε τη διαφορά σε λιρέτες. Ποια διαφορά; Εμείς δεν είχαμε λιρέτες. Βασικά, ΔΕΝ είχαμε και λεφτά.
«Τότε θα κατεβείτε και χάρη σας κάνω», μας είπε ο ελεγκτής.
Μέχρι να “μαζευτούμε”, πάλι δεν ξέρω πόση ώρα κάναμε. Το μόνο που ξέρω ήταν ότι καθυστερήσαμε την αναχώρηση της «ταχείας» μέχρι να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Είχαμε και τα sleeping bags απλωμένα. Κλωτσηδόν κατεβήκαμε!
Και που κατεβήκαμε; Η ταμπέλα του σταθμού έλεγε Benevento. Που είναι το Benevento; Άγνωστο. Οκ! Δεν μας νοιάζει πια και πολύ. Θα πάρουμε το επόμενο και θα συνεχίσουμε για Πρίντεζι. Πότε έρχεται το επόμενο; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι μείναμε πολλές ώρες στο σταθμό του Benevento και τα τρένα πήγαιναν και ερχόντουσαν. Άλλα πήγαιναν … όχι Πρίντεζι και άλλα ήταν ταχείες και το δικό μας (regionale) για Πρίντεζι είχε καθυστέρηση.
Παλιά πρακτική των Ινδιάνων...
Είμαστε όμως σε μια αρκετά δύσκολη κατάσταση. Λιρέτες δεν είχαμε, αφού δεν είχαμε καν στο πρόγραμμα να περάσουμε από Ιταλία στο γυρισμό, αλλά ούτε και προμήθειες είχαμε, αφού τέτοια μέρα το σενάριο έλεγε κανονικά ότι θα είμαστε στα σύνορα της Ελλάδας και η αλήθεια είναι ότι και η κούραση αλλά και η πείνα, είχε αρχίσει να μας καταβάλει.
Στο σταθμό, αυτό θυμάμαι, ότι αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε τις κονσέρβες που δεν τρώγονταν με τίποτα.
Εκείνες που είχαμε αγοράσει κατά λάθος; Παρόλη την πείνα μας δεν καταφέραμε να τις φάμε. Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον είχαμε αγοράσει κονσέρβες για... pet! Μόνο ο Kal ήταν παλικάρι… ή πεινούσε πιο πολύ.
Αφού αφιερώσαμε και φωτογραφία για αυτό!!!
Μετά από ώρες ήρθε το τρένο μας, μπήκαμε και χωρίς να απλωθούμε πολύ, ρίξαμε τους ύπνους μας, μέχρι επιτέλους να φτάσουμε στο Πρίντεζι.
Εκεί είχαμε …. άλλα συμβάντα.
Έπρεπε κάτι να προμηθευτούμε για το πλοίο. Από χρήματα κάποιοι δεν είχαν “μία” και κάποιοι είχαν ελάχιστα, λιρέττες δε ακόμα πιο λίγες. Σίγουρα πάντως αυτά που είχαμε σαν ομάδα δεν έφταναν με τίποτα για να ταίσουν 6 άτομα. Κάποια στιγμή, βρεθήκαμε έξω από έναν φούρνο και αγοράσαμε...λίγο ψωμί. Κι όμως... τσακωθήκαμε γι΄ αυτό το... ένα καρβέλι ψωμί! Η πείνα μας ξύπνησε... αρχέγονα ένστικτα ! Το σκηνικό ήταν ...έντονο και σουρεαλιστικό, οπότε και αξέχαστο :
Ήταν αργά το απόγευμα και ο φούρνος έκλεινε και είχε μόνο ένα καρβέλι ψωμί. Τέθηκε θέμα αν τα λεφτά που είχε ο ένας θα τα έτρωγε μόνος του στο ψωμί ή αν θα τα διέθετε για να το μοιραστούμε… μαζί με λίγη μερέντα. Δεν φτάνει αυτό, τα τελευταία χρήματα τα διεκδίκησα και εγώ με την Cat για να αγοράσουμε ντραμαμίνες. Είχαμε ακούσει ότι θα είχε κύμα και δεν θα την παλεύαμε την φουρτούνα.... Πέσανε και κάτι αγοραπωλησίες τσιγάρων (με ότι άλλο νόμισμα μας είχε περισσέψει). Σε κάποιους είχαν τελειώσει τα τσιγάρα και κάποιοι είχαν περίσσευμα, πράγμα που σημαίνει ότι με τις ελάχιστες λιρέτες που είχαμε προσπαθούσαμε να αγοράσουμε ψωμί, μερέντα, ντραμαμίνες και να χορτάσουμε. Δεν βγαίνανε τα κουκιά.
Η ρήξη ήταν μεγάλη. Είχε συσσωρευτεί μεγάλη ταλαιπωρία και αϋπνία. Είμαστε 16 ημέρες στο δρόμο
Τελικά δεν θυμάμαι ποιοι υποχώρησαν (γιατί δεν θυμάμαι ποιοι υποστήριζαν τι) εκτός από μένα που ήθελα ντραμαμίνες. Πήραμε το ψωμί με τη μερέντα και τα μοιραστήκαμε. Στο πλοίο μπήκαμε πολύ νευριασμένοι όλοι και σε όλη τη διαδρομή δεν μιλούσε κανένας σε κανέναν. Ούτε το πρωτόκολλο του ύπνου δεν τηρήσαμε, ούτε βάρδιες, ούτε φύλαξη πραγμάτων. Ο καθένας κοιμήθηκε στη γωνιά του και δεν πρόσεχε κανένας κανέναν!
Όλη αυτή η αρνητική διάθεση κόπηκε μαχαίρι με το που φτάσαμε Ηγουμενίτσα. Εκεί θα κατέβαινε ο Nick για να συνεχίσει προς Θεσσαλονίκη, που ήταν η πατρίδα του. Οι υπόλοιποι θα συνεχίζαμε προς Πάτρα και μετά Αθήνα.
Η διαδρομή που κάναμε... Οδύσσεια!

Στην Ηγουμενίτσα λοιπόν, ξεχάσαμε όλα τα άσχημα, σαν να μην έγιναν ποτέ. Χαιρετηθήκαμε με το Nick και δώσαμε ραντεβού για μπύρα στην Αθήνα.
Ε! Αν δεν υπήρχε και αυτό το επεισοδιακό φινάλε τι θα είχαμε να θυμόμαστε;
Οι υπόλοιποι πέντε φτάσαμε στην Αθήνα, το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου 1990.
Έπεσα για ύπνο και ξύπνησα (με μικρά διαλειμματάκια για φαγητό) μια εβδομάδα μετά!


Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτό το ταξίδι ήταν τόσο… στερημένο! Τώρα που έχουν περάσει χρόνια σκέφτομαι ότι κανένας από τους έξι, δεν είχε ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα. Θα μπορούσαμε να μέναμε άνετα, πιο συχνά σε hostel και όχι με τόσες πολλές διανυκτερεύσεις στα τρένα. Ή θα μπορούσαμε να τρώγαμε πιο συχνά σε φαγάδικα και όχι τόσο πρόχειρο φαγητό, που φτιάχναμε μόνοι μας. Ή θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερο σε διάρκεια ταξίδι και όχι μόνο 17 ημερών. Τότε όμως μου φαινόταν πολύ φυσιολογικό να κάνουμε, ένα...στερημένο ταξίδι. Ένα ταξίδι που να ήταν κατά το δυνατόν δικό μας και όχι ένα ταξίδι με την συμμετοχή των... γονιών μας! Σαν ένα ταξίδι ενηλικίωσης... Και ίσως τελικά ένα τέτοιο ταξίδι ήταν...
Συνεχίζεται...
Last edited: