hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.171
- Likes
- 14.604
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Τσάι χωρίς συμπάθεια: ο Μεχμέτ κι οι Κούρδοι της Τουρκίας
Ας ξεκινήσουμε το κεφάλαιο σύμφωνα με τις θρησκευτικές επιταγές της περιοχής:
Δηλαδή: Στο όνομα του Αλλάχ, του Παντελεήμονα, του Πολυεύσπλαχνου (σας προκαλώ να το πείτε μονοκοπανιάς)
Ο Μεχμέτ που προανέφερα αξίζει ένα κεφάλαιο μόνος του. Μη σας πω και βιβλίο ολάκερο...
Κούρδος στη καταγωγή, με περήφανη εθνική συνείδηση και αρκετή γνώση της ιστορίας, λάβρος κατά των Τούρκων, με κριτική στάση για τα κακώς κείμενα, με ανοικτό μυαλό σε θέματα θρησκευτικής ή πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, ήταν γνωριμία διαδικτυακή μέσω ιστότοπου για εκμάθηση ξένων γλωσσών και ενθουσιώδης στην ιδέα να επισκεφθώ τα πατρογονικά του.
Κοντός (1,70 με τα χέρια σε ανάταση), κατηγορία φτερού, ήταν ότι πρέπει για μαθήματα ανατομίας σκελετικού συστήματος σε φοιτητές ιατρικής. Εντούτοις ήταν επικοινωνιακότατος, με πολύ καλό επίπεδο αγγλικών, αλλά και γαλλικών, ισπανικών και πορτογαλικών και ολίγων ρωσικών για τα οποία δεν είχε πάει ποτέ φροντιστήριο! Στη γλωσσολογική φαρέτρα του είχε τη φιλοδοξία να προσθέσει πέρσικα και ελληνικά κι ως εκ τούτου εγώ φιλότιμα φερόμενος και συγκινημένος που βρέθηκε κάποιος στα βάθη της Ανατολής να θέλει να μάθει ελληνικά, ξεπαραδιάστηκα στην Αθήνα να του αγοράσω σχετικές οπτικοακουστικές μεθόδους.
Εδήλωσε καταϋποχρεωμένος που πλήρωσα και κουβάλησα 5 κιλά βιβλία για χάρη του. Εδήλωσε...διότι στην πράξη δεν το απέδειξε. Άλλωστε τα λόγια δεν κοστίζουν.
Εκτός λοιπόν του αδιαμφισβήτητου ταλέντου του στις ξένες γλώσσες, ο Μεχμέτ εδήλωνε και λάτρης του ωραίου φύλου και φανατικό καμάκι. Με προϋπηρεσία στα μπαρ του Bodrum από ένα σημείο και πέρα όταν εξαντλήθηκε η κουβέντα μας για το κουρδικό ζήτημα, άρχισε ατέρμονα να μου απαριθμεί με κάθε λεπτομέρεια πόσες γυναίκες έχουν κλάψει κι έχουν συρθεί στα πόδια του, και πόσες πλούσιες του τάξαν γάμο αλλά αυτός θεωρεί ότι η ελευθερία του είναι αγαθό που δεν αποτιμάται. Όσες ώρες μου τα απαριθμούσε, εγώ χάζευα το υπερπέραν εστιάζοντας στο πρόσωπό του σαν αυτιστικός, θέτοντας το κρίσιμο ερώτημα στον εαυτό μου κατά πόσον υπάρχουν τόσο απελπισμένες γυναίκες για να δίνουν υπεραξία σ’αυτό τον ανεκδιήγητο τύπο ή κατά πόσο ο άνθρωπος πουλάει απλώς φούμαρα. Η μόνη του απορία στα ερωτικά ήταν γιατί οι ελληνίδες που προσπαθεί να γνωρίσει στα chat rooms δεν έχουν υποκύψει στη γοητεία του και του κλείνουν κατάμουτρα τη σύνδεση. Εύγε συμπατριώτισες θα πω εγώ, δεν χάσατε ακόμα το γούστο σας!
Η ατέρμονη άσκοπη κουβέντα αφορούσε και το πόσο καλός ήταν στη δουλειά του εξιστορώντας διάφορα περιστατικά, πόσο επικοινωνιακός με τους πελάτες τόσο που στο μπαρ του γινόταν ο κακός χαμός από προσέλευση και πόσο υπεράνω χρημάτων ήταν αρνούμενος υπέρογκα ποσά φιλοδωρημάτων (απορώ ποιός πακετοτουρίστας ευρωπαίος τρώγοντας πίνοντας τζάμπα στο all inclusive ξενοδοχείο στο Bodrum, δίνει σε ένα μπαρμαν φιλοδώρημα 100 ευρώ... να πάω να του κάνω και αέρα δηλαδή).
Η κοσμοθεωρία του στη ζωή είναι ότι δουλεύουμε περιστασιακά και τα χρήματα που βγάζουμε τα ξοδεύουμε για ταξίδια και βιβλία.
Ο Μεχμέτ λοιπόν με τα πολλα χαρίσματα: εξυπνος, με σεξ απήλ, μακρόθυμος, αδιάφθορος, είχε και το «χάρισμα» να μη βάζει γλώσσα μέσα όταν του το επέτρεπαν οι συνθήκες. Μην έβλεπε αλλοδαπό, άρχιζε τα γελάκια, τα αστειάκια, τις εξυπνάδες, τα ανέκδοτα, τα πειράγματα (κοινώς ότι σιχαίνομαι). Αν δε έβρισκε ντόπιο πρόθυμο για κουβέντα ήταν ικανός να μιλάει με τις ώρες μαζί του αδιαφορώντας ότι μαζί του υπάρχει κι ένας φιλοξενούμενος που ΔΕΝ καταλαβαίνει τη γλώσσα. Στο τέλος μην αντέχοντας τον αποκάλεσα χαριτολογώντας στη παρέα του, νταβαντζή (davacı τουρκιστί) και πράκτορα της ΜΙΤ για τις αδιάκριτες ερωτήσεις που έκανε.
Κορίτσια ο Μπάρκουλης!
Και τι λοιπόν δεν μου είχε τάξει πριν το ταξίδι ο Μεχμέτ. Λαγούς με πετραχείλια κι έτσι παραμυθιάστηκα:
- ότι θα έμενα στο σπίτι των γονιών του. Τελικά έκλεισε σε ξενοδοχείο σε δωμάτιο ιαπωνικών προδιαγραφών
- ότι θα πηγαίναμε στο χωριό του που έχει και υπέροχο καταρράκτη. Δεν πήγαμε ποτέ
- ότι θα ακούσουμε a capella κουρδους μουσικούς. Δεν τους άκουσα ποτέ
- ότι έχει σχεδιάσει εκδρομή με φίλο του στα περιξ όπου μπορούμε να δούμε τα αξιοθέτα σε μια μέρα και σε προνομιακή τιμή. Η προνομιακή τιμή αφορούσε τα μισά απ’οσα προγραμματίζαμε να δούμε και με άσχετο ταξιτζή
- ότι θα φάμε παραδοσιακά φαγητά σε τιμές υποπολλαπλάσιες εκείνων που θα πλήρωνα στη Πόλη. Η τιμή ήταν η ακριβότερη που πλήρωσα σε όλο το ταξίδι
- ότι θα γνωρίσω ένα ιμάμη. Ναι αυτό το έπραξε, αλλά στο ίδιο μέρος έπιναν τσάι παρέα κάθε απόγευμα, άρα στατιτιστικά θα τον πετύχαινα κι εγώ μόνος μου δηλαδή
- ότι μου έχει οργανώσει ένα πλήρες πρόγραμμα για το οποίο δεν χρειαζόταν να νοιαστώ καθόλου. Δεν είχε οργανώσει εκ των προτέρω τίποτα και οι αποφάσεις άλλαζαν ανάλογα με τη διάθεση.
Πέραν της ασυνέπειας ήταν και μονίμως άφραγκος. Για τη μετακίνηση, το φαγητό, τα τσιγάρα ποτέ δεν έβαλε το χέρι στη τσέπη. Δεν θα θίξω βέβαια αν μπήκε στο κόπο να κεράσει έστω ένα τσάι των 40 cent ο ίδιος διότι θα αποτελούσε ανέκδοτο. Θα τον αποκαλούσα καραγύφτουλα αλλά αισθάνομαι ότι προσβαλλω τους Ρομά που μάλλον έχουν περισσότερο φιλότιμο. Τώρα ή θεωρούσε υποχρέωσή μου να πληρώνω αφειδώς και για κείνον επειδή είχε αναλάβει την «οργάνωση» και την ξενάγηση ή με θεωρούσε αρκετά «large» για να περάσει κάποιες μέρες ζωή και κότα. Προσωπικά δεν θα είχα πρόβλημα για την αφραγκία του, όμως η κουτοπονηράδα του κατάντησε αρχικά ανέκδοτο αλλά τελικά εκνευριστική. Μουλάρωσα κι εγώ, κατι που κατάλαβε πολύ καλά αν και έκανε το ψόφιο κοριό συνεχίζοντας το παραμύθι. Στο τέλος οικτίροντας τον εαυτό μου που τον ανέχτηκα και μου χάλαγε και το ταξίδι, τον παράτησα να “οργανώνει” τα επόμενα και συνέχισα μόνος μου βρίσκοντας την ησυχία μου. Εκκρεμεί ένα καλό μπινελίκι.
Αρκετά όμως με το κελεπούρι που ακούει στο όνομα Μεχμέτ.
Για να σας μεταφέρω τώρα τις εντυπώσεις μου από τους κούρδους της Τουρκίας. Και δεν γενικεύω τον εθνοτικό όρο, διότι απ’ότι με πληροφόρησαν στο Ιράκ είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
H αλήθεια είναι ότι οι Κούρδοι παραμένουν η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στον κόσμο χωρίς δικό τους κράτος. Σήμερα οι περισσότεροι ζουν σε μια περιοχή που διαμοιράζεται μεταξύ Ιράν, Ιράκ , Συρίας και Τουρκίας (όπου αριθμούν και οι περισσότεροι). Το προβληματικό ιστορικά είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους υπήρξαν θύματα υποταγής και ρατσισμού (σε όλες του τις εκδηλώσεις) από γειτονικούς λαούς. Ακόμα και όταν η Συνθήκη των Σεβρών διασφάλιζε εδαφική αυτονομία, ο καιροσκοπισμός τους οδήγησε να συμπράξουν με το Kemal πολεμώντας στο πλευρό του σε όλα τα μέτωπα. Η νέα όμως συνθήκη της Λωζάνης δεν έκανε οιαδήποτε αναφορά στους Κούρδους και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους. Κοινώς την πάτησαν. Αυτό αποτέλεσε την απαρχή δεινών: δεν αναγνωρίζονταν από την Τουρκία ως έθνος αλλά ως βουνίσιοι Τούρκοι, δεν ήταν σε θέση να μιλούν τη δική τους γλώσσα δημοσίως ή να λάβουν εκπαίδευση σ’αυτή, υπέστησαν διώξεις, παρεκτοπίσεις και χίλια μύρια όσα βασανιστήρια μέχρι επιτέλους να αισθανθούν ότι το ποτήρι ξεχείλισε και να ξεκινήσουν κάποιοι εξ’αυτών ένοπλο αγώνα. Πρόσφατα απέκτησαν δικαίωμα εκπαίδευσης στη γλώσσα τους, προσωπικά όμως δεν είδα πουθενά ούτε μια ταμπέλα στα κουρδικά (που ΔΕΝ μοιάζουν με τα τουρκικά).
Παρακινδυνευμένο να χαρακτηρίσεις έναν λαό, αλλά καμμιά φορά από τα μικρά κρίνονται και τα μεγάλα.
Φυσιογνωμικά οι κούρδοι της Τουρκίας φέρνουν λίγο προς Πέρσες: οι άντρες μελαχροινοί, μερικοί ανοιχτόδερμοι, machο τύποι. Αντίθετα οι γυναίκες έχουν αδρά χαρακτηριστικά και στερούνται ως ενήλικες θηλυκότητας. Σ’αυτό συμβάλλουν και οι στυλιστικές τους επιλογές που ποικίλουν από λουλουδάτο gypsy look, σε αυστηρό τύπου ντουλάπα με τις ολόσωμες αυστηρές καμπαρντίνες. Η μαντήλα επιβεβλημένη σε ποσοστό άνω του 90%. Εννοείται ότι ως παραδοσιακή κοινωνία, οι περισσότερες γυναίκες δεν εργάζονται αλλά παραμένουν στο σπίτι γενοβολώντας και φροντίζοντας παιδιά.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν πιο αισιόδοξα στη νέα γενιά αφού η πλειονότητα βολόδερνε άσκοπα στα σοκάκια και το μόνο που ήξεραν να μουν πουν ήταν “money, money, money”.
Αυτή η εικόνα βέβαια αφορά κατεξοχήν τους παρίες που έχουν εγκλωβιστεί σε υποβαθμισμένα γκέτο στις παλιές γειτονιές των πόλεων. Πού θα μπορούσε άλλωστε να με βρει κανείς….
Η μακρόχρονη καταπίεση επίσης έχει δημιουργήσει ένα γλωσσικό αχταρμά. Άλλοτε μιλάνε μεταξύ τους κούρδικα, άλλοτε τούρκικα, άλλοτε μια αργκό μίξη και των δύο.
Οι κούρδοι λοιπόν της Τουρκίας (τους διαχωρίζω από εκείνους στις όμορες χώρες) μου φάνηκαν σχετικά ράθυμοι. Ατέρμονα τσάγια και κουβέντα να γίνεται. Έλλειψη δημιουργικότητας κι αισθητικής, σεβασμού προς την ιστορία και το περιβάλλον (σκουπίδι παντού ακόμα και σε αρχαιολογικό χώρο) κι αρκετός συντηρητισμός ειδικά στις γυναίκες (στο φαίνεσθαι).
Μην ξανακούσω δε τη φράση «φουμάρει σαν αράπης». Σαν Κούρδος θα λέτε πλέον. Δεν υπάρχει μα ούτε ένα αρσενικό που να μην καπνίζει σαν τσιμινιέρα από νεαρή ηλικία. Κατι που άλλωστε συντηρείται από τα φθηνά λαθραία τσιγάρα που πουλούνται ελεύθερα στους δρόμους και υπό την ανοχή της αστυνομίας (αυτό αφορά αποκλειστικάτο Diyarbakır, όπου η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο και η παραοικονομία ανθεί).
Επίσης ιδιαίτερα φιλότιμους δεν θα τους έλεγα. Μουσαφίρης ήμουν και παρόλα αυτά λίγοι απ’όσους γνώρισα μπήκαν στο κόπο να κεράσουν ακόμα κι ένα πάμφθηνο τσάι. Επίσης είδα μια τάση ωχαδερφισμού πχ έφηβοι να στρογγυλοκάθονται σε θέση στα dolmuş και να μην ιδρώνει το αυτί τους αν υπάρχει όρθιος υπερήλικας ή γυναίκα με μωρό στην αγκαλιά. Άσε δε το γελοίο συμβάν με το πεπόνι που από κάποιον ξεγλίστρησε και περιφερόταν σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ μέσα στο λεωφορείο χωρίς κανενός να ιδρώνει το αυτί να το μαζέψει ούτε καν του ιδιοκτήτη. Λες και θα επέστρεφε μόνο του ως δια μαγείας. Αναγκάστηκα να το σηκώσω εγώ αφού είχα πια αγανακτήσει να στριφογυρίζει στα πόδια μας.
Οι δεσμοί εντούτοις είναι ισχυροί μεταξύ τους. Το Diyarbakır ειδικά μου έδωσε την αίσθηση ενός μεγάλου χωριού. Οι χαιρετούρες παίρνουν και δίνουν και σε κάθε ευκαιρία πίνουν κι ένα τσάι. Αυτό το τσάι κατάντησε σχεδόν εφιάλτης. Στο σερβίρουν ως δεδομένο με το που θα καθίσεις κι αφού το πιείς έρχεται αυτομάτως το επόμενο και το επόμενο και το επόμενο μέχρι να αρχίσεις να έχεις ξυνίλες από τη παλινδρόμηση τσαγιού στον οισοφάγο.
Εν αντιθέσει με το τσάι, λάτρεψα το κουρδικό καφέ. Βράζει στο μπρίκι όπως ο ελληνικός αλλά σ’αυτόν προστίθεται και τριμένο φυστίκι και γάλα. Το αποτέλεσμα ήταν γευστικά διαφορετικό από έναν κλασσικό καφέ, όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το ίδιο λατρεμένες ήταν και οι φρέσκιες λεμονάδες.
Το φαγητό έχει πολλές ομοιότητες με την ελληνική κουζίνα. Μια διαφορά είναι ότι αυτοί γιουβέτσι ονομάζουν ένα τουρλού με ντομάτες μελιτζάνες και κρέας στο φούρνο. Τα κεμπάπ τους δεν με ενθουσίασαν. Τα κομμάτια κρέατος ήταν πολύ μικρά κι ως εκ τούτου μετά το ψήσιμο έμενε μια μπουκια συνήθως ξερή. Κοτόπουλο, αρνί, συκώτι έχουν τη τιμητική τους. Άφθονη σαλάτα για συνεδυετικό.
Εξαιρετικό επίσης είναι το παραδοσιακό πρωινό με αφθονία γεύσεων στο τραπέζι, από τηγανητές πατάτες και μελιτζάνες, κρέας μέχρι υπέροχες μαρμελάδες και ευτυχώς άφθονο ψωμί το οποίο καταναλώνουν αφειδώς. Ενώ δε έχουν καλό γιαούρτι και αφθονο ayran, το θέμα τυρί νομίζω ότι δεν το κατέχουν κι ιδιαίτερα...
Κουρδικό breakfast, ακόμα και τώρα μου τρέχουν τα σάλια
Κουρδικό γιουβέτσι έτοιμο για το φούρνο
Η λέξη αλκοόλ ήταν άγνωστη σε όλα τα εστιατόρια. Κρίμα να μην μπορώ να συνοδεύσω το κεμπαπ με μια παγωμένη μπυρίτσα. Παρηγορήθηκα με δροσερό ayran…
Βέβαια ούτε κουβέντα να μιλάνε αγγλικά. Ελάχιστοι.
Κι επειδή τους έχει μείνει κακή κληρονομιά η δημόσια χρήση της τουρκικής γλώσσας επαναλάμβανα μονότονα: “Türkçe bilmiyorum!” (δεν γνωρίζω τουρκικά).
Με χρήση βασικού λεξιλογίου που αναγκάστηκα επιτόπου να μάθω, σε συνδυασμό με νοηματική, πάλευα να γίνομαι κατανοητός!
Ας ξεκινήσουμε το κεφάλαιο σύμφωνα με τις θρησκευτικές επιταγές της περιοχής:
Ο Μεχμέτ που προανέφερα αξίζει ένα κεφάλαιο μόνος του. Μη σας πω και βιβλίο ολάκερο...
Κούρδος στη καταγωγή, με περήφανη εθνική συνείδηση και αρκετή γνώση της ιστορίας, λάβρος κατά των Τούρκων, με κριτική στάση για τα κακώς κείμενα, με ανοικτό μυαλό σε θέματα θρησκευτικής ή πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, ήταν γνωριμία διαδικτυακή μέσω ιστότοπου για εκμάθηση ξένων γλωσσών και ενθουσιώδης στην ιδέα να επισκεφθώ τα πατρογονικά του.
Κοντός (1,70 με τα χέρια σε ανάταση), κατηγορία φτερού, ήταν ότι πρέπει για μαθήματα ανατομίας σκελετικού συστήματος σε φοιτητές ιατρικής. Εντούτοις ήταν επικοινωνιακότατος, με πολύ καλό επίπεδο αγγλικών, αλλά και γαλλικών, ισπανικών και πορτογαλικών και ολίγων ρωσικών για τα οποία δεν είχε πάει ποτέ φροντιστήριο! Στη γλωσσολογική φαρέτρα του είχε τη φιλοδοξία να προσθέσει πέρσικα και ελληνικά κι ως εκ τούτου εγώ φιλότιμα φερόμενος και συγκινημένος που βρέθηκε κάποιος στα βάθη της Ανατολής να θέλει να μάθει ελληνικά, ξεπαραδιάστηκα στην Αθήνα να του αγοράσω σχετικές οπτικοακουστικές μεθόδους.
Εδήλωσε καταϋποχρεωμένος που πλήρωσα και κουβάλησα 5 κιλά βιβλία για χάρη του. Εδήλωσε...διότι στην πράξη δεν το απέδειξε. Άλλωστε τα λόγια δεν κοστίζουν.
Εκτός λοιπόν του αδιαμφισβήτητου ταλέντου του στις ξένες γλώσσες, ο Μεχμέτ εδήλωνε και λάτρης του ωραίου φύλου και φανατικό καμάκι. Με προϋπηρεσία στα μπαρ του Bodrum από ένα σημείο και πέρα όταν εξαντλήθηκε η κουβέντα μας για το κουρδικό ζήτημα, άρχισε ατέρμονα να μου απαριθμεί με κάθε λεπτομέρεια πόσες γυναίκες έχουν κλάψει κι έχουν συρθεί στα πόδια του, και πόσες πλούσιες του τάξαν γάμο αλλά αυτός θεωρεί ότι η ελευθερία του είναι αγαθό που δεν αποτιμάται. Όσες ώρες μου τα απαριθμούσε, εγώ χάζευα το υπερπέραν εστιάζοντας στο πρόσωπό του σαν αυτιστικός, θέτοντας το κρίσιμο ερώτημα στον εαυτό μου κατά πόσον υπάρχουν τόσο απελπισμένες γυναίκες για να δίνουν υπεραξία σ’αυτό τον ανεκδιήγητο τύπο ή κατά πόσο ο άνθρωπος πουλάει απλώς φούμαρα. Η μόνη του απορία στα ερωτικά ήταν γιατί οι ελληνίδες που προσπαθεί να γνωρίσει στα chat rooms δεν έχουν υποκύψει στη γοητεία του και του κλείνουν κατάμουτρα τη σύνδεση. Εύγε συμπατριώτισες θα πω εγώ, δεν χάσατε ακόμα το γούστο σας!
Η ατέρμονη άσκοπη κουβέντα αφορούσε και το πόσο καλός ήταν στη δουλειά του εξιστορώντας διάφορα περιστατικά, πόσο επικοινωνιακός με τους πελάτες τόσο που στο μπαρ του γινόταν ο κακός χαμός από προσέλευση και πόσο υπεράνω χρημάτων ήταν αρνούμενος υπέρογκα ποσά φιλοδωρημάτων (απορώ ποιός πακετοτουρίστας ευρωπαίος τρώγοντας πίνοντας τζάμπα στο all inclusive ξενοδοχείο στο Bodrum, δίνει σε ένα μπαρμαν φιλοδώρημα 100 ευρώ... να πάω να του κάνω και αέρα δηλαδή).
Η κοσμοθεωρία του στη ζωή είναι ότι δουλεύουμε περιστασιακά και τα χρήματα που βγάζουμε τα ξοδεύουμε για ταξίδια και βιβλία.
Ο Μεχμέτ λοιπόν με τα πολλα χαρίσματα: εξυπνος, με σεξ απήλ, μακρόθυμος, αδιάφθορος, είχε και το «χάρισμα» να μη βάζει γλώσσα μέσα όταν του το επέτρεπαν οι συνθήκες. Μην έβλεπε αλλοδαπό, άρχιζε τα γελάκια, τα αστειάκια, τις εξυπνάδες, τα ανέκδοτα, τα πειράγματα (κοινώς ότι σιχαίνομαι). Αν δε έβρισκε ντόπιο πρόθυμο για κουβέντα ήταν ικανός να μιλάει με τις ώρες μαζί του αδιαφορώντας ότι μαζί του υπάρχει κι ένας φιλοξενούμενος που ΔΕΝ καταλαβαίνει τη γλώσσα. Στο τέλος μην αντέχοντας τον αποκάλεσα χαριτολογώντας στη παρέα του, νταβαντζή (davacı τουρκιστί) και πράκτορα της ΜΙΤ για τις αδιάκριτες ερωτήσεις που έκανε.
Κορίτσια ο Μπάρκουλης!
Και τι λοιπόν δεν μου είχε τάξει πριν το ταξίδι ο Μεχμέτ. Λαγούς με πετραχείλια κι έτσι παραμυθιάστηκα:
- ότι θα έμενα στο σπίτι των γονιών του. Τελικά έκλεισε σε ξενοδοχείο σε δωμάτιο ιαπωνικών προδιαγραφών
- ότι θα πηγαίναμε στο χωριό του που έχει και υπέροχο καταρράκτη. Δεν πήγαμε ποτέ
- ότι θα ακούσουμε a capella κουρδους μουσικούς. Δεν τους άκουσα ποτέ
- ότι έχει σχεδιάσει εκδρομή με φίλο του στα περιξ όπου μπορούμε να δούμε τα αξιοθέτα σε μια μέρα και σε προνομιακή τιμή. Η προνομιακή τιμή αφορούσε τα μισά απ’οσα προγραμματίζαμε να δούμε και με άσχετο ταξιτζή
- ότι θα φάμε παραδοσιακά φαγητά σε τιμές υποπολλαπλάσιες εκείνων που θα πλήρωνα στη Πόλη. Η τιμή ήταν η ακριβότερη που πλήρωσα σε όλο το ταξίδι
- ότι θα γνωρίσω ένα ιμάμη. Ναι αυτό το έπραξε, αλλά στο ίδιο μέρος έπιναν τσάι παρέα κάθε απόγευμα, άρα στατιτιστικά θα τον πετύχαινα κι εγώ μόνος μου δηλαδή
- ότι μου έχει οργανώσει ένα πλήρες πρόγραμμα για το οποίο δεν χρειαζόταν να νοιαστώ καθόλου. Δεν είχε οργανώσει εκ των προτέρω τίποτα και οι αποφάσεις άλλαζαν ανάλογα με τη διάθεση.
Πέραν της ασυνέπειας ήταν και μονίμως άφραγκος. Για τη μετακίνηση, το φαγητό, τα τσιγάρα ποτέ δεν έβαλε το χέρι στη τσέπη. Δεν θα θίξω βέβαια αν μπήκε στο κόπο να κεράσει έστω ένα τσάι των 40 cent ο ίδιος διότι θα αποτελούσε ανέκδοτο. Θα τον αποκαλούσα καραγύφτουλα αλλά αισθάνομαι ότι προσβαλλω τους Ρομά που μάλλον έχουν περισσότερο φιλότιμο. Τώρα ή θεωρούσε υποχρέωσή μου να πληρώνω αφειδώς και για κείνον επειδή είχε αναλάβει την «οργάνωση» και την ξενάγηση ή με θεωρούσε αρκετά «large» για να περάσει κάποιες μέρες ζωή και κότα. Προσωπικά δεν θα είχα πρόβλημα για την αφραγκία του, όμως η κουτοπονηράδα του κατάντησε αρχικά ανέκδοτο αλλά τελικά εκνευριστική. Μουλάρωσα κι εγώ, κατι που κατάλαβε πολύ καλά αν και έκανε το ψόφιο κοριό συνεχίζοντας το παραμύθι. Στο τέλος οικτίροντας τον εαυτό μου που τον ανέχτηκα και μου χάλαγε και το ταξίδι, τον παράτησα να “οργανώνει” τα επόμενα και συνέχισα μόνος μου βρίσκοντας την ησυχία μου. Εκκρεμεί ένα καλό μπινελίκι.
Αρκετά όμως με το κελεπούρι που ακούει στο όνομα Μεχμέτ.
Για να σας μεταφέρω τώρα τις εντυπώσεις μου από τους κούρδους της Τουρκίας. Και δεν γενικεύω τον εθνοτικό όρο, διότι απ’ότι με πληροφόρησαν στο Ιράκ είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
H αλήθεια είναι ότι οι Κούρδοι παραμένουν η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στον κόσμο χωρίς δικό τους κράτος. Σήμερα οι περισσότεροι ζουν σε μια περιοχή που διαμοιράζεται μεταξύ Ιράν, Ιράκ , Συρίας και Τουρκίας (όπου αριθμούν και οι περισσότεροι). Το προβληματικό ιστορικά είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους υπήρξαν θύματα υποταγής και ρατσισμού (σε όλες του τις εκδηλώσεις) από γειτονικούς λαούς. Ακόμα και όταν η Συνθήκη των Σεβρών διασφάλιζε εδαφική αυτονομία, ο καιροσκοπισμός τους οδήγησε να συμπράξουν με το Kemal πολεμώντας στο πλευρό του σε όλα τα μέτωπα. Η νέα όμως συνθήκη της Λωζάνης δεν έκανε οιαδήποτε αναφορά στους Κούρδους και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους. Κοινώς την πάτησαν. Αυτό αποτέλεσε την απαρχή δεινών: δεν αναγνωρίζονταν από την Τουρκία ως έθνος αλλά ως βουνίσιοι Τούρκοι, δεν ήταν σε θέση να μιλούν τη δική τους γλώσσα δημοσίως ή να λάβουν εκπαίδευση σ’αυτή, υπέστησαν διώξεις, παρεκτοπίσεις και χίλια μύρια όσα βασανιστήρια μέχρι επιτέλους να αισθανθούν ότι το ποτήρι ξεχείλισε και να ξεκινήσουν κάποιοι εξ’αυτών ένοπλο αγώνα. Πρόσφατα απέκτησαν δικαίωμα εκπαίδευσης στη γλώσσα τους, προσωπικά όμως δεν είδα πουθενά ούτε μια ταμπέλα στα κουρδικά (που ΔΕΝ μοιάζουν με τα τουρκικά).
Παρακινδυνευμένο να χαρακτηρίσεις έναν λαό, αλλά καμμιά φορά από τα μικρά κρίνονται και τα μεγάλα.
Φυσιογνωμικά οι κούρδοι της Τουρκίας φέρνουν λίγο προς Πέρσες: οι άντρες μελαχροινοί, μερικοί ανοιχτόδερμοι, machο τύποι. Αντίθετα οι γυναίκες έχουν αδρά χαρακτηριστικά και στερούνται ως ενήλικες θηλυκότητας. Σ’αυτό συμβάλλουν και οι στυλιστικές τους επιλογές που ποικίλουν από λουλουδάτο gypsy look, σε αυστηρό τύπου ντουλάπα με τις ολόσωμες αυστηρές καμπαρντίνες. Η μαντήλα επιβεβλημένη σε ποσοστό άνω του 90%. Εννοείται ότι ως παραδοσιακή κοινωνία, οι περισσότερες γυναίκες δεν εργάζονται αλλά παραμένουν στο σπίτι γενοβολώντας και φροντίζοντας παιδιά.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν πιο αισιόδοξα στη νέα γενιά αφού η πλειονότητα βολόδερνε άσκοπα στα σοκάκια και το μόνο που ήξεραν να μουν πουν ήταν “money, money, money”.
Αυτή η εικόνα βέβαια αφορά κατεξοχήν τους παρίες που έχουν εγκλωβιστεί σε υποβαθμισμένα γκέτο στις παλιές γειτονιές των πόλεων. Πού θα μπορούσε άλλωστε να με βρει κανείς….
Η μακρόχρονη καταπίεση επίσης έχει δημιουργήσει ένα γλωσσικό αχταρμά. Άλλοτε μιλάνε μεταξύ τους κούρδικα, άλλοτε τούρκικα, άλλοτε μια αργκό μίξη και των δύο.
Οι κούρδοι λοιπόν της Τουρκίας (τους διαχωρίζω από εκείνους στις όμορες χώρες) μου φάνηκαν σχετικά ράθυμοι. Ατέρμονα τσάγια και κουβέντα να γίνεται. Έλλειψη δημιουργικότητας κι αισθητικής, σεβασμού προς την ιστορία και το περιβάλλον (σκουπίδι παντού ακόμα και σε αρχαιολογικό χώρο) κι αρκετός συντηρητισμός ειδικά στις γυναίκες (στο φαίνεσθαι).
Μην ξανακούσω δε τη φράση «φουμάρει σαν αράπης». Σαν Κούρδος θα λέτε πλέον. Δεν υπάρχει μα ούτε ένα αρσενικό που να μην καπνίζει σαν τσιμινιέρα από νεαρή ηλικία. Κατι που άλλωστε συντηρείται από τα φθηνά λαθραία τσιγάρα που πουλούνται ελεύθερα στους δρόμους και υπό την ανοχή της αστυνομίας (αυτό αφορά αποκλειστικάτο Diyarbakır, όπου η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο και η παραοικονομία ανθεί).
Επίσης ιδιαίτερα φιλότιμους δεν θα τους έλεγα. Μουσαφίρης ήμουν και παρόλα αυτά λίγοι απ’όσους γνώρισα μπήκαν στο κόπο να κεράσουν ακόμα κι ένα πάμφθηνο τσάι. Επίσης είδα μια τάση ωχαδερφισμού πχ έφηβοι να στρογγυλοκάθονται σε θέση στα dolmuş και να μην ιδρώνει το αυτί τους αν υπάρχει όρθιος υπερήλικας ή γυναίκα με μωρό στην αγκαλιά. Άσε δε το γελοίο συμβάν με το πεπόνι που από κάποιον ξεγλίστρησε και περιφερόταν σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ μέσα στο λεωφορείο χωρίς κανενός να ιδρώνει το αυτί να το μαζέψει ούτε καν του ιδιοκτήτη. Λες και θα επέστρεφε μόνο του ως δια μαγείας. Αναγκάστηκα να το σηκώσω εγώ αφού είχα πια αγανακτήσει να στριφογυρίζει στα πόδια μας.
Οι δεσμοί εντούτοις είναι ισχυροί μεταξύ τους. Το Diyarbakır ειδικά μου έδωσε την αίσθηση ενός μεγάλου χωριού. Οι χαιρετούρες παίρνουν και δίνουν και σε κάθε ευκαιρία πίνουν κι ένα τσάι. Αυτό το τσάι κατάντησε σχεδόν εφιάλτης. Στο σερβίρουν ως δεδομένο με το που θα καθίσεις κι αφού το πιείς έρχεται αυτομάτως το επόμενο και το επόμενο και το επόμενο μέχρι να αρχίσεις να έχεις ξυνίλες από τη παλινδρόμηση τσαγιού στον οισοφάγο.
Εν αντιθέσει με το τσάι, λάτρεψα το κουρδικό καφέ. Βράζει στο μπρίκι όπως ο ελληνικός αλλά σ’αυτόν προστίθεται και τριμένο φυστίκι και γάλα. Το αποτέλεσμα ήταν γευστικά διαφορετικό από έναν κλασσικό καφέ, όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το ίδιο λατρεμένες ήταν και οι φρέσκιες λεμονάδες.
Το φαγητό έχει πολλές ομοιότητες με την ελληνική κουζίνα. Μια διαφορά είναι ότι αυτοί γιουβέτσι ονομάζουν ένα τουρλού με ντομάτες μελιτζάνες και κρέας στο φούρνο. Τα κεμπάπ τους δεν με ενθουσίασαν. Τα κομμάτια κρέατος ήταν πολύ μικρά κι ως εκ τούτου μετά το ψήσιμο έμενε μια μπουκια συνήθως ξερή. Κοτόπουλο, αρνί, συκώτι έχουν τη τιμητική τους. Άφθονη σαλάτα για συνεδυετικό.
Εξαιρετικό επίσης είναι το παραδοσιακό πρωινό με αφθονία γεύσεων στο τραπέζι, από τηγανητές πατάτες και μελιτζάνες, κρέας μέχρι υπέροχες μαρμελάδες και ευτυχώς άφθονο ψωμί το οποίο καταναλώνουν αφειδώς. Ενώ δε έχουν καλό γιαούρτι και αφθονο ayran, το θέμα τυρί νομίζω ότι δεν το κατέχουν κι ιδιαίτερα...
Κουρδικό breakfast, ακόμα και τώρα μου τρέχουν τα σάλια
Κουρδικό γιουβέτσι έτοιμο για το φούρνο
Η λέξη αλκοόλ ήταν άγνωστη σε όλα τα εστιατόρια. Κρίμα να μην μπορώ να συνοδεύσω το κεμπαπ με μια παγωμένη μπυρίτσα. Παρηγορήθηκα με δροσερό ayran…
Βέβαια ούτε κουβέντα να μιλάνε αγγλικά. Ελάχιστοι.
Κι επειδή τους έχει μείνει κακή κληρονομιά η δημόσια χρήση της τουρκικής γλώσσας επαναλάμβανα μονότονα: “Türkçe bilmiyorum!” (δεν γνωρίζω τουρκικά).
Με χρήση βασικού λεξιλογίου που αναγκάστηκα επιτόπου να μάθω, σε συνδυασμό με νοηματική, πάλευα να γίνομαι κατανοητός!
Last edited: