Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.499
- Likes
- 31.327
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Annevoie-Rouillon, Dinant, Château Vêves, Arlon
- Ville Haute Λουξεμβούργο, η βραδινή άφιξη
- Πρωινή βόλτα στο Kirchberg
- Ville Haute-Grund-Plateau du Saint Esprit-Cité Judiciaire
- Απογευματινή βόλτα στο Clausen
- Château de Vianden
- Château de Bourscheid και Esch-sur-Sûre
- Wéris, Durbuy και η επιστροφή στη Γάνδη
- Château d΄ Ooidonk
- Malo-les-Bains Δουνκέρκη
- Γνωρίζοντας τη Δουνκέρκη
- Ville de Bergues
- Νυχτοπερπατήματα στη Lille
Annevoie-Rouillon, Dinant, Château Vêves, Arlon
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Ήταν Νοέμβριος του 2019. Ένα πενθήμερο ταξίδι σε Δανία και Σουηδία είχε μόλις ολοκληρωθεί, αφήνοντάς μας πολύ όμορφες εικόνες και θετικές εντυπώσεις. Ο σύζυγος είχε επιστρέψει στην Αθήνα και οι υπόλοιποι τρεις (ο γιος μου, η κοπέλα του και εγώ) είχαμε γυρίσει στη Γάνδη. Μέχρι το επόμενο προγραμματισμένο ταξίδι μεσολάβησαν μόλις τέσσερις ημέρες με ξεκούραση, αλλά και χαλαρές βολτούλες στην πανέμορφη πόλη της Γάνδης
και πριν καλά-καλά αδειάσουμε τις βαλίτσες από το προηγούμενο ταξίδι, είχε έρθει η μέρα που κάναμε καινούριες προετοιμασίες για το επικείμενο road trip που επρόκειτο να πραγματοποιήσουμε σε πολύ ενδιαφέροντες προορισμούς.
Έτσι, στις 8 Νοεμβρίου 2019, είχαμε νέα άφιξη του συζύγου στη Γάνδη. Τον υποδεχτήκαμε με ένα ωραίο γεύμα στο διαμέρισμα και στη συνέχεια βγήκαμε για μια μεγάλη χαλαρή βόλτα στην πόλη. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος, με λίγη ψύχρα, ενώ η πόλη ήταν τόσο ζωντανή όσο χρειαζόταν για να μας κρατήσει μέχρι αργά στους πλακόστρωτους δρόμους της.
Λίγο πριν κλείσουν τα μαγαζιά, επισκεφθήκαμε το σούπερ μάρκετ για να κάνουμε προμήθειες, οι οποίες ήταν απαραίτητες για να μας κρατήσουν χορτάτους μέχρι να φτάσουμε στον τελικό προορισμό του ταξιδιού, την επόμενη μέρα, που ήταν η πόλη του Λουξεμβούργου.
Ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου 2019 βρεθήκαμε όλοι στο πόδι. Άλλος φούρνιζε μπαγκέτες, άλλος ετοίμαζε σάντουιτς για το ταξίδι, άλλος έφτιαχνε το πλούσιο πρωινό, το οποίο θα μας κρατούσε ακμαίους, γεμίζοντάς μας ενέργεια στο νέο ταξίδι που επρόκειτο να ξεκινήσει άμεσα. Όλα, λοιπόν, ήταν μελετημένα και υπήρξε άψογος συγχρονισμός ώστε να ξεκινήσουμε όσο πιο νωρίς μπορούσαμε από τη Γάνδη έχοντας ως πρώτο σταθμό αυτού του road trip την πανέμορφη πόλη της Dinant.
Χρέη οδηγού σε αυτό το οδικό ταξίδι ανέλαβε να εκτελέσει ο γιος μας, ο οποίος έφυγε γύρω στις 8:00 με το ποδήλατο για το γραφείο της Avis, το οποίο βρίσκεται κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Sint Pieters της Γάνδης και συγκεκριμένα στην οδό Voskenslaan 147. Kλείδωσε το ποδήλατο σε κάποιο parking της περιοχής και επέστρεψε στο σπίτι με ένα κατάλευκο Peugeot 308, μοντέλο 2019, με το κοντέρ του να γράφει μόλις 8.500 km.
Η ενοικίαση για τρεις μέρες στοίχισε 210 ευρώ, με full ασφάλεια, απεριόριστα χιλιόμετρα και στη Revolut, με την οποία πραγματοποιήθηκε η κράτηση, χρεώθηκε σαν εγγύηση το ποσό των 90 ευρώ για γεμάτο ρεζερβουάρ, το οποίο επιστράφηκε μετά από ελάχιστες μέρες από την παράδοση του αυτοκινήτου.
Στην ιστορία μου “Στη χώρα της Μικρής Γοργόνας” (https://www.travelstories.gr/community/threads/Στη-χώρα-της-Μικρής-Γοργόνας.62812/) έχω αναφέρει ότι σε αυτά τα δύο ταξίδια που πραγματοποιήσαμε τον Νοέμβριο του 2019 χρησιμοποιήσαμε όλα τα μέσα μεταφοράς που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας ταξιδευτής. Επειδή θεωρώ ότι αυτό είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να συμβεί σε ταξίδι και επειδή γουστάρω που μας έκατσε αυτή η σπάνια περίπτωση θα το επαναλάβω και πάλι. Σε αυτά, λοιπόν, τα δύο ταξίδια μπήκαμε σε: αεροπλάνο, τρένο, πλοίο, λεωφορείο, τραμ, αυτοκίνητο, τελεφερίκ, καβαλήσαμε ποδήλατα και πατίνια lime και τα πόδια μας έκαναν πάλι του κόσμου τα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο ανακαλύπτοντας όλες τις κρυμμένες γωνίες των προορισμών που επισκεφθήκαμε.
Πρωταγωνιστής αυτού του νέου ταξιδιού ήταν το αυτοκίνητο. Φορτώσαμε μπαγκάζια και προμήθειες, ορίσαμε στο GPS προορισμό Dinant και ένα καινούριο ταξίδι, με πολύ ανεβασμένη διάθεση ξεκίνησε, ακολουθώντας για αρχή τον αυτοκινητόδρομο E40 και στη συνέχεια τον Ε411.
Μετά από 150 km και 1 ώρα και 50 λεπτά κάναμε την πρώτη μας στάση στο χωριό Annevoie-Rouillon, το οποίο βρίσκεται στον δήμο της Βαλλονίας Anhée, της βελγικής επαρχίας Namur.
Tο Annevoie είναι γνωστό για τους κήπους του, του 18ου αιώνα, οι οποίοι αναφέρονται ως κληρονομιά της Βαλλονίας και θεωρούνται από τους πιο όμορφους κήπους της Ευρώπης, αφού συνδυάζουν την αυστηρότητα του γαλλικού στιλ και τη φαντασία του αγγλικού, ενώ ο ποταμός Rouillon, που ρέει στην περιοχή και ανάμεσα στους κήπους, προσφέρει εικόνες απερίγραπτου κάλλους. Φυσικά οι κήποι δεν είναι μόνοι τους, αλλά αποτελούν το ντεκόρ του Kάστρου του Annevoie, το οποίο ανήκε στην οικογένεια Montpellier.
Στο δικό μας όμως πρόγραμμα δεν ήταν ενταγμένη η επίσκεψη στο Kάστρο, ούτε και στους κήπους. Εμείς, κάναμε μια μικρή στάση περπατώντας στον δρόμο του χωριού θαυμάζοντας τα πέτρινα σπίτια,
με την ευφάνταστη διακόσμηση για το Halloween, το οποίο φαίνεται ότι αγαπούν και εκτιμούν πoλύ οι κάτοικοι του χωριού.
Η γοτθική εκκλησία του Saint Antoine ήταν ανοιχτή και μπήκαμε για λίγο στο λιτό το εσωτερικό της.
Απέναντι ακριβώς από την εκκλησία την προσοχή μας τράβηξε ένας τροχός νερού, ο οποίος τροφοδοτείται από ένα μικρό κανάλι και υπενθυμίζει την αρχαία τέχνη της σφυρηλάτησης, η οποία άνθιζε στην περιοχή, κατά τον 19ο αιώνα, λόγω της αφθονίας του νερού.
Το τεράστιο δέντρο έξω από τον ναό του Αγίου Αντωνίου μας πρόσφερε την τέλεια φθινοπωρινή εικόνα αυτής της πρώτης στάσης και αιχμαλωτίζοντας για πάντα με ένα κλικ αυτήν την ομορφιά μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαμε.
Ο δρόμος Ν92, τον οποίο ακολουθήσαμε, κυλούσε πλέον δίπλα στον Meuse ποταμό και το θέαμα ήταν συναρπαστικό, αφού από τη μια πλευρά του βλέπαμε πράσινα λιβάδια με άλογα και αγελάδες να βόσκουν, και από την άλλη πλευρά του το χωριό Yvoir, σκαρφαλωμένο πάνω σε δασοσκέπαστους λόφους, κατρακυλούσε μέχρι την άκρη του ποταμού.
Διασχίσαμε το χωριό Anhée
και σε λίγα λεπτά αντικρίσαμε τα πρώτα σπίτια της Dinant να απλώνονται κατά μήκος του ποταμού Meuse.
Η γενέτειρα του εφευρέτη του σαξοφώνου Adolphe Sax βρίσκεται στην επαρχία Namur και είναι γνωστή για την Ακρόπολη, για την εκκλησία της με το Kαμπαναριό σε σχήμα αχλαδιού, και φυσικά για τα πολύχρωμα σαξόφωνα που κοσμούν κάθε γωνιά της πόλης.
Tο όνομά της σημαίνει “Iερή Kοιλάδα” και προέρχεται από την κέλτικη λέξη Divo-Nanto, η οποία μεταφράζεται και ως “Ουράνιο Φαράγγι” ή “Φωτεινό Φαράγγι”. Η περιοχή είχε ήδη κατοικηθεί σε νεολιθικούς, κελτικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Χτισμένη μέσα στην κοιλάδα που δημιούργησε ο ποταμός Meuse προστατεύει την “πλάτη” της ακουμπώντας στα απόκρημνα βράχια και βρέχει τα “πόδια” της στα νερά του ποταμού. Tα κουκλίστικα σπίτια της, σε παστέλ αποχρώσεις, στριμώχνονται και απλώνονται, κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, κατά μήκος του ποταμού και αναδύουν άρωμα μεσαίωνα. Kάθε 15 Αυγούστου πραγματοποιείται ένα ιδιαίτερο αγώνισμα στα νερά του Meuse. Ένας στόλος από ιδιαίτερες πλωτές κατασκευές ή μπανιέρες διακοσμημένες με ασυνήθιστους και πρωτότυπους τρόπους αγωνίζονται στα νερά του ποταμού.
Η δική μας γνωριμία με την πόλη θα ξεκινούσε από την Ακρόπολη-Φρούριο που στεφανώνει την Dinant και απλώνεται στην κορυφή των απότομων βράχων, απ΄ όπου η θέα είναι απερίγραπτα εντυπωσιακή και πανοραμική προς κάθε πλευρά.
Έτσι, διασχίσαμε με το αυτοκίνητο τη στολισμένη με σαξόφωνα γέφυρα της πόλης
και αμέσως στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας τον δρόμο παράλληλα με το ποτάμι.
Εντύπωση μας έκανε το τεράστιο πρώην μοναστήρι, το οποίο σήμερα μαρτυρά την ιστορία της πιο διάσημης δημιουργίας της Dinant, της μπίρας Leffe, που αρχικά παρασκευάστηκε το 1240. Γίνονται ξεναγήσεις στο μουσείο για τη διαδικασία παραγωγής και στο τέλος υπάρχει και δοκιμή της διάσημης μπίρας.
Κάναμε μια μικρή αναγνωριστική βόλτα στον κεντρικό δρόμο της πόλης, πάντα με το αυτοκίνητο,
και στη συνέχεια, ακολουθώντας έναν περιφερειακό δρόμο και κυκλώνοντας τον λόφο, φτάσαμε στο parking της Ακρόπολης στο οποίο παρκάραμε το αυτοκίνητο δωρεάν. Έτσι, είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο για τις επόμενες ώρες που θα εξερευνούσαμε την πόλη, ότι το αυτοκίνητο είναι ασφαλές και δεν υπάρχει κανένας χρονικός περιορισμός με ώρες, παρκόμετρα και όλα τα συναφή που ακολουθούν, μοιραία, τη χρήση αυτοκινήτου στις πόλεις του εξωτερικού.
Για να κατέβουμε στην πόλη από την Ακρόπολη θα κάναμε χρήση του τελεφερίκ, το οποίο περιλαμβάνεται στο εισιτήριο εισόδου του Φρουρίου, οπότε όλα ήταν μια χαρά τακτοποιημένα και βολικά για να ξεκινήσουμε τη γνωριμία με την Dinant. Υπάρχουν, βέβαια, και 450 σκαλιά που οδηγούν κάτω στην πόλη για τους τολμηρούς.
Πριν όμως ξεκινήσουμε την επίσκεψη στην Ακρόπολη, έπαιξε ο πρώτος γύρος κολατσιού με τα σάντουιτς και τις προμήθειες που είχαμε ετοιμάσει από το σπίτι. Χορτάτοι και ζωηροί ξεκινήσαμε για το ταμείο και την έκδοση των εισιτηρίων εισόδου. Το πρώτο πράγμα που είδαμε, αφήνοντας το parking, ήταν ένας μεγάλος υπαίθριος χώρος στον οποίο βρίσκεται ένα παλιό στρατιωτικό αεροπλάνο.
Tο εισιτήριο για την είσοδο στην Ακρόπολη και τη χρήση του τελεφερίκ κόστισε 9,5 ευρώ.
H είσοδος στο Φρούριο του 1815 και η περιπλάνηση στις αίθουσες του εξαιρετικού μουσείου του μας βύθιζαν όλο και περισσότερο στην καρδιά της ιστορίας. Διασχίζοντας τους διαδρόμους του χρόνου, είδαμε μπουντρούμια με φυλακισμένους να κοιμούνται σε υγρά και ανήλιαγα κελιά περιμένοντας την εκτέλεσή τους με την γκιλοτίνα.
Συναντήσαμε κουζίνες με φούρνους και σκεύη μαγειρικής, όπου έπρεπε να μαγειρεύεται το φαγητό για 400 άτομα τα οποία κοιμόντουσαν σε μικρά δωμάτια με πολλά κρεβάτια-κουκέτες,
αλλά και μουσείο με μεγάλη συλλογή όπλων.
Το άκρως εντυπωσιακό κομμάτι, όμως, της Ακρόπολης ήταν η τέλεια αναπαράσταση των τάφρων του πολέμου. Περπατήσαμε στο μισοσκόταδο, μέσα στα χαρακώματα, ενώ ακουγόντουσαν δυνατές εκρήξεις και ήχοι από σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μας.
Στη συνέχεια διασχίσαμε έναν κεκλιμένο χώρο, ανακατασκευή ενός χαρακώματος που χτυπήθηκε από βόμβα. Ήταν μια αλλόκοτη εμπειρία-αίσθηση να περπατάς ή να κατεβαίνεις λοξά σκαλιά, μέσα σε αυτόν τον χώρο αλλάζοντας επίπεδο. Δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος αν δεν κρατούσες τη σιδερένια μπάρα κατά μήκος της διαδρομής.
Περπατούσαμε στο κεκλιμένο δάπεδο φοβούμενοι ότι θα χάσουμε την ισορροπία μας και θα πέσουμε στο νερό που υπήρχε κάτω ή στα πλάγια του χώρου. Ήταν μια κατάσταση που παρόμοια δεν είχαμε βιώσει ποτέ στη ζωή μας. Σε κάθε βήμα νιώθαμε ζάλη και ανακατωσούρα στο στομάχι. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και δεν ξέρω αν η περιγραφή μου μπορεί να μεταφέρει, έστω και στο ελάχιστο, την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα αυτής της κατάστασης. Ο χώρος αυτός είναι αφιερωμένος στις μάχες της 14ης Αυγούστου 1914 και στις βαριές συμπλοκές που έγιναν μεταξύ Γάλλων και Γερμανών στρατιωτών μέσα και γύρω από την Ακρόπολη. Σήμερα η αναπαράσταση των χαρακωμάτων δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο να κατανοήσει, έστω και λίγο, αυτήν τη στιγμή της ιστορίας.
Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα για να μας φύγει η ζαλάδα πριν φτάσουμε στην άκρη του γκρεμού, για να απολαύσουμε το ωραιότερο θέαμα που προσφέρει η πόλη της Dinant στους επισκέπτες της. Πάνω από τον Καθεδρικό Ναό ανεβαίνει η κατακόρυφη πλευρά του βράχου, στην κορυφή του οποίου στέκεται το Φρούριο που αρχικά χτίστηκε τον 11ο αιώνα για να ελέγξει την κοιλάδα του Meuse. Η θέα προς όλες τις κατευθύνσεις κόβει κυριολεκτικά την ανάσα.
Παρόλο τον αέρα και το κρύο που έκανε στην άκρη του γκρεμού παραμείναμε εκεί, με καρφωμένα τα μάτια για ώρα στο υπερθέαμα που ξετυλιγόταν μπροστά μας. Όταν, πλέον, είχαν παγώσει χέρια και μύτες αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε από την Ακρόπολη και να κατέβουμε στην πόλη κάνοντας χρήση του τελεφερίκ.
Φυσικά η εντυπωσιακή γέφυρα (Pont Charles de Gaulle) που είναι στολισμένη με τα πολύχρωμα σαξόφωνα, προς τιμήν του Adolphe Sax, ήταν ο πρώτος μας στόχος μόλις πατήσαμε το πόδι μας στην καρδιά της πόλης. Δεν ξέρω πόσες φωτογραφίες βγάλαμε από αυτό το σημείο!! Μάλλον άπειρες...
Ο γοτθικός ναός του 13ου αιώνα στις όχθες του Meuse παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κέντρο της πόλης. Αντικατέστησε μια ρωμανική του 10ου αιώνα που κατέρρευσε το 1228 και διαθέτει αξιόλογα βιτρό. Δεν μπήκαμε στο εσωτερικό.
Περάσαμε τη γέφυρα και σταθήκαμε στην απέναντι πλευρά του ποταμού παίρνοντας πανοραμικές φωτογραφίες. Η πόλη μας είχε εντυπωσιάσει με την ανεπιτήδευτη ομορφιά και τη γραφικότητά της.
Στην άκρη της γέφυρας συναντήσαμε το άγαλμα του στρατηγού Charles de Gaulle που τον παρουσιάζει σαν έναν απλό υπολοχαγό. Tο άγαλμα ύψους 2,5 μέτρων εγκαινιάστηκε το 2014, με τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εγκαίνια έγιναν από τον Bernard de Gaulle, ανιψιό του στρατηγού. Το άγαλμα απέχει μόλις 20 μέτρα από εκεί που ο de Gaulle τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από γερμανικό πυροβολισμό, ο οποίος προήλθε από την κορυφή του βράχου, στις 15 Αυγούστου του 1914.
Βολτάροντας στη Rue Grande περάσαμε από το Δημαρχείο της πόλης, του οποίου o αυλόγυρος στολίζεται με ένα γυάλινο σαξόφωνο-σιντριβάνι. Το Δημαρχείο μοιάζει περισσότερο με σπίτι και είναι διακοσμημένο με λουλούδια στα παράθυρά του.
Στη Rue Grande υπάρχουν επίσης διάφοροι φούρνοι ή ζαχαροπλαστεία. Ε…! καλά θα μου πείτε: -”Σιγά την είδηση ή τη φοβερή πληροφορία”. Και όμως αυτοί οι φούρνοι διαθέτουν κάτι μοναδικό και πολύ-πολύ ιδιαίτερο.
Το couque de Dinant, το σκληρότερο μπισκότο της Ευρώπης με μέλι. Είναι ψημένο σε ξύλινο καλούπι-φόρμα, από ξύλο αχλαδιάς, καρυδιάς ή οξιάς. Τα καλούπια έχουν ευρεία ποικιλία σχημάτων τα οποία περιλαμβάνουν ζώα, φυτικά μοτίβα, ανθρώπους ή τοπία. Ψήνεται σε φούρνο προθερμασμένο στους 300 βαθμούς Κελσίου για 15 λεπτά. Περιέχει μόνο δύο συστατικά: αλεύρι και μέλι. Tίποτα άλλο, ούτε καν νερό. Σε αυτήν τη θερμοκρασία ψησίματος το μέλι καραμελοποιείται. Κατά την ψύξη το μπισκότο γίνεται πολύ σκληρό και μπορεί να διατηρηθεί απεριόριστα λόγω αυτής της ιδιότητας. Τα μπισκότα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως διακοσμητικά π.χ. στολίδια χριστουγεννιάτικων δέντρων. Παραδοσιακά λόγω της σκληρότητάς τους δίνονται στα μωρά, κατά τη διάρκεια της οδοντοφυΐας.
Όταν αγόρασα ένα μικρό μπισκότο για δοκιμή η υπάλληλος με κοίταξε καχύποπτα, με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και με ρώτησε: -”Γνωρίζετε τι είναι αυτό που αγοράσατε?”. -”Ναι, γνωρίζω” της απάντησα. Τότε μου είπε πάλι: -”Mην το δαγκώσετε. Πιπιλίστε το για ώρα μέσα στο στόμα, μέχρι να μαλακώσει”. Σας πληροφορώ ότι χρειάστηκε να βάλω αρκετή δύναμη για να σπάσω ένα μικρό κομματάκι με το χέρι, το οποίο έκανε πάνω από 10 λεπτά να μαλακώσει μέσα στο στόμα μου και στη συνέχεια δαγκώνοντάς το πολύ προσεκτικά και απαλά μπόρεσα να το φάω.
Περάσαμε τη γέφυρα Charles de Gaulle ακολουθώντας τη Rue Adolphe Sax. Είναι ο δρόμος στον οποίο βρίσκεται το Maison Adolphe Sax, ένα ανοιχτό μουσείο στη θέση που ήταν το αρχικό σπίτι της οικογένειας. Η είσοδος είναι δωρεάν και υπάρχουν διάφορα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια.
Έξω από το σπίτι-μουσείο, σε ένα παγκάκι κάθεται το χάλκινο γλυπτό του εφευρέτη και καλεί τους περαστικούς να φωτογραφηθούν μαζί του.
Λίγα μέτρα μετά το μουσείο συναντήσαμε μια λιλιπούτεια πλατεία, την Place Victor Collard, η οποία ήταν διακοσμημένη με ένα σωρό πολύχρωμα σαξόφωνα.
Κάναμε λίγες βόλτες ακόμη στην πόλη και στη συνέχεια, παίρνοντας πάλι το τελεφερίκ, ανεβήκαμε στην Ακρόπολη και στο parking.
Πριν αποχαιρετήσουμε την πόλη, βάζοντας πλώρη για τον επόμενο προορισμό μας, έμενε να δούμε ένα τελευταίο θεαματικό αξιοθέατο το οποίο συνοδεύεται, μάλιστα, από θρύλους τους οποίους αγαπώ ιδιαίτερα και πάντα φροντίζω να παραθέτω αναλυτικά και με κάθε λεπτομέρεια στις ιστορίες μου.
Ο βράχος-βελόνα Rocher Bayard, ύψους 40 μέτρων στις όχθες του Meuse, συνδέεται με τον αρχαίο θρύλο των Αρμενίων, τεσσάρων γιων του Aymon. Ο Bayard ήταν το άλογο των τεσσάρων γιων του Δούκα Aymon, πρίγκιπα των Αρδεννών. Αυτοί οι τέσσερις αδελφοί, γενναίοι ιππότες και το άλογό τους, ήταν οι ήρωες ενός τραγουδιού του μεσαίωνα που λεγόταν τραγούδι της χειρονομίας (Chanson de geste). Το τραγούδι ήταν πολύ δημοφιλές στην περιοχή των Αρδεννών. Σύμφωνα με το τραγούδι της χειρονομίας, οι γιοι του Aymon εγκατέλειψαν το δικαστήριο του Kαρλομάγνου, και οι τέσσερις πάνω στο μοναδικό τους άλογο Bayard, μετά από μια διαμάχη που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του ανιψιού του αυτοκράτορα. Τα στρατεύματα του αυτοκράτορα τους κυνήγησαν και τη στιγμή που ο αυτοκράτορας πίστευε ότι τελικά τους είχε στο χέρι εγκλωβισμένους στη βραχώδη κορυφογραμμή, ο ατρόμητος Bayard χτύπησε τον βράχο με τις οπλές του και με ένα τεράστιο άλμα προσγειώθηκε στην άλλη πλευρά του ποταμού. Ο μεγάλος βράχος έσπασε σε δύο κομμάτια από το χτύπημα των οπλών του Bayard. Στον διάσημο βράχο, λέγεται, ότι βρίσκεται ακόμη και σήμερα το αποτύπωμα του ποδιού του Bayard.
Με τον θρύλο του βράχου, αλλά και με τις όμορφες εικόνες των σπιτιών της πόλης δίπλα στο νερό, έκλεισε η επίσκεψή μας στην Dinant.
Και επειδή σε αυτό το οδικό ταξίδι είπαμε ότι συλλέγουμε εικόνες του φθινοπώρου, η παρακάτω φωτογραφία μπαίνει στη συλλογή.
Αποχαιρετήσαμε την Dinant, το κουκλόσπιτο του Βελγίου και ξεκινήσαμε...
Κάποια στιγμή και ενώ κινούμασταν στην οδική αρτηρία Route Charlemagne (N97), ο γιος μου απροειδοποίητα στρίβει σε έναν στενό δρόμο και αρχίζει να οδηγεί ανάμεσα στα χωράφια, τα οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από πυκνό δάσος σε φθινοπωρινά χρώματα φυσικά.
-”Πού πάμε από ΄δω?” ήταν η αναμενόμενη ερώτηση. -”Θα δείτε” ήταν η λακωνική απάντηση.
Συνεχίσαμε να προχωράμε ανάμεσα στα κιτρινοπράσινα δέντρα, ενώ τις άκρες του σκοροφαγωμένου επαρχιακού στενού δρόμου κοσμούσαν τα καφεκόκκινα πεσμένα φύλλα.
Τελικά, μετά από λίγο, στη μέση του πουθενά ή μάλλον ανάμεσα σε μια μπορντοροδοκοκκινοκίτρινη θάλασσα δέντρων, ξεπρόβαλε ένα Κάστρο, το Château Vêves.
Πολύ όμορφη έκπληξη για όλους μας, αφού το Κάστρο Vêves καταλαμβάνει μια περιοχή λίγο έξω από το χωριό Celles, στην επαρχία Namur του Βελγίου και χαρακτηρίζεται ως κύρια κληρονομιά της Βαλλονίας. Το Κάστρο με τη μορφή ακανόνιστου πενταγώνου και πλαισιωμένο από έξι στρογγυλούς Πύργους χρονολογείται περίπου από το 1410.
Δε χάσαμε χρόνο για επίσκεψη στο εσωτερικό του, όμως ανταμειφθήκαμε από το τοπίο που περιβάλλει το Chateau Vêves, το οποίο μας γέμισε εικόνες πλημμυρισμένες από πολύ φθινοπωρινό χρώμα.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η Φ. έριξε την ιδέα να επισκεφθούμε για λίγο την πόλη Arlon, πριν καταλήξουμε στον τελικό προορισμό της ημέρας που δεν ήταν άλλος από την πόλη του Λουξεμβούργου. H Arlon δεν απέχει πολύ από την πόλη του Λουξεμβούργου, οπότε δε θα μας έβγαζε εκτός διαδρομής ούτως ή άλλως. Mόνο χρονικά θα μας πέταγε έξω από το πλάνο γιατί θα φτάναμε νύχτα στο Λουξεμβούργο, αλλά είπαμε ότι δεν πειράζει. Ήταν άλλωστε ευκαιρία, αφού θα φτάναμε τόσο κοντά, να δούμε μια ακόμα πόλη η οποία είναι δήμος που βρίσκεται στη βελγική επαρχία του Λουξεμβούργου, της οποίας αποτελεί και πρωτεύουσα. Έτσι, αλλάξαμε για λίγο το πρόγραμμα και ορίσαμε νέα κατεύθυνση στο GPS.
Ο αριθμός των μνημείων που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή καταδεικνύουν ότι η Arlon ήταν ένα ζωντανό, εμπορικό διοικητικό κέντρο του ρωμαϊκού πολιτισμού. Oι γερμανικές εισβολές του 3ου αιώνα κατέστρεψαν τις περισσότερες δομές, παρά τα αμυντικά τείχη που είχαν χτιστεί στον λόφο Knipchen για να προστατεύσουν την πόλη. Στις 9 Ιουνίου 1793 τα γαλλικά επαναστατικά στρατεύματα αντιτάχθηκαν στους Αυστριακούς λίγο έξω από την Arlon. Οι Γάλλοι εμφανίστηκαν νικηφόροι και κατέλαβαν την πόλη. Η Arlon ήταν ένα από τα πρώτα θύματα της γερμανικής εισβολής το 1914, αφού οι 121 κάτοικοί της εκτελέστηκαν στις 26 Αυγούστου. Το έδαφός της ήταν και πάλι από τα πρώτα που γνώρισαν εισβολή κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Φτάνοντας στην Place Léopold το πρώτο-πρώτο αξιοθέατο που είδαμε ήταν ένα πολεμικό τανκ M10 αραγμένο στην άκρη της πλατείας, στη μνήμη των γεγονότων ΄40-΄45.
Η πλατεία Léopold, στην καρδιά της πόλης, σχεδιάστηκε για να αναδείξει τα κτίρια της Arlon όταν αυτή έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας, μετά την ανεξαρτησία του Βελγίου.
Σε εμάς, όμως, που φτάσαμε εδώ, έδωσε την εντύπωση ενός τεράστιου parking αυτοκινήτων το οποίο περιβάλλεται από κάποια όμορφα κτίρια. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και αναζητήσαμε μηχάνημα για την έκδοση εισιτηρίου στάθμευσης. Λόγω ημέρας, (Σάββατο), το parking ήταν δωρεάν για τις πρώτες ώρες οπότε ξεχυθήκαμε ήσυχοι και χαλαροί για να γνωρίσουμε την πόλη.
Το Palais Provincial είναι η κατοικία του διοικητή και έδρα της διοικητικής εξουσίας της επαρχίας και βρίσκεται στην πλατεία Léopold. Tο δεύτερο κτίριο, το Ancien Palais de Justice, βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πλατείας και χτίστηκε από το 1864 έως το 1866. Σήμερα αυτό το ιστορικό κτίριο της πόλης έχει γίνει ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο για την περιοχή, αφού οι δικαστικές υπηρεσίες έχουν μεταφερθεί σε νέο Palais de Justice, στην Place Schalbert.
Στην πλατεία δε συναντήσαμε ψυχή και ξεκινήσαμε να περιδιαβαίνουμε τους δρόμους της πόλης στους οποίους επικρατούσε η απόλυτη ερημιά. Ήταν Σάββατο, υπενθυμίζω, γύρω στις 5 το απόγευμα και στην Grand Place της Arlon μόνο τα αυτοκίνητα έκαναν αισθητή την παρουσία τους.
Οι κάτοικοι πουθενά!! Τα εμπορικά καταστήματα ήταν ανοιχτά, αλλά άδεια. Οι μόνοι ζωντανοί και δραστήριοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στην πόλη ήμασταν εμείς.
Στην πλατεία βρίσκονται δύο ρωμαϊκοί Πύργοι που ονομάζονται Jupiter και Neptune και κάποτε ήταν μέρος των προμαχώνων που είχαν χτιστεί στον λόφο Knipchen για την προστασία της πόλης, όπως έχω ήδη αναφέρει λίγο πιο πριν.
Ανηφορίσαμε με στόχο τον κοντινό λόφο της πόλης. Μας αρέσει πολύ να αναζητάμε τα ψηλά σημεία των πόλεων που προσφέρουν θέα και αυτό κάναμε και στην Arlon. Βρεθήκαμε μπροστά σε μια σκάλα, η οποία ονομάζεται Montée Royale (Βασιλική ανάβαση). Eίναι μια διαδρομή που χτίστηκε τον 17ο αιώνα, από Ισπανό μηχανικό, και οδηγεί στην κορυφή του λόφου όπου ορθώνεται η Église St. Donat. Η σκάλα στολίζεται με 14 πέτρινους πανομοιότυπους σταυρούς.
Φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, μπροστά από την εκκλησία St. Donat, την ωραιότερη ώρα! Την μπλε ώρα! Την ώρα που, κατά τη δική μου άποψη, όλα ωραιοποιούνται και ομορφαίνουν ακόμα περισσότερο.
Ο ναός, άκουσον-άκουσον, ήταν ανοιχτός λες και είχαμε ραντεβού. Δεν υπήρχε ψυχή, ούτε μέσα στον ναό, ούτε έξω, ούτε γύρω από αυτόν. Μπήκαμε στο εσωτερικό.
Στη θέση του σημερινού ναού είχε ανεγερθεί τον 11ο αιώνα ένα Κάστρο, το οποίο στη συνέχεια καταστράφηκε, όταν κάποιοι Καπουτσίνοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην Arlon το 1621. Έχτισαν το μοναστήρι τους στα ερείπια του Κάστρου. Το 1682 χτίστηκε περίβολος τύπου “Vauban” μετατρέποντας το μοναστήρι σε Ακρόπολη. Και εξηγώ για όσους δε γνωρίζουν τι σημαίνει “Vauban”. Ο Vauban ήταν Γάλλος στρατιωτικός μηχανικός, ο οποίος σχεδίασε και υλοποίησε πολλές οχυρώσεις αλλά και γέφυρες και κανάλια. Οι σχεδιαστικές του αρχές χρησίμευσαν ως κυρίαρχο μοντέλο οχύρωσης για σχεδόν 100 χρόνια.
Η θέα από τον λόφο ήταν όμορφη, αλλά όχι κάτι το συγκλονιστικό. Στο βάθος του ορίζοντα ορθωνόταν ο κύριος αντίπαλος της εκκλησίας St. Donat, ο γοτθικός ναός του Αγίου Μαρτίνου.
Kατηφορίσαμε πάλι στα κεντρικά της πόλης, όμως τίποτε άλλο δεν τράβηξε την προσοχή μας για να μας κρατήσει για περισσότερη ώρα στην Arlon. Ήταν σαν η πόλη να μας φώναζε: -”Φύγετε, φύγετε”!
Δε συνηθίζω να χαρακτηρίζω με άσχημα λόγια τις πόλεις που δε μου αρέσουν και δε με κάνουν να αισθάνομαι οικεία και όμορφα όταν βρίσκομαι σε αυτές. Ποτέ, επίσης, δε μου αρέσει να βαθμολογώ ή να κατατάσσω σε λίστες τις πόλεις. Για την Arlon το σχόλιο που θα κάνω είναι ότι μου φάνηκε εντελώς αδιάφορη και απρόσωπη και κατά πάσα πιθανότητα δε θα της έδινα δεύτερη ευκαιρία. Ίσως να κάνω λάθος και να έτυχε σε εμάς η πόλη να βγάλει αυτό το πρόσωπο. Ίσως…
Φτάσαμε στην πλατεία Léopold η οποία τώρα ήταν ακόμα πιο έρημη, αφού πολλά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχαν φύγει.
Πριν αναχωρήσουμε για το Λουξεμβούργο έπαιξε ο δεύτερος γύρος κολατσιού με τις προμήθειες που είχαμε μαζί μας και ήμασταν πλέον πανέτοιμοι για τη θριαμβευτική μας είσοδο στη μικροσκοπική χώρα με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, στη χώρα που ο πρωθυπουργός της είναι παντρεμένος με άντρα, γεγονός που από μόνο του κάνει το Λουξεμβούργο να ξεχωρίζει και να υπερέχει στη δική μου αντίληψη και φιλοσοφία.
Η διαδρομή της ημέρας:
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Ήταν Νοέμβριος του 2019. Ένα πενθήμερο ταξίδι σε Δανία και Σουηδία είχε μόλις ολοκληρωθεί, αφήνοντάς μας πολύ όμορφες εικόνες και θετικές εντυπώσεις. Ο σύζυγος είχε επιστρέψει στην Αθήνα και οι υπόλοιποι τρεις (ο γιος μου, η κοπέλα του και εγώ) είχαμε γυρίσει στη Γάνδη. Μέχρι το επόμενο προγραμματισμένο ταξίδι μεσολάβησαν μόλις τέσσερις ημέρες με ξεκούραση, αλλά και χαλαρές βολτούλες στην πανέμορφη πόλη της Γάνδης




και πριν καλά-καλά αδειάσουμε τις βαλίτσες από το προηγούμενο ταξίδι, είχε έρθει η μέρα που κάναμε καινούριες προετοιμασίες για το επικείμενο road trip που επρόκειτο να πραγματοποιήσουμε σε πολύ ενδιαφέροντες προορισμούς.
Έτσι, στις 8 Νοεμβρίου 2019, είχαμε νέα άφιξη του συζύγου στη Γάνδη. Τον υποδεχτήκαμε με ένα ωραίο γεύμα στο διαμέρισμα και στη συνέχεια βγήκαμε για μια μεγάλη χαλαρή βόλτα στην πόλη. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος, με λίγη ψύχρα, ενώ η πόλη ήταν τόσο ζωντανή όσο χρειαζόταν για να μας κρατήσει μέχρι αργά στους πλακόστρωτους δρόμους της.


Λίγο πριν κλείσουν τα μαγαζιά, επισκεφθήκαμε το σούπερ μάρκετ για να κάνουμε προμήθειες, οι οποίες ήταν απαραίτητες για να μας κρατήσουν χορτάτους μέχρι να φτάσουμε στον τελικό προορισμό του ταξιδιού, την επόμενη μέρα, που ήταν η πόλη του Λουξεμβούργου.


Ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου 2019 βρεθήκαμε όλοι στο πόδι. Άλλος φούρνιζε μπαγκέτες, άλλος ετοίμαζε σάντουιτς για το ταξίδι, άλλος έφτιαχνε το πλούσιο πρωινό, το οποίο θα μας κρατούσε ακμαίους, γεμίζοντάς μας ενέργεια στο νέο ταξίδι που επρόκειτο να ξεκινήσει άμεσα. Όλα, λοιπόν, ήταν μελετημένα και υπήρξε άψογος συγχρονισμός ώστε να ξεκινήσουμε όσο πιο νωρίς μπορούσαμε από τη Γάνδη έχοντας ως πρώτο σταθμό αυτού του road trip την πανέμορφη πόλη της Dinant.
Χρέη οδηγού σε αυτό το οδικό ταξίδι ανέλαβε να εκτελέσει ο γιος μας, ο οποίος έφυγε γύρω στις 8:00 με το ποδήλατο για το γραφείο της Avis, το οποίο βρίσκεται κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Sint Pieters της Γάνδης και συγκεκριμένα στην οδό Voskenslaan 147. Kλείδωσε το ποδήλατο σε κάποιο parking της περιοχής και επέστρεψε στο σπίτι με ένα κατάλευκο Peugeot 308, μοντέλο 2019, με το κοντέρ του να γράφει μόλις 8.500 km.

Η ενοικίαση για τρεις μέρες στοίχισε 210 ευρώ, με full ασφάλεια, απεριόριστα χιλιόμετρα και στη Revolut, με την οποία πραγματοποιήθηκε η κράτηση, χρεώθηκε σαν εγγύηση το ποσό των 90 ευρώ για γεμάτο ρεζερβουάρ, το οποίο επιστράφηκε μετά από ελάχιστες μέρες από την παράδοση του αυτοκινήτου.
Στην ιστορία μου “Στη χώρα της Μικρής Γοργόνας” (https://www.travelstories.gr/community/threads/Στη-χώρα-της-Μικρής-Γοργόνας.62812/) έχω αναφέρει ότι σε αυτά τα δύο ταξίδια που πραγματοποιήσαμε τον Νοέμβριο του 2019 χρησιμοποιήσαμε όλα τα μέσα μεταφοράς που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας ταξιδευτής. Επειδή θεωρώ ότι αυτό είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να συμβεί σε ταξίδι και επειδή γουστάρω που μας έκατσε αυτή η σπάνια περίπτωση θα το επαναλάβω και πάλι. Σε αυτά, λοιπόν, τα δύο ταξίδια μπήκαμε σε: αεροπλάνο, τρένο, πλοίο, λεωφορείο, τραμ, αυτοκίνητο, τελεφερίκ, καβαλήσαμε ποδήλατα και πατίνια lime και τα πόδια μας έκαναν πάλι του κόσμου τα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο ανακαλύπτοντας όλες τις κρυμμένες γωνίες των προορισμών που επισκεφθήκαμε.
Πρωταγωνιστής αυτού του νέου ταξιδιού ήταν το αυτοκίνητο. Φορτώσαμε μπαγκάζια και προμήθειες, ορίσαμε στο GPS προορισμό Dinant και ένα καινούριο ταξίδι, με πολύ ανεβασμένη διάθεση ξεκίνησε, ακολουθώντας για αρχή τον αυτοκινητόδρομο E40 και στη συνέχεια τον Ε411.

Μετά από 150 km και 1 ώρα και 50 λεπτά κάναμε την πρώτη μας στάση στο χωριό Annevoie-Rouillon, το οποίο βρίσκεται στον δήμο της Βαλλονίας Anhée, της βελγικής επαρχίας Namur.
Tο Annevoie είναι γνωστό για τους κήπους του, του 18ου αιώνα, οι οποίοι αναφέρονται ως κληρονομιά της Βαλλονίας και θεωρούνται από τους πιο όμορφους κήπους της Ευρώπης, αφού συνδυάζουν την αυστηρότητα του γαλλικού στιλ και τη φαντασία του αγγλικού, ενώ ο ποταμός Rouillon, που ρέει στην περιοχή και ανάμεσα στους κήπους, προσφέρει εικόνες απερίγραπτου κάλλους. Φυσικά οι κήποι δεν είναι μόνοι τους, αλλά αποτελούν το ντεκόρ του Kάστρου του Annevoie, το οποίο ανήκε στην οικογένεια Montpellier.
Στο δικό μας όμως πρόγραμμα δεν ήταν ενταγμένη η επίσκεψη στο Kάστρο, ούτε και στους κήπους. Εμείς, κάναμε μια μικρή στάση περπατώντας στον δρόμο του χωριού θαυμάζοντας τα πέτρινα σπίτια,

με την ευφάνταστη διακόσμηση για το Halloween, το οποίο φαίνεται ότι αγαπούν και εκτιμούν πoλύ οι κάτοικοι του χωριού.


Η γοτθική εκκλησία του Saint Antoine ήταν ανοιχτή και μπήκαμε για λίγο στο λιτό το εσωτερικό της.


Απέναντι ακριβώς από την εκκλησία την προσοχή μας τράβηξε ένας τροχός νερού, ο οποίος τροφοδοτείται από ένα μικρό κανάλι και υπενθυμίζει την αρχαία τέχνη της σφυρηλάτησης, η οποία άνθιζε στην περιοχή, κατά τον 19ο αιώνα, λόγω της αφθονίας του νερού.

Το τεράστιο δέντρο έξω από τον ναό του Αγίου Αντωνίου μας πρόσφερε την τέλεια φθινοπωρινή εικόνα αυτής της πρώτης στάσης και αιχμαλωτίζοντας για πάντα με ένα κλικ αυτήν την ομορφιά μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαμε.


Ο δρόμος Ν92, τον οποίο ακολουθήσαμε, κυλούσε πλέον δίπλα στον Meuse ποταμό και το θέαμα ήταν συναρπαστικό, αφού από τη μια πλευρά του βλέπαμε πράσινα λιβάδια με άλογα και αγελάδες να βόσκουν, και από την άλλη πλευρά του το χωριό Yvoir, σκαρφαλωμένο πάνω σε δασοσκέπαστους λόφους, κατρακυλούσε μέχρι την άκρη του ποταμού.

Διασχίσαμε το χωριό Anhée

και σε λίγα λεπτά αντικρίσαμε τα πρώτα σπίτια της Dinant να απλώνονται κατά μήκος του ποταμού Meuse.

Η γενέτειρα του εφευρέτη του σαξοφώνου Adolphe Sax βρίσκεται στην επαρχία Namur και είναι γνωστή για την Ακρόπολη, για την εκκλησία της με το Kαμπαναριό σε σχήμα αχλαδιού, και φυσικά για τα πολύχρωμα σαξόφωνα που κοσμούν κάθε γωνιά της πόλης.
Tο όνομά της σημαίνει “Iερή Kοιλάδα” και προέρχεται από την κέλτικη λέξη Divo-Nanto, η οποία μεταφράζεται και ως “Ουράνιο Φαράγγι” ή “Φωτεινό Φαράγγι”. Η περιοχή είχε ήδη κατοικηθεί σε νεολιθικούς, κελτικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Χτισμένη μέσα στην κοιλάδα που δημιούργησε ο ποταμός Meuse προστατεύει την “πλάτη” της ακουμπώντας στα απόκρημνα βράχια και βρέχει τα “πόδια” της στα νερά του ποταμού. Tα κουκλίστικα σπίτια της, σε παστέλ αποχρώσεις, στριμώχνονται και απλώνονται, κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, κατά μήκος του ποταμού και αναδύουν άρωμα μεσαίωνα. Kάθε 15 Αυγούστου πραγματοποιείται ένα ιδιαίτερο αγώνισμα στα νερά του Meuse. Ένας στόλος από ιδιαίτερες πλωτές κατασκευές ή μπανιέρες διακοσμημένες με ασυνήθιστους και πρωτότυπους τρόπους αγωνίζονται στα νερά του ποταμού.


Η δική μας γνωριμία με την πόλη θα ξεκινούσε από την Ακρόπολη-Φρούριο που στεφανώνει την Dinant και απλώνεται στην κορυφή των απότομων βράχων, απ΄ όπου η θέα είναι απερίγραπτα εντυπωσιακή και πανοραμική προς κάθε πλευρά.
Έτσι, διασχίσαμε με το αυτοκίνητο τη στολισμένη με σαξόφωνα γέφυρα της πόλης

και αμέσως στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας τον δρόμο παράλληλα με το ποτάμι.

Εντύπωση μας έκανε το τεράστιο πρώην μοναστήρι, το οποίο σήμερα μαρτυρά την ιστορία της πιο διάσημης δημιουργίας της Dinant, της μπίρας Leffe, που αρχικά παρασκευάστηκε το 1240. Γίνονται ξεναγήσεις στο μουσείο για τη διαδικασία παραγωγής και στο τέλος υπάρχει και δοκιμή της διάσημης μπίρας.

Κάναμε μια μικρή αναγνωριστική βόλτα στον κεντρικό δρόμο της πόλης, πάντα με το αυτοκίνητο,


και στη συνέχεια, ακολουθώντας έναν περιφερειακό δρόμο και κυκλώνοντας τον λόφο, φτάσαμε στο parking της Ακρόπολης στο οποίο παρκάραμε το αυτοκίνητο δωρεάν. Έτσι, είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο για τις επόμενες ώρες που θα εξερευνούσαμε την πόλη, ότι το αυτοκίνητο είναι ασφαλές και δεν υπάρχει κανένας χρονικός περιορισμός με ώρες, παρκόμετρα και όλα τα συναφή που ακολουθούν, μοιραία, τη χρήση αυτοκινήτου στις πόλεις του εξωτερικού.
Για να κατέβουμε στην πόλη από την Ακρόπολη θα κάναμε χρήση του τελεφερίκ, το οποίο περιλαμβάνεται στο εισιτήριο εισόδου του Φρουρίου, οπότε όλα ήταν μια χαρά τακτοποιημένα και βολικά για να ξεκινήσουμε τη γνωριμία με την Dinant. Υπάρχουν, βέβαια, και 450 σκαλιά που οδηγούν κάτω στην πόλη για τους τολμηρούς.
Πριν όμως ξεκινήσουμε την επίσκεψη στην Ακρόπολη, έπαιξε ο πρώτος γύρος κολατσιού με τα σάντουιτς και τις προμήθειες που είχαμε ετοιμάσει από το σπίτι. Χορτάτοι και ζωηροί ξεκινήσαμε για το ταμείο και την έκδοση των εισιτηρίων εισόδου. Το πρώτο πράγμα που είδαμε, αφήνοντας το parking, ήταν ένας μεγάλος υπαίθριος χώρος στον οποίο βρίσκεται ένα παλιό στρατιωτικό αεροπλάνο.


Tο εισιτήριο για την είσοδο στην Ακρόπολη και τη χρήση του τελεφερίκ κόστισε 9,5 ευρώ.
H είσοδος στο Φρούριο του 1815 και η περιπλάνηση στις αίθουσες του εξαιρετικού μουσείου του μας βύθιζαν όλο και περισσότερο στην καρδιά της ιστορίας. Διασχίζοντας τους διαδρόμους του χρόνου, είδαμε μπουντρούμια με φυλακισμένους να κοιμούνται σε υγρά και ανήλιαγα κελιά περιμένοντας την εκτέλεσή τους με την γκιλοτίνα.



Συναντήσαμε κουζίνες με φούρνους και σκεύη μαγειρικής, όπου έπρεπε να μαγειρεύεται το φαγητό για 400 άτομα τα οποία κοιμόντουσαν σε μικρά δωμάτια με πολλά κρεβάτια-κουκέτες,



αλλά και μουσείο με μεγάλη συλλογή όπλων.



Το άκρως εντυπωσιακό κομμάτι, όμως, της Ακρόπολης ήταν η τέλεια αναπαράσταση των τάφρων του πολέμου. Περπατήσαμε στο μισοσκόταδο, μέσα στα χαρακώματα, ενώ ακουγόντουσαν δυνατές εκρήξεις και ήχοι από σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μας.






Στη συνέχεια διασχίσαμε έναν κεκλιμένο χώρο, ανακατασκευή ενός χαρακώματος που χτυπήθηκε από βόμβα. Ήταν μια αλλόκοτη εμπειρία-αίσθηση να περπατάς ή να κατεβαίνεις λοξά σκαλιά, μέσα σε αυτόν τον χώρο αλλάζοντας επίπεδο. Δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος αν δεν κρατούσες τη σιδερένια μπάρα κατά μήκος της διαδρομής.

Περπατούσαμε στο κεκλιμένο δάπεδο φοβούμενοι ότι θα χάσουμε την ισορροπία μας και θα πέσουμε στο νερό που υπήρχε κάτω ή στα πλάγια του χώρου. Ήταν μια κατάσταση που παρόμοια δεν είχαμε βιώσει ποτέ στη ζωή μας. Σε κάθε βήμα νιώθαμε ζάλη και ανακατωσούρα στο στομάχι. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και δεν ξέρω αν η περιγραφή μου μπορεί να μεταφέρει, έστω και στο ελάχιστο, την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα αυτής της κατάστασης. Ο χώρος αυτός είναι αφιερωμένος στις μάχες της 14ης Αυγούστου 1914 και στις βαριές συμπλοκές που έγιναν μεταξύ Γάλλων και Γερμανών στρατιωτών μέσα και γύρω από την Ακρόπολη. Σήμερα η αναπαράσταση των χαρακωμάτων δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο να κατανοήσει, έστω και λίγο, αυτήν τη στιγμή της ιστορίας.


Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα για να μας φύγει η ζαλάδα πριν φτάσουμε στην άκρη του γκρεμού, για να απολαύσουμε το ωραιότερο θέαμα που προσφέρει η πόλη της Dinant στους επισκέπτες της. Πάνω από τον Καθεδρικό Ναό ανεβαίνει η κατακόρυφη πλευρά του βράχου, στην κορυφή του οποίου στέκεται το Φρούριο που αρχικά χτίστηκε τον 11ο αιώνα για να ελέγξει την κοιλάδα του Meuse. Η θέα προς όλες τις κατευθύνσεις κόβει κυριολεκτικά την ανάσα.




Παρόλο τον αέρα και το κρύο που έκανε στην άκρη του γκρεμού παραμείναμε εκεί, με καρφωμένα τα μάτια για ώρα στο υπερθέαμα που ξετυλιγόταν μπροστά μας. Όταν, πλέον, είχαν παγώσει χέρια και μύτες αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε από την Ακρόπολη και να κατέβουμε στην πόλη κάνοντας χρήση του τελεφερίκ.

Φυσικά η εντυπωσιακή γέφυρα (Pont Charles de Gaulle) που είναι στολισμένη με τα πολύχρωμα σαξόφωνα, προς τιμήν του Adolphe Sax, ήταν ο πρώτος μας στόχος μόλις πατήσαμε το πόδι μας στην καρδιά της πόλης. Δεν ξέρω πόσες φωτογραφίες βγάλαμε από αυτό το σημείο!! Μάλλον άπειρες...




Ο γοτθικός ναός του 13ου αιώνα στις όχθες του Meuse παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κέντρο της πόλης. Αντικατέστησε μια ρωμανική του 10ου αιώνα που κατέρρευσε το 1228 και διαθέτει αξιόλογα βιτρό. Δεν μπήκαμε στο εσωτερικό.


Περάσαμε τη γέφυρα και σταθήκαμε στην απέναντι πλευρά του ποταμού παίρνοντας πανοραμικές φωτογραφίες. Η πόλη μας είχε εντυπωσιάσει με την ανεπιτήδευτη ομορφιά και τη γραφικότητά της.



Στην άκρη της γέφυρας συναντήσαμε το άγαλμα του στρατηγού Charles de Gaulle που τον παρουσιάζει σαν έναν απλό υπολοχαγό. Tο άγαλμα ύψους 2,5 μέτρων εγκαινιάστηκε το 2014, με τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εγκαίνια έγιναν από τον Bernard de Gaulle, ανιψιό του στρατηγού. Το άγαλμα απέχει μόλις 20 μέτρα από εκεί που ο de Gaulle τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από γερμανικό πυροβολισμό, ο οποίος προήλθε από την κορυφή του βράχου, στις 15 Αυγούστου του 1914.

Βολτάροντας στη Rue Grande περάσαμε από το Δημαρχείο της πόλης, του οποίου o αυλόγυρος στολίζεται με ένα γυάλινο σαξόφωνο-σιντριβάνι. Το Δημαρχείο μοιάζει περισσότερο με σπίτι και είναι διακοσμημένο με λουλούδια στα παράθυρά του.

Στη Rue Grande υπάρχουν επίσης διάφοροι φούρνοι ή ζαχαροπλαστεία. Ε…! καλά θα μου πείτε: -”Σιγά την είδηση ή τη φοβερή πληροφορία”. Και όμως αυτοί οι φούρνοι διαθέτουν κάτι μοναδικό και πολύ-πολύ ιδιαίτερο.
Το couque de Dinant, το σκληρότερο μπισκότο της Ευρώπης με μέλι. Είναι ψημένο σε ξύλινο καλούπι-φόρμα, από ξύλο αχλαδιάς, καρυδιάς ή οξιάς. Τα καλούπια έχουν ευρεία ποικιλία σχημάτων τα οποία περιλαμβάνουν ζώα, φυτικά μοτίβα, ανθρώπους ή τοπία. Ψήνεται σε φούρνο προθερμασμένο στους 300 βαθμούς Κελσίου για 15 λεπτά. Περιέχει μόνο δύο συστατικά: αλεύρι και μέλι. Tίποτα άλλο, ούτε καν νερό. Σε αυτήν τη θερμοκρασία ψησίματος το μέλι καραμελοποιείται. Κατά την ψύξη το μπισκότο γίνεται πολύ σκληρό και μπορεί να διατηρηθεί απεριόριστα λόγω αυτής της ιδιότητας. Τα μπισκότα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως διακοσμητικά π.χ. στολίδια χριστουγεννιάτικων δέντρων. Παραδοσιακά λόγω της σκληρότητάς τους δίνονται στα μωρά, κατά τη διάρκεια της οδοντοφυΐας.

Όταν αγόρασα ένα μικρό μπισκότο για δοκιμή η υπάλληλος με κοίταξε καχύποπτα, με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και με ρώτησε: -”Γνωρίζετε τι είναι αυτό που αγοράσατε?”. -”Ναι, γνωρίζω” της απάντησα. Τότε μου είπε πάλι: -”Mην το δαγκώσετε. Πιπιλίστε το για ώρα μέσα στο στόμα, μέχρι να μαλακώσει”. Σας πληροφορώ ότι χρειάστηκε να βάλω αρκετή δύναμη για να σπάσω ένα μικρό κομματάκι με το χέρι, το οποίο έκανε πάνω από 10 λεπτά να μαλακώσει μέσα στο στόμα μου και στη συνέχεια δαγκώνοντάς το πολύ προσεκτικά και απαλά μπόρεσα να το φάω.


Περάσαμε τη γέφυρα Charles de Gaulle ακολουθώντας τη Rue Adolphe Sax. Είναι ο δρόμος στον οποίο βρίσκεται το Maison Adolphe Sax, ένα ανοιχτό μουσείο στη θέση που ήταν το αρχικό σπίτι της οικογένειας. Η είσοδος είναι δωρεάν και υπάρχουν διάφορα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια.


Έξω από το σπίτι-μουσείο, σε ένα παγκάκι κάθεται το χάλκινο γλυπτό του εφευρέτη και καλεί τους περαστικούς να φωτογραφηθούν μαζί του.

Λίγα μέτρα μετά το μουσείο συναντήσαμε μια λιλιπούτεια πλατεία, την Place Victor Collard, η οποία ήταν διακοσμημένη με ένα σωρό πολύχρωμα σαξόφωνα.

Κάναμε λίγες βόλτες ακόμη στην πόλη και στη συνέχεια, παίρνοντας πάλι το τελεφερίκ, ανεβήκαμε στην Ακρόπολη και στο parking.

Πριν αποχαιρετήσουμε την πόλη, βάζοντας πλώρη για τον επόμενο προορισμό μας, έμενε να δούμε ένα τελευταίο θεαματικό αξιοθέατο το οποίο συνοδεύεται, μάλιστα, από θρύλους τους οποίους αγαπώ ιδιαίτερα και πάντα φροντίζω να παραθέτω αναλυτικά και με κάθε λεπτομέρεια στις ιστορίες μου.
Ο βράχος-βελόνα Rocher Bayard, ύψους 40 μέτρων στις όχθες του Meuse, συνδέεται με τον αρχαίο θρύλο των Αρμενίων, τεσσάρων γιων του Aymon. Ο Bayard ήταν το άλογο των τεσσάρων γιων του Δούκα Aymon, πρίγκιπα των Αρδεννών. Αυτοί οι τέσσερις αδελφοί, γενναίοι ιππότες και το άλογό τους, ήταν οι ήρωες ενός τραγουδιού του μεσαίωνα που λεγόταν τραγούδι της χειρονομίας (Chanson de geste). Το τραγούδι ήταν πολύ δημοφιλές στην περιοχή των Αρδεννών. Σύμφωνα με το τραγούδι της χειρονομίας, οι γιοι του Aymon εγκατέλειψαν το δικαστήριο του Kαρλομάγνου, και οι τέσσερις πάνω στο μοναδικό τους άλογο Bayard, μετά από μια διαμάχη που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του ανιψιού του αυτοκράτορα. Τα στρατεύματα του αυτοκράτορα τους κυνήγησαν και τη στιγμή που ο αυτοκράτορας πίστευε ότι τελικά τους είχε στο χέρι εγκλωβισμένους στη βραχώδη κορυφογραμμή, ο ατρόμητος Bayard χτύπησε τον βράχο με τις οπλές του και με ένα τεράστιο άλμα προσγειώθηκε στην άλλη πλευρά του ποταμού. Ο μεγάλος βράχος έσπασε σε δύο κομμάτια από το χτύπημα των οπλών του Bayard. Στον διάσημο βράχο, λέγεται, ότι βρίσκεται ακόμη και σήμερα το αποτύπωμα του ποδιού του Bayard.


Με τον θρύλο του βράχου, αλλά και με τις όμορφες εικόνες των σπιτιών της πόλης δίπλα στο νερό, έκλεισε η επίσκεψή μας στην Dinant.


Και επειδή σε αυτό το οδικό ταξίδι είπαμε ότι συλλέγουμε εικόνες του φθινοπώρου, η παρακάτω φωτογραφία μπαίνει στη συλλογή.

Αποχαιρετήσαμε την Dinant, το κουκλόσπιτο του Βελγίου και ξεκινήσαμε...
Κάποια στιγμή και ενώ κινούμασταν στην οδική αρτηρία Route Charlemagne (N97), ο γιος μου απροειδοποίητα στρίβει σε έναν στενό δρόμο και αρχίζει να οδηγεί ανάμεσα στα χωράφια, τα οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από πυκνό δάσος σε φθινοπωρινά χρώματα φυσικά.
-”Πού πάμε από ΄δω?” ήταν η αναμενόμενη ερώτηση. -”Θα δείτε” ήταν η λακωνική απάντηση.
Συνεχίσαμε να προχωράμε ανάμεσα στα κιτρινοπράσινα δέντρα, ενώ τις άκρες του σκοροφαγωμένου επαρχιακού στενού δρόμου κοσμούσαν τα καφεκόκκινα πεσμένα φύλλα.


Τελικά, μετά από λίγο, στη μέση του πουθενά ή μάλλον ανάμεσα σε μια μπορντοροδοκοκκινοκίτρινη θάλασσα δέντρων, ξεπρόβαλε ένα Κάστρο, το Château Vêves.

Πολύ όμορφη έκπληξη για όλους μας, αφού το Κάστρο Vêves καταλαμβάνει μια περιοχή λίγο έξω από το χωριό Celles, στην επαρχία Namur του Βελγίου και χαρακτηρίζεται ως κύρια κληρονομιά της Βαλλονίας. Το Κάστρο με τη μορφή ακανόνιστου πενταγώνου και πλαισιωμένο από έξι στρογγυλούς Πύργους χρονολογείται περίπου από το 1410.

Δε χάσαμε χρόνο για επίσκεψη στο εσωτερικό του, όμως ανταμειφθήκαμε από το τοπίο που περιβάλλει το Chateau Vêves, το οποίο μας γέμισε εικόνες πλημμυρισμένες από πολύ φθινοπωρινό χρώμα.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η Φ. έριξε την ιδέα να επισκεφθούμε για λίγο την πόλη Arlon, πριν καταλήξουμε στον τελικό προορισμό της ημέρας που δεν ήταν άλλος από την πόλη του Λουξεμβούργου. H Arlon δεν απέχει πολύ από την πόλη του Λουξεμβούργου, οπότε δε θα μας έβγαζε εκτός διαδρομής ούτως ή άλλως. Mόνο χρονικά θα μας πέταγε έξω από το πλάνο γιατί θα φτάναμε νύχτα στο Λουξεμβούργο, αλλά είπαμε ότι δεν πειράζει. Ήταν άλλωστε ευκαιρία, αφού θα φτάναμε τόσο κοντά, να δούμε μια ακόμα πόλη η οποία είναι δήμος που βρίσκεται στη βελγική επαρχία του Λουξεμβούργου, της οποίας αποτελεί και πρωτεύουσα. Έτσι, αλλάξαμε για λίγο το πρόγραμμα και ορίσαμε νέα κατεύθυνση στο GPS.
Ο αριθμός των μνημείων που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή καταδεικνύουν ότι η Arlon ήταν ένα ζωντανό, εμπορικό διοικητικό κέντρο του ρωμαϊκού πολιτισμού. Oι γερμανικές εισβολές του 3ου αιώνα κατέστρεψαν τις περισσότερες δομές, παρά τα αμυντικά τείχη που είχαν χτιστεί στον λόφο Knipchen για να προστατεύσουν την πόλη. Στις 9 Ιουνίου 1793 τα γαλλικά επαναστατικά στρατεύματα αντιτάχθηκαν στους Αυστριακούς λίγο έξω από την Arlon. Οι Γάλλοι εμφανίστηκαν νικηφόροι και κατέλαβαν την πόλη. Η Arlon ήταν ένα από τα πρώτα θύματα της γερμανικής εισβολής το 1914, αφού οι 121 κάτοικοί της εκτελέστηκαν στις 26 Αυγούστου. Το έδαφός της ήταν και πάλι από τα πρώτα που γνώρισαν εισβολή κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Φτάνοντας στην Place Léopold το πρώτο-πρώτο αξιοθέατο που είδαμε ήταν ένα πολεμικό τανκ M10 αραγμένο στην άκρη της πλατείας, στη μνήμη των γεγονότων ΄40-΄45.

Η πλατεία Léopold, στην καρδιά της πόλης, σχεδιάστηκε για να αναδείξει τα κτίρια της Arlon όταν αυτή έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας, μετά την ανεξαρτησία του Βελγίου.
Σε εμάς, όμως, που φτάσαμε εδώ, έδωσε την εντύπωση ενός τεράστιου parking αυτοκινήτων το οποίο περιβάλλεται από κάποια όμορφα κτίρια. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και αναζητήσαμε μηχάνημα για την έκδοση εισιτηρίου στάθμευσης. Λόγω ημέρας, (Σάββατο), το parking ήταν δωρεάν για τις πρώτες ώρες οπότε ξεχυθήκαμε ήσυχοι και χαλαροί για να γνωρίσουμε την πόλη.

Το Palais Provincial είναι η κατοικία του διοικητή και έδρα της διοικητικής εξουσίας της επαρχίας και βρίσκεται στην πλατεία Léopold. Tο δεύτερο κτίριο, το Ancien Palais de Justice, βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πλατείας και χτίστηκε από το 1864 έως το 1866. Σήμερα αυτό το ιστορικό κτίριο της πόλης έχει γίνει ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο για την περιοχή, αφού οι δικαστικές υπηρεσίες έχουν μεταφερθεί σε νέο Palais de Justice, στην Place Schalbert.
Στην πλατεία δε συναντήσαμε ψυχή και ξεκινήσαμε να περιδιαβαίνουμε τους δρόμους της πόλης στους οποίους επικρατούσε η απόλυτη ερημιά. Ήταν Σάββατο, υπενθυμίζω, γύρω στις 5 το απόγευμα και στην Grand Place της Arlon μόνο τα αυτοκίνητα έκαναν αισθητή την παρουσία τους.


Οι κάτοικοι πουθενά!! Τα εμπορικά καταστήματα ήταν ανοιχτά, αλλά άδεια. Οι μόνοι ζωντανοί και δραστήριοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στην πόλη ήμασταν εμείς.
Στην πλατεία βρίσκονται δύο ρωμαϊκοί Πύργοι που ονομάζονται Jupiter και Neptune και κάποτε ήταν μέρος των προμαχώνων που είχαν χτιστεί στον λόφο Knipchen για την προστασία της πόλης, όπως έχω ήδη αναφέρει λίγο πιο πριν.
Ανηφορίσαμε με στόχο τον κοντινό λόφο της πόλης. Μας αρέσει πολύ να αναζητάμε τα ψηλά σημεία των πόλεων που προσφέρουν θέα και αυτό κάναμε και στην Arlon. Βρεθήκαμε μπροστά σε μια σκάλα, η οποία ονομάζεται Montée Royale (Βασιλική ανάβαση). Eίναι μια διαδρομή που χτίστηκε τον 17ο αιώνα, από Ισπανό μηχανικό, και οδηγεί στην κορυφή του λόφου όπου ορθώνεται η Église St. Donat. Η σκάλα στολίζεται με 14 πέτρινους πανομοιότυπους σταυρούς.



Φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, μπροστά από την εκκλησία St. Donat, την ωραιότερη ώρα! Την μπλε ώρα! Την ώρα που, κατά τη δική μου άποψη, όλα ωραιοποιούνται και ομορφαίνουν ακόμα περισσότερο.



Ο ναός, άκουσον-άκουσον, ήταν ανοιχτός λες και είχαμε ραντεβού. Δεν υπήρχε ψυχή, ούτε μέσα στον ναό, ούτε έξω, ούτε γύρω από αυτόν. Μπήκαμε στο εσωτερικό.


Στη θέση του σημερινού ναού είχε ανεγερθεί τον 11ο αιώνα ένα Κάστρο, το οποίο στη συνέχεια καταστράφηκε, όταν κάποιοι Καπουτσίνοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην Arlon το 1621. Έχτισαν το μοναστήρι τους στα ερείπια του Κάστρου. Το 1682 χτίστηκε περίβολος τύπου “Vauban” μετατρέποντας το μοναστήρι σε Ακρόπολη. Και εξηγώ για όσους δε γνωρίζουν τι σημαίνει “Vauban”. Ο Vauban ήταν Γάλλος στρατιωτικός μηχανικός, ο οποίος σχεδίασε και υλοποίησε πολλές οχυρώσεις αλλά και γέφυρες και κανάλια. Οι σχεδιαστικές του αρχές χρησίμευσαν ως κυρίαρχο μοντέλο οχύρωσης για σχεδόν 100 χρόνια.
Η θέα από τον λόφο ήταν όμορφη, αλλά όχι κάτι το συγκλονιστικό. Στο βάθος του ορίζοντα ορθωνόταν ο κύριος αντίπαλος της εκκλησίας St. Donat, ο γοτθικός ναός του Αγίου Μαρτίνου.



Kατηφορίσαμε πάλι στα κεντρικά της πόλης, όμως τίποτε άλλο δεν τράβηξε την προσοχή μας για να μας κρατήσει για περισσότερη ώρα στην Arlon. Ήταν σαν η πόλη να μας φώναζε: -”Φύγετε, φύγετε”!

Δε συνηθίζω να χαρακτηρίζω με άσχημα λόγια τις πόλεις που δε μου αρέσουν και δε με κάνουν να αισθάνομαι οικεία και όμορφα όταν βρίσκομαι σε αυτές. Ποτέ, επίσης, δε μου αρέσει να βαθμολογώ ή να κατατάσσω σε λίστες τις πόλεις. Για την Arlon το σχόλιο που θα κάνω είναι ότι μου φάνηκε εντελώς αδιάφορη και απρόσωπη και κατά πάσα πιθανότητα δε θα της έδινα δεύτερη ευκαιρία. Ίσως να κάνω λάθος και να έτυχε σε εμάς η πόλη να βγάλει αυτό το πρόσωπο. Ίσως…
Φτάσαμε στην πλατεία Léopold η οποία τώρα ήταν ακόμα πιο έρημη, αφού πολλά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχαν φύγει.


Πριν αναχωρήσουμε για το Λουξεμβούργο έπαιξε ο δεύτερος γύρος κολατσιού με τις προμήθειες που είχαμε μαζί μας και ήμασταν πλέον πανέτοιμοι για τη θριαμβευτική μας είσοδο στη μικροσκοπική χώρα με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, στη χώρα που ο πρωθυπουργός της είναι παντρεμένος με άντρα, γεγονός που από μόνο του κάνει το Λουξεμβούργο να ξεχωρίζει και να υπερέχει στη δική μου αντίληψη και φιλοσοφία.
Η διαδρομή της ημέρας:

Last edited: