Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.499
- Likes
- 31.327
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Annevoie-Rouillon, Dinant, Château Vêves, Arlon
- Ville Haute Λουξεμβούργο, η βραδινή άφιξη
- Πρωινή βόλτα στο Kirchberg
- Ville Haute-Grund-Plateau du Saint Esprit-Cité Judiciaire
- Απογευματινή βόλτα στο Clausen
- Château de Vianden
- Château de Bourscheid και Esch-sur-Sûre
- Wéris, Durbuy και η επιστροφή στη Γάνδη
- Château d΄ Ooidonk
- Malo-les-Bains Δουνκέρκη
- Γνωρίζοντας τη Δουνκέρκη
- Ville de Bergues
- Νυχτοπερπατήματα στη Lille
Ville Haute Λουξεμβούργο, η βραδινή άφιξη.
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Η γεωγραφική θέση του Λουξεμβούργου μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Βελγίου του παρέχει το προνόμιο αλλά και την ιδιαιτερότητα να συνδυάζει παραδόσεις και συνήθειες από τις γειτονικές προς αυτό χώρες. Το να βρεθεί κανείς στο Λουξεμβούργο είναι ένα ταξίδι στον χρόνο και την ιστορία, αφού η πόλη είναι γεμάτη με κάστρα, προμαχώνες, μπαρόκ και γοτθικούς ναούς, παλάτια, πέτρινες γέφυρες αλλά και μια προσγείωση στο σήμερα, αφού μοντέρνα γυάλινα κτίρια σύγχρονης αρχιτεκτονικής ορθώνονται στον ορίζοντα της πόλης και δένουν με απόλυτη αρμονία το αρχαίο πρόσωπό της με τη σημερινή μοντέρνα εικόνα της.
Στη θέση της σημερινής πρωτεύουσας οι Ρωμαίοι είχαν χτίσει το φρούριο Luciliburgum, γεγονός που μάλλον προσέδωσε την ονομασία του σημερινού κράτους, αν και οι ίδιοι οι κάτοικοι έχουν άλλη γνώμη και θεωρούν ότι το όνομα προήλθε από τη λέξη Lëtzebuerg (στην τοπική γλώσσα) δηλαδή το τελευταίο Κάστρο της περιοχής των Αρδεννών που ήταν η επικράτεια του πρώτου μονάρχη που αναγνωρίζει η χώρα, του Siegfried (963 μ.Χ).
Πάντως, το απόρθητο Κάστρο της πρωτεύουσας υπήρξε ένα από τα πιο ισχυρά στον κόσμο και έδωσε στην πόλη το προσωνύμιο “Γιβραλτάρ του Bορρά”. Xτισμένη στη συμβολή των ποταμών Alzette και Pétrusse, η πόλη του Λουξεμβούργου είναι χωρισμένη σε δύο επίπεδα: το πάνω τμήμα Ville Haute χτισμένο στο βραχώδες ύψωμα
και το κάτω κομμάτι της πόλης το οποίο περιλαμβάνει τις συνοικίες: Grund, Clausen και Pfaffenthal.
Στενά δρομάκια της Άνω Πόλης:
Το Kirchberg είναι μια κατηγορία από μόνο του. Είναι το ευρωπαϊκό κέντρο της πόλης όπου η σύγχρονη αρχιτεκτονική δίνει ρεσιτάλ με μοντέρνους Πύργους, με κτίρια με φουτουριστικές λεπτομέρειες, με πολυτελείς τράπεζες, κεντρικούς μεγάλους δρόμους, ένα υπέρ μοντέρνο συναυλιακό Μέγαρο όπου στεγάζεται η Φιλαρμονική του Λουξεμβούργου, αλλά και ένα πολύ ιδιαίτερο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Mudam), το οποίο αποτελεί ένα πολύ καλόγουστο πάντρεμα αρχαίων πύργων και γυάλινων φουτουριστικών επεκτάσεων.
Στην παρακάτω φωτογραφία, στα αριστερά, διακρίνεται τμήμα της Ville Haute με τις οχυρώσεις και κάτω απλώνεται η συνοικία Grund:
Τμήμα της Ville Haute, και συγκεκριμένα το Plateau du Saint Esprit με το Cité Judiciaire, όπως φαίνεται από τη συνοικία Grund:
Το Kirchberg όπως φαίνεται από την Ville Haute με ελαφριά ομίχλη και υγρασία στην ατμόσφαιρα:
Η αλήθεια είναι ότι όταν άρχισα να συλλέγω πληροφορίες για την πόλη, προσπαθώντας να καταστρώσω το πρόγραμμα των αξιοθέατων και των περιοχών προς επίσκεψη, με είχε πιάσει πονοκέφαλος και ένας μικρός πανικός για το πως θα συνδυαστούν όλες αυτές οι διαδρομές, τα πάνω-κάτω, τα πέρα-δώθε, οι λόφοι, οι κοιλάδες, πάνω πόλη-κάτω πόλη, σε σχέση και με το αυτοκίνητο βέβαια.
Τα πρώτα που κοίταξα να εντοπίσω ήταν τα parkings που διαθέτουν οι συνοικίες ώστε να μπορούμε να κλειδώνουμε για κάποιες ώρες το αυτοκίνητο και να τριγυρίζουμε με τα πόδια. Όταν διαπίστωσα ότι δεν έχουμε πρόβλημα και ότι όλες οι συνοικίες διαθέτουν μπόλικους, και όχι πανάκριβους χώρους στάθμευσης, ηρέμησα και έβγαλα ένα πρόγραμμα που με ικανοποιούσε και περιελάμβανε όλα αυτά που διαθέτει η πόλη προς εξερεύνηση.
Από την πόλη του Λουξεμβούργου είχα πολύ μεγάλες προσδοκίες, αφού όλα όσα είχα διαβάσει αποτελούσαν ύμνο. Εκφράσεις όπως: “μικρός επίγειος παράδεισος”, “το ωραιότερο μπαλκόνι της Ευρώπης”, “ο μεγαλύτερος γαστρονομικός προορισμός στην Ευρώπη” ή η “καστροπρωτεύουσα της Ευρώπης” με είχαν εξιτάρει σε απίστευτο βαθμό και είχαν κάνει την επιθυμία μου να βρεθώ στη χώρα να εκτοξευθεί στα ουράνια.
Το γεγονός, επίσης, ότι είναι ένα από τα πιο μικρά κρατίδια στον κόσμο, αλλά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χρηματοοικονομικά κέντρα του πλανήτη και εργασιακό πόλο για πολλούς ανθρώπους από τις γειτονικές χώρες και όχι μόνο, είχε εξάψει τη φαντασία μου περιμένοντας να αντικρίσω τον παράδεισο επί της γης. Μάλιστα, είχα διαβάσει ότι καθημερινά εισρέουν κάπου 150.000 εργαζόμενοι από τις γειτονικές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία) στο Λουξεμβούργο για να εργαστούν καλύπτοντας όλο το φάσμα υπηρεσιών, από απλοί υπάλληλοι εστιατορίων έως χρηματιστές, και από τραπεζίτες έως καθηγητές. Περίμενα, λοιπόν, να δω στους δρόμους της Ville Haute να κυκλοφορούν σινιέ κύριοι με πανάκριβα κοστούμια και κυρίες με υψηλής ραπτικής φορέματα και γούνες. Μια πασαρέλα δηλαδή!
Εκείνο που, επίσης, είχα διαβάσει και με είχε εντυπωσιάσει ήταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της πόλης στην πλειοψηφία τους μιλούν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις γλώσσες, αφού επίσημα αναγνωρισμένες είναι τα γαλλικά, τα γερμανικά και η τοπική γλώσσα, τα λουξεμβουργιανά. Τα παιδιά στο σχολείο ξεκινούν μαθαίνοντας τη λουξεμβουργιανή και τη γερμανική γλώσσα, ενώ στην ηλικία του γυμνασίου διδάσκονται και τα γαλλικά. Στο σπίτι μιλούν κυρίως γερμανικά και την τοπική διάλεκτο, ενώ στις καθημερινές συναλλαγές αλλά και τις διοικητικές πράξεις συνηθίζουν κυρίως τα γαλλικά. Τα γερμανικά τα χρησιμοποιούν στα ΜΜΕ.
Ένα άλλο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πρωτεύουσας είναι ότι αν και σύγχρονη διατηρεί την ατμόσφαιρα και την αύρα μιας μικρής, τακτοποιημένης, πεντακάθαρης πόλης με πλακόστρωτους μεσαιωνικούς δρόμους, οι οποίοι εμπλουτίζονται με καλόγουστα εμπορικά καταστήματα, φινετσάτα καφέ και εστιατόρια, μπαράκια και σούπερ μάρκετ, τόσο κουκλίστικα και περιποιημένα, τόσο νοικοκυρεμένα και αποστειρωμένα που νομίζεις ότι όλα είναι ψεύτικα. Μάλιστα, θυμάμαι ακόμα μια φράση που μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση όταν την είχα διαβάσει η οποία έλεγε: “Αν η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, τότε στο Λουξεμβούργο τη διαθέτουν ολόκληρη”.
Aλλά και το moto των ίδιων των κατοίκων της πόλης: “Mir wëlle bleiwe wat mir sinn” (ευχόμαστε να παραμείνουμε αυτό που είμαστε) φανερώνει το πόσο ικανοποιημένοι είναι οι κάτοικοι από τις ζωές τους και ταυτόχρονα παρακινεί ταξιδευτές να έρθουν και να προσπαθήσουν να αποκωδικοποιήσουν αυτό το σύνθημα, μπαίνοντας για λίγο στα παπούτσια των ντόπιων, μπας και πάρουν λίγη μυρωδιά από την ευτυχία τους.
Θα κατάφερνε η πόλη να ανταποκριθεί, τελικά, στις προσδοκίες μας?
Αφήνοντας πίσω μας την Arlon και τα περίχωρά της, ενώ είχε πλέον πέσει το σκοτάδι, και οδηγώντας στον αυτοκινητόδρομο Ε25 και Α6 φτάσαμε γύρω στις 20:00 στο Hotel Ibis Budget Luxembourg Aéroport.
Η επιλογή αυτού του ξενοδοχείου δίπλα στο αεροδρόμιο της πόλης έγινε για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν η τιμή. 150 ευρώ για δύο βράδια σε δίχωρο τετράκλινο, πεντακάθαρο δωμάτιο με ιδιωτικό μπάνιο για Λουξεμβούργο ήταν μια σοκαριστική τιμή όταν ψάχναμε να κλείσουμε ξενοδοχείο. Ο δεύτερος και πολύ σημαντικός λόγος ήταν το δωρεάν parking για το αυτοκίνητο φυσικά. Έτσι, χωρίς πολλές πολλές σκέψεις το κλείσαμε αμέσως, αφού μια διαμονή πιο κεντρικά θα ήταν πανάκριβη και θα υπήρχε και μεγάλο θέμα με το αυτοκίνητο. Εξάλλου, η απόσταση από το ξενοδοχείο μέχρι το parking της Place du Théâtre, το οποίο σκοπεύαμε να χρησιμοποιήσουμε ως αφετηρία των εξορμήσεών μας στην πόλη, ήταν μόλις 7-8 χιλιόμετρα και 10-15 λεπτά χρόνος μετάβασης. Ήταν λοιπόν ένα φθηνό, αλλά καθαρό ξενοδοχείο για να τρυπώσουμε και με μόλις 7,5 ευρώ το άτομο μπορούσαμε να έχουμε ένα πλήρες και αξιοπρεπέστατο πρωινό για να ξεκινήσουμε τη μέρα μας με ενέργεια και δύναμη.
Το μόνο αρνητικό σημείο το οποίο οφείλω να επισημάνω είναι ο πολύ στενός και περιορισμένος ξεχωριστός χώρος της τουαλέτας (λεκάνης) ο οποίος σίγουρα αποτελεί αποτρεπτικό λόγο σε εύσωμα άτομα να επιλέξουν αυτό το κατάλυμα για διαμονή. Κάναμε τα διαδικαστικά, ανεβήκαμε με το ασανσέρ στο δωμάτιο, τακτοποιηθήκαμε και βουρ για την πόλη γρήγορα!
Στόχος μας ήταν το υπόγειο parking της Πλατείας του Θεάτρου. Η πρώτη μας οπτική επαφή με την πόλη ξεκίνησε από το οροπέδιο του Kirchberg, το οποίο συνδέεται με την Άνω Πόλη με την Κόκκινη Γέφυρα της Δούκισσας Charlotte. Η Γέφυρα μεταφέρει αυτοκίνητα, τραμ, πεζούς και ποδηλάτες και αποτελεί μέρος της Εθνικής Οδού του Λουξεμβούργου Ν51. Από τις 18 Ιουλίου 2018 αποτελεί, επίσης, μέρος της γραμμής City Tram 1.
Aπό το Kirchberg, λοιπόν, ο πλοηγός μας οδήγησε για την είσοδό μας στη Ville Haute. Oι δρόμοι της ευρωπαϊκής συνοικίας ήταν έρημοι, κάτι απολύτως λογικό, αφού εδώ κυριαρχούν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε η περιοχή ζωντανεύει τις καθημερινές ημέρες. Όμως, διασχίζοντας τη λεωφόρο J. F. Kennedy το μάτι μας πήρε ένα εστιατόριο της γνωστής αλυσίδας Vapiano, το οποίο ήταν ανοιχτό και είχε μέσα αρκετό κόσμο, οπότε το κρατήσαμε σαν καβάτζα στο πίσω μέρος του μυαλού μας.
Διασχίζοντας την Grand Duchess Charlotte Bridge ένα ονειρεμένο ταξίδι άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά, αφού σε λίγα λεπτά μας περίμενε το αποκαλούμενο κουκλόσπιτο της Ευρώπης, η πόλη-σκηνικό με τον μεσαιωνικό της αέρα και τη μαγευτική θέα για να μας ξεμυαλίσει.
Τακτοποιήσαμε το αυτοκίνητο στο υπόγειο parking της Place du Théâtre και βγήκαμε πάνω στην έρημη πλατεία. Στην είσοδο του parking μας περίμενε μια σοκαριστική εικόνα για το πρώτο καλωσόρισμα στην πόλη. Ένας άστεγος, τυλιγμένος σε ένα πάπλωμα, καθισμένος στο παγωμένο δάπεδο και έχοντας μπροστά του ένα ποτηράκι για τη συλλογή χρημάτων ζήτησε τη βοήθειά μας.
Μια δεύτερη, όχι και τόσο καλαίσθητη εικόνα, ήταν το περικυκλωμένο από φυσικά αστόλιστα έλατα ομαδικό γλυπτό των κινούμενων θεατρικών χαρακτήρων ακριβώς στο κέντρο της Π,λατείας, προεόρτια προφανώς της χριστουγεννιάτικης διακόσμησης της πόλης.
Μουδιασμένοι ξεκινήσαμε να περπατάμε, χωρίς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, στους δρόμους της Άνω Πόλης. Επικρατούσε απόλυτη ερημιά. Ήταν Σάββατο βράδυ, γύρω στις 21:00. Ακολουθήσαμε την έρημη Grand Rue
και σε λίγο βρεθήκαμε μπροστά από το μνημείο Dicks et Lentz στην έρημη, επίσης, Πλατεία Jan Pallach. Το μνημείο ανεγέρθηκε για να τιμήσει τους δύο εθνικούς ποιητές του Λουξεμβούργου, τον Dicks και τον Michel Lentz, ο οποίος έγραψε τα λόγια του Εθνικού Ύμνου. Ο στύλος περιέχει το σύνθημα: “Θέλουμε να παραμείνουμε αυτό που είμαστε” που λέγαμε πιο πριν ότι αποτελεί το moto των κατοίκων. Tο λιοντάρι αντιπροσωπεύει το Μεγάλο Δουκάτο, ενώ ο σιδεράς συμβολίζει τη χαλυβουργία. Πάλι χριστουγεννιάτικα έλατα πίσω από το μνημείο βρίσκονταν σε παράταξη.
Στη Rue Philippe II είδαμε και τέσσερις ανθρώπους για να μην έχουμε παράπονο ότι βρεθήκαμε σε μια νεκρή πόλη.
Φτάσαμε στη συνέχεια στην Place de la Constitution, την Πλατεία Συντάγματος, η οποία καταλαμβάνει μια περίοπτη θέση στον αρχαίο προμαχώνα Beck και προσφέρει όμορφη θέα στην κοιλάδα του Pétrusse και στη γέφυρα Adolphe.
Kολλητά στην Place de la Constitution είδαμε να υψώνεται τo μνημείο Μνήμης (Gëlle Fra), ένα μνημείο πεσόντων αφιερωμένο στους χιλιάδες Λουξεμβουργιανούς που προσφέρθηκαν εθελοντικά να υπηρετήσουν στις ένοπλες Δυνάμεις των Συμμαχικών Δυνάμεων, τόσο κατά τους Παγκόσμιους Πολέμους, όσο και κατά τον Κορεατικό Πόλεμο. Η επιχρυσωμένη Νίκη στην κορυφή κρατάει δάφνινο στεφάνι και οι χάλκινες φιγούρες της βάσης αντιπροσωπεύουν τους στρατιώτες που προσφέρθηκαν να πολεμήσουν εθελοντικά και τώρα ήταν επίσης περικυκλωμένοι από αληθινά χριστουγεννιάτικα αστόλιστα έλατα.
Αυτά τα έλατα, που ήταν διάσπαρτα καταλαμβάνοντας όλα τα κεντρικά σημεία της πόλης, είχαν αρχίσει να μου τη δίνουν στα νεύρα, αλλά είπα να το καταπιώ γιατί ήταν μόλις η αρχή και θεώρησα ότι δεν έπρεπε να αρχίσω τη γκρίνια από τόσο νωρίς!
Λίγο πιο κάτω, όμως, απέναντι από τον Καθεδρικό Ναό Notre Dame ξεκινούσαν έργα και όλο το πεζοδρόμιο στη δεξιά πλευρά του δρόμου ήταν σκαμμένο και προφυλαγμένο με σιδερένια κάγκελα. Ο όμορφα φωτισμένος Καθεδρικός απέσπασε για λίγο το βλέμμα μας,
ενώ η πορεία μας συνεχίστηκε ακολουθώντας για λίγο τη Rue de l΄Ancien Athénée.
Έπειτα, στρίβοντας στη Rue Notre Dame φτάσαμε στην Place Guillaume II, δηλαδή στην καρδιά της Ville Haute. Μαχαιριά και στη δική μας καρδιά ήταν το θέαμα που αντικρίσαμε φτάνοντας μπροστά στο έφιππο άγαλμα του πρώην Μεγάλου Δούκα Ουίλιαμ Β΄, ο οποίος αποτελεί ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Πλατείας. Τώρα, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Πλατείας ήταν…. ότι δεν υπήρχε Πλατεία. Ήταν όλη καλυμμένη και κρυμμένη πίσω από πάνελ και μουσαμάδες.
Ας πω, όμως, μερικά λόγια για την Place Guillaume II μπας και μου φύγει η σύγχυση και ο πόνος. Ένα μεγάλο μέρος της Πλατείας καλύπτεται από δέντρα. Αρχικά εδώ υπήρχε μοναστήρι Φραγκισκανών, ωστόσο κατά τη διάρκεια των Γαλλικών Επαναστατικών Πολέμων το μοναστήρι εκδιώχθηκε. Το 1804 o Ναπολέων παρουσίασε την Πλατεία ως δώρο στην πόλη. Το 1829 τέθηκαν σε εφαρμογή σχέδια για την κατασκευή ενός νέου Δημαρχείου, αλλά για αυτό θα σας μιλήσω σε επόμενο κεφάλαιο με ημερήσιες φωτογραφίες από το Δημαρχείο.
Τώρα ας μαζέψω τα κομμάτια μου και την απογοήτευσή μου από το αντιαισθητικό αυτό θέαμα και ας συνεχίσω παρακάτω, να δω τι άλλο μας περιμένει ετούτο το πρώτο βράδυ μας στην πόλη-όνειρο. Η συνέχεια δυστυχώς ήταν ακόμα χειρότερη! Έργα και σκαμμένοι δρόμοι σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του δικτύου της καρδιάς της Άνω Πόλης βρίσκονταν σε εξέλιξη. Ένα θέαμα αποκαρδιωτικό και αποκρουστικό μας χάλασε εντελώς τη διάθεση. Σταμάτησα να τραβάω φωτογραφίες μην μπορώντας να πιστέψω αυτό που ζούσα. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι εκεί που προσπαθούσες να περάσεις πάνω σε σανίδες και σιδερένια κάγκελα και να αποφύγεις μπάζα και χαλασμένα πεζοδρόμια, με δρόμους-χαντάκια και σωλήνες να χάσκουν μπροστά σου, σε πλεύριζαν και μεθυσμένοι ζητιάνοι οι οποίοι γίνονταν και εριστικοί όταν προσπαθούσες να τους αποφύγεις.
Μάλιστα, κάποιες κοπέλες μας πήραν στο κατόπι για αρκετά μέτρα, αρχίζοντας να μας αναλύουν ότι έχουν σαν επιθυμία και σκέψη να γυρίσουν τον κόσμο με έναν εναλλακτικό τρόπο και κατά την άποψή τους έπρεπε οι περαστικοί να ενισχύσουν οικονομικά την ιδέα τους για να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρά τους.
Περάσαμε από τη Rue de la Boucherie και τη Rue Sigefroi και φτάσαμε, επιτέλους, σε ένα όμορφο σημείο της πόλης με ένα πλακόστρωτο κατηφορικό δρομάκι, τη Rue Large. Εδώ γύρω ήταν ένα όμορφο σημείο με μαγαζιά τα οποία στο εσωτερικό τους είχαν πολύ κόσμο.
Απείχαμε, πλέον, ελάχιστα μέτρα από τον διάσημο δρόμο Chemin de la Corniche, τον δρόμο-μπαλκόνι με την απερίγραπτη θέα. Tο ωραιότερο μπαλκόνι της Ευρώπης εκτείνεται κατά μήκος της κοιλάδας Alzette, στους προμαχώνες που χτίστηκαν από τους Iσπανούς και τους Γάλλους τον 17ο αιώνα. Τρέξαμε με λαχτάρα στην άκρη του δρόμου για να αποζημιωθούμε, τουλάχιστον, από τη θέα της Κάτω Πόλης. Επιτέλους το θέαμα ήταν πανέμορφο!
Η Κάτω Πόλη, υπέρλαμπρα φωτισμένη, απλωνόταν πανέμορφη δίπλα στο νερό κατά μήκος της κοιλάδας. Αντικρίσαμε, πλέον, την ιστορία της πόλης η οποία ξεκίνησε το 963, όταν ο Κόμης Siegfried των Αρδεννών έχτισε το πρώτο Kάστρο πάνω στον βράχο του Bock χωρίς ποτέ να φανταστεί ότι αυτό το Κάστρο θα γινόταν το λίκνο της πόλης. Κατά τη διάρκεια, βέβαια, της ιστορίας η πόλη άλλαξε πολλές φορές χέρια. Πολλοί λαοί πέρασαν από εδώ αφήνοντας το στίγμα τους (Ισπανοί, Γάλλοι, Αυστριακοί, Γερμανοί). Τα απομεινάρια των οχυρώσεων ορθώνονταν φωτισμένα και επιβλητικά πάνω από την κοιλάδα. Ισχυρά αμυντικά έργα και οχυρά είχαν κάνει την πόλη μια από τις πιο ισχυρές τοποθεσίες στον κόσμο. Οι άμυνές της ενισχύονταν συνεχώς, με οχυρωμένους δακτύλιους και πύργους, ένα μοναδικό δίκτυο Casemates μήκους 23 χιλιομέτρων, τα οποία προστάτευαν χιλιάδες στρατιώτες και άλογα αλλά και σπίτια, φούρνους, εργαστήρια και μαγειρεία. Η πόλη είχε μεταμορφωθεί στο “Γιβραλτάρ του Βορρά”.
Το 1867, μετά τη δήλωση ουδετερότητας, ο στρατός αποσύρθηκε από το Φρούριο και κατά τα επόμενα χρόνια το 90% των αμυντικών οχυρώσεων καταστράφηκε. Όμως, αποδείχτηκε ακατόρθωτο να ανατινάξουν όλα τα Casemates χωρίς να γκρεμιστεί και τμήμα της πόλης με αποτέλεσμα οι τρύπες και οι κλειστοί διάδρομοι σύνδεσης και επικοινωνίας να σφραγιστούν. Παρόλα αυτά παραμένουν ακόμη 17 km από σήραγγες, οι οποίες εισχωρούν μέχρι και 40 μέτρα μέσα στους βράχους.
Τα Bock Casemates ανήκουν, πλέον, στην Παγκόσμια Κληρονομιά της UNESCO και από το 1933 είναι ανοιχτά στο κοινό. Την περίοδο που επισκεφθήκαμε εμείς την πόλη παρέμεναν κλειστά προς επίσκεψη. Απ΄ ότι διάβασα θα ανοίξουν εκ νέου στις αρχές του 2020, χωρίς όμως να αναφέρεται ο μήνας έναρξης των επισκέψεων.
Μείναμε αρκετή ώρα εδώ κάνοντας μια μικρή βόλτα μέχρι τη διώροφη γέφυρα που συνδέει τον βράχο Bock με την Παλιά Πόλη, η οποία αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο των οχυρώσεων.
Kατευθυνθήκαμε και προς την άλλη πλευρά, ακολουθώντας για λίγο τον Chemin de la Corniche, απολαμβάνοντας την τέλεια θέα που προσφέρει αυτό το δρομάκι με το πέτρινο πεζούλι προς το Grund με την εκκλησία Saint Jean du Grund να κάνει επιβλητική την παρουσία της δίπλα στο ποτάμι, έχοντας στραμμένη την πλάτη της στο πέτρινο γεφύρι Stierchen αλλά και προς τη σιδηροδρομική γέφυρα (Railway Viaduct).
Όμως, δεν απομακρυνθήκαμε πολύ ακολουθώντας μέχρι χαμηλά τον Chemin de la Corniche, αλλά επιστρέψαμε προς το κέντρο. Όταν κάποια στιγμή στη Rue du Rost είδα αυτό:
ξέσπασα πλέον!!
Tι να ζεστάνουμε ρε φίλε? Eδώ έχει πάρει φωτιά ο κ…. μας με όλα αυτά τα έργα και τα σκαμμένα που συναντήσαμε σε πολλά δρομάκια της πόλης, αλλά και στην κεντρικότερη πλατεία. Τόσος δρόμος, τόσα έξοδα, αλλά προ πάντων τόσα όνειρα για να δούμε την πόλη των ονείρων και πέσαμε στην “ανασκαφή” του Λουξεμβούργου και στις άχαρες χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες. Και επειδή στα ταξίδια δε μου αρέσει να γκρινιάζω και θέλω να σταματήσω την κλάψα βάζω μερικές ακόμα φωτογραφίες της επόμενης μέρας για να με καταλάβετε και να συμμεριστείτε τον πόνο και την αγανάκτησή μου και τελειώνει το θέμα εδώ και τώρα χωρίς καμία άλλη αναφορά και φωτογραφία. Το ξεπερνώ και στη συνέχεια θα εστιάσω μόνο στα όμορφα και στα θετικά αυτού του κατά τα άλλα πολύ όμορφου ταξιδιού. Ιδού λοιπόν:
Update: Στις 13/1/2020, επιστρέφοντας ο γιος μου στη Γάνδη από οδικό ταξίδι σε Στρασβούργο και Colmar έκανε στάση για φαγητό στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού και μόλις έφτασε με πήρε τηλέφωνο και μου έστειλε αυτήν τη φωτογραφία. Επομένως τα έργα στην πόλη καλά κρατούν ακόμη:
Πεινάσαμε όμως και ξεκινήσαμε την αναζήτηση εστιατορίου. Στη Rue de la Boucherie, αλλά και στη Rue du Nord πολλά μπαράκια και εστιατόρια ήταν φίσκα. Δεν έπεφτε καρφίτσα! Τελικά, διαπιστώσαμε ότι όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα στα μαγαζιά. Εδώ, λοιπόν, δε συναντήσαμε αυτό που έχουμε δει σε ένα σωρό Ευρωπαϊκές πόλεις, τη συνήθεια δηλαδή ο κόσμος να κάθεται έξω από τα μαγαζιά κάτω από σόμπες ή τυλιγμένος με κουβερτούλες πίνοντας το ποτό ή τρώγοντας το δείπνο του. Εδώ ήταν όλοι μέσα.
Το κλικ μας το έκανε το εστιατόριο Onesto στη Rue du Nord, αλλά δεν υπήρχε ούτε καρέκλα ελεύθερη για τις επόμενες μιά-δυό ώρες. Όσο οργανωτική και λεπτομερής είμαι με τα αξιοθέατα και τις διαδρομές που θέλουμε να δούμε σε ένα ταξίδι, άλλο τόσο χύμα είμαι με την υπόθεση φαγητό-εστιατόρια. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση, σε κανένα ταξίδι, να κάνω κράτηση σε εστιατόριο εκ των προτέρων και ας τη βγάλουμε μόνο με σάντουιτς ή πρόχειρο φαγητό. Βολευόμαστε με όλες τις λύσεις και το φαγητό είναι το τελευταίο που με απασχολεί στα ταξίδια. Ούτε έχω την κάψα να δοκιμάσω ντε και καλά όλες τις τοπικές κουζίνες των τόπων που επισκέπτομαι. Γνώριζα ότι η τοπική κουζίνα έχει αρκετές γαλλικές και γερμανικές επιρροές και ότι διάσημες σπεσιαλιτέ είναι το Judd mat gaardebounen (καπνιστό χοιρινό με κουκιά), το Bouchée à Reine (κοτόπουλο και μανιτάρια με μπεσαμέλ σε φωλιές σφολιάτας) αλλά και το Friture de la Moselle (τηγανιτά μικρά ψαράκια). Tίποτα από όλα αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να φάω και ας εύρισκα τραπέζι στο καλύτερο μαγαζί της πόλης.
Tέλος πάντων ο καθένας έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και τα δικά του γούστα στο φαγητό και είναι ένα θέμα εντελώς προσωπικό και υποκειμενικό. Βέβαια, τις περισσότερες φορές σημειώνω κάποιες προτάσεις εστιατορίων από τα μέλη του travelstories για να μην είμαι εντελώς αδιάβαστη και αν μου βγουν έχει καλώς.
Κάποιες ακόμη προσπάθειες για ανεύρεση μαγαζιού στάθηκαν επίσης άκαρπες. Οπότε τι κάνουμε? Επαναφέρουμε από την πίσω πλευρά του μυαλού μας το εστιατόριο που σε πολλά ταξίδια όταν αντιμετωπίζουμε τέτοια θέματα μας δίνει μια αξιοπρεπή, γρήγορη και οικονομική λύση. Αυτό το εστιατόριο ήταν το Vapiano στο Kirchberg που είχαμε δει όταν ερχόμασταν προς την Άνω Πόλη μερικές ώρες νωρίτερα. Το ωράριό του έγραφε ότι είναι ανοιχτό μέχρι τη μια μετά τα μεσάνυχτα, οπότε ήταν μια λύση για την ώρα αυτή.
Επιστρέφοντας στην Place du Théâtre περάσαμε έξω από την Église Saint Alphonse, στην οδό Capucins
και στη συνέχεια κατεβήκαμε στο υπόγειο parking της Πλατείας Θεάτρου στο οποίο πληρώσαμε, αν θυμάμαι καλά, 9 ευρώ και αναχωρήσαμε για το Kirchberg.
Βρήκαμε ένα υπόγειο parking πολύ κοντά στο εστιατόριο και σε λίγη ώρα απολαμβάναμε το δείπνο μας άνετα και χωρίς πολυκοσμία. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν επιστρέψαμε στο Ibis Hotel στην περιοχή του αεροδρομίου αντικρίζοντας ένα θέαμα που μας εξέπληξε. Όλη η περιοχή ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη, γεγονός πολύ ιδιαίτερο, αφού σε ολόκληρη την υπόλοιπη πόλη του Λουξεμβούργου πουθενά δε συναντήσαμε ομίχλη.
Ο καιρός ήταν ψυχρός μεν, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή χωρίς ίχνος ομίχλης. Όπως, τελικά, διαπιστώσαμε τις επόμενες μέρες, και πρωί και βράδυ, ήταν ένα καθημερινό και πολύ έντονο φαινόμενο μόνο στην περιοχή του αεροδρομίου και μάλιστα αναρωτηθήκαμε συζητώντας μεταξύ μας: -”Καλά σε αυτήν την περιοχή που είναι συνέχεια μες στην ομίχλη βρήκαν να φτιάξουν το αεροδρόμιο?”. Μας έκανε πραγματικά μεγάλη εντύπωση!
Κλείνοντας την πρώτη γνωριμία με την πόλη του Λουξεμβούργου εκείνη την εικόνα που θα κρατήσω και θα θυμάμαι όταν θα σκέφτομαι την πρώτη βραδιά στην Ville Haute είναι αυτή:
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Η γεωγραφική θέση του Λουξεμβούργου μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Βελγίου του παρέχει το προνόμιο αλλά και την ιδιαιτερότητα να συνδυάζει παραδόσεις και συνήθειες από τις γειτονικές προς αυτό χώρες. Το να βρεθεί κανείς στο Λουξεμβούργο είναι ένα ταξίδι στον χρόνο και την ιστορία, αφού η πόλη είναι γεμάτη με κάστρα, προμαχώνες, μπαρόκ και γοτθικούς ναούς, παλάτια, πέτρινες γέφυρες αλλά και μια προσγείωση στο σήμερα, αφού μοντέρνα γυάλινα κτίρια σύγχρονης αρχιτεκτονικής ορθώνονται στον ορίζοντα της πόλης και δένουν με απόλυτη αρμονία το αρχαίο πρόσωπό της με τη σημερινή μοντέρνα εικόνα της.
Στη θέση της σημερινής πρωτεύουσας οι Ρωμαίοι είχαν χτίσει το φρούριο Luciliburgum, γεγονός που μάλλον προσέδωσε την ονομασία του σημερινού κράτους, αν και οι ίδιοι οι κάτοικοι έχουν άλλη γνώμη και θεωρούν ότι το όνομα προήλθε από τη λέξη Lëtzebuerg (στην τοπική γλώσσα) δηλαδή το τελευταίο Κάστρο της περιοχής των Αρδεννών που ήταν η επικράτεια του πρώτου μονάρχη που αναγνωρίζει η χώρα, του Siegfried (963 μ.Χ).
Πάντως, το απόρθητο Κάστρο της πρωτεύουσας υπήρξε ένα από τα πιο ισχυρά στον κόσμο και έδωσε στην πόλη το προσωνύμιο “Γιβραλτάρ του Bορρά”. Xτισμένη στη συμβολή των ποταμών Alzette και Pétrusse, η πόλη του Λουξεμβούργου είναι χωρισμένη σε δύο επίπεδα: το πάνω τμήμα Ville Haute χτισμένο στο βραχώδες ύψωμα


και το κάτω κομμάτι της πόλης το οποίο περιλαμβάνει τις συνοικίες: Grund, Clausen και Pfaffenthal.


Στενά δρομάκια της Άνω Πόλης:




Το Kirchberg είναι μια κατηγορία από μόνο του. Είναι το ευρωπαϊκό κέντρο της πόλης όπου η σύγχρονη αρχιτεκτονική δίνει ρεσιτάλ με μοντέρνους Πύργους, με κτίρια με φουτουριστικές λεπτομέρειες, με πολυτελείς τράπεζες, κεντρικούς μεγάλους δρόμους, ένα υπέρ μοντέρνο συναυλιακό Μέγαρο όπου στεγάζεται η Φιλαρμονική του Λουξεμβούργου, αλλά και ένα πολύ ιδιαίτερο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Mudam), το οποίο αποτελεί ένα πολύ καλόγουστο πάντρεμα αρχαίων πύργων και γυάλινων φουτουριστικών επεκτάσεων.



Στην παρακάτω φωτογραφία, στα αριστερά, διακρίνεται τμήμα της Ville Haute με τις οχυρώσεις και κάτω απλώνεται η συνοικία Grund:

Τμήμα της Ville Haute, και συγκεκριμένα το Plateau du Saint Esprit με το Cité Judiciaire, όπως φαίνεται από τη συνοικία Grund:

Το Kirchberg όπως φαίνεται από την Ville Haute με ελαφριά ομίχλη και υγρασία στην ατμόσφαιρα:



Η αλήθεια είναι ότι όταν άρχισα να συλλέγω πληροφορίες για την πόλη, προσπαθώντας να καταστρώσω το πρόγραμμα των αξιοθέατων και των περιοχών προς επίσκεψη, με είχε πιάσει πονοκέφαλος και ένας μικρός πανικός για το πως θα συνδυαστούν όλες αυτές οι διαδρομές, τα πάνω-κάτω, τα πέρα-δώθε, οι λόφοι, οι κοιλάδες, πάνω πόλη-κάτω πόλη, σε σχέση και με το αυτοκίνητο βέβαια.
Τα πρώτα που κοίταξα να εντοπίσω ήταν τα parkings που διαθέτουν οι συνοικίες ώστε να μπορούμε να κλειδώνουμε για κάποιες ώρες το αυτοκίνητο και να τριγυρίζουμε με τα πόδια. Όταν διαπίστωσα ότι δεν έχουμε πρόβλημα και ότι όλες οι συνοικίες διαθέτουν μπόλικους, και όχι πανάκριβους χώρους στάθμευσης, ηρέμησα και έβγαλα ένα πρόγραμμα που με ικανοποιούσε και περιελάμβανε όλα αυτά που διαθέτει η πόλη προς εξερεύνηση.
Από την πόλη του Λουξεμβούργου είχα πολύ μεγάλες προσδοκίες, αφού όλα όσα είχα διαβάσει αποτελούσαν ύμνο. Εκφράσεις όπως: “μικρός επίγειος παράδεισος”, “το ωραιότερο μπαλκόνι της Ευρώπης”, “ο μεγαλύτερος γαστρονομικός προορισμός στην Ευρώπη” ή η “καστροπρωτεύουσα της Ευρώπης” με είχαν εξιτάρει σε απίστευτο βαθμό και είχαν κάνει την επιθυμία μου να βρεθώ στη χώρα να εκτοξευθεί στα ουράνια.
Το γεγονός, επίσης, ότι είναι ένα από τα πιο μικρά κρατίδια στον κόσμο, αλλά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χρηματοοικονομικά κέντρα του πλανήτη και εργασιακό πόλο για πολλούς ανθρώπους από τις γειτονικές χώρες και όχι μόνο, είχε εξάψει τη φαντασία μου περιμένοντας να αντικρίσω τον παράδεισο επί της γης. Μάλιστα, είχα διαβάσει ότι καθημερινά εισρέουν κάπου 150.000 εργαζόμενοι από τις γειτονικές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία) στο Λουξεμβούργο για να εργαστούν καλύπτοντας όλο το φάσμα υπηρεσιών, από απλοί υπάλληλοι εστιατορίων έως χρηματιστές, και από τραπεζίτες έως καθηγητές. Περίμενα, λοιπόν, να δω στους δρόμους της Ville Haute να κυκλοφορούν σινιέ κύριοι με πανάκριβα κοστούμια και κυρίες με υψηλής ραπτικής φορέματα και γούνες. Μια πασαρέλα δηλαδή!
Εκείνο που, επίσης, είχα διαβάσει και με είχε εντυπωσιάσει ήταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της πόλης στην πλειοψηφία τους μιλούν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις γλώσσες, αφού επίσημα αναγνωρισμένες είναι τα γαλλικά, τα γερμανικά και η τοπική γλώσσα, τα λουξεμβουργιανά. Τα παιδιά στο σχολείο ξεκινούν μαθαίνοντας τη λουξεμβουργιανή και τη γερμανική γλώσσα, ενώ στην ηλικία του γυμνασίου διδάσκονται και τα γαλλικά. Στο σπίτι μιλούν κυρίως γερμανικά και την τοπική διάλεκτο, ενώ στις καθημερινές συναλλαγές αλλά και τις διοικητικές πράξεις συνηθίζουν κυρίως τα γαλλικά. Τα γερμανικά τα χρησιμοποιούν στα ΜΜΕ.
Ένα άλλο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πρωτεύουσας είναι ότι αν και σύγχρονη διατηρεί την ατμόσφαιρα και την αύρα μιας μικρής, τακτοποιημένης, πεντακάθαρης πόλης με πλακόστρωτους μεσαιωνικούς δρόμους, οι οποίοι εμπλουτίζονται με καλόγουστα εμπορικά καταστήματα, φινετσάτα καφέ και εστιατόρια, μπαράκια και σούπερ μάρκετ, τόσο κουκλίστικα και περιποιημένα, τόσο νοικοκυρεμένα και αποστειρωμένα που νομίζεις ότι όλα είναι ψεύτικα. Μάλιστα, θυμάμαι ακόμα μια φράση που μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση όταν την είχα διαβάσει η οποία έλεγε: “Αν η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, τότε στο Λουξεμβούργο τη διαθέτουν ολόκληρη”.
Aλλά και το moto των ίδιων των κατοίκων της πόλης: “Mir wëlle bleiwe wat mir sinn” (ευχόμαστε να παραμείνουμε αυτό που είμαστε) φανερώνει το πόσο ικανοποιημένοι είναι οι κάτοικοι από τις ζωές τους και ταυτόχρονα παρακινεί ταξιδευτές να έρθουν και να προσπαθήσουν να αποκωδικοποιήσουν αυτό το σύνθημα, μπαίνοντας για λίγο στα παπούτσια των ντόπιων, μπας και πάρουν λίγη μυρωδιά από την ευτυχία τους.
Θα κατάφερνε η πόλη να ανταποκριθεί, τελικά, στις προσδοκίες μας?
Αφήνοντας πίσω μας την Arlon και τα περίχωρά της, ενώ είχε πλέον πέσει το σκοτάδι, και οδηγώντας στον αυτοκινητόδρομο Ε25 και Α6 φτάσαμε γύρω στις 20:00 στο Hotel Ibis Budget Luxembourg Aéroport.
Η επιλογή αυτού του ξενοδοχείου δίπλα στο αεροδρόμιο της πόλης έγινε για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν η τιμή. 150 ευρώ για δύο βράδια σε δίχωρο τετράκλινο, πεντακάθαρο δωμάτιο με ιδιωτικό μπάνιο για Λουξεμβούργο ήταν μια σοκαριστική τιμή όταν ψάχναμε να κλείσουμε ξενοδοχείο. Ο δεύτερος και πολύ σημαντικός λόγος ήταν το δωρεάν parking για το αυτοκίνητο φυσικά. Έτσι, χωρίς πολλές πολλές σκέψεις το κλείσαμε αμέσως, αφού μια διαμονή πιο κεντρικά θα ήταν πανάκριβη και θα υπήρχε και μεγάλο θέμα με το αυτοκίνητο. Εξάλλου, η απόσταση από το ξενοδοχείο μέχρι το parking της Place du Théâtre, το οποίο σκοπεύαμε να χρησιμοποιήσουμε ως αφετηρία των εξορμήσεών μας στην πόλη, ήταν μόλις 7-8 χιλιόμετρα και 10-15 λεπτά χρόνος μετάβασης. Ήταν λοιπόν ένα φθηνό, αλλά καθαρό ξενοδοχείο για να τρυπώσουμε και με μόλις 7,5 ευρώ το άτομο μπορούσαμε να έχουμε ένα πλήρες και αξιοπρεπέστατο πρωινό για να ξεκινήσουμε τη μέρα μας με ενέργεια και δύναμη.
Το μόνο αρνητικό σημείο το οποίο οφείλω να επισημάνω είναι ο πολύ στενός και περιορισμένος ξεχωριστός χώρος της τουαλέτας (λεκάνης) ο οποίος σίγουρα αποτελεί αποτρεπτικό λόγο σε εύσωμα άτομα να επιλέξουν αυτό το κατάλυμα για διαμονή. Κάναμε τα διαδικαστικά, ανεβήκαμε με το ασανσέρ στο δωμάτιο, τακτοποιηθήκαμε και βουρ για την πόλη γρήγορα!
Στόχος μας ήταν το υπόγειο parking της Πλατείας του Θεάτρου. Η πρώτη μας οπτική επαφή με την πόλη ξεκίνησε από το οροπέδιο του Kirchberg, το οποίο συνδέεται με την Άνω Πόλη με την Κόκκινη Γέφυρα της Δούκισσας Charlotte. Η Γέφυρα μεταφέρει αυτοκίνητα, τραμ, πεζούς και ποδηλάτες και αποτελεί μέρος της Εθνικής Οδού του Λουξεμβούργου Ν51. Από τις 18 Ιουλίου 2018 αποτελεί, επίσης, μέρος της γραμμής City Tram 1.
Aπό το Kirchberg, λοιπόν, ο πλοηγός μας οδήγησε για την είσοδό μας στη Ville Haute. Oι δρόμοι της ευρωπαϊκής συνοικίας ήταν έρημοι, κάτι απολύτως λογικό, αφού εδώ κυριαρχούν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε η περιοχή ζωντανεύει τις καθημερινές ημέρες. Όμως, διασχίζοντας τη λεωφόρο J. F. Kennedy το μάτι μας πήρε ένα εστιατόριο της γνωστής αλυσίδας Vapiano, το οποίο ήταν ανοιχτό και είχε μέσα αρκετό κόσμο, οπότε το κρατήσαμε σαν καβάτζα στο πίσω μέρος του μυαλού μας.


Διασχίζοντας την Grand Duchess Charlotte Bridge ένα ονειρεμένο ταξίδι άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά, αφού σε λίγα λεπτά μας περίμενε το αποκαλούμενο κουκλόσπιτο της Ευρώπης, η πόλη-σκηνικό με τον μεσαιωνικό της αέρα και τη μαγευτική θέα για να μας ξεμυαλίσει.

Τακτοποιήσαμε το αυτοκίνητο στο υπόγειο parking της Place du Théâtre και βγήκαμε πάνω στην έρημη πλατεία. Στην είσοδο του parking μας περίμενε μια σοκαριστική εικόνα για το πρώτο καλωσόρισμα στην πόλη. Ένας άστεγος, τυλιγμένος σε ένα πάπλωμα, καθισμένος στο παγωμένο δάπεδο και έχοντας μπροστά του ένα ποτηράκι για τη συλλογή χρημάτων ζήτησε τη βοήθειά μας.

Μια δεύτερη, όχι και τόσο καλαίσθητη εικόνα, ήταν το περικυκλωμένο από φυσικά αστόλιστα έλατα ομαδικό γλυπτό των κινούμενων θεατρικών χαρακτήρων ακριβώς στο κέντρο της Π,λατείας, προεόρτια προφανώς της χριστουγεννιάτικης διακόσμησης της πόλης.

Μουδιασμένοι ξεκινήσαμε να περπατάμε, χωρίς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, στους δρόμους της Άνω Πόλης. Επικρατούσε απόλυτη ερημιά. Ήταν Σάββατο βράδυ, γύρω στις 21:00. Ακολουθήσαμε την έρημη Grand Rue

και σε λίγο βρεθήκαμε μπροστά από το μνημείο Dicks et Lentz στην έρημη, επίσης, Πλατεία Jan Pallach. Το μνημείο ανεγέρθηκε για να τιμήσει τους δύο εθνικούς ποιητές του Λουξεμβούργου, τον Dicks και τον Michel Lentz, ο οποίος έγραψε τα λόγια του Εθνικού Ύμνου. Ο στύλος περιέχει το σύνθημα: “Θέλουμε να παραμείνουμε αυτό που είμαστε” που λέγαμε πιο πριν ότι αποτελεί το moto των κατοίκων. Tο λιοντάρι αντιπροσωπεύει το Μεγάλο Δουκάτο, ενώ ο σιδεράς συμβολίζει τη χαλυβουργία. Πάλι χριστουγεννιάτικα έλατα πίσω από το μνημείο βρίσκονταν σε παράταξη.

Στη Rue Philippe II είδαμε και τέσσερις ανθρώπους για να μην έχουμε παράπονο ότι βρεθήκαμε σε μια νεκρή πόλη.

Φτάσαμε στη συνέχεια στην Place de la Constitution, την Πλατεία Συντάγματος, η οποία καταλαμβάνει μια περίοπτη θέση στον αρχαίο προμαχώνα Beck και προσφέρει όμορφη θέα στην κοιλάδα του Pétrusse και στη γέφυρα Adolphe.
Kολλητά στην Place de la Constitution είδαμε να υψώνεται τo μνημείο Μνήμης (Gëlle Fra), ένα μνημείο πεσόντων αφιερωμένο στους χιλιάδες Λουξεμβουργιανούς που προσφέρθηκαν εθελοντικά να υπηρετήσουν στις ένοπλες Δυνάμεις των Συμμαχικών Δυνάμεων, τόσο κατά τους Παγκόσμιους Πολέμους, όσο και κατά τον Κορεατικό Πόλεμο. Η επιχρυσωμένη Νίκη στην κορυφή κρατάει δάφνινο στεφάνι και οι χάλκινες φιγούρες της βάσης αντιπροσωπεύουν τους στρατιώτες που προσφέρθηκαν να πολεμήσουν εθελοντικά και τώρα ήταν επίσης περικυκλωμένοι από αληθινά χριστουγεννιάτικα αστόλιστα έλατα.

Αυτά τα έλατα, που ήταν διάσπαρτα καταλαμβάνοντας όλα τα κεντρικά σημεία της πόλης, είχαν αρχίσει να μου τη δίνουν στα νεύρα, αλλά είπα να το καταπιώ γιατί ήταν μόλις η αρχή και θεώρησα ότι δεν έπρεπε να αρχίσω τη γκρίνια από τόσο νωρίς!
Λίγο πιο κάτω, όμως, απέναντι από τον Καθεδρικό Ναό Notre Dame ξεκινούσαν έργα και όλο το πεζοδρόμιο στη δεξιά πλευρά του δρόμου ήταν σκαμμένο και προφυλαγμένο με σιδερένια κάγκελα. Ο όμορφα φωτισμένος Καθεδρικός απέσπασε για λίγο το βλέμμα μας,


ενώ η πορεία μας συνεχίστηκε ακολουθώντας για λίγο τη Rue de l΄Ancien Athénée.

Έπειτα, στρίβοντας στη Rue Notre Dame φτάσαμε στην Place Guillaume II, δηλαδή στην καρδιά της Ville Haute. Μαχαιριά και στη δική μας καρδιά ήταν το θέαμα που αντικρίσαμε φτάνοντας μπροστά στο έφιππο άγαλμα του πρώην Μεγάλου Δούκα Ουίλιαμ Β΄, ο οποίος αποτελεί ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Πλατείας. Τώρα, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Πλατείας ήταν…. ότι δεν υπήρχε Πλατεία. Ήταν όλη καλυμμένη και κρυμμένη πίσω από πάνελ και μουσαμάδες.

Ας πω, όμως, μερικά λόγια για την Place Guillaume II μπας και μου φύγει η σύγχυση και ο πόνος. Ένα μεγάλο μέρος της Πλατείας καλύπτεται από δέντρα. Αρχικά εδώ υπήρχε μοναστήρι Φραγκισκανών, ωστόσο κατά τη διάρκεια των Γαλλικών Επαναστατικών Πολέμων το μοναστήρι εκδιώχθηκε. Το 1804 o Ναπολέων παρουσίασε την Πλατεία ως δώρο στην πόλη. Το 1829 τέθηκαν σε εφαρμογή σχέδια για την κατασκευή ενός νέου Δημαρχείου, αλλά για αυτό θα σας μιλήσω σε επόμενο κεφάλαιο με ημερήσιες φωτογραφίες από το Δημαρχείο.
Τώρα ας μαζέψω τα κομμάτια μου και την απογοήτευσή μου από το αντιαισθητικό αυτό θέαμα και ας συνεχίσω παρακάτω, να δω τι άλλο μας περιμένει ετούτο το πρώτο βράδυ μας στην πόλη-όνειρο. Η συνέχεια δυστυχώς ήταν ακόμα χειρότερη! Έργα και σκαμμένοι δρόμοι σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του δικτύου της καρδιάς της Άνω Πόλης βρίσκονταν σε εξέλιξη. Ένα θέαμα αποκαρδιωτικό και αποκρουστικό μας χάλασε εντελώς τη διάθεση. Σταμάτησα να τραβάω φωτογραφίες μην μπορώντας να πιστέψω αυτό που ζούσα. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι εκεί που προσπαθούσες να περάσεις πάνω σε σανίδες και σιδερένια κάγκελα και να αποφύγεις μπάζα και χαλασμένα πεζοδρόμια, με δρόμους-χαντάκια και σωλήνες να χάσκουν μπροστά σου, σε πλεύριζαν και μεθυσμένοι ζητιάνοι οι οποίοι γίνονταν και εριστικοί όταν προσπαθούσες να τους αποφύγεις.
Μάλιστα, κάποιες κοπέλες μας πήραν στο κατόπι για αρκετά μέτρα, αρχίζοντας να μας αναλύουν ότι έχουν σαν επιθυμία και σκέψη να γυρίσουν τον κόσμο με έναν εναλλακτικό τρόπο και κατά την άποψή τους έπρεπε οι περαστικοί να ενισχύσουν οικονομικά την ιδέα τους για να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρά τους.
Περάσαμε από τη Rue de la Boucherie και τη Rue Sigefroi και φτάσαμε, επιτέλους, σε ένα όμορφο σημείο της πόλης με ένα πλακόστρωτο κατηφορικό δρομάκι, τη Rue Large. Εδώ γύρω ήταν ένα όμορφο σημείο με μαγαζιά τα οποία στο εσωτερικό τους είχαν πολύ κόσμο.



Απείχαμε, πλέον, ελάχιστα μέτρα από τον διάσημο δρόμο Chemin de la Corniche, τον δρόμο-μπαλκόνι με την απερίγραπτη θέα. Tο ωραιότερο μπαλκόνι της Ευρώπης εκτείνεται κατά μήκος της κοιλάδας Alzette, στους προμαχώνες που χτίστηκαν από τους Iσπανούς και τους Γάλλους τον 17ο αιώνα. Τρέξαμε με λαχτάρα στην άκρη του δρόμου για να αποζημιωθούμε, τουλάχιστον, από τη θέα της Κάτω Πόλης. Επιτέλους το θέαμα ήταν πανέμορφο!

Η Κάτω Πόλη, υπέρλαμπρα φωτισμένη, απλωνόταν πανέμορφη δίπλα στο νερό κατά μήκος της κοιλάδας. Αντικρίσαμε, πλέον, την ιστορία της πόλης η οποία ξεκίνησε το 963, όταν ο Κόμης Siegfried των Αρδεννών έχτισε το πρώτο Kάστρο πάνω στον βράχο του Bock χωρίς ποτέ να φανταστεί ότι αυτό το Κάστρο θα γινόταν το λίκνο της πόλης. Κατά τη διάρκεια, βέβαια, της ιστορίας η πόλη άλλαξε πολλές φορές χέρια. Πολλοί λαοί πέρασαν από εδώ αφήνοντας το στίγμα τους (Ισπανοί, Γάλλοι, Αυστριακοί, Γερμανοί). Τα απομεινάρια των οχυρώσεων ορθώνονταν φωτισμένα και επιβλητικά πάνω από την κοιλάδα. Ισχυρά αμυντικά έργα και οχυρά είχαν κάνει την πόλη μια από τις πιο ισχυρές τοποθεσίες στον κόσμο. Οι άμυνές της ενισχύονταν συνεχώς, με οχυρωμένους δακτύλιους και πύργους, ένα μοναδικό δίκτυο Casemates μήκους 23 χιλιομέτρων, τα οποία προστάτευαν χιλιάδες στρατιώτες και άλογα αλλά και σπίτια, φούρνους, εργαστήρια και μαγειρεία. Η πόλη είχε μεταμορφωθεί στο “Γιβραλτάρ του Βορρά”.
Το 1867, μετά τη δήλωση ουδετερότητας, ο στρατός αποσύρθηκε από το Φρούριο και κατά τα επόμενα χρόνια το 90% των αμυντικών οχυρώσεων καταστράφηκε. Όμως, αποδείχτηκε ακατόρθωτο να ανατινάξουν όλα τα Casemates χωρίς να γκρεμιστεί και τμήμα της πόλης με αποτέλεσμα οι τρύπες και οι κλειστοί διάδρομοι σύνδεσης και επικοινωνίας να σφραγιστούν. Παρόλα αυτά παραμένουν ακόμη 17 km από σήραγγες, οι οποίες εισχωρούν μέχρι και 40 μέτρα μέσα στους βράχους.
Τα Bock Casemates ανήκουν, πλέον, στην Παγκόσμια Κληρονομιά της UNESCO και από το 1933 είναι ανοιχτά στο κοινό. Την περίοδο που επισκεφθήκαμε εμείς την πόλη παρέμεναν κλειστά προς επίσκεψη. Απ΄ ότι διάβασα θα ανοίξουν εκ νέου στις αρχές του 2020, χωρίς όμως να αναφέρεται ο μήνας έναρξης των επισκέψεων.
Μείναμε αρκετή ώρα εδώ κάνοντας μια μικρή βόλτα μέχρι τη διώροφη γέφυρα που συνδέει τον βράχο Bock με την Παλιά Πόλη, η οποία αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο των οχυρώσεων.
Kατευθυνθήκαμε και προς την άλλη πλευρά, ακολουθώντας για λίγο τον Chemin de la Corniche, απολαμβάνοντας την τέλεια θέα που προσφέρει αυτό το δρομάκι με το πέτρινο πεζούλι προς το Grund με την εκκλησία Saint Jean du Grund να κάνει επιβλητική την παρουσία της δίπλα στο ποτάμι, έχοντας στραμμένη την πλάτη της στο πέτρινο γεφύρι Stierchen αλλά και προς τη σιδηροδρομική γέφυρα (Railway Viaduct).

Όμως, δεν απομακρυνθήκαμε πολύ ακολουθώντας μέχρι χαμηλά τον Chemin de la Corniche, αλλά επιστρέψαμε προς το κέντρο. Όταν κάποια στιγμή στη Rue du Rost είδα αυτό:

ξέσπασα πλέον!!
Tι να ζεστάνουμε ρε φίλε? Eδώ έχει πάρει φωτιά ο κ…. μας με όλα αυτά τα έργα και τα σκαμμένα που συναντήσαμε σε πολλά δρομάκια της πόλης, αλλά και στην κεντρικότερη πλατεία. Τόσος δρόμος, τόσα έξοδα, αλλά προ πάντων τόσα όνειρα για να δούμε την πόλη των ονείρων και πέσαμε στην “ανασκαφή” του Λουξεμβούργου και στις άχαρες χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες. Και επειδή στα ταξίδια δε μου αρέσει να γκρινιάζω και θέλω να σταματήσω την κλάψα βάζω μερικές ακόμα φωτογραφίες της επόμενης μέρας για να με καταλάβετε και να συμμεριστείτε τον πόνο και την αγανάκτησή μου και τελειώνει το θέμα εδώ και τώρα χωρίς καμία άλλη αναφορά και φωτογραφία. Το ξεπερνώ και στη συνέχεια θα εστιάσω μόνο στα όμορφα και στα θετικά αυτού του κατά τα άλλα πολύ όμορφου ταξιδιού. Ιδού λοιπόν:






Update: Στις 13/1/2020, επιστρέφοντας ο γιος μου στη Γάνδη από οδικό ταξίδι σε Στρασβούργο και Colmar έκανε στάση για φαγητό στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού και μόλις έφτασε με πήρε τηλέφωνο και μου έστειλε αυτήν τη φωτογραφία. Επομένως τα έργα στην πόλη καλά κρατούν ακόμη:

Πεινάσαμε όμως και ξεκινήσαμε την αναζήτηση εστιατορίου. Στη Rue de la Boucherie, αλλά και στη Rue du Nord πολλά μπαράκια και εστιατόρια ήταν φίσκα. Δεν έπεφτε καρφίτσα! Τελικά, διαπιστώσαμε ότι όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα στα μαγαζιά. Εδώ, λοιπόν, δε συναντήσαμε αυτό που έχουμε δει σε ένα σωρό Ευρωπαϊκές πόλεις, τη συνήθεια δηλαδή ο κόσμος να κάθεται έξω από τα μαγαζιά κάτω από σόμπες ή τυλιγμένος με κουβερτούλες πίνοντας το ποτό ή τρώγοντας το δείπνο του. Εδώ ήταν όλοι μέσα.
Το κλικ μας το έκανε το εστιατόριο Onesto στη Rue du Nord, αλλά δεν υπήρχε ούτε καρέκλα ελεύθερη για τις επόμενες μιά-δυό ώρες. Όσο οργανωτική και λεπτομερής είμαι με τα αξιοθέατα και τις διαδρομές που θέλουμε να δούμε σε ένα ταξίδι, άλλο τόσο χύμα είμαι με την υπόθεση φαγητό-εστιατόρια. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση, σε κανένα ταξίδι, να κάνω κράτηση σε εστιατόριο εκ των προτέρων και ας τη βγάλουμε μόνο με σάντουιτς ή πρόχειρο φαγητό. Βολευόμαστε με όλες τις λύσεις και το φαγητό είναι το τελευταίο που με απασχολεί στα ταξίδια. Ούτε έχω την κάψα να δοκιμάσω ντε και καλά όλες τις τοπικές κουζίνες των τόπων που επισκέπτομαι. Γνώριζα ότι η τοπική κουζίνα έχει αρκετές γαλλικές και γερμανικές επιρροές και ότι διάσημες σπεσιαλιτέ είναι το Judd mat gaardebounen (καπνιστό χοιρινό με κουκιά), το Bouchée à Reine (κοτόπουλο και μανιτάρια με μπεσαμέλ σε φωλιές σφολιάτας) αλλά και το Friture de la Moselle (τηγανιτά μικρά ψαράκια). Tίποτα από όλα αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να φάω και ας εύρισκα τραπέζι στο καλύτερο μαγαζί της πόλης.
Tέλος πάντων ο καθένας έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και τα δικά του γούστα στο φαγητό και είναι ένα θέμα εντελώς προσωπικό και υποκειμενικό. Βέβαια, τις περισσότερες φορές σημειώνω κάποιες προτάσεις εστιατορίων από τα μέλη του travelstories για να μην είμαι εντελώς αδιάβαστη και αν μου βγουν έχει καλώς.
Κάποιες ακόμη προσπάθειες για ανεύρεση μαγαζιού στάθηκαν επίσης άκαρπες. Οπότε τι κάνουμε? Επαναφέρουμε από την πίσω πλευρά του μυαλού μας το εστιατόριο που σε πολλά ταξίδια όταν αντιμετωπίζουμε τέτοια θέματα μας δίνει μια αξιοπρεπή, γρήγορη και οικονομική λύση. Αυτό το εστιατόριο ήταν το Vapiano στο Kirchberg που είχαμε δει όταν ερχόμασταν προς την Άνω Πόλη μερικές ώρες νωρίτερα. Το ωράριό του έγραφε ότι είναι ανοιχτό μέχρι τη μια μετά τα μεσάνυχτα, οπότε ήταν μια λύση για την ώρα αυτή.
Επιστρέφοντας στην Place du Théâtre περάσαμε έξω από την Église Saint Alphonse, στην οδό Capucins

και στη συνέχεια κατεβήκαμε στο υπόγειο parking της Πλατείας Θεάτρου στο οποίο πληρώσαμε, αν θυμάμαι καλά, 9 ευρώ και αναχωρήσαμε για το Kirchberg.
Βρήκαμε ένα υπόγειο parking πολύ κοντά στο εστιατόριο και σε λίγη ώρα απολαμβάναμε το δείπνο μας άνετα και χωρίς πολυκοσμία. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν επιστρέψαμε στο Ibis Hotel στην περιοχή του αεροδρομίου αντικρίζοντας ένα θέαμα που μας εξέπληξε. Όλη η περιοχή ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη, γεγονός πολύ ιδιαίτερο, αφού σε ολόκληρη την υπόλοιπη πόλη του Λουξεμβούργου πουθενά δε συναντήσαμε ομίχλη.

Ο καιρός ήταν ψυχρός μεν, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή χωρίς ίχνος ομίχλης. Όπως, τελικά, διαπιστώσαμε τις επόμενες μέρες, και πρωί και βράδυ, ήταν ένα καθημερινό και πολύ έντονο φαινόμενο μόνο στην περιοχή του αεροδρομίου και μάλιστα αναρωτηθήκαμε συζητώντας μεταξύ μας: -”Καλά σε αυτήν την περιοχή που είναι συνέχεια μες στην ομίχλη βρήκαν να φτιάξουν το αεροδρόμιο?”. Μας έκανε πραγματικά μεγάλη εντύπωση!
Κλείνοντας την πρώτη γνωριμία με την πόλη του Λουξεμβούργου εκείνη την εικόνα που θα κρατήσω και θα θυμάμαι όταν θα σκέφτομαι την πρώτη βραδιά στην Ville Haute είναι αυτή:

Last edited: