psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.051
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Κεφάλαιο 2 – Η νύχτα στη Βενετία
Το πόσο «συμπυκνωμένη» σε αξιοθέατα ειν’ αυτή η πόλη, πρόκειται για κάτι που μπορεί να το αντιληφθεί κανείς από τις πρώτες κιόλας ώρες, κάτι που συνέβη φυσικά και σε μένα, περνώντας από απανωτά σημεία ενδιαφέροντος όπως η Chiesa di Santa Maria del Giglio, αξιοθέατα άλλοτε καταχωρημένα στη λίστα μου, άλλοτε πάλι όχι:
Ο πολυσύχναστος κι εμπορικός δρόμος της S. Moise με οδηγούσε ακριβώς στο κέντρο της Βενετίας, με τις εικόνες των –προφανώς ζάπλουτων- Ασιατών να βγαίνουν φορτωμένοι σακούλες από τα καταστήματα μόδας να με γυρνάνε κάποια χρόνια πίσω. Ξάφνου ο δρόμος έμοιαζε να τελειώνει στη χαρακτηριστική στοά με τις καμάρες της, βγάζοντας με στο γνωστότερο και ένα από τα ομορφότερα σημείο της πόλης:
Ήμουν τόσο γρήγορα κιόλας στη Piazza San Marco και το μεγαλείο της, προσπαθώντας να πάω όσο πιο πίσω γίνεται για να έχω ολοκληρωμένη λήψη:
Έκανα τις βόλτες μου χαζεύοντας άλλοτε τον κόσμο κι άλλοτε τους πάγκους με τα σουβενίρ, μέχρι που άκουσα κλασσική μουσική και κατευθύνθηκα προς τα δεξιά. Το περίφημο Café Florian του 18ου αιώνα, το πιο παλιό καφέ στην Ιταλία διέθετε και ορχήστρα στον εξωτερικό του χώρο.
Προσέγγισα, φωτογράφησα, είδα τον κατάλογο με τις τιμές που τσούζουν και αναχώρησα. Δε μου πάνε άλλωστε οι καφέδες στις εκδρομές:
Έστριψα προς την παραλία, έχοντας αριστερά μου το Palazzo Ducale και στο βάθος τις δύο περίφημες στήλες της Βενετίας, Colonna di San Marco & di San Todaro.
Περνούσα ακριβώς κάτω απ’ το θεόρατο καμπαναριό (που είναι επισκέψιμο), βλέποντας το παλάτι περιστοιχισμένο από σκαλωσιές, με τις εργασίες στολισμού της πόλης να έχουν ήδη ξεκινήσει:
Η παραλιακή βόλτα εκείνη την ώρα λίγες στιγμές πριν πέσει το σκοτάδι ήταν τολμώ να πω μαγική, με το φωτογραφικό φακό να προσπαθεί να συλλάβει κάθε εικόνα. Αρχικά αυτή της «Ponte dei Sospiri» ή γέφυρας των στεναγμών όπως είναι γνωστή στα Ελληνικά, μιας μικρής και κλειστής σκεπαστής γέφυρας του 16ου αιώνα, που συνέδεε το Δουκικό ανάκτορο των Ενετών με τις φυλακές της πόλης, προκειμένου να οδηγηθούν οι κρατούμενοι στην ιερά εξέταση:
Απέναντι ακριβώς στέκει εντυπωσιακή η εκκλησία San Giorgio Maggiore, ευρισκόμενη πάνω στο ομώνυμο νησάκι:
Έμεινα λίγο ακόμα να χαζέψω τις εικόνες της παραλιακής, με τον κόσμο να ναι τόσος όσος να μην ενοχλεί, έχοντας σύμμαχο τον καλό καιρό.
Προχώρησα μέχρι το μνημείο του Vittorio Emanuele II και έκανα μεταβολή γυρνώντας προς τα πίσω:
Μπήκα στο πρώτο διαθέσιμο στενάκι δεξιά μιας και δεν είχα κάτι άλλο στο πρόγραμμα της ημέρας και ήθελα απλά να κάνω καμιά βόλτα. Η ώρα είχε περάσει, πρόλαβα να δω αρκετά και να διψάσω ακόμη περισσότερο:
Μια ακόμα μπύρα Morreti από ένα γειτονικό Mini market με βρίσκει και πάλι στη πλατεία του Αγίου Μάρκου καθισμένο στα σκαλιά της, όπως όλος ο κόσμος άλλωστε. Ήταν στα σχέδια μου να τη δω και να τη φωτογραφίσω νύχτα, πόσο μάλλον στο άναμμα του φωτισμού της:
Οι αντίστοιχες νυχτερινές εικόνες από τη διαδρομή που έκανα λίγες ώρες πριν θεωρώ πως αποτυπώνουν ίσως καλύτερα την ομορφιά της πόλης:
Η κινητικότητα του κόσμου ήταν έντονη, με τα εστιατόρια, τα καφέ, τα aperitivo και τα wine bars να είναι σχεδόν κατάμεστα:
Ανέβηκα ξανά την Accademia που την είχα ήδη βαρεθεί μέσα σε λίγες ώρες, χωρίς να παραλείψω να φωτογραφίσω φυσικά το μεγάλο κανάλι υπό το φως των προβολέων:
Η έμμονη ιδέα που είχε καρφωθεί όμως εδώ και ώρα στο μυαλό μου και δεν έλεγε να φύγει δε μ’ άφηνε σε ησυχία, έτσι με χαρά μπήκα φουριόζος στο πρώτο aperitivo που βρήκα μπροστά μου. Campari-aperol σόδα και φέτα πορτοκάλι, το οποίο μάλιστα δεν ήθελα να το πιώ επιτόπου αλλά με φόντο το διπλανό κανάλι, όπως αρκετός ακόμη κόσμος:
Η πλατεία της Santa Margherita από την οποία περνούσα, είναι και το επίκεντρο τρόπον τινά της νυχτερινής ζωής του κέντρου της πόλης, με τα μπαράκια να έχουν αρχίσει ήδη να γεμίζουν από κόσμο:
Έφτασα γρήγορα στον πεζόδρομο και το ξενοδοχείο μου προς ανασύνταξη δυνάμεων, περασμένες 8 πλέον:
Να και το δωμάτιο μου που δε παρέλειψα αυτή τη φορά να φωτογραφίσω. Φοβερή η πατέντα με τον νεροχύτη μέσα στο δωμάτιο, κάτι που προέκυπτε από το πολύ μικρό και στενό μπάνιο, με τη βάση της ντουζιέρας επίσης κομμένη, στα μέτρα της οικονομίας χώρου. Δίπλα το κρεββάτι για κοντούς, λες και όσοι είμαστε άνω του 1.90 δεν έχουμε ψυχούλα να κοιμηθούμε άνετα…

Περασμένες δέκα και είμαι πάλι στο δρόμο προκειμένου ν’ ανακαλύψω τη βραδινή κίνηση της Βενετίας, την ώρα που τα περισσότερα εστιατόρια δείχνουν να υπολειτουργούν με τους εναπομείναντες πελάτες. Ανεβαίνω αυτή τη φορά βόρεια, έχοντας συγκεκριμένο σκοπό, περνώντας αρχικά πλάι από την Chiesa di San Nicola da Tolentino, που έτσι όπως την είδα μόνο για εκκλησία δε μου έκανε:
Περπατώ παράλληλα στο μικρό κανάλι, που κάποια στιγμή κάνοντας υποχρεωτικά δεξιά με βγάζει και πάλι στο Grand Canal, από τη πάνω πλευρά αυτή τη φορά σχεδόν στην αρχή του. Η γέφυρα Degli Scalzi είναι η δεύτερη από τις τρεις που συνδέουν τις όχθες πάνω από το μεγάλο κανάλι:
Περνάω τη γέφυρα κάνοντας ακόμα μια στάση για φωτογραφίες, λίγο πριν μπω στον πεζόδρομο Terà Lista di Spagna για να συνεχίσω. Γι’ ακόμα μια φορά αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο αυτής της πόλης κοιτώντας προς το βάθος του καναλιού, δίπλα από την πανέμορφη εκκλησία Santa Maria di Nazareth και τον Stazione di Venezia Santa Lucia , κεντρικό σταθμό τρένων της Βενετίας:
Ο πεζόδρομος οδηγούσε σε ακόμα μια ωραία πλατεία (San Geremia) με ιδανικό φωτισμό, πλαισιωμένη από το Palazzo Labia & την ομώνυμη εκκλησία. Ακριβώς απέναντι με περίμενε καρτερικά η Ιρλανδική παμπ Santa Lucia, σταμπαρισμένη από καιρό:
Πόσες φορές και σε πόσες ιστορίες σας το ‘χω πει εξάλλου, κινδυνεύοντας να γίνω γραφικός; Σε όποια σχεδόν πόλη του κόσμου κι αν βρίσκεσαι, όσο κι αν νομίζεις ότι είσαι σε αδιέξοδο, οι Ιρλανδοί είναι πάντα εκεί να σου προσφέρουν τη θαλπωρή τους. Μπήκα, κάθισα στο μπαρ σ’ ένα σκαμπό που ήμουν σίγουρος εκ των προτέρων ότι με περίμενε και ξεκίνησα να δοκιμάζω τα εξαιρετικά βαρέλια τους, γνωστά τα περισσότερα:
Η ώρα κόντευε μια όταν διάβαινα και πάλι τη γέφυρα, με φόντο αυτή τη φορά τη Chiesa di San Simeon Piccolo, αφού έκανα πρώτα μια βόλτα στα φαγάδικα και στους πάγκους πώλησης αλκοόλ, χωρίς να ψωνίσω κάτι. Gelatto; Όχι ευχαριστώ…
Έφτασα στο στενάκι του ξενοδοχείου μου πολύ κουρασμένος και γεμάτος από τη στην πόλη, κάτι όμως με κρατούσε και δεν έκανα κίνηση να βγάλω το κλειδί απ’ τη τσέπη μου. Μία απροσδιόριστη περιέργεια δε μ’ άφηνε να ησυχάσω, θέλοντας να εξερευνήσω λίγο ακόμα τη Βενετσιάνικη νύχτα.
Κατηφόρισα προς τη πλατεία της Santa Margherita λίγα μόλις μέτρα μακριά, μιας και το ένστικτο μου έλεγε ότι θα συναντήσω ζωή, κάτι που επιβεβαιώθηκε εμφατικά μόλις πέρασα το γεφυράκι San Pantalon. Όπως μπορείτε να δείτε η νεολέρα της πόλης το γλεντούσε, με τον παραδοσιακό Ιταλικό τρόπο φυσικά μιας και τα μπαράκια τους είναι για τ’ ανάθεμα. Όλοι στο δρόμο με μπύρες, ποτά (και όχι μόνο) στα χέρια. Βρήκα κι εγώ ένα σημείο να σταθώ, απέναντι από τη Beer Banti προκειμένου να πιω τις Perroni μου, που δεν είχα δοκιμάσει όλη την ημέρα.
Έτσι μάλιστα, ήμουν 100% ολοκληρωμένος…
Το πόσο «συμπυκνωμένη» σε αξιοθέατα ειν’ αυτή η πόλη, πρόκειται για κάτι που μπορεί να το αντιληφθεί κανείς από τις πρώτες κιόλας ώρες, κάτι που συνέβη φυσικά και σε μένα, περνώντας από απανωτά σημεία ενδιαφέροντος όπως η Chiesa di Santa Maria del Giglio, αξιοθέατα άλλοτε καταχωρημένα στη λίστα μου, άλλοτε πάλι όχι:

Ο πολυσύχναστος κι εμπορικός δρόμος της S. Moise με οδηγούσε ακριβώς στο κέντρο της Βενετίας, με τις εικόνες των –προφανώς ζάπλουτων- Ασιατών να βγαίνουν φορτωμένοι σακούλες από τα καταστήματα μόδας να με γυρνάνε κάποια χρόνια πίσω. Ξάφνου ο δρόμος έμοιαζε να τελειώνει στη χαρακτηριστική στοά με τις καμάρες της, βγάζοντας με στο γνωστότερο και ένα από τα ομορφότερα σημείο της πόλης:


Ήμουν τόσο γρήγορα κιόλας στη Piazza San Marco και το μεγαλείο της, προσπαθώντας να πάω όσο πιο πίσω γίνεται για να έχω ολοκληρωμένη λήψη:

Έκανα τις βόλτες μου χαζεύοντας άλλοτε τον κόσμο κι άλλοτε τους πάγκους με τα σουβενίρ, μέχρι που άκουσα κλασσική μουσική και κατευθύνθηκα προς τα δεξιά. Το περίφημο Café Florian του 18ου αιώνα, το πιο παλιό καφέ στην Ιταλία διέθετε και ορχήστρα στον εξωτερικό του χώρο.
Προσέγγισα, φωτογράφησα, είδα τον κατάλογο με τις τιμές που τσούζουν και αναχώρησα. Δε μου πάνε άλλωστε οι καφέδες στις εκδρομές:

Έστριψα προς την παραλία, έχοντας αριστερά μου το Palazzo Ducale και στο βάθος τις δύο περίφημες στήλες της Βενετίας, Colonna di San Marco & di San Todaro.

Περνούσα ακριβώς κάτω απ’ το θεόρατο καμπαναριό (που είναι επισκέψιμο), βλέποντας το παλάτι περιστοιχισμένο από σκαλωσιές, με τις εργασίες στολισμού της πόλης να έχουν ήδη ξεκινήσει:

Η παραλιακή βόλτα εκείνη την ώρα λίγες στιγμές πριν πέσει το σκοτάδι ήταν τολμώ να πω μαγική, με το φωτογραφικό φακό να προσπαθεί να συλλάβει κάθε εικόνα. Αρχικά αυτή της «Ponte dei Sospiri» ή γέφυρας των στεναγμών όπως είναι γνωστή στα Ελληνικά, μιας μικρής και κλειστής σκεπαστής γέφυρας του 16ου αιώνα, που συνέδεε το Δουκικό ανάκτορο των Ενετών με τις φυλακές της πόλης, προκειμένου να οδηγηθούν οι κρατούμενοι στην ιερά εξέταση:

Απέναντι ακριβώς στέκει εντυπωσιακή η εκκλησία San Giorgio Maggiore, ευρισκόμενη πάνω στο ομώνυμο νησάκι:

Έμεινα λίγο ακόμα να χαζέψω τις εικόνες της παραλιακής, με τον κόσμο να ναι τόσος όσος να μην ενοχλεί, έχοντας σύμμαχο τον καλό καιρό.

Προχώρησα μέχρι το μνημείο του Vittorio Emanuele II και έκανα μεταβολή γυρνώντας προς τα πίσω:


Μπήκα στο πρώτο διαθέσιμο στενάκι δεξιά μιας και δεν είχα κάτι άλλο στο πρόγραμμα της ημέρας και ήθελα απλά να κάνω καμιά βόλτα. Η ώρα είχε περάσει, πρόλαβα να δω αρκετά και να διψάσω ακόμη περισσότερο:

Μια ακόμα μπύρα Morreti από ένα γειτονικό Mini market με βρίσκει και πάλι στη πλατεία του Αγίου Μάρκου καθισμένο στα σκαλιά της, όπως όλος ο κόσμος άλλωστε. Ήταν στα σχέδια μου να τη δω και να τη φωτογραφίσω νύχτα, πόσο μάλλον στο άναμμα του φωτισμού της:


Οι αντίστοιχες νυχτερινές εικόνες από τη διαδρομή που έκανα λίγες ώρες πριν θεωρώ πως αποτυπώνουν ίσως καλύτερα την ομορφιά της πόλης:


Η κινητικότητα του κόσμου ήταν έντονη, με τα εστιατόρια, τα καφέ, τα aperitivo και τα wine bars να είναι σχεδόν κατάμεστα:



Ανέβηκα ξανά την Accademia που την είχα ήδη βαρεθεί μέσα σε λίγες ώρες, χωρίς να παραλείψω να φωτογραφίσω φυσικά το μεγάλο κανάλι υπό το φως των προβολέων:


Η έμμονη ιδέα που είχε καρφωθεί όμως εδώ και ώρα στο μυαλό μου και δεν έλεγε να φύγει δε μ’ άφηνε σε ησυχία, έτσι με χαρά μπήκα φουριόζος στο πρώτο aperitivo που βρήκα μπροστά μου. Campari-aperol σόδα και φέτα πορτοκάλι, το οποίο μάλιστα δεν ήθελα να το πιώ επιτόπου αλλά με φόντο το διπλανό κανάλι, όπως αρκετός ακόμη κόσμος:

Η πλατεία της Santa Margherita από την οποία περνούσα, είναι και το επίκεντρο τρόπον τινά της νυχτερινής ζωής του κέντρου της πόλης, με τα μπαράκια να έχουν αρχίσει ήδη να γεμίζουν από κόσμο:


Έφτασα γρήγορα στον πεζόδρομο και το ξενοδοχείο μου προς ανασύνταξη δυνάμεων, περασμένες 8 πλέον:

Να και το δωμάτιο μου που δε παρέλειψα αυτή τη φορά να φωτογραφίσω. Φοβερή η πατέντα με τον νεροχύτη μέσα στο δωμάτιο, κάτι που προέκυπτε από το πολύ μικρό και στενό μπάνιο, με τη βάση της ντουζιέρας επίσης κομμένη, στα μέτρα της οικονομίας χώρου. Δίπλα το κρεββάτι για κοντούς, λες και όσοι είμαστε άνω του 1.90 δεν έχουμε ψυχούλα να κοιμηθούμε άνετα…


Περασμένες δέκα και είμαι πάλι στο δρόμο προκειμένου ν’ ανακαλύψω τη βραδινή κίνηση της Βενετίας, την ώρα που τα περισσότερα εστιατόρια δείχνουν να υπολειτουργούν με τους εναπομείναντες πελάτες. Ανεβαίνω αυτή τη φορά βόρεια, έχοντας συγκεκριμένο σκοπό, περνώντας αρχικά πλάι από την Chiesa di San Nicola da Tolentino, που έτσι όπως την είδα μόνο για εκκλησία δε μου έκανε:

Περπατώ παράλληλα στο μικρό κανάλι, που κάποια στιγμή κάνοντας υποχρεωτικά δεξιά με βγάζει και πάλι στο Grand Canal, από τη πάνω πλευρά αυτή τη φορά σχεδόν στην αρχή του. Η γέφυρα Degli Scalzi είναι η δεύτερη από τις τρεις που συνδέουν τις όχθες πάνω από το μεγάλο κανάλι:

Περνάω τη γέφυρα κάνοντας ακόμα μια στάση για φωτογραφίες, λίγο πριν μπω στον πεζόδρομο Terà Lista di Spagna για να συνεχίσω. Γι’ ακόμα μια φορά αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο αυτής της πόλης κοιτώντας προς το βάθος του καναλιού, δίπλα από την πανέμορφη εκκλησία Santa Maria di Nazareth και τον Stazione di Venezia Santa Lucia , κεντρικό σταθμό τρένων της Βενετίας:

Ο πεζόδρομος οδηγούσε σε ακόμα μια ωραία πλατεία (San Geremia) με ιδανικό φωτισμό, πλαισιωμένη από το Palazzo Labia & την ομώνυμη εκκλησία. Ακριβώς απέναντι με περίμενε καρτερικά η Ιρλανδική παμπ Santa Lucia, σταμπαρισμένη από καιρό:

Πόσες φορές και σε πόσες ιστορίες σας το ‘χω πει εξάλλου, κινδυνεύοντας να γίνω γραφικός; Σε όποια σχεδόν πόλη του κόσμου κι αν βρίσκεσαι, όσο κι αν νομίζεις ότι είσαι σε αδιέξοδο, οι Ιρλανδοί είναι πάντα εκεί να σου προσφέρουν τη θαλπωρή τους. Μπήκα, κάθισα στο μπαρ σ’ ένα σκαμπό που ήμουν σίγουρος εκ των προτέρων ότι με περίμενε και ξεκίνησα να δοκιμάζω τα εξαιρετικά βαρέλια τους, γνωστά τα περισσότερα:

Η ώρα κόντευε μια όταν διάβαινα και πάλι τη γέφυρα, με φόντο αυτή τη φορά τη Chiesa di San Simeon Piccolo, αφού έκανα πρώτα μια βόλτα στα φαγάδικα και στους πάγκους πώλησης αλκοόλ, χωρίς να ψωνίσω κάτι. Gelatto; Όχι ευχαριστώ…


Έφτασα στο στενάκι του ξενοδοχείου μου πολύ κουρασμένος και γεμάτος από τη στην πόλη, κάτι όμως με κρατούσε και δεν έκανα κίνηση να βγάλω το κλειδί απ’ τη τσέπη μου. Μία απροσδιόριστη περιέργεια δε μ’ άφηνε να ησυχάσω, θέλοντας να εξερευνήσω λίγο ακόμα τη Βενετσιάνικη νύχτα.
Κατηφόρισα προς τη πλατεία της Santa Margherita λίγα μόλις μέτρα μακριά, μιας και το ένστικτο μου έλεγε ότι θα συναντήσω ζωή, κάτι που επιβεβαιώθηκε εμφατικά μόλις πέρασα το γεφυράκι San Pantalon. Όπως μπορείτε να δείτε η νεολέρα της πόλης το γλεντούσε, με τον παραδοσιακό Ιταλικό τρόπο φυσικά μιας και τα μπαράκια τους είναι για τ’ ανάθεμα. Όλοι στο δρόμο με μπύρες, ποτά (και όχι μόνο) στα χέρια. Βρήκα κι εγώ ένα σημείο να σταθώ, απέναντι από τη Beer Banti προκειμένου να πιω τις Perroni μου, που δεν είχα δοκιμάσει όλη την ημέρα.

Έτσι μάλιστα, ήμουν 100% ολοκληρωμένος…
Last edited: