psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.051
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Κεφάλαιο 6 – Κέρκυρα, μια ακόμη φορά!
Η πτήση εξελίσσονταν πολύ ήσυχα, όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι έχουμε πάρει καθοδική πορεία, βλέποντας αρχικά την Αδριατική και τις ακτές της Αλβανίας, αλλά και στη συνέχεια ένα νησί, που σχεδόν αμέσως κατάλαβα περί τίνος πρόκειται:
Διαπόντια νησιά – διακαής πόθος, από τους λίγους που μου ΄χουν μείνει πλέον στη νησιωτική Ελλάδα. Στο πλάνο μου από το παράθυρο ήταν όλα ξεκάθαρα. Οθωνοί, Ερρεικούσα, Μαθράκι & στο βάθος Κέρκυρα:
Η πτητική πορεία έφτανε μέχρι την κάτω πλευρά του νησιού στρίβοντας πάνω από τη Λίμνη Κορισσίων και τη Λευκίμη, με το αεροσκάφος να παίρνει θέση για προσγείωση παράλληλα απ’ τις Μπενίτσες, αντικρύζοντας τα τρισάθλια κατά τη γνώμη μου κτήρια των ξενοδοχειακών μονάδων που πάντα αναρωτιέμαι ρητορικά τι δουλειά έχουν σ’ ένα νησί:
Βγήκα αρκετά γρήγορα από το αεροδρόμιο μετά τα διαδικαστικά και αφού τσίμπησα κάτι πρόχειρο διένυσα την απόσταση του 1,5 χιλιομέτρου μέχρι το διαμέρισμα που χα κλείσει με τα πόδια. Είχα σκοπό να ρίξω μια σιέστα για να είμαι φρέσκος το βράδυ, τα τηλέφωνα και τα μηνύματα όμως δε με άφησαν σε ησυχία, έτσι πήρα τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου και βγήκα προς τον κεντρικό πεζόδρομο που ξεκινάει περίπου από το τέρμα των λεωφορείων μπαίνοντας λίγο μετά στην παλιά πόλη. 28η και αρκετά εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά λόγω αργίας, όχι όμως λόγω σεζόν που κρατούσε ακόμα κανονικότατα:
Να και μια εκδρομή που δεν είχα περιέργεια του τι περιμένω να δω. Βρισκόμουν στην Κέρκυρα για 5η φορά, έχοντας επισκεφθεί το νησί και την πόλη κυρίως όλες τις εποχές (πλέον και φθινόπωρο) και με όλους τους πιθανούς τρόπους.
Προχώρησα στον πεζόδρομο που οδηγεί στα ενδότερα της παλιάς πόλης φωτογραφίζοντας:
Το μυαλό έκανε -υποσυνείδητα ίσως- και τη σύνδεση/σύγκριση με την Ιταλία από την οποία προερχόμουν, ειδικότερα όσο έμπαινα ανάμεσα στα Καντούνια:
Σημεία κλειδιά όπως η μικρή πλατεία και ο ναός της παναγίας των ξένων, μου ήταν αρκετά οικεία και πρόσφατα, καθώς την τελευταία φορά το Φλεβάρη του 2017 είχα αλωνίσει αρκετά την πρωτεύουσα του νησιού:
Δίχως να το καταλάβω έφτασα στη μεγαλύτερη πλατεία της Ελλάδας και απ’ όσο νομίζω των Βαλκανίων, αυτή της Σπιανάδας, ξακουστή μεταξύ πολλών άλλων για τα έθιμα του Πάσχα που λαμβάνουν χώρα εκεί:
Έμεινα λίγο για μια ανάσα σ’ ένα παγκάκι μπροστά απ’ το παλιό φρούριο της πόλης,
πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής προς τον πεζόδρομο, προκειμένου να συναντήσω σ’ ένα ταβερνείο φίλους που ερχόταν από Θεσσαλονίκη, να πιούμε τις μπύρες μας και να οργανωθούμε:
Η βαβούρα στην πολυκατοικία δε μ’ άφησε να κλείσω μάτι, έτσι στις δέκα ήμουν και πάλι στο δρόμο, κατεβαίνοντας σ’ ένα μπαράκι της παλιάς πόλης όπου θα συναντιόμουν με το ζευγάρι και ακόμα περισσότερους φίλους και φίλες:
Ήπιαμε τα ποτά μας, μιλήσαμε, χαρήκαμε, σε συνθήκες όμως πολύ περίεργες για Ελλάδα καθώς μια πρόσφατη νομοθεσία είχε απαγορεύσει τη μουσική στα καταστήματα εστίασης, γεγονός απείρως ξενέρωτο:
Ακόμα πιο ξενέρωτο ήταν ότι το αγαπημένο μου μπαρ της πόλης (Κουρδιστό πορτοκάλι) ήταν κλειστό εκείνο το βράδυ, αναγκάζοντας μας να βρούμε αλλού θαλπωρή προκειμένου να συνεχίσουμε σ’ ένα εξίσου ωραίο μπαρ (Save) στη Λιστόν, ευτυχώς με κανονική ένταση στη μουσική και δυνατές ροκιές.
Η κοπέλα που παντρευόταν και ξέρει απ’ την καλή και την ανάποδη το ποιόν μου με είχε προειδοποιήσει: «Υπάρχει κι ένα after μπαράκι στη παλιά πόλη με κωδική ονομασία που κρατάει μέχρι το πρωί, μη τυχόν και πας, θα χάσεις το γάμο».
Καλύτερα να μου έλεγε «πήγαινε», πιο πολλές πιθανότητες υπήρχαν να μη το ψάξω καθόλου, οπότε καλά ξημερώματα. Κυριολεκτικά…
Η πτήση εξελίσσονταν πολύ ήσυχα, όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι έχουμε πάρει καθοδική πορεία, βλέποντας αρχικά την Αδριατική και τις ακτές της Αλβανίας, αλλά και στη συνέχεια ένα νησί, που σχεδόν αμέσως κατάλαβα περί τίνος πρόκειται:

Διαπόντια νησιά – διακαής πόθος, από τους λίγους που μου ΄χουν μείνει πλέον στη νησιωτική Ελλάδα. Στο πλάνο μου από το παράθυρο ήταν όλα ξεκάθαρα. Οθωνοί, Ερρεικούσα, Μαθράκι & στο βάθος Κέρκυρα:

Η πτητική πορεία έφτανε μέχρι την κάτω πλευρά του νησιού στρίβοντας πάνω από τη Λίμνη Κορισσίων και τη Λευκίμη, με το αεροσκάφος να παίρνει θέση για προσγείωση παράλληλα απ’ τις Μπενίτσες, αντικρύζοντας τα τρισάθλια κατά τη γνώμη μου κτήρια των ξενοδοχειακών μονάδων που πάντα αναρωτιέμαι ρητορικά τι δουλειά έχουν σ’ ένα νησί:

Βγήκα αρκετά γρήγορα από το αεροδρόμιο μετά τα διαδικαστικά και αφού τσίμπησα κάτι πρόχειρο διένυσα την απόσταση του 1,5 χιλιομέτρου μέχρι το διαμέρισμα που χα κλείσει με τα πόδια. Είχα σκοπό να ρίξω μια σιέστα για να είμαι φρέσκος το βράδυ, τα τηλέφωνα και τα μηνύματα όμως δε με άφησαν σε ησυχία, έτσι πήρα τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου και βγήκα προς τον κεντρικό πεζόδρομο που ξεκινάει περίπου από το τέρμα των λεωφορείων μπαίνοντας λίγο μετά στην παλιά πόλη. 28η και αρκετά εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά λόγω αργίας, όχι όμως λόγω σεζόν που κρατούσε ακόμα κανονικότατα:


Να και μια εκδρομή που δεν είχα περιέργεια του τι περιμένω να δω. Βρισκόμουν στην Κέρκυρα για 5η φορά, έχοντας επισκεφθεί το νησί και την πόλη κυρίως όλες τις εποχές (πλέον και φθινόπωρο) και με όλους τους πιθανούς τρόπους.
Προχώρησα στον πεζόδρομο που οδηγεί στα ενδότερα της παλιάς πόλης φωτογραφίζοντας:

Το μυαλό έκανε -υποσυνείδητα ίσως- και τη σύνδεση/σύγκριση με την Ιταλία από την οποία προερχόμουν, ειδικότερα όσο έμπαινα ανάμεσα στα Καντούνια:

Σημεία κλειδιά όπως η μικρή πλατεία και ο ναός της παναγίας των ξένων, μου ήταν αρκετά οικεία και πρόσφατα, καθώς την τελευταία φορά το Φλεβάρη του 2017 είχα αλωνίσει αρκετά την πρωτεύουσα του νησιού:


Δίχως να το καταλάβω έφτασα στη μεγαλύτερη πλατεία της Ελλάδας και απ’ όσο νομίζω των Βαλκανίων, αυτή της Σπιανάδας, ξακουστή μεταξύ πολλών άλλων για τα έθιμα του Πάσχα που λαμβάνουν χώρα εκεί:


Έμεινα λίγο για μια ανάσα σ’ ένα παγκάκι μπροστά απ’ το παλιό φρούριο της πόλης,

πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής προς τον πεζόδρομο, προκειμένου να συναντήσω σ’ ένα ταβερνείο φίλους που ερχόταν από Θεσσαλονίκη, να πιούμε τις μπύρες μας και να οργανωθούμε:


Η βαβούρα στην πολυκατοικία δε μ’ άφησε να κλείσω μάτι, έτσι στις δέκα ήμουν και πάλι στο δρόμο, κατεβαίνοντας σ’ ένα μπαράκι της παλιάς πόλης όπου θα συναντιόμουν με το ζευγάρι και ακόμα περισσότερους φίλους και φίλες:

Ήπιαμε τα ποτά μας, μιλήσαμε, χαρήκαμε, σε συνθήκες όμως πολύ περίεργες για Ελλάδα καθώς μια πρόσφατη νομοθεσία είχε απαγορεύσει τη μουσική στα καταστήματα εστίασης, γεγονός απείρως ξενέρωτο:

Ακόμα πιο ξενέρωτο ήταν ότι το αγαπημένο μου μπαρ της πόλης (Κουρδιστό πορτοκάλι) ήταν κλειστό εκείνο το βράδυ, αναγκάζοντας μας να βρούμε αλλού θαλπωρή προκειμένου να συνεχίσουμε σ’ ένα εξίσου ωραίο μπαρ (Save) στη Λιστόν, ευτυχώς με κανονική ένταση στη μουσική και δυνατές ροκιές.

Η κοπέλα που παντρευόταν και ξέρει απ’ την καλή και την ανάποδη το ποιόν μου με είχε προειδοποιήσει: «Υπάρχει κι ένα after μπαράκι στη παλιά πόλη με κωδική ονομασία που κρατάει μέχρι το πρωί, μη τυχόν και πας, θα χάσεις το γάμο».
Καλύτερα να μου έλεγε «πήγαινε», πιο πολλές πιθανότητες υπήρχαν να μη το ψάξω καθόλου, οπότε καλά ξημερώματα. Κυριολεκτικά…
Last edited: