psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.051
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Κεφάλαιο 4 – Λίγο ακόμα και φύγαμε
Χρόνος υπήρχε, όχι όμως άπειρος καθώς έπρεπε να προλάβω κι ένα λεωφορείο. Παραδόξως αισθανόμουν αρκετά ικανοποιημένος από την παρουσία μου στη Βενετία, παρόλο που είχα κλείσει σκάρτα ένα 24ωρο ως τότε:
Προχώρησα και πάλι στα στενάκια χαζεύοντας τον κόσμο που έτρωγε, είτε σε εστιατόρια, είτε προτιμότερα στις πλατφόρμες μπροστά στα καναλάκια, νιώθοντας επίσης μια υποψία πείνας:
Έτσι μόλις έπεσα πάνω σε πιτσαρία σταμάτησα σχεδόν μηχανικά. Salami με ρωτάει κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω; Σαλάμι του απαντάω χωρίς να το πολυσκεφτώ:
Με το κομμάτι στο χέρι λοιπόν που παραήταν πικάντικο βολτάρω και φωτογραφίζω εκείνο το σημείο της πόλης:
Έχω φτάσει στο Cannaregio, με ένα από τα τελευταία αξιοθέατα του χάρτη μου, την εκκλησία του 15ου αιώνα Santa Maria dei Miracoli, καταλαβαίνοντας πλέον αρκετά καλά ότι ο χάρτης ξεγελάει, με τις αποστάσεις να φαίνονται πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι πραγματικά είναι:
Ξεκίνησα να γυρίζω προς τα πίσω, αφήνοντας αυτό το ήσυχο και πολύ όμορφο διαμέρισμα της πόλης:
Αρνούμενος να υποκύψω ξανά στον πειρασμό, κάτι που εν τέλει θα το πλήρωνα:
Δίχως να το καταλάβω, έφτασα για άλλη μια φορά ως την πλατεία του Αγίου Μάρκου, έχοντας την ευκαιρία να τη δω και να την απαθανατίσω ηλιόλουστη:
Μαζί και τις περίφημες κολόνες της, με πολύ καλύτερη πλέον λήψη:
Τα στενάκια περιμετρικά της πλατείας ενδείκνυνται για άραγμα σε κάποιο από τα πολλά εστιατόρια, δεν ήταν όμως αυτό που έψαχνα:
Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκα στο πρώτο μπαρ που μου γυάλισε, χωμένο σε ένα παράλληλο δρόμο, παραγγέλνοντας αμέσως ένα Αμερικάνο.
Βλέπω τον τύπο να πιάνει το μεγάλο φλυτζάνι του εσπρέσο, με το βλέμμα απορίας να σχηματίζεται στο πρόσωπο μου κάνοντας αμέσως κίνηση να τον σταματήσω. Μα ποιος πίνει καφέ μεσημεριάτικα στη Βενετία, είναι δυνατόν;
*(Cocktail Americano: Campari, Vermouth, Soda)
Δειλά – δειλά παίρνω το δρόμο της επιστροφής, μετά το πολύ ευχάριστο διάλειμμα, ο οποίος περνάει από την άλλη πλευρά της γέφυρας των στεναγμών:
Αλλά και από τον εμπορικό πεζόδρομο S. Moise με την πλατεία Santo Stefano στο τέλος του, σ’ ένα δρομολόγιο που θα έλεγα ότι μου ήταν οικείο:
Πάλι στάση; Μα είμαστε σοβαροί; Φυσικά, ποιος μπορεί ν’ απαρνηθεί μια Moretti με τέτοια θέα; Εξάλλου από αξιοθέατα ήμουν κομπλέ, κάλυψα στο 100% τη λίστα μου, το μόνο που έμενε ήταν να διασκεδάσω τις τελευταίες αυτές στιγμές:
Βιασύνη δεν υπήρχε βλέπετε ιδιαίτερη, έτσι κινούμουν στο δρόμο της επιστροφής προσπαθώντας να περάσω από διαφορετικό δρομολόγιο για να δω όσα περισσότερα. Μάσκα μια φορά δεν αγόρασα, αν και θα το ήθελα τώρα που το σκέφτομαι:
Ένα δρομολόγιο που περνούσε όμως και πάλι από την Santa Margherita, γεμάτη κόσμο που απολάμβανε τον τέλειο καιρό στα λιγοστά παγκάκια και τα καφέ της:
Ε να μη σκοτώσω κι ένα μισάωρο στο Margaret DuChamp; Να τους προσβάλω και να μη πιώ την IPA τους; Δε κάνει:
Με αξιοθαύμαστη συνέπεια μπήκα στο ξενοδοχείο προκειμένου να πάρω το σακιδιάκι που είχα για φύλαξη στη reception, προτού συνεχίσω προς την Piazzale Roma με τα άπειρα σουβενιράδικα στην αρχή της, περνώντας για τελευταία φορά κάποιο κανάλι, συγκεκριμένα του Rio Novo:
Εδώ καταλήγουν και τα περισσότερα λεωφορεία, όχι ωστόσο αυτό που ήθελα εγώ, με αποτέλεσμα να πρέπει να περπατήσω κοντά στα 2 χιλιόμετρα για να φτάσω στο Tronchetto. Ψιλοπράγματα:
Αυτή είναι και η γέφυρα που συνδέει την πόλη του Mestre με το νησί:
Το Flixbus περίμενε τους επιβάτες του, σ’ έναν άθλιο χώρο, δίχως σκέπαστρο ή τουαλέτες. Περπάτησα αναγκαστικά μέχρι το τέλος και τον επιβατικό σταθμό των ferries, βρίσκοντας ευτυχώς νερό, τουαλέτα (επί πληρωμή 1€ παρακαλώ), αλλά όχι κάτι φαγώσιμο, γεγονός που με προβλημάτισε για το επερχόμενο δρομολόγιο.
Στις 6:10 αναχωρήσαμε βλέποντας το σούρουπο από το παράθυρο του λεωφορείου. Άφηνα τη Βενετία με άσχημες εικόνες από τα εργοστάσια της νέας πόλης,
αλλά με τις καλύτερες των εντυπώσεων…
Χρόνος υπήρχε, όχι όμως άπειρος καθώς έπρεπε να προλάβω κι ένα λεωφορείο. Παραδόξως αισθανόμουν αρκετά ικανοποιημένος από την παρουσία μου στη Βενετία, παρόλο που είχα κλείσει σκάρτα ένα 24ωρο ως τότε:

Προχώρησα και πάλι στα στενάκια χαζεύοντας τον κόσμο που έτρωγε, είτε σε εστιατόρια, είτε προτιμότερα στις πλατφόρμες μπροστά στα καναλάκια, νιώθοντας επίσης μια υποψία πείνας:


Έτσι μόλις έπεσα πάνω σε πιτσαρία σταμάτησα σχεδόν μηχανικά. Salami με ρωτάει κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω; Σαλάμι του απαντάω χωρίς να το πολυσκεφτώ:

Με το κομμάτι στο χέρι λοιπόν που παραήταν πικάντικο βολτάρω και φωτογραφίζω εκείνο το σημείο της πόλης:


Έχω φτάσει στο Cannaregio, με ένα από τα τελευταία αξιοθέατα του χάρτη μου, την εκκλησία του 15ου αιώνα Santa Maria dei Miracoli, καταλαβαίνοντας πλέον αρκετά καλά ότι ο χάρτης ξεγελάει, με τις αποστάσεις να φαίνονται πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι πραγματικά είναι:

Ξεκίνησα να γυρίζω προς τα πίσω, αφήνοντας αυτό το ήσυχο και πολύ όμορφο διαμέρισμα της πόλης:


Αρνούμενος να υποκύψω ξανά στον πειρασμό, κάτι που εν τέλει θα το πλήρωνα:

Δίχως να το καταλάβω, έφτασα για άλλη μια φορά ως την πλατεία του Αγίου Μάρκου, έχοντας την ευκαιρία να τη δω και να την απαθανατίσω ηλιόλουστη:

Μαζί και τις περίφημες κολόνες της, με πολύ καλύτερη πλέον λήψη:

Τα στενάκια περιμετρικά της πλατείας ενδείκνυνται για άραγμα σε κάποιο από τα πολλά εστιατόρια, δεν ήταν όμως αυτό που έψαχνα:

Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκα στο πρώτο μπαρ που μου γυάλισε, χωμένο σε ένα παράλληλο δρόμο, παραγγέλνοντας αμέσως ένα Αμερικάνο.
Βλέπω τον τύπο να πιάνει το μεγάλο φλυτζάνι του εσπρέσο, με το βλέμμα απορίας να σχηματίζεται στο πρόσωπο μου κάνοντας αμέσως κίνηση να τον σταματήσω. Μα ποιος πίνει καφέ μεσημεριάτικα στη Βενετία, είναι δυνατόν;

*(Cocktail Americano: Campari, Vermouth, Soda)
Δειλά – δειλά παίρνω το δρόμο της επιστροφής, μετά το πολύ ευχάριστο διάλειμμα, ο οποίος περνάει από την άλλη πλευρά της γέφυρας των στεναγμών:

Αλλά και από τον εμπορικό πεζόδρομο S. Moise με την πλατεία Santo Stefano στο τέλος του, σ’ ένα δρομολόγιο που θα έλεγα ότι μου ήταν οικείο:


Πάλι στάση; Μα είμαστε σοβαροί; Φυσικά, ποιος μπορεί ν’ απαρνηθεί μια Moretti με τέτοια θέα; Εξάλλου από αξιοθέατα ήμουν κομπλέ, κάλυψα στο 100% τη λίστα μου, το μόνο που έμενε ήταν να διασκεδάσω τις τελευταίες αυτές στιγμές:


Βιασύνη δεν υπήρχε βλέπετε ιδιαίτερη, έτσι κινούμουν στο δρόμο της επιστροφής προσπαθώντας να περάσω από διαφορετικό δρομολόγιο για να δω όσα περισσότερα. Μάσκα μια φορά δεν αγόρασα, αν και θα το ήθελα τώρα που το σκέφτομαι:


Ένα δρομολόγιο που περνούσε όμως και πάλι από την Santa Margherita, γεμάτη κόσμο που απολάμβανε τον τέλειο καιρό στα λιγοστά παγκάκια και τα καφέ της:


Ε να μη σκοτώσω κι ένα μισάωρο στο Margaret DuChamp; Να τους προσβάλω και να μη πιώ την IPA τους; Δε κάνει:

Με αξιοθαύμαστη συνέπεια μπήκα στο ξενοδοχείο προκειμένου να πάρω το σακιδιάκι που είχα για φύλαξη στη reception, προτού συνεχίσω προς την Piazzale Roma με τα άπειρα σουβενιράδικα στην αρχή της, περνώντας για τελευταία φορά κάποιο κανάλι, συγκεκριμένα του Rio Novo:

Εδώ καταλήγουν και τα περισσότερα λεωφορεία, όχι ωστόσο αυτό που ήθελα εγώ, με αποτέλεσμα να πρέπει να περπατήσω κοντά στα 2 χιλιόμετρα για να φτάσω στο Tronchetto. Ψιλοπράγματα:

Αυτή είναι και η γέφυρα που συνδέει την πόλη του Mestre με το νησί:

Το Flixbus περίμενε τους επιβάτες του, σ’ έναν άθλιο χώρο, δίχως σκέπαστρο ή τουαλέτες. Περπάτησα αναγκαστικά μέχρι το τέλος και τον επιβατικό σταθμό των ferries, βρίσκοντας ευτυχώς νερό, τουαλέτα (επί πληρωμή 1€ παρακαλώ), αλλά όχι κάτι φαγώσιμο, γεγονός που με προβλημάτισε για το επερχόμενο δρομολόγιο.

Στις 6:10 αναχωρήσαμε βλέποντας το σούρουπο από το παράθυρο του λεωφορείου. Άφηνα τη Βενετία με άσχημες εικόνες από τα εργοστάσια της νέας πόλης,

αλλά με τις καλύτερες των εντυπώσεων…
Last edited: