psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.042
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- 2005 – Kέρκυρα
- 2006 – Σαντορίνη
- 2007 – Χανιά
- 2008 – Ναύπλιο
- 2009 – Σύρος
- 2010 – Ρόδος
- 2011 – Χίος
- 2012 – Σάμος
- 2013 – Καλαμάτα
- 2014 – Άνδρος
- 2015 – Ύδρα
- 2016 – Τήνος & Μύκονος
- 2017 – Λέσβος
- 2018 – Μονεμβασιά (& ολίγον από Ναύπλιο)
- 2019 – Ναύπακτος & Δελφοί
- Βαθμολόγηση
- Σβήσιμο – Αντί επιλόγου
- 2022 (ή 2020 vol.3) Λακωνική Μάνη & Καλαμάτα
- 2023 - Κεφαλονιά
- 2024 – Αίγινα & Πόρος
2022 (ή 2020 vol.3) Λακωνική Μάνη & Καλαμάτα
Την απόφαση μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις και ειλημμένη από καιρό, μιας και ο στόχος για τη συγκεκριμένη περιοχή όχι απλά είχε συζητηθεί, αλλά είχε κλειστεί και το 2021, σε ένα ακόμα ταξίδι που πήγε περίπατο λόγω περιορισμών.
Βέβαια όταν αντιληφθήκαμε ότι η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί απρόσκοπτα (έμεινε η φοβία) όπως και ότι μετά από καιρό θα είμαστε 5άδα, έπεσαν διάφορες προτάσεις στο τραπέζι, από νησιά μέχρι και άλλους οδικούς προορισμούς. Ήρθε και η αγαπημένη μας aegeaan να αλλάξει για άλλη μια φορά τα πλάνα και τις ώρες πτήσης του Θεσσαλονίκη-Καλαμάτα, δημιουργώντας μας μεγαλύτερο προβληματισμό.
Ένας προβληματισμός βέβαια που λύθηκε με την απλή ατάκα «Αφού Πάσχα σαν αυτό της Πελοποννήσου δεν έχει, θα τα βρούμε» δίνοντας οριστικό τέλος στη κουβέντα ένα μήνα πριν, οριοθετώντας μια εκδρομή που την είχαμε απωθημένο, όσο ανορθόδοξα κι αν βγήκε αυτή. Είπαμε, σα το Πάσχα δεν έχει!
Μεγάλη Παρασκευή
Ξύπνημα στις 5 το χάραμα, ραντεβού στις 6 στο αεροδρόμιο Μακεδονία, πτήση στις 7 για Αθήνα και τελική συγκέντρωση της ομάδας, παραλαβή αυτοκινήτου και καφέδων, με το ρολόι να γράφει 8:30 την ώρα που βγήκαμε στην Εθνική, ελπίζοντας να μη συναντήσουμε μεγάλη κίνηση. Βέβαια με την ελπίδα μείναμε, καθώς έχω την εντύπωση ότι 2 χρόνια μετά, η μισή Αθήνα αποφάσισε να κατέβει στη Πελοπόννησο, οπότε φάγαμε αρκετή ταλαιπωρία και σημειωτόν σχεδόν ως τη Κόρινθο.
Με μια μικρή στάση για ξεμούδιασμα, μπήκαμε στο Γύθειο μετά τη 1 το μεσημέρι, κάνοντας έτσι τη πρώτη παράκαμψη/στάση πριν το τελικό μας προορισμό:
Πολύ ωραίες οι εικόνες της μικρής πόλης, με τον καιρό να είναι τέρμα ηλιόλουστος και τον κόσμο να έχει ξεχυθεί στα καφέ και τα μεζεδοπωλεία της περιοχής:
Οφείλω να πω όμως ότι δεν μας έβγαλε κάτι περισσότερο από μια σύντομη στάση, μια γρήγορη μπυρίτσα και μια βόλτα με τα πόδια στη παραλιακή, βλέποντας παράλληλα και τα έθιμα που ετοιμάζονταν λόγω μεγάλης Παρασκευής:
Συνεχίσαμε απτόητοι τη διαδρομή ως την Αρεόπολη που ήταν και το μέρος διαμονής μας, μια διαδρομή που μισή ώρα μετά έφτασε επιτέλους στο τέλος της. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε λίγο τα δωμάτια αν και ήταν σε τρομερά κεντρικό σημείο, παραλάβαμε κι αφού αφήσαμε τα πράγματα όπως – όπως, μπαίνοντας και πάλι στο αυτοκίνητο για ένα πολύ σύντομο δρόμο αυτή τη φορά. Το γειτονικό πανέμορφο και πετρόχτιστο Λιμένι που τόσες και τόσες φωτογραφίες του έχω δει, ήταν επιτέλους και στο φακό της δικής μου μηχανής:
Παρκάραμε το θηρίο εντός του οικισμού και ακολουθήσαμε τη περαντζάδα του μικρού οικισμού, αγνοώντας επιδεικτικά τις σειρήνες του ανοιχτού μπαρ ψάχνοντας φαγητό:
Η ταμπέλα με τις χελώνες μου θύμισε αμέσως το Καστελλόριζο, στο σημείο που το καλοκαίρι πολύς κόσμος κάνει τις βουτιές του, απέναντι από τις γεμάτες ψαροταβέρνες του Λιμενίου:
Βγάλαμε και βγήκαμε τις φωτογραφίες μας, ατενίζοντας τον όμορφο κόλπο:
Κι αφού από κοινού αποφασίσαμε πως δε μας κάνει κάτι το κλικ, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για Αρεόπολη:
Αυτή τη φορά δεν έκανα το λάθος να παρκάρω εκτός, μιας και το κατάλυμα διέθετε μεγάλη αυλή, οπότε με ανέλπιστη χαρά άφησα επιτέλους από τα χέρια μου το τιμόνι για τη συγκεκριμένη μέρα και βγήκα να γνωρίσω ακόμα ένα πολύ σπουδαίο, πανέμορφο και ιστορικό χωριό, από τα κεντρικότερα της Λακωνικής Μάνης:
Δε χρειάζεται νομίζω να περιγράψω και πολύ την ομορφιά της υπόθεσης. Η Αρεόπολη είναι από τα μέρη που σου κάνουν κατευθείαν το κλικ, διατηρώντας ευτυχώς αναλλοίωτο το χαρακτήρα της:
Άφησα τους υπόλοιπους να στρωθούν και με τη μηχανή ανά χείρας έκανα μια μικρή βόλτα να εξασκήσω το χόμπι μου:
Έφτασα μέχρι τη πλατεία, με το άγαλμα του διάσημου Αρεοπολίτη και οπλαρχηγού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη:
Κατεβαίνοντας ξανά το υπέροχο πεζόδρομο, φτάνοντας τον ως το τέλος του:
Η ιστορική διάσταση της Αρεόπολης και συνολικά της Μάνης φαίνεται σε κάθε σου βήμα, όπως στην ιστορική πλατεία της έναρξης της επανάστασης του 21:
Η ομορφιά του τόπου με είχε ήδη σαγηνεύσει, βολτάροντας ασταμάτητα και φωτογραφίζοντας τα υπέροχα δρομάκια και τις πλατείες, με αρκετό κόσμο να βολτάρει επίσης και να γευματίζει:
Γύρισα λίγη ώρα μετά βρίσκοντας τους άλλους έτοιμους, με τα τσίπουρα να έχουν ήδη γεμίσει τα ποτήρια και τους μεζέδες να πλασάρονται αρμονικά. Ωραία επιλογή!
Βέβαια το τσίπουρο πρέπει να καθαρίζει και να ξεπλένει, οπότε το αγαπημένο σπορ έδωσε τη θέση του σ’ αυτό λίγο μετά, πριν την απόσυρση μας στα δωμάτια για σιέστα:
Η κούραση και η ταλαιπωρία ήταν τεράστια, ωστόσο το συναίσθημα ήταν αυτό που κέρδιζε, ζώντας τόσο οικίες αλλά και τόσο στερημένες παράλληλα καταστάσεις.
Όσοι είχαν αντοχή ακολούθησαν τον επιτάφιο στα πολύ όμορφα στενά του Μανιάτικου οικισμού:
Οι υπόλοιποι δώσαμε ραντεβού πιο αργά, με τις νυχτερινές εικόνες να δίνουν σχεδόν μαγική διάσταση στο μέρος. Τα μαγαζάκια ήταν κατακλυσμένα από κόσμο, σε ένα ακόμα «έθιμο» της Μεγάλης Παρασκευής:
Πιάσαμε εξωτερικό σταντ σε μια μπυραρία δίχως μπύρες (ασχολίαστο!) οπότε να ναι καλά τα ποτά, φεύγοντας μετά τις 12 για να τσεκάρουμε την υπόλοιπη νυχτερινή ζωή της Αρεόπολης:
Κάναμε ένα πέρασμα από όλα τα μπαράκια ως οφείλαμε, καταλήγοντας όπως είναι λογικό τέτοια μέρα στο αφτεράδικο της περιοχής, πηγαίνοντας για ύπνο μετά τις 5.
Ωραία πράγματα!
Μεγάλο Σάββατο
Κινητοποιηθήκαμε αρκετά νωρίς για τα δεδομένα μας, τρώγοντας εκπληκτικό πρωινό από το παραδοσιακό φούρνο μαζί με ελληνικό καφέ στο δωμάτιο.
Το σπήλαιο του Διρού αποτελούσε ταξιδιωτικό απωθημένο από το 2013 ακόμα που ήρθαμε στη περιοχή. Βέβαια ο περιορισμός της επίσκεψης σε 300 μέτρα πορείας μόνο σε συνδυασμό με το υψηλό εισιτήριο που δεν άλλαξε τιμή (ωραίο Ελληνικό φαινόμενο) μας απέτρεψε την είσοδο μετά από απόφαση βάσει λογικής, οπότε αρκεστήκαμε σε μια φωτογραφία και αναχώρηση:
Ο Γερολιμένας ήταν από τα μέρη της λίστας μας και η συνέχεια μας για την επόμενη στάση:
Ωραίο χωριουδάκι με βοτσαλωτή παραλία, ωστόσο χωρίς να έχουν ανοίξει όλες οι υποδομές του λόγω Πάσχα:
Δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ να βρούμε ελεύθερο τραπέζι, κάτι που καταφέραμε με κόπο και αναβολές μια ώρα μετά, προκειμένου να πιούμε ένα καφέ που είχαμε ανάγκη. Η καταπληκτική θέα του κόλπου ωστόσο μας αποζημίωσε:
Συνέχεια στους στριφογυριστούς δρόμους της Μάνης, με τις στάσεις για φωτογραφία στο δρόμο να είναι ουκ ολίγες, βλέποντας τους παραδοσιακούς πύργους της περιοχής και τους οικισμούς που συναντάει κανείς κάθε λίγα χιλιόμετρα:
Βέβαια αυτός που κλέβει τη παράσταση δεν είναι άλλος από το εντυπωσιακό πετρόχτιστο χωριό της Βάθειας, επόμενο αξιοθέατο της λίστας μας:
Ότι και να πει κανείς γι’ αυτό το μέρος με την εντυπωσιακή θέα είναι λίγο πραγματικά:
Αφήσαμε το αμάξι λίγο μετά το χωριό, βγήκαμε τις φωτογραφίες μας και κατεβήκαμε να το περπατήσουμε:
Οι εντυπώσεις ήταν άριστες και η βόλτα σε ένα τέτοιο μέρος πάντα φέρνει συγκινήσεις, ωστόσο υπήρχε διάχυτη και μια εικόνα εγκατάλειψης:
Έχω την εντύπωση πως η Βάθεια θα μπορούσε να είναι Μονεμβασιά νο2 όσον αφορά τουλάχιστον το κομμάτι του χωριού, μιας και μου τη θύμισε έντονα, ωστόσο κάτι τέτοιο απείχε πολύ από τη πραγματικότητα.
Η έλλειψη ζωής και κάποιου ταβερνείου για μεσημεριανό μας οδήγησε στην επόμενη στάση της ημέρας, φτάνοντας λίγο μετά στο Πόρτο Κάγιο, στο πιο νότιο σημείο απ΄ όσο ξέρω της ηπειρωτικής Ευρώπης:
Το όμορφο ψαροχώρι και φυσικό λιμάνι μας καλούσε στα φιλόξενα τραπέζια του, με τον ήλιο να πέφτει πάνω του αλλά και το κρύο αέρα να μη βοηθάει και τόσο, κάτι που ουδόλως μας απασχολούσε όμως:
Το καλύτερο τραπέζι της εκδρομής στρώθηκε εκεί, με παγωμένες μπύρες και εκλεκτούς θαλασσινούς μεζέδες:
Ήταν η στιγμή που ένιωθα επιτέλους το ξεχωριστό συναίσθημα του Πάσχα, αναλλοίωτο 17 χρόνια τώρα παρά τις αντιξοότητες των τελευταίων δύο. Δεν είναι ότι έλειψαν συνολικά τα ταξίδια, είναι ότι έλειψε το συγκεκριμένο, κάτι που καταλάβαινα πολύ καλά πλέον.
Λίγο πριν τις 6 αναχωρήσαμε, μιας και μας χώριζαν περίπου 45 λεπτά δρόμου ως την Αρεόπολη. Δε κρίναμε σκόπιμο να κάνουμε τέτοια εποχή το γύρο του ποδιού, έτσι επιστρέψαμε στα όμορφα πέτρινα σοκάκια που ήδη είχαμε αγαπήσει:
Μεγάλο Σάββατο και μετά το εξαιρετικό μεσημεριανό φαγητό είναι αμαρτία να μην ακολουθήσουν 2-3 ποτά και μερικές μπυρίτσες για το καλό. Όλοι το ξέρουν αυτό:
Μείναμε ως το σούρουπο αλλάζοντας κλασσικά 2-3 μπαράκια, εξασκώντας παράλληλα το φωτογραφικό μου ψώνιο:
Νομίζω ότι αυτή είναι η καλύτερη ώρα για κάτι τέτοιο, με το ατμοσφαιρικό στοιχείο να είναι ιδιαίτερα έντονο:
Οι προετοιμασίες για την ανάσταση είχαν ήδη ξεκινήσει, όταν γύρω στις 9 επιστρέψαμε στα δωμάτια μας:
Βγήκα σαν γνήσιος Έλληνας γύρω στις 11:50, με τη πολυκοσμία να είναι έντονη και τη πρόσβαση στην Εκκλησία αδύνατη:
Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν ξεκινήσει νωρίτερα πιάνοντας καλύτερο πόστο, εγώ από τη θέση που ήμουν απλά χάζευα τον κόσμο και τα πυροτεχνήματα με τα -ευτυχώς- λίγα βαρελότα. Είπαμε ότι και να γίνει η ηλιθιότητα είναι ανίκητη:
Πάνω που αναρωτιόμουν αν τα smartphone είναι περισσότερα από τις λαμπάδες, είδα τους άλλους που είχαν πιάσει ήδη πόστο και σερβίριζαν τα πρώτα:
Ήταν ένα μέτριο βράδυ μεγάλου Σαββάτου που άρχισε να στρώνει κάπως μετά τις τέσσερις, με τη μουσική να είναι απάλευτη όπως συμβαίνει πολλές φορές τέτοια μέρα. Να πω βέβαια ότι μας ένοιαζε θα πω ψέματα…
Κυριακή του Πάσχα
Ακόμα μια μέρα με φυσιολογικό ξύπνημα, καφεδάκι και πρωινό. Ευχαριστήσαμε τους ιδιοκτήτες και αναχωρήσαμε γύρω στις 12 μιας και είχαμε αρκετά δύσκολο δρόμο να διανύσουμε. Αφήσαμε πίσω την Αρεόπολη και κάναμε στάση πάνω από το Λιμένι για φωτογραφίες:
Το Οίτυλο που βρέθηκε στο δρόμο μας δε μας προκάλεσε καμία αίσθηση για στάση, έτσι αποφασίσαμε να το πάρουμε σερί οδηγώντας ακατάπαυστα στο νομό Μεσσηνίας πλέον και τους δύσκολους δρόμους του.
Περισσότερο από μια ώρα μετά και αφού κατεβήκαμε επιτέλους το βουνό, έβγαλα φλας αριστερά μόλις είδα τη ταμπέλα με το όνομα Στούπα. Άλλος κόσμος εκεί και άλλος εντελώς καιρός, με το καλοκαίρι να έχει φτάσει πρόωρα:
Ήμασταν πολύ χαρούμενοι καθώς οι τρεις από τους πέντε επιστρέφαμε σ’ αυτό το μέρος 9 χρόνια μετά, κάτι που μας άφηνε πολύ ωραία αίσθηση:
Οι ταβέρνες είχαν ήδη ξεκινήσει τη προετοιμασία τους λόγω της ημέρας, εμείς όμως κινηθήκαμε παραλιακά για ένα καφεδάκι στο πολύ όμορφο μπαρ πάνω στο βράχο, κάτι που χρειαζόμασταν οπωσδήποτε:
Περασμένες τέσσερις και μετά από μια ώρα δρόμου ακόμη παραλαμβάναμε τα κλειδιά του διαμερίσματος στη Καλαμάτα, βγαίνοντας βόλτα στην άδεια και ζεστή πόλη:
Θα έπαιρνα σχεδόν όρκο ότι δεν έχω ξαναπάει εκεί, μέχρι που είδα τη πλατεία κι άρχισαν να έρχονται οι αναμνήσεις η μία μετά την άλλη:
Ήταν αδύνατο να βρούμε κάτι ανοιχτό στο κέντρο, έτσι μετά από αρκετό ψάξιμο βρήκαμε ένα ψιλικατζίδικο για να πάρουμε μπυρίτσες και να ξεκινήσουμε με τα πόδια προς τη παραλία, σε αναζήτηση ταβέρνας. Ο δρόμος μας πέρασε μέσα από το πάρκο σιδηροδρόμων:
Το μέρος ήταν πανέμορφο και πολύ δροσερό, με αρκετό κόσμο να κάνει τη βόλτα του και να κάθεται στο αναψυκτήριο του πάρκου:
Αρκετά λεπτά μετά φτάσαμε και στη παραλία της πόλης περπατώντας την και βρίσκοντας ευτυχώς μέρος για φαγητό, την ίδια ώρα που πολύς κόσμος έκανε το μπάνιο του στη θάλασσα!
Η ώρα ήταν περίεργη καθώς κόντευε σχεδόν 6 το απόγευμα, έτσι στρωθήκαμε παίρνοντας τα πρώτα αναμένοντας τις σούβλες που ευτυχώς δεν άργησαν πολύ:
Η εικόνα που αντικρύσαμε κατά την επιστροφή μας ήταν εντελώς διαφορετική από το μεσημέρι, με σχεδόν όλη τη πόλη να κυκλοφορεί στους δρόμους και να έχει κατακλύσει τα καταστήματα της πλατείας:
Ο χρόνος μας ήταν ιδιαίτερα περιορισμένος και μετρούσε πλέον αντίστροφα, έτσι κινήσαμε σύντομα τις διαδικασίες, βγαίνοντας και πάλι έξω μετά τις 11. Τώρα άρχισαν να έρχονται ακόμα περισσότερες αναμνήσεις από τη προηγούμενη εκδρομή, παραδόξως (ή και όχι) βραδινές:
Η γωνία στο Μπαρ του Ροδανθού στο γνωστό πεζόδρομο περίμενε καρτερικά εκείνο το βράδυ λες και ήταν προορισμένη για εμάς.
Επιτέλους σοβαρή μουσική. Επιτέλους Μάμος & Νύμφη βαρέλι. Επιτέλους μπαρ:
Οι ώρες κυλούσαν ευχάριστα με μουσικάρες και ποτά, αλλά και σφηνάκια όταν άκουσα αγαπημένα τραγούδια των Maiden. Αρκετή ώρα μετά και με τη βοήθεια φωτογραφιών θυμηθήκαμε ότι το συγκεκριμένο μπαρ αποτελούσε στέκι και στη προηγούμενη εκδρομή, κάτι που μόλις αντιλήφθηκε ο ιδιοκτήτης έβγαλε κι αυτός με τη σειρά του μια γύρα.
Φυσικά δε γίνεται να φτάσει κανείς ως εκεί και να μη κάνει και ένα μπάσιμο στο διπλανό Κύτταρο, έναν καταπληκτικό χώρο που αποτελεί το τρίτο παρακαλώ τη τάξει whisky bar στην Ελλάδα, κάτι που αποδεικνύει η εκπληκτική κάβα με τις αμέτρητες εκλεκτές ετικέτες του:
Το παράδοξο βέβαια για ένα τέτοιο ναό δεν είναι μόνο ότι βρίσκεται στη Καλαμάτα, αλλά ότι έχει επιλέξει κι ένα δύσκολο ύφος μουσικής (όταν μπήκα έπαιζε Pantera!) που ίσως του στερούσε κόσμο, κάτι που δε δείχνει παρ’ όλα αυτά να επηρεάζει στο παραμικρό. Μεγάλο μπράβο στα παιδιά!
Με μια βόλτα σε ένα δύο γειτονικά ακόμη μπαράκια, φαγητό αλλά κι έναν απαραίτητο καφέ η ώρα πήγε 5 και μισή, ώρα βάρβαρη που έπρεπε δυστυχώς να αναχωρήσουμε λόγω της πολύ πρωινής πτήσης.
Η απορία μας όταν ακούσαμε την ατάκα 51€ φουλάροντας το αμάξι ήταν έκδηλη, για κοντά 600 χιλιόμετρα επίπονου δρόμου με φορτωμένο αμάξι. Ας είν’ καλά το πετρέλαιο…
Ένα αμάξι που παραδώσαμε στις 6 και μισή στο αεροδρόμιο, δίνοντας έτσι το τέλος σε μια σύντομη αλλά πολύ πετυχημένη Πασχαλινή εκδρομή.
Πάντα τέτοια!
Βαθμολογία εκδρομής
Έθιμα: 7 (Χωρίς κάτι φαντασμαγορικό, αρκεί που το ζεις παραδοσιακά στη Μάνη)
Τιμή/παροχές: 7 (Τίμια πράγματα αν και περίμενα μεγαλύτερο κόστος)
Γαστρονομία: 7 (Όλα καλά κι ωραία χωρίς να υπάρχει παράπονο απ’ οτιδήποτε)
Φιλοξενία-Συμπεριφορά: 6 (Κλειστοί άνθρωποι οι περισσότεροι και δύσκολοι, κάτι που αντιλαμβάνομαι απόλυτα καθώς μιλάμε για χωριό. Στη Καλαμάτα πολύ περισσότερο έξω καρδιά)
Αυθεντικότητα/Ομορφιά: 9 (Άλλου τύπου ομορφιά, άγριο βραχώδες τοπίο, θάλασσα, κάμποι, καστροπολιτείες, ένα όνειρο τι να λέμε)
Νυχτερινή ζωή: 6 (Τίμια πράγματα αν και δεν είχα προσδοκίες για την Αρεόπολη, είναι όμως αρκετά πίσω σε οργάνωση, συμπεριφορά κτλ. Το βαθμό σώζει η Καλαμάτα)
Αξιοθέατα - κοντινά σημεία ενδιαφέροντος: 9 (Ε δε χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω το γιατί, μιλάμε για Πελοπόννησο, έχει τα πάντα)
Μέσος όρος: 7,3 Με το συγκεκριμένο σετάκι να αποτελεί εξαιρετική επιλογή για Πάσχα!
Την απόφαση μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις και ειλημμένη από καιρό, μιας και ο στόχος για τη συγκεκριμένη περιοχή όχι απλά είχε συζητηθεί, αλλά είχε κλειστεί και το 2021, σε ένα ακόμα ταξίδι που πήγε περίπατο λόγω περιορισμών.
Βέβαια όταν αντιληφθήκαμε ότι η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί απρόσκοπτα (έμεινε η φοβία) όπως και ότι μετά από καιρό θα είμαστε 5άδα, έπεσαν διάφορες προτάσεις στο τραπέζι, από νησιά μέχρι και άλλους οδικούς προορισμούς. Ήρθε και η αγαπημένη μας aegeaan να αλλάξει για άλλη μια φορά τα πλάνα και τις ώρες πτήσης του Θεσσαλονίκη-Καλαμάτα, δημιουργώντας μας μεγαλύτερο προβληματισμό.
Ένας προβληματισμός βέβαια που λύθηκε με την απλή ατάκα «Αφού Πάσχα σαν αυτό της Πελοποννήσου δεν έχει, θα τα βρούμε» δίνοντας οριστικό τέλος στη κουβέντα ένα μήνα πριν, οριοθετώντας μια εκδρομή που την είχαμε απωθημένο, όσο ανορθόδοξα κι αν βγήκε αυτή. Είπαμε, σα το Πάσχα δεν έχει!
Μεγάλη Παρασκευή
Ξύπνημα στις 5 το χάραμα, ραντεβού στις 6 στο αεροδρόμιο Μακεδονία, πτήση στις 7 για Αθήνα και τελική συγκέντρωση της ομάδας, παραλαβή αυτοκινήτου και καφέδων, με το ρολόι να γράφει 8:30 την ώρα που βγήκαμε στην Εθνική, ελπίζοντας να μη συναντήσουμε μεγάλη κίνηση. Βέβαια με την ελπίδα μείναμε, καθώς έχω την εντύπωση ότι 2 χρόνια μετά, η μισή Αθήνα αποφάσισε να κατέβει στη Πελοπόννησο, οπότε φάγαμε αρκετή ταλαιπωρία και σημειωτόν σχεδόν ως τη Κόρινθο.
Με μια μικρή στάση για ξεμούδιασμα, μπήκαμε στο Γύθειο μετά τη 1 το μεσημέρι, κάνοντας έτσι τη πρώτη παράκαμψη/στάση πριν το τελικό μας προορισμό:


Πολύ ωραίες οι εικόνες της μικρής πόλης, με τον καιρό να είναι τέρμα ηλιόλουστος και τον κόσμο να έχει ξεχυθεί στα καφέ και τα μεζεδοπωλεία της περιοχής:



Οφείλω να πω όμως ότι δεν μας έβγαλε κάτι περισσότερο από μια σύντομη στάση, μια γρήγορη μπυρίτσα και μια βόλτα με τα πόδια στη παραλιακή, βλέποντας παράλληλα και τα έθιμα που ετοιμάζονταν λόγω μεγάλης Παρασκευής:



Συνεχίσαμε απτόητοι τη διαδρομή ως την Αρεόπολη που ήταν και το μέρος διαμονής μας, μια διαδρομή που μισή ώρα μετά έφτασε επιτέλους στο τέλος της. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε λίγο τα δωμάτια αν και ήταν σε τρομερά κεντρικό σημείο, παραλάβαμε κι αφού αφήσαμε τα πράγματα όπως – όπως, μπαίνοντας και πάλι στο αυτοκίνητο για ένα πολύ σύντομο δρόμο αυτή τη φορά. Το γειτονικό πανέμορφο και πετρόχτιστο Λιμένι που τόσες και τόσες φωτογραφίες του έχω δει, ήταν επιτέλους και στο φακό της δικής μου μηχανής:


Παρκάραμε το θηρίο εντός του οικισμού και ακολουθήσαμε τη περαντζάδα του μικρού οικισμού, αγνοώντας επιδεικτικά τις σειρήνες του ανοιχτού μπαρ ψάχνοντας φαγητό:



Η ταμπέλα με τις χελώνες μου θύμισε αμέσως το Καστελλόριζο, στο σημείο που το καλοκαίρι πολύς κόσμος κάνει τις βουτιές του, απέναντι από τις γεμάτες ψαροταβέρνες του Λιμενίου:


Βγάλαμε και βγήκαμε τις φωτογραφίες μας, ατενίζοντας τον όμορφο κόλπο:


Κι αφού από κοινού αποφασίσαμε πως δε μας κάνει κάτι το κλικ, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για Αρεόπολη:


Αυτή τη φορά δεν έκανα το λάθος να παρκάρω εκτός, μιας και το κατάλυμα διέθετε μεγάλη αυλή, οπότε με ανέλπιστη χαρά άφησα επιτέλους από τα χέρια μου το τιμόνι για τη συγκεκριμένη μέρα και βγήκα να γνωρίσω ακόμα ένα πολύ σπουδαίο, πανέμορφο και ιστορικό χωριό, από τα κεντρικότερα της Λακωνικής Μάνης:

Δε χρειάζεται νομίζω να περιγράψω και πολύ την ομορφιά της υπόθεσης. Η Αρεόπολη είναι από τα μέρη που σου κάνουν κατευθείαν το κλικ, διατηρώντας ευτυχώς αναλλοίωτο το χαρακτήρα της:


Άφησα τους υπόλοιπους να στρωθούν και με τη μηχανή ανά χείρας έκανα μια μικρή βόλτα να εξασκήσω το χόμπι μου:

Έφτασα μέχρι τη πλατεία, με το άγαλμα του διάσημου Αρεοπολίτη και οπλαρχηγού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη:



Κατεβαίνοντας ξανά το υπέροχο πεζόδρομο, φτάνοντας τον ως το τέλος του:



Η ιστορική διάσταση της Αρεόπολης και συνολικά της Μάνης φαίνεται σε κάθε σου βήμα, όπως στην ιστορική πλατεία της έναρξης της επανάστασης του 21:


Η ομορφιά του τόπου με είχε ήδη σαγηνεύσει, βολτάροντας ασταμάτητα και φωτογραφίζοντας τα υπέροχα δρομάκια και τις πλατείες, με αρκετό κόσμο να βολτάρει επίσης και να γευματίζει:


Γύρισα λίγη ώρα μετά βρίσκοντας τους άλλους έτοιμους, με τα τσίπουρα να έχουν ήδη γεμίσει τα ποτήρια και τους μεζέδες να πλασάρονται αρμονικά. Ωραία επιλογή!

Βέβαια το τσίπουρο πρέπει να καθαρίζει και να ξεπλένει, οπότε το αγαπημένο σπορ έδωσε τη θέση του σ’ αυτό λίγο μετά, πριν την απόσυρση μας στα δωμάτια για σιέστα:

Η κούραση και η ταλαιπωρία ήταν τεράστια, ωστόσο το συναίσθημα ήταν αυτό που κέρδιζε, ζώντας τόσο οικίες αλλά και τόσο στερημένες παράλληλα καταστάσεις.
Όσοι είχαν αντοχή ακολούθησαν τον επιτάφιο στα πολύ όμορφα στενά του Μανιάτικου οικισμού:

Οι υπόλοιποι δώσαμε ραντεβού πιο αργά, με τις νυχτερινές εικόνες να δίνουν σχεδόν μαγική διάσταση στο μέρος. Τα μαγαζάκια ήταν κατακλυσμένα από κόσμο, σε ένα ακόμα «έθιμο» της Μεγάλης Παρασκευής:


Πιάσαμε εξωτερικό σταντ σε μια μπυραρία δίχως μπύρες (ασχολίαστο!) οπότε να ναι καλά τα ποτά, φεύγοντας μετά τις 12 για να τσεκάρουμε την υπόλοιπη νυχτερινή ζωή της Αρεόπολης:

Κάναμε ένα πέρασμα από όλα τα μπαράκια ως οφείλαμε, καταλήγοντας όπως είναι λογικό τέτοια μέρα στο αφτεράδικο της περιοχής, πηγαίνοντας για ύπνο μετά τις 5.

Ωραία πράγματα!
Μεγάλο Σάββατο
Κινητοποιηθήκαμε αρκετά νωρίς για τα δεδομένα μας, τρώγοντας εκπληκτικό πρωινό από το παραδοσιακό φούρνο μαζί με ελληνικό καφέ στο δωμάτιο.
Το σπήλαιο του Διρού αποτελούσε ταξιδιωτικό απωθημένο από το 2013 ακόμα που ήρθαμε στη περιοχή. Βέβαια ο περιορισμός της επίσκεψης σε 300 μέτρα πορείας μόνο σε συνδυασμό με το υψηλό εισιτήριο που δεν άλλαξε τιμή (ωραίο Ελληνικό φαινόμενο) μας απέτρεψε την είσοδο μετά από απόφαση βάσει λογικής, οπότε αρκεστήκαμε σε μια φωτογραφία και αναχώρηση:


Ο Γερολιμένας ήταν από τα μέρη της λίστας μας και η συνέχεια μας για την επόμενη στάση:

Ωραίο χωριουδάκι με βοτσαλωτή παραλία, ωστόσο χωρίς να έχουν ανοίξει όλες οι υποδομές του λόγω Πάσχα:

Δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ να βρούμε ελεύθερο τραπέζι, κάτι που καταφέραμε με κόπο και αναβολές μια ώρα μετά, προκειμένου να πιούμε ένα καφέ που είχαμε ανάγκη. Η καταπληκτική θέα του κόλπου ωστόσο μας αποζημίωσε:


Συνέχεια στους στριφογυριστούς δρόμους της Μάνης, με τις στάσεις για φωτογραφία στο δρόμο να είναι ουκ ολίγες, βλέποντας τους παραδοσιακούς πύργους της περιοχής και τους οικισμούς που συναντάει κανείς κάθε λίγα χιλιόμετρα:


Βέβαια αυτός που κλέβει τη παράσταση δεν είναι άλλος από το εντυπωσιακό πετρόχτιστο χωριό της Βάθειας, επόμενο αξιοθέατο της λίστας μας:

Ότι και να πει κανείς γι’ αυτό το μέρος με την εντυπωσιακή θέα είναι λίγο πραγματικά:


Αφήσαμε το αμάξι λίγο μετά το χωριό, βγήκαμε τις φωτογραφίες μας και κατεβήκαμε να το περπατήσουμε:


Οι εντυπώσεις ήταν άριστες και η βόλτα σε ένα τέτοιο μέρος πάντα φέρνει συγκινήσεις, ωστόσο υπήρχε διάχυτη και μια εικόνα εγκατάλειψης:



Έχω την εντύπωση πως η Βάθεια θα μπορούσε να είναι Μονεμβασιά νο2 όσον αφορά τουλάχιστον το κομμάτι του χωριού, μιας και μου τη θύμισε έντονα, ωστόσο κάτι τέτοιο απείχε πολύ από τη πραγματικότητα.

Η έλλειψη ζωής και κάποιου ταβερνείου για μεσημεριανό μας οδήγησε στην επόμενη στάση της ημέρας, φτάνοντας λίγο μετά στο Πόρτο Κάγιο, στο πιο νότιο σημείο απ΄ όσο ξέρω της ηπειρωτικής Ευρώπης:

Το όμορφο ψαροχώρι και φυσικό λιμάνι μας καλούσε στα φιλόξενα τραπέζια του, με τον ήλιο να πέφτει πάνω του αλλά και το κρύο αέρα να μη βοηθάει και τόσο, κάτι που ουδόλως μας απασχολούσε όμως:


Το καλύτερο τραπέζι της εκδρομής στρώθηκε εκεί, με παγωμένες μπύρες και εκλεκτούς θαλασσινούς μεζέδες:

Ήταν η στιγμή που ένιωθα επιτέλους το ξεχωριστό συναίσθημα του Πάσχα, αναλλοίωτο 17 χρόνια τώρα παρά τις αντιξοότητες των τελευταίων δύο. Δεν είναι ότι έλειψαν συνολικά τα ταξίδια, είναι ότι έλειψε το συγκεκριμένο, κάτι που καταλάβαινα πολύ καλά πλέον.

Λίγο πριν τις 6 αναχωρήσαμε, μιας και μας χώριζαν περίπου 45 λεπτά δρόμου ως την Αρεόπολη. Δε κρίναμε σκόπιμο να κάνουμε τέτοια εποχή το γύρο του ποδιού, έτσι επιστρέψαμε στα όμορφα πέτρινα σοκάκια που ήδη είχαμε αγαπήσει:


Μεγάλο Σάββατο και μετά το εξαιρετικό μεσημεριανό φαγητό είναι αμαρτία να μην ακολουθήσουν 2-3 ποτά και μερικές μπυρίτσες για το καλό. Όλοι το ξέρουν αυτό:


Μείναμε ως το σούρουπο αλλάζοντας κλασσικά 2-3 μπαράκια, εξασκώντας παράλληλα το φωτογραφικό μου ψώνιο:


Νομίζω ότι αυτή είναι η καλύτερη ώρα για κάτι τέτοιο, με το ατμοσφαιρικό στοιχείο να είναι ιδιαίτερα έντονο:


Οι προετοιμασίες για την ανάσταση είχαν ήδη ξεκινήσει, όταν γύρω στις 9 επιστρέψαμε στα δωμάτια μας:

Βγήκα σαν γνήσιος Έλληνας γύρω στις 11:50, με τη πολυκοσμία να είναι έντονη και τη πρόσβαση στην Εκκλησία αδύνατη:

Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν ξεκινήσει νωρίτερα πιάνοντας καλύτερο πόστο, εγώ από τη θέση που ήμουν απλά χάζευα τον κόσμο και τα πυροτεχνήματα με τα -ευτυχώς- λίγα βαρελότα. Είπαμε ότι και να γίνει η ηλιθιότητα είναι ανίκητη:

Πάνω που αναρωτιόμουν αν τα smartphone είναι περισσότερα από τις λαμπάδες, είδα τους άλλους που είχαν πιάσει ήδη πόστο και σερβίριζαν τα πρώτα:


Ήταν ένα μέτριο βράδυ μεγάλου Σαββάτου που άρχισε να στρώνει κάπως μετά τις τέσσερις, με τη μουσική να είναι απάλευτη όπως συμβαίνει πολλές φορές τέτοια μέρα. Να πω βέβαια ότι μας ένοιαζε θα πω ψέματα…
Κυριακή του Πάσχα
Ακόμα μια μέρα με φυσιολογικό ξύπνημα, καφεδάκι και πρωινό. Ευχαριστήσαμε τους ιδιοκτήτες και αναχωρήσαμε γύρω στις 12 μιας και είχαμε αρκετά δύσκολο δρόμο να διανύσουμε. Αφήσαμε πίσω την Αρεόπολη και κάναμε στάση πάνω από το Λιμένι για φωτογραφίες:

Το Οίτυλο που βρέθηκε στο δρόμο μας δε μας προκάλεσε καμία αίσθηση για στάση, έτσι αποφασίσαμε να το πάρουμε σερί οδηγώντας ακατάπαυστα στο νομό Μεσσηνίας πλέον και τους δύσκολους δρόμους του.
Περισσότερο από μια ώρα μετά και αφού κατεβήκαμε επιτέλους το βουνό, έβγαλα φλας αριστερά μόλις είδα τη ταμπέλα με το όνομα Στούπα. Άλλος κόσμος εκεί και άλλος εντελώς καιρός, με το καλοκαίρι να έχει φτάσει πρόωρα:

Ήμασταν πολύ χαρούμενοι καθώς οι τρεις από τους πέντε επιστρέφαμε σ’ αυτό το μέρος 9 χρόνια μετά, κάτι που μας άφηνε πολύ ωραία αίσθηση:

Οι ταβέρνες είχαν ήδη ξεκινήσει τη προετοιμασία τους λόγω της ημέρας, εμείς όμως κινηθήκαμε παραλιακά για ένα καφεδάκι στο πολύ όμορφο μπαρ πάνω στο βράχο, κάτι που χρειαζόμασταν οπωσδήποτε:


Περασμένες τέσσερις και μετά από μια ώρα δρόμου ακόμη παραλαμβάναμε τα κλειδιά του διαμερίσματος στη Καλαμάτα, βγαίνοντας βόλτα στην άδεια και ζεστή πόλη:


Θα έπαιρνα σχεδόν όρκο ότι δεν έχω ξαναπάει εκεί, μέχρι που είδα τη πλατεία κι άρχισαν να έρχονται οι αναμνήσεις η μία μετά την άλλη:


Ήταν αδύνατο να βρούμε κάτι ανοιχτό στο κέντρο, έτσι μετά από αρκετό ψάξιμο βρήκαμε ένα ψιλικατζίδικο για να πάρουμε μπυρίτσες και να ξεκινήσουμε με τα πόδια προς τη παραλία, σε αναζήτηση ταβέρνας. Ο δρόμος μας πέρασε μέσα από το πάρκο σιδηροδρόμων:


Το μέρος ήταν πανέμορφο και πολύ δροσερό, με αρκετό κόσμο να κάνει τη βόλτα του και να κάθεται στο αναψυκτήριο του πάρκου:

Αρκετά λεπτά μετά φτάσαμε και στη παραλία της πόλης περπατώντας την και βρίσκοντας ευτυχώς μέρος για φαγητό, την ίδια ώρα που πολύς κόσμος έκανε το μπάνιο του στη θάλασσα!


Η ώρα ήταν περίεργη καθώς κόντευε σχεδόν 6 το απόγευμα, έτσι στρωθήκαμε παίρνοντας τα πρώτα αναμένοντας τις σούβλες που ευτυχώς δεν άργησαν πολύ:

Η εικόνα που αντικρύσαμε κατά την επιστροφή μας ήταν εντελώς διαφορετική από το μεσημέρι, με σχεδόν όλη τη πόλη να κυκλοφορεί στους δρόμους και να έχει κατακλύσει τα καταστήματα της πλατείας:


Ο χρόνος μας ήταν ιδιαίτερα περιορισμένος και μετρούσε πλέον αντίστροφα, έτσι κινήσαμε σύντομα τις διαδικασίες, βγαίνοντας και πάλι έξω μετά τις 11. Τώρα άρχισαν να έρχονται ακόμα περισσότερες αναμνήσεις από τη προηγούμενη εκδρομή, παραδόξως (ή και όχι) βραδινές:

Η γωνία στο Μπαρ του Ροδανθού στο γνωστό πεζόδρομο περίμενε καρτερικά εκείνο το βράδυ λες και ήταν προορισμένη για εμάς.

Επιτέλους σοβαρή μουσική. Επιτέλους Μάμος & Νύμφη βαρέλι. Επιτέλους μπαρ:

Οι ώρες κυλούσαν ευχάριστα με μουσικάρες και ποτά, αλλά και σφηνάκια όταν άκουσα αγαπημένα τραγούδια των Maiden. Αρκετή ώρα μετά και με τη βοήθεια φωτογραφιών θυμηθήκαμε ότι το συγκεκριμένο μπαρ αποτελούσε στέκι και στη προηγούμενη εκδρομή, κάτι που μόλις αντιλήφθηκε ο ιδιοκτήτης έβγαλε κι αυτός με τη σειρά του μια γύρα.
Φυσικά δε γίνεται να φτάσει κανείς ως εκεί και να μη κάνει και ένα μπάσιμο στο διπλανό Κύτταρο, έναν καταπληκτικό χώρο που αποτελεί το τρίτο παρακαλώ τη τάξει whisky bar στην Ελλάδα, κάτι που αποδεικνύει η εκπληκτική κάβα με τις αμέτρητες εκλεκτές ετικέτες του:

Το παράδοξο βέβαια για ένα τέτοιο ναό δεν είναι μόνο ότι βρίσκεται στη Καλαμάτα, αλλά ότι έχει επιλέξει κι ένα δύσκολο ύφος μουσικής (όταν μπήκα έπαιζε Pantera!) που ίσως του στερούσε κόσμο, κάτι που δε δείχνει παρ’ όλα αυτά να επηρεάζει στο παραμικρό. Μεγάλο μπράβο στα παιδιά!
Με μια βόλτα σε ένα δύο γειτονικά ακόμη μπαράκια, φαγητό αλλά κι έναν απαραίτητο καφέ η ώρα πήγε 5 και μισή, ώρα βάρβαρη που έπρεπε δυστυχώς να αναχωρήσουμε λόγω της πολύ πρωινής πτήσης.
Η απορία μας όταν ακούσαμε την ατάκα 51€ φουλάροντας το αμάξι ήταν έκδηλη, για κοντά 600 χιλιόμετρα επίπονου δρόμου με φορτωμένο αμάξι. Ας είν’ καλά το πετρέλαιο…

Ένα αμάξι που παραδώσαμε στις 6 και μισή στο αεροδρόμιο, δίνοντας έτσι το τέλος σε μια σύντομη αλλά πολύ πετυχημένη Πασχαλινή εκδρομή.

Πάντα τέτοια!
Βαθμολογία εκδρομής
Έθιμα: 7 (Χωρίς κάτι φαντασμαγορικό, αρκεί που το ζεις παραδοσιακά στη Μάνη)
Τιμή/παροχές: 7 (Τίμια πράγματα αν και περίμενα μεγαλύτερο κόστος)
Γαστρονομία: 7 (Όλα καλά κι ωραία χωρίς να υπάρχει παράπονο απ’ οτιδήποτε)
Φιλοξενία-Συμπεριφορά: 6 (Κλειστοί άνθρωποι οι περισσότεροι και δύσκολοι, κάτι που αντιλαμβάνομαι απόλυτα καθώς μιλάμε για χωριό. Στη Καλαμάτα πολύ περισσότερο έξω καρδιά)
Αυθεντικότητα/Ομορφιά: 9 (Άλλου τύπου ομορφιά, άγριο βραχώδες τοπίο, θάλασσα, κάμποι, καστροπολιτείες, ένα όνειρο τι να λέμε)
Νυχτερινή ζωή: 6 (Τίμια πράγματα αν και δεν είχα προσδοκίες για την Αρεόπολη, είναι όμως αρκετά πίσω σε οργάνωση, συμπεριφορά κτλ. Το βαθμό σώζει η Καλαμάτα)
Αξιοθέατα - κοντινά σημεία ενδιαφέροντος: 9 (Ε δε χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω το γιατί, μιλάμε για Πελοπόννησο, έχει τα πάντα)
Μέσος όρος: 7,3 Με το συγκεκριμένο σετάκι να αποτελεί εξαιρετική επιλογή για Πάσχα!
Last edited: