Fanie
Member
9 Ιουνίου
Σήμερα ξύπνησα πολύ πρωί για να φωτογραφίσω την ανατολή, αλλά ο ήλιος ήταν πιο αριστερά από το δωμάτιό μας κι έτσι έβγαλα μονάχα την αναλαμπή του.
Έπεσα πάλι για ύπνο και ξύπνησα όταν είχε φτάσει η ώρα του πρωινού. Πήγαμε στην τραπεζαρία όπου η ποικιλία από εδέσματα ήταν λιτή, αλλά υπήρχε μια βαφλιέρα με οδηγίες χρήσης. Την βαφλιέρα την είδα, τις οδηγίες όχι, όμως αυτό δεν με πτόησε απ' το να αποπειραθώ να φτιάξω την πρώτη μου βάφλα ever. Βάζω μια κουτάλα χυλό και τον βλέπω να μην καλύπτει όλο τον πάτο. Πάω να βάλω και δεύτερη και ακούω τον καλό μου να μου λέει να μην βάλω άλλο. Αλλά εγώ βάζω και κλείνω και το καπάκι. Όμως καθώς ζεσταίνονταν το μείγμα, φούσκωνε και ξεχείλιζε, και το καπάκι ανασηκώθηκε και δεν έκλεινε πια. Περίμενα με αγωνία ν' ανάψει το πράσινο λαμπάκι της βαφλιέρας για να απομακρύνω το δημιούργημά μου προτού με δει κανένας. Όταν έγινε κι αυτό, άνοιξα το καπάκι και είχα μπροστά μου μια φουσκωτή, αφράτη βάφλα κι όχι τραγανή, όπως μας αρέσει. Της βάλαμε νουτέλα και βούτυρο και την μοιραστήκαμε. Ωραία ήταν για πρώτη μου βάφλα.
Μετά το πρωινό ανεβήκαμε στο δωμάτιο κι αρχίσαμε να κατεβάζουμε τα πράγματά μας. Όταν τα μετφέραμε όλα, ανέβηκα να δω το δωμάτιο για μια τελευταία φορά κι ανακάλυψα ότι ο καλός μου είχε ξεχάσει το κινητό του επάνω στο κομοδίνο! Ευτυχώς που το ανακάλυψα και γλιτώσαμε τα πισωγυρίσματα.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλα στον πλοηγό την διαδρομή προ το φαράγγι Brúarhlöð. Είχα διαβάσει ότι είναι ένα μικρό φαράγγι με όμορφους βραχώδεις σχηματισμούς που ανάμεσά τους περνά ο ποταμός Hvítá (o ίδιος που σχηματίζει τον καταρράκτη Gullfoss, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα). Φτάνοντας όμως στην περιοχή είδαμε πως δεν υπήρχε θέση για παρκάρισμα, παρά μόνο μια εσοχή σε μια πλαγιά που δεν μπορούσε να πάει το αμάξι μας κι έτσι το αφήσαμε. Είδαμε μόνο τον ποταμό καθώς περνούσαμε την γέφυρα πάνω του.
Μετά μπήκαμε σε έναν χαλικόδρομο για να βγούμε στον δρόμο 35 που θα μας πήγαινε στον Gullfoss. Την πρώτη μας στάση για σήμερα.
Ήταν από τους εντυπωσιακότερους καταρράκτες που είχαμε δει. Ήταν πλατύς κι αφρώδης, κυλούσε από πολλές διαβαθμίσεις κι έπεφτε με πάταγο σ' ένα βαθύ φαράγγι σηκώνοντας πολύ σπρέι. Υπήρχε μία πλατφόρμα σε έναν λόφο όπου μπορούσες να δεις τον καταρράκτη από ψηλά κι ένα μονοπάτι για να φτάσεις όσο κοντά του γίνονταν. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι και ξεκινήσαμε να φωτογραφίζουμε το υπέροχο εκείνο θέαμα απ' όσες γωνίες μπορούσαμε, παλεύοντας ταυτόχρονα με το σπρέι που πιτσίλιζε τον φακό της φωτογραφικής.
Στην έξοδο για το πάρκινγκ είδαμε και μια ανάρτηση για την Sigríður Tómasdóttir, μια κάτοικο της περιοχής, η οποία μαζί με τις αδερφές της οδηγούσαν τους τουρίστες για να δουν τον Gullfoss στα τέλη του 19ου αιώνα, δημιουργώντας έτσι την πρώτη διαδρομή προς τον καταρράκτη. Η ίδια γυναίκα πολέμησε σθεναρά τα σχέδια για την δημιουργία υδροηλεκτρικού εργοστασίου στην περιοχή. Λέγεται ότι γι' αυτό τον σκοπό έκανε επίπονα ταξίδια (π.χ. περπάτησε ως το Reykjavik, μια απόσταση 120 km) κι ότι ακόμα απείλησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στα νερά του Gullfoss.
Γυρίσαμε να κοιτάξουμε τον αφρισμένο καταρράκτη μία ακόμα φορά, πριν μπούμε στο αυτοκίνητο, μήπως δούμε κανένα ουράνιο τόξο να φεγγίζει ξαφνικά, όμως εις μάτην.
Η επόμενη στάση μας ήταν το πάρκο των geysir.
Προσπεράσαμε το μεγάλο geysir που κοιμάται εδώ και χρόνια δεξιά της εισόδου και κατευθυνθήκαμε στον θερμοπίδακα Strokkur που ανατινάζονταν κάθε μερικά λεπτά. Την πρώτη φορά έκανε μια δυνατή έκρηξη που ήταν πολύ ψηλή και διπλή (το νερό τινάχτηκε δύο φορές, απανωτά). Την δεύτερη φορά η έκρηξη ήταν άτονη και το νερό δεν σηκώθηκε σχεδόν καθόλου και μια κυρία δίπλα μου το σχολίασε:“ah, piccolo”.
Μετά πήγαμε και είδαμε τον μεγάλο geysir που κάπνιζε μεν, αλλά δεν εκρηγνύονταν. Η πινακίδα κοντά στην έξοδο πληροφορούσε πως τελευταία φορά έκανε έκρηξη το 2010 και μάλιστα μετά από σεισμό. Περιμέναμε λίγο μπας και αισθανθούμε καμιά δόνηση, αλλά άδικος κόπος. Δεν είδαμε τίποτα άλλο από την περιοχή.
O Gullfoss και το πάρκο με τους θερμοπίδακες είναι τα δύο από τα τρία κύρια αξιοθέατα του Χρυσού Κύκλου, με το τρίτο να είναι το εθνικό πάρκο Þingvellir. Κοιτάζοντας τον χάρτη είδαμε ότι υπάρχει ένας δρόμος (365) που ενώνει τον δρόμο του θερμοπίδακα με τον δρόμο του πάρκου, όμως ήταν χρωματισμένος λευκός. Επειδή νομίζαμε ότι είναι χαλικόδρομος αποφασίσαμε να τον παρακάμψουμε και να πάμε στον προορισμό μας από τον δρόμο που ήταν χρωματισμένος κίτρινος, κάνοντας έτσι έναν μεγάλο κύκλο, αλλά και βλέποντας αξιοθέατα που δεν θα είχαμε δει διαφορετικά.
Ξεκινήσαμε τη νέα διαδρομή με μία στάση σε ένα βενζινάδικο όπου αγοράσαμε και μαφινς με κομματάκια σοκολάτας, τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου. Πεινούσα όμως και έφαγα τρία.
Το επόμενό μας αξιοθέατο θα ήταν ο καταρράκτης Faxi. Αυτός βρισκόταν μέσα σε έναν χώρο με πάρκινγκ επί πληρωμή. Παρκάραμε και βγήκα έξω μόνη μου για να δω περί τίνος πρόκειται. Προχώρησα έως το τέλος της ασφάλτου και είδα τον καταρράκτη και τον έβγαλα και μερικές φωτογραφίες. Κάτω αριστερά υπήρχε ένα κτίριο, σαν εστιατόριο και μία ξύλινη εξέδρα με παγκάκια και τραπεζάκια που είχε θέα τον καταρράκτη.
Γύρισα στο αυτοκίνητο και ο καλός μου αποφάσισε να μην κατέβει και να συνεχίσουμε την διαδρομή μας. Είναι που είχαμε κόψει την πείνα μας με τα γλυκά, διαφορετικά θα ήταν ωραία να τρώγαμε στα τραπεζάκια δίπλα στον καταρράκτη. Για την σύντομη στάση που κάναμε δεν πληρώσαμε πάρκινγκ.
Ξεκινήσαμε και πάλι και φτάσαμε στον κρατήρα Kerid όπου πληρώσαμε είσοδο 200 ISK το άτομο. Ο κρατήρας ήταν μεγάλος, χρωματιστός και η πρασινογάλαζη λίμνη στο κέντρο του έκανε όμορφη αντίθεση. Δίπλα στον κρατήρα υπήρχε κι ένα δάσος από έλατα.
Κάναμε τον γύρο του κρατήρα και κατεβήκαμε και στην λιμνούλα. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες με ήλιο, αλλά στο επίπεδο της λίμνης όχι και τόσες γιατί ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα και βγήκε όταν εμείς είχαμε πάει πάλι στο αυτοκίνητο.
Ξεκινήσαμε για το πάρκο Þingvellir και είχα βάλει στον πλοηγό να βρούμε τον καταρράκτη Öxarárfoss.
Και φτάσαμε σε ένα σημείο όπου το GPS έλεγε να παρκάρουμε το αμάξι μας. Εμείς ακούσαμε τη συμβουλή του, αλλά καταρράκτη δεν βλέπαμε, ούτε καν τον ακούγαμε. Παρ' όλ' αυτά είδαμε κόσμο να περπατά προς μια κατεύθυνση και, κατά την προσφιλή μας συνήθεια, είπαμε να τους ακολουθήσουμε. Ανοίξαμε μια πορτούλα σ' έναν φράχτη, όπως είδαμε να κάνουν κι άλλοι πριν από εμάς, περπατήσαμε λίγο και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μονοπάτι που κατηφόριζε μέσα σε ένα φαράγγι. Μα, δεν μπορεί! Μα, λες; Μα, ναι! Είχαμε ανακαλύψει εντελώς κατά λάθος την μεγάλη ντίβα του πάρκου! Το ρήγμα μεταξύ των τεκτονικών πλακών της Αμερικής και της Ευρασίας!
Το ίδιο ρήγμα είχαμε ξαναδεί μερικές μέρες πριν, όταν το συναντήσαμε γεφυρωμένο στην χερσόνησο Reykjanes, χωμένο μες την μαύρη άμμο, αλλά τώρα το βλέπαμε να ξεδιπλώνεται από κάτω μας σε μεγάλο μήκος, βραχώδες και εντυπωσιακό, καλώντας μας να το περπατήσουμε.
Και δεν του είπαμε όχι. Κατεβήκαμε προσεκτικά τις πέτρινες σκαλίτσες και γρήγορα φτάσαμε μέσα στο φαράγγι.
Ο χωμάτινος δρόμος έδωσε κάποτε τη θέση του σε έναν δρόμο από σανίδες. Από μακριά ακούγονταν ο ήχος νερού να πέφτει από ψηλά.
Και να ο Öxarárfoss, ο καταρράκτης που ψάχναμε!
Ο συγκεκριμένος καταρράκτης είναι τεχνητός.
Σύμφωνα με την saga Sturlunga (12ος-13ος αιώνας), έγινε εκτροπή του ποταμού Öxará ώστε τα νερά του να πέφτουν μέσα στο φαράγγι και να ξεδιψούν τα μέλη και τους επισκέπτες του Ισλανδικού Κοινοβουλίου Althingi (του παλαιότερου γνωστού κοινοβουλίου στον κόσμο). Η εκτροπή αυτή έλαβε χώρα τον 9ο αιώνα και από τότε έχουμε να χαιρόμαστε και τον Öxarárfoss.
Μοιραστήκαμε μ' ένα σωρό κόσμο την θέα και μετά από κάμποσες φωτογραφίες πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.
Ανεβήκαμε τα τελευταία μέτρα του φαραγγιού, κλείσαμε την πορτούλα του φράχτη πίσω μας, μπήκαμε στο αμάξι μας και κατευθυνθήκαμε προς το Borgarnes , εκεί όπου θα διανυκτερεύαμε απόψε.
Είχαμε δύο επιλογές σχετικά με την διαδρομή μας. Ή να πάμε από το τούνελ Hvalfjörður και να γλιτώσουμε έτσι 45 χιλιόμετρα οδήγησής ή να ακολουθήσουμε την γραφική διαδρομή περιμετρικά του Hvalfjörður, κάνοντας έτσι τον διπλάσιο χρόνο για να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Κοιτάξαμε ένα γύρω την ισλανδική φύση, κοιτάξαμε και το φως που δεν έλεγε να αφήσει αυτό το νησί και η ιδέα του τούνελ εγκαταλείφθηκε εν τη γενέσει της.
Η επόμενη στάση μας θα ήταν ο καταρράκτης þórufoss, ένα από τα λιγότερο γνωστά αξιοθέατα του Χρυσού Κύκλου.
Είδαμε την πινακίδα με το όνομά του και παρκάραμε λίγα μέτρα μακριά από ένα φαράγγι,
αλλά πουθενά ο καταρράκτης!
Όταν όμως περπατήσαμε προς το χείλος του φαραγγιού τον είδαμε να ξεπροβάλλει, πλατύς και ολόλευκος, στα δεξιά μας!
Ο þórufoss σχηματίζεται από τον ποταμό Laxá í Kjós ο οποίος στο σημείο εκείνο πέφτει από ύψος 18 μέτρων Λένε ότι τον χειμώνα παγώνει ολόκληρος.
Υπήρχαν και μονοπάτια που κατέβαιναν μέσα στο φαράγγι, αλλά η κάθοδος φαίνονταν παρακινδυνευμένη με τις πέτρες έτοιμες ανά πάσα στιγμή να ξεκολλήσουν. Δεν νιώθαμε ιδιαίτερα τολμηροί, οπότε μείναμε στις θέσεις μας.
Συνεχίσαμε την πορεία μας με συντροφιά μας ποταμάκια,
λούπινα,
και προβατάκια,
και κάποια στιγμή φτάσαμε στο σημείο όπου ο Laxá í Kjós συναντά τη θάλασσα (το Hvalfjörður για την ακρίβεια). Εκεί σταματήσαμε να ξεμουδιάσουμε και για να τραβήξουμε φωτογραφίες τα πιο ΣΚΟΥΡΑ ΜΠΛΕ νερά που είχα δει ποτέ.
Στον ποταμό αφθονούν τα ψάρια και η περίοδος ψαρέματος ανοίγει από 19 Ιουνίου έως 22 Σεπτέμβρη. Αφού ξεκουραστήκαμε κάμποσο ξεκινήσαμε και πάλι.
Το φιόρδ ξετύλιγε τα ήρεμα νερά του μέσα στην ισλανδική γη δημιουργώντας όμορφες εικόνες.
Οδηγώντας είδαμε αυτοκίνητα παρκαρισμένα στα δεξιά του δρόμου και σταματήσαμε κι εμείς οι περίεργοι.
Το αξιοθέατο ήταν ένας μικρός, αλλά φωτογενής καταρράκτης, με το όνομα Fossarétt, o οποίος κοπανούσε τα νερά του στα βράχια, λίγα μέτρα χαμηλότερα από εμάς, μέσα σ' ένα λουλουδάτο λιβάδι.
Εκεί που σταματήσαμε ήταν και μια σκάλα πάνω από έναν φράχτη κι ένα μονοπάτι που χάνονταν κάτω από τα δέντρα. Είμαι σίγουρη πως αυτό το μονοπάτι οδηγούσε σε κάποιο απίθανο ισλανδικό μέρος, αλλά στον καλό μου δεν αρέσουν τα ριψοκίνδυνα και δεν με άφησε να ανέβω την σκάλα και να χαθώ ανάμεσα στα δέντρα.
Έτσι ακολουθούσαμε το μονοπάτι για τον Fossarétt.
Η πέτρινη κατασκευή που βλέπετε σε πρώτο πλάνο είναι τα ερείπια μιας στάνης διαλογής προβάτων.
Εδώ, κάθε φθινόπωρο, μάζευαν οι βοσκοί τα πρόβατα που βοσκούσαν μέχρι τότε στα βουνά και τα ξεχώριζαν ανά ιδιοκτήτη.
Στο δρόμο για τον καταρράκτη πετύχαμε και μια μικροσκοπική γεφυρούλα.
Και νάτος ο Fossarétt μέσα στα λούπινα!
Και τότε ξαφνικά... σκοτείνιασε!
Περίμενα, περίμενα... αλλά, κλασικά, το σύννεφο απομακρύνθηκε όταν είχαμε μπει πια στο αμάξι.
Οδηγήσαμε κάμποσο ακόμα και φτάσαμε τελικά στο Borgarnes, περνώντας από την δεύτερη μεγαλύτερη γέφυρα στην Ισλανδία, μήκους 520 μέτρων.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας κατά το σούρουπο. Προλάβαμε να χαρούμε λίγο τη θέα από το δωμάτιο πριν πέσουμε στα κρεβάτια μας.
Σήμερα ξύπνησα πολύ πρωί για να φωτογραφίσω την ανατολή, αλλά ο ήλιος ήταν πιο αριστερά από το δωμάτιό μας κι έτσι έβγαλα μονάχα την αναλαμπή του.
Έπεσα πάλι για ύπνο και ξύπνησα όταν είχε φτάσει η ώρα του πρωινού. Πήγαμε στην τραπεζαρία όπου η ποικιλία από εδέσματα ήταν λιτή, αλλά υπήρχε μια βαφλιέρα με οδηγίες χρήσης. Την βαφλιέρα την είδα, τις οδηγίες όχι, όμως αυτό δεν με πτόησε απ' το να αποπειραθώ να φτιάξω την πρώτη μου βάφλα ever. Βάζω μια κουτάλα χυλό και τον βλέπω να μην καλύπτει όλο τον πάτο. Πάω να βάλω και δεύτερη και ακούω τον καλό μου να μου λέει να μην βάλω άλλο. Αλλά εγώ βάζω και κλείνω και το καπάκι. Όμως καθώς ζεσταίνονταν το μείγμα, φούσκωνε και ξεχείλιζε, και το καπάκι ανασηκώθηκε και δεν έκλεινε πια. Περίμενα με αγωνία ν' ανάψει το πράσινο λαμπάκι της βαφλιέρας για να απομακρύνω το δημιούργημά μου προτού με δει κανένας. Όταν έγινε κι αυτό, άνοιξα το καπάκι και είχα μπροστά μου μια φουσκωτή, αφράτη βάφλα κι όχι τραγανή, όπως μας αρέσει. Της βάλαμε νουτέλα και βούτυρο και την μοιραστήκαμε. Ωραία ήταν για πρώτη μου βάφλα.
Μετά το πρωινό ανεβήκαμε στο δωμάτιο κι αρχίσαμε να κατεβάζουμε τα πράγματά μας. Όταν τα μετφέραμε όλα, ανέβηκα να δω το δωμάτιο για μια τελευταία φορά κι ανακάλυψα ότι ο καλός μου είχε ξεχάσει το κινητό του επάνω στο κομοδίνο! Ευτυχώς που το ανακάλυψα και γλιτώσαμε τα πισωγυρίσματα.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλα στον πλοηγό την διαδρομή προ το φαράγγι Brúarhlöð. Είχα διαβάσει ότι είναι ένα μικρό φαράγγι με όμορφους βραχώδεις σχηματισμούς που ανάμεσά τους περνά ο ποταμός Hvítá (o ίδιος που σχηματίζει τον καταρράκτη Gullfoss, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα). Φτάνοντας όμως στην περιοχή είδαμε πως δεν υπήρχε θέση για παρκάρισμα, παρά μόνο μια εσοχή σε μια πλαγιά που δεν μπορούσε να πάει το αμάξι μας κι έτσι το αφήσαμε. Είδαμε μόνο τον ποταμό καθώς περνούσαμε την γέφυρα πάνω του.
Μετά μπήκαμε σε έναν χαλικόδρομο για να βγούμε στον δρόμο 35 που θα μας πήγαινε στον Gullfoss. Την πρώτη μας στάση για σήμερα.
Ήταν από τους εντυπωσιακότερους καταρράκτες που είχαμε δει. Ήταν πλατύς κι αφρώδης, κυλούσε από πολλές διαβαθμίσεις κι έπεφτε με πάταγο σ' ένα βαθύ φαράγγι σηκώνοντας πολύ σπρέι. Υπήρχε μία πλατφόρμα σε έναν λόφο όπου μπορούσες να δεις τον καταρράκτη από ψηλά κι ένα μονοπάτι για να φτάσεις όσο κοντά του γίνονταν. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι και ξεκινήσαμε να φωτογραφίζουμε το υπέροχο εκείνο θέαμα απ' όσες γωνίες μπορούσαμε, παλεύοντας ταυτόχρονα με το σπρέι που πιτσίλιζε τον φακό της φωτογραφικής.
Στην έξοδο για το πάρκινγκ είδαμε και μια ανάρτηση για την Sigríður Tómasdóttir, μια κάτοικο της περιοχής, η οποία μαζί με τις αδερφές της οδηγούσαν τους τουρίστες για να δουν τον Gullfoss στα τέλη του 19ου αιώνα, δημιουργώντας έτσι την πρώτη διαδρομή προς τον καταρράκτη. Η ίδια γυναίκα πολέμησε σθεναρά τα σχέδια για την δημιουργία υδροηλεκτρικού εργοστασίου στην περιοχή. Λέγεται ότι γι' αυτό τον σκοπό έκανε επίπονα ταξίδια (π.χ. περπάτησε ως το Reykjavik, μια απόσταση 120 km) κι ότι ακόμα απείλησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στα νερά του Gullfoss.
Γυρίσαμε να κοιτάξουμε τον αφρισμένο καταρράκτη μία ακόμα φορά, πριν μπούμε στο αυτοκίνητο, μήπως δούμε κανένα ουράνιο τόξο να φεγγίζει ξαφνικά, όμως εις μάτην.
Η επόμενη στάση μας ήταν το πάρκο των geysir.
Προσπεράσαμε το μεγάλο geysir που κοιμάται εδώ και χρόνια δεξιά της εισόδου και κατευθυνθήκαμε στον θερμοπίδακα Strokkur που ανατινάζονταν κάθε μερικά λεπτά. Την πρώτη φορά έκανε μια δυνατή έκρηξη που ήταν πολύ ψηλή και διπλή (το νερό τινάχτηκε δύο φορές, απανωτά). Την δεύτερη φορά η έκρηξη ήταν άτονη και το νερό δεν σηκώθηκε σχεδόν καθόλου και μια κυρία δίπλα μου το σχολίασε:“ah, piccolo”.
Μετά πήγαμε και είδαμε τον μεγάλο geysir που κάπνιζε μεν, αλλά δεν εκρηγνύονταν. Η πινακίδα κοντά στην έξοδο πληροφορούσε πως τελευταία φορά έκανε έκρηξη το 2010 και μάλιστα μετά από σεισμό. Περιμέναμε λίγο μπας και αισθανθούμε καμιά δόνηση, αλλά άδικος κόπος. Δεν είδαμε τίποτα άλλο από την περιοχή.
O Gullfoss και το πάρκο με τους θερμοπίδακες είναι τα δύο από τα τρία κύρια αξιοθέατα του Χρυσού Κύκλου, με το τρίτο να είναι το εθνικό πάρκο Þingvellir. Κοιτάζοντας τον χάρτη είδαμε ότι υπάρχει ένας δρόμος (365) που ενώνει τον δρόμο του θερμοπίδακα με τον δρόμο του πάρκου, όμως ήταν χρωματισμένος λευκός. Επειδή νομίζαμε ότι είναι χαλικόδρομος αποφασίσαμε να τον παρακάμψουμε και να πάμε στον προορισμό μας από τον δρόμο που ήταν χρωματισμένος κίτρινος, κάνοντας έτσι έναν μεγάλο κύκλο, αλλά και βλέποντας αξιοθέατα που δεν θα είχαμε δει διαφορετικά.
Ξεκινήσαμε τη νέα διαδρομή με μία στάση σε ένα βενζινάδικο όπου αγοράσαμε και μαφινς με κομματάκια σοκολάτας, τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου. Πεινούσα όμως και έφαγα τρία.
Το επόμενό μας αξιοθέατο θα ήταν ο καταρράκτης Faxi. Αυτός βρισκόταν μέσα σε έναν χώρο με πάρκινγκ επί πληρωμή. Παρκάραμε και βγήκα έξω μόνη μου για να δω περί τίνος πρόκειται. Προχώρησα έως το τέλος της ασφάλτου και είδα τον καταρράκτη και τον έβγαλα και μερικές φωτογραφίες. Κάτω αριστερά υπήρχε ένα κτίριο, σαν εστιατόριο και μία ξύλινη εξέδρα με παγκάκια και τραπεζάκια που είχε θέα τον καταρράκτη.
Γύρισα στο αυτοκίνητο και ο καλός μου αποφάσισε να μην κατέβει και να συνεχίσουμε την διαδρομή μας. Είναι που είχαμε κόψει την πείνα μας με τα γλυκά, διαφορετικά θα ήταν ωραία να τρώγαμε στα τραπεζάκια δίπλα στον καταρράκτη. Για την σύντομη στάση που κάναμε δεν πληρώσαμε πάρκινγκ.
Ξεκινήσαμε και πάλι και φτάσαμε στον κρατήρα Kerid όπου πληρώσαμε είσοδο 200 ISK το άτομο. Ο κρατήρας ήταν μεγάλος, χρωματιστός και η πρασινογάλαζη λίμνη στο κέντρο του έκανε όμορφη αντίθεση. Δίπλα στον κρατήρα υπήρχε κι ένα δάσος από έλατα.
Κάναμε τον γύρο του κρατήρα και κατεβήκαμε και στην λιμνούλα. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες με ήλιο, αλλά στο επίπεδο της λίμνης όχι και τόσες γιατί ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα και βγήκε όταν εμείς είχαμε πάει πάλι στο αυτοκίνητο.
Ξεκινήσαμε για το πάρκο Þingvellir και είχα βάλει στον πλοηγό να βρούμε τον καταρράκτη Öxarárfoss.
Και φτάσαμε σε ένα σημείο όπου το GPS έλεγε να παρκάρουμε το αμάξι μας. Εμείς ακούσαμε τη συμβουλή του, αλλά καταρράκτη δεν βλέπαμε, ούτε καν τον ακούγαμε. Παρ' όλ' αυτά είδαμε κόσμο να περπατά προς μια κατεύθυνση και, κατά την προσφιλή μας συνήθεια, είπαμε να τους ακολουθήσουμε. Ανοίξαμε μια πορτούλα σ' έναν φράχτη, όπως είδαμε να κάνουν κι άλλοι πριν από εμάς, περπατήσαμε λίγο και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μονοπάτι που κατηφόριζε μέσα σε ένα φαράγγι. Μα, δεν μπορεί! Μα, λες; Μα, ναι! Είχαμε ανακαλύψει εντελώς κατά λάθος την μεγάλη ντίβα του πάρκου! Το ρήγμα μεταξύ των τεκτονικών πλακών της Αμερικής και της Ευρασίας!
Το ίδιο ρήγμα είχαμε ξαναδεί μερικές μέρες πριν, όταν το συναντήσαμε γεφυρωμένο στην χερσόνησο Reykjanes, χωμένο μες την μαύρη άμμο, αλλά τώρα το βλέπαμε να ξεδιπλώνεται από κάτω μας σε μεγάλο μήκος, βραχώδες και εντυπωσιακό, καλώντας μας να το περπατήσουμε.
Και δεν του είπαμε όχι. Κατεβήκαμε προσεκτικά τις πέτρινες σκαλίτσες και γρήγορα φτάσαμε μέσα στο φαράγγι.
Ο χωμάτινος δρόμος έδωσε κάποτε τη θέση του σε έναν δρόμο από σανίδες. Από μακριά ακούγονταν ο ήχος νερού να πέφτει από ψηλά.
Και να ο Öxarárfoss, ο καταρράκτης που ψάχναμε!
Ο συγκεκριμένος καταρράκτης είναι τεχνητός.
Σύμφωνα με την saga Sturlunga (12ος-13ος αιώνας), έγινε εκτροπή του ποταμού Öxará ώστε τα νερά του να πέφτουν μέσα στο φαράγγι και να ξεδιψούν τα μέλη και τους επισκέπτες του Ισλανδικού Κοινοβουλίου Althingi (του παλαιότερου γνωστού κοινοβουλίου στον κόσμο). Η εκτροπή αυτή έλαβε χώρα τον 9ο αιώνα και από τότε έχουμε να χαιρόμαστε και τον Öxarárfoss.
Μοιραστήκαμε μ' ένα σωρό κόσμο την θέα και μετά από κάμποσες φωτογραφίες πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.
Ανεβήκαμε τα τελευταία μέτρα του φαραγγιού, κλείσαμε την πορτούλα του φράχτη πίσω μας, μπήκαμε στο αμάξι μας και κατευθυνθήκαμε προς το Borgarnes , εκεί όπου θα διανυκτερεύαμε απόψε.
Είχαμε δύο επιλογές σχετικά με την διαδρομή μας. Ή να πάμε από το τούνελ Hvalfjörður και να γλιτώσουμε έτσι 45 χιλιόμετρα οδήγησής ή να ακολουθήσουμε την γραφική διαδρομή περιμετρικά του Hvalfjörður, κάνοντας έτσι τον διπλάσιο χρόνο για να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Κοιτάξαμε ένα γύρω την ισλανδική φύση, κοιτάξαμε και το φως που δεν έλεγε να αφήσει αυτό το νησί και η ιδέα του τούνελ εγκαταλείφθηκε εν τη γενέσει της.
Η επόμενη στάση μας θα ήταν ο καταρράκτης þórufoss, ένα από τα λιγότερο γνωστά αξιοθέατα του Χρυσού Κύκλου.
Είδαμε την πινακίδα με το όνομά του και παρκάραμε λίγα μέτρα μακριά από ένα φαράγγι,
αλλά πουθενά ο καταρράκτης!
Όταν όμως περπατήσαμε προς το χείλος του φαραγγιού τον είδαμε να ξεπροβάλλει, πλατύς και ολόλευκος, στα δεξιά μας!
Ο þórufoss σχηματίζεται από τον ποταμό Laxá í Kjós ο οποίος στο σημείο εκείνο πέφτει από ύψος 18 μέτρων Λένε ότι τον χειμώνα παγώνει ολόκληρος.
Υπήρχαν και μονοπάτια που κατέβαιναν μέσα στο φαράγγι, αλλά η κάθοδος φαίνονταν παρακινδυνευμένη με τις πέτρες έτοιμες ανά πάσα στιγμή να ξεκολλήσουν. Δεν νιώθαμε ιδιαίτερα τολμηροί, οπότε μείναμε στις θέσεις μας.
Συνεχίσαμε την πορεία μας με συντροφιά μας ποταμάκια,
λούπινα,
και προβατάκια,
και κάποια στιγμή φτάσαμε στο σημείο όπου ο Laxá í Kjós συναντά τη θάλασσα (το Hvalfjörður για την ακρίβεια). Εκεί σταματήσαμε να ξεμουδιάσουμε και για να τραβήξουμε φωτογραφίες τα πιο ΣΚΟΥΡΑ ΜΠΛΕ νερά που είχα δει ποτέ.
Στον ποταμό αφθονούν τα ψάρια και η περίοδος ψαρέματος ανοίγει από 19 Ιουνίου έως 22 Σεπτέμβρη. Αφού ξεκουραστήκαμε κάμποσο ξεκινήσαμε και πάλι.
Το φιόρδ ξετύλιγε τα ήρεμα νερά του μέσα στην ισλανδική γη δημιουργώντας όμορφες εικόνες.
Οδηγώντας είδαμε αυτοκίνητα παρκαρισμένα στα δεξιά του δρόμου και σταματήσαμε κι εμείς οι περίεργοι.
Το αξιοθέατο ήταν ένας μικρός, αλλά φωτογενής καταρράκτης, με το όνομα Fossarétt, o οποίος κοπανούσε τα νερά του στα βράχια, λίγα μέτρα χαμηλότερα από εμάς, μέσα σ' ένα λουλουδάτο λιβάδι.
Εκεί που σταματήσαμε ήταν και μια σκάλα πάνω από έναν φράχτη κι ένα μονοπάτι που χάνονταν κάτω από τα δέντρα. Είμαι σίγουρη πως αυτό το μονοπάτι οδηγούσε σε κάποιο απίθανο ισλανδικό μέρος, αλλά στον καλό μου δεν αρέσουν τα ριψοκίνδυνα και δεν με άφησε να ανέβω την σκάλα και να χαθώ ανάμεσα στα δέντρα.
Έτσι ακολουθούσαμε το μονοπάτι για τον Fossarétt.
Η πέτρινη κατασκευή που βλέπετε σε πρώτο πλάνο είναι τα ερείπια μιας στάνης διαλογής προβάτων.
Εδώ, κάθε φθινόπωρο, μάζευαν οι βοσκοί τα πρόβατα που βοσκούσαν μέχρι τότε στα βουνά και τα ξεχώριζαν ανά ιδιοκτήτη.
Στο δρόμο για τον καταρράκτη πετύχαμε και μια μικροσκοπική γεφυρούλα.
Και νάτος ο Fossarétt μέσα στα λούπινα!
Και τότε ξαφνικά... σκοτείνιασε!
Περίμενα, περίμενα... αλλά, κλασικά, το σύννεφο απομακρύνθηκε όταν είχαμε μπει πια στο αμάξι.
Οδηγήσαμε κάμποσο ακόμα και φτάσαμε τελικά στο Borgarnes, περνώντας από την δεύτερη μεγαλύτερη γέφυρα στην Ισλανδία, μήκους 520 μέτρων.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας κατά το σούρουπο. Προλάβαμε να χαρούμε λίγο τη θέα από το δωμάτιο πριν πέσουμε στα κρεβάτια μας.
Last edited: