Fanie
Member
2 Ιουνίου
Σήμερα ουσιαστικά ξεκινά το ταξίδι μας. Σήμερα θα κάνουμε το πρώτο μας check out, θα πάμε να πάρουμε το αυτοκινητάκι μας και θα ξεχυθούμε στην Ισλανδική εξοχή. Τελικός μας προορισμός είναι τα Vestmannaeyjar που σημαίνει "τα νησιά των Δυτικών".
Από το πρωί είχα στείλει e-mail στους σπιτονοικοκύρηδές μας στο Heimaey για να τους ενημερώσω ότι θα φτάναμε με το ferry των 20:45 κι εκείνοι μου απάντησαν στέλνοντάς μου τον κωδικό για να ανοίξω το keybox που θα βρίσκαμε έξω από το κατάλυμά μας.
Φρεσκαριστήκαμε λοιπόν, κατεβήκαμε για πρωινό κι αφού φάγαμε ανεβήκαμε πάλι στο δωμάτιο και φτιάξαμε τα πράγματά μας για το check out. Μετά κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν και αφήσαμε σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο την βαλίτσα και τις χειραποσκευές και πήγαμε στο λιμάνι για να πάρουμε το αυτοκίνητο που είχαμε ενοικιάσει από την Blue Car Rentals.
Η κοπελίτσα που μας έφτιαξε τα χαρτιά μας είπε ότι είναι ένα Toyota Yaris και είναι παρκαρισμένο στο πίσω μέρος του κτιρίου. Την ρώτησα τι χρώμα είναι και μου είπε ότι δεν ξέρει. Έτσι πήγαμε στο πίσω μέρος του κτιρίου και παίζαμε με το κουμπάκι του συναγερμού για να δούμε πιο θα κουδουνίσει. Τελικά κουδούνισε ένα αστραφτερό σκούρο μπλε.
Πριν ξεκινήσουμε προσπαθήσαμε να εξοικειωθούμε με το αμάξι. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε πως ανοίγει το καπάκι της βενζίνης. Μετά ο καλός μου - οδηγός, ρύθμισε το κάθισμα, το τιμόνι και τους καθρέπτες και εγώ φωτογράφισα κάθε γρατζουνίτσα που έβλεπα για να ξέρουμε πώς ήταν το αμάξι πριν το παραλάβουμε. Όλες ασήμαντες εκτός από μια γερή στο καπό.
Πριν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για να πάρουμε τα πράγματα που είχαμε αφήσει εκεί, πήγαμε στο supermarket Kronar και αγοράσαμε δύο πατατάκια, ένα τσαμπί μπανάνες και δύο ξινόμηλα για να τρώμε στο δρόμο. Για να φτιάξουμε φαγητό όταν θα φτάναμε στον προορισμό μας, αγοράσαμε ένα πακέτο ζυμαρικά και μία έτοιμη σάλτσα τυριών. Πήραμε και το ισλανδικό αντίστοιχο του liposan για τα χείλια, γιατί η ενυδατική κρεμούλα που είχα φέρει από την πατρίδα δεν άρεσε στο έτερον ήμισυ.
Μετά γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, πήραμε ότι είχαμε να πάρουμε, μπήκαμε στο αμάξι, βάλαμε μπροστά το GPS και ξεκινήσαμε. Το πρόγραμμά μας ήταν να δούμε πρώτα όσα μπορούμε από την χερσόνησο Reykjanes και κατά το βραδάκι (λέμε τώρα) να είμαστε στο πορθμείο στο Landeyjahöfn, όπου βρίσκονταν ο σταθμός των φέριμποτ για να περάσουμε απέναντι.
Βγήκαμε σχετικά εύκολα από την πόλη. Καθώς προχωρούσαμε βλέπαμε να υψώνονται μεγάλες και πυκνές στήλες λευκού ατμού, αρκετά χιλιόμετρα προς τα αριστερά μας, στην κατεύθυνση που πηγαίναμε κι εμείς. Τι να ήταν άραγε;
Η πρώτη μας στάση ήταν εντελώς τυχαία. Σταματήσαμε γιατί είδαμε ένα αυτοκίνητο να σταματάει κι από μέσα να βγαίνουν άνθρωποι με γιγαντιαίους τηλεφακούς και τριπόδια. "Α!" λέμε, "κάτι καλό θα είναι εδώ!". Και πράγματι ήταν: η αρχή του μονοπατιού για τον γκρεμό Hafnarberg. Τον συγκεκριμένο γκρεμό επιλέγουν για σπίτι τους διάφορα θαλασσοπούλια και η θέα των βράχων λένε ότι είναι εκπληκτική, αλλά... ο χρόνος να πας και να γυρίσεις μονάχα είναι δύο ώρες στο νερό κι εμείς δεν είχαμε πολύ ώρα στη διάθεσή μας. Έτσι περιοριστήκαμε να βγάλουμε κάμποσες φωτογραφίες και να συνεχίσουμε τον δρόμο μας.
Στη συνέχεια της διαδρομής είδαμε δεξιά μια λίμνη και είπα στον καλό μου να σταματήσει να να βγάλουμε φωτογραφίες και σταμάτησε σε ένα parking στην αριστερή μεριά. Εκεί είδαμε πολλά αυτοκίνητα και κόσμο μαζεμένο να ανεβαίνει προς μία γέφυρα και είπαμε να αφήσουμε την λίμνη για να δούμε που πάνε. Και το αξιοθέατο ήταν η Bridge America – Europe, πάνω από το τεκτονικό ρήγμα της Αμερικάνικης και Ευρασιατικής πλάκας.
O καλός μου πέρασε πρώτος στην απέναντι πλευρά και του έλεγα: “Μπράβο! Πήγες στην Αμερική!” και γελάγαμε. Πέρασα κι εγώ απέναντι και ανέβηκα σε κάτι αμμοθίνες και φωτογράφισα από κοντά δυο βραχώδεις στήλες και μετά είχε πλάκα που κατέβηκα τον αμμόλοφο, γιατί τα πόδια μου ήταν μέσα στην άμμο μέχρι τον αστράγαλο, σχεδόν. Πίσω μου είχα αφήσει μαύρα ίχνη, γιατί κάτω από την στεγνή, γκρίζα επιφάνεια, η άμμος ήταν υγρή και μαύρη.
Μετά την γέφυρα μεταξύ των ηπείρων σειρά είχε ένα λοφάκι δεξιά του δρόμου, όπου σταματήσαμε γιατί εκεί είδαμε κι άλλα αυτοκίνητα σταματημένα. Το λοφάκι δεν ήταν λοφάκι, ήταν κρατήρας και συγκεκριμένα ένας από τους κρατήρες του συστήματος Stampar, το οποίο δημιουργήθηκε από δύο ηφαιστειακά ρήγματα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Διάβασα πως η νεότερη σειρά κρατήρων γεννήθηκε τον 13ο αιώνα κατά τις “Φωτιές της Reykjanes" (Reykjanes Fires 1210-1240). Υπάρχει και μονοπάτι για να περπατήσει κανείς περισσότερο ανάμεσα στους κρατήρες, αλλά είπαμε, δεν είχαμε αρκετό χρόνο. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες στον πολύχρωμο κρατήρα και παίξαμε και με τις ελαφρόπετρες που ήταν σκορπισμένες τριγύρω.
(Edit: Την πινακίδα εγώ την έβαλα στην θέση της. Την είχε ρίξει κάτω ο άνεμος που φυσούσε διαρκώς εκείνη την ώρα. Μην φανταστείτε κάτι τρομερό. Astypalaia style).
Αν και τα προηγούμενα αξιοθέατα τα βρίσκαμε κατά τύχη, η επόμενη στάση μας ήταν προγραμματισμένη και επρόκειτο για τον φάρο στην περιοχή Reykjanesta, το νοτιοδυτικότερο άκρο της χερσονήσου Reykjanes. Προσπεράσαμε ένα γεωθερμικό εργοστάσιο με εντυπωσιακά μεγάλους σωλήνες να χώνονται στη γη αστράφτοντας στο φως του ήλιου και φτάσαμε σε μία διασταύρωση. Δεξιά ήταν ο δρόμος για τον φάρο και αριστερά ο δρόμος για τις θερμοπηγές στο εργοστάσιο. Στρίψαμε δεξιά.
Όταν φτάσαμε είδαμε πως ο φάρος είναι χτισμένος στην κορυφή ενός ψηλού λόφου και ότι η άσφαλτος σταματά και ξεκινάει χαλικόδρομος (ο γνωστός μας gravel road). Προχωρήσαμε προσεκτικά πάνω στα μαύρα χαλίκια και παρκάραμε στους πρόποδες του φάρου. Εκεί είδαμε ότι έχει απαγορευτικό εισόδου, για τα αμάξια προφανώς, αλλά δεν είδαμε και κόσμο στην κορυφή του λόφου, εκεί που ήταν ο φάρος, οπότε δεν ανεβήκαμε.
Αντίθετα είδαμε κόσμο κοντά στην θάλασσα και πάνω σε κάτι γκρεμούς και πήγαμε κι εμείς να δούμε.Και φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού και είδαμε πολλές βραχώδεις στήλες μέσα στην θάλασσα και ένα νησί παράμερα, το επονομαζόμενο Eldey.
Ο γκρεμός είχε πολλές φωλιές από χιονογλάρονα. Βγάλαμε φωτογραφίες και πήγαμε και κοντά στον γκρεμό, όχι πολύ κοντά γιατί είδαμε κάτι ρήγματα στην άκρη και τα φοβηθήκαμε. Δεν φύσαγε πάντως.
Εκεί, κοντά στον γκρεμό, υπάρχει και το άγαλμα μιας great auk (άλκα η άπτερος), ενός πλάσματος εξαφανισμένου εδώ και 175 χρόνια (Ιούνιος 1844). Το καλοκαίρι εκείνο τρεις άντρες από την Σκωτία, που ενεργούσαν για λογαριασμό συλλεκτών, ανέβηκαν στο νησάκι Eldey, όπου βρίσκονταν η τελευταία φωλιά τους είδους και σκότωσαν το τελευταίο ζευγάρι.
Μετά τη βόλτα μας στα γκρεμνά πήγαμε σε κάτι ξύλινες γεφυρούλες που ήταν παραδίπλα και είδαμε δεκάδες χιονογλάρονα να υψώνονται πίσω από κάποιους χαμηλούς λόφους και αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί.
Κατεβήκαμε μια σειρά από σκαλίτσες και προχωρήσαμε προς μία πινακίδα που νομίζαμε ότι θα έλεγε για τα πουλιά,
αλλά τελικά αφορούσε μια θερμική πισίνα εκεί δίπλα, όπου τα παιδιά της περιοχής μάθαιναν κολύμπι την δεκαετία του ’30. Κάποια παιδιά περπατούσαν μια απόσταση 15 χιλιομέτρων κάθε άνοιξη από το σπίτι τους μέχρι την πισίνα και έμεναν σε δύο σκηνές (μία για τα αγόρια, μία για τα κορίτσια) 12-15 μέρες, όσες διαρκούσαν να μαθήματα. Τότε η θερμοκρασία της πισίνας ήταν 26°C, τώρα κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20°C.
Μετά φύγαμε και πήγαμε προς τη μεριά του εργοστασίου, που άτμιζε τόση ώρα από μακριά.
Παρκάραμε και προχωρήσαμε με τα πόδια προς κάποιες ξύλινες γεφυρούλες που είχαν προειδοποιητική πινακίδα στην αρχή τους που έλεγε ότι το μέρος είναι επικίνδυνο και να περπατάμε μόνο πάνω στα καθορισμένα μονοπάτια. Η περιοχή ήταν μια μεγάλη έκταση λευκού και κίτρινου χρώματος που μύριζε θειάφι με τρύπες στο έδαφος να αναδύουν ατμό,
μια λιμνούλα χρώματος απίστευτου οινοπνευματί,
και μια φοβερή attraction: μια θερμοπηγή που σφύριζε αδιάκοπα και πετούσε με πίεση ατμό. Τα παχιά και μυρωδάτα σύννεφα του ατμού κατευθύνονταν κατά εκεί που ήθελε ο άνεμος, μουσκεύοντας τον τόπο (και τους ανθρώπους) με υδρατμούς και γεμίζοντας τα πνευμόνια με την οσμή του βραστού αυγού.
Σε εκείνο το σημείο, ο θρύλος λέει, πως τον 18ο αιώνα κάποιοι γενναίοι άνδρες παγίδεψαν το κακό πνεύμα μιας μάγισσας με το όνομα Gunnar που ξεπάστρευε σωρηδόν κόσμο κι από τότε ολόκληρη η περιοχή των θερμοπηγών πήρε το όνομά της: Gunnuhver.
Αφού βγάλαμε φωτογραφίες σε απόσταση ασφαλείας από τον ατμοπίδακα πήγαμε και κοντά του και καταλήξαμε να στάζουμε ολόκληροι από τους υδρατμούς.
Ευτυχώς που είχε ήλιο και στεγνώσαμε γρήγορα κι εμείς και οι φωτογραφικές μας μηχανές.
Μετά είπαμε να πάμε προς την μεριά της γαλάζιας λίμνης που φαίνονταν λίγο μακρύτερα. Ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι στρωμένο με μαύρο χαλίκι το οποίο τελικά μας οδήγησε στο μέρος που είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο. Κι όμως είχαμε είδαμε ένα τζιπ δίπλα στην λίμνη, που σημαίνει ότι από κάπου μπορεί να φτάσει κάποιος ως εκεί.
Φύγαμε από τις θερμοπηγές και κάναμε παράκαμψη προς τα αριστερά για να πάμε και σε μία άλλη περιοχή με έντονη γεωθερμική δραστηριότητα που ονομάζονταν Seltun. Περιδιαβήκαμε μια πολύχρωμη έκταση που μύριζε θειάφι και μπορούσες να ακούσεις και να δεις τις μπουρμπουλήθρες στις θερμοπηγές. Στην αρχή της διαδρομής υπήρχε προειδοποιητική πινακίδα για να μην φεύγουμε από το μονοπάτι και στο έδαφος είχε δύο κόκκινες σκληρές σκούπες για να καθαρίζουμε τις σόλες των παπουτσιών μας πριν ξαναμπούμε στα αυτοκίνητα.
Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες κι είδαμε και κόσμο να ανεβαίνει ένα μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή ενός διπλανού βουνού. Υποθέσαμε ότι από εκεί πίσω θα ήταν η πράσινη λίμνη που είχα δει στους χάρτες, όμως η διαδρομή φαίνονταν πολύωρη κι εμείς έπρεπε να προλάβουμε και το ferry. Αποφασίσαμε όμως να κάνουμε μια στάση στην διπλανή λίμνη που ήταν ούτως ή άλλως στο δρόμο μας και βγάλαμε κι εκεί φωτογραφίες. Εκεί ήταν κι ένα παλιό εργοστάσιο που δεν φαίνονταν να βρίσκεται σε λειτουργία. Αυτό που επίσης δεν φαίνεται στις φωτογραφίες είναι ο δυνατός άνεμος που επικρατούσε στην περιοχή της λίμνης. Προσοχή πως ανοίγετε τις πόρτες του αυτοκινήτου.
Αφήνοντας πολλά πράγματα εκτός για να μπορέσουμε να προλάβουμε το ferry, ξεκινήσαμε την διαδρομή για το πορθμείο στο Landeyjahofn. Ανοίξαμε και τα πατατάκια για να τρώμε,. Στην πόλη του Selfoss κάναμε μία στάση σε ένα βενζινάδικο για να ξεδιψάσουμε το Yaris. Ήταν το πρώτο γέμισμα που κάναμε και το κάναμε στα ΙΣΛΑΝΔΙΚΑ. Κι αυτό γιατί δεν ξέραμε ότι έπρεπε να κάνουμε επιλογή γλώσσας πριν βάλουμε την κάρτα στο μηχάνημα. Για να βγάλουμε απόδειξη βάλαμε και ξαναβγάλαμε την κάρτα (αυτό δεν έπιανε πάντα, κάποιες φορές δεν έβγαινε καθόλου απόδειξη και μπαίναμε μέσα στο βενζινάδικο για να μας την εκτυπώσει ο υπάλληλος). Μετά ήμασταν πολύ χαρούμενοι που τα είχαμε καταφέρει.
Οδηγούσαμε τώρα ανάμεσα σε βουνά, ποτάμια, πόλεις και λιβάδια και ο ωκεανός μια φαινόταν και μια κρυβόταν.
Λίγο πριν στρίψουμε στην διασταύρωση που θα μας οδηγούσε νότια, κάναμε ακόμα μια στάση σε ένα βενζιάδικο στο Hvolsvollur για να βγει ο οδηγός από το αυτοκίνητο και να ξεμουδιάσει. Στην διασταύρωση είδαμε και μια μικρή πλατεία που είχαν φτιάξει, με ένα γιγάντιο πούφιν, και κατεβήκαμε να το δούμε και να βγάλουμε και φωτογραφίες. Αριστερά στο βάθος είδαμε και τον Seljalandsfoss και παραδίπλα του μερικούς άλλους, αλλά δεν θα πηγαίναμε να τους δούμε σήμερα. Σήμερα έπρεπε να προλάβουμε το ferry.
Και φτάσαμε στο πορθμείο και πήγαμε στο εκδοτήριο για να εκτυπώσουμε τα προπληρωμένα μας εισιτήρια. Η κοπέλα στο ταμείο μας είπε ότι ο συνοδηγός (εγώ) έπρεπε να ανέβει στον πάνω όροφο του πορθμείου και να περιμένει να μπει στο ferry από την πεζογέφυρα που ήταν εκεί, ενώ ο οδηγός έπρεπε να πάρει το αμάξι και να περιμένει μαζί με τα άλλα για να το βάλει στο γκαράζ του πλοίου. Έτσι κι έγινε. Το ferry ήταν ήδη εκεί και είχε σηκώσει ψηλά την πρύμνη του και από μέσα έβγαιναν τα αυτοκίνητα όσων είχαν μόλις φτάσει.
Οι επιβάτες έβγαιναν από μια μικρή γέφυρα που ένωνε το πλάι του πλοίου με το κτίριο που ήμουν εγώ.
Όταν έφυγαν όλοι ξεκίνησαν να μπαίνουν τα αυτοκίνητα που περίμεναν απ' έξω, μπήκε και ο καλός μου με το δικό μας και όταν μπήκαν όλοι, τότε ήρθε ο καπετάνιος και άνοιξε μια πορτούλα που ήταν κλειστή και μας σκάναρε τα εισιτήρια για να περάσουμε από την γέφυρα στο πλοίο. Στην άλλη άκρη της γέφυρας ήταν ο καλός μου και με περίμενε.
Πήγαμε στο κατάστρωμα που ήταν κλειστό και είχε ολόγυρα καναπέδες και μια μεγάλη τζαμαρία μπροστά μας και βλέπαμε την σηκωμένη πρύμνη. Σε λίγο ακούσαμε και τον καπετάνιο που έλεγε ότι ξεκινάμε και ότι θα φτάσουμε απέναντι σε 40'. Το πλοίο ξεκίνησε και η πρύμνη άρχισε να κατεβαίνει και μετά βγήκαμε από το λιμάνι και αρχίσαμε να πλέουμε στον Ατλαντικό.
Τα νερά ήταν πολύ ήρεμα και το πλοίο λικνίζονταν απαλά. Τριγύρω μας άρχισαν να διακρίνονται καλύτερα τα νησιά του συμπλέγματος, εμείς θα πηγαίναμε στο μεγαλύτερο και το μοναδικό που είναι κατοικημένο. Ο καλός μου βγήκε στο κατάστρωμα για να βγάλει φωτογραφίες και μετά βγήκα κι εγώ και ξαναμπήκα όταν ο καπετάνιος είπε ότι φτάνουμε και πρέπει οι οδηγοί να κατέβουν στο γκαράζ.
Βγήκαμε στο λιμάνι και μπερδευτήκαμε λίγο στο σημείο εκείνο, αλλά τελικά βρήκαμε τον δρόμο μας.
Φτάσαμε στο μέρος που μας έλεγαν οι οδηγίες και παρκάραμε δίπλα σε ένα άλλο αυτοκίνητο.
Τριγύρω μας μικρά σπιτάκια, ποιο ήταν το δικό μας; Μια κοπέλα στο σπίτι δίπλα στο parking μας χαιρέτησε και μας είπε ότι είναι κι εκείνη θαμώνας και μας έδειξε μια κορνίζα με τα τηλέφωνα των ιδιοκτητών να τους καλέσουμε να μας βοηθήσουν. Εμείς την ευχαριστήσαμε και φύγαμε, σκεπτόμενοι να δοκιμάσουμε την τύχη μας σε ΟΛΑ τα γύρω σπιτάκια, μέχρι να βρούμε το δικό μας.
Προσπεράσαμε έναν φράχτη όπου άγνωστα πουλιά κελαηδούσαν με πρωτόγνωρους στ' αυτιά μας ήχους και πλησιάσαμε το πρώτο κατάλυμα που βρέθηκε στον δρόμο μας, ένα λιλιπούτειο, πράσινο σπιτάκι με μια ακόμα πιο λιλιπούτεια αυλίτσα. Βρήκαμε έξω από την πόρτα του ένα κουτάκι, βάλαμε τον κωδικό που μου είχαν στείλει με e-mail και μετά από 2-3 προσπάθειες το κουτάκι άνοιξε και μέσα είχε ένα κλειδί! ΓΙΟΥΠΙ!
Ανοίξαμε την πόρτα και βρεθήκαμε σε ένα μικρό δωματιάκι με κουζινίτσα, μπάνιο και μια κουκέτα που κάτω είχε διπλό κρεββάτι και επάνω μονό. Είχε φούρνο μικροκυμάτων και καφετιέρα, αλλά δεν είδαμε να έχει κουζινικά για να φτιάξουμε τα ζυμαρικά που είχαμε αγοράσει. Ήταν όμως πάρα πολύ όμορφο. Τόσο πολύ μου άρεσε που έστειλα μήνυμα αμέσως στους σπιτονοικοκύρηδες για να τους ευχαριστήσω.
Μετά είδαμε ότι μπροστά από το σπιτάκι είχε χώρο και για το αμάξι μας και πήγαμε και το πήραμε από το parking της κυρίας που το είχαμε αφήσει, αλλά πριν το οδηγήσουμε στο κατάλυμα μας, κατεβήκαμε στην πόλη να αγοράσουμε τίποτα. Βέβαια δεν βρήκαμε ανοιχτό σουπερμάρκετ, γιατί ήταν Κυριακή και η ώρα κόντευε δέκα το βράδυ, αλλά βρήκαμε βενζινάδικο με κάτι hotdog ζωγραφισμένα στην μαρκίζα και μπήκαμε μέσα. Μέσα είχε τραπεζάκια και πολλές γυάλες με μεγάλη ποικιλία από καραμέλες. Παραγγείλαμε δύο hotdog και επιστρέψαμε στην περιοχή μας. Εκεί πήραμε ένα δρόμο παράλληλο με το parking της γειτόνισσας και παρκάραμε πλάι στο σπιτάκι μας.
Μπήκαμε μέσα και φάγαμε τα hotdog μας. Αφού χορτάσαμε, ανοίξαμε τα ντουλάπια και είδαμε αρχικά ότι είχε ένα ηλεκτρικό μάτι που δεν το είχα προσέξει την πρώτη φορά που κοίταξα (νηστική γαρ) κι ανοίξαμε και κάτι συρτάρια και είδαμε ότι έχει και κατσαρόλες, οπότε αναζωογονήθηκε μέσα μας η ιδέα των ζυμαρικών. Αποφασίσαμε όμως να τα φτιάξουμε την επομένη, γιατί είχαμε ήδη φάει.
Πλησίαζε η ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ντυθήκαμε καλά γιατί είχε αρχίσει να δροσίζει επικίνδυνα σε βαθμό παγωνιάς και περπατήσαμε μέχρι ένα ύψωμα, περνώντας μπροστά από ένα οικόπεδο γεμάτο άλογα (όχι αρκετά κοντά στον φράχτη για να τα χαϊδέψω). Από εκείνο το ύψωμα μπορέσαμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα και να βγάλουμε όσες φωτογραφίες αντέχαμε μέσα στο κρύο.
Μετά πήραμε τον δρόμο του γυρισμού για να κοιμηθούμε στο κουκλίστικο σπιτάκι μας.
Σήμερα ουσιαστικά ξεκινά το ταξίδι μας. Σήμερα θα κάνουμε το πρώτο μας check out, θα πάμε να πάρουμε το αυτοκινητάκι μας και θα ξεχυθούμε στην Ισλανδική εξοχή. Τελικός μας προορισμός είναι τα Vestmannaeyjar που σημαίνει "τα νησιά των Δυτικών".
Από το πρωί είχα στείλει e-mail στους σπιτονοικοκύρηδές μας στο Heimaey για να τους ενημερώσω ότι θα φτάναμε με το ferry των 20:45 κι εκείνοι μου απάντησαν στέλνοντάς μου τον κωδικό για να ανοίξω το keybox που θα βρίσκαμε έξω από το κατάλυμά μας.
Φρεσκαριστήκαμε λοιπόν, κατεβήκαμε για πρωινό κι αφού φάγαμε ανεβήκαμε πάλι στο δωμάτιο και φτιάξαμε τα πράγματά μας για το check out. Μετά κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν και αφήσαμε σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο την βαλίτσα και τις χειραποσκευές και πήγαμε στο λιμάνι για να πάρουμε το αυτοκίνητο που είχαμε ενοικιάσει από την Blue Car Rentals.
Η κοπελίτσα που μας έφτιαξε τα χαρτιά μας είπε ότι είναι ένα Toyota Yaris και είναι παρκαρισμένο στο πίσω μέρος του κτιρίου. Την ρώτησα τι χρώμα είναι και μου είπε ότι δεν ξέρει. Έτσι πήγαμε στο πίσω μέρος του κτιρίου και παίζαμε με το κουμπάκι του συναγερμού για να δούμε πιο θα κουδουνίσει. Τελικά κουδούνισε ένα αστραφτερό σκούρο μπλε.
Πριν ξεκινήσουμε προσπαθήσαμε να εξοικειωθούμε με το αμάξι. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε πως ανοίγει το καπάκι της βενζίνης. Μετά ο καλός μου - οδηγός, ρύθμισε το κάθισμα, το τιμόνι και τους καθρέπτες και εγώ φωτογράφισα κάθε γρατζουνίτσα που έβλεπα για να ξέρουμε πώς ήταν το αμάξι πριν το παραλάβουμε. Όλες ασήμαντες εκτός από μια γερή στο καπό.
Πριν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για να πάρουμε τα πράγματα που είχαμε αφήσει εκεί, πήγαμε στο supermarket Kronar και αγοράσαμε δύο πατατάκια, ένα τσαμπί μπανάνες και δύο ξινόμηλα για να τρώμε στο δρόμο. Για να φτιάξουμε φαγητό όταν θα φτάναμε στον προορισμό μας, αγοράσαμε ένα πακέτο ζυμαρικά και μία έτοιμη σάλτσα τυριών. Πήραμε και το ισλανδικό αντίστοιχο του liposan για τα χείλια, γιατί η ενυδατική κρεμούλα που είχα φέρει από την πατρίδα δεν άρεσε στο έτερον ήμισυ.
Μετά γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, πήραμε ότι είχαμε να πάρουμε, μπήκαμε στο αμάξι, βάλαμε μπροστά το GPS και ξεκινήσαμε. Το πρόγραμμά μας ήταν να δούμε πρώτα όσα μπορούμε από την χερσόνησο Reykjanes και κατά το βραδάκι (λέμε τώρα) να είμαστε στο πορθμείο στο Landeyjahöfn, όπου βρίσκονταν ο σταθμός των φέριμποτ για να περάσουμε απέναντι.
Βγήκαμε σχετικά εύκολα από την πόλη. Καθώς προχωρούσαμε βλέπαμε να υψώνονται μεγάλες και πυκνές στήλες λευκού ατμού, αρκετά χιλιόμετρα προς τα αριστερά μας, στην κατεύθυνση που πηγαίναμε κι εμείς. Τι να ήταν άραγε;
Η πρώτη μας στάση ήταν εντελώς τυχαία. Σταματήσαμε γιατί είδαμε ένα αυτοκίνητο να σταματάει κι από μέσα να βγαίνουν άνθρωποι με γιγαντιαίους τηλεφακούς και τριπόδια. "Α!" λέμε, "κάτι καλό θα είναι εδώ!". Και πράγματι ήταν: η αρχή του μονοπατιού για τον γκρεμό Hafnarberg. Τον συγκεκριμένο γκρεμό επιλέγουν για σπίτι τους διάφορα θαλασσοπούλια και η θέα των βράχων λένε ότι είναι εκπληκτική, αλλά... ο χρόνος να πας και να γυρίσεις μονάχα είναι δύο ώρες στο νερό κι εμείς δεν είχαμε πολύ ώρα στη διάθεσή μας. Έτσι περιοριστήκαμε να βγάλουμε κάμποσες φωτογραφίες και να συνεχίσουμε τον δρόμο μας.



Στη συνέχεια της διαδρομής είδαμε δεξιά μια λίμνη και είπα στον καλό μου να σταματήσει να να βγάλουμε φωτογραφίες και σταμάτησε σε ένα parking στην αριστερή μεριά. Εκεί είδαμε πολλά αυτοκίνητα και κόσμο μαζεμένο να ανεβαίνει προς μία γέφυρα και είπαμε να αφήσουμε την λίμνη για να δούμε που πάνε. Και το αξιοθέατο ήταν η Bridge America – Europe, πάνω από το τεκτονικό ρήγμα της Αμερικάνικης και Ευρασιατικής πλάκας.



O καλός μου πέρασε πρώτος στην απέναντι πλευρά και του έλεγα: “Μπράβο! Πήγες στην Αμερική!” και γελάγαμε. Πέρασα κι εγώ απέναντι και ανέβηκα σε κάτι αμμοθίνες και φωτογράφισα από κοντά δυο βραχώδεις στήλες και μετά είχε πλάκα που κατέβηκα τον αμμόλοφο, γιατί τα πόδια μου ήταν μέσα στην άμμο μέχρι τον αστράγαλο, σχεδόν. Πίσω μου είχα αφήσει μαύρα ίχνη, γιατί κάτω από την στεγνή, γκρίζα επιφάνεια, η άμμος ήταν υγρή και μαύρη.


Μετά την γέφυρα μεταξύ των ηπείρων σειρά είχε ένα λοφάκι δεξιά του δρόμου, όπου σταματήσαμε γιατί εκεί είδαμε κι άλλα αυτοκίνητα σταματημένα. Το λοφάκι δεν ήταν λοφάκι, ήταν κρατήρας και συγκεκριμένα ένας από τους κρατήρες του συστήματος Stampar, το οποίο δημιουργήθηκε από δύο ηφαιστειακά ρήγματα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Διάβασα πως η νεότερη σειρά κρατήρων γεννήθηκε τον 13ο αιώνα κατά τις “Φωτιές της Reykjanes" (Reykjanes Fires 1210-1240). Υπάρχει και μονοπάτι για να περπατήσει κανείς περισσότερο ανάμεσα στους κρατήρες, αλλά είπαμε, δεν είχαμε αρκετό χρόνο. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες στον πολύχρωμο κρατήρα και παίξαμε και με τις ελαφρόπετρες που ήταν σκορπισμένες τριγύρω.




(Edit: Την πινακίδα εγώ την έβαλα στην θέση της. Την είχε ρίξει κάτω ο άνεμος που φυσούσε διαρκώς εκείνη την ώρα. Μην φανταστείτε κάτι τρομερό. Astypalaia style).
Αν και τα προηγούμενα αξιοθέατα τα βρίσκαμε κατά τύχη, η επόμενη στάση μας ήταν προγραμματισμένη και επρόκειτο για τον φάρο στην περιοχή Reykjanesta, το νοτιοδυτικότερο άκρο της χερσονήσου Reykjanes. Προσπεράσαμε ένα γεωθερμικό εργοστάσιο με εντυπωσιακά μεγάλους σωλήνες να χώνονται στη γη αστράφτοντας στο φως του ήλιου και φτάσαμε σε μία διασταύρωση. Δεξιά ήταν ο δρόμος για τον φάρο και αριστερά ο δρόμος για τις θερμοπηγές στο εργοστάσιο. Στρίψαμε δεξιά.
Όταν φτάσαμε είδαμε πως ο φάρος είναι χτισμένος στην κορυφή ενός ψηλού λόφου και ότι η άσφαλτος σταματά και ξεκινάει χαλικόδρομος (ο γνωστός μας gravel road). Προχωρήσαμε προσεκτικά πάνω στα μαύρα χαλίκια και παρκάραμε στους πρόποδες του φάρου. Εκεί είδαμε ότι έχει απαγορευτικό εισόδου, για τα αμάξια προφανώς, αλλά δεν είδαμε και κόσμο στην κορυφή του λόφου, εκεί που ήταν ο φάρος, οπότε δεν ανεβήκαμε.

Αντίθετα είδαμε κόσμο κοντά στην θάλασσα και πάνω σε κάτι γκρεμούς και πήγαμε κι εμείς να δούμε.Και φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού και είδαμε πολλές βραχώδεις στήλες μέσα στην θάλασσα και ένα νησί παράμερα, το επονομαζόμενο Eldey.


Ο γκρεμός είχε πολλές φωλιές από χιονογλάρονα. Βγάλαμε φωτογραφίες και πήγαμε και κοντά στον γκρεμό, όχι πολύ κοντά γιατί είδαμε κάτι ρήγματα στην άκρη και τα φοβηθήκαμε. Δεν φύσαγε πάντως.

Εκεί, κοντά στον γκρεμό, υπάρχει και το άγαλμα μιας great auk (άλκα η άπτερος), ενός πλάσματος εξαφανισμένου εδώ και 175 χρόνια (Ιούνιος 1844). Το καλοκαίρι εκείνο τρεις άντρες από την Σκωτία, που ενεργούσαν για λογαριασμό συλλεκτών, ανέβηκαν στο νησάκι Eldey, όπου βρίσκονταν η τελευταία φωλιά τους είδους και σκότωσαν το τελευταίο ζευγάρι.

Μετά τη βόλτα μας στα γκρεμνά πήγαμε σε κάτι ξύλινες γεφυρούλες που ήταν παραδίπλα και είδαμε δεκάδες χιονογλάρονα να υψώνονται πίσω από κάποιους χαμηλούς λόφους και αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί.

Κατεβήκαμε μια σειρά από σκαλίτσες και προχωρήσαμε προς μία πινακίδα που νομίζαμε ότι θα έλεγε για τα πουλιά,

αλλά τελικά αφορούσε μια θερμική πισίνα εκεί δίπλα, όπου τα παιδιά της περιοχής μάθαιναν κολύμπι την δεκαετία του ’30. Κάποια παιδιά περπατούσαν μια απόσταση 15 χιλιομέτρων κάθε άνοιξη από το σπίτι τους μέχρι την πισίνα και έμεναν σε δύο σκηνές (μία για τα αγόρια, μία για τα κορίτσια) 12-15 μέρες, όσες διαρκούσαν να μαθήματα. Τότε η θερμοκρασία της πισίνας ήταν 26°C, τώρα κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20°C.


Μετά φύγαμε και πήγαμε προς τη μεριά του εργοστασίου, που άτμιζε τόση ώρα από μακριά.

Παρκάραμε και προχωρήσαμε με τα πόδια προς κάποιες ξύλινες γεφυρούλες που είχαν προειδοποιητική πινακίδα στην αρχή τους που έλεγε ότι το μέρος είναι επικίνδυνο και να περπατάμε μόνο πάνω στα καθορισμένα μονοπάτια. Η περιοχή ήταν μια μεγάλη έκταση λευκού και κίτρινου χρώματος που μύριζε θειάφι με τρύπες στο έδαφος να αναδύουν ατμό,

μια λιμνούλα χρώματος απίστευτου οινοπνευματί,

και μια φοβερή attraction: μια θερμοπηγή που σφύριζε αδιάκοπα και πετούσε με πίεση ατμό. Τα παχιά και μυρωδάτα σύννεφα του ατμού κατευθύνονταν κατά εκεί που ήθελε ο άνεμος, μουσκεύοντας τον τόπο (και τους ανθρώπους) με υδρατμούς και γεμίζοντας τα πνευμόνια με την οσμή του βραστού αυγού.

Σε εκείνο το σημείο, ο θρύλος λέει, πως τον 18ο αιώνα κάποιοι γενναίοι άνδρες παγίδεψαν το κακό πνεύμα μιας μάγισσας με το όνομα Gunnar που ξεπάστρευε σωρηδόν κόσμο κι από τότε ολόκληρη η περιοχή των θερμοπηγών πήρε το όνομά της: Gunnuhver.
Αφού βγάλαμε φωτογραφίες σε απόσταση ασφαλείας από τον ατμοπίδακα πήγαμε και κοντά του και καταλήξαμε να στάζουμε ολόκληροι από τους υδρατμούς.


Ευτυχώς που είχε ήλιο και στεγνώσαμε γρήγορα κι εμείς και οι φωτογραφικές μας μηχανές.
Μετά είπαμε να πάμε προς την μεριά της γαλάζιας λίμνης που φαίνονταν λίγο μακρύτερα. Ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι στρωμένο με μαύρο χαλίκι το οποίο τελικά μας οδήγησε στο μέρος που είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο. Κι όμως είχαμε είδαμε ένα τζιπ δίπλα στην λίμνη, που σημαίνει ότι από κάπου μπορεί να φτάσει κάποιος ως εκεί.
Φύγαμε από τις θερμοπηγές και κάναμε παράκαμψη προς τα αριστερά για να πάμε και σε μία άλλη περιοχή με έντονη γεωθερμική δραστηριότητα που ονομάζονταν Seltun. Περιδιαβήκαμε μια πολύχρωμη έκταση που μύριζε θειάφι και μπορούσες να ακούσεις και να δεις τις μπουρμπουλήθρες στις θερμοπηγές. Στην αρχή της διαδρομής υπήρχε προειδοποιητική πινακίδα για να μην φεύγουμε από το μονοπάτι και στο έδαφος είχε δύο κόκκινες σκληρές σκούπες για να καθαρίζουμε τις σόλες των παπουτσιών μας πριν ξαναμπούμε στα αυτοκίνητα.



Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες κι είδαμε και κόσμο να ανεβαίνει ένα μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή ενός διπλανού βουνού. Υποθέσαμε ότι από εκεί πίσω θα ήταν η πράσινη λίμνη που είχα δει στους χάρτες, όμως η διαδρομή φαίνονταν πολύωρη κι εμείς έπρεπε να προλάβουμε και το ferry. Αποφασίσαμε όμως να κάνουμε μια στάση στην διπλανή λίμνη που ήταν ούτως ή άλλως στο δρόμο μας και βγάλαμε κι εκεί φωτογραφίες. Εκεί ήταν κι ένα παλιό εργοστάσιο που δεν φαίνονταν να βρίσκεται σε λειτουργία. Αυτό που επίσης δεν φαίνεται στις φωτογραφίες είναι ο δυνατός άνεμος που επικρατούσε στην περιοχή της λίμνης. Προσοχή πως ανοίγετε τις πόρτες του αυτοκινήτου.


Αφήνοντας πολλά πράγματα εκτός για να μπορέσουμε να προλάβουμε το ferry, ξεκινήσαμε την διαδρομή για το πορθμείο στο Landeyjahofn. Ανοίξαμε και τα πατατάκια για να τρώμε,. Στην πόλη του Selfoss κάναμε μία στάση σε ένα βενζινάδικο για να ξεδιψάσουμε το Yaris. Ήταν το πρώτο γέμισμα που κάναμε και το κάναμε στα ΙΣΛΑΝΔΙΚΑ. Κι αυτό γιατί δεν ξέραμε ότι έπρεπε να κάνουμε επιλογή γλώσσας πριν βάλουμε την κάρτα στο μηχάνημα. Για να βγάλουμε απόδειξη βάλαμε και ξαναβγάλαμε την κάρτα (αυτό δεν έπιανε πάντα, κάποιες φορές δεν έβγαινε καθόλου απόδειξη και μπαίναμε μέσα στο βενζινάδικο για να μας την εκτυπώσει ο υπάλληλος). Μετά ήμασταν πολύ χαρούμενοι που τα είχαμε καταφέρει.
Οδηγούσαμε τώρα ανάμεσα σε βουνά, ποτάμια, πόλεις και λιβάδια και ο ωκεανός μια φαινόταν και μια κρυβόταν.



Λίγο πριν στρίψουμε στην διασταύρωση που θα μας οδηγούσε νότια, κάναμε ακόμα μια στάση σε ένα βενζιάδικο στο Hvolsvollur για να βγει ο οδηγός από το αυτοκίνητο και να ξεμουδιάσει. Στην διασταύρωση είδαμε και μια μικρή πλατεία που είχαν φτιάξει, με ένα γιγάντιο πούφιν, και κατεβήκαμε να το δούμε και να βγάλουμε και φωτογραφίες. Αριστερά στο βάθος είδαμε και τον Seljalandsfoss και παραδίπλα του μερικούς άλλους, αλλά δεν θα πηγαίναμε να τους δούμε σήμερα. Σήμερα έπρεπε να προλάβουμε το ferry.

Και φτάσαμε στο πορθμείο και πήγαμε στο εκδοτήριο για να εκτυπώσουμε τα προπληρωμένα μας εισιτήρια. Η κοπέλα στο ταμείο μας είπε ότι ο συνοδηγός (εγώ) έπρεπε να ανέβει στον πάνω όροφο του πορθμείου και να περιμένει να μπει στο ferry από την πεζογέφυρα που ήταν εκεί, ενώ ο οδηγός έπρεπε να πάρει το αμάξι και να περιμένει μαζί με τα άλλα για να το βάλει στο γκαράζ του πλοίου. Έτσι κι έγινε. Το ferry ήταν ήδη εκεί και είχε σηκώσει ψηλά την πρύμνη του και από μέσα έβγαιναν τα αυτοκίνητα όσων είχαν μόλις φτάσει.

Οι επιβάτες έβγαιναν από μια μικρή γέφυρα που ένωνε το πλάι του πλοίου με το κτίριο που ήμουν εγώ.

Όταν έφυγαν όλοι ξεκίνησαν να μπαίνουν τα αυτοκίνητα που περίμεναν απ' έξω, μπήκε και ο καλός μου με το δικό μας και όταν μπήκαν όλοι, τότε ήρθε ο καπετάνιος και άνοιξε μια πορτούλα που ήταν κλειστή και μας σκάναρε τα εισιτήρια για να περάσουμε από την γέφυρα στο πλοίο. Στην άλλη άκρη της γέφυρας ήταν ο καλός μου και με περίμενε.
Πήγαμε στο κατάστρωμα που ήταν κλειστό και είχε ολόγυρα καναπέδες και μια μεγάλη τζαμαρία μπροστά μας και βλέπαμε την σηκωμένη πρύμνη. Σε λίγο ακούσαμε και τον καπετάνιο που έλεγε ότι ξεκινάμε και ότι θα φτάσουμε απέναντι σε 40'. Το πλοίο ξεκίνησε και η πρύμνη άρχισε να κατεβαίνει και μετά βγήκαμε από το λιμάνι και αρχίσαμε να πλέουμε στον Ατλαντικό.

Τα νερά ήταν πολύ ήρεμα και το πλοίο λικνίζονταν απαλά. Τριγύρω μας άρχισαν να διακρίνονται καλύτερα τα νησιά του συμπλέγματος, εμείς θα πηγαίναμε στο μεγαλύτερο και το μοναδικό που είναι κατοικημένο. Ο καλός μου βγήκε στο κατάστρωμα για να βγάλει φωτογραφίες και μετά βγήκα κι εγώ και ξαναμπήκα όταν ο καπετάνιος είπε ότι φτάνουμε και πρέπει οι οδηγοί να κατέβουν στο γκαράζ.

Βγήκαμε στο λιμάνι και μπερδευτήκαμε λίγο στο σημείο εκείνο, αλλά τελικά βρήκαμε τον δρόμο μας.


Φτάσαμε στο μέρος που μας έλεγαν οι οδηγίες και παρκάραμε δίπλα σε ένα άλλο αυτοκίνητο.
Τριγύρω μας μικρά σπιτάκια, ποιο ήταν το δικό μας; Μια κοπέλα στο σπίτι δίπλα στο parking μας χαιρέτησε και μας είπε ότι είναι κι εκείνη θαμώνας και μας έδειξε μια κορνίζα με τα τηλέφωνα των ιδιοκτητών να τους καλέσουμε να μας βοηθήσουν. Εμείς την ευχαριστήσαμε και φύγαμε, σκεπτόμενοι να δοκιμάσουμε την τύχη μας σε ΟΛΑ τα γύρω σπιτάκια, μέχρι να βρούμε το δικό μας.
Προσπεράσαμε έναν φράχτη όπου άγνωστα πουλιά κελαηδούσαν με πρωτόγνωρους στ' αυτιά μας ήχους και πλησιάσαμε το πρώτο κατάλυμα που βρέθηκε στον δρόμο μας, ένα λιλιπούτειο, πράσινο σπιτάκι με μια ακόμα πιο λιλιπούτεια αυλίτσα. Βρήκαμε έξω από την πόρτα του ένα κουτάκι, βάλαμε τον κωδικό που μου είχαν στείλει με e-mail και μετά από 2-3 προσπάθειες το κουτάκι άνοιξε και μέσα είχε ένα κλειδί! ΓΙΟΥΠΙ!
Ανοίξαμε την πόρτα και βρεθήκαμε σε ένα μικρό δωματιάκι με κουζινίτσα, μπάνιο και μια κουκέτα που κάτω είχε διπλό κρεββάτι και επάνω μονό. Είχε φούρνο μικροκυμάτων και καφετιέρα, αλλά δεν είδαμε να έχει κουζινικά για να φτιάξουμε τα ζυμαρικά που είχαμε αγοράσει. Ήταν όμως πάρα πολύ όμορφο. Τόσο πολύ μου άρεσε που έστειλα μήνυμα αμέσως στους σπιτονοικοκύρηδες για να τους ευχαριστήσω.
Μετά είδαμε ότι μπροστά από το σπιτάκι είχε χώρο και για το αμάξι μας και πήγαμε και το πήραμε από το parking της κυρίας που το είχαμε αφήσει, αλλά πριν το οδηγήσουμε στο κατάλυμα μας, κατεβήκαμε στην πόλη να αγοράσουμε τίποτα. Βέβαια δεν βρήκαμε ανοιχτό σουπερμάρκετ, γιατί ήταν Κυριακή και η ώρα κόντευε δέκα το βράδυ, αλλά βρήκαμε βενζινάδικο με κάτι hotdog ζωγραφισμένα στην μαρκίζα και μπήκαμε μέσα. Μέσα είχε τραπεζάκια και πολλές γυάλες με μεγάλη ποικιλία από καραμέλες. Παραγγείλαμε δύο hotdog και επιστρέψαμε στην περιοχή μας. Εκεί πήραμε ένα δρόμο παράλληλο με το parking της γειτόνισσας και παρκάραμε πλάι στο σπιτάκι μας.

Μπήκαμε μέσα και φάγαμε τα hotdog μας. Αφού χορτάσαμε, ανοίξαμε τα ντουλάπια και είδαμε αρχικά ότι είχε ένα ηλεκτρικό μάτι που δεν το είχα προσέξει την πρώτη φορά που κοίταξα (νηστική γαρ) κι ανοίξαμε και κάτι συρτάρια και είδαμε ότι έχει και κατσαρόλες, οπότε αναζωογονήθηκε μέσα μας η ιδέα των ζυμαρικών. Αποφασίσαμε όμως να τα φτιάξουμε την επομένη, γιατί είχαμε ήδη φάει.
Πλησίαζε η ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ντυθήκαμε καλά γιατί είχε αρχίσει να δροσίζει επικίνδυνα σε βαθμό παγωνιάς και περπατήσαμε μέχρι ένα ύψωμα, περνώντας μπροστά από ένα οικόπεδο γεμάτο άλογα (όχι αρκετά κοντά στον φράχτη για να τα χαϊδέψω). Από εκείνο το ύψωμα μπορέσαμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα και να βγάλουμε όσες φωτογραφίες αντέχαμε μέσα στο κρύο.

Μετά πήραμε τον δρόμο του γυρισμού για να κοιμηθούμε στο κουκλίστικο σπιτάκι μας.
Last edited: