Fanie
Member
4 Ιουνίου
Ξύπνησα στις 04:30. Έξω η ανατολή είχε ολοκληρωθεί εδώ και μία ώρα.
Σήμερα φυσάει πάρα πολύ και το σπιτάκι μας κουνιέται όταν οι ριπές είναι δυνατές. Ξεκίνησε να φυσάει από τα μεσάνυχτα και δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή. Εμείς σήμερα φεύγουμε από εδώ με το ferry των 12:00 και δεν ήξερα πώς θα είναι ο καιρός μέχρι εκείνη την ώρα.
Όταν ξύπνησε και ο καλός μου φτιάξαμε καφέ και φτιάξαμε και τα πράγματά μας. Δεν βγήκαμε από το σπίτι μέχρι τις 10:30, οπότε και αφήσαμε το κλειδάκι του σπιτιού στο κουτί που το είχαμε βρει και ξεκινήσαμε για το λιμάνι. Γεια σου σπιτάκι!
Ο άνεμος είχε τώρα ελαττωθεί. Επειδή είχαμε κάμποσο χρόνο, πήγαμε και κοντά στα βουνά που φαίνονταν σαν κρατήρας από το παράθυρό μας και είδαμε ότι ήταν εκεί ένα γήπεδο γκολφ.
Μετά πήγαμε στο λιμάνι και είδαμε ότι γίνονταν έργα ασφαλτόστρωσης και πολλές δίοδοι ήταν κλειστές, οπότε δυσκολευτήκαμε να βρούμε πρόσβαση στο πορθμείο. Όταν φτάσαμε εκεί και εκτυπώσαμε τα εισιτήρια, ακολουθήσαμε την γνωστή διαδικασία. Εγώ ανέβηκα στην πεζογέφυρα και ο καλός μου περίμενε στο αυτοκίνητο.
Ο άνεμος είχε τώρα κοπάσει σχεδόν εντελώς. Ήρθε το πλοίο στην ώρα του.
Αφού τακτοποιηθήκαμε στο ίδιο σαλονάκι που είχαμε πάει και στην αρχή, πήγα στο ανοιχτό κατάστρωμα για να βγάλω φωτογραφίες. Εκεί είδα πως έρχονταν κι άλλο πλοίο, γεμάτο τουρίστες που με τραβούσαν φωτογραφία. Όχι εμένα, το νησί, αλλά είμαι στα πλάνα πολλών.
Αποπλεύσαμε στην ώρα μας αφήνοντας πίσω μας τα Νησιά των Δυτικών, να τα χαρούν οι νεόφερτοι.
Όταν φτάσαμε στην ενδοχώρα αποφασίσαμε το πρώτο μας αξιοθέατο να είναι ο καταρράκτης Gluggafoss (γνωστός κι ως Merkjárfoss). Ο χάρτης έδειχνε ότι ήταν ευθεία μπροστά μας εάν ακολουθούσαμε τον δρόμο 250. Διαπιστώσαμε όμως ότι ο συγκεκριμένος είναι χαλικόδρομος και μάλιστα από τους άσχημους. Αν και αρχικά τον ακολουθήσαμε, γρήγορα τον παρατήσαμε γιατί η διαδρομή ήταν κοντά 14 km και σίγουρα θα μας χαλούσε τα λάστιχα.
Επανασχεδιασμός διαδρομής λοιπόν και είδαμε ότι μπορούσαμε από τον κεντρικό να πάμε έως το Hvolsvöllur (μια απόσταση 17 km) και μετά να πάρουμε τον ασφαλτοστρωμένο 261 για άλλα τόσα χιλιόμετρα, για να φτάσουμε τελικά στον πρώτο μας καταρράκτη. Κι αφού θα πηγαίναμε ως το Hvolsvöllur, είπαμε να σταματήσουμε και για μεσημεριανό εκεί, προτού ακολουθήσουμε τον 261. Έτσι καταλήξαμε στο Eldstó Art Cafe, που ήταν επάνω στην διασταύρωση.
Εγώ παράγγειλα αρνάκι και ο καλός μου fish & chips. Όση ώρα περιμέναμε να έρθει το φαγητό μελετούσαμε ένα λεύκωμα που μας είχε δώσει ο σερβιτόρος με εικόνες και περιγραφές από την έκρηξη του ηφαιστείου Eyjafjallajökull το 2010.
Από το λεύκωμα αυτό μάθαμε πόσο τυχεροί στάθηκαν οι κάτοικοι εκεί, γιατί το ρήγμα άνοιξε σε έδαφος που δεν καλύπτονταν από παγετώνα κι έτσι γλίτωσαν μεγάλες πλημμύρες που διαφορετικά θα σάρωναν την περιοχή τους. Η εκκένωση στις γύρω φάρμες κράτησε μόνο 24 ώρες, μέχρι να βεβαιωθούν οι αρχές ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Και αφού ο κίνδυνος εξέλιπε ξεκίνησαν τα τουριστικά πρακτορεία τις πτήσεις των ελικοπτέρων, για να δουν οι τουρίστες από κοντά την έκρηξη. Στο λεύκωμα βλέπαμε φωτογραφίες από κυρίες με ψηλοτάκουνα και στο βάθος το βουνό με την πυρακτωμένη λάβα και τους μαύρους καπνούς. Ο ορισμός της προσαρμογής!
Ήρθαν και τα πιάτα μας! Τα οποία φαίνονταν πολύ χορταστικά και προκάλεσαν τον θαυμασμό μιας παρέας 4 ηλικιωμένων που έφευγαν εκείνη την στιγμή.
Μετά το φαγητό πήραμε το αμάξι και ξεκινήσαμε για τον καταρράκτη μας. Περάσαμε πολύ ωραία τοπία με απέραντα λιβάδια, άλογα, βόδια και πρόβατα. Περάσαμε φάρμες που στις εξώπορτές τους είχαν τα μαύρα γραμματοκιβώτια με το κόκκινο μοχλό που βλέπουμε στις ταινίες. Μία φάρμα είχε έναν ξύλινο κόκκορα στην πόρτα της. Είδαμε ένα κάμπιγκ και στο οικόπεδο δίπλα του ένα μεγάλο καίκι, ακουμπισμένο επάνω στο γρασίδι. Είδαμε εκκλησάκια με κόκκινες οξύκορφες στέγες επάνω σε πράσινους λόφους. Είδαμε κι ένα μεγάλο πρόβατο να μασουλάει γρασίδι ακριβώς στην άκρη του δρόμου, έξω από την περιφραγμένη φάρμα του.
Όμως όλα αυτά τα σκέπαζε μια καταχνιά, άλλο πράγμα, που δυστυχώς θα μας συντρόφευε ολόκληρη την ημέρα σήμερα. Άνεμο δυνατό δεν είχε, ούτε βροχή, μονάχα αυτή την ενοχλητική καταχνιά που εμπόδιζε τον ήλιο να φωτίσει τα χρώματα.
Φτάσαμε στον καταρράκτη και κατέβηκα νωρίτερα από το αμάξι για να τον βγάλω ολόκληρο φωτογραφία, επειδή είχα δει πως εάν φτάναμε στο parking δεν θα μπορούσα να δω την κορυφή του.
Παραδίπλα υπήρχε κι άλλος καταρράκτης, που ήταν όμως μέσα σε περιφραγμένο οικόπεδο γεμάτο πρόβατα, μισοκουρεμένα για κάποιο λόγο.
Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και ήμασταν πολύ ενθουσιασμένοι (ήταν ο πρώτος μας καταρράκτης, μην ξεχνιόμαστε). Έβαλα και το χέρι μου στο ρυάκι που σχημάτιζαν τα νερά και ήταν πολύ παγωμένο.
Μετά πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, πάντα με την απορία γιατί τα πρόβατα να είναι μισοκουρεμένα.
Συνεχίσαμε για τους επόμενους δύο καταρράκτες της ημέρας, τον Seljalandsfoss και τον Gljufrabui, που είναι γειτονικοί μεταξύ τους, 500 μέτρα ο ένας από τον άλλον. Έχουν όμορφες ιδιαιτερότητες και οι δύο τους, γεγονός που τους κάνει εξαιρετικά δημοφιλείς που σημαίνει ότι έχουν πολύ κόσμο. Στον πρώτο μπορεί κανείς να περάσει από πίσω του και στον δεύτερο μπορεί να τον δει μπαίνοντας σε ένα στενό φαράγγι.
Παρκάραμε στο επί πληρωμή πάρκινγκ του Seljalandsfoss (το εισιτήριο περιλαμβάνει και χρήση της τουαλέτας) και πήγαμε κοντά του. Είχε όντως κόσμο, όμως όχι κάτι το τρομερό. Μπορέσαμε με άνεση να περπατήσουμε και να σταθούμε για να βγάλουμε φωτογραφίες. Έσκασε και μύτη κι ο ήλιος πίσω από τα σύννεφα, για μερικά δευτερόλεπτα, και είδαμε και ουράνιο τόξο στη βάση του καταρράκτη. Ήταν πάρα πολύ εντυπωσιακός, αλλά επειδή το φόντο ήταν λευκό, από την καταχνιά, δεν βγάλαμε φωτογραφίες εξίσου εντυπωσιακές.
Μετά τον Seljalandsfoss περπατήσαμε προς τα δεξιά για 500 μέτρα (είχε δύο πινακίδες, μία στην αρχή του μονοπατιού και μία στα 200 μέτρα) για να φτάσουμε στον κρυμμένο καταρράκτη, τον Gljufrabui. Αυτός είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός γιατί μπορείς να φτάσεις ελάχιστα μέτρα από το σημείο που πέφτει στο έδαφος και επειδή όλο αυτό βρίσκεται μέσα σε μια στενή χαράδρα, με το φως να πέφτει μονάχα από ψηλά και τον ήχο να αντανακλάται στα βράχια, δεν τον χορταίνεις όση ώρα και να κάτσεις εκεί μέσα.
Για να φτάσουμε κοντά του έπρεπε να μπούμε στη χαράδρα ακροβατώντας επάνω σε γλιστερές πέτρες και αποφεύγοντας το παγωμένο νερό του ποταμού που σχημάτιζε, ακριβώς δίπλα μας, ο καταρράκτης. Έκανα όση ισορροπία μπορούσα, βάζοντας και το χέρι μου στους υγρούς βράχους δεξιά μου για υποστήριξη, αλλά κάποια στιγμή οι βράχοι απομακρύνθηκαν από τις πετρούλες και εκεί έχασα την ισορροπία μου κι έβαλα το πόδι μου στο νερό, το οποίο ήταν ρηχό κι επειδή τα παππούτσια μου είναι αδιάβροχα δεν κατάλαβα τίποτα.
Μέσα στην σπηλίτσα υπάρχει μια μικρή χωμάτινη έκταση με έναν τεράστιο βράχο όπου αν θες μπορείς ν' ανέβεις. Την ώρα που φτάσαμε εμείς ήταν εκεί μια οικογένεια Ινδών που έβγαζαν φωτογραφίες, αλλά αργούσαν να κατέβουν και ειδικά ο τελευταίος της παρέας κάθονταν και κοίταζε και δεν κατέβαινε και μου χαλούσε το πλάνο. Εν τέλει πήγα όσο πιο κοντά στην βάση του καταρράκτη μπορούσα και τον κοίταζα που έπεφτε από ψηλά. Ωραία ήταν. Στον δρόμο προς την έξοδο από την μικρή χαράδρα τα πράγματα ήταν πιο ομαλά.
Η ώρα ήταν ήδη περασμένη και επειδή το νέο μας Guesthouse ήταν μακριά, ξεκινήσαμε για εκεί κάνοντας μόνο μια μικρή στάση ακόμα για να δούμε τις σπηλιές Rútshellir μέσα στις οποίες οι άνθρωποι έφτιαχναν τα σπίτια τους. Στη διάρκεια της διαδρομής το τοπίο ήταν υπέροχο παρά την καταχνιά.
Φτάσαμε και στις σπηλιές Rútshellir, που όμως ήταν περιφραγμένες και δεν μπορέσαμε να πλησιάσουμε αρκετά. Καθώς τις φωτογράφιζα μού γύρισε ο αστράγαλος και πόνεσα πολύ, αλλά ευτυχώς το ξεπέρασα γρήγορα. Εδώ είχα ανέβει ένα ηφαίστειο χωρίς να πάθω κάτι, στο ίσωμα θα την πατούσα;
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο αφού αφήσαμε την άσφαλτο και οδηγήσαμε σε χαλικόδρομο για 6 χλμ. Περάσαμε και μια ξύλινη γέφυρα λίγο πριν φτάσουμε στο πάρκινγκ και ο καλός μου χάρηκε πολύ γιατί ήταν η πρώτη φορά που οδηγούσε πάνω σε ξύλινη γέφυρα.
Πήγαμε σε ένα λευκό κτήριο και μας υποδέχτηκε ένας Ινδούλης και δύο άλλοι νεαροί, ντόπιοι μάλλον. Μας έδειξε τον χώρο του πρωινού που τον είχαν στρώσει για δείπνο και μας ρώτησε εάν θέλουμε να φάμε. Είπαμε ότι είμαστε γεμάτοι. Μετά μας πήγε στο δωμάτιο έξω από το οποίο είχαμε παρκάρει και είπε ότι αυτό είναι το δωμάτιό μας. Μας είπε ότι πριν ανοίξουμε το ντους να ανοίξουμε την βρύση του νιπτήρα για λίγα λεπτά. Αυτό γίνεται επειδή το ζεστό νερό έρχεται από τις θερμοπηγές και μερικές φορές αργεί να φτάσει ως την βρύση. Μας έδειξε επίσης προς κλείνει η εξώπορτα, μας χαιρέτησε και έφυγε.
Το δωμάτιο δεν είχε τηλεόραση, αλλά θα μέναμε μόνο μία νύχτα, οπότε δεν μας χάλασε. Εξάλλου είχαμε θέα ένα απέραντο λιβάδι με πρόβατα έξω από την τζαμαρία του δωματίου μας. Τα βλέπαμε να βοσκάνε και να τρέχουν πέρα δώθε. Ανάμεσα στα πρόβατα ήταν και μία λευκή προβατίνα με δύο αρνάκια, ένα μαύρο και ένα λευκό, που θήλαζαν κουνώντας τις ουρίτσες τους πέρα-δώθε με ένταση.
Κλείσαμε τις κουρτίνες για να μην μας ενοχλεί το φως του ήλιου και πέσαμε να κοιμηθούμε. Παρά την καταχνιά η σημερινή ημέρα μάς είχε χαρίσει απίθανες εικόνες.
Ξύπνησα στις 04:30. Έξω η ανατολή είχε ολοκληρωθεί εδώ και μία ώρα.

Σήμερα φυσάει πάρα πολύ και το σπιτάκι μας κουνιέται όταν οι ριπές είναι δυνατές. Ξεκίνησε να φυσάει από τα μεσάνυχτα και δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή. Εμείς σήμερα φεύγουμε από εδώ με το ferry των 12:00 και δεν ήξερα πώς θα είναι ο καιρός μέχρι εκείνη την ώρα.
Όταν ξύπνησε και ο καλός μου φτιάξαμε καφέ και φτιάξαμε και τα πράγματά μας. Δεν βγήκαμε από το σπίτι μέχρι τις 10:30, οπότε και αφήσαμε το κλειδάκι του σπιτιού στο κουτί που το είχαμε βρει και ξεκινήσαμε για το λιμάνι. Γεια σου σπιτάκι!

Ο άνεμος είχε τώρα ελαττωθεί. Επειδή είχαμε κάμποσο χρόνο, πήγαμε και κοντά στα βουνά που φαίνονταν σαν κρατήρας από το παράθυρό μας και είδαμε ότι ήταν εκεί ένα γήπεδο γκολφ.


Μετά πήγαμε στο λιμάνι και είδαμε ότι γίνονταν έργα ασφαλτόστρωσης και πολλές δίοδοι ήταν κλειστές, οπότε δυσκολευτήκαμε να βρούμε πρόσβαση στο πορθμείο. Όταν φτάσαμε εκεί και εκτυπώσαμε τα εισιτήρια, ακολουθήσαμε την γνωστή διαδικασία. Εγώ ανέβηκα στην πεζογέφυρα και ο καλός μου περίμενε στο αυτοκίνητο.

Ο άνεμος είχε τώρα κοπάσει σχεδόν εντελώς. Ήρθε το πλοίο στην ώρα του.

Αφού τακτοποιηθήκαμε στο ίδιο σαλονάκι που είχαμε πάει και στην αρχή, πήγα στο ανοιχτό κατάστρωμα για να βγάλω φωτογραφίες. Εκεί είδα πως έρχονταν κι άλλο πλοίο, γεμάτο τουρίστες που με τραβούσαν φωτογραφία. Όχι εμένα, το νησί, αλλά είμαι στα πλάνα πολλών.

Αποπλεύσαμε στην ώρα μας αφήνοντας πίσω μας τα Νησιά των Δυτικών, να τα χαρούν οι νεόφερτοι.




Όταν φτάσαμε στην ενδοχώρα αποφασίσαμε το πρώτο μας αξιοθέατο να είναι ο καταρράκτης Gluggafoss (γνωστός κι ως Merkjárfoss). Ο χάρτης έδειχνε ότι ήταν ευθεία μπροστά μας εάν ακολουθούσαμε τον δρόμο 250. Διαπιστώσαμε όμως ότι ο συγκεκριμένος είναι χαλικόδρομος και μάλιστα από τους άσχημους. Αν και αρχικά τον ακολουθήσαμε, γρήγορα τον παρατήσαμε γιατί η διαδρομή ήταν κοντά 14 km και σίγουρα θα μας χαλούσε τα λάστιχα.

Επανασχεδιασμός διαδρομής λοιπόν και είδαμε ότι μπορούσαμε από τον κεντρικό να πάμε έως το Hvolsvöllur (μια απόσταση 17 km) και μετά να πάρουμε τον ασφαλτοστρωμένο 261 για άλλα τόσα χιλιόμετρα, για να φτάσουμε τελικά στον πρώτο μας καταρράκτη. Κι αφού θα πηγαίναμε ως το Hvolsvöllur, είπαμε να σταματήσουμε και για μεσημεριανό εκεί, προτού ακολουθήσουμε τον 261. Έτσι καταλήξαμε στο Eldstó Art Cafe, που ήταν επάνω στην διασταύρωση.
Εγώ παράγγειλα αρνάκι και ο καλός μου fish & chips. Όση ώρα περιμέναμε να έρθει το φαγητό μελετούσαμε ένα λεύκωμα που μας είχε δώσει ο σερβιτόρος με εικόνες και περιγραφές από την έκρηξη του ηφαιστείου Eyjafjallajökull το 2010.
Από το λεύκωμα αυτό μάθαμε πόσο τυχεροί στάθηκαν οι κάτοικοι εκεί, γιατί το ρήγμα άνοιξε σε έδαφος που δεν καλύπτονταν από παγετώνα κι έτσι γλίτωσαν μεγάλες πλημμύρες που διαφορετικά θα σάρωναν την περιοχή τους. Η εκκένωση στις γύρω φάρμες κράτησε μόνο 24 ώρες, μέχρι να βεβαιωθούν οι αρχές ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Και αφού ο κίνδυνος εξέλιπε ξεκίνησαν τα τουριστικά πρακτορεία τις πτήσεις των ελικοπτέρων, για να δουν οι τουρίστες από κοντά την έκρηξη. Στο λεύκωμα βλέπαμε φωτογραφίες από κυρίες με ψηλοτάκουνα και στο βάθος το βουνό με την πυρακτωμένη λάβα και τους μαύρους καπνούς. Ο ορισμός της προσαρμογής!
Ήρθαν και τα πιάτα μας! Τα οποία φαίνονταν πολύ χορταστικά και προκάλεσαν τον θαυμασμό μιας παρέας 4 ηλικιωμένων που έφευγαν εκείνη την στιγμή.

Μετά το φαγητό πήραμε το αμάξι και ξεκινήσαμε για τον καταρράκτη μας. Περάσαμε πολύ ωραία τοπία με απέραντα λιβάδια, άλογα, βόδια και πρόβατα. Περάσαμε φάρμες που στις εξώπορτές τους είχαν τα μαύρα γραμματοκιβώτια με το κόκκινο μοχλό που βλέπουμε στις ταινίες. Μία φάρμα είχε έναν ξύλινο κόκκορα στην πόρτα της. Είδαμε ένα κάμπιγκ και στο οικόπεδο δίπλα του ένα μεγάλο καίκι, ακουμπισμένο επάνω στο γρασίδι. Είδαμε εκκλησάκια με κόκκινες οξύκορφες στέγες επάνω σε πράσινους λόφους. Είδαμε κι ένα μεγάλο πρόβατο να μασουλάει γρασίδι ακριβώς στην άκρη του δρόμου, έξω από την περιφραγμένη φάρμα του.
Όμως όλα αυτά τα σκέπαζε μια καταχνιά, άλλο πράγμα, που δυστυχώς θα μας συντρόφευε ολόκληρη την ημέρα σήμερα. Άνεμο δυνατό δεν είχε, ούτε βροχή, μονάχα αυτή την ενοχλητική καταχνιά που εμπόδιζε τον ήλιο να φωτίσει τα χρώματα.


Φτάσαμε στον καταρράκτη και κατέβηκα νωρίτερα από το αμάξι για να τον βγάλω ολόκληρο φωτογραφία, επειδή είχα δει πως εάν φτάναμε στο parking δεν θα μπορούσα να δω την κορυφή του.

Παραδίπλα υπήρχε κι άλλος καταρράκτης, που ήταν όμως μέσα σε περιφραγμένο οικόπεδο γεμάτο πρόβατα, μισοκουρεμένα για κάποιο λόγο.


Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και ήμασταν πολύ ενθουσιασμένοι (ήταν ο πρώτος μας καταρράκτης, μην ξεχνιόμαστε). Έβαλα και το χέρι μου στο ρυάκι που σχημάτιζαν τα νερά και ήταν πολύ παγωμένο.




Μετά πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, πάντα με την απορία γιατί τα πρόβατα να είναι μισοκουρεμένα.
Συνεχίσαμε για τους επόμενους δύο καταρράκτες της ημέρας, τον Seljalandsfoss και τον Gljufrabui, που είναι γειτονικοί μεταξύ τους, 500 μέτρα ο ένας από τον άλλον. Έχουν όμορφες ιδιαιτερότητες και οι δύο τους, γεγονός που τους κάνει εξαιρετικά δημοφιλείς που σημαίνει ότι έχουν πολύ κόσμο. Στον πρώτο μπορεί κανείς να περάσει από πίσω του και στον δεύτερο μπορεί να τον δει μπαίνοντας σε ένα στενό φαράγγι.
Παρκάραμε στο επί πληρωμή πάρκινγκ του Seljalandsfoss (το εισιτήριο περιλαμβάνει και χρήση της τουαλέτας) και πήγαμε κοντά του. Είχε όντως κόσμο, όμως όχι κάτι το τρομερό. Μπορέσαμε με άνεση να περπατήσουμε και να σταθούμε για να βγάλουμε φωτογραφίες. Έσκασε και μύτη κι ο ήλιος πίσω από τα σύννεφα, για μερικά δευτερόλεπτα, και είδαμε και ουράνιο τόξο στη βάση του καταρράκτη. Ήταν πάρα πολύ εντυπωσιακός, αλλά επειδή το φόντο ήταν λευκό, από την καταχνιά, δεν βγάλαμε φωτογραφίες εξίσου εντυπωσιακές.





Μετά τον Seljalandsfoss περπατήσαμε προς τα δεξιά για 500 μέτρα (είχε δύο πινακίδες, μία στην αρχή του μονοπατιού και μία στα 200 μέτρα) για να φτάσουμε στον κρυμμένο καταρράκτη, τον Gljufrabui. Αυτός είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός γιατί μπορείς να φτάσεις ελάχιστα μέτρα από το σημείο που πέφτει στο έδαφος και επειδή όλο αυτό βρίσκεται μέσα σε μια στενή χαράδρα, με το φως να πέφτει μονάχα από ψηλά και τον ήχο να αντανακλάται στα βράχια, δεν τον χορταίνεις όση ώρα και να κάτσεις εκεί μέσα.

Για να φτάσουμε κοντά του έπρεπε να μπούμε στη χαράδρα ακροβατώντας επάνω σε γλιστερές πέτρες και αποφεύγοντας το παγωμένο νερό του ποταμού που σχημάτιζε, ακριβώς δίπλα μας, ο καταρράκτης. Έκανα όση ισορροπία μπορούσα, βάζοντας και το χέρι μου στους υγρούς βράχους δεξιά μου για υποστήριξη, αλλά κάποια στιγμή οι βράχοι απομακρύνθηκαν από τις πετρούλες και εκεί έχασα την ισορροπία μου κι έβαλα το πόδι μου στο νερό, το οποίο ήταν ρηχό κι επειδή τα παππούτσια μου είναι αδιάβροχα δεν κατάλαβα τίποτα.
Μέσα στην σπηλίτσα υπάρχει μια μικρή χωμάτινη έκταση με έναν τεράστιο βράχο όπου αν θες μπορείς ν' ανέβεις. Την ώρα που φτάσαμε εμείς ήταν εκεί μια οικογένεια Ινδών που έβγαζαν φωτογραφίες, αλλά αργούσαν να κατέβουν και ειδικά ο τελευταίος της παρέας κάθονταν και κοίταζε και δεν κατέβαινε και μου χαλούσε το πλάνο. Εν τέλει πήγα όσο πιο κοντά στην βάση του καταρράκτη μπορούσα και τον κοίταζα που έπεφτε από ψηλά. Ωραία ήταν. Στον δρόμο προς την έξοδο από την μικρή χαράδρα τα πράγματα ήταν πιο ομαλά.



Η ώρα ήταν ήδη περασμένη και επειδή το νέο μας Guesthouse ήταν μακριά, ξεκινήσαμε για εκεί κάνοντας μόνο μια μικρή στάση ακόμα για να δούμε τις σπηλιές Rútshellir μέσα στις οποίες οι άνθρωποι έφτιαχναν τα σπίτια τους. Στη διάρκεια της διαδρομής το τοπίο ήταν υπέροχο παρά την καταχνιά.


Φτάσαμε και στις σπηλιές Rútshellir, που όμως ήταν περιφραγμένες και δεν μπορέσαμε να πλησιάσουμε αρκετά. Καθώς τις φωτογράφιζα μού γύρισε ο αστράγαλος και πόνεσα πολύ, αλλά ευτυχώς το ξεπέρασα γρήγορα. Εδώ είχα ανέβει ένα ηφαίστειο χωρίς να πάθω κάτι, στο ίσωμα θα την πατούσα;


Φτάσαμε στο ξενοδοχείο αφού αφήσαμε την άσφαλτο και οδηγήσαμε σε χαλικόδρομο για 6 χλμ. Περάσαμε και μια ξύλινη γέφυρα λίγο πριν φτάσουμε στο πάρκινγκ και ο καλός μου χάρηκε πολύ γιατί ήταν η πρώτη φορά που οδηγούσε πάνω σε ξύλινη γέφυρα.
Πήγαμε σε ένα λευκό κτήριο και μας υποδέχτηκε ένας Ινδούλης και δύο άλλοι νεαροί, ντόπιοι μάλλον. Μας έδειξε τον χώρο του πρωινού που τον είχαν στρώσει για δείπνο και μας ρώτησε εάν θέλουμε να φάμε. Είπαμε ότι είμαστε γεμάτοι. Μετά μας πήγε στο δωμάτιο έξω από το οποίο είχαμε παρκάρει και είπε ότι αυτό είναι το δωμάτιό μας. Μας είπε ότι πριν ανοίξουμε το ντους να ανοίξουμε την βρύση του νιπτήρα για λίγα λεπτά. Αυτό γίνεται επειδή το ζεστό νερό έρχεται από τις θερμοπηγές και μερικές φορές αργεί να φτάσει ως την βρύση. Μας έδειξε επίσης προς κλείνει η εξώπορτα, μας χαιρέτησε και έφυγε.
Το δωμάτιο δεν είχε τηλεόραση, αλλά θα μέναμε μόνο μία νύχτα, οπότε δεν μας χάλασε. Εξάλλου είχαμε θέα ένα απέραντο λιβάδι με πρόβατα έξω από την τζαμαρία του δωματίου μας. Τα βλέπαμε να βοσκάνε και να τρέχουν πέρα δώθε. Ανάμεσα στα πρόβατα ήταν και μία λευκή προβατίνα με δύο αρνάκια, ένα μαύρο και ένα λευκό, που θήλαζαν κουνώντας τις ουρίτσες τους πέρα-δώθε με ένταση.

Κλείσαμε τις κουρτίνες για να μην μας ενοχλεί το φως του ήλιου και πέσαμε να κοιμηθούμε. Παρά την καταχνιά η σημερινή ημέρα μάς είχε χαρίσει απίθανες εικόνες.
Last edited: