Fanie
Member
8 Ιουνίου
Σήμερα ξυπνήσαμε και σχετικά νωρίς και πήγαμε στο κεντρικό κτίριο του ξενοδοχείου να πάρουμε το πρωινό μας. Καθώς τρώγαμε βλέπουμε έξω από την τζαμαρία να περνούν πρόβατα κι άλογα κατά ομάδες. Μία κυρία πετάχτηκε όρθια και βγήκε έξω να τα φωτογραφίσει.
Εμείς τελειώσαμε το πρωινό μας και πηγαίνοντας προς το δωμάτιο είδαμε πως κάποια άλογα είχαν φτάσει εκεί απ' έξω. Τα φωτογραφίσαμε, τα χαϊδέψαμε και τα φωτογραφίσαμε και πάλι. Είναι τόσο όμορφα αυτά τα ζώα που δεν ξεκολλάς εύκολα.
Αφού χορτάσαμε τον φωτογραφικό μας οίστρο, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας, κάναμε check out και αποχωρήσαμε.
Τα πρώτα μας αξιοθέατα θα ήταν εδώ γύρω, στην περιοχή του Kirkjubæjarklaustur, πριν ακόμα βγούμε στον περιφερειακό.
Το πρώτο ήταν ένας καταρράκτης, ο Stjórnarfoss, πλατύς και με πολύ όγκο νερού, έπεφτε από ένα χαμηλό ύψωμα σχηματίζοντας ένα μικρό ποταμάκι. Για να τον προσεγγίσει κανείς έπρεπε ν' ακολουθήσει ένα μονοπάτι μέσα στα λούπινα, το οποίο πέρναγε δίπλα από το κάμπινγκ.
Από εκεί ξεκινούσαν και μονοπάτια με μεγάλη κλίση που ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού.
Βγάλαμε τις φωτογραφίες μας και αφήσαμε τον καταρράκτη για τους επόμενους. Ένα γάντι πάνω σ' ένα πάσαλο ήταν σαν να μας χαιρετούσε.
Προσπεράσαμε το Kirkjugólf για να μην χάσουμε χρόνο, αν και ήταν στον ίδιο δρόμο με τον καταρράκτη.
Οδηγώντας, περάσαμε μπροστά από την εκκλησία του Kirkjubæjarklaustur. Στις 20 Ιουλίου του 1783, όταν η λάβα από την έκρηξη στο Laki είχε φτάσει στα δύο χιλιόμετρα από την εκκλησία, έγινε εκεί μια λειτουργία και η ροή λάβας σταμάτησε. Η λειτουργία ονομάστηκε Eldmessan (Λειτουργία της Φωτιάς).
Το επόμενο αξιοθέατο ήταν πολύ κοντά, ο καταρράκτης Systrafoss, με τα νερά του να κυλούν επάνω σ' έναν γυαλιστερό βράχο.
Το όνομά του σημαίνει: "ο καταρράκτης των αδελφών" και πέφτει από την λίμνη Systravatn, την "λίμνη των αδελφών", που βρίσκεται στην κορυφή του βουνού. Οι "αδελφές" στις οποίες αναφέρονται οι δύο ονομασίες παραπέμπουν στις καλόγριες της γυναικείας μονής του τάγματος των Βενεδικτινών, που υπήρχε στην περιοχή από το 1186 έως το 1550.
Κοντά στον καταρράκτης ξεκινούσε ένα ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στην Systravatn και το ακολουθήσαμε για να δούμε από κοντά την περίφημη λίμνη.
Η θέα καθώς ανεβαίναμε ήταν πάρα πολύ όμορφη, η απεραντοσύνη της Ισλανδικής εξοχής.
Στα τελευταία μέτρα της διαδρομής υπήρχε μια πινακίδα που προειδοποιούσε ότι υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσει κανείς.
Πράγματι εκείνα τα τελευταία μέτρα είχαν πέτρινα σκαλιά που είχαν φύγει από τη θέση τους ή που είχαν ραγίσει. Τέλος πάντων φτάσαμε μέχρι την κορυφή και είδαμε την λίμνη. Δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο τον περίμενα, ίσως γιατί δεν την περπατήσαμε ολόγυρα για να την εκτιμήσουμε σ' όλο της το μέγεθος. Παρ' όλα αυτά η λίμνη είναι συνυφασμένη με μια από τις spooky ιστορίες της Ισλανδίας. Λέγεται ότι στα νερά της έρχονταν οι καλόγριες για να κάνουν μπάνιο και μία μέρα που δύο από αυτές ήταν εκεί, εμφανίστηκε, μέσα από το νερό, ένα χέρι που κρατούσε μια χρυσή κτένα. Όταν οι καλόγριες το πλησίασαν, το χέρι της τράβηξε στο βυθό και κανείς δεν τις ξανάδε από τότε.
Καθίσαμε λίγο κοντά της να ξεκουραστούμε, ευτυχώς χωρίς να δούμε κανένα χέρι να ξεπροβάλει και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.
Στη βάση του μονοπατιού ανέβηκα και σε μια πλατφόρμα για να βγάλω μια τελευταία φωτογραφία τον καταρράκτη και είδα και ένα turf-house.
Περάσαμε με το αυτοκίνητο κοντά από το Systrastapi, τον "βράχο των αδερφών", αλλά δεν σταματήσαμε. Το 1343, στην κορυφή αυτού του ογκόλιθου, έκαψαν ζωντανή την αδερφή Katrín, μία καλόγρια που κατηγορήθηκε ότι πούλησε την ψυχή της στον διάβολο. Είχαμε διαβάσει την σχετική ιστορία στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων στο Reykjavik.
Φύγαμε από την περιοχή και φτάσαμε τελικά στο parking για το φαράγγι Fjaðrárgljúfur. Στην άκρη του δρόμου είδαμε πεταμένο το τάσι ενός αυτοκινήτου Toyota, σαν και το δικό μας. Είδαμε και τον F δρόμο που ξεκινούσε από εκεί για τους κρατήρες στο Laki.
Το φαράγγι ήταν πολύ εντυπωσιακό, αλλά ήταν ενοχλητικά κάποια drones που πετούσαν ολόγυρα σφυρίζοντας. Οι πτήσεις drone έχουν αρχίσει να απαγορεύονται σε πολλά αξιοθέατα, υπάρχουν και σχετικές πινακίδες γι' αυτό.
Ακολουθήσαμε ένα ανηφορικό μονοπάτι και είδαμε το φαράγγι από ψηλά.
Δεν ακολουθήσαμε το μονοπάτι έως το τέλος του. Γυρίσαμε πίσω στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε και πάλι
Φτάσαμε εν τέλει στη νπεριοχή Laufskálavarða, εκεί όπου υπάρχει το συνήθειο οι επισκέπτες να φτιάχνουν μικρά υψώματα με πέτρες για να έχουν καλό ταξίδι. Ενδιαφέρον σκηνικό.
Επόμενος σταθμός μας ήταν τώρα πια το Vik.
Εδώ θα ξεκουραζόμασταν λίγο πριν οδηγήσουμε προς την γειτονική Reynisfjara, την μαύρη παραλία.
Πράγματι ξεκινήσαμε έπειτα από καμιά ώρα και φτάσαμε σε ένα parking με πολύ κίνηση.
Και πινακίδες που προειδοποιούσαν για την επικινδυνότητα της Reynisfjara.
Περπατήσαμε δίπλα στις βαλσατικές στήλες.
Aπό μακριά φαινόταν καθαρά η αψίδα της Dyrhólaey.
Προχωρήσαμε κατά μήκος της παραλίας έως το σπήλαιο Hálsanefshellir.
Το σπήλαιο Hálsanefshellir αναφέρεται σε έναν θρύλο σχετικό με το δέρμα μιας φώκιας. Ο θρύλος στηρίζεται στη δοξασία ότι οι φώκιες κατάγονται από τους ανθρώπους και ότι μια φορά τον χρόνο αποβάλουν το δέρμα τους και βγαίνουν στη στεριά για να χορέψουν στο σκοτάδι. Ένας άνδρας λοιπόν περνούσε ξημερώματα από την περιοχή κι άκουσε χορούς και τραγούδια μέσα από την σπηλιά. Απ' έξω είδε στοιβαγμένα πολλά δέρματα φώκιας και πήρε ένα, το πήγε σπίτι του και το κλείδωσε σε ένα σεντούκι. Μερικές ημέρες αργότερα πέρασε ξανά από το σπήλαιο και είδε μια γυμνή γυναίκα να κλαίει με λυγμούς. Ήταν η φώκια που δεν μπορούσε να βρει το δέρμα της για να γυρίσει στην θάλασσα.
Ο άνδρας της έδωσε ρούχα, την παρηγόρησε και την πήρε στο σπίτι του. Παντρεύτηκαν και έκαναν πολλά παιδιά, αλλά εκείνη δεν μιλούσε σε κανέναν και συνέχεια κοιτούσε την θάλασσα. Ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ που ο άνδρας είχε βγει έξω με τους φίλους του, εκείνη βρήκε το κλειδί του σεντουκιού κάτω από το μαξιλάρι του, το άνοιξε και πήρε το δέρμα της. Αποχαιρέτησε τα παιδιά της και βούτηξε στο νερό. Δεν επέστρεψε ποτέ.
Αφήσαμε πίσω μας τους θρύλους της Reynisfjara για να συνεχίσουμε στο γειτονικό εθνικό πάρκο της Dyrhólaey.
Μετά το parking είχαμε μια ποικιλία μονοπατιών για να επιλέξουμε.
Ανεβήκαμε σε έναν λόφο και είδαμε την Reynisfjara σε όλο της το μήκος.
Βρήκαμε κι ένα παράθυρο στον Ατλαντικό.
Η πρόσβαση στην γειτονική παραλία Kirkjufjara ήταν κλειστή εξαιτίας κατολισθήσεων.
Το πάρκο έκλεινε. Λίγες φωτογραφίες ακόμα πριν την αναχώρηση.
Μετά το πάρκο σειρά είχε ο καταρράκτης Skógafoss. Όμως καθώς τον πλησιάζαμε πλάκωσε μια συννεφιά που έκανε τα πάντα να σκοτεινιάσουν.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο parking και τον πλησιάσαμε με δέος. Ήταν τεράστιος και θορυβώδης.
Πίσω από τα ορμητικά του νερά υπάρχει ακόμα το σεντούκι με τον θησαυρό που έκρυψε εκεί ένας από τους πρώτους αποίκους. Ποιος όμως τολμά να πλησιάσει;
Αφήσαμε τον μεγαλειώδη καταρράκτη και κατευθυνθήκαμε προς το Hvolsvöllur, για φαγητό.
Εκεί πήγαμε πάλι στο εστιατόριο Eldstó και φάγαμε ψαράκι εγώ και μπέργκερ ο καλός μου.
Μετά το φαγητό ήταν η σειρά του check in στο επόμενο ξενοδοχείο. Η ώρα ήταν περασμένη και η ρεσεψιόν είχε κλείσει, αλλά ευτυχώς βρέθηκε μια ψυχή να μας εξυπηρετήσει. Πήραμε το κλειδί και με συντροφιά ενός σκύλου που μάλλον ανησυχούσε ότι θα χάσουμε τον δρόμο μας, φτάσαμε στο δωμάτιό μας και τακτοποιηθήκαμε άμεσα. Έχουμε αρχίσει να γινόμαστε experts στα γρήγορα ξεπακεταρίσματα.
Σήμερα ξυπνήσαμε και σχετικά νωρίς και πήγαμε στο κεντρικό κτίριο του ξενοδοχείου να πάρουμε το πρωινό μας. Καθώς τρώγαμε βλέπουμε έξω από την τζαμαρία να περνούν πρόβατα κι άλογα κατά ομάδες. Μία κυρία πετάχτηκε όρθια και βγήκε έξω να τα φωτογραφίσει.
Εμείς τελειώσαμε το πρωινό μας και πηγαίνοντας προς το δωμάτιο είδαμε πως κάποια άλογα είχαν φτάσει εκεί απ' έξω. Τα φωτογραφίσαμε, τα χαϊδέψαμε και τα φωτογραφίσαμε και πάλι. Είναι τόσο όμορφα αυτά τα ζώα που δεν ξεκολλάς εύκολα.


Αφού χορτάσαμε τον φωτογραφικό μας οίστρο, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας, κάναμε check out και αποχωρήσαμε.


Τα πρώτα μας αξιοθέατα θα ήταν εδώ γύρω, στην περιοχή του Kirkjubæjarklaustur, πριν ακόμα βγούμε στον περιφερειακό.
Το πρώτο ήταν ένας καταρράκτης, ο Stjórnarfoss, πλατύς και με πολύ όγκο νερού, έπεφτε από ένα χαμηλό ύψωμα σχηματίζοντας ένα μικρό ποταμάκι. Για να τον προσεγγίσει κανείς έπρεπε ν' ακολουθήσει ένα μονοπάτι μέσα στα λούπινα, το οποίο πέρναγε δίπλα από το κάμπινγκ.



Από εκεί ξεκινούσαν και μονοπάτια με μεγάλη κλίση που ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού.

Βγάλαμε τις φωτογραφίες μας και αφήσαμε τον καταρράκτη για τους επόμενους. Ένα γάντι πάνω σ' ένα πάσαλο ήταν σαν να μας χαιρετούσε.

Προσπεράσαμε το Kirkjugólf για να μην χάσουμε χρόνο, αν και ήταν στον ίδιο δρόμο με τον καταρράκτη.
Οδηγώντας, περάσαμε μπροστά από την εκκλησία του Kirkjubæjarklaustur. Στις 20 Ιουλίου του 1783, όταν η λάβα από την έκρηξη στο Laki είχε φτάσει στα δύο χιλιόμετρα από την εκκλησία, έγινε εκεί μια λειτουργία και η ροή λάβας σταμάτησε. Η λειτουργία ονομάστηκε Eldmessan (Λειτουργία της Φωτιάς).


Το επόμενο αξιοθέατο ήταν πολύ κοντά, ο καταρράκτης Systrafoss, με τα νερά του να κυλούν επάνω σ' έναν γυαλιστερό βράχο.


Το όνομά του σημαίνει: "ο καταρράκτης των αδελφών" και πέφτει από την λίμνη Systravatn, την "λίμνη των αδελφών", που βρίσκεται στην κορυφή του βουνού. Οι "αδελφές" στις οποίες αναφέρονται οι δύο ονομασίες παραπέμπουν στις καλόγριες της γυναικείας μονής του τάγματος των Βενεδικτινών, που υπήρχε στην περιοχή από το 1186 έως το 1550.
Κοντά στον καταρράκτης ξεκινούσε ένα ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στην Systravatn και το ακολουθήσαμε για να δούμε από κοντά την περίφημη λίμνη.

Η θέα καθώς ανεβαίναμε ήταν πάρα πολύ όμορφη, η απεραντοσύνη της Ισλανδικής εξοχής.

Στα τελευταία μέτρα της διαδρομής υπήρχε μια πινακίδα που προειδοποιούσε ότι υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσει κανείς.

Πράγματι εκείνα τα τελευταία μέτρα είχαν πέτρινα σκαλιά που είχαν φύγει από τη θέση τους ή που είχαν ραγίσει. Τέλος πάντων φτάσαμε μέχρι την κορυφή και είδαμε την λίμνη. Δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο τον περίμενα, ίσως γιατί δεν την περπατήσαμε ολόγυρα για να την εκτιμήσουμε σ' όλο της το μέγεθος. Παρ' όλα αυτά η λίμνη είναι συνυφασμένη με μια από τις spooky ιστορίες της Ισλανδίας. Λέγεται ότι στα νερά της έρχονταν οι καλόγριες για να κάνουν μπάνιο και μία μέρα που δύο από αυτές ήταν εκεί, εμφανίστηκε, μέσα από το νερό, ένα χέρι που κρατούσε μια χρυσή κτένα. Όταν οι καλόγριες το πλησίασαν, το χέρι της τράβηξε στο βυθό και κανείς δεν τις ξανάδε από τότε.



Καθίσαμε λίγο κοντά της να ξεκουραστούμε, ευτυχώς χωρίς να δούμε κανένα χέρι να ξεπροβάλει και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.


Στη βάση του μονοπατιού ανέβηκα και σε μια πλατφόρμα για να βγάλω μια τελευταία φωτογραφία τον καταρράκτη και είδα και ένα turf-house.




Περάσαμε με το αυτοκίνητο κοντά από το Systrastapi, τον "βράχο των αδερφών", αλλά δεν σταματήσαμε. Το 1343, στην κορυφή αυτού του ογκόλιθου, έκαψαν ζωντανή την αδερφή Katrín, μία καλόγρια που κατηγορήθηκε ότι πούλησε την ψυχή της στον διάβολο. Είχαμε διαβάσει την σχετική ιστορία στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων στο Reykjavik.


Φύγαμε από την περιοχή και φτάσαμε τελικά στο parking για το φαράγγι Fjaðrárgljúfur. Στην άκρη του δρόμου είδαμε πεταμένο το τάσι ενός αυτοκινήτου Toyota, σαν και το δικό μας. Είδαμε και τον F δρόμο που ξεκινούσε από εκεί για τους κρατήρες στο Laki.
Το φαράγγι ήταν πολύ εντυπωσιακό, αλλά ήταν ενοχλητικά κάποια drones που πετούσαν ολόγυρα σφυρίζοντας. Οι πτήσεις drone έχουν αρχίσει να απαγορεύονται σε πολλά αξιοθέατα, υπάρχουν και σχετικές πινακίδες γι' αυτό.


Ακολουθήσαμε ένα ανηφορικό μονοπάτι και είδαμε το φαράγγι από ψηλά.




Δεν ακολουθήσαμε το μονοπάτι έως το τέλος του. Γυρίσαμε πίσω στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε και πάλι


Φτάσαμε εν τέλει στη νπεριοχή Laufskálavarða, εκεί όπου υπάρχει το συνήθειο οι επισκέπτες να φτιάχνουν μικρά υψώματα με πέτρες για να έχουν καλό ταξίδι. Ενδιαφέρον σκηνικό.




Επόμενος σταθμός μας ήταν τώρα πια το Vik.





Εδώ θα ξεκουραζόμασταν λίγο πριν οδηγήσουμε προς την γειτονική Reynisfjara, την μαύρη παραλία.
Πράγματι ξεκινήσαμε έπειτα από καμιά ώρα και φτάσαμε σε ένα parking με πολύ κίνηση.

Και πινακίδες που προειδοποιούσαν για την επικινδυνότητα της Reynisfjara.

Περπατήσαμε δίπλα στις βαλσατικές στήλες.



Aπό μακριά φαινόταν καθαρά η αψίδα της Dyrhólaey.

Προχωρήσαμε κατά μήκος της παραλίας έως το σπήλαιο Hálsanefshellir.



Το σπήλαιο Hálsanefshellir αναφέρεται σε έναν θρύλο σχετικό με το δέρμα μιας φώκιας. Ο θρύλος στηρίζεται στη δοξασία ότι οι φώκιες κατάγονται από τους ανθρώπους και ότι μια φορά τον χρόνο αποβάλουν το δέρμα τους και βγαίνουν στη στεριά για να χορέψουν στο σκοτάδι. Ένας άνδρας λοιπόν περνούσε ξημερώματα από την περιοχή κι άκουσε χορούς και τραγούδια μέσα από την σπηλιά. Απ' έξω είδε στοιβαγμένα πολλά δέρματα φώκιας και πήρε ένα, το πήγε σπίτι του και το κλείδωσε σε ένα σεντούκι. Μερικές ημέρες αργότερα πέρασε ξανά από το σπήλαιο και είδε μια γυμνή γυναίκα να κλαίει με λυγμούς. Ήταν η φώκια που δεν μπορούσε να βρει το δέρμα της για να γυρίσει στην θάλασσα.
Ο άνδρας της έδωσε ρούχα, την παρηγόρησε και την πήρε στο σπίτι του. Παντρεύτηκαν και έκαναν πολλά παιδιά, αλλά εκείνη δεν μιλούσε σε κανέναν και συνέχεια κοιτούσε την θάλασσα. Ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ που ο άνδρας είχε βγει έξω με τους φίλους του, εκείνη βρήκε το κλειδί του σεντουκιού κάτω από το μαξιλάρι του, το άνοιξε και πήρε το δέρμα της. Αποχαιρέτησε τα παιδιά της και βούτηξε στο νερό. Δεν επέστρεψε ποτέ.
Αφήσαμε πίσω μας τους θρύλους της Reynisfjara για να συνεχίσουμε στο γειτονικό εθνικό πάρκο της Dyrhólaey.


Μετά το parking είχαμε μια ποικιλία μονοπατιών για να επιλέξουμε.



Ανεβήκαμε σε έναν λόφο και είδαμε την Reynisfjara σε όλο της το μήκος.




Βρήκαμε κι ένα παράθυρο στον Ατλαντικό.


Η πρόσβαση στην γειτονική παραλία Kirkjufjara ήταν κλειστή εξαιτίας κατολισθήσεων.



Το πάρκο έκλεινε. Λίγες φωτογραφίες ακόμα πριν την αναχώρηση.



Μετά το πάρκο σειρά είχε ο καταρράκτης Skógafoss. Όμως καθώς τον πλησιάζαμε πλάκωσε μια συννεφιά που έκανε τα πάντα να σκοτεινιάσουν.

Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο parking και τον πλησιάσαμε με δέος. Ήταν τεράστιος και θορυβώδης.



Πίσω από τα ορμητικά του νερά υπάρχει ακόμα το σεντούκι με τον θησαυρό που έκρυψε εκεί ένας από τους πρώτους αποίκους. Ποιος όμως τολμά να πλησιάσει;


Αφήσαμε τον μεγαλειώδη καταρράκτη και κατευθυνθήκαμε προς το Hvolsvöllur, για φαγητό.







Εκεί πήγαμε πάλι στο εστιατόριο Eldstó και φάγαμε ψαράκι εγώ και μπέργκερ ο καλός μου.


Μετά το φαγητό ήταν η σειρά του check in στο επόμενο ξενοδοχείο. Η ώρα ήταν περασμένη και η ρεσεψιόν είχε κλείσει, αλλά ευτυχώς βρέθηκε μια ψυχή να μας εξυπηρετήσει. Πήραμε το κλειδί και με συντροφιά ενός σκύλου που μάλλον ανησυχούσε ότι θα χάσουμε τον δρόμο μας, φτάσαμε στο δωμάτιό μας και τακτοποιηθήκαμε άμεσα. Έχουμε αρχίσει να γινόμαστε experts στα γρήγορα ξεπακεταρίσματα.
Last edited: