Fanie
Member
3 Ιουνίου
Ξύπνησα στις 05:30. Έξω είχε ήδη ξημερώσει για τα καλά, αλλά το μόνο που άκουγες ήταν τα κελαηδήματα των πουλιών. Α! Και κανένα αεροπλάνο ενίοτε, γιατί το σπιτάκι μας ήταν δίπλα στο αεροδρόμιο του νησιού. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε ο χάρτης γιατί εμείς δεν το είδαμε ποτέ· μας χώριζε ένας ψηλός, περιφραγμένος λόφος.
Μέχρι να ξυπνήσει και ο οδηγός για να βάλουμε μπροστά το πρόγραμμα της ημέρας, φωτογράφιζα τους παγετώνες της ενδοχώρας και τα τοπία γύρω από το σπίτι μας.
Μετά βαρέθηκα να είμαι μόνη, έφτιαξα δυο καφέδες στην καφετιέρα που υπήρχε διαθέσιμη και τον ξύπνησα. Δίπλα στην καφετιέρα υπήρχε και μια μεγάλη γυάλα γεμάτη με γεμιστά μπισκότα και φάγαμε από δύο.
Όταν αποφάγαμε ντυθήκαμε για τα βουνά, ήτοι φορέσαμε τα παντελόνια της πεζοπορίας και τα πεζοπορικά μας παπούτσια. Εγώ φόρεσα ισοθερμικό, πουλόβερ, φούτερ και το αντιανεμικό και δεν κρύωνα καθόλου. Ο καλός μου φόρεσε το ισοθερμικό του, μια κοντομάνικη μπλούζα και το μπουφάν του.
Μετά μπήκαμε στο αμάξι για να πάμε στο χωριό, όπου θα επισκεπτόμασταν αρχικά το ενυδρείο. Είχα διαβάσει ότι παλιά φιλοξενούσαν εκεί puffins που σε άφηναν να πάρεις στην αγκαλιά σου και να χαϊδέψεις. Όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει.
Το ενυδρείο μετονομάστηκε πρόσφατα σε: "Beluga Whale Sanctuary" και φιλοδοξεί να γίνει το μοναδικό στο είδος του καταφύγιο για τις φάλαινες Μπελούγκα. Πληρώσαμε τα εισιτήρια σε έναν κύριο που μας ενημέρωσε ότι οι φάλαινες θα έρχονταν στις 19 Ιουνίου, αλλά είχε μέσα puffins να δούμε (όχι να αγγίξουμε).
Μπήκαμε στο εσωτερικό και η πρώτη δεξαμενή στα δεξιά είχε όντως puffins που μας κοίταζαν περίεργα και μερικά κολυμπούσαν κιόλας. Μόνο που το ράμφος τους ήταν γκρι, κι όχι πολύχρωμο όπως είχα δει σε φωτογραφίες. Πιο πέρα είχε κάποιους χώρους, πίσω από τζαμαρίες, όπου έβλεπες το προσωπικό να φροντίζει τα συγκεκριμένα πουλάκια, που όλα είχαν γκρι ράμφος. Μετά μπήκαμε πιο μέσα και είδαμε γυάλες με ψάρια, καβούρια και αστερίες και είδαμε και τον χώρο που θα φιλοξενούνταν οι φάλαινες όταν θα έφταναν σε δυο εβδομάδες.
Αποχωρήσαμε ολίγον τι απογοητευμένοι από το ενυδρείο και πήγαμε στο λιμάνι να βγάλουμε φωτογραφίες και κατέβηκα και στην προκυμαία για να δω τα καραβάκια από κοντά.
Είδαμε κι ένα γκράφιτι που ήταν παρόμοιο με εκείνα που είχαμε δει στο Reykjavik.
Εγώ ήθελα πρωινό, γιατί δεν είχα φάει παρά μόνο τα μπισκότα με τον καφέ και τώρα λιγουρευόμουν κρέπες και βρήκαμε ένα μαγαζί που το έλεγαν Tanginn. Ήταν επάνω στο λιμάνι και είχε θέα ένα τεράστιο βράχο και καθίσαμε εκεί.
Παράγγειλα την κρέπα που ήθελα (που περιείχε πράσο και ρύζι μεταξύ άλλων) και το έτερον ήμισυ πήρε ένα burger. Η κρέπα μού άρεσε πολύ.
Καθώς έτρωγα κοίταζα δίπλα μου το βουνό κι είδα ανθρώπους που είχαν ανέβει στην κορυφή, ίσα που φαινόταν. Ήρθε και το ferry καθώς τρώγαμε και χαζέψαμε την νέα φουρνιά τουριστών από την ενδοχώρα.
Μετά το φαγητό ξεκινήσαμε να πραγματοποιήσουμε τον βασικό στόχο της ημέρας, να ανεβούμε στο ηφαίστειο Eldfell (200 m) για να δούμε τον κρατήρα της έκρηξης του 1973.
Bάλαμε τη διαδρομή στο GPS και ξεκινήσαμε. Καθώς ανηφορίζουμε ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος έγινε χαλικόδρομος και για το επόμενο της διαδρομής ο οδηγός πήγαινε αργά να μην χαλάσουμε το αμάξι.
Περάσαμε μέσα από πετρωμένη μαύρη λάβα που πάνω της είχαν ανθίσει μοβ λούπινα κι άλλα αγριολούλουδα κι ήταν πολύ ωραία όλα και φτάσαμε τελικά σε έναν ανοιχτό χώρο με έναν υπερμεγέθη σταυρό που δίπλα του είχε παρκάρει ένα αυτοκίνητο με ένα ζευγάρι Γάλλων.
Από εκεί ξεκινούσαν τρία μονοπάτια, τα δύο ανηφόριζαν αριστερά και στο κέντρο και το δεξί έδειχνε να κατηφορίζει ελαφρώς. Ρωτήσαμε το ζευγάρι πιο είναι το σωστό μονοπάτι και μας είπαν ότι δεν ξέρουν και μετά ξεκινήσαμε εμείς προς τα αριστερά, ξεκίνησαν κι εκείνοι από το κέντρο.
Εγώ πήγαινα πρώτη και πίσω μου έρχονταν ο καλός μου, αλλά έβλεπα πως η κλίση γίνονταν μεγαλύτερη βήμα με το βήμα και ότι στην απέναντι πλευρά το άλλο ζευγάρι είχε σχεδόν φτάσει την κορυφή. Είπα στον καλό μου να κατέβουμε και να πάρουμε το κεντρικό μονοπάτι. Εντωμεταξύ είχε φτάσει κι άλλο αυτοκίνητο με άλλο ζευγάρι και έρχονταν από πίσω μας. Και πιο πίσω ακολουθούσε κι ένας παππούς που είχε έρθει μόνος του με άλλο αυτοκίνητο. Εγώ νόμιζα πως τους είχαμε πάρει στο λαιμό μας γιατί έλεγα πως μας είχαν δει και μας είχαν ακολουθήσει, αλλά όταν εμείς γυρίσαμε πίσω, εκεί που ήταν ο σταυρός, εκείνοι ακόμα συνέχιζαν κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήρθε και μια οικογένεια, ένα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι ίσαμε 8 χρονών κι άρχισαν κι εκείνοι να ανεβαίνουν το αριστερό μονοπάτι.
Εμείς από την μεριά μας αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το κεντρικό. Είχε ελαφρώς καλύτερη κλίση από το προηγούμενο και μετά ίσιωνε και έστριβε αριστερά και δεξιά. Εμείς πηγαίναμε προς τον κρατήρα, οπότε στρίψαμε αριστερά και μετά από ανηφόρες και ενδιάμεσα διαλείμματα (και μία ελαφριά, θα την χαρακτήριζα, κουτρουβάλα) φτάσαμε στην κορυφογραμμή και είδαμε τον κρατήρα.
Προχωρήσαμε μέχρι και το χείλος του κι από την μια μεριά ήταν η θάλασσα με την μαύρη λάβα που είχε χυθεί πριν 46 χρόνια κι από την άλλη ήταν ο κρατήρας στο βάθος ενός γκρεμού. Εμείς ισορροπούσαμε σε ένα στενό μονοπατάκι που χωρούσε μόνο ένας να περάσει.
Βγάλαμε φωτογραφίες και βίντεο και γυρίσαμε πίσω πριν χειροτερέψει η υψοφοβία μας.
Δεν κατεβήκαμε από το μονοπάτι του κρατήρα, ούτε από το μονοπάτι που είχαμε χρησιμοποιήσει για να ανεβούμε, αλλά προχωρήσαμε όλο ευθεία για να βρούμε το μονοπάτι που είχαμε δει αρχικά να κατηφορίζει δεξιά από τον σταυρό στο parking.
Πράγματι εκείνο το μονοπάτι ήταν το πιο βατό, αλλά και το μεγαλύτερο σε μήκος. Περνούσε παράλληλα με το ρήγμα που άνοιξε το 1973 και μπορούσαμε να δούμε την διαδρομή που είχε ακολουθήσει η λάβα και που ήταν τώρα σκεπασμένη με ένα πυκνό, πράσινο στρώμα από βρύα.
Υπήρχε και μία φωτογραφία σε ένα σημείο της διαδρομής που έδειχνε το πώς ήταν η συγκεκριμένη περιοχή πριν από την έκρηξη του 1973. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί από εκείνο το σημείο που ήμασταν και βοηθούσε να αξιολογήσουμε οι ίδιοι το μέγεθος της καταστροφής.
Αφού κατεβήκαμε σώοι από το ηφαίστειο, ξεσκονιστήκαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ο οποίος δρόμος ήταν εξαιρετικά φωτογενής.
Κατεβήκαμε στο χωριό και πήγαμε σε ένα μουσείο όπου υπάρχει έκθεση για την έκρηξη και μερικά σπίτια μέσα στην τέφρα, που μπορεί να δει κανείς.
Υπάρχουν και επεξηγηματικά βίντεο που συνοδεύουν τα εκθέματα τα οποία δίνουν ολοκληρωμένη πληροφόρηση σχετικά με το συμβάν.
Από εκεί μαθαίνουμε ότι η έκρηξη ήταν ξαφνική, γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα στις 23 Ιανουαρίου 1973. Οι κάτοικοι του νησιού ήταν τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, γιατί ολόκληρος ο στόλος τους από τις βάρκες και τα καΐκια ήταν στο λιμάνι, επειδή την προηγούμενη τα καθήλωσε εκεί μια δυνατή καταιγίδα. Έτσι όλοι οι κάτοικοι μπόρεσαν να μεταφερθούν απέναντι, αν και το τετράωρο ταξίδι ήταν δύσκολο γιατί πολύ έπαθαν ναυτία. Ακούσαμε ιστορίες για όσους διέφυγαν, για ένα παιδάκι που πήρε τα σχολικά του βιβλία χωρίς να ξέρει πως θα αργήσει να ξαναπάει σχολείο (η έκρηξη σταμάτησε στις 2 Ιουνίου του 1973) και για έναν νεαρό που γύρισε να πάρει τα τσιγάρα του και ξέχασε το πορτοφόλι του που ήταν ακριβώς δίπλα.
Μόνο ένας από τους κατοίκους πέθανε, από τις τοξικές αναθυμιάσεις, όλοι οι άλλοι σώθηκαν αν και μερικοί αποφάσισαν να μην επιστρέψουν ποτέ πίσω στο νησί.
Μετά από το μουσείο πήγαμε σε δύο σημεία με θέα και βγάλαμε φωτογραφίες. Είδαμε και έναν βράχο γεμάτο με χιονογλάρονα κι έναν άλλο, μικρότερο, δίπλα σε ένα παγκάκι, ο οποίος είχε ένα πιρούνι πάνω του.
Μετά βάλαμε στο GPS μια διαδρομή που θα μας πήγαινε στο νοτιότερο άκρο του νησιού, στη χερσόνησο Stórhöfði, μήπως δούμε puffins.
Όταν φτάσαμε εκεί, αφήσαμε το αμάξι σε ένα parking και μπήκαμε μέσα σε μια περιφραγμένη περιοχή. Εξωτερικά υπήρχε πινακίδα που προειδοποιούσε ότι στην περιοχή υπάρχουν φωλιές πουλιών κι ότι έπρεπε να περπατάμε στα σημαδεμένα μονοπάτια.
Τα μονοπάτια ήταν πολλά. Πίσω μας έρχονταν κι άλλο ένα ζευγάρι που τελικά μας προσπέρασε και εμείς το πήραμε από πίσω. Κάποια στιγμή το χάσαμε και βρεθήκαμε μόνοι μας στο δαίδαλο των μονοπατιών, οπότε αυτοσχεδιάσαμε και πήγαμε προς έναν γκρεμό, αλλά εκεί δεν είχε τίποτα και επειδή η κλίση γίνονταν επικίνδυνη, γυρίσαμε πίσω (αυτό με το πισωγύρισμα στα μονοπάτια πρέπει να το κοιτάξουμε, αρχίζει να μας γίνεται συνήθεια).
Ακολουθήσαμε άλλο μονοπάτι, δεξιότερα, και βγάλαμε φωτογραφίες κάτι νησάκια απέναντι και μετά το ξαναείδαμε το ζευγάρι που είχαμε χάσει να έρχεται από άλλο μονοπάτι, στα αριστερά, και πήγαμε να δούμε που είχαν πάει.
Βρήκαμε ένα μέρος με μια πολύ όμορφη θέα και το φωτογραφίσαμε και εγώ ήθελα να προχωρήσω παραπέρα, αλλά είδα δύο πρόβατα κι ένα κανελί ζώο να τρέχει και ο καλός μου είπε ότι είναι σκύλος και να φύγουμε.
Ξεκινήσαμε πάλι με το αυτοκίνητο και σταματήσαμε ξανά σε ένα σημείο με θέα τον Ατλαντικό. Εκεί είχαν τοποθετήσει μια επεξηγηματική πινακίδα που μας πληροφορούσε ότι το καλοκαίρι του 1627, σε εκείνη την παραλία, είχαν αποβιβαστεί Τούρκοι πειρατές.
Τώρα η παραλία ήταν γεμάτη θαλασσοπούλια και πάνω στα βράχια της έσκαγαν τα κύματα του Ατλαντικού. Ο άνεμος δυνάμωνε και τα σύννεφα πλήθαιναν. Ο καιρός φαινόταν πως θα χαλούσε.
Αφήσαμε την παραλία των πειρατών και επιστρέψαμε σπίτι όπου βάλαμε μπροστά να φτιάξουμε τα ζυμαρικά μας. Μαγειρέψαμε τα μισά απ' αυτά, μαζί με ένα φακελάκι σάλτσας τυριών και με οδηγίες στα Ισλανδικά ΜΟΝΟ. Τα καταφέραμε όμως και φάγαμε και χορτάσαμε.
Κοιμηθήκαμε κατά τις 20:00 γιατί ήμασταν πολύ κουρασμένοι και οι δύο και κατά τις 23:30 ξύπνησα για να δω το ηλιοβασίλεμα, αλλά δεν φαινόταν τίποτα γιατί είχε πολύ συννεφιά. Και κοιμήθηκα πάλι.
Ξύπνησα στις 05:30. Έξω είχε ήδη ξημερώσει για τα καλά, αλλά το μόνο που άκουγες ήταν τα κελαηδήματα των πουλιών. Α! Και κανένα αεροπλάνο ενίοτε, γιατί το σπιτάκι μας ήταν δίπλα στο αεροδρόμιο του νησιού. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε ο χάρτης γιατί εμείς δεν το είδαμε ποτέ· μας χώριζε ένας ψηλός, περιφραγμένος λόφος.

Μέχρι να ξυπνήσει και ο οδηγός για να βάλουμε μπροστά το πρόγραμμα της ημέρας, φωτογράφιζα τους παγετώνες της ενδοχώρας και τα τοπία γύρω από το σπίτι μας.


Μετά βαρέθηκα να είμαι μόνη, έφτιαξα δυο καφέδες στην καφετιέρα που υπήρχε διαθέσιμη και τον ξύπνησα. Δίπλα στην καφετιέρα υπήρχε και μια μεγάλη γυάλα γεμάτη με γεμιστά μπισκότα και φάγαμε από δύο.
Όταν αποφάγαμε ντυθήκαμε για τα βουνά, ήτοι φορέσαμε τα παντελόνια της πεζοπορίας και τα πεζοπορικά μας παπούτσια. Εγώ φόρεσα ισοθερμικό, πουλόβερ, φούτερ και το αντιανεμικό και δεν κρύωνα καθόλου. Ο καλός μου φόρεσε το ισοθερμικό του, μια κοντομάνικη μπλούζα και το μπουφάν του.
Μετά μπήκαμε στο αμάξι για να πάμε στο χωριό, όπου θα επισκεπτόμασταν αρχικά το ενυδρείο. Είχα διαβάσει ότι παλιά φιλοξενούσαν εκεί puffins που σε άφηναν να πάρεις στην αγκαλιά σου και να χαϊδέψεις. Όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει.
Το ενυδρείο μετονομάστηκε πρόσφατα σε: "Beluga Whale Sanctuary" και φιλοδοξεί να γίνει το μοναδικό στο είδος του καταφύγιο για τις φάλαινες Μπελούγκα. Πληρώσαμε τα εισιτήρια σε έναν κύριο που μας ενημέρωσε ότι οι φάλαινες θα έρχονταν στις 19 Ιουνίου, αλλά είχε μέσα puffins να δούμε (όχι να αγγίξουμε).
Μπήκαμε στο εσωτερικό και η πρώτη δεξαμενή στα δεξιά είχε όντως puffins που μας κοίταζαν περίεργα και μερικά κολυμπούσαν κιόλας. Μόνο που το ράμφος τους ήταν γκρι, κι όχι πολύχρωμο όπως είχα δει σε φωτογραφίες. Πιο πέρα είχε κάποιους χώρους, πίσω από τζαμαρίες, όπου έβλεπες το προσωπικό να φροντίζει τα συγκεκριμένα πουλάκια, που όλα είχαν γκρι ράμφος. Μετά μπήκαμε πιο μέσα και είδαμε γυάλες με ψάρια, καβούρια και αστερίες και είδαμε και τον χώρο που θα φιλοξενούνταν οι φάλαινες όταν θα έφταναν σε δυο εβδομάδες.


Αποχωρήσαμε ολίγον τι απογοητευμένοι από το ενυδρείο και πήγαμε στο λιμάνι να βγάλουμε φωτογραφίες και κατέβηκα και στην προκυμαία για να δω τα καραβάκια από κοντά.

Είδαμε κι ένα γκράφιτι που ήταν παρόμοιο με εκείνα που είχαμε δει στο Reykjavik.

Εγώ ήθελα πρωινό, γιατί δεν είχα φάει παρά μόνο τα μπισκότα με τον καφέ και τώρα λιγουρευόμουν κρέπες και βρήκαμε ένα μαγαζί που το έλεγαν Tanginn. Ήταν επάνω στο λιμάνι και είχε θέα ένα τεράστιο βράχο και καθίσαμε εκεί.

Παράγγειλα την κρέπα που ήθελα (που περιείχε πράσο και ρύζι μεταξύ άλλων) και το έτερον ήμισυ πήρε ένα burger. Η κρέπα μού άρεσε πολύ.

Καθώς έτρωγα κοίταζα δίπλα μου το βουνό κι είδα ανθρώπους που είχαν ανέβει στην κορυφή, ίσα που φαινόταν. Ήρθε και το ferry καθώς τρώγαμε και χαζέψαμε την νέα φουρνιά τουριστών από την ενδοχώρα.
Μετά το φαγητό ξεκινήσαμε να πραγματοποιήσουμε τον βασικό στόχο της ημέρας, να ανεβούμε στο ηφαίστειο Eldfell (200 m) για να δούμε τον κρατήρα της έκρηξης του 1973.
Bάλαμε τη διαδρομή στο GPS και ξεκινήσαμε. Καθώς ανηφορίζουμε ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος έγινε χαλικόδρομος και για το επόμενο της διαδρομής ο οδηγός πήγαινε αργά να μην χαλάσουμε το αμάξι.


Περάσαμε μέσα από πετρωμένη μαύρη λάβα που πάνω της είχαν ανθίσει μοβ λούπινα κι άλλα αγριολούλουδα κι ήταν πολύ ωραία όλα και φτάσαμε τελικά σε έναν ανοιχτό χώρο με έναν υπερμεγέθη σταυρό που δίπλα του είχε παρκάρει ένα αυτοκίνητο με ένα ζευγάρι Γάλλων.
Από εκεί ξεκινούσαν τρία μονοπάτια, τα δύο ανηφόριζαν αριστερά και στο κέντρο και το δεξί έδειχνε να κατηφορίζει ελαφρώς. Ρωτήσαμε το ζευγάρι πιο είναι το σωστό μονοπάτι και μας είπαν ότι δεν ξέρουν και μετά ξεκινήσαμε εμείς προς τα αριστερά, ξεκίνησαν κι εκείνοι από το κέντρο.

Εγώ πήγαινα πρώτη και πίσω μου έρχονταν ο καλός μου, αλλά έβλεπα πως η κλίση γίνονταν μεγαλύτερη βήμα με το βήμα και ότι στην απέναντι πλευρά το άλλο ζευγάρι είχε σχεδόν φτάσει την κορυφή. Είπα στον καλό μου να κατέβουμε και να πάρουμε το κεντρικό μονοπάτι. Εντωμεταξύ είχε φτάσει κι άλλο αυτοκίνητο με άλλο ζευγάρι και έρχονταν από πίσω μας. Και πιο πίσω ακολουθούσε κι ένας παππούς που είχε έρθει μόνος του με άλλο αυτοκίνητο. Εγώ νόμιζα πως τους είχαμε πάρει στο λαιμό μας γιατί έλεγα πως μας είχαν δει και μας είχαν ακολουθήσει, αλλά όταν εμείς γυρίσαμε πίσω, εκεί που ήταν ο σταυρός, εκείνοι ακόμα συνέχιζαν κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήρθε και μια οικογένεια, ένα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι ίσαμε 8 χρονών κι άρχισαν κι εκείνοι να ανεβαίνουν το αριστερό μονοπάτι.
Εμείς από την μεριά μας αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το κεντρικό. Είχε ελαφρώς καλύτερη κλίση από το προηγούμενο και μετά ίσιωνε και έστριβε αριστερά και δεξιά. Εμείς πηγαίναμε προς τον κρατήρα, οπότε στρίψαμε αριστερά και μετά από ανηφόρες και ενδιάμεσα διαλείμματα (και μία ελαφριά, θα την χαρακτήριζα, κουτρουβάλα) φτάσαμε στην κορυφογραμμή και είδαμε τον κρατήρα.




Προχωρήσαμε μέχρι και το χείλος του κι από την μια μεριά ήταν η θάλασσα με την μαύρη λάβα που είχε χυθεί πριν 46 χρόνια κι από την άλλη ήταν ο κρατήρας στο βάθος ενός γκρεμού. Εμείς ισορροπούσαμε σε ένα στενό μονοπατάκι που χωρούσε μόνο ένας να περάσει.


Βγάλαμε φωτογραφίες και βίντεο και γυρίσαμε πίσω πριν χειροτερέψει η υψοφοβία μας.
Δεν κατεβήκαμε από το μονοπάτι του κρατήρα, ούτε από το μονοπάτι που είχαμε χρησιμοποιήσει για να ανεβούμε, αλλά προχωρήσαμε όλο ευθεία για να βρούμε το μονοπάτι που είχαμε δει αρχικά να κατηφορίζει δεξιά από τον σταυρό στο parking.



Πράγματι εκείνο το μονοπάτι ήταν το πιο βατό, αλλά και το μεγαλύτερο σε μήκος. Περνούσε παράλληλα με το ρήγμα που άνοιξε το 1973 και μπορούσαμε να δούμε την διαδρομή που είχε ακολουθήσει η λάβα και που ήταν τώρα σκεπασμένη με ένα πυκνό, πράσινο στρώμα από βρύα.

Υπήρχε και μία φωτογραφία σε ένα σημείο της διαδρομής που έδειχνε το πώς ήταν η συγκεκριμένη περιοχή πριν από την έκρηξη του 1973. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί από εκείνο το σημείο που ήμασταν και βοηθούσε να αξιολογήσουμε οι ίδιοι το μέγεθος της καταστροφής.

Αφού κατεβήκαμε σώοι από το ηφαίστειο, ξεσκονιστήκαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ο οποίος δρόμος ήταν εξαιρετικά φωτογενής.



Κατεβήκαμε στο χωριό και πήγαμε σε ένα μουσείο όπου υπάρχει έκθεση για την έκρηξη και μερικά σπίτια μέσα στην τέφρα, που μπορεί να δει κανείς.



Υπάρχουν και επεξηγηματικά βίντεο που συνοδεύουν τα εκθέματα τα οποία δίνουν ολοκληρωμένη πληροφόρηση σχετικά με το συμβάν.
Από εκεί μαθαίνουμε ότι η έκρηξη ήταν ξαφνική, γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα στις 23 Ιανουαρίου 1973. Οι κάτοικοι του νησιού ήταν τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, γιατί ολόκληρος ο στόλος τους από τις βάρκες και τα καΐκια ήταν στο λιμάνι, επειδή την προηγούμενη τα καθήλωσε εκεί μια δυνατή καταιγίδα. Έτσι όλοι οι κάτοικοι μπόρεσαν να μεταφερθούν απέναντι, αν και το τετράωρο ταξίδι ήταν δύσκολο γιατί πολύ έπαθαν ναυτία. Ακούσαμε ιστορίες για όσους διέφυγαν, για ένα παιδάκι που πήρε τα σχολικά του βιβλία χωρίς να ξέρει πως θα αργήσει να ξαναπάει σχολείο (η έκρηξη σταμάτησε στις 2 Ιουνίου του 1973) και για έναν νεαρό που γύρισε να πάρει τα τσιγάρα του και ξέχασε το πορτοφόλι του που ήταν ακριβώς δίπλα.
Μόνο ένας από τους κατοίκους πέθανε, από τις τοξικές αναθυμιάσεις, όλοι οι άλλοι σώθηκαν αν και μερικοί αποφάσισαν να μην επιστρέψουν ποτέ πίσω στο νησί.
Μετά από το μουσείο πήγαμε σε δύο σημεία με θέα και βγάλαμε φωτογραφίες. Είδαμε και έναν βράχο γεμάτο με χιονογλάρονα κι έναν άλλο, μικρότερο, δίπλα σε ένα παγκάκι, ο οποίος είχε ένα πιρούνι πάνω του.



Μετά βάλαμε στο GPS μια διαδρομή που θα μας πήγαινε στο νοτιότερο άκρο του νησιού, στη χερσόνησο Stórhöfði, μήπως δούμε puffins.
Όταν φτάσαμε εκεί, αφήσαμε το αμάξι σε ένα parking και μπήκαμε μέσα σε μια περιφραγμένη περιοχή. Εξωτερικά υπήρχε πινακίδα που προειδοποιούσε ότι στην περιοχή υπάρχουν φωλιές πουλιών κι ότι έπρεπε να περπατάμε στα σημαδεμένα μονοπάτια.

Τα μονοπάτια ήταν πολλά. Πίσω μας έρχονταν κι άλλο ένα ζευγάρι που τελικά μας προσπέρασε και εμείς το πήραμε από πίσω. Κάποια στιγμή το χάσαμε και βρεθήκαμε μόνοι μας στο δαίδαλο των μονοπατιών, οπότε αυτοσχεδιάσαμε και πήγαμε προς έναν γκρεμό, αλλά εκεί δεν είχε τίποτα και επειδή η κλίση γίνονταν επικίνδυνη, γυρίσαμε πίσω (αυτό με το πισωγύρισμα στα μονοπάτια πρέπει να το κοιτάξουμε, αρχίζει να μας γίνεται συνήθεια).

Ακολουθήσαμε άλλο μονοπάτι, δεξιότερα, και βγάλαμε φωτογραφίες κάτι νησάκια απέναντι και μετά το ξαναείδαμε το ζευγάρι που είχαμε χάσει να έρχεται από άλλο μονοπάτι, στα αριστερά, και πήγαμε να δούμε που είχαν πάει.
Βρήκαμε ένα μέρος με μια πολύ όμορφη θέα και το φωτογραφίσαμε και εγώ ήθελα να προχωρήσω παραπέρα, αλλά είδα δύο πρόβατα κι ένα κανελί ζώο να τρέχει και ο καλός μου είπε ότι είναι σκύλος και να φύγουμε.

Ξεκινήσαμε πάλι με το αυτοκίνητο και σταματήσαμε ξανά σε ένα σημείο με θέα τον Ατλαντικό. Εκεί είχαν τοποθετήσει μια επεξηγηματική πινακίδα που μας πληροφορούσε ότι το καλοκαίρι του 1627, σε εκείνη την παραλία, είχαν αποβιβαστεί Τούρκοι πειρατές.
Τώρα η παραλία ήταν γεμάτη θαλασσοπούλια και πάνω στα βράχια της έσκαγαν τα κύματα του Ατλαντικού. Ο άνεμος δυνάμωνε και τα σύννεφα πλήθαιναν. Ο καιρός φαινόταν πως θα χαλούσε.


Αφήσαμε την παραλία των πειρατών και επιστρέψαμε σπίτι όπου βάλαμε μπροστά να φτιάξουμε τα ζυμαρικά μας. Μαγειρέψαμε τα μισά απ' αυτά, μαζί με ένα φακελάκι σάλτσας τυριών και με οδηγίες στα Ισλανδικά ΜΟΝΟ. Τα καταφέραμε όμως και φάγαμε και χορτάσαμε.
Κοιμηθήκαμε κατά τις 20:00 γιατί ήμασταν πολύ κουρασμένοι και οι δύο και κατά τις 23:30 ξύπνησα για να δω το ηλιοβασίλεμα, αλλά δεν φαινόταν τίποτα γιατί είχε πολύ συννεφιά. Και κοιμήθηκα πάλι.
Last edited: