kalspiros
Member
- Μηνύματα
- 2.554
- Likes
- 3.998
- Επόμενο Ταξίδι
- remaining UK
- Ταξίδι-Όνειρο
- yeah, whatever...
Έξω απ’ το παλάτι κάθεται στο παγκάκι απέναντι απ’ την έξοδο και με χαιρετά. Όταν φτάνω δίπλα της μου δίνει ένα δώρο, ένα μικρό μαγνητάκι με το ανάκτορο. Δεν το είχα προβλέψει αυτό και αποδιοργανώνει λίγο τις προθέσεις και τις σκέψεις που είχα κάνει για να την ευχαριστήσω (τα κεχριμπαρένια κολιέ, όπως περίμενα, ήταν τόσο ακριβά που αποδείκνυαν ότι η Vera εννοούσε το κεχριμπαρένιο δωμάτιο). Προχωράμε προς την βάση των κήπων και αγοράζω δύο παγωτά να φάμε. Μετά από εικοσάλεπτη βόλτα στους κήπους (λέτε να προσπαθούσε να μου πει κάτι άλλο η Vera!!;;!) βρισκόμαστε ξανά μπροστά απ’ τα ανάκτορα όπου πλησιάζω ένα περίπτερο με αναμνηστικά. «Θέλω να σου πάρω κάτι», «όχι αν είναι να πάρεις, κάντο για τον εαυτό σου!», «αυτό καλό είναι;», «όχι, όχι», «ναι, ναι, παρ’ το και σε ευχαριστώ για όλα!», «όχι δεν είναι ανάγκη», «ναι, είναι», «μα εγώ εδώ μένω, δεν χρειάζεται να μου πάρεις κάτι από το σπίτι μου», «κράτησέ το για να με θυμάσαι», «θα σε θυμάμαι έτσι κι αλλιώς».
Όλη η παραπάνω συζήτηση κινήθηκε με μια τυπική απόκλιση κάνα 20% καθώς η γλώσσα του σώματος επιβαλλόταν και έδινε εξηγήσεις όπου χρειαζόταν. Συνεχίζουμε προς την πίσω πλευρά των ανακτόρων. Στην διαδρομή ξεκινάω μια υποτυπώδη συζήτηση για την Ρωσία. «Ρωσία, της λέω, χθες κουμμουνισμός», «Σοσιαλισμός» με διορθώνει χαμογελώντας ελαφρά. Δέχομαι με το ίδιο χαμόγελο την διόρθωση και συνεχίζω: «Σήμερα, τι;», «Σήμερα, πρόβλημα, μεγάλο πρόβλημα, μόνο λεφτά, κλοπές (τούτο μου το αποδεικνύει με την αρπαγή του διπλού κεφαλιού ενός διακοσμητικού αετού στα κάγκελα των ανακτόρων)».
«Και αύριο;», «Αύριο θα πεθάνω!». Κάπως χαμένοι στην μετάφραση, τα λεγόμενά μου πήραν μια τροπή που την οδήγησαν σε τούτη την παρατήρηση και θέλοντας να της τεκμηριώσω ότι δεν αποσκοπούσα σε κάτι τέτοιο, της μιλάω για το ζοφερό «αύριο» της Ελλάδας για να της εξηγήσω τουλάχιστον την έννοια της προηγούμενης ερώτησής μου.
Συνεχίζοντας προς τον σταθμό των τρένων θα μου πει ότι ήταν ξιφομάχος στα νιάτα της. Δεν μου μιλάει για οικογένεια ή για παιδιά και ούτε με ρωτάει αν είμαι παντρεμένος (κάτι που δεν θα μου ξέφευγε γιατί σίγουρα θα επέλεγε να δείξει τα μεσαία δάκτυλά μου). Όταν φτάνουμε πλέον, μου χαρίζει και μια μαντήλα σαν τις μαύρες που φοράνε οι ηλικιωμένες στα μαλλιά τους, μόνο που αυτή ήταν πολύχρωμη. Με την σειρά μου αντιτίθεμαι με τον ίδιο τρόπο που το έκανε κι εκείνη λίγη ώρα πριν αλλά δεν δέχεται άρνηση. Πιθανότατα είναι δικό της, από μια πόλη του Καζακστάν, γιατί δεν την είδα να το αγοράζει στην διαδρομή μας. Μέσα στο τρένο μου μιλάει συνοπτικά για την αντιπάθειά της προς την Γεωργία και την συμπάθεια για το Καζακστάν. Κρατάω σημειώσεις. Βλέποντάς με μου ζητάει να μου γράψει κάτι. Την διεύθυνσή της και το τηλέφωνό της. Ανταποδίδω. Λίγο πριν μαζέψω τα χαρτιά, μου τα ζητάει πίσω για να γράψει το μήνυμα που μου μεταφράστηκε απ’ την ρεσεψιονιστ του ξενοδοχείου λίγες ώρες αργότερα. Σταματάει τρεις σταθμούς πριν από εμένα. Προχωράω μαζί της μέχρι την έξοδο (αν και επέμεινε ότι αυτή δεν είναι η στάση μου), της σφίγγω το χέρι πριν φύγει, με φιλάει σταυρωτά και την ευχαριστώ εγκάρδια.
Χαμογελάω κατά την διάρκεια όλης της επιστροφής.
Όλη η παραπάνω συζήτηση κινήθηκε με μια τυπική απόκλιση κάνα 20% καθώς η γλώσσα του σώματος επιβαλλόταν και έδινε εξηγήσεις όπου χρειαζόταν. Συνεχίζουμε προς την πίσω πλευρά των ανακτόρων. Στην διαδρομή ξεκινάω μια υποτυπώδη συζήτηση για την Ρωσία. «Ρωσία, της λέω, χθες κουμμουνισμός», «Σοσιαλισμός» με διορθώνει χαμογελώντας ελαφρά. Δέχομαι με το ίδιο χαμόγελο την διόρθωση και συνεχίζω: «Σήμερα, τι;», «Σήμερα, πρόβλημα, μεγάλο πρόβλημα, μόνο λεφτά, κλοπές (τούτο μου το αποδεικνύει με την αρπαγή του διπλού κεφαλιού ενός διακοσμητικού αετού στα κάγκελα των ανακτόρων)».


«Και αύριο;», «Αύριο θα πεθάνω!». Κάπως χαμένοι στην μετάφραση, τα λεγόμενά μου πήραν μια τροπή που την οδήγησαν σε τούτη την παρατήρηση και θέλοντας να της τεκμηριώσω ότι δεν αποσκοπούσα σε κάτι τέτοιο, της μιλάω για το ζοφερό «αύριο» της Ελλάδας για να της εξηγήσω τουλάχιστον την έννοια της προηγούμενης ερώτησής μου.
Συνεχίζοντας προς τον σταθμό των τρένων θα μου πει ότι ήταν ξιφομάχος στα νιάτα της. Δεν μου μιλάει για οικογένεια ή για παιδιά και ούτε με ρωτάει αν είμαι παντρεμένος (κάτι που δεν θα μου ξέφευγε γιατί σίγουρα θα επέλεγε να δείξει τα μεσαία δάκτυλά μου). Όταν φτάνουμε πλέον, μου χαρίζει και μια μαντήλα σαν τις μαύρες που φοράνε οι ηλικιωμένες στα μαλλιά τους, μόνο που αυτή ήταν πολύχρωμη. Με την σειρά μου αντιτίθεμαι με τον ίδιο τρόπο που το έκανε κι εκείνη λίγη ώρα πριν αλλά δεν δέχεται άρνηση. Πιθανότατα είναι δικό της, από μια πόλη του Καζακστάν, γιατί δεν την είδα να το αγοράζει στην διαδρομή μας. Μέσα στο τρένο μου μιλάει συνοπτικά για την αντιπάθειά της προς την Γεωργία και την συμπάθεια για το Καζακστάν. Κρατάω σημειώσεις. Βλέποντάς με μου ζητάει να μου γράψει κάτι. Την διεύθυνσή της και το τηλέφωνό της. Ανταποδίδω. Λίγο πριν μαζέψω τα χαρτιά, μου τα ζητάει πίσω για να γράψει το μήνυμα που μου μεταφράστηκε απ’ την ρεσεψιονιστ του ξενοδοχείου λίγες ώρες αργότερα. Σταματάει τρεις σταθμούς πριν από εμένα. Προχωράω μαζί της μέχρι την έξοδο (αν και επέμεινε ότι αυτή δεν είναι η στάση μου), της σφίγγω το χέρι πριν φύγει, με φιλάει σταυρωτά και την ευχαριστώ εγκάρδια.
Χαμογελάω κατά την διάρκεια όλης της επιστροφής.
Attachments
-
53 KB Προβολές: 99