Travelstoryteller
Member
- Μηνύματα
- 301
- Likes
- 1.823
- Επόμενο Ταξίδι
- Η.Π.Α.
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ωκεανία
Στην κορυφή του κόσμου
"Πού βρισκόμαστε;" έτεινα τον μουσκεμένο χάρτη στον μυστήριο Νεπαλέζο, φύλακα του καταφυγίου στην κορυφή του βουνού. Είχαμε βραχεί μέχρι τα βρακιά μας κυριολεκτικά μέχρι να φτάσουμε στο κτίριο καθώς η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Ο Νεπαλέζος σήκωσε τον χάρτη μας και τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα.
"You are outside your map." μας είπε επιστρέφοντας τον χάρτη στα χέρια μου.
"Τι πάει να πει βρισκόμαστε έξω από τον χάρτη;" αντιγυρίσαμε έκπληκτοι.
"Ελάτε μαζί μου, να σας δείξω..." και μας οδήγησε σε μια πόρτα που είχε πάνω αναρτημένο έναν τεράστιο χάρτη της περιοχής.
"Λοιπόν για να δούμε, βρισκόμαστε κάπου ..."
"Ρε φίλε αυτός κοιτάζει την Αναπούρνα ... " με σκουντάει με νόημα ο σύντροφος.
"Λοιπόν α ναι, βρισκόμαστε ... εδώ." και μας δείχνει μια κουκίδα στα βουνά που έγραφε Panchase Danda.
"Σε τι υψόμετρο είμαστε;" πετάχτηκα, αφού φοβόμουνα ότι το φλερτάρισμα με την κόκκινη γραμμή του μυαλού μου ήταν αποτέλεσμα της νόσου των ορειβατών.
"Στα 2.750 μέτρα"
"Αχ ωραία." χάρηκα γιατί πάνω από τα 3.000 μέτρα την παθαίνεις.
"Από το Bhanjyang δεν ήρθατε;"
"Όχι. Από το Bhadure"
"Α, πήρατε τον πίσω δρόμο; Να δείτε, τον κύκλο του βουνού κάνατε. Για πιο λόγο; Κανείς δεν επιλέγει αυτή τη διαδρομή. Είναι τρεις φορές πιο μακριά και οχτώ φορές πιο δύσκολη."
"Ω, μα τι λέτε περίπατος ήταν ..." μας έπιασε νευρικό γέλιο με τον σύντροφο.
Έπεσε μια αμήχανη σιωπή από το υποτιμητικό βλέμμα που μας έριξε ο Νεπαλέζος.
"Λοιπόν, αν θέλετε να κατεβείτε στο Bhanjyang θα πάτε από εδώ, είναι μισή ώρα δρόμος. Εάν θέλετε να μείνετε εδώ, είστε τυχεροί γιατί μού έχει μείνει μόνο ένα δωμάτιο ελεύθερο. Θα σας πρότεινα να αποφασίσετε γρήγορα γιατί σκοτεινιάζει."
"Θα το πάρουμε." πετάχτηκε ο σύντροφος πριν προλάβω να ρωτήσω: πόσο κοστίζει, να το δω πρώτα, και τι επιλογές θα είχαμε δηλαδή εάν κατεβαίναμε στο Bhanjyang ...!
Το δωμάτιο στην εκπληκτική τιμή των 5 δολαρίων (όπου οι tour operators το χρεώνανε 25) έμοιαζε με αποθήκη. Είχε ξύλινα παντζούρια χωρίς τζάμια, ελενίτ σκέπαστρο για ταβάνι, μια πλευρά ξύλινη που μας χώριζε με το διπλανό δωμάτιο, και στις γωνίες του 2 ράντζα με κουβέρτες. Το παντζούρι όπως και ο τοίχος είχανε κάτι μεγάλα κενά τα οποία κάνανε το διαμερισματάκι μας, το οποίο βεβαίως δεν διέθετε θέρμανση, ευάερο και ουχί ευήλιο. Η πρώτη κίνηση που κάναμε ήταν να κολλήσουμε το στρώμα από το δεύτερο ράντζο στο περβάζι για να κλείσουμε όσα περισσότερα κενά μπορούσαμε. Στη συνέχεια τσιτσιδωθήκαμε από τα βρεγμένα μας ρούχα, γιατί η υποθερμία καραδοκούσε, τριφτήκαμε πατόκορφα με μια πετσέτα και στη συνέχεια φορέσαμε όλα τα υπόλοιπα ρούχα που κουβαλούσαμε στην τσάντα μας. Και εννοώ όλα. Κολάν, παντελόνι, 3 μπλουζάκια, ζακέτα, πασμίνα και από πάνω ένα φούτερ ο καθένας. Ο σύντροφος είχε ζητήσει να ετοιμάσουν κάτι να φάμε και έφερε το δίσκο στο δωμάτιο μας. Το βραδινό μας ήταν καυτό τσάι με βουβαλίσιο γάλα και σούπα με νούντλς και λαχανικά (2 δολάρια το άτομο). Παρόλο που γνωρίζαμε ότι τα νούντλς προήλθαν από αυτό το τετράγωνο πακετάκι με γεύσεις και μπαχαρικά που πουλάνε τα σούπερ μάρκετ, ίσως και να ήταν το καλύτερο δείπνο που είχαμε ποτέ. Κατέβηκε γλυκά και ζέστανε το κοκαλάκι και την ψυχούλα μας, που είχε λιγοψυχήσει στην διαδρομή μας.
Όσο εμείς τρώγαμε στην ασφάλεια του δωματίου μας, άρχισαν να καταφθάνουν οι υπόλοιποι ένοικοι του καταφυγίου. Ένας Ινδός με τον οδηγό του, σε θρησκευτικό προσκύνημα. Ένας γιαπωνέζος με φουλ εξοπλισμό trekker και γκατζετιές να κρέμονται σε κάθε του μεριά, μαζί με τον οδηγό του. Μια Πορτογαλίδα μεσήλικη και λιγάκι τζαζ αντίστοιχα με τον οδηγό της. Ο οικοδεσπότης μας είχε ανάψει μια μεγάλη φωτιά στην αυλή του καταφυγίου, και καθίσαμε όλοι γύρω του σε έναν όμορφο κύκλο. Πίσω μας έστεκε φωτισμένος ένας ακόμη Ινδουιστικός ναός, προστάτης του καταφυγίου. Ο Ινδός είχε επιμεληθεί την μουσική επένδυση της βραδιάς με κάτι κλαψιάρικα ινδικά άσματα από το κινητό του, που προσπαθούσε να μου εξηγήσει τον στίχο τους. Αφού τα αγγλικά του δεν έφταναν για να τους περιγράψει σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει. Τον μιμηθήκαμε και σηκωθήκαμε όλοι χορεύοντας αλά Μπόλυγουντ γύρω από την φωτιά τραγουδώντας: Haan Maine Bhi Pyaar Kiya (και εγώ σε αγάπησα)! Πυκνά σύννεφα περνάγανε ανάμεσα μας και τύλιγαν την νύχτα. Η βροχή είχε προς το παρόν σταματήσει.
Είχε φτάσει μόλις οχτώ μισή όταν ξανάρχισε να βρέχει και όλοι κατευθυνθήκαμε γρήγορα στα δωμάτια μας για να κοιμηθούμε. Με την εκκωφαντική βοή της βροχής να πέφτει πάνω στο ελενίτ, χωθήκαμε με τον σύντροφο αγκαλιά στο μονό κρεβάτι και σκεπαστήκαμε με το sleeping bag και τις δυο κουβέρτες μας. Κατά τις 3 τα ξημερώματα σηκώθηκα για να στείλω ένα μήνυμα στους γονείς μου. "Καλή Ανάσταση" τους έγραψα "από τα 2.750 μέτρα".
"Πού βρισκόμαστε;" έτεινα τον μουσκεμένο χάρτη στον μυστήριο Νεπαλέζο, φύλακα του καταφυγίου στην κορυφή του βουνού. Είχαμε βραχεί μέχρι τα βρακιά μας κυριολεκτικά μέχρι να φτάσουμε στο κτίριο καθώς η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Ο Νεπαλέζος σήκωσε τον χάρτη μας και τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα.
"You are outside your map." μας είπε επιστρέφοντας τον χάρτη στα χέρια μου.
"Τι πάει να πει βρισκόμαστε έξω από τον χάρτη;" αντιγυρίσαμε έκπληκτοι.
"Ελάτε μαζί μου, να σας δείξω..." και μας οδήγησε σε μια πόρτα που είχε πάνω αναρτημένο έναν τεράστιο χάρτη της περιοχής.
"Λοιπόν για να δούμε, βρισκόμαστε κάπου ..."
"Ρε φίλε αυτός κοιτάζει την Αναπούρνα ... " με σκουντάει με νόημα ο σύντροφος.
"Λοιπόν α ναι, βρισκόμαστε ... εδώ." και μας δείχνει μια κουκίδα στα βουνά που έγραφε Panchase Danda.
"Σε τι υψόμετρο είμαστε;" πετάχτηκα, αφού φοβόμουνα ότι το φλερτάρισμα με την κόκκινη γραμμή του μυαλού μου ήταν αποτέλεσμα της νόσου των ορειβατών.
"Στα 2.750 μέτρα"
"Αχ ωραία." χάρηκα γιατί πάνω από τα 3.000 μέτρα την παθαίνεις.
"Από το Bhanjyang δεν ήρθατε;"
"Όχι. Από το Bhadure"
"Α, πήρατε τον πίσω δρόμο; Να δείτε, τον κύκλο του βουνού κάνατε. Για πιο λόγο; Κανείς δεν επιλέγει αυτή τη διαδρομή. Είναι τρεις φορές πιο μακριά και οχτώ φορές πιο δύσκολη."
"Ω, μα τι λέτε περίπατος ήταν ..." μας έπιασε νευρικό γέλιο με τον σύντροφο.
Έπεσε μια αμήχανη σιωπή από το υποτιμητικό βλέμμα που μας έριξε ο Νεπαλέζος.
"Λοιπόν, αν θέλετε να κατεβείτε στο Bhanjyang θα πάτε από εδώ, είναι μισή ώρα δρόμος. Εάν θέλετε να μείνετε εδώ, είστε τυχεροί γιατί μού έχει μείνει μόνο ένα δωμάτιο ελεύθερο. Θα σας πρότεινα να αποφασίσετε γρήγορα γιατί σκοτεινιάζει."
"Θα το πάρουμε." πετάχτηκε ο σύντροφος πριν προλάβω να ρωτήσω: πόσο κοστίζει, να το δω πρώτα, και τι επιλογές θα είχαμε δηλαδή εάν κατεβαίναμε στο Bhanjyang ...!
Το δωμάτιο στην εκπληκτική τιμή των 5 δολαρίων (όπου οι tour operators το χρεώνανε 25) έμοιαζε με αποθήκη. Είχε ξύλινα παντζούρια χωρίς τζάμια, ελενίτ σκέπαστρο για ταβάνι, μια πλευρά ξύλινη που μας χώριζε με το διπλανό δωμάτιο, και στις γωνίες του 2 ράντζα με κουβέρτες. Το παντζούρι όπως και ο τοίχος είχανε κάτι μεγάλα κενά τα οποία κάνανε το διαμερισματάκι μας, το οποίο βεβαίως δεν διέθετε θέρμανση, ευάερο και ουχί ευήλιο. Η πρώτη κίνηση που κάναμε ήταν να κολλήσουμε το στρώμα από το δεύτερο ράντζο στο περβάζι για να κλείσουμε όσα περισσότερα κενά μπορούσαμε. Στη συνέχεια τσιτσιδωθήκαμε από τα βρεγμένα μας ρούχα, γιατί η υποθερμία καραδοκούσε, τριφτήκαμε πατόκορφα με μια πετσέτα και στη συνέχεια φορέσαμε όλα τα υπόλοιπα ρούχα που κουβαλούσαμε στην τσάντα μας. Και εννοώ όλα. Κολάν, παντελόνι, 3 μπλουζάκια, ζακέτα, πασμίνα και από πάνω ένα φούτερ ο καθένας. Ο σύντροφος είχε ζητήσει να ετοιμάσουν κάτι να φάμε και έφερε το δίσκο στο δωμάτιο μας. Το βραδινό μας ήταν καυτό τσάι με βουβαλίσιο γάλα και σούπα με νούντλς και λαχανικά (2 δολάρια το άτομο). Παρόλο που γνωρίζαμε ότι τα νούντλς προήλθαν από αυτό το τετράγωνο πακετάκι με γεύσεις και μπαχαρικά που πουλάνε τα σούπερ μάρκετ, ίσως και να ήταν το καλύτερο δείπνο που είχαμε ποτέ. Κατέβηκε γλυκά και ζέστανε το κοκαλάκι και την ψυχούλα μας, που είχε λιγοψυχήσει στην διαδρομή μας.
Όσο εμείς τρώγαμε στην ασφάλεια του δωματίου μας, άρχισαν να καταφθάνουν οι υπόλοιποι ένοικοι του καταφυγίου. Ένας Ινδός με τον οδηγό του, σε θρησκευτικό προσκύνημα. Ένας γιαπωνέζος με φουλ εξοπλισμό trekker και γκατζετιές να κρέμονται σε κάθε του μεριά, μαζί με τον οδηγό του. Μια Πορτογαλίδα μεσήλικη και λιγάκι τζαζ αντίστοιχα με τον οδηγό της. Ο οικοδεσπότης μας είχε ανάψει μια μεγάλη φωτιά στην αυλή του καταφυγίου, και καθίσαμε όλοι γύρω του σε έναν όμορφο κύκλο. Πίσω μας έστεκε φωτισμένος ένας ακόμη Ινδουιστικός ναός, προστάτης του καταφυγίου. Ο Ινδός είχε επιμεληθεί την μουσική επένδυση της βραδιάς με κάτι κλαψιάρικα ινδικά άσματα από το κινητό του, που προσπαθούσε να μου εξηγήσει τον στίχο τους. Αφού τα αγγλικά του δεν έφταναν για να τους περιγράψει σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει. Τον μιμηθήκαμε και σηκωθήκαμε όλοι χορεύοντας αλά Μπόλυγουντ γύρω από την φωτιά τραγουδώντας: Haan Maine Bhi Pyaar Kiya (και εγώ σε αγάπησα)! Πυκνά σύννεφα περνάγανε ανάμεσα μας και τύλιγαν την νύχτα. Η βροχή είχε προς το παρόν σταματήσει.
Είχε φτάσει μόλις οχτώ μισή όταν ξανάρχισε να βρέχει και όλοι κατευθυνθήκαμε γρήγορα στα δωμάτια μας για να κοιμηθούμε. Με την εκκωφαντική βοή της βροχής να πέφτει πάνω στο ελενίτ, χωθήκαμε με τον σύντροφο αγκαλιά στο μονό κρεβάτι και σκεπαστήκαμε με το sleeping bag και τις δυο κουβέρτες μας. Κατά τις 3 τα ξημερώματα σηκώθηκα για να στείλω ένα μήνυμα στους γονείς μου. "Καλή Ανάσταση" τους έγραψα "από τα 2.750 μέτρα".