Travelstoryteller
Member
- Μηνύματα
- 301
- Likes
- 1.823
- Επόμενο Ταξίδι
- Η.Π.Α.
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ωκεανία
Τα δύο αγόρια είχαν σταθεί στην άκρη του δρόμου όταν πέρασαν από δίπλα τους οι ξένοι. Τους έκανε εντύπωση όχι τόσο ότι ήταν ξένοι αλλά το πόσο πολύ λάσπη είχαν πάνω τους. Λες και είχανε βουτήξει σε όλους τους νερόλακκους που είχαν σχηματιστεί κατά μήκος του χωματόδρομου που αραιά και που έφερνε το λεωφορείο στο χωριό τους. Κανένας Νεπαλέζος δεν θα κυκλοφορούσε έτσι. Όχι από ματαιοδοξία αλλά από σεβασμό στο σώμα του και στους συνανθρώπους του.
Τους ρωτήσανε λοιπόν οι ξένοι αν αυτός είναι ο δρόμος για την Ghacchina. "Ναι, σωστά πάτε", τους επιβεβαίωσε ο μεγαλύτερος, ξαφνιάζοντας τους με τα καλά αγγλικά του. Τους ευχαρίστησαν και προχώρησαν, με βήματα βαριά και κουρασμένα. Τα δυο παιδιά συνέχισαν να κάθονται εκεί στην ακριά του δρόμου συζητώντας μέχρι που η βροχή ξανάρχισε και κίνησαν να επιστρέψουν σπίτι τους. Όταν έφτασαν σπίτι, δεν τους έκανε εντύπωση που βρήκαν τους ξένους να κάθονται στη βεράντα με την οικογένεια τους. Είναι άλλωστε παράδοση να δίνεις καταφύγιο στους ανθρώπους, ειδικά σε τέτοιο καιρό, που τα μποστάνια πλημμυρίζουν και τα μονοπάτια γίνονται παγίδες για τους απαίδευτους. Οι ξένοι μιλούσαν με τον πατέρα ενώ η μητέρα τίναζε τα πανωφόρια τους από τις λάσπες. Ο νεαρός ξένος μάλιστα πρόσφερε τσιγάρα στην γιαγιά τους, η οποία αγαπούσε πολύ το κάπνισμα και όλοι μαζί γελούσαν με τις γκριμάτσες χαράς στο μούτρο της καθώς ρουφούσε τον καπνό σαν θεριακλής. "Οι γιοί μου" τους σύστησε ο πατέρας και οι δυο ξένοι σηκώθηκαν ευγενικά και του ανέφεραν την προηγούμενη συνάντηση τους στο δρόμο. Στη συνέχεια τους μοίρασαν κάτι περίεργα μπισκότα, τα οποία τα είχε φτιάξει η μαμά της κοπέλας με την αστεία σακούλα στο κεφάλι, για το Πάσχα τους είπαν. Η προσφορά τους έγινε αποδεκτή με μεγάλο σεβασμό.
Family Photo
Όταν λοιπόν έκοψε η βροχή και οι ξένοι σηκώθηκαν να φύγουνε, ο μεγάλος αδερφός δεν χρειάστηκε να περιμένει το νόημα που του έκανε ο πατέρας του. Το είχε αποφασίσει ο ίδιος από την στιγμή που τους περιέγραψαν πόσες ώρες ψάχνουνε για το σωστό δρόμο για την Ghacchina όταν έχασαν το μονοπάτι τους στη περιοχή του χείμαρρου, εκεί στις κρεμαστές γέφυρες. Θα πάει μαζί τους να τους δείξει τον σύντομο δρόμο, τον δρόμο που κατεβαίνει κάθε μέρα για να πάει στο σχολείο του. Σηκώθηκε λοιπόν και αφού πήρε άδεια από τον πατέρα του, μαζί με τον αδερφό του ακολούθησαν τους ξένους. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν ευγενικά την πρόταση του.
"Έχουμε χαθεί τόσες πολλές φορές, δεν είναι για εμάς τα shortcut, έχουμε κακές εμπειρίες" του είπε η κοπέλα.
"Φίλε μου δεν πειράζει, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα θα πάρουμε τον δρόμο και ας κάνουμε παραπάνω χρόνο, φτάνει να φτάσουμε." του απάντησε ο άλλος.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και μετά από έναν σύντομο διάλογο στη γλώσσα τους κατέληξαν:
"Θα σας πάμε εμείς! Θα κατέβουμε όλοι μαζί στην Ghacchina"
Ο νεαρός άνδρας τους θαύμασε για την προσφορά τους καθώς ήταν δυο ίσως και τρείς ώρες ακόμα δρόμος αν συνέχιζε αυτή η διαολεμένη βροχή, και άλλες τόσες θα έπαιρνε για να επιστρέψουν τα παιδιά στο σπίτι τους.
"Φίλε μου σε ευχαριστώ," είπε, "άλλα δεν έχω λεφτά να σε πληρώσω... Τα αφήσαμε όλα στους φίλους μας στην Ποκάρα, έχουμε ίσα-ίσα για τα εισιτήρια του λεωφορείου μας..."
"Κοίτα, εγώ το κάνω γιατί θέλω να σε βοηθήσω, αν δεν έχεις χρήματα δεν με πειράζει." ήταν η αποστομωτική απάντηση του νεαρού Νεπαλέζου που δεν θα ήταν ούτε 15 χρονών. Ο μικρότερος κούνησε επίσης το κεφάλι του καταφατικά, δίνοντας έμφαση στα λεγόμενα του αδερφού του. Η ευγενική προσφορά των παιδιών σε συνδυασμό με τον περήφανο τρόπο τους ήταν κάτι που οι δυο ξένοι δεν μπορούσαν να αρνηθούνε, και έτσι όλοι μαζί άρχισαν να κατηφορίζουν από το μονοπατάκι. Τα δυο παιδιά φορούσαν σαγιονάρες και πριν ξεκινήσουν έτριψαν τα πόδια τους με ένα φυτό το οποίο ξεχώρισαν ανάμεσα στην ποίκιλλα βλάστηση που επικρατούσε γύρω τους.
"Είναι για τις βδέλλες. Το τρίβεις στα πόδια και οι βδέλλες δεν θα σε ενοχλήσουν." εξήγησαν στους ξένους που τους κοίταζαν ερωτηματικά.
Έτσι η πορεία της καθόδου, κατέληξε τελικά να πραγματοποιηθεί μέσα από μυστικά περάσματα στο δάσος, με καταπατήσεις σε αυλές σπιτιών, ανάμεσα σε φράχτες από μποστάνια, και πάνω από βράχους και σκεπές. Η διαδρομή γινόταν σε συνδυασμό με μια ιδιόμορφη ξενάγηση των δυο παιδιών που τους έδειχνα τα σπίτια των συγγενών τους, το σχολείο τους, τις αλανιάρες κότες, τις φυτείες τσαγιού και τις ποικιλίες των βοτάνων, εξηγώντας τους τι προσφέρει το καθένα, και στη συνέχεια τους κέρασαν κάτι περίεργα φρούτα σαν βατόμουρα που μάζεψαν από τους θάμνους.
"Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;" είχε πιάσει κουβέντα η κοπέλα με τον μικρό αδερφό.
"Ένας καλός άνθρωπος..." της απάντησε, με την ίδια λαχτάρα που άλλα δωδεκάχρονα απαντάνε "ποδοσφαιριστής", "ο μπάτμαν" ή "gangsta".
Της έκανε πολύ εντύπωση, και άλλη τόση εντύπωση έκανε του μικρού η αντίδραση της. Δηλαδή τι άλλο θα μπορούσε να θέλει να είναι; Η καλοσύνη είναι το μόνο που μετράει ...
Στην διαδρομή βέβαια δεν έλειψαν οι γλίστρες και οι τούμπες των ξένων, παρόλο που τα παιδιά από σεβασμό στη κοπέλα είχαν κόψει πολύ ταχύτητα. Μπορεί να έφταιγαν τα ορειβατικά μποτάκια που φορούσαν, γατί εκείνοι με τις σαγιονάρες τους κατέβαιναν αλώβητοι. Η βροχή συνέχιζε ανά διαστήματα να ραπίζει τους τέσσερις συνοδοιπόρους, μόνο που οι δυο φορούσαν μόνο φανελάκια και φούτερ και είχανε γίνει μούσκεμα. "Γυρίστε μωρέ στο σπίτι σας, θα πουντιάσετε..." τους έλεγαν και ξαναέλεγαν οι ξένοι. "Αυτός ο καιρός φέρνει πολύ κατούρημα", ήταν το μόνο παράπονο που εξομολογήθηκε ο μικρότερος μυστικά στον νεαρό άνδρα.
Πέρασαν λοιπόν έτσι περίπου δυόμιση ώρες και τα παιδιά οδήγησαν τους δυο ξένους με ασφάλεια στο χωριό Ghacchina. Εκείνοι, αφού αγόρασαν δυο εισιτήρια για την Ποκάρα, έδωσαν όλα τα υπόλοιπα τους χρήματα στον μεγάλο αδερφό για τον κόπο τους. Δεν ήταν πολλά, τουναντίον, ελάχιστα για αυτήν την όμορφη διαδρομή που τους χάρισαν, αλλά εκείνος τα δέχτηκε με χαρά.
"Στάσου λίγο" του είπε ο ξένος και άρχισε να ψάχνει την τσάντα του. "Θα σας δώσουμε και κάτι ακόμα, είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχουμε στο ταξίδι μας... και θέλουμε να το απολαύσετε μαζί με τον αδερφό σου."
Και μέσα από την τσάντα έβγαλε ένα σχεδόν γεμάτο βαζάκι Noutela.
"Δοκίμασε το..." τον ενθάρρυνε και ο μεγάλος αδελφός βύθισε τον δείκτη του μέσα στο βάζο και τον έφερε στο στόμα του. Το πρόσωπο του φώτισε ευθύς και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Αμέσως έκρυψε το βαζάκι κάτω από την μπλούζα του καθώς κάτι αλανάκια του δρόμου βλέποντας το νταραβέρι άρχισαν να πλησιάζουν επικίνδυνα. Αν έβλεπαν τι κρατούσε, θα όφειλε` να το μοιραστεί μαζί τους.
Ο νέος χαιρέτησε λοιπόν τους ξένους και μαζί με τον αδερφό του πήραν τον δρόμο της επιστροφής, με την πολύτιμη νουτέλα κρυμμένη καλά μέσα στο βρεγμένο του φούτερ και μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. "Πάει τα καταστρέψαμε τα παιδιά... Τους γνωρίσαμε την νουτέλα... " ήταν η σκέψη των ξένων όσο εκείνα χανόντουσαν στο βάθος της γέφυρας...
Follow that kid!
Τους ρωτήσανε λοιπόν οι ξένοι αν αυτός είναι ο δρόμος για την Ghacchina. "Ναι, σωστά πάτε", τους επιβεβαίωσε ο μεγαλύτερος, ξαφνιάζοντας τους με τα καλά αγγλικά του. Τους ευχαρίστησαν και προχώρησαν, με βήματα βαριά και κουρασμένα. Τα δυο παιδιά συνέχισαν να κάθονται εκεί στην ακριά του δρόμου συζητώντας μέχρι που η βροχή ξανάρχισε και κίνησαν να επιστρέψουν σπίτι τους. Όταν έφτασαν σπίτι, δεν τους έκανε εντύπωση που βρήκαν τους ξένους να κάθονται στη βεράντα με την οικογένεια τους. Είναι άλλωστε παράδοση να δίνεις καταφύγιο στους ανθρώπους, ειδικά σε τέτοιο καιρό, που τα μποστάνια πλημμυρίζουν και τα μονοπάτια γίνονται παγίδες για τους απαίδευτους. Οι ξένοι μιλούσαν με τον πατέρα ενώ η μητέρα τίναζε τα πανωφόρια τους από τις λάσπες. Ο νεαρός ξένος μάλιστα πρόσφερε τσιγάρα στην γιαγιά τους, η οποία αγαπούσε πολύ το κάπνισμα και όλοι μαζί γελούσαν με τις γκριμάτσες χαράς στο μούτρο της καθώς ρουφούσε τον καπνό σαν θεριακλής. "Οι γιοί μου" τους σύστησε ο πατέρας και οι δυο ξένοι σηκώθηκαν ευγενικά και του ανέφεραν την προηγούμενη συνάντηση τους στο δρόμο. Στη συνέχεια τους μοίρασαν κάτι περίεργα μπισκότα, τα οποία τα είχε φτιάξει η μαμά της κοπέλας με την αστεία σακούλα στο κεφάλι, για το Πάσχα τους είπαν. Η προσφορά τους έγινε αποδεκτή με μεγάλο σεβασμό.

Family Photo
Όταν λοιπόν έκοψε η βροχή και οι ξένοι σηκώθηκαν να φύγουνε, ο μεγάλος αδερφός δεν χρειάστηκε να περιμένει το νόημα που του έκανε ο πατέρας του. Το είχε αποφασίσει ο ίδιος από την στιγμή που τους περιέγραψαν πόσες ώρες ψάχνουνε για το σωστό δρόμο για την Ghacchina όταν έχασαν το μονοπάτι τους στη περιοχή του χείμαρρου, εκεί στις κρεμαστές γέφυρες. Θα πάει μαζί τους να τους δείξει τον σύντομο δρόμο, τον δρόμο που κατεβαίνει κάθε μέρα για να πάει στο σχολείο του. Σηκώθηκε λοιπόν και αφού πήρε άδεια από τον πατέρα του, μαζί με τον αδερφό του ακολούθησαν τους ξένους. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν ευγενικά την πρόταση του.
"Έχουμε χαθεί τόσες πολλές φορές, δεν είναι για εμάς τα shortcut, έχουμε κακές εμπειρίες" του είπε η κοπέλα.
"Φίλε μου δεν πειράζει, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα θα πάρουμε τον δρόμο και ας κάνουμε παραπάνω χρόνο, φτάνει να φτάσουμε." του απάντησε ο άλλος.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και μετά από έναν σύντομο διάλογο στη γλώσσα τους κατέληξαν:
"Θα σας πάμε εμείς! Θα κατέβουμε όλοι μαζί στην Ghacchina"
Ο νεαρός άνδρας τους θαύμασε για την προσφορά τους καθώς ήταν δυο ίσως και τρείς ώρες ακόμα δρόμος αν συνέχιζε αυτή η διαολεμένη βροχή, και άλλες τόσες θα έπαιρνε για να επιστρέψουν τα παιδιά στο σπίτι τους.
"Φίλε μου σε ευχαριστώ," είπε, "άλλα δεν έχω λεφτά να σε πληρώσω... Τα αφήσαμε όλα στους φίλους μας στην Ποκάρα, έχουμε ίσα-ίσα για τα εισιτήρια του λεωφορείου μας..."
"Κοίτα, εγώ το κάνω γιατί θέλω να σε βοηθήσω, αν δεν έχεις χρήματα δεν με πειράζει." ήταν η αποστομωτική απάντηση του νεαρού Νεπαλέζου που δεν θα ήταν ούτε 15 χρονών. Ο μικρότερος κούνησε επίσης το κεφάλι του καταφατικά, δίνοντας έμφαση στα λεγόμενα του αδερφού του. Η ευγενική προσφορά των παιδιών σε συνδυασμό με τον περήφανο τρόπο τους ήταν κάτι που οι δυο ξένοι δεν μπορούσαν να αρνηθούνε, και έτσι όλοι μαζί άρχισαν να κατηφορίζουν από το μονοπατάκι. Τα δυο παιδιά φορούσαν σαγιονάρες και πριν ξεκινήσουν έτριψαν τα πόδια τους με ένα φυτό το οποίο ξεχώρισαν ανάμεσα στην ποίκιλλα βλάστηση που επικρατούσε γύρω τους.
"Είναι για τις βδέλλες. Το τρίβεις στα πόδια και οι βδέλλες δεν θα σε ενοχλήσουν." εξήγησαν στους ξένους που τους κοίταζαν ερωτηματικά.
Έτσι η πορεία της καθόδου, κατέληξε τελικά να πραγματοποιηθεί μέσα από μυστικά περάσματα στο δάσος, με καταπατήσεις σε αυλές σπιτιών, ανάμεσα σε φράχτες από μποστάνια, και πάνω από βράχους και σκεπές. Η διαδρομή γινόταν σε συνδυασμό με μια ιδιόμορφη ξενάγηση των δυο παιδιών που τους έδειχνα τα σπίτια των συγγενών τους, το σχολείο τους, τις αλανιάρες κότες, τις φυτείες τσαγιού και τις ποικιλίες των βοτάνων, εξηγώντας τους τι προσφέρει το καθένα, και στη συνέχεια τους κέρασαν κάτι περίεργα φρούτα σαν βατόμουρα που μάζεψαν από τους θάμνους.
"Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;" είχε πιάσει κουβέντα η κοπέλα με τον μικρό αδερφό.
"Ένας καλός άνθρωπος..." της απάντησε, με την ίδια λαχτάρα που άλλα δωδεκάχρονα απαντάνε "ποδοσφαιριστής", "ο μπάτμαν" ή "gangsta".
Της έκανε πολύ εντύπωση, και άλλη τόση εντύπωση έκανε του μικρού η αντίδραση της. Δηλαδή τι άλλο θα μπορούσε να θέλει να είναι; Η καλοσύνη είναι το μόνο που μετράει ...
Στην διαδρομή βέβαια δεν έλειψαν οι γλίστρες και οι τούμπες των ξένων, παρόλο που τα παιδιά από σεβασμό στη κοπέλα είχαν κόψει πολύ ταχύτητα. Μπορεί να έφταιγαν τα ορειβατικά μποτάκια που φορούσαν, γατί εκείνοι με τις σαγιονάρες τους κατέβαιναν αλώβητοι. Η βροχή συνέχιζε ανά διαστήματα να ραπίζει τους τέσσερις συνοδοιπόρους, μόνο που οι δυο φορούσαν μόνο φανελάκια και φούτερ και είχανε γίνει μούσκεμα. "Γυρίστε μωρέ στο σπίτι σας, θα πουντιάσετε..." τους έλεγαν και ξαναέλεγαν οι ξένοι. "Αυτός ο καιρός φέρνει πολύ κατούρημα", ήταν το μόνο παράπονο που εξομολογήθηκε ο μικρότερος μυστικά στον νεαρό άνδρα.
Πέρασαν λοιπόν έτσι περίπου δυόμιση ώρες και τα παιδιά οδήγησαν τους δυο ξένους με ασφάλεια στο χωριό Ghacchina. Εκείνοι, αφού αγόρασαν δυο εισιτήρια για την Ποκάρα, έδωσαν όλα τα υπόλοιπα τους χρήματα στον μεγάλο αδερφό για τον κόπο τους. Δεν ήταν πολλά, τουναντίον, ελάχιστα για αυτήν την όμορφη διαδρομή που τους χάρισαν, αλλά εκείνος τα δέχτηκε με χαρά.
"Στάσου λίγο" του είπε ο ξένος και άρχισε να ψάχνει την τσάντα του. "Θα σας δώσουμε και κάτι ακόμα, είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχουμε στο ταξίδι μας... και θέλουμε να το απολαύσετε μαζί με τον αδερφό σου."
Και μέσα από την τσάντα έβγαλε ένα σχεδόν γεμάτο βαζάκι Noutela.
"Δοκίμασε το..." τον ενθάρρυνε και ο μεγάλος αδελφός βύθισε τον δείκτη του μέσα στο βάζο και τον έφερε στο στόμα του. Το πρόσωπο του φώτισε ευθύς και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Αμέσως έκρυψε το βαζάκι κάτω από την μπλούζα του καθώς κάτι αλανάκια του δρόμου βλέποντας το νταραβέρι άρχισαν να πλησιάζουν επικίνδυνα. Αν έβλεπαν τι κρατούσε, θα όφειλε` να το μοιραστεί μαζί τους.
Ο νέος χαιρέτησε λοιπόν τους ξένους και μαζί με τον αδερφό του πήραν τον δρόμο της επιστροφής, με την πολύτιμη νουτέλα κρυμμένη καλά μέσα στο βρεγμένο του φούτερ και μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. "Πάει τα καταστρέψαμε τα παιδιά... Τους γνωρίσαμε την νουτέλα... " ήταν η σκέψη των ξένων όσο εκείνα χανόντουσαν στο βάθος της γέφυρας...


Follow that kid!

