travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ταξίδι
- Auckland
- Νότιο Νησί
- Διαδρομές στη φύση
- Προς διανυκτέρευση
- Διαδρομή προς Νότο
- Queenstown
- Te Anau - ακόμα νοτιότερα
- Doubtful Sound
- Κρουαζιέρα
- Ακόμα πιο νότια
- Milford Sound
- Η κρουαζιέρα στο Milford Sound
- Πάλι στο δρόμο
- Επιστροφή στο Βορρά
- Mount Aspiring NP & Franz Josef
- Παραμονή Πρωτοχρονιάς
- Η μέρα δεν πήγε χαμένη!
- Arthur’s Pass & Christchurch
- Christchurch
- Βόρειο Νησί, Rotorua
- Εντυπώσεις απο Rotorua
- Rotorua - σούπερ γεωθερμικά
- Ροτορούα, Whakarewarewa
- Waimangu Volcanic Valley
- Wairakei Terraces
- Forgotten World Road, New Plymouth
- Γεωθερμία ξανά
- Forgotten World Road
- Mt. Taranaki
- Waitomo Caves
- Τελευταία μέρα
- Κρατήρες και τέλος
Προς διανυκτέρευση.
Βόρεια του σημείου που βρισκόμασταν ήταν το Mt Cook National Park, με το ομώνυμο βουνό. Είχαμε σκοπό να το επισκεφτούμε μετά από μερικές μέρες, από την άλλη μεριά του νησιού. Από μακριά όμως φαινόταν ο παγετώνας Tasman και φυσικά δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε στην επιθυμία να τον προσεγγίσουμε. Πήραμε τους χωματόδρομους, χωρίς να λυπηθούμε το καινούργιο αυτοκίνητο και πήγαμε όσο πιο κοντά μπορέσαμε. Περπατήσαμε και λίγο, αλλά ο χρόνος μας πίεζε γιατί η νύχτα ερχόταν. Κρίμα που δε βρισκόμασταν μια δεκαριά μοίρες νοτιότερα να βραδιάζει μια ώρα αργότερα!
Λες και θα μας τρακάρει το βουνό:
Να και ο παγετώνας:
Πριν φτάσουμε στο ενδιαφέρον μοτέλ που θα διανυκτερεύαμε περάσαμε από το χωριό Twizel, μήπως πιούμε ένα βραδινό καφέ, αλλά μάλλον όλοι κοιμόταν. Φύγαμε κι εμείς. Ούτε καν φωτογραφία!
Το μέρος διαμονής μας ήταν ένα ήσυχο μοτέλ στο παντελώς άγνωστο χωριό Omarama. Δε νομίζω να το ξέρουν ούτε και οι Νεοζηλανδοί. Κι εμείς το επιλέξαμε λόγω της θέσης του και της τιμής του (το κόστος διαμονής εννοώ, όχι την άλλη τιμή!). Πάμε στη ρεσεψιόν, μας υποδέχτηκαν ευχαρίστως, μας έδωσαν τα κλειδιά των δωματίων, μια χαρά τα δωμάτια, καληνύχτα σας. Κλείνουμε σε μια ώρα (στις 22:30 εννοούσε), αν χρειάζεστε τίποτα πείτε μας. Τι να χρειαστούμε; Φαγητό, είμαστε φουλ από το σούπερ μάρκετ. Ξεκούραση θέλουμε. Καληνύχτα.
Τσιμπήσαμε κάτι στα δωμάτια και για να μην πέσουμε από τις δέκα για ύπνο, κάναμε μια βόλτα στο κενού ενδιαφέροντος χωριό. Νύχτωσε, πάμε πίσω, καληνύχτα παιδιά. Το πρωί αναχώρηση στις επτά. Όλα καλά.
Το μοτέλ που κοιμηθήκαμε:
Κατά τις έντεκα, λίγο πριν πέσω λέω στη Ντίνα: πάω λίγο έξω να δω τα αστέρια. Καλά, πήγαινε εγώ θα δω λίγο τηλεόραση. Εντάξει, επιστρέφω σε πέντε λεπτά. Τότε έρχομαι κι εγώ. Όοοοοχιιιιι!!! Γιατί έκλεισες την πόρτα; Έμειναν μέσα τα κλειδιά. Άντε τώρα να ανοίξουμε!
Ωραία, έντεκα το βράδυ, ο κόσμος στα δωμάτια κοιμάται κι εμείς επ’ έξω κλειδωμένοι. Στη ρεσεψιόν άφαντοι όλοι. Ταμπέλα: αν θέλετε κάτι, πάρτε τηλέφωνο στο…. Τι τηλέφωνο; Τη συσκευή την άφησα μέσα στο δωμάτιο. Οι δύο φίλοι συνταξιδιώτες δεν είχαν συσκευή μαζί τους παρά μόνο για μηνύματα. Πάω στην είσοδο της ρεσεψιόν και βλέπω στο μπαλκόνι ένα τύπο πάνω από τα 70 να καπνίζει. Σε παρακαλώ, του λέω, θα πάρετε για χάρη μου ένα τηλέφωνο να έρθουν να μας ανοίξουν; Πως είπες; Δε μπορώ πάω μέσα στο γιό μου που έχει μεγάλο πρόβλημα και πρέπει να είμαι κοντά του. Λες και του είπα να πάμε βόλτα.
Κάνω βόλτα τριγύρω, μήπως δω κανένα ντόπιο με τηλέφωνο, ή ακόμα και τουρίστα. Για δέκα λεπτά τίποτα. Ξαφνικά πετάγεται από το Θεό ένας Κορεάτης. Μπλα μπλα μπλα, του λέω. Μπλα μπλα μπλα, μου λέει. Αγγλικά εγώ, κορεάτικα εκείνος. Τελεφών, του κάνω, χαβ γιου; Μπλα μπλα πάλι. Με το να τον έχω καθυστερήσει, νάσου ο δεκαπεντάχρονος γιος του, που τον έψαχνε. Ευτυχώς το παιδί μιλούσε αγγλικά. Από εκείνο το βράδυ έχω σε άπειρη εκτίμηση τους Νοτιοκορεάτες. Για του άλλους δεν ξέρω. Φέρνει το τηλέφωνό τους και σε δέκα λεπτά ήμασταν στο δωμάτιό μας, μέσα, όχι απ’ έξω. Η Ντίνα είχε φοβηθεί ότι θα κοιμόμασταν έξω. Ή τουλάχιστον αγκαλιά με το Γιάννη ο ένας και με το Φίλιππο ο άλλος. Άσε που νόμιζε ότι θα της χρέωνα εκτός από το προπατορικό αμάρτημα και το ό,τι άφησε το κλειδί μέσα και βγήκε έξω.
Πάντως και η κοπέλα που μας έφερε το κλειδί, πολύ ευγενική. Συγνώμη της λέγαμε εμείς, η δουλειά μας είναι αυτή, μας έλεγε εκείνη. Και δε μας χρέωσε κιόλας. Όχι σαν τους άλλους στο Ελσίνκι, που χρέωναν 50 ευρώ για να σου ανοίξουν, έτσι έγραφαν οι οδηγίες. Ευτυχώς εκεί δεν κλειστήκαμε έξω.
Βόρεια του σημείου που βρισκόμασταν ήταν το Mt Cook National Park, με το ομώνυμο βουνό. Είχαμε σκοπό να το επισκεφτούμε μετά από μερικές μέρες, από την άλλη μεριά του νησιού. Από μακριά όμως φαινόταν ο παγετώνας Tasman και φυσικά δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε στην επιθυμία να τον προσεγγίσουμε. Πήραμε τους χωματόδρομους, χωρίς να λυπηθούμε το καινούργιο αυτοκίνητο και πήγαμε όσο πιο κοντά μπορέσαμε. Περπατήσαμε και λίγο, αλλά ο χρόνος μας πίεζε γιατί η νύχτα ερχόταν. Κρίμα που δε βρισκόμασταν μια δεκαριά μοίρες νοτιότερα να βραδιάζει μια ώρα αργότερα!


Λες και θα μας τρακάρει το βουνό:



Να και ο παγετώνας:


Πριν φτάσουμε στο ενδιαφέρον μοτέλ που θα διανυκτερεύαμε περάσαμε από το χωριό Twizel, μήπως πιούμε ένα βραδινό καφέ, αλλά μάλλον όλοι κοιμόταν. Φύγαμε κι εμείς. Ούτε καν φωτογραφία!
Το μέρος διαμονής μας ήταν ένα ήσυχο μοτέλ στο παντελώς άγνωστο χωριό Omarama. Δε νομίζω να το ξέρουν ούτε και οι Νεοζηλανδοί. Κι εμείς το επιλέξαμε λόγω της θέσης του και της τιμής του (το κόστος διαμονής εννοώ, όχι την άλλη τιμή!). Πάμε στη ρεσεψιόν, μας υποδέχτηκαν ευχαρίστως, μας έδωσαν τα κλειδιά των δωματίων, μια χαρά τα δωμάτια, καληνύχτα σας. Κλείνουμε σε μια ώρα (στις 22:30 εννοούσε), αν χρειάζεστε τίποτα πείτε μας. Τι να χρειαστούμε; Φαγητό, είμαστε φουλ από το σούπερ μάρκετ. Ξεκούραση θέλουμε. Καληνύχτα.
Τσιμπήσαμε κάτι στα δωμάτια και για να μην πέσουμε από τις δέκα για ύπνο, κάναμε μια βόλτα στο κενού ενδιαφέροντος χωριό. Νύχτωσε, πάμε πίσω, καληνύχτα παιδιά. Το πρωί αναχώρηση στις επτά. Όλα καλά.
Το μοτέλ που κοιμηθήκαμε:

Κατά τις έντεκα, λίγο πριν πέσω λέω στη Ντίνα: πάω λίγο έξω να δω τα αστέρια. Καλά, πήγαινε εγώ θα δω λίγο τηλεόραση. Εντάξει, επιστρέφω σε πέντε λεπτά. Τότε έρχομαι κι εγώ. Όοοοοχιιιιι!!! Γιατί έκλεισες την πόρτα; Έμειναν μέσα τα κλειδιά. Άντε τώρα να ανοίξουμε!
Ωραία, έντεκα το βράδυ, ο κόσμος στα δωμάτια κοιμάται κι εμείς επ’ έξω κλειδωμένοι. Στη ρεσεψιόν άφαντοι όλοι. Ταμπέλα: αν θέλετε κάτι, πάρτε τηλέφωνο στο…. Τι τηλέφωνο; Τη συσκευή την άφησα μέσα στο δωμάτιο. Οι δύο φίλοι συνταξιδιώτες δεν είχαν συσκευή μαζί τους παρά μόνο για μηνύματα. Πάω στην είσοδο της ρεσεψιόν και βλέπω στο μπαλκόνι ένα τύπο πάνω από τα 70 να καπνίζει. Σε παρακαλώ, του λέω, θα πάρετε για χάρη μου ένα τηλέφωνο να έρθουν να μας ανοίξουν; Πως είπες; Δε μπορώ πάω μέσα στο γιό μου που έχει μεγάλο πρόβλημα και πρέπει να είμαι κοντά του. Λες και του είπα να πάμε βόλτα.
Κάνω βόλτα τριγύρω, μήπως δω κανένα ντόπιο με τηλέφωνο, ή ακόμα και τουρίστα. Για δέκα λεπτά τίποτα. Ξαφνικά πετάγεται από το Θεό ένας Κορεάτης. Μπλα μπλα μπλα, του λέω. Μπλα μπλα μπλα, μου λέει. Αγγλικά εγώ, κορεάτικα εκείνος. Τελεφών, του κάνω, χαβ γιου; Μπλα μπλα πάλι. Με το να τον έχω καθυστερήσει, νάσου ο δεκαπεντάχρονος γιος του, που τον έψαχνε. Ευτυχώς το παιδί μιλούσε αγγλικά. Από εκείνο το βράδυ έχω σε άπειρη εκτίμηση τους Νοτιοκορεάτες. Για του άλλους δεν ξέρω. Φέρνει το τηλέφωνό τους και σε δέκα λεπτά ήμασταν στο δωμάτιό μας, μέσα, όχι απ’ έξω. Η Ντίνα είχε φοβηθεί ότι θα κοιμόμασταν έξω. Ή τουλάχιστον αγκαλιά με το Γιάννη ο ένας και με το Φίλιππο ο άλλος. Άσε που νόμιζε ότι θα της χρέωνα εκτός από το προπατορικό αμάρτημα και το ό,τι άφησε το κλειδί μέσα και βγήκε έξω.
Πάντως και η κοπέλα που μας έφερε το κλειδί, πολύ ευγενική. Συγνώμη της λέγαμε εμείς, η δουλειά μας είναι αυτή, μας έλεγε εκείνη. Και δε μας χρέωσε κιόλας. Όχι σαν τους άλλους στο Ελσίνκι, που χρέωναν 50 ευρώ για να σου ανοίξουν, έτσι έγραφαν οι οδηγίες. Ευτυχώς εκεί δεν κλειστήκαμε έξω.