psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.051
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Δεν άργησε να νυχτώσει…
Η αλήθεια είναι ότι το περίμενα πιο νωρίς, μιας και όλοι με είχαν προϊδεάσει ότι στη Σουηδία νυχτώνει κοντά στο δικό μας μεσημέρι, κάτι που ωστόσο δε συνέβη μέχρι τις 3:30 που περάσαμε τη πόρτα του O'Connells Irish Pub αναζητώντας θαλπωρή, μιας και το κρύο που είχαμε φάει ως εκείνη την ώρα ήταν αδιανόητο.
Πιάσαμε ένα καλό σημείο και παραγγείλαμε δύο ΙΡΑ, ερχόμενοι για πρώτη φορά σε επαφή με τις τιμές στη Σουηδία, όταν μας ζήτησε 8.70kr, ποσό που αναλογεί σε 8 περίπου ευρώ. Οκτώ ευρώ το Pint ρε αθεόφοβοι; Ευτυχώς το γεγονός δε μας πτόησε καθόλου, πίνοντας από τρεις στο πολύ ωραίο ομολογουμένως χώρο:
Βγήκαμε κοντά στις 5 αναζητώντας τον επόμενο σταθμό της διαδρομής μας, ευτυχώς λίγα μόνο μέτρα πιο κάτω. Δε πρόλαβε καλά-καλά να κλείσει η πόρτα της προηγούμενης μπυραρίας, όταν άνοιγε αυτή της Wirströms Pub. Σας τα λέω και σας τα ξαναλέω σε κάθε ιστορία για τις Ιρλανδικές pub, που είναι ότι πιο στάνταρ και ασφαλές για μια έξοδο σε μια εκδρομή:
Όσο για μας; Περνούσαμε πλέον πολύ καλά, ας όψονται και οι μπυρίτσες, συνεχίζοντας ακάθεκτοι βλέποντας τη Λίβερπουλ στο βάθος, πιάνοντας τη κουβέντα με έναν Νοτιοαφρικανό και δύο Αγγλάρες παραδίπλα μας που αντί να βλέπουν μπάλα (οπαδοί Liverpool γαρ), είχανε καρφωθεί στην οθόνη με το Ράγκπι, που μάθαμε ότι είναι κάτι σαν εθνικό σπορ στη Νοτ. Αφρική. Μάλιστα!
Αυτή είναι η ομορφιά των Ιρλανδικών Pub, αυτά είναι και τα ζητούμενα του εκάστοτε ταξιδιού, η συναναστροφή με πολλαπλές κουλτούρες και αντιλήψεις, κάτι που ομολογουμένως μας είχε λείψει πολύ. Με αυτές τις σκέψεις, γεμάτοι και ικανοποιημένοι ξεχυθήκαμε και πάλι στους πλακόστρωτους δρόμους της παλιάς πόλης, με το σκοτάδι πλέον να έχει κυριαρχήσει απόλυτα:
Κάναμε τη βόλτα μας στα άλλοτε άδεια και φωτογραφικά:
Και άλλοτε γεμάτα και ακόμα πιο φωτογραφικά, ιδιαίτερα φωτισμένα στανάκια της Gamla Stan:
Όχι για πολύ όμως, γιατί όπως σας είπα ήταν ώρα για παρτάρισμα, έτσι φτάνοντας έξω από τη Movitz μπήκαμε με φόρα για άλλη μία.
Η μπάρα ήταν απλωμένη και εξαιρετική, οι τιμές σαφώς καλύτερες κοντά στα 6 ευρώ, με τη διάθεση μας ακόμα περισσότερο ανεβασμένη.
Αν δεν είχαμε να κάνουμε βραδινή βόλτα είναι σίγουρο ότι θα το παίρναμε σερί, είχαμε όμως να ξαναβρεθούμε με το Γιωργάκη για Σαββατόβραδο, έτσι μετά τις έξι χωριστήκαμε παίρνοντας ο καθένας το δρόμο της επιστροφής.
Εγώ βέβαια είχα και το βίτσιο μου θέλοντας να αποτυπώσω φωτογραφικά την εκδρομή, χωρίς ωστόσο να το παρακάνω καθώς δεν είχα πολύ χρόνο. Αφού χάζεψα τις βιτρίνες των καταστημάτων:
Πέρασα ξανά από τη Λουθηρανική εκκλησία S:ta Gertrud, Tyska
και το στενάκι Mårten Trotzigs gränd προκειμένου να το δω και στο σκοτάδι:
Έφτασα στη γέφυρα Slussbron διασχίζοντας τη πεζή αυτή τη φορά, μιας και η διαδρομή ήταν πάρα πολύ σύντομη:
Προσπέρασα το σταθμό Slussen, ανέβηκα το δρομάκι και έκανα δεξιά, μπαίνοντας στη Götgatan που εκείνες τις ώρες πεζοδρομείται:
Ξάφνου το μάτι μου γυάλισε απότομα βλέποντας τη πινακίδα του αγαπημένου μου Gin των τελευταίων ετών (beefeater), αναλογιζόμενος αν έβλεπα καλά. Δεν έκανα λάθος. Ήμουν μπροστά σε μια μπαράρα – ναό και δεν είχα χρόνο να πιώ ένα. Τι γκαντεμιά!
Προχώρησα προς το hostel με την υπόσχεση να επιστρέψω, κάνοντας και μια στάση στο γειτονικό Super Market
Πολύς κόσμος κατηφόριζε προς το κέντρο του Sodermalm, κάτι πολύ λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν Σάββατο βράδυ και περίοδος πληρωμών όπως έμαθα αργότερα:
Έστριψα στη Högbergsgatan βλέποντας ξανά τη φωτισμένη εκκλησία της Katarina Kyrka, πριν ανοίξω τη πόρτα του Hostel προκειμένου να γίνω λίγο άνθρωπος και να ετοιμαστώ για τη συνέχεια:
Μια ξεκούραση τη τραβούσε ο οργανισμός μού, κάτι όμως που δεν ήταν εφικτό λόγω χρόνου, έτσι μιάμιση ώρα μετά ξαναβγήκα στους παγωμένους δρόμους της πόλης:
Κατευθύνθηκα αυτή τη φορά προς το σταθμό του τρένου pendeltåg Stockholms södra, μιας και κατευθυνόμουν στη περιοχή του Solna, από ΄κει περίπου που ξεκίνησα το προηγούμενο βράδυ:
12 λεπτά διαδρομής και άλλα τόσα ταλαιπωρίας μέχρι να καταλάβω ότι έπρεπε να περάσω από την άλλη πλευρά των γραμμών του τρένου, βρέθηκα στο μαγαζί που ήταν ήδη οι άλλοι δύο και τρωγόπιναν:
Το ένα από τα καταστήματα της αλυσίδας – Pub The Bishops Arms ήταν εντυπωσιακό, πολύ καλοβαλμένο και με ωραία ροκ μουσική, χαμηλωμένη βέβαια στα πλαίσια της Σουηδικής νύχτας. Φάγαμε, ήπιαμε τις μπύρες μας και συζητήσαμε για τις ζωές μας, μιας και είχαμε αρκετό καιρό να συνυπάρξουμε μαζί σε τραπέζι:
Πήραμε κι άλλη γύρα με μπύρες, γνωρίζοντας μάλιστα από πρώτο χέρι πόσο κομπλεξικοί μπορεί να γίνουν οι Σουηδοί ώρες-ώρες, όντας σουρωμένοι, ακόμα κι αν είναι μεγάλοι άνθρωποι. Ευτυχώς δεν υπήρξε συνέχεια, παρά μόνο μια κουβέντα με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος μάλιστα παραθερίζει κάθε καλοκαίρι στη Σάμο κι έχει να πει τα καλύτερα για τα χωριά και τις παραλίες της (@James ακούει
Χαιρετηθήκαμε κοντά στη μία μπαίνοντας όλοι μαζί στο μετρό, οι άλλοι δύο για μια στάση:
Κι εγώ για συνέχεια στο κεντρικό σταθμό και κατ’ επέκταση στο Slussen μέσω αλλαγής:
Α ναι, ξέχασα να σας πω αν και θα το ξέρετε ήδη (μπορεί και όχι) ότι οι σταθμοί του Μετρό σ’ αυτή τη πόλη αποτελούν αξιοθέατα με αρκετά φωτογραφικά θέματα.
Πλησίασα στο Χόστελ κλωτσώντας τελικά την ευκαιρία να καθίσω για ένα ποτό στο beefeater που ήταν εκείνη την ώρα αρκετά γεμάτο ακόμη, μιας και ένας έντονος πονοκέφαλος (ίσως απ’ το κρύο, ίσως απ’ τις μπύρες) έκανε εδώ και ώρα την εμφάνιση του, γεγονός που με στεναχώρεσε προσωρινά.
Ήμουν όμως γεμάτος από τη πρώτη μου μέρα στη πόλη…
Η αλήθεια είναι ότι το περίμενα πιο νωρίς, μιας και όλοι με είχαν προϊδεάσει ότι στη Σουηδία νυχτώνει κοντά στο δικό μας μεσημέρι, κάτι που ωστόσο δε συνέβη μέχρι τις 3:30 που περάσαμε τη πόρτα του O'Connells Irish Pub αναζητώντας θαλπωρή, μιας και το κρύο που είχαμε φάει ως εκείνη την ώρα ήταν αδιανόητο.
Πιάσαμε ένα καλό σημείο και παραγγείλαμε δύο ΙΡΑ, ερχόμενοι για πρώτη φορά σε επαφή με τις τιμές στη Σουηδία, όταν μας ζήτησε 8.70kr, ποσό που αναλογεί σε 8 περίπου ευρώ. Οκτώ ευρώ το Pint ρε αθεόφοβοι; Ευτυχώς το γεγονός δε μας πτόησε καθόλου, πίνοντας από τρεις στο πολύ ωραίο ομολογουμένως χώρο:

Βγήκαμε κοντά στις 5 αναζητώντας τον επόμενο σταθμό της διαδρομής μας, ευτυχώς λίγα μόνο μέτρα πιο κάτω. Δε πρόλαβε καλά-καλά να κλείσει η πόρτα της προηγούμενης μπυραρίας, όταν άνοιγε αυτή της Wirströms Pub. Σας τα λέω και σας τα ξαναλέω σε κάθε ιστορία για τις Ιρλανδικές pub, που είναι ότι πιο στάνταρ και ασφαλές για μια έξοδο σε μια εκδρομή:

Όσο για μας; Περνούσαμε πλέον πολύ καλά, ας όψονται και οι μπυρίτσες, συνεχίζοντας ακάθεκτοι βλέποντας τη Λίβερπουλ στο βάθος, πιάνοντας τη κουβέντα με έναν Νοτιοαφρικανό και δύο Αγγλάρες παραδίπλα μας που αντί να βλέπουν μπάλα (οπαδοί Liverpool γαρ), είχανε καρφωθεί στην οθόνη με το Ράγκπι, που μάθαμε ότι είναι κάτι σαν εθνικό σπορ στη Νοτ. Αφρική. Μάλιστα!
Αυτή είναι η ομορφιά των Ιρλανδικών Pub, αυτά είναι και τα ζητούμενα του εκάστοτε ταξιδιού, η συναναστροφή με πολλαπλές κουλτούρες και αντιλήψεις, κάτι που ομολογουμένως μας είχε λείψει πολύ. Με αυτές τις σκέψεις, γεμάτοι και ικανοποιημένοι ξεχυθήκαμε και πάλι στους πλακόστρωτους δρόμους της παλιάς πόλης, με το σκοτάδι πλέον να έχει κυριαρχήσει απόλυτα:

Κάναμε τη βόλτα μας στα άλλοτε άδεια και φωτογραφικά:

Και άλλοτε γεμάτα και ακόμα πιο φωτογραφικά, ιδιαίτερα φωτισμένα στανάκια της Gamla Stan:

Όχι για πολύ όμως, γιατί όπως σας είπα ήταν ώρα για παρτάρισμα, έτσι φτάνοντας έξω από τη Movitz μπήκαμε με φόρα για άλλη μία.

Η μπάρα ήταν απλωμένη και εξαιρετική, οι τιμές σαφώς καλύτερες κοντά στα 6 ευρώ, με τη διάθεση μας ακόμα περισσότερο ανεβασμένη.

Αν δεν είχαμε να κάνουμε βραδινή βόλτα είναι σίγουρο ότι θα το παίρναμε σερί, είχαμε όμως να ξαναβρεθούμε με το Γιωργάκη για Σαββατόβραδο, έτσι μετά τις έξι χωριστήκαμε παίρνοντας ο καθένας το δρόμο της επιστροφής.
Εγώ βέβαια είχα και το βίτσιο μου θέλοντας να αποτυπώσω φωτογραφικά την εκδρομή, χωρίς ωστόσο να το παρακάνω καθώς δεν είχα πολύ χρόνο. Αφού χάζεψα τις βιτρίνες των καταστημάτων:

Πέρασα ξανά από τη Λουθηρανική εκκλησία S:ta Gertrud, Tyska

και το στενάκι Mårten Trotzigs gränd προκειμένου να το δω και στο σκοτάδι:

Έφτασα στη γέφυρα Slussbron διασχίζοντας τη πεζή αυτή τη φορά, μιας και η διαδρομή ήταν πάρα πολύ σύντομη:

Προσπέρασα το σταθμό Slussen, ανέβηκα το δρομάκι και έκανα δεξιά, μπαίνοντας στη Götgatan που εκείνες τις ώρες πεζοδρομείται:


Ξάφνου το μάτι μου γυάλισε απότομα βλέποντας τη πινακίδα του αγαπημένου μου Gin των τελευταίων ετών (beefeater), αναλογιζόμενος αν έβλεπα καλά. Δεν έκανα λάθος. Ήμουν μπροστά σε μια μπαράρα – ναό και δεν είχα χρόνο να πιώ ένα. Τι γκαντεμιά!

Προχώρησα προς το hostel με την υπόσχεση να επιστρέψω, κάνοντας και μια στάση στο γειτονικό Super Market

Πολύς κόσμος κατηφόριζε προς το κέντρο του Sodermalm, κάτι πολύ λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν Σάββατο βράδυ και περίοδος πληρωμών όπως έμαθα αργότερα:


Έστριψα στη Högbergsgatan βλέποντας ξανά τη φωτισμένη εκκλησία της Katarina Kyrka, πριν ανοίξω τη πόρτα του Hostel προκειμένου να γίνω λίγο άνθρωπος και να ετοιμαστώ για τη συνέχεια:

Μια ξεκούραση τη τραβούσε ο οργανισμός μού, κάτι όμως που δεν ήταν εφικτό λόγω χρόνου, έτσι μιάμιση ώρα μετά ξαναβγήκα στους παγωμένους δρόμους της πόλης:

Κατευθύνθηκα αυτή τη φορά προς το σταθμό του τρένου pendeltåg Stockholms södra, μιας και κατευθυνόμουν στη περιοχή του Solna, από ΄κει περίπου που ξεκίνησα το προηγούμενο βράδυ:

12 λεπτά διαδρομής και άλλα τόσα ταλαιπωρίας μέχρι να καταλάβω ότι έπρεπε να περάσω από την άλλη πλευρά των γραμμών του τρένου, βρέθηκα στο μαγαζί που ήταν ήδη οι άλλοι δύο και τρωγόπιναν:

Το ένα από τα καταστήματα της αλυσίδας – Pub The Bishops Arms ήταν εντυπωσιακό, πολύ καλοβαλμένο και με ωραία ροκ μουσική, χαμηλωμένη βέβαια στα πλαίσια της Σουηδικής νύχτας. Φάγαμε, ήπιαμε τις μπύρες μας και συζητήσαμε για τις ζωές μας, μιας και είχαμε αρκετό καιρό να συνυπάρξουμε μαζί σε τραπέζι:

Πήραμε κι άλλη γύρα με μπύρες, γνωρίζοντας μάλιστα από πρώτο χέρι πόσο κομπλεξικοί μπορεί να γίνουν οι Σουηδοί ώρες-ώρες, όντας σουρωμένοι, ακόμα κι αν είναι μεγάλοι άνθρωποι. Ευτυχώς δεν υπήρξε συνέχεια, παρά μόνο μια κουβέντα με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος μάλιστα παραθερίζει κάθε καλοκαίρι στη Σάμο κι έχει να πει τα καλύτερα για τα χωριά και τις παραλίες της (@James ακούει
Χαιρετηθήκαμε κοντά στη μία μπαίνοντας όλοι μαζί στο μετρό, οι άλλοι δύο για μια στάση:

Κι εγώ για συνέχεια στο κεντρικό σταθμό και κατ’ επέκταση στο Slussen μέσω αλλαγής:

Α ναι, ξέχασα να σας πω αν και θα το ξέρετε ήδη (μπορεί και όχι) ότι οι σταθμοί του Μετρό σ’ αυτή τη πόλη αποτελούν αξιοθέατα με αρκετά φωτογραφικά θέματα.

Πλησίασα στο Χόστελ κλωτσώντας τελικά την ευκαιρία να καθίσω για ένα ποτό στο beefeater που ήταν εκείνη την ώρα αρκετά γεμάτο ακόμη, μιας και ένας έντονος πονοκέφαλος (ίσως απ’ το κρύο, ίσως απ’ τις μπύρες) έκανε εδώ και ώρα την εμφάνιση του, γεγονός που με στεναχώρεσε προσωρινά.
Ήμουν όμως γεμάτος από τη πρώτη μου μέρα στη πόλη…
Last edited: