poised
Member
- Μηνύματα
- 1.139
- Likes
- 9.232
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Τιφλίδα, προσπάθεια πρώτη
- Εδώ το χοστέλ, που ειν' το χοστέλ;
- აი ია, να η βιολέτα
- Στο Αζερμπαϊτζάν (ή Αλιγεφστάν)
- Το γυαλιστερό Μπακού.
- Το τσαλακωμένο Μπακού
- Καθημερινότητα στο Μπακού
- Ήρεμα, ήρεμα, δεν είμαι τρομοκράτης
- Τιφλίδα, προσπάθεια δεύτερη
- Τιφλίδα, μια οργανωμένη περιήγηση (λέμε τώρα)
- Τιφλίδα: Η κυριλέ λεωφόρος και το Χαμαμ
- Μιτσκέτα και, επιτέλους, ολοκλήρωση της Τιφλίδας
- Τελευταίο βράδυ
აი ია, να η βιολέτα
Ενώ έψαχνα στο λάπτοπ τι θα μπορούσα να δω αργότερα στην πόλη (είπαμε - οργάνωση), το κουδούνι χτύπησε πάλι. Η κοντή ξυπόλητη κοπέλα άνοιξε, η αγγλομαθούσα πάλι σηκώθηκε να συνεννοηθεί, μπορούσα να δω ένα ζευγάρι με βαλίτσες. Κάτι συζητήσεις γίνονταν, δεν άκουγα ακριβώς τι λέγανε, πάντως δεν έμπαιναν μέσα αλλά ούτε και έφευγαν, οπότε με τη πόρτα ανοιχτή και με την ανακατωσούρα το πήραν απόφαση οι στρωματσάδα πως άλλο ύπνο δε θα κάνανε και αποφάσισαν να σηκωθούν και να τα μαζέψουν.
Στο ενδιάμεσο η κοντή ξυπόλητη πήγε και χτύπησε μία πόρτα, μίλησε με κάποιον από μέσα και βγήκε μία άλλη κοντή κοπέλα με πιτζάμες που πήγε στην πόρτα να μιλήσει με το ζευγάρι, μετά μία άλλη κοντή κοπέλα με νεγκλιζέ που πήγε ντουγρού τουαλέτα, μετά μία ακόμη κοντή κοπέλα και εκεί που έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν τελειώνουν οι κοντές κοπέλες με νυχτικά ή έχει ακόμα αυτό το δωμάτιο, άνοιξε διάπλατα η πόρτα και είδα ότι δεν είναι δωμάτιο, αλλά κάτι σαν αποθήκη. Πως είναι στα αγγλικά σπίτια μια πόρτα και νομίζεις ότι είναι δωμάτιο αλλά τελικά είναι αποθήκη 1x2 με τον λέβητα, τα ηλεκτρολογικά, την ηλεκτρική σκούπα και ένα ράφι ίσα ίσα να χωράνε; Που στην ευχή χώρεσε στρώμα για τρεις εκεί μέσα δε κατάλαβα, όρθιες κοιμόντουσαν;
Το ζευγάρι μπήκε μέσα (λίγο σοκαρισμένο είναι αλήθεια) έριξαν μια ματιά ενώ τους έκανε τουρ των χώρων η πρώτη που βγήκε από το δωμάτιο και μετά πήγαν τέρμα βάθος που δεν τους έβλεπα και εξαφανίστηκαν, οπότε κατάλαβα ότι μάλλον είχαν κλείσει διπλό δωμάτιο για το προηγούμενο βράδυ γιατί έφταναν νωρίς (όχι σα και μένα). Δε ξέρω αν ήταν αυτό που περίμεναν πάντως είτε η νύστα τους νίκησε και έμειναν είτε είχε δεύτερη έξοδο το διαμέρισμα γιατί δεν τους ξαναείδα ποτέ.
Αυτοί που ήταν στρωματσάδα, είχαν πακετάρει, είπαμε γεια με νοήματα από μακριά, ρίξανε μια αγκαλιά ένας ένας στην κοπέλα που είχε πάει τουρ το ζευγάρι νωρίτερα και αφού φορτώθηκαν τα μπάκπακ, φύγανε. Η κοπέλα, ένα κοντό μαυρομάλλικο "κοριτσάκι", βαριά 20-22, ήρθε προς εμένα, μου χαμογελάει και μου λέει:
"Γεια, είμαι η ιδιοκτήτρια"
"Ώστε... ώστε... ΕΣΥ είσαι η ιδιοκτήτρια;;;"
σκέφτηκα από μέσα μου αλλά δεν το είπα από φόβο ότι θα το συνεχίζαμε σαν την Λάμψη:
"Ε ναι λοιπόν, ΕΓΩ είμαι η ιδιοκτήτρια"
"Δηλαδή... δηλαδή... θες να πεις ότι ΕΣΥ είσαι η ιδιοκτήτρια; Αυτό μου λες Βάρνα; Μίλα καθαρά!"
Αντί αυτού της εξήγησα τη περίπτωσή μου. Καλωσόρισες απάντησε, αλλά δεν έχω τίποτα διαθέσιμο τώρα, σκέψου τα παιδιά που μόλις φύγανε ήθελαν να μείνουν παραπάνω και δεν είχα κρεβάτια οπότε λυπήθηκα να τους διώξω και τους άφησα και κοιμήθηκαν στο πάτωμα χωρίς να πληρώσουν, μέχρι και κάτι φίλες που ήρθαν να με επισκεφθούν δεν έχω κρεβάτια να τις βάλω και κοιμόμαστε στην αποθήκη. Αλλά είσαι ευπρόσδεκτος να κάτσεις εδώ να περιμένεις. Θες καφέ; Θα φτιάξω για μένα Γεωργιανό, αν θες να σου φτιάξω και σένα.
Πάω μαζί της στην κουζίνα, περισσότερο για να δω τις αντιδράσεις της με το χάλι. Παίρνει ένα μπρίκι από τα λερωμένα, ξεκινάει να το πλένει, μου λέει σόρυ δεν έχω προλάβει να τα πλύνω. Της λέω, ρε συ, εσύ θα τα πλύνεις; Όπου αλλού έχω πάει ο κάθε πελάτης πλένει τα δικά του. Μου απάντησε ότι υπάρχουν κάποιοι που δε τα πλένουν και δε θέλει να τους φωνάζει, οπότε τα πλένει όλα αυτή όποτε μπορεί. Κατάλαβα, βρήκαν οι Ούνοι ευκαιρία και δε πλένουν τίποτα.
Ο καφές ήταν σαν τον δικό μας ελληνικό, μόνο πολύ πικρός και άγευστος χωρίς αρώματα. Σαν να τον άφησες να φούσκωσε και αφού χύθηκε το καϊμάκι, έβρασε ακόμα ένα 5λεπτο και αυτό το πράμα το πίνεις. Έλεγα ότι έφταιγε η τεχνική της αλλά τελικά όπου αλλού και να ήπια γεωργιανό καφέ σκέτη απογοήτευση ήταν.
Πιάσαμε λίγο την κουβέντα αρχικά περί ανέμων και υδάτων και μετά για την χώρα της και τις συνθήκες εκεί. Μου είπε ότι σπούδασε ή σπούδαζε ακόμα κάτι (δε θυμάμαι), αλλά η ζωή είναι πολύ δύσκολη στην χώρα και ακόμα και να δουλεύεις δεν βγάζεις αρκετά για να ζήσεις, πόσο μάλλον για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Οπότε αποφάσισε μαζί με μία φίλη της να μαζέψουν όλες τις οικονομίες τους και να ανοίξουν χοστέλ γιατί οι ξένοι έχουν παραπάνω χρήματα και όταν μαζέψουν αρκετά να προσπαθήσουν να φύγουν στο εξωτερικό. Η έτερη "επιχειρηματίας" ήταν αυτή που άνοιγε την πόρτα και δε μίλαγε αγγλικά. Δεν κατάλαβα ακριβώς αν νοίκιασαν το διαμέρισμα ή το είχαν ήδη, πάντως φαινόταν περήφανη που έκανε κάτι διαφορετικό. Όσο για την γάτα, είχε έρθει με το σπίτι, είχε μπει από το παράθυρο στις αρχές και την κράτησαν.
Μου φάνηκε ειλικρινής. Κάτι λίγο που κάπως την λυπήθηκα, κάτι που ένιωσα άνετα - η φάση μου θύμιζε κάτι εποχές φοιτητές που κοιμόμασταν χύμα σε όποιο σπίτι καταλήγαμε χαράματα, κάτι που ήταν μόνο για ένα βράδυ, αποφάσισα να μείνω. Χαβαλέ θα είχε.
Τουλάχιστον ρώτησα αν μπορούσε να βρεθεί κάνα κρεβάτι νωρίς να την πέσω αλλά μου απάντησε πως έχουν ξεμείνει από σεντόνια με τόσο κόσμο και έπρεπε να περιμένω να φύγει κάποιος, να πλύνουν σεντόνια, να στεγνώσουν και μετά. Ίσως κατά τις 11-12 κάτι να γινόταν. Άφησα τα πράγματα μου και βγήκα για βόλτα στη πόλη.
Είχε πια ξημερώσει, αλλά είχε βαρύ καιρό με συννεφιά και κρύο. Αποφάσισα να μην πάω στα "τουριστικά", άλλωστε θα την έβλεπα την πόλη κανονικά αργότερα, αλλά να κινηθώ ψιλοτυχαία στην πόλη, να πάρω μια ιδέα της καθημερινής ζωής, να τσιμπήσω κάτι και γενικά να κινούμαι ώστε να ξεχάσω τη νύστα. Συνειδητοποίησα ότι οι αποστάσεις δεν είναι πολύ μεγάλες και εύκολα βρίσκεσαι σε σημεία που όταν τα βλέπεις στον χάρτη φαντάζουν πολύ μακρινά.
Κατέβηκα στην κοντινή κεντρική λεωφόρο, η οποία είχε και μερικά από τα πιο καλοδιατηρημένα και όμορφα κτήρια όπως η όπερα
η βουλή, κάτι θέατρα, μουσεία, κλπ. Όμως στους παράδρομους, μία μίξη από κτήρια που αναπολούσαν τα παλιά μεγαλεία
και άλλα που είχαν καταρρεύσει τοίχοι αλλά κανονικά κατοικούταν το υπόλοιπο σπίτι και αναρωτιόσουν πως ήταν δυνατόν.
Σε άλλα είχε πάρει "σασί" όλο το κτήριο γέρνοντας αισθητά αλλά και πάλι, ζούσαν μέσα.
Σε κάποια μαγαζιά φαινόταν ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα τα τελευταία 50 χρόνια
ενώ παραδίπλα μπορεί να ήταν κάποιο νέο, αστραφτερό και σύγχρονο. Μπήκα στο carrefour όπου εντυπωσιάστηκα από πόσα πράγματα πούλαγαν χύμα, αλεύρια, ρύζια, όσπρια αλλά και ζυμαρικά, δημητριακά, φρυγανιές ως σαπούνι και γκοφρέτες, πράγματα που παντού αλλού στον κόσμο τα έχω δει σε σουπερμάρκετ μόνο τυποποιημένα.
Είδα ένα παππού να βάζει σε μια πλαστική σακούλα μια χούφτα μακαρόνια, να τα ζυγίζει κανονικά ο υπεύθυνος, να κολλάει το αυτοκολλητάκι με το κόστος για το ταμείο και αναρωτήθηκα αν το κόστος όλης της διαδικασίας (πλαστικό/αυτοκόλλητο/υπάλληλοι) ήταν μεγαλύτερο από το κόστος του προϊόντος. Βέβαια και εμένα δε με χάλασε καθόλου γιατί πήρα λίγο από διάφορους ξηρούς καρπούς και περίεργα γλυκάκια που δεν είχα ιδέα τι ήταν, έτσι για δοκιμή και για να μασουλάω στο δρόμο. Βρήκα ένα φούρνο που μία με τσεμπέρι έφτιαχνε ψωμί με τον παραδοσιακό τρόπο που νομίζω το κάνουν στο Ιράν, με ζύμη που την κολλάνε στο εξωτερικό ενός θολωτού φούρνου. Είχε ουρά οπότε φαντάστηκα ότι θα ήταν καλό και ναι, ήταν πεντανόστιμο, το τσάκισα στο δρόμο. Οι τιμές φυσικά αστείες.
Έφτασα σε ένα καινούριο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά κτήριο, το οποίο απ' ότι κατάλαβα ήταν κάτι σαν τεράστιο ΚΕΠ/δημαρχείο, αλλά ταυτόχρονα είχε και μερικά ιδιωτικά γραφεία στο εσωτερικό του.
Εκεί ήταν σαν να είχα πάει σε άλλη χώρα. Μέχρι είχε και επανδρωμένο παιδότοπο για να αφήσουν τα παιδιά τους όσοι είχαν ραντεβού. Ήταν αρκετά ζεστά και αποφάσισα να ξεκουραστώ λίγο σε μια αίθουσα αναμονής κοντά στις δηλώσεις γάμων.
Όμως η ζέστη μου επανέφερε τη νύστα. Βγήκα πάλι έξω και περπάτησα παράλληλα με το ποτάμι, βλέποντας από μακριά την γέφυρα της ειρήνης στο βάθος
θαυμάζοντας το προεδρικό παλάτι (χμμ, περίεργη επιλογή λέξεων αλλά έτσι το λένε) και κάποια πολύ δήθεν κτήρια γύρω του,
πήρα την ανηφόρα που μου θύμιζε Βουλγαρία
και βρέθηκα στο ναό της Αγίας Τριάδας.
με θέα προς την απέναντι πλευρά της πόλης που μόλις είχα έρθει
Φτάνοντας στον αντικειμενικά επιβλητικό ναό, άρχισε ένα ψιλόβροχο και χωρίς τον σκούφο που είχα ξεχάσει να τον πάρω μαζί άρχισε να παγώνει το κούτελο και μαζί με τη κούραση της αϋπνίας μου έφερε ένα πονοκέφαλο. Πλήρωνα τα λάθη μου. Μπήκα μέσα να δω, είχε ωραία θερμοκρασία και δεν έβρεχε (προφανώς) οπότε έμεινα λίγο παραπάνω.
Με εντυπωσίασε η αγιογραφική τεχνική τύπου χαρακτήρες-άγιοι του southpark και πραγματικά δε κατάλαβα αν τα μπιζέλια/μαργαριτάρια το έκαναν περισσότερο ή λιγότερο αστείο.
Έψαξα την κολώνα να βρω τον Kenny αλλά δεν ήταν πουθενά. Οπότε άρχισα να μονολογώ από μέσα μου την κλασική ατάκα "OMG, they killed Kenny, you bastards" και χασκογέλαγα προσπαθώντας να μην φανεί και προσβάλλω το χριστεπώνυμο πλήθος με το τόσο καλό γούστο. Πόσο ανώριμος πχια;
Αφού σταμάτησε η βροχή, περπάτησα προς έναν πιο μακρινό σταθμό του μετρό που θα με έβγαζε πίσω κοντά στο χοστέλ, περνώντας από μία περιοχή με μαγαζιά με σκραπ και σιδεράδικα όπου κάποια πράγματα τα μετέφεραν με κάρα χειρός. Ο κόσμος εκεί ήταν λίγο περίεργος, σε κάποια μαγαζιά δούλευαν 15χρονα, αλλά φοβήθηκα να δώσω στόχο ότι είμαι τουρίστας οπότε δεν έβγαλα φωτογραφίες. Με τα πολλά βρήκα τον σταθμό του μετρό, ο οποίος δεν πρέπει να είχε δει συντήρηση τουλάχιστον από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ή και παλιότερα και επέστρεψα.
Οι πρώτες εικόνες της Τιφλίδας μου είχαν αφήσει ένα περίεργο αίσθημα εγκατάλειψης, φτώχειας, περασμένων μεγαλείων και σποραδικού κραυγαλέου νεοπλουτισμού που προκαλούσε. Οι αντιθέσεις ήταν μεγάλες. Κάποιες στιγμές ήσουν σε σύγχρονη πόλη, έστριβες στο επόμενο στενό και ήταν σαν να μεταφερόσουν 50 χρόνια πίσω. Μου άρεσε.
Που πας κυρά μου με το μπουρνούζι, στο χωριό σου είσαι;
Ανέβηκα στο hostel γύρω στις 11, ελπίζοντας ότι το κρεβάτι θα ήταν έτοιμο. Αμ δε. Προς έκπληξή μου, οι περισσότεροι κοιμόντουσαν ακόμα και τα σεντόνια δεν ήταν έτοιμα. Σε άλλα ταξίδια κουβάλαγα sleeping bag χωρίς λόγο, τώρα που δεν το είχα πάρει το χρειάστηκα. Νόμος του Μέρφι.
Μίλησα με διάφορους ταξιδιώτες που σιγά σιγά ξύπναγαν. Είχαν κάνει πάρτι λέει το προηγούμενο βράδυ στο hostel (όχι ότι δε φαινόταν) και το είχαν ξενυχτίσει. Δε θυμάμαι και πολλά από αυτά που λέγαμε από την κούραση, πάντως κάποια στιγμή τα κατάφερα και πήγα στο κρεβάτι, κοιμήθηκα και ξύπνησα αργά το απόγευμα.
Έξω φαινόταν να έχει κρύο, είχα και μια ζαλάδα από τον ανακατεμένο ύπνο, οπότε βαρέθηκα να βγω στη πόλη, άσε που πέρναγα φοβερά με τα "παιδιά" και τις ιστορίες του καθενός. Πως λέει Άγγλοι - Γάλλοι - Πορτογάλλοι; Είχαμε διάφορους, αλλά θυμάμαι ένα Ιάπωνα, Γερμανό, Αιγύπτιο, Ινδό, Ισραηλίτη και μία Καναδή, συν την ιδιοκτήτρια και τις φίλες της που δεν μίλαγαν αγγλικά αλλά κούναγαν το κεφάλι και γέλαγαν όταν γελάγαμε. Και την γάτα φυσικά.
Μαγείρεψε ένας και έβαλε το περίσσευμα και για τους υπόλοιπους, βρήκε ευκαιρία και η γάτα και έτρωγε από το πιάτο όποτε δε τη βλέπαμε, κάνοντας αρχικά ότι δεν ενδιαφέρεται, στην συνέχεια πλησίαζε σιγά σιγά δήθεν αδιάφορα και στο τέλος καταδρομικά έπαιρνε μεζέ και εξαφανιζόταν. Κάτι μπύρες και ποτά άρχισαν να κάνουν γύρα από το πουθενά και όλοι μαζί, συν την ιδιοκτήτρια, λέγαμε ιστορίες, κάναμε βλακείες, γελάγαμε και μέχρι και μάθημα Γεωργιανής κάναμε.
აი ია, άι ία "να η βιολέτα", το αντίστοιχο του "Λόλα να ένα μήλο". Έχω ξεχάσει και το καλημέρα στη γλώσσα τους αλλά αυτό νομίζω θα το θυμάμαι για πάντα.
Για τέτοιες φάσεις προτιμώ τα χοστέλ.
Μιας που το έφερε η κουβέντα, η γεωργιανή γραφή πολύ όμορφη. Ειδικά πάνω σε πινακίδες σοβιετικού στυλ. Άνετα θα έπαιρνα μία για διακόσμηση στο σπίτι.
Πέρναγε η ώρα, λέγαμε να το διαλύσουμε να μην ενοχλούμε αλλά τελικά καταλήξαμε σε ένα υπόγειο μπαρ που δεν θα έμπαινα μόνος μου ποτέ εκτός από λάθος, φυσικά πρόταση της ιδιοκτήτριας.
Ναι, από το ταβάνι κρέμονται κωλόχαρτα. Εδώ έχουν τον Μπους σε λεωφόρο και Σάουθπαρκ σε εκκλησία, το μπαρ θα κρίνουμε;
Σαν καλύτερος χειριστής της αγγλικής από τους υπόλοιπους, μίλαγα περισσότερο με την Καναδή, κάτι που προφανώς δεν άρεσε στον Ινδό που απ' ότι φαίνεται την είχε βάλει στο μάτι. Μετά από διάφορες προσπάθειες να μπει στη κουβέντα και να διακόψει, να κάτσει κοντά, να της προτείνει διάφορα για "μετά", μου λέει η Καναδή "κάτσε εδώ", με πιάνει από το χέρι αγκαζέ και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Μωβ ο Ινδός, δε μου ξαναμίλησε.
Εγώ θα έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς να φύγω για Μπακού την άλλη μέρα, οπότε κάποια στιγμή τους λέω σας αφήνω. Φωτίστηκε ο Ινδός, είπε ότι ήξερε το τέλειο κλαμπ για άφτερ, έψησε τους πάντες αλλά τελευταία στιγμή η Καναδή είπε όχι γιατί ήταν κουρασμένη και πια δε μπορούσε ο Ινδός να κάνει πίσω, οπότε τον απέφυγε. Με έπιασε και αγκαζέ στο φεύγα, έτσι για να σκάσει ο Ινδός. Της βγάζω το καπέλο.
Αλλά δε πειράζει, στο σπίτι μπορούσε να δροσιστεί με τη πιο αρμόζουσα μάρκα νερού για την περίπτωσή του.
Ενώ έψαχνα στο λάπτοπ τι θα μπορούσα να δω αργότερα στην πόλη (είπαμε - οργάνωση), το κουδούνι χτύπησε πάλι. Η κοντή ξυπόλητη κοπέλα άνοιξε, η αγγλομαθούσα πάλι σηκώθηκε να συνεννοηθεί, μπορούσα να δω ένα ζευγάρι με βαλίτσες. Κάτι συζητήσεις γίνονταν, δεν άκουγα ακριβώς τι λέγανε, πάντως δεν έμπαιναν μέσα αλλά ούτε και έφευγαν, οπότε με τη πόρτα ανοιχτή και με την ανακατωσούρα το πήραν απόφαση οι στρωματσάδα πως άλλο ύπνο δε θα κάνανε και αποφάσισαν να σηκωθούν και να τα μαζέψουν.
Στο ενδιάμεσο η κοντή ξυπόλητη πήγε και χτύπησε μία πόρτα, μίλησε με κάποιον από μέσα και βγήκε μία άλλη κοντή κοπέλα με πιτζάμες που πήγε στην πόρτα να μιλήσει με το ζευγάρι, μετά μία άλλη κοντή κοπέλα με νεγκλιζέ που πήγε ντουγρού τουαλέτα, μετά μία ακόμη κοντή κοπέλα και εκεί που έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν τελειώνουν οι κοντές κοπέλες με νυχτικά ή έχει ακόμα αυτό το δωμάτιο, άνοιξε διάπλατα η πόρτα και είδα ότι δεν είναι δωμάτιο, αλλά κάτι σαν αποθήκη. Πως είναι στα αγγλικά σπίτια μια πόρτα και νομίζεις ότι είναι δωμάτιο αλλά τελικά είναι αποθήκη 1x2 με τον λέβητα, τα ηλεκτρολογικά, την ηλεκτρική σκούπα και ένα ράφι ίσα ίσα να χωράνε; Που στην ευχή χώρεσε στρώμα για τρεις εκεί μέσα δε κατάλαβα, όρθιες κοιμόντουσαν;
Το ζευγάρι μπήκε μέσα (λίγο σοκαρισμένο είναι αλήθεια) έριξαν μια ματιά ενώ τους έκανε τουρ των χώρων η πρώτη που βγήκε από το δωμάτιο και μετά πήγαν τέρμα βάθος που δεν τους έβλεπα και εξαφανίστηκαν, οπότε κατάλαβα ότι μάλλον είχαν κλείσει διπλό δωμάτιο για το προηγούμενο βράδυ γιατί έφταναν νωρίς (όχι σα και μένα). Δε ξέρω αν ήταν αυτό που περίμεναν πάντως είτε η νύστα τους νίκησε και έμειναν είτε είχε δεύτερη έξοδο το διαμέρισμα γιατί δεν τους ξαναείδα ποτέ.
Αυτοί που ήταν στρωματσάδα, είχαν πακετάρει, είπαμε γεια με νοήματα από μακριά, ρίξανε μια αγκαλιά ένας ένας στην κοπέλα που είχε πάει τουρ το ζευγάρι νωρίτερα και αφού φορτώθηκαν τα μπάκπακ, φύγανε. Η κοπέλα, ένα κοντό μαυρομάλλικο "κοριτσάκι", βαριά 20-22, ήρθε προς εμένα, μου χαμογελάει και μου λέει:
"Γεια, είμαι η ιδιοκτήτρια"
"Ώστε... ώστε... ΕΣΥ είσαι η ιδιοκτήτρια;;;"
σκέφτηκα από μέσα μου αλλά δεν το είπα από φόβο ότι θα το συνεχίζαμε σαν την Λάμψη:
"Ε ναι λοιπόν, ΕΓΩ είμαι η ιδιοκτήτρια"
"Δηλαδή... δηλαδή... θες να πεις ότι ΕΣΥ είσαι η ιδιοκτήτρια; Αυτό μου λες Βάρνα; Μίλα καθαρά!"
Αντί αυτού της εξήγησα τη περίπτωσή μου. Καλωσόρισες απάντησε, αλλά δεν έχω τίποτα διαθέσιμο τώρα, σκέψου τα παιδιά που μόλις φύγανε ήθελαν να μείνουν παραπάνω και δεν είχα κρεβάτια οπότε λυπήθηκα να τους διώξω και τους άφησα και κοιμήθηκαν στο πάτωμα χωρίς να πληρώσουν, μέχρι και κάτι φίλες που ήρθαν να με επισκεφθούν δεν έχω κρεβάτια να τις βάλω και κοιμόμαστε στην αποθήκη. Αλλά είσαι ευπρόσδεκτος να κάτσεις εδώ να περιμένεις. Θες καφέ; Θα φτιάξω για μένα Γεωργιανό, αν θες να σου φτιάξω και σένα.
Πάω μαζί της στην κουζίνα, περισσότερο για να δω τις αντιδράσεις της με το χάλι. Παίρνει ένα μπρίκι από τα λερωμένα, ξεκινάει να το πλένει, μου λέει σόρυ δεν έχω προλάβει να τα πλύνω. Της λέω, ρε συ, εσύ θα τα πλύνεις; Όπου αλλού έχω πάει ο κάθε πελάτης πλένει τα δικά του. Μου απάντησε ότι υπάρχουν κάποιοι που δε τα πλένουν και δε θέλει να τους φωνάζει, οπότε τα πλένει όλα αυτή όποτε μπορεί. Κατάλαβα, βρήκαν οι Ούνοι ευκαιρία και δε πλένουν τίποτα.
Ο καφές ήταν σαν τον δικό μας ελληνικό, μόνο πολύ πικρός και άγευστος χωρίς αρώματα. Σαν να τον άφησες να φούσκωσε και αφού χύθηκε το καϊμάκι, έβρασε ακόμα ένα 5λεπτο και αυτό το πράμα το πίνεις. Έλεγα ότι έφταιγε η τεχνική της αλλά τελικά όπου αλλού και να ήπια γεωργιανό καφέ σκέτη απογοήτευση ήταν.
Πιάσαμε λίγο την κουβέντα αρχικά περί ανέμων και υδάτων και μετά για την χώρα της και τις συνθήκες εκεί. Μου είπε ότι σπούδασε ή σπούδαζε ακόμα κάτι (δε θυμάμαι), αλλά η ζωή είναι πολύ δύσκολη στην χώρα και ακόμα και να δουλεύεις δεν βγάζεις αρκετά για να ζήσεις, πόσο μάλλον για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Οπότε αποφάσισε μαζί με μία φίλη της να μαζέψουν όλες τις οικονομίες τους και να ανοίξουν χοστέλ γιατί οι ξένοι έχουν παραπάνω χρήματα και όταν μαζέψουν αρκετά να προσπαθήσουν να φύγουν στο εξωτερικό. Η έτερη "επιχειρηματίας" ήταν αυτή που άνοιγε την πόρτα και δε μίλαγε αγγλικά. Δεν κατάλαβα ακριβώς αν νοίκιασαν το διαμέρισμα ή το είχαν ήδη, πάντως φαινόταν περήφανη που έκανε κάτι διαφορετικό. Όσο για την γάτα, είχε έρθει με το σπίτι, είχε μπει από το παράθυρο στις αρχές και την κράτησαν.
Μου φάνηκε ειλικρινής. Κάτι λίγο που κάπως την λυπήθηκα, κάτι που ένιωσα άνετα - η φάση μου θύμιζε κάτι εποχές φοιτητές που κοιμόμασταν χύμα σε όποιο σπίτι καταλήγαμε χαράματα, κάτι που ήταν μόνο για ένα βράδυ, αποφάσισα να μείνω. Χαβαλέ θα είχε.
Τουλάχιστον ρώτησα αν μπορούσε να βρεθεί κάνα κρεβάτι νωρίς να την πέσω αλλά μου απάντησε πως έχουν ξεμείνει από σεντόνια με τόσο κόσμο και έπρεπε να περιμένω να φύγει κάποιος, να πλύνουν σεντόνια, να στεγνώσουν και μετά. Ίσως κατά τις 11-12 κάτι να γινόταν. Άφησα τα πράγματα μου και βγήκα για βόλτα στη πόλη.
Είχε πια ξημερώσει, αλλά είχε βαρύ καιρό με συννεφιά και κρύο. Αποφάσισα να μην πάω στα "τουριστικά", άλλωστε θα την έβλεπα την πόλη κανονικά αργότερα, αλλά να κινηθώ ψιλοτυχαία στην πόλη, να πάρω μια ιδέα της καθημερινής ζωής, να τσιμπήσω κάτι και γενικά να κινούμαι ώστε να ξεχάσω τη νύστα. Συνειδητοποίησα ότι οι αποστάσεις δεν είναι πολύ μεγάλες και εύκολα βρίσκεσαι σε σημεία που όταν τα βλέπεις στον χάρτη φαντάζουν πολύ μακρινά.
Κατέβηκα στην κοντινή κεντρική λεωφόρο, η οποία είχε και μερικά από τα πιο καλοδιατηρημένα και όμορφα κτήρια όπως η όπερα

η βουλή, κάτι θέατρα, μουσεία, κλπ. Όμως στους παράδρομους, μία μίξη από κτήρια που αναπολούσαν τα παλιά μεγαλεία

και άλλα που είχαν καταρρεύσει τοίχοι αλλά κανονικά κατοικούταν το υπόλοιπο σπίτι και αναρωτιόσουν πως ήταν δυνατόν.

Σε άλλα είχε πάρει "σασί" όλο το κτήριο γέρνοντας αισθητά αλλά και πάλι, ζούσαν μέσα.

Σε κάποια μαγαζιά φαινόταν ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα τα τελευταία 50 χρόνια



ενώ παραδίπλα μπορεί να ήταν κάποιο νέο, αστραφτερό και σύγχρονο. Μπήκα στο carrefour όπου εντυπωσιάστηκα από πόσα πράγματα πούλαγαν χύμα, αλεύρια, ρύζια, όσπρια αλλά και ζυμαρικά, δημητριακά, φρυγανιές ως σαπούνι και γκοφρέτες, πράγματα που παντού αλλού στον κόσμο τα έχω δει σε σουπερμάρκετ μόνο τυποποιημένα.


Είδα ένα παππού να βάζει σε μια πλαστική σακούλα μια χούφτα μακαρόνια, να τα ζυγίζει κανονικά ο υπεύθυνος, να κολλάει το αυτοκολλητάκι με το κόστος για το ταμείο και αναρωτήθηκα αν το κόστος όλης της διαδικασίας (πλαστικό/αυτοκόλλητο/υπάλληλοι) ήταν μεγαλύτερο από το κόστος του προϊόντος. Βέβαια και εμένα δε με χάλασε καθόλου γιατί πήρα λίγο από διάφορους ξηρούς καρπούς και περίεργα γλυκάκια που δεν είχα ιδέα τι ήταν, έτσι για δοκιμή και για να μασουλάω στο δρόμο. Βρήκα ένα φούρνο που μία με τσεμπέρι έφτιαχνε ψωμί με τον παραδοσιακό τρόπο που νομίζω το κάνουν στο Ιράν, με ζύμη που την κολλάνε στο εξωτερικό ενός θολωτού φούρνου. Είχε ουρά οπότε φαντάστηκα ότι θα ήταν καλό και ναι, ήταν πεντανόστιμο, το τσάκισα στο δρόμο. Οι τιμές φυσικά αστείες.
Έφτασα σε ένα καινούριο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά κτήριο, το οποίο απ' ότι κατάλαβα ήταν κάτι σαν τεράστιο ΚΕΠ/δημαρχείο, αλλά ταυτόχρονα είχε και μερικά ιδιωτικά γραφεία στο εσωτερικό του.

Εκεί ήταν σαν να είχα πάει σε άλλη χώρα. Μέχρι είχε και επανδρωμένο παιδότοπο για να αφήσουν τα παιδιά τους όσοι είχαν ραντεβού. Ήταν αρκετά ζεστά και αποφάσισα να ξεκουραστώ λίγο σε μια αίθουσα αναμονής κοντά στις δηλώσεις γάμων.



Όμως η ζέστη μου επανέφερε τη νύστα. Βγήκα πάλι έξω και περπάτησα παράλληλα με το ποτάμι, βλέποντας από μακριά την γέφυρα της ειρήνης στο βάθος

θαυμάζοντας το προεδρικό παλάτι (χμμ, περίεργη επιλογή λέξεων αλλά έτσι το λένε) και κάποια πολύ δήθεν κτήρια γύρω του,

πήρα την ανηφόρα που μου θύμιζε Βουλγαρία

και βρέθηκα στο ναό της Αγίας Τριάδας.


με θέα προς την απέναντι πλευρά της πόλης που μόλις είχα έρθει

Φτάνοντας στον αντικειμενικά επιβλητικό ναό, άρχισε ένα ψιλόβροχο και χωρίς τον σκούφο που είχα ξεχάσει να τον πάρω μαζί άρχισε να παγώνει το κούτελο και μαζί με τη κούραση της αϋπνίας μου έφερε ένα πονοκέφαλο. Πλήρωνα τα λάθη μου. Μπήκα μέσα να δω, είχε ωραία θερμοκρασία και δεν έβρεχε (προφανώς) οπότε έμεινα λίγο παραπάνω.


Με εντυπωσίασε η αγιογραφική τεχνική τύπου χαρακτήρες-άγιοι του southpark και πραγματικά δε κατάλαβα αν τα μπιζέλια/μαργαριτάρια το έκαναν περισσότερο ή λιγότερο αστείο.

Έψαξα την κολώνα να βρω τον Kenny αλλά δεν ήταν πουθενά. Οπότε άρχισα να μονολογώ από μέσα μου την κλασική ατάκα "OMG, they killed Kenny, you bastards" και χασκογέλαγα προσπαθώντας να μην φανεί και προσβάλλω το χριστεπώνυμο πλήθος με το τόσο καλό γούστο. Πόσο ανώριμος πχια;
Αφού σταμάτησε η βροχή, περπάτησα προς έναν πιο μακρινό σταθμό του μετρό που θα με έβγαζε πίσω κοντά στο χοστέλ, περνώντας από μία περιοχή με μαγαζιά με σκραπ και σιδεράδικα όπου κάποια πράγματα τα μετέφεραν με κάρα χειρός. Ο κόσμος εκεί ήταν λίγο περίεργος, σε κάποια μαγαζιά δούλευαν 15χρονα, αλλά φοβήθηκα να δώσω στόχο ότι είμαι τουρίστας οπότε δεν έβγαλα φωτογραφίες. Με τα πολλά βρήκα τον σταθμό του μετρό, ο οποίος δεν πρέπει να είχε δει συντήρηση τουλάχιστον από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ή και παλιότερα και επέστρεψα.
Οι πρώτες εικόνες της Τιφλίδας μου είχαν αφήσει ένα περίεργο αίσθημα εγκατάλειψης, φτώχειας, περασμένων μεγαλείων και σποραδικού κραυγαλέου νεοπλουτισμού που προκαλούσε. Οι αντιθέσεις ήταν μεγάλες. Κάποιες στιγμές ήσουν σε σύγχρονη πόλη, έστριβες στο επόμενο στενό και ήταν σαν να μεταφερόσουν 50 χρόνια πίσω. Μου άρεσε.

Που πας κυρά μου με το μπουρνούζι, στο χωριό σου είσαι;
Ανέβηκα στο hostel γύρω στις 11, ελπίζοντας ότι το κρεβάτι θα ήταν έτοιμο. Αμ δε. Προς έκπληξή μου, οι περισσότεροι κοιμόντουσαν ακόμα και τα σεντόνια δεν ήταν έτοιμα. Σε άλλα ταξίδια κουβάλαγα sleeping bag χωρίς λόγο, τώρα που δεν το είχα πάρει το χρειάστηκα. Νόμος του Μέρφι.
Μίλησα με διάφορους ταξιδιώτες που σιγά σιγά ξύπναγαν. Είχαν κάνει πάρτι λέει το προηγούμενο βράδυ στο hostel (όχι ότι δε φαινόταν) και το είχαν ξενυχτίσει. Δε θυμάμαι και πολλά από αυτά που λέγαμε από την κούραση, πάντως κάποια στιγμή τα κατάφερα και πήγα στο κρεβάτι, κοιμήθηκα και ξύπνησα αργά το απόγευμα.
Έξω φαινόταν να έχει κρύο, είχα και μια ζαλάδα από τον ανακατεμένο ύπνο, οπότε βαρέθηκα να βγω στη πόλη, άσε που πέρναγα φοβερά με τα "παιδιά" και τις ιστορίες του καθενός. Πως λέει Άγγλοι - Γάλλοι - Πορτογάλλοι; Είχαμε διάφορους, αλλά θυμάμαι ένα Ιάπωνα, Γερμανό, Αιγύπτιο, Ινδό, Ισραηλίτη και μία Καναδή, συν την ιδιοκτήτρια και τις φίλες της που δεν μίλαγαν αγγλικά αλλά κούναγαν το κεφάλι και γέλαγαν όταν γελάγαμε. Και την γάτα φυσικά.

Μαγείρεψε ένας και έβαλε το περίσσευμα και για τους υπόλοιπους, βρήκε ευκαιρία και η γάτα και έτρωγε από το πιάτο όποτε δε τη βλέπαμε, κάνοντας αρχικά ότι δεν ενδιαφέρεται, στην συνέχεια πλησίαζε σιγά σιγά δήθεν αδιάφορα και στο τέλος καταδρομικά έπαιρνε μεζέ και εξαφανιζόταν. Κάτι μπύρες και ποτά άρχισαν να κάνουν γύρα από το πουθενά και όλοι μαζί, συν την ιδιοκτήτρια, λέγαμε ιστορίες, κάναμε βλακείες, γελάγαμε και μέχρι και μάθημα Γεωργιανής κάναμε.

აი ია, άι ία "να η βιολέτα", το αντίστοιχο του "Λόλα να ένα μήλο". Έχω ξεχάσει και το καλημέρα στη γλώσσα τους αλλά αυτό νομίζω θα το θυμάμαι για πάντα.
Για τέτοιες φάσεις προτιμώ τα χοστέλ.
Μιας που το έφερε η κουβέντα, η γεωργιανή γραφή πολύ όμορφη. Ειδικά πάνω σε πινακίδες σοβιετικού στυλ. Άνετα θα έπαιρνα μία για διακόσμηση στο σπίτι.


Πέρναγε η ώρα, λέγαμε να το διαλύσουμε να μην ενοχλούμε αλλά τελικά καταλήξαμε σε ένα υπόγειο μπαρ που δεν θα έμπαινα μόνος μου ποτέ εκτός από λάθος, φυσικά πρόταση της ιδιοκτήτριας.

Ναι, από το ταβάνι κρέμονται κωλόχαρτα. Εδώ έχουν τον Μπους σε λεωφόρο και Σάουθπαρκ σε εκκλησία, το μπαρ θα κρίνουμε;
Σαν καλύτερος χειριστής της αγγλικής από τους υπόλοιπους, μίλαγα περισσότερο με την Καναδή, κάτι που προφανώς δεν άρεσε στον Ινδό που απ' ότι φαίνεται την είχε βάλει στο μάτι. Μετά από διάφορες προσπάθειες να μπει στη κουβέντα και να διακόψει, να κάτσει κοντά, να της προτείνει διάφορα για "μετά", μου λέει η Καναδή "κάτσε εδώ", με πιάνει από το χέρι αγκαζέ και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Μωβ ο Ινδός, δε μου ξαναμίλησε.
Εγώ θα έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς να φύγω για Μπακού την άλλη μέρα, οπότε κάποια στιγμή τους λέω σας αφήνω. Φωτίστηκε ο Ινδός, είπε ότι ήξερε το τέλειο κλαμπ για άφτερ, έψησε τους πάντες αλλά τελευταία στιγμή η Καναδή είπε όχι γιατί ήταν κουρασμένη και πια δε μπορούσε ο Ινδός να κάνει πίσω, οπότε τον απέφυγε. Με έπιασε και αγκαζέ στο φεύγα, έτσι για να σκάσει ο Ινδός. Της βγάζω το καπέλο.
Αλλά δε πειράζει, στο σπίτι μπορούσε να δροσιστεί με τη πιο αρμόζουσα μάρκα νερού για την περίπτωσή του.

Last edited: