Mikkael Sin
Member
- Μηνύματα
- 38
- Likes
- 395
- Επόμενο Ταξίδι
- Βαλκάνια
- Ταξίδι-Όνειρο
- Νορβηγικά φιορδ
Ήταν αργά το απόγευμα όταν μπήκαμε στο Κουμάνοβο που βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα με τη Σερβία. Παίρνοντας μια γεύση απ’ την πόλη -που ήταν αρκετά πιο ζωντανή απ’ το Πρίλεπ- ρίχναμε ματιές εδώ κι εκεί για κάποιο κατάλυμα. Προφανώς και δεν είχαμε κλείσει τίποτα από πριν ούτε αυτή τη φορά! Δεν είχαμε κατέβει ακόμα από το αυτοκίνητο ούτε είδαμε κάποια επιγραφή που να παραπέμπει σε ξενοδοχείο. Οδήγησα αρκετά στους δρόμους της πόλης και τελικά φτάσαμε στα υψηλότερα σημεία της που μου θύμισαν τις αντίστοιχες παρακμιακές γειτονιές του Μοναστηρίου.
Ετοιμάζονταν πλέον να νυχτώσει και παρά τη γενικότερη θλιβερή εικόνα δρόμων και κτιρίων, πολλοί άνθρωποι κατηφόριζαν παρέες παρέες προς το κέντρο. Ένιωσα ότι κάπου χαθήκαμε κι ενώ στον ορίζοντα δεν υπήρχε υποψία χώρου φιλοξενίας... Βαλκανιολατρών! Άνοιξα το παράθυρο και ρώτησα ένα νεαρό ζευγάρι αν υπάρχει κάποιο ξενοδοχείο εκεί κοντά. Τα αγγλικά τους ανύπαρκτα κι απομείναμε να λέμε… hotel εγώ και qedar αυτοί. Χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, στρογγυλόκατσαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και με νοήματα του χεριού που παραλίγο να μου βγάλουν το μάτι, βγήκαμε από ένα σχεδόν δαιδαλώδες αστικό δίκτυο ξανά στο κέντρο.
Στο μεταξύ, αφού ρώτησαν από πού είμαστε, ρώτησαν αν μιλάμε αλβανικά. Συμπέρανα ότι είχαμε επισκεφθεί την αλβανική συνοικία της πόλης, εκεί που λίγα χρόνια αργότερα θα έπεφταν πυροβολισμοί και νεκροί, σε μια συνέχεια εθνοτικών διαφορών που εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τα Βαλκάνια ακόμα και σήμερα.
Μου υπέδειξαν μια πιάτσα και σταμάτησα πίσω από το τελευταίο σε μια σειρά ΤΑΞΙ έχοντας ολοκληρώσει αυτή την «πρώτη κούρσα» της ζωής μου και επίσημα! Τα παιδιά μας ευχαρίστησαν εγκάρδια που τους πήγαμε μέχρι εκεί και μας έκαναν νόημα να περιμένουμε. Το παιδί πήγε μέχρι τον ταρίφα, κάτι είπαν κι αμέσως μετά ήρθε και σαν επιβεβαίωση ότι κατάλαβε καλά τι χρειαζόμουν, μου έκανε νόημα με τα χέρια αν ψάχνω κάτι για… «νάνι νάνι». Κατένευσα και αφού ευχαρίστησα βιαστικά, ακολούθησα το ταξί που είχε ήδη βγει στο δρόμο. Βγήκαμε λίγο έξω απ’ την πόλη και στα 2-3 χιλιόμετρα μπαίναμε στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου. Ο οδηγός μπροστά έστριβε ήδη για να βγει από το χώρο και με ανοιχτή ακόμα μηχανή κατέβηκα για να τον πληρώσω. Του έκανα το διεθνές νόημα τρίβοντας το δείκτη με τον αντίχειρα και απάντησε -επίσης με νόημα- ότι είμαστε εντάξει, έτσι όπως έφευγε.
Κι εγώ σκέφτηκα πόσο εντάξει ήταν ο τύπος με τη φιλενάδα του που πήραμε μαζί μας στο αυτοκίνητο.
Μετά από σύντομη τακτοποίηση φύγαμε ξανά για το κέντρο του Κουμάνοβο. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά κι έπρεπε να φάμε και να πιούμε κάτι. Παρκάραμε κοντά στην πλατεία και βολτάραμε με τα πόδια επιτέλους. Εκεί γύρω δεν υπήρχε κάτι αξιοθέατο αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η πλατεία που μου θύμισε άλλες εποχές τις οποίες ξέρω μόνο από διηγήσεις των μεγαλύτερων. Τότε που ελλείψει χρημάτων αλλά και καταστημάτων (!) ο κόσμος βόλταρε πάνω κάτω στις πλατείες μέχρι να λιώσουν οι σόλες των παπουτσιών του. Κάπως έτσι ήταν κι εδώ καμιά 50αριά χρόνια μετά την εποχή που περιέγραφαν οι διηγήσεις. Αρκετοί είχαν τάβλες που πουλούσαν ξηροκάρπια και 2-3 πλανόδιοι είχαν πάγκους με ζαχαρωτά. Βασικά, πολλή βόλτα και κουβέντα για τους μεγάλους, πολλά παιδάκια έπαιζαν και οι περισσότεροι είχαν κι ένα χωνάκι με πασατέμπο ανά χείρας. Η εικόνα, ξένη πλέον σε μας, απέπνεε μια φτώχεια αλλά και ταυτόχρονα «υγεία» και μια περηφάνια. Στον εξωτερικό χώρο ενός παρακείμενου μπαρ που καθίσαμε για τις μπύρες μας, δεν υπήρχε διαφορά με ένα αντίστοιχο μπαρ κάπου σε μια τσιμεντούπολη της ελληνικής επαρχίας το κατακαλόκαιρο. Ιδία ζέστη, ίδιο τσιμέντο, ίδιος κόσμος, ίδιες μπύρες...
Ετοιμάζονταν πλέον να νυχτώσει και παρά τη γενικότερη θλιβερή εικόνα δρόμων και κτιρίων, πολλοί άνθρωποι κατηφόριζαν παρέες παρέες προς το κέντρο. Ένιωσα ότι κάπου χαθήκαμε κι ενώ στον ορίζοντα δεν υπήρχε υποψία χώρου φιλοξενίας... Βαλκανιολατρών! Άνοιξα το παράθυρο και ρώτησα ένα νεαρό ζευγάρι αν υπάρχει κάποιο ξενοδοχείο εκεί κοντά. Τα αγγλικά τους ανύπαρκτα κι απομείναμε να λέμε… hotel εγώ και qedar αυτοί. Χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, στρογγυλόκατσαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και με νοήματα του χεριού που παραλίγο να μου βγάλουν το μάτι, βγήκαμε από ένα σχεδόν δαιδαλώδες αστικό δίκτυο ξανά στο κέντρο.
Στο μεταξύ, αφού ρώτησαν από πού είμαστε, ρώτησαν αν μιλάμε αλβανικά. Συμπέρανα ότι είχαμε επισκεφθεί την αλβανική συνοικία της πόλης, εκεί που λίγα χρόνια αργότερα θα έπεφταν πυροβολισμοί και νεκροί, σε μια συνέχεια εθνοτικών διαφορών που εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τα Βαλκάνια ακόμα και σήμερα.
Μου υπέδειξαν μια πιάτσα και σταμάτησα πίσω από το τελευταίο σε μια σειρά ΤΑΞΙ έχοντας ολοκληρώσει αυτή την «πρώτη κούρσα» της ζωής μου και επίσημα! Τα παιδιά μας ευχαρίστησαν εγκάρδια που τους πήγαμε μέχρι εκεί και μας έκαναν νόημα να περιμένουμε. Το παιδί πήγε μέχρι τον ταρίφα, κάτι είπαν κι αμέσως μετά ήρθε και σαν επιβεβαίωση ότι κατάλαβε καλά τι χρειαζόμουν, μου έκανε νόημα με τα χέρια αν ψάχνω κάτι για… «νάνι νάνι». Κατένευσα και αφού ευχαρίστησα βιαστικά, ακολούθησα το ταξί που είχε ήδη βγει στο δρόμο. Βγήκαμε λίγο έξω απ’ την πόλη και στα 2-3 χιλιόμετρα μπαίναμε στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου. Ο οδηγός μπροστά έστριβε ήδη για να βγει από το χώρο και με ανοιχτή ακόμα μηχανή κατέβηκα για να τον πληρώσω. Του έκανα το διεθνές νόημα τρίβοντας το δείκτη με τον αντίχειρα και απάντησε -επίσης με νόημα- ότι είμαστε εντάξει, έτσι όπως έφευγε.
Κι εγώ σκέφτηκα πόσο εντάξει ήταν ο τύπος με τη φιλενάδα του που πήραμε μαζί μας στο αυτοκίνητο.
Μετά από σύντομη τακτοποίηση φύγαμε ξανά για το κέντρο του Κουμάνοβο. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά κι έπρεπε να φάμε και να πιούμε κάτι. Παρκάραμε κοντά στην πλατεία και βολτάραμε με τα πόδια επιτέλους. Εκεί γύρω δεν υπήρχε κάτι αξιοθέατο αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η πλατεία που μου θύμισε άλλες εποχές τις οποίες ξέρω μόνο από διηγήσεις των μεγαλύτερων. Τότε που ελλείψει χρημάτων αλλά και καταστημάτων (!) ο κόσμος βόλταρε πάνω κάτω στις πλατείες μέχρι να λιώσουν οι σόλες των παπουτσιών του. Κάπως έτσι ήταν κι εδώ καμιά 50αριά χρόνια μετά την εποχή που περιέγραφαν οι διηγήσεις. Αρκετοί είχαν τάβλες που πουλούσαν ξηροκάρπια και 2-3 πλανόδιοι είχαν πάγκους με ζαχαρωτά. Βασικά, πολλή βόλτα και κουβέντα για τους μεγάλους, πολλά παιδάκια έπαιζαν και οι περισσότεροι είχαν κι ένα χωνάκι με πασατέμπο ανά χείρας. Η εικόνα, ξένη πλέον σε μας, απέπνεε μια φτώχεια αλλά και ταυτόχρονα «υγεία» και μια περηφάνια. Στον εξωτερικό χώρο ενός παρακείμενου μπαρ που καθίσαμε για τις μπύρες μας, δεν υπήρχε διαφορά με ένα αντίστοιχο μπαρ κάπου σε μια τσιμεντούπολη της ελληνικής επαρχίας το κατακαλόκαιρο. Ιδία ζέστη, ίδιο τσιμέντο, ίδιος κόσμος, ίδιες μπύρες...