patsman
Member
- Μηνύματα
- 229
- Likes
- 678
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Οι πρώτες εντυπώσεις από Λίμα και Κούσκο
- Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
- Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
- Κεφάλαιο 5: H πρωινή ζάλη, η περιπλάνηση στο Κούσκο και η αναχώρηση για Πούνο
- Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
- Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
- Κεφάλαιο 8: Πασχαλιάτικη ημερήσια εκδρομή στο Salar de Uyuni
- Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
- Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
- Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
Η επόμενη βραδιά έπρεπε να μας βρει πίσω στο Πούνο. Αυτό σήμαινε ότι είχαμε να κάνουμε τη διαδρομή Λα Παζ --> Κοπακαμπάνα --> Κασάνι (σύνορα) --> Πούνο, με την ελπίδα να μη μας τύχει πάλι καμία κακοτοπιά. Έτσι, αφού απολαύσαμε το τελευταίο μας τιμιότατο πρωινό στο Patio de Piedra, καλέσαμε ένα ταξί για να μας ανεβάσει στο Cementerio, από όπου θα παίρναμε ένα micro της εταιρίας «6 de Junio» για να πάμε στην Κοπακαμπάνα. Το να χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο μέσο (και όχι κάποιο από τα λεωφορεία που έφευγαν από τον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων, που ήταν η αρχική μας επιλογή) μάς το πρότεινε ο ευγενικός νεαρός ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου. Και πράγματι, αποδείχθηκε μια εξαιρετικά σωστή επιλογή: αφενός λόγω της εξαιρετικά χαμηλής τιμής (αν θυμάμαι καλά πρέπει να πληρώσαμε ένα ποσό της τάξης των 30 bolivianos για τα δύο άτομα –μπορεί και λιγότερο) και αφετέρου διότι, απ’ ό,τι διαπιστώσαμε, πρόκειται για το πιο γρήγορο μέσο, καθώς κάναμε περίπου 3 ώρες για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Σημειωτέον ότι οι αναχωρήσεις αυτών των μικρών λεωφορείων είναι πολύ συχνές (σχεδόν κάθε ώρα από πολύ νωρίς το πρωί μέχρι το απόγευμα).
Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι μπορεί να στριμωχτήκαμε στη θέση του συνοδηγού και οι δυό μας –για να ακριβολογούμε η Ε. στριμώχτηκε πρακτικά στη θέση του... οδηγού, σε βαθμό που, για τη χρήση του λεβιέ των ταχυτήτων, ο συμπαθέστατος οδηγούλης μας έπρεπε να την ειδοποιεί για να μετακινεί το αριστερό πόδι! Άνετα δεν ήμασταν, αλλά φτάσαμε ταχύτατα και, παρά το άγχος μας, τα σακίδιά μας δεν έπεσαν από την οροφή του micro που τα είχε πετάξει (ή μάλλον βολέψει) ο εισπράκτορας.
Ο δρόμος για την Κοπακαμπάνα μάς βρήκε αγκαζέ με μια μελαγχολία, γιατί άρχιζε η διαδρομή της επιστροφής. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την εικόνα του χιονοσκεπούς Illimani και πάντα θα τη νοσταλγούμε, όπως τη νοσταλγεί και την επιζητά όποιος φεύγει από τη Λα Παζ, σύμφωνα με την ξεναγό μας Maria. Οι τελευταίες μας στιγμές εντός Βολιβίας περιλάμβαναν το πέρασμα με το καραβάκι από τα στενά του συμπαθητικού San Pablo de Tiquina για τη διάσχιση της λίμνης Τιτικάκα και πάλι αυτήν την τρομερή θέα των χιονισμένων Βολιβιανών Άνδεων (Cordillera Real).
Με το που φτάσαμε στην Κοπακαμπάνα και ξεφορτώσαμε, επιβιβαστήκαμε σε ένα ταξί για να μας πάει στα σύνορα. Εκεί και ενώ είχε μεσημεριάσει για τα καλά, ξεμπερδέψαμε γρήγορα με τον έλεγχο από τις βολιβιανές αρχές. Ωστόσο, έπρεπε να περιμένουμε περίπου μία ώρα μέσα στη ζέστη, μαζί με άλλους ταξιδιώτες, για να τελειώσουν το διάλειμμά τους οι Περουβιανοί νοσηλευτές που θα μας έκαναν ένα απαραίτητο check-up. Ω ναι, εκτός από την επίδειξη του πιστοποιητικού εμβολιασμού και μια μίνι συνέντευξη σε μέτρια αγγλικά, μας μέτρησαν και την πίεση και το οξυγόνο (το δικό μου πρέπει να ήταν γύρω στο 85), για να μας δώσουν το ΟΚ για να μπούμε στο Περού.
Κλασικά πήραμε ένα micro που περίμενε για να μας μεταφέρει στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων του Πούνο (Terminal Terrestre) μέσα σε περίπου 2,5 ώρες.
Από εκεί με ταξί οδηγηθήκαμε στο «Conde de Lemos Hotel», όπου θα διανυκτερεύαμε έναντι του ποσού των 31,50 ευρώ. Το ξενοδοχείο βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Plaza de Armas και τον Καθεδρικό Ναό της πόλης, δηλαδή σε πολύ κεντρικό σημείο. Ήμασταν τυχεροί, καθώς το δωμάτιό μας, που ήταν και αρκετά άνετο, βρισκόταν στον τελευταίο όροφο και είχαμε ωραία θέα τόσο προς τη λίμνη Τιτικάκα όσο και προς τα ψηλότερα σημεία του Πούνο.
Έπειτα από την αναγκαία ξεκούραση και καθαριότητα, ξεχυθήκαμε για μια βραδινή βόλτα στην όμορφη κεντρική πλατεία και στον πεζόδρομο της Jiron Lima, όπου βρίσκονται πολλά τουριστικά και εμπορικά καταστήματα. Πέρα από λίγες φωτογραφίες και ένα πέρα-δώθε, δεν αξίζει για κάτι περισσότερο η συγκεκριμένη περιοχή, οπότε γυρίσαμε πίσω στην πλατεία για να βρούμε το εστιατόριο Mojsa, το οποίο μας πρότεινε η ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου (και βρισκόταν και στις προτάσεις του ταξιδιωτικού μας οδηγού). Παρά τον πολύ κόσμο, οι ευγενέστατοι σερβιτόροι μάς τακτοποίησαν σε ένα από τα τραπεζάκια του πρώτου ορόφου με θέα την πλατεία. Παραγγείλαμε σαλάτα με κινόα, causitas σε τρεις εκδοχές (με γαρίδα, με trucha και με κοτόπουλο), φιλέτο trucha, δύο τοπικές μπίρες (Cusquena) και ένα γλυκάκι με κρέμα. Όλα μας άρεσαν πολύ και πληρώσαμε 100 soles (=25 ευρώ). Not bad.
Η ιδέα που είχα να περπατήσουμε μετά το φαγητό προς τη λίμνη Τιτικάκα δεν αποδείχθηκε πολύ σώφρων. Και αυτό γιατί ήταν αρκετή απόσταση, είχε πέσει αρκετά η νύχτα και τη διαδρομή δεν την έλεγες και μαγική. Οπότε αποφασίσαμε κάποια στιγμή να τη διακόψουμε και να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο μας. Δε νομίζω να χάσαμε κάτι το ιδιαίτερο.
Το πλούσιο, μα intercontinental, πρωινό του ξενοδοχείου ήταν καλό, αλλά σίγουρα δεν μας εντυπωσίασε τόσο όσο τους φίλτατους, δίμετρους Ρώσους ταξιδιώτες, οι οποίοι καταβρόχθιζαν τα πάντα σα να μην υπάρχει αύριο. Η πτήση μας για τη Λίμα από Χουλιάκα αναχωρούσε στη 1 το μεσημέρι. Είχαμε πάντα στο νου αυτό που μας συνέβη στο πήγαινε στο Πούνο, όπου λόγω απεργίας ήταν κλειστά κομμάτια της εθνικής οδού και σίγουρα δεν θέλαμε να μας ξανασυμβεί. Η ρεσεψιονίστ μάς καθησύχασε λέγοντας πως δεν έχει ακούσει κάτι για διαδηλώσεις και μας έκλεισε ένα shuttle βανάκι, το οποίο θα μας έπαιρνε από το ξενοδοχείο για να μας πάει στο αεροδρόμιο, όπως και έγινε.
Η πτήση της Latam από το μικρό αεροδρόμιο της αδιάφορης Χουλιάκα για τη Λίμα (140 δολάρια για τα δύο άτομα συν μία μεγάλη βαλίτσα) ήταν στην ώρα της και εμείς μπαίναμε στην τελική ευθεία του ταξιδιού μας. Αλλά ευτυχώς δεν είχε μπει ακόμη τελεία σε αυτήν την περιπλάνηση…
Η επόμενη βραδιά έπρεπε να μας βρει πίσω στο Πούνο. Αυτό σήμαινε ότι είχαμε να κάνουμε τη διαδρομή Λα Παζ --> Κοπακαμπάνα --> Κασάνι (σύνορα) --> Πούνο, με την ελπίδα να μη μας τύχει πάλι καμία κακοτοπιά. Έτσι, αφού απολαύσαμε το τελευταίο μας τιμιότατο πρωινό στο Patio de Piedra, καλέσαμε ένα ταξί για να μας ανεβάσει στο Cementerio, από όπου θα παίρναμε ένα micro της εταιρίας «6 de Junio» για να πάμε στην Κοπακαμπάνα. Το να χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο μέσο (και όχι κάποιο από τα λεωφορεία που έφευγαν από τον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων, που ήταν η αρχική μας επιλογή) μάς το πρότεινε ο ευγενικός νεαρός ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου. Και πράγματι, αποδείχθηκε μια εξαιρετικά σωστή επιλογή: αφενός λόγω της εξαιρετικά χαμηλής τιμής (αν θυμάμαι καλά πρέπει να πληρώσαμε ένα ποσό της τάξης των 30 bolivianos για τα δύο άτομα –μπορεί και λιγότερο) και αφετέρου διότι, απ’ ό,τι διαπιστώσαμε, πρόκειται για το πιο γρήγορο μέσο, καθώς κάναμε περίπου 3 ώρες για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Σημειωτέον ότι οι αναχωρήσεις αυτών των μικρών λεωφορείων είναι πολύ συχνές (σχεδόν κάθε ώρα από πολύ νωρίς το πρωί μέχρι το απόγευμα).
Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι μπορεί να στριμωχτήκαμε στη θέση του συνοδηγού και οι δυό μας –για να ακριβολογούμε η Ε. στριμώχτηκε πρακτικά στη θέση του... οδηγού, σε βαθμό που, για τη χρήση του λεβιέ των ταχυτήτων, ο συμπαθέστατος οδηγούλης μας έπρεπε να την ειδοποιεί για να μετακινεί το αριστερό πόδι! Άνετα δεν ήμασταν, αλλά φτάσαμε ταχύτατα και, παρά το άγχος μας, τα σακίδιά μας δεν έπεσαν από την οροφή του micro που τα είχε πετάξει (ή μάλλον βολέψει) ο εισπράκτορας.
Ο δρόμος για την Κοπακαμπάνα μάς βρήκε αγκαζέ με μια μελαγχολία, γιατί άρχιζε η διαδρομή της επιστροφής. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την εικόνα του χιονοσκεπούς Illimani και πάντα θα τη νοσταλγούμε, όπως τη νοσταλγεί και την επιζητά όποιος φεύγει από τη Λα Παζ, σύμφωνα με την ξεναγό μας Maria. Οι τελευταίες μας στιγμές εντός Βολιβίας περιλάμβαναν το πέρασμα με το καραβάκι από τα στενά του συμπαθητικού San Pablo de Tiquina για τη διάσχιση της λίμνης Τιτικάκα και πάλι αυτήν την τρομερή θέα των χιονισμένων Βολιβιανών Άνδεων (Cordillera Real).


Με το που φτάσαμε στην Κοπακαμπάνα και ξεφορτώσαμε, επιβιβαστήκαμε σε ένα ταξί για να μας πάει στα σύνορα. Εκεί και ενώ είχε μεσημεριάσει για τα καλά, ξεμπερδέψαμε γρήγορα με τον έλεγχο από τις βολιβιανές αρχές. Ωστόσο, έπρεπε να περιμένουμε περίπου μία ώρα μέσα στη ζέστη, μαζί με άλλους ταξιδιώτες, για να τελειώσουν το διάλειμμά τους οι Περουβιανοί νοσηλευτές που θα μας έκαναν ένα απαραίτητο check-up. Ω ναι, εκτός από την επίδειξη του πιστοποιητικού εμβολιασμού και μια μίνι συνέντευξη σε μέτρια αγγλικά, μας μέτρησαν και την πίεση και το οξυγόνο (το δικό μου πρέπει να ήταν γύρω στο 85), για να μας δώσουν το ΟΚ για να μπούμε στο Περού.

Κλασικά πήραμε ένα micro που περίμενε για να μας μεταφέρει στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων του Πούνο (Terminal Terrestre) μέσα σε περίπου 2,5 ώρες.
Από εκεί με ταξί οδηγηθήκαμε στο «Conde de Lemos Hotel», όπου θα διανυκτερεύαμε έναντι του ποσού των 31,50 ευρώ. Το ξενοδοχείο βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Plaza de Armas και τον Καθεδρικό Ναό της πόλης, δηλαδή σε πολύ κεντρικό σημείο. Ήμασταν τυχεροί, καθώς το δωμάτιό μας, που ήταν και αρκετά άνετο, βρισκόταν στον τελευταίο όροφο και είχαμε ωραία θέα τόσο προς τη λίμνη Τιτικάκα όσο και προς τα ψηλότερα σημεία του Πούνο.

Έπειτα από την αναγκαία ξεκούραση και καθαριότητα, ξεχυθήκαμε για μια βραδινή βόλτα στην όμορφη κεντρική πλατεία και στον πεζόδρομο της Jiron Lima, όπου βρίσκονται πολλά τουριστικά και εμπορικά καταστήματα. Πέρα από λίγες φωτογραφίες και ένα πέρα-δώθε, δεν αξίζει για κάτι περισσότερο η συγκεκριμένη περιοχή, οπότε γυρίσαμε πίσω στην πλατεία για να βρούμε το εστιατόριο Mojsa, το οποίο μας πρότεινε η ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου (και βρισκόταν και στις προτάσεις του ταξιδιωτικού μας οδηγού). Παρά τον πολύ κόσμο, οι ευγενέστατοι σερβιτόροι μάς τακτοποίησαν σε ένα από τα τραπεζάκια του πρώτου ορόφου με θέα την πλατεία. Παραγγείλαμε σαλάτα με κινόα, causitas σε τρεις εκδοχές (με γαρίδα, με trucha και με κοτόπουλο), φιλέτο trucha, δύο τοπικές μπίρες (Cusquena) και ένα γλυκάκι με κρέμα. Όλα μας άρεσαν πολύ και πληρώσαμε 100 soles (=25 ευρώ). Not bad.



Η ιδέα που είχα να περπατήσουμε μετά το φαγητό προς τη λίμνη Τιτικάκα δεν αποδείχθηκε πολύ σώφρων. Και αυτό γιατί ήταν αρκετή απόσταση, είχε πέσει αρκετά η νύχτα και τη διαδρομή δεν την έλεγες και μαγική. Οπότε αποφασίσαμε κάποια στιγμή να τη διακόψουμε και να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο μας. Δε νομίζω να χάσαμε κάτι το ιδιαίτερο.
Το πλούσιο, μα intercontinental, πρωινό του ξενοδοχείου ήταν καλό, αλλά σίγουρα δεν μας εντυπωσίασε τόσο όσο τους φίλτατους, δίμετρους Ρώσους ταξιδιώτες, οι οποίοι καταβρόχθιζαν τα πάντα σα να μην υπάρχει αύριο. Η πτήση μας για τη Λίμα από Χουλιάκα αναχωρούσε στη 1 το μεσημέρι. Είχαμε πάντα στο νου αυτό που μας συνέβη στο πήγαινε στο Πούνο, όπου λόγω απεργίας ήταν κλειστά κομμάτια της εθνικής οδού και σίγουρα δεν θέλαμε να μας ξανασυμβεί. Η ρεσεψιονίστ μάς καθησύχασε λέγοντας πως δεν έχει ακούσει κάτι για διαδηλώσεις και μας έκλεισε ένα shuttle βανάκι, το οποίο θα μας έπαιρνε από το ξενοδοχείο για να μας πάει στο αεροδρόμιο, όπως και έγινε.
Η πτήση της Latam από το μικρό αεροδρόμιο της αδιάφορης Χουλιάκα για τη Λίμα (140 δολάρια για τα δύο άτομα συν μία μεγάλη βαλίτσα) ήταν στην ώρα της και εμείς μπαίναμε στην τελική ευθεία του ταξιδιού μας. Αλλά ευτυχώς δεν είχε μπει ακόμη τελεία σε αυτήν την περιπλάνηση…