patsman
Member
- Μηνύματα
- 229
- Likes
- 678
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Οι πρώτες εντυπώσεις από Λίμα και Κούσκο
- Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
- Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
- Κεφάλαιο 5: H πρωινή ζάλη, η περιπλάνηση στο Κούσκο και η αναχώρηση για Πούνο
- Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
- Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
- Κεφάλαιο 8: Πασχαλιάτικη ημερήσια εκδρομή στο Salar de Uyuni
- Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
- Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
- Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
Αφού ξυπνήσαμε νωρίς-νωρίς και φάγαμε το κάτι παραπάνω από τίμιο πρωινό του Patio de Piedra, ξεχυθήκαμε στους δρόμους της βολιβιανής πρωτεύουσας για να τη γνωρίσουμε και υπό το φως του λαμπρού ήλιου. Λίγα μέτρα πιο πάνω από το ξενοδοχείο μας βρισκόταν ένα μουσείο, το οποίο ήδη από τη βραδινή μας βόλτα είχε τραβήξει την προσοχή μας. Πρόκειται για το Museo Nacional de Etnografia y Folklore, δηλαδή το εθνογραφικό-λαογραφικό μουσείο της χώρας, το οποίο αποδείχθηκε πραγματικό «διαμάντι». Με εισιτήριο μόλις 20 bolivianos αποκτάς πρόσβαση σε ένα ιστορικό, τριώροφο κτίριο του 1720, εντός του οποίου ξεδιπλώνεται ένας θησαυρός πληροφοριών σχετικά με την πολιτιστική κληρονομία της Βολιβίας. Τρεις πτέρυγες μας εντυπωσίασαν περισσότερο: εκείνη με τα υφαντά, όπου υπήρχαν και κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα βίντεο για την ντόπια υφαντουργική παράδοση (δυστυχώς στα ισπανικά μόνο), εκείνη με τις μάσκες (τέτοια ποικιλία δεν είχαμε ξαναματαδεί) και εκείνη με τις φορεσιές των ανθρώπων των Άνδεων, οι οποίες παρατίθενται κατά χρονολογική σειρά και με αναφορά στον εκάστοτε τόπο όπου φοριούνται. Όταν αποχωρούσαμε, συναντήσαμε και πολλούς μαθητές με τις ποδιές τους, που έπαιρναν σειρά για να ανακαλύψουν τις ομορφιές αυτού του εξαιρετικού μουσείου. Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν παρά μόνο ελάχιστα από τη μαγεία του.
Με τις ευλογίες του Tio de la mina (ο μερακλής θείος της παραπάνω φωτογραφίας), ανηφορίσαμε προς τo διάσημο στενό της Calle Jaen. Είναι ένα καλοσυντηρημένο πλακόστρωτο δρομάκι, με ωραία χρωματιστά κτίσματα κατά μήκος του. Στη μία άκρη του βρίσκεται η γκαλερί του Mamani Mamani, ο οποίος είναι ο πιο διάσημος εν ζωή Βολιβιανός (Αϊμάρα) καλλιτέχνης. Στη μικρή και συμμαζεμένη γκαλερί εκτίθενται αρκετοί πίνακες με τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία του (οι περισσότεροι από τους οποίους διατίθενται και προς πώληση), ενώ υπάρχουν και αρκετές επιλογές από αναμνηστικά και διάφορα μικρά αντικείμενα (τα τιμήσαμε).
Στη συνέχεια, ανεβοκατεβήκαμε τη φωτογενή Calle Jaen, με τα συμπαθητικά μαγαζάκια και τα μικρά της μουσεία (δεν μπήκαμε σε κάποιο). Στον δρόμο για την επόμενή μας στάση και καθώς περνούσαμε έξω από ένα σχολείο, μας φώναξε μια μαθήτρια δημοτικού από το παράθυρο του πρώτου ορόφου, για να μας πει σε καλά αγγλικά ότι μόλις πήραν τους βαθμούς και οι δικοί της δεν ήταν καλοί! «Δεν πειράζει», της είπαμε και προχωρήσαμε στoυς δρόμους της πολύβουης Λα Παζ.
Οδεύαμε προς την Plaza Murillo, σε μία από τις γωνίες της οποίας βρίσκεται το Museo Nacional de Arte, που ήταν ο επόμενος προορισμός μας. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν και πάλι 20 bolivianos. Το μουσείο στεγάζεται σε ένα εντυπωσιακό αποικιακού τύπου κτίριο του 18ου αιώνα με ένα επιβλητικό patio. Το εθνογραφικό-λαογραφικό μουσείο, που είχαμε μόλις επισκεφτεί, είχε ήδη ανεβάσει πολύ υψηλά τον πήχη των προσδοκιών μας, με αποτέλεσμα να μη συγκλονιστούμε από τα εκθέματα του συγκεκριμένου μουσείου (και πάλι τα πάντα στα ισπανικά). Εκείνο, όμως, που έκλεψε την παράσταση ήταν μια έκθεση σύγχρονης βολιβιανής τέχνης, η οποία ήθελε να συνδυάσει την Pachamama και το πλαστικό, για να αναδείξει το μείζονος σημασίας οικολογικό πρόβλημα από την υπερβολική χρήση πλαστικών. Νομίζουμε ότι η καλλιτέχνις το πέτυχε και με το παραπάνω!
Η συνέχεια της ημερήσιας περιήγησής μας στη Λα Παζ περιλάμβανε πολύ περπάτημα. Είχαμε εγκλιματιστεί άλλωστε στο υψόμετρο και ανακτήσει κάπως τις δυνάμεις μας. Πήγαμε προς τη Mercado Lanza, ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο δίπλα στην Plaza de San Francisco, με αρκετά μαγαζιά εστίασης. Αποφασίσαμε, ωστόσο, να μην το ρισκάρουμε, καθώς είχαμε μπροστά μας μεγάλο δρομολόγιο με το λεωφορείο. Επιβεβλημένο το πέρασμα από τη Mercado de las Brujas, την περίφημη αγορά των μαγισσών, όπου κανείς μπορεί να προμηθευτεί οτιδήποτε, από (υποτίθεται) θαυματουργά βοτάνια μέχρι νεκρά έμβρυα λάμα για προσφορά στην Pachamama.
Αυτό που δεν είχαμε κατά νου πριν το ζήσουμε είναι ότι οι υπαίθριες αγορές στη Λα Παζ (όπως και αυτή των μαγισσών) καταλαμβάνουν επί της ουσίας τα πεζοδρόμια, με τον κόσμο να περπατάει στον δρόμο, αλλά και τα αυτοκίνητα ταυτόχρονα να τον διασχίζουν. Από την περιπλάνησή μας στο κέντρο καταλάβαμε ότι σχεδόν όλη η πόλη (πλην των κάπως hype γειτονιών) είναι πρακτικά ένα υπαίθριο παζάρι με την εκάστοτε πραμάτεια των cholitas να απλώνεται ακόμα και στο οδόστρωμα δίπλα από τη ρόδα του αυτοκινήτου. Αυτήν τη χαοτική «ομορφιά» δεν την έχουμε συναντήσει πουθενά αλλού και μοιάζει τόσο «εξωτική» για τα δικά μας ευρωπαϊκά δεδομένα. Μάλιστα, πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στον ταξιδιωτικό μας οδηγό που γλαφυρά αναφέρει για τη Λα Παζ: «It’s the urban jungle, baby: diesel, dust and detritus».
Στο μεταξύ, το teleferico είχε τραβήξει την προσοχή μας από την πρώτη στιγμή, αλλά αποφασίσαμε να το αξιοποιήσουμε την τελευταία μέρα, μετά την επιστροφή μας από το Uyuni, οπότε και θα ανεβαίναμε (κι άλλο υψόμετρο) στο El Alto, που επί της ουσίας αποτελεί τη συνέχεια της Λα Παζ, αλλά πλέον έχει μετατραπεί σε μια ξεχωριστή, τεράστια πόλη.
Μέχρι να περάσει η ώρα και να φτάσει 7 το απόγευμα, οπότε και είχαμε κάνει κράτηση για φαγητό, ήπιαμε έναν καφέ και φάγαμε ένα γλυκό στο Writer’s Coffee, το οποίο είχε κερδίσει την προσοχή μας, διότι είναι συγχρόνως βιβλιοπωλείο και αναγνωστήριο. Το αποκορύφωμα, όμως, ήρθε με το δείπνο μας στο Ali Pacha, ένα ντελικάτο πεντανόστιμο vegan εστιατόριο, όπου απολαύσαμε ένα μενού degustation με τρία πιάτα και έξτρα γλυκό στην εξωφρενική τιμή των 17 ευρώ για τα δύο άτομα. Για τη νοστιμιά και τη φαντασία, τι να πρωτοσχολιάσω; Θα αρκεστώ να πω απλώς ότι τέτοιου επιπέδου plant-based κουζίνα στην κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη δεν έχουμε. Να επισημάνω για το θέμα του φαγητού στη Λα Παζ και γενικώς για τη βολιβιανή κουζίνα ότι είχαμε διαβάσει πολλάκις πως μάλλον υστερεί σε ποιότητα, ειδικά σε σχέση με τη γείτονα χώρα (Περού). Έχοντας έτσι τον φόβο της κακοτοπιάς ψάξαμε αρκετά τις επιλογές στα εστιατόρια, πλην όμως αυτό που δεν είχαμε κατά νου είναι θα απαιτούνταν κράτηση για τα περισσότερα, ενώ πολλά επίσης το μεσημέρι κλείνουν γιατί σε όλη την πόλη επικρατεί ο νόμος της «σιέστα».
Επιστροφή στο δωμάτιο μετά από μια πλήρη ημέρα, για να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας για το ταξίδι στο Uyuni. Θα παίρναμε το βραδινό λεωφορείο της Todo Turismo, με τις γνωστές παροχές (ανετότατο ανακλινόμενο κάθισμα, ζεστό γεύμα, μαξιλαράκι, κουβερτούλα και πρωινό). Για τα δύο δρομολόγια πήγαινε-έλα στο Uyuni, δηλαδή τις δύο «βραδιές» η τιμή ήταν 60 ευρώ περίπου κατ’ άτομο και με δεδομένη και την απαίτηση ευελιξίας προγράμματος μας φάνηκε εξαιρετικά συμφέρουσα λύση, σε σχέση με το αεροπορικό εισιτήριο για την αντίστοιχη διαδρομή. Το σημείο αναχώρησης ήταν σε απόσταση περπατήματος οκτώ λεπτών της ώρας από το ξενοδοχείο, οπότε είχαμε χρόνο για ξεκούραση. Η συνολική εντύπωση από την Todo Turismo είναι αρκετά καλή, με μόνα αρνητικά το γεγονός ότι στη διαδρομή της μετάβασης έγινε ένα μπερδεματάκι με το χορτοφαγικό γεύμα της Ε. (μάλλον τυχαίο ή, για την ακρίβεια, ατυχές γεγονός) και επίσης είχε μπόλικο κρύο στη διάρκεια της νύχτας (το ξημέρωμα το τζάμι είχε πιάσει πάγο από τη μέσα πλευρά). Η προσμονή μας, όμως, για ν’ αντικρίσουμε το Salar ήταν τέτοια που επισκίαζε την κάθε μικρή αναποδιά.
Αφού ξυπνήσαμε νωρίς-νωρίς και φάγαμε το κάτι παραπάνω από τίμιο πρωινό του Patio de Piedra, ξεχυθήκαμε στους δρόμους της βολιβιανής πρωτεύουσας για να τη γνωρίσουμε και υπό το φως του λαμπρού ήλιου. Λίγα μέτρα πιο πάνω από το ξενοδοχείο μας βρισκόταν ένα μουσείο, το οποίο ήδη από τη βραδινή μας βόλτα είχε τραβήξει την προσοχή μας. Πρόκειται για το Museo Nacional de Etnografia y Folklore, δηλαδή το εθνογραφικό-λαογραφικό μουσείο της χώρας, το οποίο αποδείχθηκε πραγματικό «διαμάντι». Με εισιτήριο μόλις 20 bolivianos αποκτάς πρόσβαση σε ένα ιστορικό, τριώροφο κτίριο του 1720, εντός του οποίου ξεδιπλώνεται ένας θησαυρός πληροφοριών σχετικά με την πολιτιστική κληρονομία της Βολιβίας. Τρεις πτέρυγες μας εντυπωσίασαν περισσότερο: εκείνη με τα υφαντά, όπου υπήρχαν και κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα βίντεο για την ντόπια υφαντουργική παράδοση (δυστυχώς στα ισπανικά μόνο), εκείνη με τις μάσκες (τέτοια ποικιλία δεν είχαμε ξαναματαδεί) και εκείνη με τις φορεσιές των ανθρώπων των Άνδεων, οι οποίες παρατίθενται κατά χρονολογική σειρά και με αναφορά στον εκάστοτε τόπο όπου φοριούνται. Όταν αποχωρούσαμε, συναντήσαμε και πολλούς μαθητές με τις ποδιές τους, που έπαιρναν σειρά για να ανακαλύψουν τις ομορφιές αυτού του εξαιρετικού μουσείου. Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν παρά μόνο ελάχιστα από τη μαγεία του.








Με τις ευλογίες του Tio de la mina (ο μερακλής θείος της παραπάνω φωτογραφίας), ανηφορίσαμε προς τo διάσημο στενό της Calle Jaen. Είναι ένα καλοσυντηρημένο πλακόστρωτο δρομάκι, με ωραία χρωματιστά κτίσματα κατά μήκος του. Στη μία άκρη του βρίσκεται η γκαλερί του Mamani Mamani, ο οποίος είναι ο πιο διάσημος εν ζωή Βολιβιανός (Αϊμάρα) καλλιτέχνης. Στη μικρή και συμμαζεμένη γκαλερί εκτίθενται αρκετοί πίνακες με τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία του (οι περισσότεροι από τους οποίους διατίθενται και προς πώληση), ενώ υπάρχουν και αρκετές επιλογές από αναμνηστικά και διάφορα μικρά αντικείμενα (τα τιμήσαμε).


Στη συνέχεια, ανεβοκατεβήκαμε τη φωτογενή Calle Jaen, με τα συμπαθητικά μαγαζάκια και τα μικρά της μουσεία (δεν μπήκαμε σε κάποιο). Στον δρόμο για την επόμενή μας στάση και καθώς περνούσαμε έξω από ένα σχολείο, μας φώναξε μια μαθήτρια δημοτικού από το παράθυρο του πρώτου ορόφου, για να μας πει σε καλά αγγλικά ότι μόλις πήραν τους βαθμούς και οι δικοί της δεν ήταν καλοί! «Δεν πειράζει», της είπαμε και προχωρήσαμε στoυς δρόμους της πολύβουης Λα Παζ.


Οδεύαμε προς την Plaza Murillo, σε μία από τις γωνίες της οποίας βρίσκεται το Museo Nacional de Arte, που ήταν ο επόμενος προορισμός μας. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν και πάλι 20 bolivianos. Το μουσείο στεγάζεται σε ένα εντυπωσιακό αποικιακού τύπου κτίριο του 18ου αιώνα με ένα επιβλητικό patio. Το εθνογραφικό-λαογραφικό μουσείο, που είχαμε μόλις επισκεφτεί, είχε ήδη ανεβάσει πολύ υψηλά τον πήχη των προσδοκιών μας, με αποτέλεσμα να μη συγκλονιστούμε από τα εκθέματα του συγκεκριμένου μουσείου (και πάλι τα πάντα στα ισπανικά). Εκείνο, όμως, που έκλεψε την παράσταση ήταν μια έκθεση σύγχρονης βολιβιανής τέχνης, η οποία ήθελε να συνδυάσει την Pachamama και το πλαστικό, για να αναδείξει το μείζονος σημασίας οικολογικό πρόβλημα από την υπερβολική χρήση πλαστικών. Νομίζουμε ότι η καλλιτέχνις το πέτυχε και με το παραπάνω!




Η συνέχεια της ημερήσιας περιήγησής μας στη Λα Παζ περιλάμβανε πολύ περπάτημα. Είχαμε εγκλιματιστεί άλλωστε στο υψόμετρο και ανακτήσει κάπως τις δυνάμεις μας. Πήγαμε προς τη Mercado Lanza, ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο δίπλα στην Plaza de San Francisco, με αρκετά μαγαζιά εστίασης. Αποφασίσαμε, ωστόσο, να μην το ρισκάρουμε, καθώς είχαμε μπροστά μας μεγάλο δρομολόγιο με το λεωφορείο. Επιβεβλημένο το πέρασμα από τη Mercado de las Brujas, την περίφημη αγορά των μαγισσών, όπου κανείς μπορεί να προμηθευτεί οτιδήποτε, από (υποτίθεται) θαυματουργά βοτάνια μέχρι νεκρά έμβρυα λάμα για προσφορά στην Pachamama.


Αυτό που δεν είχαμε κατά νου πριν το ζήσουμε είναι ότι οι υπαίθριες αγορές στη Λα Παζ (όπως και αυτή των μαγισσών) καταλαμβάνουν επί της ουσίας τα πεζοδρόμια, με τον κόσμο να περπατάει στον δρόμο, αλλά και τα αυτοκίνητα ταυτόχρονα να τον διασχίζουν. Από την περιπλάνησή μας στο κέντρο καταλάβαμε ότι σχεδόν όλη η πόλη (πλην των κάπως hype γειτονιών) είναι πρακτικά ένα υπαίθριο παζάρι με την εκάστοτε πραμάτεια των cholitas να απλώνεται ακόμα και στο οδόστρωμα δίπλα από τη ρόδα του αυτοκινήτου. Αυτήν τη χαοτική «ομορφιά» δεν την έχουμε συναντήσει πουθενά αλλού και μοιάζει τόσο «εξωτική» για τα δικά μας ευρωπαϊκά δεδομένα. Μάλιστα, πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στον ταξιδιωτικό μας οδηγό που γλαφυρά αναφέρει για τη Λα Παζ: «It’s the urban jungle, baby: diesel, dust and detritus».

Στο μεταξύ, το teleferico είχε τραβήξει την προσοχή μας από την πρώτη στιγμή, αλλά αποφασίσαμε να το αξιοποιήσουμε την τελευταία μέρα, μετά την επιστροφή μας από το Uyuni, οπότε και θα ανεβαίναμε (κι άλλο υψόμετρο) στο El Alto, που επί της ουσίας αποτελεί τη συνέχεια της Λα Παζ, αλλά πλέον έχει μετατραπεί σε μια ξεχωριστή, τεράστια πόλη.
Μέχρι να περάσει η ώρα και να φτάσει 7 το απόγευμα, οπότε και είχαμε κάνει κράτηση για φαγητό, ήπιαμε έναν καφέ και φάγαμε ένα γλυκό στο Writer’s Coffee, το οποίο είχε κερδίσει την προσοχή μας, διότι είναι συγχρόνως βιβλιοπωλείο και αναγνωστήριο. Το αποκορύφωμα, όμως, ήρθε με το δείπνο μας στο Ali Pacha, ένα ντελικάτο πεντανόστιμο vegan εστιατόριο, όπου απολαύσαμε ένα μενού degustation με τρία πιάτα και έξτρα γλυκό στην εξωφρενική τιμή των 17 ευρώ για τα δύο άτομα. Για τη νοστιμιά και τη φαντασία, τι να πρωτοσχολιάσω; Θα αρκεστώ να πω απλώς ότι τέτοιου επιπέδου plant-based κουζίνα στην κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη δεν έχουμε. Να επισημάνω για το θέμα του φαγητού στη Λα Παζ και γενικώς για τη βολιβιανή κουζίνα ότι είχαμε διαβάσει πολλάκις πως μάλλον υστερεί σε ποιότητα, ειδικά σε σχέση με τη γείτονα χώρα (Περού). Έχοντας έτσι τον φόβο της κακοτοπιάς ψάξαμε αρκετά τις επιλογές στα εστιατόρια, πλην όμως αυτό που δεν είχαμε κατά νου είναι θα απαιτούνταν κράτηση για τα περισσότερα, ενώ πολλά επίσης το μεσημέρι κλείνουν γιατί σε όλη την πόλη επικρατεί ο νόμος της «σιέστα».


Επιστροφή στο δωμάτιο μετά από μια πλήρη ημέρα, για να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας για το ταξίδι στο Uyuni. Θα παίρναμε το βραδινό λεωφορείο της Todo Turismo, με τις γνωστές παροχές (ανετότατο ανακλινόμενο κάθισμα, ζεστό γεύμα, μαξιλαράκι, κουβερτούλα και πρωινό). Για τα δύο δρομολόγια πήγαινε-έλα στο Uyuni, δηλαδή τις δύο «βραδιές» η τιμή ήταν 60 ευρώ περίπου κατ’ άτομο και με δεδομένη και την απαίτηση ευελιξίας προγράμματος μας φάνηκε εξαιρετικά συμφέρουσα λύση, σε σχέση με το αεροπορικό εισιτήριο για την αντίστοιχη διαδρομή. Το σημείο αναχώρησης ήταν σε απόσταση περπατήματος οκτώ λεπτών της ώρας από το ξενοδοχείο, οπότε είχαμε χρόνο για ξεκούραση. Η συνολική εντύπωση από την Todo Turismo είναι αρκετά καλή, με μόνα αρνητικά το γεγονός ότι στη διαδρομή της μετάβασης έγινε ένα μπερδεματάκι με το χορτοφαγικό γεύμα της Ε. (μάλλον τυχαίο ή, για την ακρίβεια, ατυχές γεγονός) και επίσης είχε μπόλικο κρύο στη διάρκεια της νύχτας (το ξημέρωμα το τζάμι είχε πιάσει πάγο από τη μέσα πλευρά). Η προσμονή μας, όμως, για ν’ αντικρίσουμε το Salar ήταν τέτοια που επισκίαζε την κάθε μικρή αναποδιά.