patsman
Member
- Μηνύματα
- 229
- Likes
- 678
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Οι πρώτες εντυπώσεις από Λίμα και Κούσκο
- Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
- Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
- Κεφάλαιο 5: H πρωινή ζάλη, η περιπλάνηση στο Κούσκο και η αναχώρηση για Πούνο
- Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
- Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
- Κεφάλαιο 8: Πασχαλιάτικη ημερήσια εκδρομή στο Salar de Uyuni
- Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
- Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
- Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Ήταν μεσημέρι όταν επιστρέψαμε από το Νότο του Περού στην πρωτεύουσα και μπήκαμε στο ταξί (που είχαμε κλείσει από το οικονομικό και αξιόπιστο site taxidatum.com) με κατεύθυνση το Libre Hotel, στο οποίο είχαμε μείνει και στην πρώτη μέρα του ταξιδιού και μας είχε αρέσει πολύ. Δεδομένου ότι είχαμε τιμήσει το φημισμένο street food και τα πιο hipster μέρη, αυτό που μας είχε μείνει ως εκκρεμότητα ήταν να φάμε και σε ένα γκουρμέ εστιατόριο, όχι βεβαίως επιπέδου Central ή Maido. Και βρισκόμασταν στην κατάλληλη πόλη για να το κάνουμε, έχοντας πάρα πολλές και καλές επιλογές.
Με μια γρήγορη έρευνα σε έντυπους και ιντερνετικούς οδηγούς καταλήξαμε στο Fiesta Restaurante Gourmet, το οποίο βρίσκεται στην Av. Reducto στη Miraflores. Ήμασταν οι πρώτοι πελάτες της απογευματινής βάρδιας, χωρίς να έχουμε κάνει κράτηση, οπότε εξυπηρετηθήκαμε εύκολα, γρήγορα και άμεσα –αν και ο σερβιτόρος δεν μιλούσε (καλά) αγγλικά, ενώ και ο κατάλογος ήταν μόνο στα ισπανικά. Παραγγείλαμε μία γεμιστή ομελέτα με χορταρικά της θάλασσας (tortilla de raya), εγώ πήρα το lomo saltado, το οποίο ήρθε με πατατούλες τηγανητές και ρυζάκι, η Ε. επέλεξε risotto με μάνγκο και σφυρίδα (grouper την έλεγε διαρκώς ο χαριτωμένος σερβιτόρος). Είχε προηγηθεί ένα amuse-bouche με σκουμπρί και κρέμα πάνω σε ένα μπισκοτοειδές φύλλο. Συνοδεύσαμε αυτά τα εξαιρετικά νόστιμα φαγητά με δύο καλοφτιαγμένα pisco sour. Όλα αυτά κόστισαν 350 soles, δηλαδή περίπου 85 ευρώ.
Το πιο αστείο κομμάτι της επίσκεψής μας στο εν λόγω εστιατόριο είχε να κάνει με την έλευση, λίγο μετά από εμάς, δύο συμπατριωτών μας, οι οποίοι βρίσκονταν στη Λίμα για μια έκθεση σχετική με ορυκτά. Οπότε είχε πλάκα που και τα δύο τραπέζια που εξυπηρετούσαν εκείνη την ώρα ήταν ελληνόφωνα! Κάναμε και λίγη φασαρία με τα γέλια μας, εδώ που τα λέμε, αλλά δεν έδειχνε και κανείς από το προσωπικό να ενοχλείται. Πάλι καλά!
Είχε βραδιάσει όταν φύγαμε από το Fiesta, αλλά δεν θέλαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Προτιμήσαμε να ζήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τις τελευταίες μας στιγμές στο Περού. Περπατήσαμε μέχρι το πάρκο Κένεντι, όπου εντοπίσαμε μια ανοιχτή έκθεση στη Sala Luis Miro, με έργα του φωτογράφου των αρχών του 20ού αιώνα Esteban Marino. Προφανώς δεν τον γνωρίζαμε, αλλά αδράξαμε την ευκαιρία και επισκεφτήκαμε την έκθεση που είχε πράγματι αρκετό ενδιαφέρον.
Προτού πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο μας και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την όμορφη εκκλησία της Θαυματουργού Παρθένου (La Virgen Milagrosa) και από τους πεζοδρόμους με τα μπαρ και τα εστιατόρια της περιοχής (η αλήθεια είναι ότι μας φάνηκαν αρκετά τουριστικά), οδηγηθήκαμε στον τελευταίο προορισμό της ημέρας που είχε το όνομα “Picarones Mary”. Πρόκειται για μία κυρία που έχει το σταντ της μέσα στο πάρκο Κένεντι και τηγανίζει θεσπέσια picarones, που μοιάζουν πολύ με τους δικούς μας πανηγυρτζίδικους λουκουμάδες και τα συνοδεύει με μέλι ή/και σοκολάτα. Ακόμα και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μας τρέχουν τα σάλια! Και η κυρά-Μαίρη απέκτησε ιδιαίτερη φήμη μετά την προβολή του θεάρεστου έργου της στο επεισόδιο για το street food της Λίμα στο Netflix, όπως και ο Tomás στο Al Toke Pez που επισκεφτήκαμε την πρώτη ημέρα του ταξιδιού μας.
Αφού φάγαμε το πρωινό μας (πάλι πλούσιο και νοστιμότατο στο Libre), πακετάραμε τα πράγματά μας, συνεννοηθήκαμε ώστε να μας τα φυλάξουν στο ξενοδοχείο μέχρι την αναχώρησή μας το μεσημέρι, διαθέσαμε τις τελευταίες ώρες μας στο παραλιακό μέτωπο της πρωτεύουσας. Περπατήσαμε την Av. Jose Larco με κατεύθυνση προς το εμπορικό κέντρο Larcomar. Εκεί αντικρίσαμε και το θεόρατο ξενοδοχείο της Marriott, οι τελευταίοι όροφοι του οποίου ίσα-ίσα φαίνονταν από το ομιχλώδες περιβάλλον. Βγήκαμε ορισμένες φωτογραφίες με θέα τον Ειρηνικό Ωκεανό και φόντο αυτό το μάλλον μόνιμο γκρίζο που επικρατεί λόγω της υγρασίας, πήραμε κάποια αναμνηστικά και φάγαμε από ένα πιάτο ζυμαρικά, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο για την επερχόμενη υπερατλαντική μας πτήση.
Μία πτήση που κύλησε ομαλά και μας βρήκε την επόμενη ημέρα στο Μιλάνο (Malpensa). Η πρωινή επίσκεψή μας στο Duomo και στην Galleria Vittorio Emanuele II ήταν μια απότομη επιστροφή στον υπερτουρισμό της Ευρώπης, ο οποίος σιγά-σιγά ανέκαμπτε μετά την πανδημία. Ωστόσο, εμείς είχαμε ήδη ξεκινήσει να συζητάμε για το πόσο ωραία περάσαμε σε δύο μαγικές χώρες της Λατινικής Αμερικής, για το Salar de Uyuni και το Μάτσου Πίτσου, για τις ταλαιπωρίες που βιώσαμε και πώς τις ξεπεράσαμε χάρη στη συνδρομή καλοσυνάτων ντόπιων, για τη νυχτερινή εκτός προγράμματος πεζοπορία στις Άνδεις, για το περπάτημα στον αυτοκινητόδρομο προς αποφυγή των απεργιακών μπλόκων στο Πούνο, για το πόσα εκπληκτικά μέρη γνωρίσαμε, για τη Λα Παζ, ω ναι τη Λα Παζ και για τόσα άλλα.
Η μελαγχολία μας μετά από κάθε επιστροφή είναι αναπόφευκτη. Τη διασκεδάζουν μόνο τα χαμόγελα των δικών μας ανθρώπων που μας περιμένουν να γυρίσουμε με μια βαλίτσα γεμάτη ιστορίες και… ευτράπελα!
Ήταν μεσημέρι όταν επιστρέψαμε από το Νότο του Περού στην πρωτεύουσα και μπήκαμε στο ταξί (που είχαμε κλείσει από το οικονομικό και αξιόπιστο site taxidatum.com) με κατεύθυνση το Libre Hotel, στο οποίο είχαμε μείνει και στην πρώτη μέρα του ταξιδιού και μας είχε αρέσει πολύ. Δεδομένου ότι είχαμε τιμήσει το φημισμένο street food και τα πιο hipster μέρη, αυτό που μας είχε μείνει ως εκκρεμότητα ήταν να φάμε και σε ένα γκουρμέ εστιατόριο, όχι βεβαίως επιπέδου Central ή Maido. Και βρισκόμασταν στην κατάλληλη πόλη για να το κάνουμε, έχοντας πάρα πολλές και καλές επιλογές.
Με μια γρήγορη έρευνα σε έντυπους και ιντερνετικούς οδηγούς καταλήξαμε στο Fiesta Restaurante Gourmet, το οποίο βρίσκεται στην Av. Reducto στη Miraflores. Ήμασταν οι πρώτοι πελάτες της απογευματινής βάρδιας, χωρίς να έχουμε κάνει κράτηση, οπότε εξυπηρετηθήκαμε εύκολα, γρήγορα και άμεσα –αν και ο σερβιτόρος δεν μιλούσε (καλά) αγγλικά, ενώ και ο κατάλογος ήταν μόνο στα ισπανικά. Παραγγείλαμε μία γεμιστή ομελέτα με χορταρικά της θάλασσας (tortilla de raya), εγώ πήρα το lomo saltado, το οποίο ήρθε με πατατούλες τηγανητές και ρυζάκι, η Ε. επέλεξε risotto με μάνγκο και σφυρίδα (grouper την έλεγε διαρκώς ο χαριτωμένος σερβιτόρος). Είχε προηγηθεί ένα amuse-bouche με σκουμπρί και κρέμα πάνω σε ένα μπισκοτοειδές φύλλο. Συνοδεύσαμε αυτά τα εξαιρετικά νόστιμα φαγητά με δύο καλοφτιαγμένα pisco sour. Όλα αυτά κόστισαν 350 soles, δηλαδή περίπου 85 ευρώ.




Το πιο αστείο κομμάτι της επίσκεψής μας στο εν λόγω εστιατόριο είχε να κάνει με την έλευση, λίγο μετά από εμάς, δύο συμπατριωτών μας, οι οποίοι βρίσκονταν στη Λίμα για μια έκθεση σχετική με ορυκτά. Οπότε είχε πλάκα που και τα δύο τραπέζια που εξυπηρετούσαν εκείνη την ώρα ήταν ελληνόφωνα! Κάναμε και λίγη φασαρία με τα γέλια μας, εδώ που τα λέμε, αλλά δεν έδειχνε και κανείς από το προσωπικό να ενοχλείται. Πάλι καλά!
Είχε βραδιάσει όταν φύγαμε από το Fiesta, αλλά δεν θέλαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Προτιμήσαμε να ζήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τις τελευταίες μας στιγμές στο Περού. Περπατήσαμε μέχρι το πάρκο Κένεντι, όπου εντοπίσαμε μια ανοιχτή έκθεση στη Sala Luis Miro, με έργα του φωτογράφου των αρχών του 20ού αιώνα Esteban Marino. Προφανώς δεν τον γνωρίζαμε, αλλά αδράξαμε την ευκαιρία και επισκεφτήκαμε την έκθεση που είχε πράγματι αρκετό ενδιαφέρον.

Προτού πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο μας και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την όμορφη εκκλησία της Θαυματουργού Παρθένου (La Virgen Milagrosa) και από τους πεζοδρόμους με τα μπαρ και τα εστιατόρια της περιοχής (η αλήθεια είναι ότι μας φάνηκαν αρκετά τουριστικά), οδηγηθήκαμε στον τελευταίο προορισμό της ημέρας που είχε το όνομα “Picarones Mary”. Πρόκειται για μία κυρία που έχει το σταντ της μέσα στο πάρκο Κένεντι και τηγανίζει θεσπέσια picarones, που μοιάζουν πολύ με τους δικούς μας πανηγυρτζίδικους λουκουμάδες και τα συνοδεύει με μέλι ή/και σοκολάτα. Ακόμα και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μας τρέχουν τα σάλια! Και η κυρά-Μαίρη απέκτησε ιδιαίτερη φήμη μετά την προβολή του θεάρεστου έργου της στο επεισόδιο για το street food της Λίμα στο Netflix, όπως και ο Tomás στο Al Toke Pez που επισκεφτήκαμε την πρώτη ημέρα του ταξιδιού μας.


Αφού φάγαμε το πρωινό μας (πάλι πλούσιο και νοστιμότατο στο Libre), πακετάραμε τα πράγματά μας, συνεννοηθήκαμε ώστε να μας τα φυλάξουν στο ξενοδοχείο μέχρι την αναχώρησή μας το μεσημέρι, διαθέσαμε τις τελευταίες ώρες μας στο παραλιακό μέτωπο της πρωτεύουσας. Περπατήσαμε την Av. Jose Larco με κατεύθυνση προς το εμπορικό κέντρο Larcomar. Εκεί αντικρίσαμε και το θεόρατο ξενοδοχείο της Marriott, οι τελευταίοι όροφοι του οποίου ίσα-ίσα φαίνονταν από το ομιχλώδες περιβάλλον. Βγήκαμε ορισμένες φωτογραφίες με θέα τον Ειρηνικό Ωκεανό και φόντο αυτό το μάλλον μόνιμο γκρίζο που επικρατεί λόγω της υγρασίας, πήραμε κάποια αναμνηστικά και φάγαμε από ένα πιάτο ζυμαρικά, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο για την επερχόμενη υπερατλαντική μας πτήση.

Μία πτήση που κύλησε ομαλά και μας βρήκε την επόμενη ημέρα στο Μιλάνο (Malpensa). Η πρωινή επίσκεψή μας στο Duomo και στην Galleria Vittorio Emanuele II ήταν μια απότομη επιστροφή στον υπερτουρισμό της Ευρώπης, ο οποίος σιγά-σιγά ανέκαμπτε μετά την πανδημία. Ωστόσο, εμείς είχαμε ήδη ξεκινήσει να συζητάμε για το πόσο ωραία περάσαμε σε δύο μαγικές χώρες της Λατινικής Αμερικής, για το Salar de Uyuni και το Μάτσου Πίτσου, για τις ταλαιπωρίες που βιώσαμε και πώς τις ξεπεράσαμε χάρη στη συνδρομή καλοσυνάτων ντόπιων, για τη νυχτερινή εκτός προγράμματος πεζοπορία στις Άνδεις, για το περπάτημα στον αυτοκινητόδρομο προς αποφυγή των απεργιακών μπλόκων στο Πούνο, για το πόσα εκπληκτικά μέρη γνωρίσαμε, για τη Λα Παζ, ω ναι τη Λα Παζ και για τόσα άλλα.
Η μελαγχολία μας μετά από κάθε επιστροφή είναι αναπόφευκτη. Τη διασκεδάζουν μόνο τα χαμόγελα των δικών μας ανθρώπων που μας περιμένουν να γυρίσουμε με μια βαλίτσα γεμάτη ιστορίες και… ευτράπελα!