patsman
Member
- Μηνύματα
- 229
- Likes
- 678
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Οι πρώτες εντυπώσεις από Λίμα και Κούσκο
- Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
- Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
- Κεφάλαιο 5: H πρωινή ζάλη, η περιπλάνηση στο Κούσκο και η αναχώρηση για Πούνο
- Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
- Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
- Κεφάλαιο 8: Πασχαλιάτικη ημερήσια εκδρομή στο Salar de Uyuni
- Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
- Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
- Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
Η Κυριακή του ορθόδοξου Πάσχα ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά στη Λα Παζ. Αφού είχαμε δει τα κυριότερα μουσεία κατά την πρώτη ημέρα μας εκεί και είχε μεσολαβήσει και το γκράντε διάλειμμα του Salar de Uyuni, η δεύτερη ημέρα στη βολιβιανή πρωτεύουσα θα είχε (εννοείται) πολύ περπάτημα, καθώς θέλαμε να ανακαλύψουμε κάθε μαγική γωνιά αυτής της πόλης που μας είχε γοητεύσει. Το ημερήσιο πρόγραμμα, όμως, θα περιλάμβανε και μια «εναέρια» ξενάγηση: κατά την επιστροφή μας από το Uyuni με το λεωφορείο και μέσω της πλατφόρμας viator, μας προξένησε τρομερή εντύπωση η άριστη βαθμολογία που είχε η ξενάγηση με τίτλο «Cable Car Tour of La Paz», την οποία διοργάνωνε η Hanaqpacha Travel. Διαβάσαμε το πρόγραμμα της αγγλόφωνης ξενάγησης, τις εξαιρετικές κριτικές και την κλείσαμε χωρίς πολλά-πολλά, δεδομένου ότι σκοπεύαμε, έτσι κι αλλιώς, να πάρουμε και μόνοι μας το διάσημο teleferico για να δούμε την πόλη από ψηλά. Η δε τιμή, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και όλα τα εισιτήρια που θα χρησιμοποιούσαμε, ήταν πολύ δελεαστική (8 δολάρια κατ’ άτομο). Σημειώνω ότι το teleferico της Λα Παζ, ένα αξιολογότατο τεχνολογικό επίτευγμα για μια τόσο φτωχή χώρα, έχει το πιο αναπτυγμένο δίκτυο στον κόσμο, με άνω των 10 γραμμών που καλύπτουν σχεδόν 30 χιλιόμετρα και συνεχώς επεκτείνεται. Αποτελεί το κύριο μέσο μαζικής μεταφοράς των ντόπιων, σε συνδυασμό με τα micros και τα trufis, δηλαδή τα μικρά βανάκια που εκτελούν δρομολόγια εντός της πόλης.
Το ραντεβού μας ήταν για τις 11 το πρωί στην Plaza de San Francisco, μπροστά στην ομώνυμη εκκλησία. Εκεί γνωριστήκαμε με την ευγενέστατη ξεναγό μας τη Maria που είναι mestizo (δηλαδή μίση ισπανίδα-μισή Αϊμάρα) και ένα ζευγάρι Μεξικανού και Ρωσίδας (κατοίκων Λονδίνου, βεβαίως), οι οποίοι είχαν κλείσει επίσης να κάνουν την ίδια ξενάγηση. Περπατήσαμε μέχρι τον κεντρικό σταθμό του teleferico, κάπου κοντά στην αγορά των μαγισσών, όπου υπήρχε μεγάλη ουρά και η Maria ανέλαβε να κανονίσει το οργανωτικό κομμάτι με την έκδοση των εισιτηρίων μας. Πήραμε την κρυάδα μας με την πρώτη επιβίβαση, που όμως ήταν απροβλημάτιστη (όπως και όλες οι υπόλοιπες) χάρη πάντα στην ξεναγό μας. Επειδή ήμασταν πέντε άτομα, καταλαμβάναμε κάθε φορά μια ολόκληρη καμπίνα, ενδεχομένως μαζί με έναν ή δύο ντόπιους ακόμα.
Η σταδιακή ανάβαση με το teleferico από τη Λα Παζ προς το Ελ Άλτο προσφέρει ένα εντυπωσιακό οπτικό θέαμα. Υπενθυμίζω ότι η υψομετρική τους διαφορά είναι περίπου 500 μέτρα. Συνεπώς, η πρώτη γραμμή που πήραμε ήταν αρκετά απότομη, με συνέπεια να δυσκολευτώ αρκετά μέχρι να συνηθίσω το ύψος λόγω της μέτριας υψοφοβίας μου. Τα λόγια της Maria, ωστόσο, που μας εξηγούσε τα μέρη που βλέπαμε, μαζί με ενδιαφέρουσες ιστορικές και πολιτικές πληροφορίες, λειτουργούσαν ευεργετικά, οπότε το έπαιζα άνετος!
Κατεβήκαμε στην κεντρική στάση του teleferico στο Ελ Άλτο, όπου εκείνη την ημέρα (Κυριακή), όπως και κάθε Πέμπτη, διεξάγεται το μεγαλύτερο υπαίθριο παζάρι στη Βολιβία και ένα από τα μεγαλύτερα σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική. Πραγματικά, σοκαριστήκαμε τόσο από την πληθώρα των επιλογών που έχει κάποιος (κυριολεκτικά μπορούσες να βρεις τα πάντα εκεί πέρα, από ζωντανά μέχρι αυτοκίνητα, κάθε είδους παλιατζούρες, πρώτες ύλες, αμέτρητες επιλογές street food, βοτάνια και παραφάρμακα και ό,τι άλλο βάζει ο νους) όσο και από την τεράστια έκταση στην οποία απλώνεται. Η θέα του από το teleferico ήταν το κάτι άλλο, καθώς οι χρωματιστές τέντες χάνονταν στον ορίζοντα, δίνοντας την αίσθηση ότι η υπαίθρια αυτή αγορά δεν έχει τέλος. Η Maria μάς είχε παρακαλέσει να προσέχουμε τα υπάρχοντά μας, αλλά κυρίως να μη χαθούμε μεταξύ μας, πράγμα εξαιρετικά πιθανό να συμβεί μέσα στο συρρέον πλήθος. Κάναμε έναν πολύ μικρό περίπατο σε σχέση με τη συνολική έκταση της αγοράς, που ήταν όμως αρκετός για να πάρουμε μια γερή τζούρα από τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες αυτού του λαού, αλλά και να καταλάβουμε πόσο ζωτικής σημασίας τυγχάνουν αυτές οι αγορές του δρόμου για τη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας των Αϊμάρα που, από τον αγροτικό τρόπο ζωής και την άμεση «επαφή» με την Pachamama, προσαρμόζονται στον αστικό βίο. Θυμίζω ότι στο Ελ Άλτο χτυπά η καρδιά τού indigenous στοιχείου της πόλης, όπως μας εξήγησε χαρακτηριστικά η Μαρία.
Η συνέχεια του tour, που κράτησε περίπου 3 ακόμα ώρες, περιλάμβανε την κατάβαση από το Ελ Άλτο, ένα πέρασμα από κάποιες πλούσιες περιοχές της Λα Παζ, όπως και από το Estadio Hernando Siles (εκεί που δεινοπαθούν οι αντίπαλες εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου). Συνολικά πρέπει να αλλάξαμε πέντε γραμμές του teleferico, κάνοντας ουσιαστικά έναν πλήρη κύκλο της πόλης και έχοντας τη χαρά να τη θαυμάσουμε από ψηλά. Στο τέλος καταλήξαμε περίπου εκεί όπου ξεκινήσαμε, αφού διασχίσαμε ξανά και το περίφημο στενό της Calle Jaen. Η Maria ήταν μια καταπληκτική ξεναγός που δεν σταμάτησε να μας βομβαρδίζει με τις γνώσεις της για την πόλη και γενικότερα τη χώρα. Δεν αποφύγαμε δε τον πειρασμό να ρωτήσουμε την άποψή της για τον Evo Morales, για την πολιτική σταδιοδρομία του οποίου είχε σχηματίσει μια μέτρια εικόνα –όπως και οι περισσότεροι ντόπιοι με τους οποίους διακριτικά επιχειρήσαμε να ανοίξουμε σχετική συζήτηση.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, σκηνικό που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ξενάγησης ήταν μια ιδιαίτερη –και προφανώς τυχαία– συνάντηση που είχαμε σε μια από τις πολλές καμπίνες του teleferico που μπήκαμε: μαζί με τη γνωστή πεντάδα του tour μπήκε στην ίδια καμπίνα και ένας διάσημος Βολιβιανός (όπως μας έγινε γνωστό απ’ τη Μαρία εκ των υστέρων) και δεν μιλάμε για κάποιον καλλιτέχνη ή αστέρα της εγχώριας showbiz (αν υφίσταται κάτι τέτοιο). Μιλάμε για τον σενιόρ Antonio Portugal Alvizuri, o οποίος είναι συγγραφέας-μυστικιστής αρχαιολόγος που ερευνά τους πολιτισμούς των Άνδεων. Μόλις τον αναγνώρισε η Maria και σιγουρεύτηκε ότι πρόκειται γι’ αυτόν, μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα από τη συγκίνησή της! Αφότου μας χαιρέτησε θερμά ο σενιόρ Antonio και κατέβηκε σε κάποια στάση, η Maria μάς εξήγησε ότι είναι μια σημαντική προσωπικότητα στη Βολιβία, έχει γράψει αρκετά βιβλία για τους ιθαγενείς και ότι εκείνη είναι μεγάλη φαν του! Βέβαια, μας εκμυστηρεύτηκε ότι κάνει κάποιες περίεργες και αμφίβολης επιστημονικότητας συνδέσεις των διαφόρων αρχαιολογικών ανακαλύψεων με τους εξωγήινους, κάτι που επιβεβαίωσα αμέσως όταν τον ακολούθησα στο Instagram και διαπίστωσα ότι αυτοαποκαλείται… «ufologo»! Διόλου άσχημα!
Αφού ολοκληρώθηκε η ξενάγηση (την οποία συνιστούμε ανεπιφύλακτα) και είχε μεσημεριάσει για τα καλά, ρωτήσαμε τη Maria αν έχει να μας προτείνει κάποιο μέρος για φαγητό. Ήταν και Κυριακή και μεσημέρι (υπενθυμίζω ότι η σιέστα τηρείται σχολαστικά στη Λα Παζ) και άρα οι επιλογές μας ήταν μετρημένες. Τελικά, μας συνέστησε το εστιατόριο Alaya πλησίον της Plaza de San Francisco, το οποίο προτιμάται κυρίως από Βολιβιανούς, απ’ ό,τι αντιληφθήκαμε ιδίοις όμμασι. Οι επιλογές μας διά της νοηματικής και των ολίγων ισπανικών που προσπαθήσαμε να ψελλίσουμε ήταν chicharrones κοτόπουλου με συνοδεία από μοβ πατάτες, καλαμπόκι, γιούκα και ρυζάκι για εμένα και κρεολική trucha (σoλωμοπέστροφα) με πατατούλες, ρύζι και μια σαλτσούλα για την Ε. Οι μερίδες ήταν τεράστιες, χωρίς να ξεχειλίζουν πάντως από ποιότητα, αλλά καθότι πεινούσαμε πήραμε και λίγες έξτρα τηγανητές πατάτες. Για όλα αυτά μαζί με μια coca-cola πληρώσαμε συνολικά 100 bolivianos, δηλαδή περίπου 13 ευρώ.
Το υπόλοιπο πρόγραμμα της ημέρας περιείχε επίσκεψη στο διάσημο νεκροταφείο (Cementerio) της Λα Παζ. Μας είχαν προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον τα όσα είχαμε διαβάσει για το συγκεκριμένο αξιοθέατο, το οποίο συγκαταλέγεται σε ένα από τα κορυφαία της πρωτεύουσας. Για να πάμε ως εκεί και θαρραλέοι όντες, πήραμε ένα micro: πρόκειται για τα μικρά βανάκια που αναγράφουν στο παρμπρίζ και στα πλαϊνά παράθυρα τα σημεία της πόλης όπου πηγαίνουν, ενίοτε δε ο συνοδηγός ή κάποιο άτομο που κάθεται πίσω φωνάζει κιόλας τους προορισμούς. Κατά την άποψή μου, για τους τουρίστες και ειδικά τους μη ισπανόφωνους, η εμπειρία μετακίνησης με τα micro δεν είναι ιδιαίτερα φιλική για πολλούς λόγους και μια σαφή ένδειξη γι’ αυτό είναι ότι οι επιβαίνοντες είναι κατά 99% ντόπιοι. Εμάς πάντως μας βόλεψαν ιδιαίτερα και τα προτιμήσαμε. Η διαδικασία θύμιζε πολύ τις μαρσρούτκες (marshrutka) που είχαμε χρησιμοποιήσει στη Γεωργία. Αυτή είναι, όμως, μια άλλη ιστορία.
Φτάνοντας στο Cementerio καταρχάς δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις τις πάμπολλες cholitas που πουλάνε την πραμάτεια τους και τα φαγητά τους πάνω στον δρόμο, όπως συμβαίνει σχεδόν παντού. Εκεί μπήκαμε στον πειρασμό να δοκιμάσουμε και το τοπικό έδεσμα, το helado de canela, που είναι στην ουσία ένα σορμπέ με γεύση κανέλα. Το απολαύσαμε περιδιαβαίνοντας το νεκροταφείο μαζί με πολύ κόσμο ακόμα, ο οποίος έκανε την κυριακάτικη βόλτα του επισκεπτόμενος τους δικούς του νεκρούς. Για να ακριβολογούμε, στο συγκεκριμένο μέρος δεν υπάρχουν τάφοι, αλλά τεφροδόχοι προστατευμένες με τζάμια, εντός των οποίων τοποθετούνται και κάποια αγαπημένα πράγματα των νεκρών μαζί με λουλούδια, καντήλια κ.λπ. Επίσης, υπάρχουν διάσπαρτα αγάλματα, όπως και μνημεία επιφανών Βολιβιανών και ιδίως πολεμιστών. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι αφενός το μέγεθος αυτού του μέρους, καθώς πρόκειται για μια ολόκληρη νεκροπολιτεία που απλώνεται στο βόρειο τμήμα της πόλης καταλαμβάνοντας περίπου 92.000 τ.μ., αφετέρου οι όμορφες τοιχογραφίες που σχεδιάζονται πάνω στα μπλοκ των τεφροδόχων. Απ’ ό,τι καταλάβαμε, η σχέση των Βολιβιανών με τον θάνατο είναι αρκετά διαφορετική, όχι τόσο στενάχωρη και θλιβερή, σε σχέση με τα δικά μας ήθη και έθιμα.
Φάγαμε σχεδόν όλο μας το απόγευμα εκεί, μέχρι που πέρασε η ώρα και είπαμε να κατηφορίσουμε προς το κέντρο. Το περπάτημα σε αυτήν την πόλη είναι απολαυστικό, καθότι παντού υπάρχει μια υπαίθρια αγορά για να πάρεις το οτιδήποτε. Καταλήξαμε στην Plaza de San Francisco, όπου συναντήσαμε κόσμο που σουλάτσαρε, μουσικούς που έπαιζαν μουσική, παραδίπλα γινόταν κάποιο δρώμενο σε ένα θεατράκι και γενικά υπήρχε ένα τρομερό vibe. Τα όσα μας είχε πει ο Jose (ξεναγός μας στο Salar de Uyuni) για το πάθος των Βολιβιανών για τα πάρτι και τις μικρές επιτόπιες γιορτούλες το διαπιστώναμε με όλες μας τις αισθήσεις.
Μόλις βράδιασε, οδεύσαμε προς το δωμάτιό μας. Έπρεπε να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας, δεδομένου ότι θα φεύγαμε νωρίς το πρωί με προορισμό την Κοπακαμπάνα, προκειμένου να είμαστε κάποια λογική ώρα στα σύνορα, αλλά και για να αποφύγουμε τη διαδήλωση που είχαν προγραμματίσει οι επαγγελματίες του τουρισμού με επίκεντρο την Plaza Murillo και τα κυβερνητικά κτίρια, καθώς είχαμε ήδη την εμπειρία του Περού με τους κλειστούς δρόμους. Όπως, όμως, μας ενημέρωσε ο ρεσεψιονίστ του Patio de Piedra, η διαμαρτυρία είχε να κάνει με τα πολύ αυστηρά μέτρα περιορισμού της πανδημίας του κορωνοϊού στη Βολιβία (υποχρέωση για αρνητικό pcr test, ασφάλεια για την περίπτωση νόσησης με covid κ.ά.), που ακόμα σε εκείνο το χρόνο κρατούσαν την τουριστική κίνηση της χώρας σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Η Ε. πρότεινε να πάμε και εμείς στη διαδήλωση προς υποστήριξη του δικαίου των αιτημάτων (για τα οποία αμέσως πειστήκαμε έπειτα από εκτενή συζήτηση), αλλά το έργο της μετάβασης αρχικά στην Κοπακαμπάνα, στη συνέχεια στα σύνορα και μετά στο Πούνο, υπό το καθεστώς μιας τροφικής (εικάζω) δηλητηρίασης της Ε. οδήγησε στην άμεση ανάκληση της πρότασης.
Η Κυριακή του ορθόδοξου Πάσχα ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά στη Λα Παζ. Αφού είχαμε δει τα κυριότερα μουσεία κατά την πρώτη ημέρα μας εκεί και είχε μεσολαβήσει και το γκράντε διάλειμμα του Salar de Uyuni, η δεύτερη ημέρα στη βολιβιανή πρωτεύουσα θα είχε (εννοείται) πολύ περπάτημα, καθώς θέλαμε να ανακαλύψουμε κάθε μαγική γωνιά αυτής της πόλης που μας είχε γοητεύσει. Το ημερήσιο πρόγραμμα, όμως, θα περιλάμβανε και μια «εναέρια» ξενάγηση: κατά την επιστροφή μας από το Uyuni με το λεωφορείο και μέσω της πλατφόρμας viator, μας προξένησε τρομερή εντύπωση η άριστη βαθμολογία που είχε η ξενάγηση με τίτλο «Cable Car Tour of La Paz», την οποία διοργάνωνε η Hanaqpacha Travel. Διαβάσαμε το πρόγραμμα της αγγλόφωνης ξενάγησης, τις εξαιρετικές κριτικές και την κλείσαμε χωρίς πολλά-πολλά, δεδομένου ότι σκοπεύαμε, έτσι κι αλλιώς, να πάρουμε και μόνοι μας το διάσημο teleferico για να δούμε την πόλη από ψηλά. Η δε τιμή, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και όλα τα εισιτήρια που θα χρησιμοποιούσαμε, ήταν πολύ δελεαστική (8 δολάρια κατ’ άτομο). Σημειώνω ότι το teleferico της Λα Παζ, ένα αξιολογότατο τεχνολογικό επίτευγμα για μια τόσο φτωχή χώρα, έχει το πιο αναπτυγμένο δίκτυο στον κόσμο, με άνω των 10 γραμμών που καλύπτουν σχεδόν 30 χιλιόμετρα και συνεχώς επεκτείνεται. Αποτελεί το κύριο μέσο μαζικής μεταφοράς των ντόπιων, σε συνδυασμό με τα micros και τα trufis, δηλαδή τα μικρά βανάκια που εκτελούν δρομολόγια εντός της πόλης.
Το ραντεβού μας ήταν για τις 11 το πρωί στην Plaza de San Francisco, μπροστά στην ομώνυμη εκκλησία. Εκεί γνωριστήκαμε με την ευγενέστατη ξεναγό μας τη Maria που είναι mestizo (δηλαδή μίση ισπανίδα-μισή Αϊμάρα) και ένα ζευγάρι Μεξικανού και Ρωσίδας (κατοίκων Λονδίνου, βεβαίως), οι οποίοι είχαν κλείσει επίσης να κάνουν την ίδια ξενάγηση. Περπατήσαμε μέχρι τον κεντρικό σταθμό του teleferico, κάπου κοντά στην αγορά των μαγισσών, όπου υπήρχε μεγάλη ουρά και η Maria ανέλαβε να κανονίσει το οργανωτικό κομμάτι με την έκδοση των εισιτηρίων μας. Πήραμε την κρυάδα μας με την πρώτη επιβίβαση, που όμως ήταν απροβλημάτιστη (όπως και όλες οι υπόλοιπες) χάρη πάντα στην ξεναγό μας. Επειδή ήμασταν πέντε άτομα, καταλαμβάναμε κάθε φορά μια ολόκληρη καμπίνα, ενδεχομένως μαζί με έναν ή δύο ντόπιους ακόμα.


Η σταδιακή ανάβαση με το teleferico από τη Λα Παζ προς το Ελ Άλτο προσφέρει ένα εντυπωσιακό οπτικό θέαμα. Υπενθυμίζω ότι η υψομετρική τους διαφορά είναι περίπου 500 μέτρα. Συνεπώς, η πρώτη γραμμή που πήραμε ήταν αρκετά απότομη, με συνέπεια να δυσκολευτώ αρκετά μέχρι να συνηθίσω το ύψος λόγω της μέτριας υψοφοβίας μου. Τα λόγια της Maria, ωστόσο, που μας εξηγούσε τα μέρη που βλέπαμε, μαζί με ενδιαφέρουσες ιστορικές και πολιτικές πληροφορίες, λειτουργούσαν ευεργετικά, οπότε το έπαιζα άνετος!

Κατεβήκαμε στην κεντρική στάση του teleferico στο Ελ Άλτο, όπου εκείνη την ημέρα (Κυριακή), όπως και κάθε Πέμπτη, διεξάγεται το μεγαλύτερο υπαίθριο παζάρι στη Βολιβία και ένα από τα μεγαλύτερα σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική. Πραγματικά, σοκαριστήκαμε τόσο από την πληθώρα των επιλογών που έχει κάποιος (κυριολεκτικά μπορούσες να βρεις τα πάντα εκεί πέρα, από ζωντανά μέχρι αυτοκίνητα, κάθε είδους παλιατζούρες, πρώτες ύλες, αμέτρητες επιλογές street food, βοτάνια και παραφάρμακα και ό,τι άλλο βάζει ο νους) όσο και από την τεράστια έκταση στην οποία απλώνεται. Η θέα του από το teleferico ήταν το κάτι άλλο, καθώς οι χρωματιστές τέντες χάνονταν στον ορίζοντα, δίνοντας την αίσθηση ότι η υπαίθρια αυτή αγορά δεν έχει τέλος. Η Maria μάς είχε παρακαλέσει να προσέχουμε τα υπάρχοντά μας, αλλά κυρίως να μη χαθούμε μεταξύ μας, πράγμα εξαιρετικά πιθανό να συμβεί μέσα στο συρρέον πλήθος. Κάναμε έναν πολύ μικρό περίπατο σε σχέση με τη συνολική έκταση της αγοράς, που ήταν όμως αρκετός για να πάρουμε μια γερή τζούρα από τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες αυτού του λαού, αλλά και να καταλάβουμε πόσο ζωτικής σημασίας τυγχάνουν αυτές οι αγορές του δρόμου για τη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας των Αϊμάρα που, από τον αγροτικό τρόπο ζωής και την άμεση «επαφή» με την Pachamama, προσαρμόζονται στον αστικό βίο. Θυμίζω ότι στο Ελ Άλτο χτυπά η καρδιά τού indigenous στοιχείου της πόλης, όπως μας εξήγησε χαρακτηριστικά η Μαρία.





Η συνέχεια του tour, που κράτησε περίπου 3 ακόμα ώρες, περιλάμβανε την κατάβαση από το Ελ Άλτο, ένα πέρασμα από κάποιες πλούσιες περιοχές της Λα Παζ, όπως και από το Estadio Hernando Siles (εκεί που δεινοπαθούν οι αντίπαλες εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου). Συνολικά πρέπει να αλλάξαμε πέντε γραμμές του teleferico, κάνοντας ουσιαστικά έναν πλήρη κύκλο της πόλης και έχοντας τη χαρά να τη θαυμάσουμε από ψηλά. Στο τέλος καταλήξαμε περίπου εκεί όπου ξεκινήσαμε, αφού διασχίσαμε ξανά και το περίφημο στενό της Calle Jaen. Η Maria ήταν μια καταπληκτική ξεναγός που δεν σταμάτησε να μας βομβαρδίζει με τις γνώσεις της για την πόλη και γενικότερα τη χώρα. Δεν αποφύγαμε δε τον πειρασμό να ρωτήσουμε την άποψή της για τον Evo Morales, για την πολιτική σταδιοδρομία του οποίου είχε σχηματίσει μια μέτρια εικόνα –όπως και οι περισσότεροι ντόπιοι με τους οποίους διακριτικά επιχειρήσαμε να ανοίξουμε σχετική συζήτηση.



Το πιο ενδιαφέρον, όμως, σκηνικό που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ξενάγησης ήταν μια ιδιαίτερη –και προφανώς τυχαία– συνάντηση που είχαμε σε μια από τις πολλές καμπίνες του teleferico που μπήκαμε: μαζί με τη γνωστή πεντάδα του tour μπήκε στην ίδια καμπίνα και ένας διάσημος Βολιβιανός (όπως μας έγινε γνωστό απ’ τη Μαρία εκ των υστέρων) και δεν μιλάμε για κάποιον καλλιτέχνη ή αστέρα της εγχώριας showbiz (αν υφίσταται κάτι τέτοιο). Μιλάμε για τον σενιόρ Antonio Portugal Alvizuri, o οποίος είναι συγγραφέας-μυστικιστής αρχαιολόγος που ερευνά τους πολιτισμούς των Άνδεων. Μόλις τον αναγνώρισε η Maria και σιγουρεύτηκε ότι πρόκειται γι’ αυτόν, μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα από τη συγκίνησή της! Αφότου μας χαιρέτησε θερμά ο σενιόρ Antonio και κατέβηκε σε κάποια στάση, η Maria μάς εξήγησε ότι είναι μια σημαντική προσωπικότητα στη Βολιβία, έχει γράψει αρκετά βιβλία για τους ιθαγενείς και ότι εκείνη είναι μεγάλη φαν του! Βέβαια, μας εκμυστηρεύτηκε ότι κάνει κάποιες περίεργες και αμφίβολης επιστημονικότητας συνδέσεις των διαφόρων αρχαιολογικών ανακαλύψεων με τους εξωγήινους, κάτι που επιβεβαίωσα αμέσως όταν τον ακολούθησα στο Instagram και διαπίστωσα ότι αυτοαποκαλείται… «ufologo»! Διόλου άσχημα!
Αφού ολοκληρώθηκε η ξενάγηση (την οποία συνιστούμε ανεπιφύλακτα) και είχε μεσημεριάσει για τα καλά, ρωτήσαμε τη Maria αν έχει να μας προτείνει κάποιο μέρος για φαγητό. Ήταν και Κυριακή και μεσημέρι (υπενθυμίζω ότι η σιέστα τηρείται σχολαστικά στη Λα Παζ) και άρα οι επιλογές μας ήταν μετρημένες. Τελικά, μας συνέστησε το εστιατόριο Alaya πλησίον της Plaza de San Francisco, το οποίο προτιμάται κυρίως από Βολιβιανούς, απ’ ό,τι αντιληφθήκαμε ιδίοις όμμασι. Οι επιλογές μας διά της νοηματικής και των ολίγων ισπανικών που προσπαθήσαμε να ψελλίσουμε ήταν chicharrones κοτόπουλου με συνοδεία από μοβ πατάτες, καλαμπόκι, γιούκα και ρυζάκι για εμένα και κρεολική trucha (σoλωμοπέστροφα) με πατατούλες, ρύζι και μια σαλτσούλα για την Ε. Οι μερίδες ήταν τεράστιες, χωρίς να ξεχειλίζουν πάντως από ποιότητα, αλλά καθότι πεινούσαμε πήραμε και λίγες έξτρα τηγανητές πατάτες. Για όλα αυτά μαζί με μια coca-cola πληρώσαμε συνολικά 100 bolivianos, δηλαδή περίπου 13 ευρώ.


Το υπόλοιπο πρόγραμμα της ημέρας περιείχε επίσκεψη στο διάσημο νεκροταφείο (Cementerio) της Λα Παζ. Μας είχαν προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον τα όσα είχαμε διαβάσει για το συγκεκριμένο αξιοθέατο, το οποίο συγκαταλέγεται σε ένα από τα κορυφαία της πρωτεύουσας. Για να πάμε ως εκεί και θαρραλέοι όντες, πήραμε ένα micro: πρόκειται για τα μικρά βανάκια που αναγράφουν στο παρμπρίζ και στα πλαϊνά παράθυρα τα σημεία της πόλης όπου πηγαίνουν, ενίοτε δε ο συνοδηγός ή κάποιο άτομο που κάθεται πίσω φωνάζει κιόλας τους προορισμούς. Κατά την άποψή μου, για τους τουρίστες και ειδικά τους μη ισπανόφωνους, η εμπειρία μετακίνησης με τα micro δεν είναι ιδιαίτερα φιλική για πολλούς λόγους και μια σαφή ένδειξη γι’ αυτό είναι ότι οι επιβαίνοντες είναι κατά 99% ντόπιοι. Εμάς πάντως μας βόλεψαν ιδιαίτερα και τα προτιμήσαμε. Η διαδικασία θύμιζε πολύ τις μαρσρούτκες (marshrutka) που είχαμε χρησιμοποιήσει στη Γεωργία. Αυτή είναι, όμως, μια άλλη ιστορία.
Φτάνοντας στο Cementerio καταρχάς δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις τις πάμπολλες cholitas που πουλάνε την πραμάτεια τους και τα φαγητά τους πάνω στον δρόμο, όπως συμβαίνει σχεδόν παντού. Εκεί μπήκαμε στον πειρασμό να δοκιμάσουμε και το τοπικό έδεσμα, το helado de canela, που είναι στην ουσία ένα σορμπέ με γεύση κανέλα. Το απολαύσαμε περιδιαβαίνοντας το νεκροταφείο μαζί με πολύ κόσμο ακόμα, ο οποίος έκανε την κυριακάτικη βόλτα του επισκεπτόμενος τους δικούς του νεκρούς. Για να ακριβολογούμε, στο συγκεκριμένο μέρος δεν υπάρχουν τάφοι, αλλά τεφροδόχοι προστατευμένες με τζάμια, εντός των οποίων τοποθετούνται και κάποια αγαπημένα πράγματα των νεκρών μαζί με λουλούδια, καντήλια κ.λπ. Επίσης, υπάρχουν διάσπαρτα αγάλματα, όπως και μνημεία επιφανών Βολιβιανών και ιδίως πολεμιστών. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι αφενός το μέγεθος αυτού του μέρους, καθώς πρόκειται για μια ολόκληρη νεκροπολιτεία που απλώνεται στο βόρειο τμήμα της πόλης καταλαμβάνοντας περίπου 92.000 τ.μ., αφετέρου οι όμορφες τοιχογραφίες που σχεδιάζονται πάνω στα μπλοκ των τεφροδόχων. Απ’ ό,τι καταλάβαμε, η σχέση των Βολιβιανών με τον θάνατο είναι αρκετά διαφορετική, όχι τόσο στενάχωρη και θλιβερή, σε σχέση με τα δικά μας ήθη και έθιμα.






Φάγαμε σχεδόν όλο μας το απόγευμα εκεί, μέχρι που πέρασε η ώρα και είπαμε να κατηφορίσουμε προς το κέντρο. Το περπάτημα σε αυτήν την πόλη είναι απολαυστικό, καθότι παντού υπάρχει μια υπαίθρια αγορά για να πάρεις το οτιδήποτε. Καταλήξαμε στην Plaza de San Francisco, όπου συναντήσαμε κόσμο που σουλάτσαρε, μουσικούς που έπαιζαν μουσική, παραδίπλα γινόταν κάποιο δρώμενο σε ένα θεατράκι και γενικά υπήρχε ένα τρομερό vibe. Τα όσα μας είχε πει ο Jose (ξεναγός μας στο Salar de Uyuni) για το πάθος των Βολιβιανών για τα πάρτι και τις μικρές επιτόπιες γιορτούλες το διαπιστώναμε με όλες μας τις αισθήσεις.


Μόλις βράδιασε, οδεύσαμε προς το δωμάτιό μας. Έπρεπε να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας, δεδομένου ότι θα φεύγαμε νωρίς το πρωί με προορισμό την Κοπακαμπάνα, προκειμένου να είμαστε κάποια λογική ώρα στα σύνορα, αλλά και για να αποφύγουμε τη διαδήλωση που είχαν προγραμματίσει οι επαγγελματίες του τουρισμού με επίκεντρο την Plaza Murillo και τα κυβερνητικά κτίρια, καθώς είχαμε ήδη την εμπειρία του Περού με τους κλειστούς δρόμους. Όπως, όμως, μας ενημέρωσε ο ρεσεψιονίστ του Patio de Piedra, η διαμαρτυρία είχε να κάνει με τα πολύ αυστηρά μέτρα περιορισμού της πανδημίας του κορωνοϊού στη Βολιβία (υποχρέωση για αρνητικό pcr test, ασφάλεια για την περίπτωση νόσησης με covid κ.ά.), που ακόμα σε εκείνο το χρόνο κρατούσαν την τουριστική κίνηση της χώρας σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Η Ε. πρότεινε να πάμε και εμείς στη διαδήλωση προς υποστήριξη του δικαίου των αιτημάτων (για τα οποία αμέσως πειστήκαμε έπειτα από εκτενή συζήτηση), αλλά το έργο της μετάβασης αρχικά στην Κοπακαμπάνα, στη συνέχεια στα σύνορα και μετά στο Πούνο, υπό το καθεστώς μιας τροφικής (εικάζω) δηλητηρίασης της Ε. οδήγησε στην άμεση ανάκληση της πρότασης.