patsman
Member
- Μηνύματα
- 229
- Likes
- 678
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Οι πρώτες εντυπώσεις από Λίμα και Κούσκο
- Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
- Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
- Κεφάλαιο 5: H πρωινή ζάλη, η περιπλάνηση στο Κούσκο και η αναχώρηση για Πούνο
- Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
- Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
- Κεφάλαιο 8: Πασχαλιάτικη ημερήσια εκδρομή στο Salar de Uyuni
- Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
- Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
- Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
Το πρωινό ξυπνητήρι χτύπησε στις 05.00 π.μ. Όχι ότι μπορέσαμε να ευχαριστηθούμε και πολύ τον ύπνο μας στη σκηνή (τουλάχιστον είχαμε απομακρύνει βιαίως τα έντομα πριν κοιμηθούμε), αλλά ας όψεται η περιπέτεια που αναζητούσαμε. Φάγαμε το λιτό πρωινό μας στις 05.30 π.μ. μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ και τον Walter, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας, αποχαιρετήσαμε τον ντόπιο μάγειρα και το λοιπό προσωπικό ασημώνοντάς τους και ξεκινήσαμε το περπάτημα για το Aguas Calientes, όπου φτάσαμε ένα μισάωρο αργότερα. Η πρωινή ατμόσφαιρα ήταν άκρως μυστηριακή λόγω της υγρασίας που έφτανε το 100% και της ομίχλης που δημιουργούνταν πάνω από τον ποταμό Urubamba.
Βγάλαμε τις απαραίτητες τουριστικές φωτογραφίες στο Aguas Calientes, ήπιαμε ένα καφεδάκι στο χέρι και περιμέναμε τον Walter να μας φωνάξει για την επιβίβαση στο λεωφορείο που θα μας πήγαινε στο Μάτσου Πίτσου. Ναι! Μετά τη χθεσινή ταλαιπωρία, σε πολλές στιγμές της οποίας μας είχαν πλημμυρίσει κύματα απαισιοδοξίας, πλέον είχαμε πειστεί ότι θα φτάναμε στον τελικό στόχο μας! Όπερ και εγένετο! Συναντήσαμε μια μικρή ουρά στην είσοδο, ενώ άρχισε να ψιλοβρέχει. Φυσικά ήμασταν προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και φορέσαμε άμεσα τα πόντσο μας (τα οποία τελικά δεν χρειάστηκαν παρά για 5-10 λεπτά).
Οι πρώτες εικόνες στον αρχαιολογικό χώρο περιλάμβαναν πολλή ομίχλη και συννεφιά. Είχαμε μπει αρκετά νωρίς, γύρω στις 7.30 το πρωί, με συνέπεια να μην προλάβει καλά-καλά να βγει ο ήλιος και ν' απομακρύνει την υγρασία και τα σύννεφα. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται, χωρίς όμως να επικρατεί το αδιαχώρητο. Μέχρι να φύγουν τα σύννεφα και ν' απολαύσουμε το μεγαλείο ενός από τα επτά θαύματα του σύγχρονου κόσμου στην ολότητά του, στρώσαμε τα πόντσο μας στο γκαζόν και αφεθήκαμε στις όμορφες εξιστορήσεις του ξεναγού μας, ο οποίος μας ανέλυσε με γλαφυρό τρόπο την ιστορία του Μάτσου Πίτσου και κατ΄ επέκταση των Ίνκας. Βέβαια, όσο μας μιλούσε ο Walter, το βλέμμα μας ήταν καρφωμένο προς την πλευρά τής κυρίως πόλης: αναμέναμε να φύγουν τα σύννεφα για να μπορέσουμε να δούμε και να φωτογραφηθούμε με φόντο το Μάτσου Πίτσου.
Αυτό συνέβη περίπου ένα δίωρο μετά, δηλαδή γύρω στις 09.30 π.μ. Ευτυχώς το πρόγραμμα των Alpaca Expeditions επέτρεπε αυτού του είδους την... καθυστέρηση, καθώς την ίδια ώρα πολλά γκρουπ έφευγαν από το σημείο θέασης για να προχωρήσουν τη διαδρομή τους, έχοντας χάσει την ευκαιρία να βγάλουν τις "κλασικές" φωτογραφίες. Όταν όντως άρχισαν να απομακρύνονται τα σύννεφα, οι εικόνες μάς αποζημίωσαν για την αναμονή μας. Αν και όλοι έχουμε δει αντίστοιχες εικόνες σε βιβλία, περιοδικά, ντοκιμαντέρ κ.λπ., το να εμφανίζεται μπροστά σου αυτό το επιβλητικό υπερθέαμα και ιδίως τα συναισθήματα που σου δημιουργεί δεν μπορεί να αποτυπωθεί ούτε με λέξεις ούτε σε φωτογραφίες.
Σε εκείνο το σημείο, μάλιστα, γίναμε αυτόπτες μάρτυρες ενός πολύ όμορφου στιγμιοτύπου. Ένας εκ των αμερικανών συνταξιδιωτών μας μάς είχε ήδη από το προηγούμενο βράδυ εκμυστηρευτεί ότι θα πετάξει την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου (κυριολεκτικά μάλλον, μια και το μονόπετρο που κουβαλούσε τρεμάμενος στην τσέπη όλη την ώρα θα μπορούσε να το προσεγγίσει άνετα σε αξία) στη σύντροφό του και επίσης συνταξιδιώτισσα. Πράγματι, τη στιγμή που διαλύθηκε η ομίχλη, το φως του ηλίου έπεσε πάνω στο θαύμα του σύγχρονου κόσμου, έπεσε και ο Ash στο γόνατο και πέταξε την ερώτηση. Χαμός από ινσταγκραμικές βιντεολήψεις, χειροκροτήματα και τα λοιπά γλυκανάλατα. Ομολογουμένως ωραία στιγμή. Να ζήσουν τα παιδιά!
Με το πέρας των ευχών και των αγκαλιών ο Walter σήμανε την έναρξη της περιήγησης εντός του κυρίως χώρου του μνημείου. Ξεκινήσαμε την κάθοδο προς την κεντρική πύλη και επιγραμματικά, μέχρι το τέλος της περιήγησης το μεσημέρι είδαμε τα εξής (όχι απαραίτητα με τη σειρά που αναγράφονται): την κεντρική πλατεία, το ναό με τα τρία παράθυρα, κτίσματα που προορίζονταν για οικίες, τον ιερό βράχο, το intiwatana, το ναό του κόνδορα και το ναό του ήλιου, τον κήπο και τις αναβαθμίδες προς την έξοδο. Το Waynapicchu το βλέπαμε, το θέλαμε, αλλά ήταν αδύνατο να βρούμε το σωματικό κουράγιο εκείνη τη στιγμή (λόγω και της χθεσινής ταλαιπωρίας) και το αφήσαμε.
Η ξενάγηση του Walter ενδιαφέρουσα, καθόλου βιαστική και διεκπεραιωτική, καθώς ακόμα και όταν η Ε. τον βομβάρδιζε με ό,τι πληροφορία είχε αποθηκεύσει όλα αυτά τα χρόνια, ο ίδιος υπομονετικά απαντούσε επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας τα hoaxes. Κόσμος πολύς δεν υπήρχε και είχαμε μια σχετική ησυχία και ιδιωτικότητα κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, χωρίς να γνωρίζω αν ήταν επίπτωση της πανδημίας ή της συγκυρίας των απεργιών που πρακτικά καθήλωσε πολλούς ταξιδιώτες στο Κούσκο και το Ollantaytambo εκείνες τις δυο μέρες. Στην επιστροφή στο Aguas Calientes καθίσαμε όλοι μαζί για φαγητό, μπυρίτσα, κουβέντα και φόρτιση των κινητών στο Tupana Wasi. Το φαγητό ήταν καλό, όλα τα πιάτα μάς άφησαν ικανοποιημένους, μόνο οι τιμές αρκετά τσιμπημένες. Σε μια βόλτα που κάναμε κατόπιν του φαγητού στο χωριουδάκι διαπιστώσαμε ότι σχεδόν παντού οι τιμές ήταν τσιμπημένες, όπως αναμέναμε άλλωστε σε έναν τόπο που το "τουριστόμετρο" χτυπάει κόκκινο. Με τα πολλά η ώρα πέρασε, για τις ζωές μας με τα παιδιά τα είπαμε σχεδόν όλα και ήρθε το ερώτημα του τι κάνουμε, πού πάμε, πού είναι το τρένο, τι ώρα φεύγει; Τρένο για ακόμα μια ημέρα δεν ξεκίνησε από τον σταθμό και τον δρόμο πλέον προς το Hidroelectrica, αν και τον είχαμε περπατήσει νύχτα, θεωρητικά τον ξέραμε. Αφού τριπλοτσεκάραμε με τον Walter ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική (ελπίζοντας μέχρι τελευταία στιγμή ότι θα φύγει το ρημαδοτρένο), πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, γύρω στις 5 το απόγευμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που φτάσαμε. Σημειωτέον ότι την αντίστροφη διαδρομή από το Hidroelectrica έκαναν εκείνη την ημέρα πολλοί περισσότεροι τουρίστες. Επίσης, πρέπει να αναφέρω ότι ορισμένα περάσματα από γεφύρια δεν ενδείκνυνται για άτομα με υψοφοβία, όπως εγώ.
Φτάνουμε στο σταθμό μετά από 2,5 ώρες περίπου, όπου επικρατεί το απόλυτο χάος. Άπειρα λεωφορεία, φορτηγά, μπουλντόζες, κόσμος και ένας γενικός χαμός. Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν μπήκαμε στο λεωφορείο των Alpaca Expeditions με άλλα πενήντα τουλάχιστον άτομα, σε συνθήκες προφανώς υγειονομικά δύσκολες και ξεκινήσαμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής προς το Κούσκο. Ώρα άφιξης στο Κούσκο 03:30 πρωινή και δόξα τον κόνδορα, τον ήλιο και την Πάτσα Μάμα μαζί, ο Alex είχε μείνει ξύπνιος και μας περίμενε για να ξανακάνουμε check-in. Η αυριανή μέρα, ωστόσο, είχε πάλι πρωινό εγερτήριο...
Το πρωινό ξυπνητήρι χτύπησε στις 05.00 π.μ. Όχι ότι μπορέσαμε να ευχαριστηθούμε και πολύ τον ύπνο μας στη σκηνή (τουλάχιστον είχαμε απομακρύνει βιαίως τα έντομα πριν κοιμηθούμε), αλλά ας όψεται η περιπέτεια που αναζητούσαμε. Φάγαμε το λιτό πρωινό μας στις 05.30 π.μ. μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ και τον Walter, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας, αποχαιρετήσαμε τον ντόπιο μάγειρα και το λοιπό προσωπικό ασημώνοντάς τους και ξεκινήσαμε το περπάτημα για το Aguas Calientes, όπου φτάσαμε ένα μισάωρο αργότερα. Η πρωινή ατμόσφαιρα ήταν άκρως μυστηριακή λόγω της υγρασίας που έφτανε το 100% και της ομίχλης που δημιουργούνταν πάνω από τον ποταμό Urubamba.


Βγάλαμε τις απαραίτητες τουριστικές φωτογραφίες στο Aguas Calientes, ήπιαμε ένα καφεδάκι στο χέρι και περιμέναμε τον Walter να μας φωνάξει για την επιβίβαση στο λεωφορείο που θα μας πήγαινε στο Μάτσου Πίτσου. Ναι! Μετά τη χθεσινή ταλαιπωρία, σε πολλές στιγμές της οποίας μας είχαν πλημμυρίσει κύματα απαισιοδοξίας, πλέον είχαμε πειστεί ότι θα φτάναμε στον τελικό στόχο μας! Όπερ και εγένετο! Συναντήσαμε μια μικρή ουρά στην είσοδο, ενώ άρχισε να ψιλοβρέχει. Φυσικά ήμασταν προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και φορέσαμε άμεσα τα πόντσο μας (τα οποία τελικά δεν χρειάστηκαν παρά για 5-10 λεπτά).
Οι πρώτες εικόνες στον αρχαιολογικό χώρο περιλάμβαναν πολλή ομίχλη και συννεφιά. Είχαμε μπει αρκετά νωρίς, γύρω στις 7.30 το πρωί, με συνέπεια να μην προλάβει καλά-καλά να βγει ο ήλιος και ν' απομακρύνει την υγρασία και τα σύννεφα. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται, χωρίς όμως να επικρατεί το αδιαχώρητο. Μέχρι να φύγουν τα σύννεφα και ν' απολαύσουμε το μεγαλείο ενός από τα επτά θαύματα του σύγχρονου κόσμου στην ολότητά του, στρώσαμε τα πόντσο μας στο γκαζόν και αφεθήκαμε στις όμορφες εξιστορήσεις του ξεναγού μας, ο οποίος μας ανέλυσε με γλαφυρό τρόπο την ιστορία του Μάτσου Πίτσου και κατ΄ επέκταση των Ίνκας. Βέβαια, όσο μας μιλούσε ο Walter, το βλέμμα μας ήταν καρφωμένο προς την πλευρά τής κυρίως πόλης: αναμέναμε να φύγουν τα σύννεφα για να μπορέσουμε να δούμε και να φωτογραφηθούμε με φόντο το Μάτσου Πίτσου.

Αυτό συνέβη περίπου ένα δίωρο μετά, δηλαδή γύρω στις 09.30 π.μ. Ευτυχώς το πρόγραμμα των Alpaca Expeditions επέτρεπε αυτού του είδους την... καθυστέρηση, καθώς την ίδια ώρα πολλά γκρουπ έφευγαν από το σημείο θέασης για να προχωρήσουν τη διαδρομή τους, έχοντας χάσει την ευκαιρία να βγάλουν τις "κλασικές" φωτογραφίες. Όταν όντως άρχισαν να απομακρύνονται τα σύννεφα, οι εικόνες μάς αποζημίωσαν για την αναμονή μας. Αν και όλοι έχουμε δει αντίστοιχες εικόνες σε βιβλία, περιοδικά, ντοκιμαντέρ κ.λπ., το να εμφανίζεται μπροστά σου αυτό το επιβλητικό υπερθέαμα και ιδίως τα συναισθήματα που σου δημιουργεί δεν μπορεί να αποτυπωθεί ούτε με λέξεις ούτε σε φωτογραφίες.


Σε εκείνο το σημείο, μάλιστα, γίναμε αυτόπτες μάρτυρες ενός πολύ όμορφου στιγμιοτύπου. Ένας εκ των αμερικανών συνταξιδιωτών μας μάς είχε ήδη από το προηγούμενο βράδυ εκμυστηρευτεί ότι θα πετάξει την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου (κυριολεκτικά μάλλον, μια και το μονόπετρο που κουβαλούσε τρεμάμενος στην τσέπη όλη την ώρα θα μπορούσε να το προσεγγίσει άνετα σε αξία) στη σύντροφό του και επίσης συνταξιδιώτισσα. Πράγματι, τη στιγμή που διαλύθηκε η ομίχλη, το φως του ηλίου έπεσε πάνω στο θαύμα του σύγχρονου κόσμου, έπεσε και ο Ash στο γόνατο και πέταξε την ερώτηση. Χαμός από ινσταγκραμικές βιντεολήψεις, χειροκροτήματα και τα λοιπά γλυκανάλατα. Ομολογουμένως ωραία στιγμή. Να ζήσουν τα παιδιά!
Με το πέρας των ευχών και των αγκαλιών ο Walter σήμανε την έναρξη της περιήγησης εντός του κυρίως χώρου του μνημείου. Ξεκινήσαμε την κάθοδο προς την κεντρική πύλη και επιγραμματικά, μέχρι το τέλος της περιήγησης το μεσημέρι είδαμε τα εξής (όχι απαραίτητα με τη σειρά που αναγράφονται): την κεντρική πλατεία, το ναό με τα τρία παράθυρα, κτίσματα που προορίζονταν για οικίες, τον ιερό βράχο, το intiwatana, το ναό του κόνδορα και το ναό του ήλιου, τον κήπο και τις αναβαθμίδες προς την έξοδο. Το Waynapicchu το βλέπαμε, το θέλαμε, αλλά ήταν αδύνατο να βρούμε το σωματικό κουράγιο εκείνη τη στιγμή (λόγω και της χθεσινής ταλαιπωρίας) και το αφήσαμε.





Η ξενάγηση του Walter ενδιαφέρουσα, καθόλου βιαστική και διεκπεραιωτική, καθώς ακόμα και όταν η Ε. τον βομβάρδιζε με ό,τι πληροφορία είχε αποθηκεύσει όλα αυτά τα χρόνια, ο ίδιος υπομονετικά απαντούσε επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας τα hoaxes. Κόσμος πολύς δεν υπήρχε και είχαμε μια σχετική ησυχία και ιδιωτικότητα κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, χωρίς να γνωρίζω αν ήταν επίπτωση της πανδημίας ή της συγκυρίας των απεργιών που πρακτικά καθήλωσε πολλούς ταξιδιώτες στο Κούσκο και το Ollantaytambo εκείνες τις δυο μέρες. Στην επιστροφή στο Aguas Calientes καθίσαμε όλοι μαζί για φαγητό, μπυρίτσα, κουβέντα και φόρτιση των κινητών στο Tupana Wasi. Το φαγητό ήταν καλό, όλα τα πιάτα μάς άφησαν ικανοποιημένους, μόνο οι τιμές αρκετά τσιμπημένες. Σε μια βόλτα που κάναμε κατόπιν του φαγητού στο χωριουδάκι διαπιστώσαμε ότι σχεδόν παντού οι τιμές ήταν τσιμπημένες, όπως αναμέναμε άλλωστε σε έναν τόπο που το "τουριστόμετρο" χτυπάει κόκκινο. Με τα πολλά η ώρα πέρασε, για τις ζωές μας με τα παιδιά τα είπαμε σχεδόν όλα και ήρθε το ερώτημα του τι κάνουμε, πού πάμε, πού είναι το τρένο, τι ώρα φεύγει; Τρένο για ακόμα μια ημέρα δεν ξεκίνησε από τον σταθμό και τον δρόμο πλέον προς το Hidroelectrica, αν και τον είχαμε περπατήσει νύχτα, θεωρητικά τον ξέραμε. Αφού τριπλοτσεκάραμε με τον Walter ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική (ελπίζοντας μέχρι τελευταία στιγμή ότι θα φύγει το ρημαδοτρένο), πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, γύρω στις 5 το απόγευμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που φτάσαμε. Σημειωτέον ότι την αντίστροφη διαδρομή από το Hidroelectrica έκαναν εκείνη την ημέρα πολλοί περισσότεροι τουρίστες. Επίσης, πρέπει να αναφέρω ότι ορισμένα περάσματα από γεφύρια δεν ενδείκνυνται για άτομα με υψοφοβία, όπως εγώ.


Φτάνουμε στο σταθμό μετά από 2,5 ώρες περίπου, όπου επικρατεί το απόλυτο χάος. Άπειρα λεωφορεία, φορτηγά, μπουλντόζες, κόσμος και ένας γενικός χαμός. Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν μπήκαμε στο λεωφορείο των Alpaca Expeditions με άλλα πενήντα τουλάχιστον άτομα, σε συνθήκες προφανώς υγειονομικά δύσκολες και ξεκινήσαμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής προς το Κούσκο. Ώρα άφιξης στο Κούσκο 03:30 πρωινή και δόξα τον κόνδορα, τον ήλιο και την Πάτσα Μάμα μαζί, ο Alex είχε μείνει ξύπνιος και μας περίμενε για να ξανακάνουμε check-in. Η αυριανή μέρα, ωστόσο, είχε πάλι πρωινό εγερτήριο...