patsman
Member
- Μηνύματα
- 229
- Likes
- 678
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Οι πρώτες εντυπώσεις από Λίμα και Κούσκο
- Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
- Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
- Κεφάλαιο 5: H πρωινή ζάλη, η περιπλάνηση στο Κούσκο και η αναχώρηση για Πούνο
- Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
- Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
- Κεφάλαιο 8: Πασχαλιάτικη ημερήσια εκδρομή στο Salar de Uyuni
- Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
- Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
- Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
Η πολύωρη διαδρομή από Κούσκο σε Πούνο έμπαινε στην τελική της ευθεία και μόλις είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει. Είχαμε κοιμηθεί αρκετά στις αναπαυτικές θέσεις του λεωφορείου και ξυπνήσαμε για να φάμε τα σνακ που είχαμε προμηθευτεί. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν μέχρι τις 06.00 π.μ., οπότε και το λεωφορείο σταμάτησε πάνω στον αυτοκινητόδρομο. Ω ναι, καλά καταλάβατε πως είχαμε πέσει πάνω σε μπλόκο απεργών, το οποίο είχε στηθεί σε μια μεγάλη διασταύρωση. Μετά από την κλασική, ημίωρη, αποτυχημένη διαπραγμάτευση με τους απεργούς, το λεωφορείο πέρασε στο αντίθετο ρεύμα με κατεύθυνση προς το Κούσκο και ο υπεύθυνος μας είπε να κατεβούμε. Το κόνσεπτ που σχεδιάστηκε ήταν το εξής: έπρεπε να πάρουμε ανά χείρας τις αποσκευές μας, να περπατήσουμε για περίπου 30-40 λεπτά στην αποκλεισμένη εθνική οδό, μέχρι να φτάσουμε στην επόμενη -επίσης αποκλεισμένη από τους απεργούς- διασταύρωση, όπου θα μας περίμενε άλλο λεωφορείο της Transzela, το οποίο θα ξεκινούσε εκείνη την ώρα από το Πούνο για να μας παραλάβει. Ευτυχώς, η σύνθεση των επιβατών του λεωφορείου ήταν αρκετά νεανική και χωρίς ιδιαίτερες γκρίνιες (καθώς αντιληφθήκαμε όλοι ότι “there is no alternative”) ξεκινήσαμε την… πεζοπορία. Το δυσκολότερο κομμάτι δεν είχε να κάνει τόσο με το ότι κουβαλούσαμε το σύνολο των αποσκευών μας, όσο το ότι περπατούσαμε σχεδόν στα 4.000 μέτρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς ήλιου και οξυγόνου.
Το περπάτημα ολοκληρώθηκε μετά από σχεδόν μία ώρα με μοναδικό πλήγμα ένα μικρό κοκκίνισμα της μύτης μου. Παρά την πρωινή αναποδιά, ήμασταν αισιόδοξοι ότι το πρόγραμμά μας θα τηρούνταν και θα πετυχαίναμε να φτάσουμε ως το βράδυ στη Λα Παζ, όπου είχαμε κλείσει και τη διαμονή μας. Ωστόσο, καλού-κακού είχαμε καταστρώσει και ένα plan-b που περιλάμβανε διανυκτέρευση στο Πούνο και αναχώρηση το πρωί της επομένης. Πράγματι, μετά το δεύτερο μπλόκο συναντήσαμε το λεωφορείο, φορτώσαμε τις αποσκευές και περιμέναμε για λίγο να καταφτάσει το σύνολο των επιβατών προκειμένου ν’ αναχωρήσουμε. Με τούτα και μ’ εκείνα, φτάσαμε στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων του Πούνο (Terminal Terrestre) γύρω στις 9 το πρωί. Επί της ουσίας είχαμε βγει ένα τρίωρο εκτός αρχικού πλάνου.
Σ’ εκείνο το σημείο, όμως, ήταν που η τύχη μάς έκλεισε το μάτι. Δεν προλάβαμε να κατεβάσουμε τις αποσκευές μας από το λεωφορείο, όταν ακούσαμε μια γλυκιά κυρία να φωνάζει από το ακριβώς σταθμευμένο δίπλα λεωφορείο «Λα Παζ, Κοπακαμπάνα, Λα Παζ, Κοπακαμπάνα»! «Έλα εδώ καλή μου κυρία», της είπαμε αμέσως και συμφωνήσαμε χωρίς πολλά-πολλά στην τιμή που μας έδωσε και ήταν μόλις 100 soles (=25 ευρώ) τα δύο άτομα, φορτώσαμε τις βαλίτσες μας και ανεβήκαμε στο λεωφορείο. La Paz here we come!
Η διαδρομή από το Πούνο μέχρι το Κασάνι (σύνορα με Βολιβία) δεν έλεγε και πολλά. Το ενδιαφέρον ήταν πως στο μεγαλύτερο τμήμα της περνούσε παράλληλα με τη λίμνη Τιτικάκα. Κατά τα άλλα, το λεωφορείο περνούσε μέσα από αρκετά φτωχικά χωριά.
Μετά από 2,5 ώρες φτάσαμε στον συνοριακό σταθμό και κατεβάσαμε τις αποσκευές μας, καθώς τότε (Απρίλιο του 2022) απαγορευόταν ακόμα να περάσουν οχήματα από τα σύνορα. Ωστόσο, μας διαβεβαίωσε η γλυκιά κυρία ότι αφού περνούσαμε πεζή τον συνοριακό σταθμό, θα μας περίμενε άλλο λεωφορείο από την πλευρά της Βολιβίας για να συνεχίσουμε το δρομολόγιο. Στην υποψιασμένη ερώτησή μας για το αν έχει να μας δώσει κάποιο εισιτήριο, μια που δεν είχαμε κάτι στα χέρια μας ως απόδειξη, μας καθησύχασε και μας είπε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα (όντως ο Βολιβιανός οδηγός δεν μας ζήτησε κανένα χαρτί). Αφού πήραμε τάχιστα τη σφραγίδα εξόδου από τις περουβιανές αρχές, οδηγηθήκαμε στα αντίστοιχα βολιβιανά γραφεία. Εκεί, είχαμε ένα μικρό άγχος για τα χαρτιά μας, αλλά ευτυχώς περάσαμε πολύ γρήγορα τον έλεγχο. Υπενθυμίζω ότι χρειαζόταν η προσκόμιση πιστοποιητικού εμβολιασμού, αρνητικού pcr test 72 ωρών και ασφάλεια για την περίπτωση νόσησης με covid (είχαμε κλείσει μέσω της Mondial Assistance έναντι 120 ευρώ). Όλα αυτά σε έντυπη μορφή μάς τα κράτησαν στα σύνορα. Επίσης, είχαμε stand-by και το πιστοποιητικό εμβολιασμού για τον κίτρινο πυρετό, το οποίο όμως δεν μας το ζήτησαν. Ο ένστολος που έκανε τον έλεγχο μας έδωσε και σε ένα χαρτάκι ένα QR code, το οποίο έπρεπε να σκανάρουμε με το κινητό και να δηλώσουμε τη διεύθυνση διαμονής μας στη Βολιβία. Για να είμαι ειλικρινής, το χαρτάκι αυτό ξεχάστηκε σε κάποια τσέπη όλες τις ημέρες, μια και data στο κινητό δεν είχαμε και αποφασίσαμε να μην έχουμε όσο θα μέναμε στη χώρα.
Έπειτα από τον έλεγχο, μετατρέψαμε λίγες soles σε bolivianos, φάγαμε κάτι πρόχειρο και περιμέναμε τους λοιπούς συνεπιβάτες να ολοκληρώσουν την ίδια διαδικασία. Μαζί μας ταξίδευε ένα γκρουπ κοριτσιών από Μεξικό, που μάλλον δεν ήταν εξίσου προετοιμασμένες ν’ αντιμετωπίσουν την εγγραφοκρατία της Βολιβίας και αναγκάστηκαν να εκτυπώνουν τα δικαιολογητικά τους επί τόπου. Επίσης, πρέπει να ταξίδευαν και κάποιοι Αμερικανοί που χρειάζονταν visa και άρα υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση μέχρι να περάσουν όλοι οι επιβάτες του λεωφορείου.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στη Βολιβία, μάς πλημμύρισαν θετικά συναισθήματα. Οι εικόνες τόσο των ανθρώπων όσο και των τοπίων μάς άφησαν αρκετές φορές αποσβολωμένους. Αντιλαμβάνεσαι πολύ γρήγορα ότι βρίσκεσαι σε μια φτωχή χώρα (ακόμα και από την παλαιότητα του λεωφορείου), η οποία όμως απαρτίζεται από περήφανους και ευγενικούς ανθρώπους. Οι cholitas με τα παραδοσιακά τους ρούχα έκαναν την εμφάνισή τους ήδη από το Κασάνι.
Μετά από μια σύντομη στάση στην υπερτουριστική και ψιλοαδιάφορη Κοπακαμπάνα, το λεωφορείο ξεκίνησε την ανηφορική του πορεία. Το θέαμα της χιονισμένης Cordillera Real (δηλαδή της συνέχειας των Άνδεων στη Βολιβία) που δέσποζε διαρκώς πάνω από τη λίμνη Τιτικάκα ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ μας.
H συνέχεια του ταξιδιού περιλάμβανε μια σύντομη στάση στα στενά του San Pablo de Tiquina για τη διάσχιση της λίμνης Τιτικάκα με καραβάκι. Το κόστος ήταν 2 bolivianos κατ’ άτομο (=30 λεπτά του ευρώ). Σημειωτέον ότι το λεωφορείο περνάει τη λίμνη πάνω σε ξεχωριστή πλατφόρμα. Περπατήσαμε λίγο στην όχθη και περιεργαστήκαμε τα περιπτεράκια των γιαγιάδων που διέθεταν προς πώληση τηγανητά ψάρια, γρανίτες και άλλες «λιχουδιές».
Μετά από άλλες δύο ώρες και ενώ είχε φτάσει γύρω στις 6-7 το απόγευμα, το λεωφορείο μας προσέγγιζε το Ελ Άλτο. Είναι η τεράστια πόλη που βρίσκεται στο αλτιπλάνο πάνω από τη Λα Παζ σε υψόμετρο 4.150 μέτρων. Όσο πλησιάζαμε στο κέντρο του, τόσο η κίνηση στον αυτοκινητόδρομο αυξανόταν. Ευτυχώς ο οδηγός μας ήταν αρκετά επιδέξιος και απέφευγε συνεχώς τα αυτοκίνητα, αλλά και τους ανθρώπους που βρίσκονταν στον δρόμο του. Αμέσως καταλάβαμε ότι οι Βολιβιανοί είναι ένας λαός που ζει και αναπνέει κυριολεκτικά στον δρόμο: ακόμα και πάνω στον αυτοκινητόδρομο, πουλάνε την πραμάτεια τους, μαγειρεύουν, συζητάνε τα νέα, μπορεί να παίρνουν κι έναν υπνάκο. Επίσης, από τα πρώτα πράγματα που παρατηρεί κάποιος είναι το εντυπωσιακό teleferico. Πρόκειται για το βασικό μέσο μαζικής μεταφοράς χιλιάδων ανθρώπων στη Λα Παζ και στο Ελ Άλτο.
Η κατάβαση από το Ελ Άλτο στην πολύφωτη, νυχτερινή Λα Παζ θα μας μείνει επίσης αξέχαστη. Ωστόσο, η άφιξή μας στον τερματικό σταθμό των λεωφορείων δεν έγινε ποτέ, μια που λόγω της τρομερής κίνησης, ο οδηγός μάς κατέβασε λίγο έξω από αυτόν. Αφού πήραμε τις αποσκευές μας, έπρεπε να βρούμε ένα ταξί για να μας πάει στο Patio de Piedra, δηλαδή στο ξενοδοχείο που θα διανυκτερεύαμε και το οποίο βρισκόταν σε πολύ κεντρικό σημείο. Και πάλι, σ’ εκείνο το σημείο, έκανε την εμφάνισή της μια γλυκιά κυρία που γνώριζε αγγλικά (ήταν ξεναγός εκτός από "από μηχανής θεός") και μας βοήθησε πολύ σύντομα να πάρουμε ένα ταξί.
Η αρχική εντύπωση από την εξωτερική εικόνα του Patio de Piedra δεν ήταν και η καλύτερη. «Πού κλείσαμε πάλι;» άρχισα να μουρμουρίζω προς την Ε. Μπαίνοντας, όμως, μέσα, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Είναι ένα εξαιρετικά συντηρημένο αποικιακού τύπου κτίσμα, το οποίο έχει μετατραπεί σε ένα πανέμορφο μπουτίκ ξενοδοχείο. Ο καλοσυνάτος νεαρός (που επίσης μιλούσε αγγλικά) μάς συνόδευσε στο δωμάτιό μας, το οποίο ήταν πραγματικό χάρμα. Και όταν λέμε μπουτίκ, εννοούμε παροχές μπουτίκ, αλλά τιμές βολιβιανές. Για το συγκεκριμένο δωμάτιο δώσαμε συνολικά 180 ευρώ (=1.250 bolivianos) για τέσσερα βράδια. Do the math.
Καλό το ξενοδοχείο και το δωμάτιο, αλλά επειδή η ώρα είχε αρχίσει να περνάει και το στομάχι μάς καλούσε, βγήκαμε τάχιστα για μια πρώτη αναγνωριστική επαφή με την πόλη. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Plaza Murillo και τα κυβερνητικά κτίρια, κατευθυνθήκαμε προς την κεντρική λεωφόρο Av. Mariscal Santa Cruz σε αναζήτηση κάποιου ανοιχτού εστιατορίου. Τελικά, βρήκαμε το Angelo Colonial Restaurante που μας φάνηκε ενδιαφέρον και πράγματι μας δικαίωσε τόσο ως προς τις γεύσεις, ιδίως η σολωμοπέστροφα (trucha) που επέλεξε η Ε. ήταν κάτι παραπάνω από συμπαθητική, όσο και ως προς το όμορφο περιβάλλον.
Η δύσκολη και κουραστική μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Εμείς ήμασταν ευτυχείς που καταφέραμε να φτάσουμε στον προορισμό μας και συνάμα ευγνώμονες στους ανθρώπους που συναντήσαμε στο διάβα μας και μας βοήθησαν πολύ για να το καταφέρουμε αυτό. Η πρώτη γνωριμία με τη Βολιβία και τη Λα Παζ ήταν άκρως ικανοποιητική και προσδοκούσαμε τις επόμενες ημέρες για ν’ ανακαλύψουμε έναν πραγματικό ταξιδιωτικό θησαυρό.
Η πολύωρη διαδρομή από Κούσκο σε Πούνο έμπαινε στην τελική της ευθεία και μόλις είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει. Είχαμε κοιμηθεί αρκετά στις αναπαυτικές θέσεις του λεωφορείου και ξυπνήσαμε για να φάμε τα σνακ που είχαμε προμηθευτεί. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν μέχρι τις 06.00 π.μ., οπότε και το λεωφορείο σταμάτησε πάνω στον αυτοκινητόδρομο. Ω ναι, καλά καταλάβατε πως είχαμε πέσει πάνω σε μπλόκο απεργών, το οποίο είχε στηθεί σε μια μεγάλη διασταύρωση. Μετά από την κλασική, ημίωρη, αποτυχημένη διαπραγμάτευση με τους απεργούς, το λεωφορείο πέρασε στο αντίθετο ρεύμα με κατεύθυνση προς το Κούσκο και ο υπεύθυνος μας είπε να κατεβούμε. Το κόνσεπτ που σχεδιάστηκε ήταν το εξής: έπρεπε να πάρουμε ανά χείρας τις αποσκευές μας, να περπατήσουμε για περίπου 30-40 λεπτά στην αποκλεισμένη εθνική οδό, μέχρι να φτάσουμε στην επόμενη -επίσης αποκλεισμένη από τους απεργούς- διασταύρωση, όπου θα μας περίμενε άλλο λεωφορείο της Transzela, το οποίο θα ξεκινούσε εκείνη την ώρα από το Πούνο για να μας παραλάβει. Ευτυχώς, η σύνθεση των επιβατών του λεωφορείου ήταν αρκετά νεανική και χωρίς ιδιαίτερες γκρίνιες (καθώς αντιληφθήκαμε όλοι ότι “there is no alternative”) ξεκινήσαμε την… πεζοπορία. Το δυσκολότερο κομμάτι δεν είχε να κάνει τόσο με το ότι κουβαλούσαμε το σύνολο των αποσκευών μας, όσο το ότι περπατούσαμε σχεδόν στα 4.000 μέτρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς ήλιου και οξυγόνου.


Το περπάτημα ολοκληρώθηκε μετά από σχεδόν μία ώρα με μοναδικό πλήγμα ένα μικρό κοκκίνισμα της μύτης μου. Παρά την πρωινή αναποδιά, ήμασταν αισιόδοξοι ότι το πρόγραμμά μας θα τηρούνταν και θα πετυχαίναμε να φτάσουμε ως το βράδυ στη Λα Παζ, όπου είχαμε κλείσει και τη διαμονή μας. Ωστόσο, καλού-κακού είχαμε καταστρώσει και ένα plan-b που περιλάμβανε διανυκτέρευση στο Πούνο και αναχώρηση το πρωί της επομένης. Πράγματι, μετά το δεύτερο μπλόκο συναντήσαμε το λεωφορείο, φορτώσαμε τις αποσκευές και περιμέναμε για λίγο να καταφτάσει το σύνολο των επιβατών προκειμένου ν’ αναχωρήσουμε. Με τούτα και μ’ εκείνα, φτάσαμε στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων του Πούνο (Terminal Terrestre) γύρω στις 9 το πρωί. Επί της ουσίας είχαμε βγει ένα τρίωρο εκτός αρχικού πλάνου.
Σ’ εκείνο το σημείο, όμως, ήταν που η τύχη μάς έκλεισε το μάτι. Δεν προλάβαμε να κατεβάσουμε τις αποσκευές μας από το λεωφορείο, όταν ακούσαμε μια γλυκιά κυρία να φωνάζει από το ακριβώς σταθμευμένο δίπλα λεωφορείο «Λα Παζ, Κοπακαμπάνα, Λα Παζ, Κοπακαμπάνα»! «Έλα εδώ καλή μου κυρία», της είπαμε αμέσως και συμφωνήσαμε χωρίς πολλά-πολλά στην τιμή που μας έδωσε και ήταν μόλις 100 soles (=25 ευρώ) τα δύο άτομα, φορτώσαμε τις βαλίτσες μας και ανεβήκαμε στο λεωφορείο. La Paz here we come!
Η διαδρομή από το Πούνο μέχρι το Κασάνι (σύνορα με Βολιβία) δεν έλεγε και πολλά. Το ενδιαφέρον ήταν πως στο μεγαλύτερο τμήμα της περνούσε παράλληλα με τη λίμνη Τιτικάκα. Κατά τα άλλα, το λεωφορείο περνούσε μέσα από αρκετά φτωχικά χωριά.


Μετά από 2,5 ώρες φτάσαμε στον συνοριακό σταθμό και κατεβάσαμε τις αποσκευές μας, καθώς τότε (Απρίλιο του 2022) απαγορευόταν ακόμα να περάσουν οχήματα από τα σύνορα. Ωστόσο, μας διαβεβαίωσε η γλυκιά κυρία ότι αφού περνούσαμε πεζή τον συνοριακό σταθμό, θα μας περίμενε άλλο λεωφορείο από την πλευρά της Βολιβίας για να συνεχίσουμε το δρομολόγιο. Στην υποψιασμένη ερώτησή μας για το αν έχει να μας δώσει κάποιο εισιτήριο, μια που δεν είχαμε κάτι στα χέρια μας ως απόδειξη, μας καθησύχασε και μας είπε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα (όντως ο Βολιβιανός οδηγός δεν μας ζήτησε κανένα χαρτί). Αφού πήραμε τάχιστα τη σφραγίδα εξόδου από τις περουβιανές αρχές, οδηγηθήκαμε στα αντίστοιχα βολιβιανά γραφεία. Εκεί, είχαμε ένα μικρό άγχος για τα χαρτιά μας, αλλά ευτυχώς περάσαμε πολύ γρήγορα τον έλεγχο. Υπενθυμίζω ότι χρειαζόταν η προσκόμιση πιστοποιητικού εμβολιασμού, αρνητικού pcr test 72 ωρών και ασφάλεια για την περίπτωση νόσησης με covid (είχαμε κλείσει μέσω της Mondial Assistance έναντι 120 ευρώ). Όλα αυτά σε έντυπη μορφή μάς τα κράτησαν στα σύνορα. Επίσης, είχαμε stand-by και το πιστοποιητικό εμβολιασμού για τον κίτρινο πυρετό, το οποίο όμως δεν μας το ζήτησαν. Ο ένστολος που έκανε τον έλεγχο μας έδωσε και σε ένα χαρτάκι ένα QR code, το οποίο έπρεπε να σκανάρουμε με το κινητό και να δηλώσουμε τη διεύθυνση διαμονής μας στη Βολιβία. Για να είμαι ειλικρινής, το χαρτάκι αυτό ξεχάστηκε σε κάποια τσέπη όλες τις ημέρες, μια και data στο κινητό δεν είχαμε και αποφασίσαμε να μην έχουμε όσο θα μέναμε στη χώρα.


Έπειτα από τον έλεγχο, μετατρέψαμε λίγες soles σε bolivianos, φάγαμε κάτι πρόχειρο και περιμέναμε τους λοιπούς συνεπιβάτες να ολοκληρώσουν την ίδια διαδικασία. Μαζί μας ταξίδευε ένα γκρουπ κοριτσιών από Μεξικό, που μάλλον δεν ήταν εξίσου προετοιμασμένες ν’ αντιμετωπίσουν την εγγραφοκρατία της Βολιβίας και αναγκάστηκαν να εκτυπώνουν τα δικαιολογητικά τους επί τόπου. Επίσης, πρέπει να ταξίδευαν και κάποιοι Αμερικανοί που χρειάζονταν visa και άρα υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση μέχρι να περάσουν όλοι οι επιβάτες του λεωφορείου.


Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στη Βολιβία, μάς πλημμύρισαν θετικά συναισθήματα. Οι εικόνες τόσο των ανθρώπων όσο και των τοπίων μάς άφησαν αρκετές φορές αποσβολωμένους. Αντιλαμβάνεσαι πολύ γρήγορα ότι βρίσκεσαι σε μια φτωχή χώρα (ακόμα και από την παλαιότητα του λεωφορείου), η οποία όμως απαρτίζεται από περήφανους και ευγενικούς ανθρώπους. Οι cholitas με τα παραδοσιακά τους ρούχα έκαναν την εμφάνισή τους ήδη από το Κασάνι.

Μετά από μια σύντομη στάση στην υπερτουριστική και ψιλοαδιάφορη Κοπακαμπάνα, το λεωφορείο ξεκίνησε την ανηφορική του πορεία. Το θέαμα της χιονισμένης Cordillera Real (δηλαδή της συνέχειας των Άνδεων στη Βολιβία) που δέσποζε διαρκώς πάνω από τη λίμνη Τιτικάκα ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ μας.

H συνέχεια του ταξιδιού περιλάμβανε μια σύντομη στάση στα στενά του San Pablo de Tiquina για τη διάσχιση της λίμνης Τιτικάκα με καραβάκι. Το κόστος ήταν 2 bolivianos κατ’ άτομο (=30 λεπτά του ευρώ). Σημειωτέον ότι το λεωφορείο περνάει τη λίμνη πάνω σε ξεχωριστή πλατφόρμα. Περπατήσαμε λίγο στην όχθη και περιεργαστήκαμε τα περιπτεράκια των γιαγιάδων που διέθεταν προς πώληση τηγανητά ψάρια, γρανίτες και άλλες «λιχουδιές».


Μετά από άλλες δύο ώρες και ενώ είχε φτάσει γύρω στις 6-7 το απόγευμα, το λεωφορείο μας προσέγγιζε το Ελ Άλτο. Είναι η τεράστια πόλη που βρίσκεται στο αλτιπλάνο πάνω από τη Λα Παζ σε υψόμετρο 4.150 μέτρων. Όσο πλησιάζαμε στο κέντρο του, τόσο η κίνηση στον αυτοκινητόδρομο αυξανόταν. Ευτυχώς ο οδηγός μας ήταν αρκετά επιδέξιος και απέφευγε συνεχώς τα αυτοκίνητα, αλλά και τους ανθρώπους που βρίσκονταν στον δρόμο του. Αμέσως καταλάβαμε ότι οι Βολιβιανοί είναι ένας λαός που ζει και αναπνέει κυριολεκτικά στον δρόμο: ακόμα και πάνω στον αυτοκινητόδρομο, πουλάνε την πραμάτεια τους, μαγειρεύουν, συζητάνε τα νέα, μπορεί να παίρνουν κι έναν υπνάκο. Επίσης, από τα πρώτα πράγματα που παρατηρεί κάποιος είναι το εντυπωσιακό teleferico. Πρόκειται για το βασικό μέσο μαζικής μεταφοράς χιλιάδων ανθρώπων στη Λα Παζ και στο Ελ Άλτο.


Η κατάβαση από το Ελ Άλτο στην πολύφωτη, νυχτερινή Λα Παζ θα μας μείνει επίσης αξέχαστη. Ωστόσο, η άφιξή μας στον τερματικό σταθμό των λεωφορείων δεν έγινε ποτέ, μια που λόγω της τρομερής κίνησης, ο οδηγός μάς κατέβασε λίγο έξω από αυτόν. Αφού πήραμε τις αποσκευές μας, έπρεπε να βρούμε ένα ταξί για να μας πάει στο Patio de Piedra, δηλαδή στο ξενοδοχείο που θα διανυκτερεύαμε και το οποίο βρισκόταν σε πολύ κεντρικό σημείο. Και πάλι, σ’ εκείνο το σημείο, έκανε την εμφάνισή της μια γλυκιά κυρία που γνώριζε αγγλικά (ήταν ξεναγός εκτός από "από μηχανής θεός") και μας βοήθησε πολύ σύντομα να πάρουμε ένα ταξί.
Η αρχική εντύπωση από την εξωτερική εικόνα του Patio de Piedra δεν ήταν και η καλύτερη. «Πού κλείσαμε πάλι;» άρχισα να μουρμουρίζω προς την Ε. Μπαίνοντας, όμως, μέσα, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Είναι ένα εξαιρετικά συντηρημένο αποικιακού τύπου κτίσμα, το οποίο έχει μετατραπεί σε ένα πανέμορφο μπουτίκ ξενοδοχείο. Ο καλοσυνάτος νεαρός (που επίσης μιλούσε αγγλικά) μάς συνόδευσε στο δωμάτιό μας, το οποίο ήταν πραγματικό χάρμα. Και όταν λέμε μπουτίκ, εννοούμε παροχές μπουτίκ, αλλά τιμές βολιβιανές. Για το συγκεκριμένο δωμάτιο δώσαμε συνολικά 180 ευρώ (=1.250 bolivianos) για τέσσερα βράδια. Do the math.




Καλό το ξενοδοχείο και το δωμάτιο, αλλά επειδή η ώρα είχε αρχίσει να περνάει και το στομάχι μάς καλούσε, βγήκαμε τάχιστα για μια πρώτη αναγνωριστική επαφή με την πόλη. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Plaza Murillo και τα κυβερνητικά κτίρια, κατευθυνθήκαμε προς την κεντρική λεωφόρο Av. Mariscal Santa Cruz σε αναζήτηση κάποιου ανοιχτού εστιατορίου. Τελικά, βρήκαμε το Angelo Colonial Restaurante που μας φάνηκε ενδιαφέρον και πράγματι μας δικαίωσε τόσο ως προς τις γεύσεις, ιδίως η σολωμοπέστροφα (trucha) που επέλεξε η Ε. ήταν κάτι παραπάνω από συμπαθητική, όσο και ως προς το όμορφο περιβάλλον.




Η δύσκολη και κουραστική μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Εμείς ήμασταν ευτυχείς που καταφέραμε να φτάσουμε στον προορισμό μας και συνάμα ευγνώμονες στους ανθρώπους που συναντήσαμε στο διάβα μας και μας βοήθησαν πολύ για να το καταφέρουμε αυτό. Η πρώτη γνωριμία με τη Βολιβία και τη Λα Παζ ήταν άκρως ικανοποιητική και προσδοκούσαμε τις επόμενες ημέρες για ν’ ανακαλύψουμε έναν πραγματικό ταξιδιωτικό θησαυρό.