patsman
Member
- Μηνύματα
- 229
- Likes
- 678
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Οι πρώτες εντυπώσεις από Λίμα και Κούσκο
- Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
- Κεφάλαιο 4: Το Μάτσου Πίτσου, μια πρόταση γάμου και η ταλαιπωρία της επιστροφής
- Κεφάλαιο 5: H πρωινή ζάλη, η περιπλάνηση στο Κούσκο και η αναχώρηση για Πούνο
- Κεφάλαιο 6: Από το Πούνο στη Λα Παζ ένα μπλόκο-δρόμος
- Κεφάλαιο 7: Σεργιάνι στους δρόμους και επισκέψεις στα μουσεία της Λα Παζ
- Κεφάλαιο 8: Πασχαλιάτικη ημερήσια εκδρομή στο Salar de Uyuni
- Κεφάλαιο 9: Κυριακή στη μαγευτική Λα Παζ και μια συνάντηση με έναν διάσημο Βολιβιανό
- Κεφάλαιο 10: O μελαγχολικός δρόμος της επιστροφής στο Περού
- Κεφάλαιο 11 (Επίλογος): Οι τελευταίες περουβιανές νοστιμιές
Κεφάλαιο 3: Η εκτός προγράμματος περιπλάνηση στις Άνδεις
Ένα από τα πράγματα που μας ανησυχούσε ιδιαίτερα πριν το ταξίδι ήταν η εξαγγελία και η πραγματοποίηση διάφορων απεργιακών κινητοποιήσεων σε πολλές περιοχές μέσα στο Περού. Λίγες μέρες πριν την αναχώρησή μας μάθαμε ότι προκηρύχθηκε απεργία από τους αγρότες στην περιφέρεια του Κούσκο για τη Δευτέρα 18-Τρίτη 19 Απριλίου, δηλαδή ακριβώς πάνω στις ημέρες που είχαμε προγραμματίσει το trek στο Inka Trail. Η αρχική ενημέρωση από τους Alpaca Expeditions ήταν ότι δεν θα επηρεαστεί ο προγραμματισμός μας, οπότε προσωρινά είχαμε εφησυχάσει. Ωστόσο, κυριολεκτικά μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο αεροδρόμιο του Κούσκο το Σάββατο 17 Απριλίου και ενεργοποιήσαμε τα δεδομένα στο κινητό, λάβαμε το e-mail με το οποίο μας ενημερώναν για την αλλαγή προγράμματος: Αντί να φύγουμε χαράματα το πρωί της Δευτέρας από το Κούσκο, έπρεπε να φύγουμε την Κυριακή το βράδυ για το Ollantaytambo, ώστε να μπορέσουμε τη Δευτέρα το πρωί να είμαστε στον σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουμε το πρώτο τρένο με προορισμό το km 104 (σημείο έναρξης της πεζοπορίας μας).
Έτσι, ενώ πιστεύαμε ότι θα διαθέταμε όλη την Κυριακή στο Κούσκο, έπρεπε εν τέλει να είμαστε στις 18.00 στα γραφεία των Alpaca Expeditions για το σχετικό μπρίφινγκ και γύρω στις 20.00 να αναχωρήσουμε με λεωφορείο για το Ollantaytambo. Γι' αυτό και ξυπνήσαμε νωρίς-νωρίς για να αδράξουμε τη μέρα, που ήταν και το Πάσχα των Καθολικών. Ανεβήκαμε μέχρι τη San Blas, όπου διαπιστώσαμε ότι γίνονταν κάποια έργα αποκατάστασης και ήταν κλειστή. Τα περισσότερα από τα μουσεία ήταν επίσης κλειστά λόγω της ημέρας (θα τα βλέπαμε μετά την επιστροφή μας από το Μάτσου Πίτσου). Πετύχαμε ανοιχτό το μουσείο του μοναστηριού της Santa Catalina, το οποίο παρά τις σχετικά χαμηλές αξιώσεις μας είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον.
Αφού ήπιαμε ένα σύντομο καφέ κοντά στην Plaza de Armas και βγάλαμε φωτογραφίες με φόντο τα υπέροχα μπαλκόνια της πλατείας και τον καθεδρικό ναό που είχε τεράστια ουρά, πετύχαμε ένα φολκλόρ δρώμενο που περιλάμβανε μια μικρή, εύθυμη και φασαριόζικη λιτανεία, την οποία και ακολουθήσαμε.
Στη συνέχεια, πήγαμε σε μια αγορά που μας πρότεινε ο Alex (από το Katari Apart Hotel), τη Mercado San Pedro. Από την πρώτη στιγμή που μπαίνεις στη συγκεκριμένη σκεπαστή αγορά, καταλαβαίνεις ότι πολλοί ντόπιοι έρχονται εδώ για να αγοράσουν λογιών-λογιών πράγματα, αλλά και για να φάνε και να πιουν. Είχε, βεβαίως, και τουρίστες σαν εμάς, που περιδιάβαιναν εντυπωσιασμένοι τους διαδρόμους. Πήραμε κι εμείς τα ενθύμιά μας σε πολύ καλές τιμές για Περού. Οι φωτογραφίες μπορούν μόνο κατ' ελάχιστο να αποτυπώσουν την πολυχρωμία:
Κατόπιν περιήγησης στη γειτονιά γύρω από την αγορά, περπατήσαμε προς την Plaza San Francisco με την ομώνυμη εκκλησία, όπου διεξαγόταν ένα φεστιβάλ βιβλίου, ενώ μια μπάντα έπαιζε μουσική μέρα-μεσημέρι. Ωραία φάση! Το Κούσκο έσφιζε από ζωή, ο καιρός ήταν υπέροχος και η περιπλάνηση στα στενά μάς έσπρωξε στο να κινηθούμε αυθόρμητα και να καθίσουμε για φαγητό στο Republica del Pisco πλησίον της Plaza de Armas. Το φαγητό μάς απογοήτευσε ως επί το πλείστον, μια και το μόνο που είχε πάει καλά ήταν τα τσιπς από διάφορα είδη πατάτας των Άνδεων. Δεν το συστήνω.
Η ώρα του μπρίφινγκ είχε φτάσει. Τα γραφεία της Alpaca Expeditions είχαν γεμίσει με πεζοπόρους που θα ξεκινούσαν τα trek τους. Εκεί, διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι ότι το σύνολο των ξεναγών και των λοιπών εργαζομένων στην εν λόγω επιχείρηση είναι ντόπιοι (κάτι που το τονίζουν και οι ίδιοι). Οι υπεύθυνοι της επιχείρησης μάς ενημέρωσαν ότι η αλλαγή του προγράμματος έγινε αφενός για να μην αποκλειστούμε στο Κούσκο και να κατορθώσουμε να φύγουμε (δεδομένου ότι η απεργία θα ξεκινούσε χαράματα Δευτέρας), αφετέρου δε διότι υπήρχε η διαβεβαίωση ότι τα τρένα από το Ollantaytambo θα λειτουργούσαν κανονικά. Γνωριστήκαμε, επίσης, με τα υπόλοιπα πέντε μέλη του γκρουπ μας (ένα ζευγάρι από ΗΠΑ, ένα ζευγάρι από Αυστραλία και ένας αμερικανοκροάτης), πήραμε τα duffel bags και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε. Το λεωφορείο άργησε αρκετά να περιμαζέψει όλα τα γκρουπ, καθώς στο κέντρο του Κούσκο υπήρχε τρομερή κίνηση. Εκεί ήρθαμε σε μια πρώτη επαφή και με τον ξεναγό μας, τον Walter, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από κάποιο trek. Εξαιρετικός τύπος, ευγενικός, με καλά αγγλικά και, όπως αποδείχθηκε, "λίρα εκατό" (spoiler alert). Μ' αυτά και μ' αυτά, φτάσαμε στο no-name ξενώνα που θα μέναμε στο Ollantaytambo γύρω στις 12 το βράδυ. Αν και είχε αρκετό κρύο (χρειάστηκε να σκεπαστούμε με κουβέρτες χοντρές), το δωμάτιο ήταν καθαρό και μάς κόστισε 100 soles (25 ευρω), που πληρώσαμε από την τσέπη μας, ενώ ήδη είχαμε οι περισσότεροι από μας πληρώσει ξενοδοχείο για την συγκεκριμένη βραδιά και στο Κούσκο.
Το εγερτήριο ήταν για τις 5 το πρωί, οπότε και θα μας περίμεναν tuc tuc για να μας μεταφέρουν στον σταθμό των τρένων. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει όταν φτάσαμε και είδαμε αρκετό κόσμο να περιμένει. Η αναμονή αυτή κράτησε αρκετά. Κάτσαμε σε ένα από τα μαγαζάκια που βρίσκονται στον σταθμό, μαζί με τα υπόλοιπα άτομα του γκρουπ, για να φάμε πρωινό, να πιούμε έναν καφέ και να γνωριστούμε καλύτερα. Γύρω στις 10 το πρωί μάς ενημέρωσε ο Walter ότι κατά 99% δεν θα φύγει κανένα τρένο, επειδή οι απεργοί είχαν ρίξει πέτρες και ξύλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Είχαμε μια τελευταία ελπίδα τόσο εμείς όσο και οι εκατοντάδες του πλήθους που περίμεναν υπομονετικά, μήπως άλλαζε κάτι. Εντωμεταξύ, ο Walter ήδη έψαχνε plan b για το πώς θα συνεχιστεί η εκδρομή μας. Έτσι, εντός μιας ώρας λήφθηκε η απόφαση να ξεκινήσουμε με λεωφορείο της aplpaca για να προσεγγίσουμε το Hidroelectrica. Από εκεί πεζοπορώντας θα προσεγγίζαμε το camping για διανυκτέρευση. Fingers crossed ξεκινήσαμε το δρομολόγιο από το Ollantaytambo μέσω των χωριών Santa Maria και Santa Teresa. Η διαδρομή ήταν αρκετά εντυπωσιακή: καταπράσινα τοπία, τρεχούμενα νερά, μια λαμπερή μέρα και σε κάθε δεύτερη στροφή στο βάθος του πλάνου η εμβληματική κορυφή "Βερόνικα".
Έχουμε απορροφηθεί από το τοπίο και ξαφνιαζόμαστε όταν ο χαμογελαστός νεαρός porter στο πίσω κάθισμα μάς σκουντάει και φωνασκεί "el condor, el condor"! Ουδέν κακόν αμιγές καλού σκεφτόμαστε, αλλά η "τύχη" μας δεν θα κρατούσε για πολύ. Περίπου στο μέσον της κανονικά 4ωρης διαδρομής, κάναμε μια στάση σε ένα μαγαζί της κακιάς ώρας για τουαλέτα και λίγες προμήθειες.
Η πορεία μας συνεχίστηκε ομαλά μέχρι που έγινε αυτό που φοβόμασταν: πέσαμε σε ένα μπλόκο απεργών, οι οποίοι είχαν κλείσει τον δρόμο προς Santa Maria. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Οι διαπραγματεύσεις με τους απεργούς έδιναν κι έπαιρναν, ενώ η αστυνομία είχε ξεκάθαρα διακριτικό ρόλο.
Ενώ είχε μεσημεριάσει και ο ήλιος μας είχε κάψει για τα καλά, περιμέναμε ένα ευχάριστο νέο από τις διαπραγματεύσεις, το οποίο δεν ήρθε ποτέ. Ο "πολυμήχανος" Walter μαζί με τον οδηγό του λεωφορείου έπρεπε να σκαρφιστούν ένα ακόμα εναλλακτικό πλάνο, προκειμένου να πετύχουμε τον απώτερο στόχο μας: να βρεθούμε την επόμενη μέρα στο Μάτσου Πίτσου. Αφού συμβουλεύτηκαν κάποιους ντόπιους, μας ανακοίνωσαν ότι θ' ακολουθήσουμε έναν δασικό δρόμο για να παρακάμψουμε τα μπλόκα που βρίσκονταν στον επαρχιακό δρόμο και να κατορθώσουμε να φτάσουμε σε Santa Maria και Santa Tereza. Έτσι κι έγινε! Ο χωματόδρομος που πήραμε προφανώς δεν είχε φτιαχτεί για λεωφορεία σαν το δικό μας, είχε αρκετές κλειστές στροφές (αρκετές φορές ο οδηγός χρειάστηκε να κάνει όπισθεν για να μπορέσει να στρίψει), αλλά τουλάχιστον ήταν καλά στρωμένος. Η διαδρομή διέσχιζε δάση και κατάφυτες περιοχές με μπανανιές. Επίσης, περάσαμε από κάποιους οικισμούς ξεχασμένους από τον θεό, σε έναν δε από αυτούς κάναμε στάση για τουαλέτα, που ήταν μια αξέχαστη εμπειρία για την Ε. Παρατίθεται το σχετικό τεκμήριο των εγκαταστάσεων, για τη χρήση των οποίων καταβάλαμε 2 soles έναντι 2 κομματιών χαρτιού υγείας:
Μετά από πολλή ταλαιπωρία και αφού είχαμε πλημμυριστεί από αισθήματα απαισιοδοξίας για το αν τελικά θα τα καταφέρναμε να φτασουμε οπουδήποτε, φτάσαμε στη Santa Tereza γύρω στις 17.00 το απόγευμα. Εκεί ξαναμπλοκαριστήκαμε στο πέρασμα μιας γέφυρας που οδηγούσε προς το Hidroelectrica, λόγω των εργασιών που γίνονταν εκεί. Αυτές οι εργασίες είχαν ως αποτέλεσμα να κλείνουν οι εργάτες σε διάφορα σημεία τον στενό μα στρωμένο με χαλίκι δρόμο, ενώ εκείνη την ώρα επέστρεφε και πολύς κόσμος με αυτοκίνητα από το Μάτσου Πίτσου (δεδομένου ότι κανένα τρένο δεν κινήθηκε εκείνη την ημέρα λόγω της απεργίας).
Μετά από 2 ώρες οδήγησης με πολλά "σταμάτα-ξεκίνα" φτάσαμε επιτέλους στο τέρμα του δρόμου που ήταν το Hidroelectrica! Ήταν 19.00, είχε αρχίσει ήδη να βραδιάζει κι εμείς είχαμε μπροστά μας μια πεζοπορία 2.30-3 ωρών για να φτάσουμε στο κάμπινγκ των Alpaca Expeditions που βρίσκεται σε απόσταση 20 λεπτών από το Aguas Calientes. Πήραμε δυνάμεις εμψυχώνοντας ο ένας τον άλλον (η δύναμη της ομάδας), φορτωθήκαμε και τα duffel bags και τα προσωπικά μας αντικείμενα ελλείψει αρκετών για όλα τα γκρουπ porters σε εκείνο το σημείο, φορέσαμε τους φακούς κεφαλής και ξεκινήσαμε τη διαδρομή που ακολουθεί στο μεγαλύτερο της κομμάτι τη σιδηροδρομική γραμμή.
Μετά από ένα περπάτημα τριών ωρών και αφού περάσαμε αρκετές φορές πάνω από τον ποταμό Urubamba, καταλήξαμε κατάκοποι, πεινασμένοι και απελπισμένοι στον προορισμό μας γύρω στις 22.00 το βράδυ. Η σκηνή μάς περίμενε, ο φωτισμός ήταν ανύπαρκτος, αλλά τέτοια ώρα-τέτοια λόγια. Η προσμονή της αυριανής μας επίσκεψης στο Μάτσου Πίτσου επισκίαζε τα πάντα, ακόμα και το γεγονός ότι δεν είχαμε δει έστω ένα μέρος του Inca Trail. Ο Walter ευτυχώς μέσα σε όλα, είχε μεριμνήσει να μας περιμένουν οι μάγειρες με ζεστό φαγητό και δροσερή Cusquena. Είχαμε διαβάσει διθυραμβικά σχόλια για το επίπεδο του φαγητού των μαγείρων, όχι μόνο των Αlpaca αλλά και όλων των γκρουπ που οργανώνουν τέτοιες εκδρομές (συνδυασμός trek με Μάτσου Πίτσου) και ήμασταν προετοιμασμένοι για τα καλύτερα, τα οποία ας είμαστε ειλικρινείς τα είχαμε απόλυτη ανάγκη μέσα στην όλη ατυχία μας. Φάγαμε μεν αλλά δεν εντυπωσιαστήκαμε δε, τουλάχιστον όχι τόσο όσο είχαμε εντυπωσιαστεί σε αντίστοιχη εμπειρία που είχαμε για παράδειγμα στην έρημο της Ιορδανίας, όπου οι άνθρωποι έστησαν τσιμπούσι άλλου γαστρονομικού επιπέδου. Αλλά αυτά θα πούμε σε μια άλλη ταξιδιωτική ιστορία.
Ένα από τα πράγματα που μας ανησυχούσε ιδιαίτερα πριν το ταξίδι ήταν η εξαγγελία και η πραγματοποίηση διάφορων απεργιακών κινητοποιήσεων σε πολλές περιοχές μέσα στο Περού. Λίγες μέρες πριν την αναχώρησή μας μάθαμε ότι προκηρύχθηκε απεργία από τους αγρότες στην περιφέρεια του Κούσκο για τη Δευτέρα 18-Τρίτη 19 Απριλίου, δηλαδή ακριβώς πάνω στις ημέρες που είχαμε προγραμματίσει το trek στο Inka Trail. Η αρχική ενημέρωση από τους Alpaca Expeditions ήταν ότι δεν θα επηρεαστεί ο προγραμματισμός μας, οπότε προσωρινά είχαμε εφησυχάσει. Ωστόσο, κυριολεκτικά μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο αεροδρόμιο του Κούσκο το Σάββατο 17 Απριλίου και ενεργοποιήσαμε τα δεδομένα στο κινητό, λάβαμε το e-mail με το οποίο μας ενημερώναν για την αλλαγή προγράμματος: Αντί να φύγουμε χαράματα το πρωί της Δευτέρας από το Κούσκο, έπρεπε να φύγουμε την Κυριακή το βράδυ για το Ollantaytambo, ώστε να μπορέσουμε τη Δευτέρα το πρωί να είμαστε στον σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουμε το πρώτο τρένο με προορισμό το km 104 (σημείο έναρξης της πεζοπορίας μας).
Έτσι, ενώ πιστεύαμε ότι θα διαθέταμε όλη την Κυριακή στο Κούσκο, έπρεπε εν τέλει να είμαστε στις 18.00 στα γραφεία των Alpaca Expeditions για το σχετικό μπρίφινγκ και γύρω στις 20.00 να αναχωρήσουμε με λεωφορείο για το Ollantaytambo. Γι' αυτό και ξυπνήσαμε νωρίς-νωρίς για να αδράξουμε τη μέρα, που ήταν και το Πάσχα των Καθολικών. Ανεβήκαμε μέχρι τη San Blas, όπου διαπιστώσαμε ότι γίνονταν κάποια έργα αποκατάστασης και ήταν κλειστή. Τα περισσότερα από τα μουσεία ήταν επίσης κλειστά λόγω της ημέρας (θα τα βλέπαμε μετά την επιστροφή μας από το Μάτσου Πίτσου). Πετύχαμε ανοιχτό το μουσείο του μοναστηριού της Santa Catalina, το οποίο παρά τις σχετικά χαμηλές αξιώσεις μας είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον.


Αφού ήπιαμε ένα σύντομο καφέ κοντά στην Plaza de Armas και βγάλαμε φωτογραφίες με φόντο τα υπέροχα μπαλκόνια της πλατείας και τον καθεδρικό ναό που είχε τεράστια ουρά, πετύχαμε ένα φολκλόρ δρώμενο που περιλάμβανε μια μικρή, εύθυμη και φασαριόζικη λιτανεία, την οποία και ακολουθήσαμε.


Στη συνέχεια, πήγαμε σε μια αγορά που μας πρότεινε ο Alex (από το Katari Apart Hotel), τη Mercado San Pedro. Από την πρώτη στιγμή που μπαίνεις στη συγκεκριμένη σκεπαστή αγορά, καταλαβαίνεις ότι πολλοί ντόπιοι έρχονται εδώ για να αγοράσουν λογιών-λογιών πράγματα, αλλά και για να φάνε και να πιουν. Είχε, βεβαίως, και τουρίστες σαν εμάς, που περιδιάβαιναν εντυπωσιασμένοι τους διαδρόμους. Πήραμε κι εμείς τα ενθύμιά μας σε πολύ καλές τιμές για Περού. Οι φωτογραφίες μπορούν μόνο κατ' ελάχιστο να αποτυπώσουν την πολυχρωμία:




Κατόπιν περιήγησης στη γειτονιά γύρω από την αγορά, περπατήσαμε προς την Plaza San Francisco με την ομώνυμη εκκλησία, όπου διεξαγόταν ένα φεστιβάλ βιβλίου, ενώ μια μπάντα έπαιζε μουσική μέρα-μεσημέρι. Ωραία φάση! Το Κούσκο έσφιζε από ζωή, ο καιρός ήταν υπέροχος και η περιπλάνηση στα στενά μάς έσπρωξε στο να κινηθούμε αυθόρμητα και να καθίσουμε για φαγητό στο Republica del Pisco πλησίον της Plaza de Armas. Το φαγητό μάς απογοήτευσε ως επί το πλείστον, μια και το μόνο που είχε πάει καλά ήταν τα τσιπς από διάφορα είδη πατάτας των Άνδεων. Δεν το συστήνω.


Η ώρα του μπρίφινγκ είχε φτάσει. Τα γραφεία της Alpaca Expeditions είχαν γεμίσει με πεζοπόρους που θα ξεκινούσαν τα trek τους. Εκεί, διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι ότι το σύνολο των ξεναγών και των λοιπών εργαζομένων στην εν λόγω επιχείρηση είναι ντόπιοι (κάτι που το τονίζουν και οι ίδιοι). Οι υπεύθυνοι της επιχείρησης μάς ενημέρωσαν ότι η αλλαγή του προγράμματος έγινε αφενός για να μην αποκλειστούμε στο Κούσκο και να κατορθώσουμε να φύγουμε (δεδομένου ότι η απεργία θα ξεκινούσε χαράματα Δευτέρας), αφετέρου δε διότι υπήρχε η διαβεβαίωση ότι τα τρένα από το Ollantaytambo θα λειτουργούσαν κανονικά. Γνωριστήκαμε, επίσης, με τα υπόλοιπα πέντε μέλη του γκρουπ μας (ένα ζευγάρι από ΗΠΑ, ένα ζευγάρι από Αυστραλία και ένας αμερικανοκροάτης), πήραμε τα duffel bags και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε. Το λεωφορείο άργησε αρκετά να περιμαζέψει όλα τα γκρουπ, καθώς στο κέντρο του Κούσκο υπήρχε τρομερή κίνηση. Εκεί ήρθαμε σε μια πρώτη επαφή και με τον ξεναγό μας, τον Walter, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από κάποιο trek. Εξαιρετικός τύπος, ευγενικός, με καλά αγγλικά και, όπως αποδείχθηκε, "λίρα εκατό" (spoiler alert). Μ' αυτά και μ' αυτά, φτάσαμε στο no-name ξενώνα που θα μέναμε στο Ollantaytambo γύρω στις 12 το βράδυ. Αν και είχε αρκετό κρύο (χρειάστηκε να σκεπαστούμε με κουβέρτες χοντρές), το δωμάτιο ήταν καθαρό και μάς κόστισε 100 soles (25 ευρω), που πληρώσαμε από την τσέπη μας, ενώ ήδη είχαμε οι περισσότεροι από μας πληρώσει ξενοδοχείο για την συγκεκριμένη βραδιά και στο Κούσκο.
Το εγερτήριο ήταν για τις 5 το πρωί, οπότε και θα μας περίμεναν tuc tuc για να μας μεταφέρουν στον σταθμό των τρένων. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει όταν φτάσαμε και είδαμε αρκετό κόσμο να περιμένει. Η αναμονή αυτή κράτησε αρκετά. Κάτσαμε σε ένα από τα μαγαζάκια που βρίσκονται στον σταθμό, μαζί με τα υπόλοιπα άτομα του γκρουπ, για να φάμε πρωινό, να πιούμε έναν καφέ και να γνωριστούμε καλύτερα. Γύρω στις 10 το πρωί μάς ενημέρωσε ο Walter ότι κατά 99% δεν θα φύγει κανένα τρένο, επειδή οι απεργοί είχαν ρίξει πέτρες και ξύλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Είχαμε μια τελευταία ελπίδα τόσο εμείς όσο και οι εκατοντάδες του πλήθους που περίμεναν υπομονετικά, μήπως άλλαζε κάτι. Εντωμεταξύ, ο Walter ήδη έψαχνε plan b για το πώς θα συνεχιστεί η εκδρομή μας. Έτσι, εντός μιας ώρας λήφθηκε η απόφαση να ξεκινήσουμε με λεωφορείο της aplpaca για να προσεγγίσουμε το Hidroelectrica. Από εκεί πεζοπορώντας θα προσεγγίζαμε το camping για διανυκτέρευση. Fingers crossed ξεκινήσαμε το δρομολόγιο από το Ollantaytambo μέσω των χωριών Santa Maria και Santa Teresa. Η διαδρομή ήταν αρκετά εντυπωσιακή: καταπράσινα τοπία, τρεχούμενα νερά, μια λαμπερή μέρα και σε κάθε δεύτερη στροφή στο βάθος του πλάνου η εμβληματική κορυφή "Βερόνικα".




Έχουμε απορροφηθεί από το τοπίο και ξαφνιαζόμαστε όταν ο χαμογελαστός νεαρός porter στο πίσω κάθισμα μάς σκουντάει και φωνασκεί "el condor, el condor"! Ουδέν κακόν αμιγές καλού σκεφτόμαστε, αλλά η "τύχη" μας δεν θα κρατούσε για πολύ. Περίπου στο μέσον της κανονικά 4ωρης διαδρομής, κάναμε μια στάση σε ένα μαγαζί της κακιάς ώρας για τουαλέτα και λίγες προμήθειες.


Η πορεία μας συνεχίστηκε ομαλά μέχρι που έγινε αυτό που φοβόμασταν: πέσαμε σε ένα μπλόκο απεργών, οι οποίοι είχαν κλείσει τον δρόμο προς Santa Maria. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Οι διαπραγματεύσεις με τους απεργούς έδιναν κι έπαιρναν, ενώ η αστυνομία είχε ξεκάθαρα διακριτικό ρόλο.


Ενώ είχε μεσημεριάσει και ο ήλιος μας είχε κάψει για τα καλά, περιμέναμε ένα ευχάριστο νέο από τις διαπραγματεύσεις, το οποίο δεν ήρθε ποτέ. Ο "πολυμήχανος" Walter μαζί με τον οδηγό του λεωφορείου έπρεπε να σκαρφιστούν ένα ακόμα εναλλακτικό πλάνο, προκειμένου να πετύχουμε τον απώτερο στόχο μας: να βρεθούμε την επόμενη μέρα στο Μάτσου Πίτσου. Αφού συμβουλεύτηκαν κάποιους ντόπιους, μας ανακοίνωσαν ότι θ' ακολουθήσουμε έναν δασικό δρόμο για να παρακάμψουμε τα μπλόκα που βρίσκονταν στον επαρχιακό δρόμο και να κατορθώσουμε να φτάσουμε σε Santa Maria και Santa Tereza. Έτσι κι έγινε! Ο χωματόδρομος που πήραμε προφανώς δεν είχε φτιαχτεί για λεωφορεία σαν το δικό μας, είχε αρκετές κλειστές στροφές (αρκετές φορές ο οδηγός χρειάστηκε να κάνει όπισθεν για να μπορέσει να στρίψει), αλλά τουλάχιστον ήταν καλά στρωμένος. Η διαδρομή διέσχιζε δάση και κατάφυτες περιοχές με μπανανιές. Επίσης, περάσαμε από κάποιους οικισμούς ξεχασμένους από τον θεό, σε έναν δε από αυτούς κάναμε στάση για τουαλέτα, που ήταν μια αξέχαστη εμπειρία για την Ε. Παρατίθεται το σχετικό τεκμήριο των εγκαταστάσεων, για τη χρήση των οποίων καταβάλαμε 2 soles έναντι 2 κομματιών χαρτιού υγείας:


Μετά από πολλή ταλαιπωρία και αφού είχαμε πλημμυριστεί από αισθήματα απαισιοδοξίας για το αν τελικά θα τα καταφέρναμε να φτασουμε οπουδήποτε, φτάσαμε στη Santa Tereza γύρω στις 17.00 το απόγευμα. Εκεί ξαναμπλοκαριστήκαμε στο πέρασμα μιας γέφυρας που οδηγούσε προς το Hidroelectrica, λόγω των εργασιών που γίνονταν εκεί. Αυτές οι εργασίες είχαν ως αποτέλεσμα να κλείνουν οι εργάτες σε διάφορα σημεία τον στενό μα στρωμένο με χαλίκι δρόμο, ενώ εκείνη την ώρα επέστρεφε και πολύς κόσμος με αυτοκίνητα από το Μάτσου Πίτσου (δεδομένου ότι κανένα τρένο δεν κινήθηκε εκείνη την ημέρα λόγω της απεργίας).

Μετά από 2 ώρες οδήγησης με πολλά "σταμάτα-ξεκίνα" φτάσαμε επιτέλους στο τέρμα του δρόμου που ήταν το Hidroelectrica! Ήταν 19.00, είχε αρχίσει ήδη να βραδιάζει κι εμείς είχαμε μπροστά μας μια πεζοπορία 2.30-3 ωρών για να φτάσουμε στο κάμπινγκ των Alpaca Expeditions που βρίσκεται σε απόσταση 20 λεπτών από το Aguas Calientes. Πήραμε δυνάμεις εμψυχώνοντας ο ένας τον άλλον (η δύναμη της ομάδας), φορτωθήκαμε και τα duffel bags και τα προσωπικά μας αντικείμενα ελλείψει αρκετών για όλα τα γκρουπ porters σε εκείνο το σημείο, φορέσαμε τους φακούς κεφαλής και ξεκινήσαμε τη διαδρομή που ακολουθεί στο μεγαλύτερο της κομμάτι τη σιδηροδρομική γραμμή.

Μετά από ένα περπάτημα τριών ωρών και αφού περάσαμε αρκετές φορές πάνω από τον ποταμό Urubamba, καταλήξαμε κατάκοποι, πεινασμένοι και απελπισμένοι στον προορισμό μας γύρω στις 22.00 το βράδυ. Η σκηνή μάς περίμενε, ο φωτισμός ήταν ανύπαρκτος, αλλά τέτοια ώρα-τέτοια λόγια. Η προσμονή της αυριανής μας επίσκεψης στο Μάτσου Πίτσου επισκίαζε τα πάντα, ακόμα και το γεγονός ότι δεν είχαμε δει έστω ένα μέρος του Inca Trail. Ο Walter ευτυχώς μέσα σε όλα, είχε μεριμνήσει να μας περιμένουν οι μάγειρες με ζεστό φαγητό και δροσερή Cusquena. Είχαμε διαβάσει διθυραμβικά σχόλια για το επίπεδο του φαγητού των μαγείρων, όχι μόνο των Αlpaca αλλά και όλων των γκρουπ που οργανώνουν τέτοιες εκδρομές (συνδυασμός trek με Μάτσου Πίτσου) και ήμασταν προετοιμασμένοι για τα καλύτερα, τα οποία ας είμαστε ειλικρινείς τα είχαμε απόλυτη ανάγκη μέσα στην όλη ατυχία μας. Φάγαμε μεν αλλά δεν εντυπωσιαστήκαμε δε, τουλάχιστον όχι τόσο όσο είχαμε εντυπωσιαστεί σε αντίστοιχη εμπειρία που είχαμε για παράδειγμα στην έρημο της Ιορδανίας, όπου οι άνθρωποι έστησαν τσιμπούσι άλλου γαστρονομικού επιπέδου. Αλλά αυτά θα πούμε σε μια άλλη ταξιδιωτική ιστορία.