maria_va
Member
- Μηνύματα
- 76
- Likes
- 511
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ταξίδι - Πρώτη μέρα
- Δεύτερη μέρα - Βεδάδο και πρώτη γεύση παλιάς Αβάνας
- Τρίτη μέρα | - Σάντα Κλάρα
- Τρίτη μέρα || - Σιενφουέγος
- Τέταρτη μέρα - Σιενφουέγος και άφιξη στο Τρινιδάδ
- Τέταρτη μέρα || - Τρινιδάδ
- Πέμπτη μέρα - Τρινιδάδ, Κοιλάδα των σκλάβων
- Νύχτα στο Τρινιδάδ - Επιστροφή στην Αβάνα
- Έβδομη μέρα - Αβάνα
- Όγδοη μέρα - Βινιάλες
- Ένατη μέρα - Hotel Nacional de Cuba
- Ένατη Μέρα - Τελευταία περιήγηση στην Αβάνα
- Μέρα αναχώρησης
- Επίλογος
Ένατη Μέρα - Τελευταία περιήγηση στην Αβάνα
Η αεράτη παραλιακή βόλτα μας με το κόκκινο κάμπριο καταλήγει στο Μουσείο του Ρουμιού της Havana Club. Μπαίνουμε μέσα και μας λένε ότι δεν είναι ελεύθερη η επίσκεψη στο κοινό, πρέπει να πάρουμε μέρος σε κάποια ξενάγηση. Η επόμενη λοιπόν ξενάγηση είναι σε μιάμιση ώρα. Εντάξει, κλείνουμε τις θέσεις μας και αφού έχουμε χρόνο πάμε στην αγορά του Σαν Χοσέ που είναι εκεί κοντά να προμηθευτούμε τα απαραίτητα σουβενίρ.
Η αγορά αυτή είναι τεράστια, μπορείς να χαζεύεις πολλή ώρα αλλά πολύ σύντομα κάποιος καταλαβαίνει ότι βρίσκει πάνω κάτω τα ίδια πράγματα σε όλα τα μαγαζάκια. Θέλει αρκετό ψάξιμο για να πετύχεις κάτι ιδιαίτερο. Επίσης τα ίδια πράγματα βρίσκει και στις αγορές στις υπόλοιπες πόλεις στην Κούβα, όπως το Σιενφουέγος και το Τρινιδάδ, και μάλιστα εκεί ίσως σε καλύτερες τιμές. Μετανιώσαμε που κάποια πράγματα τα είχαμε αφήσει με την σκέψη ότι μπορεί να βρούμε μεγαλύτερη ποικιλία στην Αβάνα. Δεν υπήρχε λόγος τελικά.
Παρόλα αυτά σκορπιζόμαστε στην αγορά να βρούμε η καθεμία πώς θα φάει τα cuc της. Η αγορά αυτή ήταν το μόνο μέρος στην Κούβα που στράβωναν όταν λέγαμε ότι είμαστε από Ελλάδα..Θα μας τρελάνουν στα παζάρια σκέφτονταν και ξενέρωναν
Κάποιοι άλλοι ένιωθαν την ανάγκη να μας πουν ιστορίες που αποδείκνυαν ότι είναι έντιμος λάος και όχι κλέφτες όπως τους παρουσιάζουν. Εγώ εκτός των άλλων θέλω να βρω κανα δυο μαγνητάκια κάπως πιο καλλιτεχνικά από τα συνηθισμένα και τα βρίσκω με μεγάλη προσπάθεια σε έναν κυριούλη πολύ συμπαθητικό και χαμηλών τόνων. Έχω ξεμείνει όμως από ψιλά και δεν έχει να μου χαλάσει οπότε ζητάω από την Μ. να με καλύψει. Αυτή για να τονωθεί από την κούραση των αγορών πίνει ρούμι μέσα από μια καρύδα. Κι εκεί που του λέει "Κράτα λίγο την καρύδα να βγάλω τα λεφτά", σκοντάφτει και τον λούζει τον άνθρωπο με το ρούμι! Αρχίζουμε και οι δύο να τον καθαρίζουμε με ό,τι έχουμε και να ζητάμε συγγνώμη, αυτός να ντρέπεται, οι δίπλα να γελάνε, το κάναμε το θαύμα μας πάλι..Άντε τώρα αυτός να είναι παντρεμένος με καμια ζόρικη Κουβάνα και να πήγε σπίτι του σε αυτή την κατάσταση..
Τελικά καταφέρνουμε να φάμε περισσότερα cuc από όσα υπολογίζαμε..Προφανώς αυτό συμβαίνει σε πολλούς και για να μην μείνει παραπονεμένο τα καταναλωτικό ένστικτο κανενός, υπάρχει ανταλλακτήριο μέσα στην αγορά. Η τελευταία αγορά στην οποία δεν μπόρεσα να αντισταθώ ήταν ένα σαλονάκι-μινιατούρα με τις κουνιστές πολυθρόνες που τόσο αγάπησα. Η κοπέλα που τις πουλούσε μου είπε ότι τις φτιάχνει ο πατέρας της από κόκκαλο αγελάδας. Κι έτσι ολοκληρώθηκε η γωνιά μου με τα σουβενίρ από την Κούβα:
Την μπύρα "Te La Pongo" την είχε φτιάξει η πατρινή ζυθοποιεία ΚΥΚΑΩ σε κάποιο καρναβάλι, αλλά δεν ξέρω για κάποιο λόγο μου φαίνεται ότι ταίριαξε...
Ανάλαφρες από cuc και κατάκοπες γυρίζουμε στο Μουσείο του Ρουμιού να περιμένουμε στην ωραία αίθουσα αναμονής να αρχίσει η ξενάγηση. Ομολογώ ότι ανυπομονούμε για το τέλος της ξενάγησης που σου δίνουν να δοκιμάσεις ρούμι...Μαζευόμαστε ένα αρκετά μεγάλο τσούρμο τουρίστες από κάθε γωνιά της Γης και αρχίζουμε. Εντάξει δεν λέει και πολλά η όλη φάση γιατί δεν βλέπεις και τίποτα φοβερό. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι είναι ένα λειτουργικό και εξαιρετικά λεπτομερές μοντέλο μιας βιομηχανίας παραγωγής ρουμιού που περιλαμβάνει τα πάντα, ακόμα και το τρένο που μεταφέρει τις πρώτες ύλες. Ο ξεναγός είναι κουραστικός γιατί αντί να μας λέει κάτι ενδιαφέρον για το πώς παράγεται το ρούμι μας κάνει μαθήματα γλωσσολογίας, μεταφράζοντας κάθε λέξη κομβικής σημασίας σε όλες τις γλώσσες. Σε έναν χώρο έχει κάποια καζάνια και μας δίνει να μυρίσουμε ένα διαφανές υγρό που μας λέει ότι είναι το παράγωγο της απόσταξης και στα ιταλικά λέγεται grappa, ενώ στα ελληνικά ούζο. Με κάτι Ιταλούς που είναι δίπλα κάνουμε πλάκα ότι αυτό πίνεται μια χαρά και πέφτει ένα γέλιο όταν ο ξεναγός μας λέει να συγκρατηθούμε...
Σε αυτό το σημείο ευθυμίας έρχεται μια κοπέλα και μου πιάνει κουβέντα αφού κατάλαβε ότι είμαι Ελληνίδα. Είναι Αμερικανίδα και μου λέει γεμάτη ενθουσιασμό ότι ο φίλος της βρίσκεται στην Ελλάδα και παίζει μπάσκετ. Α μπα; Τη ρωτάω κι εγώ σε ποια ομάδα να καταλάβω μήπως έπεσα στον νέο Αντετοκούμπο, αλλά μου λέει ότι δεν είναι γνωστή, αυτός μόλις τέλειωσε το κολλέγιο και ήρθε Ελλάδα να παίξει αλλά να περάσει και καλά. Αν συνεννοηθήκαμε καλά η ομάδα είναι το Λαύριο και ο νεαρός είναι ενθουσιασμένος με τη ζωή στην Ελλάδα. Της λέει τα καλύτερα για το φαγητό, το κλίμα, τους ανθρώπους. Της εύχομαι λοιπόν να καταφέρει να έρθει κι αυτή αφού το θέλει τόσο πολύ και προχωράμε γιατί ξεμείναμε πίσω και θα μας το πιουν το ρούμι!
Λίγο πριν το τέλος, ο ξεναγός μας μιλάει για τα διάφορα ρούμια που παράγει η Havana Club και μας αναφέρει ένα πολύ εκλεκτό ρούμι, το Maximo που εμφιαλώνεται σε 1000 μόνο μπουκάλια κάθε χρόνο και είναι τόσο ακριβό που το αγοράζουν μόνο Ρώσοι, Κινέζοι και Γιαπωνέζοι..Τον ρωτάμε χαριτολογώντας αν θα μας το δώσουν να το δοκιμάσουμε και η απάντησή του σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε είναι "Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε;;" Τέλος πάντων τι να κάνουμε, σε κανα εικοσάλεπτο η όλη ιστορία έχει τελειώσει και καταλήγουμε στο μπαρ όπου δίνουν στον καθένα μας ένα ποτηράκι μαύρο ρούμι 7 ετών. Εγώ επιτέλους ξαναπίνω ρουμάκι σκέτο και το στομάχι μου φαίνεται ότι είναι σε θέση να το αντέξει και είμαι πολύ χαρούμενη. Αλλά ήλπιζα να μας αφήσουν να δοκιμάσουμε και κάποιο άλλο ρούμι από αυτά που δεν είχα πιει..
Η τελευταία στάση στο Μουσείο είναι το μαγαζί όπου όποιος θέλει κάνει τις αγορές του. Τα κορίτσια παίρνουν τις προμήθειές τους, αλλά εμένα ένα μου έχει μείνει, θα το πάρω από το αεροδρόμιο, έτσι και αλλιώς παντού την ίδια τιμή έχουν. Εκεί που χαζεύω τα διάφορα ρούμια βλέπω και το περίφημο Maximo:
Η Β. που δεν πίνει ρούμι και δεν πολυξέρει τι τιμές παίζουν, με ρωτάει συνέχεια, "Ρε σίγουρα είναι καλό αυτό των 7 ετών; Μόνο 12 cuc έχει". Πάρτο παιδάκι μου και μετά πήγαινε στην Ελλάδα να δεις πόσο το πληρώνουμε εμείς..
Βγαίνουμε φορτωμένες και κουρασμένες από το Μουσείο και η Μ. θέλει να γυρίσει στην αγορά να πάρει μια τσάντα που δεν πήρε πριν αλλά της καρφώθηκε στο μυαλό. Για να μην κουβαλάμε όλες πέρα δώθε την πραμάτεια, οι άλλες δύο την περιμένουμε στο διπλανό μαγαζί το Los Dos Hermanos πίνοντας μια λεμονάδα. Δεν έχει κόσμο, υπάρχει μία μπάντα που παίζει μουσική σε στυλ Buena Vista και ο τραγουδιστής είναι ένας παππούς που θα μπορούσε άνετα να είναι μέσα στη σύνθεση που έκανε τις περίφημες συναυλίες, οπότε μια χαρά τα περνάμε περιμένοντας..
Έρχεται και η κατάκοπη καταναλώτρια και αφού συνέρχεται κάπως αποφασίζουμε ότι δεν γίνεται να κυκλοφορούμε έτσι φορτωμένες, θα γυρίσουμε στο σπίτι, θα πάμε να φάμε στο Don Pepe που επιτέλους θα το πετύχουμε ανοιχτό και θα κάνουμε την τελευταία βόλτα μας στο Vedado.
Λεωφορειάκι, φυσικά λάθος στάση και έξτρα περπάτημα, αλλά η τρίτη απόπειρά μας να φάμε στο paladar της γειτονιάς στέφεται με επιτυχία. Είναι σπίτι στον όροφο ενός νεοκλασσικού με λίγα τραπέζια σε κάθε δωμάτιο. Υπάρχει μόνο μία κοπέλα που μιλάει αγγλικά, η οποία είναι πολύ περήφανη γι'αυτό και βάζει τα δυνατά της να μας εξηγήσει τα σπιτικά φαγητά που προσφέρουν. Είναι όλα διαφορετικές εκδοχές χοιρινού ή κοτόπουλου και όταν την ρωτάω ποια είναι η πιο καλή για το στομάχι μου, μου λέει καμία, θα τους πω να σας φτιάξουν ψητό κοτόπουλο..Φυσικό συνοδευτικό το ρύζι με τα φασόλια. Τα κορίτσια παραγγέλνουν κάτι πιο μαγειρευτό. Οι τιμές είναι σε cup αλλά δέχονται τα cuc μας και πληρώνουμε το φοβερό ποσό των 4 cuc. Οι υπόλοιποι που τρώνε είναι οικογένειες Κουβανών, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο..Πράγματι το φαγητό είναι πεντανόστιμο, ό,τι κοντινότερο σε σπιτικό φαγητό φάγαμε στην Κούβα.
Η Β. που αρχικά δεν είχε μεγάλες προσδοκίες γιατί της φαινόταν περίεργο να τρώμε σε σπίτι, ενθουσιάστηκε, έφαγε καλύτερα από οποιαδήποτε μέρα.
Ευχαριστημένες γυρίζουμε στο σπίτι να ξεκουραστούμε λίγο και να βάλουμε μια τάξη στο χάος που έχουμε δημιουργήσει με τα πράγματά μας γιατί πρέπει να ετοιμαζόμαστε σιγά σιγά για την αναχώρηση..Δυστυχώς...Πράγματι κάπως οργανωνόμαστε αλλά μας πιάνει μια κατάθλιψη που το ταξίδι πλησιάζει στο τέλος του και το μόνο αντίδοτο είναι μια βόλτα στο Vedado, εκεί που ξεκινήσαμε την πρώτη βραδιά. Αν μένανε ανοιχτά τα μουσεία στην Κούβα μέχρι λίγο πιο αργά ίσως προλαβαίναμε να πάμε και στο Museo Napoleonico που είναι εκεί κοντά και θέλαμε να επισκεφτούμε. Το μουσείο έχει πάνω από 7000 αντικείμενα που σχετίζονται με τη ζωή του γνωστού Ναπολέοντα, τα οποία είχε συλλέξει ένας βαρόνος της ζάχαρης. Λογικά θα μαθαίναμε περισσότερα πράγματα για τη ζωή του από όσα μάθαμε στο Παρίσι.
Ξεκινάμε λοιπόν τη βόλτα μας για μια τελευταία φορά στην ευρύτερη περιοχή του Πανεπιστημίου και είναι πάλι μια όμορφη βραδιά για περπάτημα. Πραγματικά περπατώντας στην Αβάνα αφού έχεις συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλη πόλη είναι και πόσο μέγαλο κομμάτι της ήταν εξαιρετικά όμορφο αρχιτεκτονικά την εποχή που σταμάτησε ο χρόνος, αποκτάς μια αίσθηση της ιστορίας της πόλης. Και δεν παύεις να σκέφτεσαι, να αναρωτιέσαι και να προβληματίζεσαι.
Σε κάποια προηγούμενη βόλτα είχαμε δει ένα μαγαζί με ένα πολύ όμορφο μπαλκονάκι και το ψάχνουμε. Κάπου στην πορεία βλέπουμε μια γιαγιά που κάθεται στην αυλή του σπιτιού της και πουλάει δύο tucola και δύο κονσέρβες. Και αναρωτιέται η Μ., "Τώρα ποια επιχειρηματική ευκαιρία έχει βρει αυτή η γιαγιά;". Κάτσε βρε παιδί μου σκέφτομαι εγώ, φοιτητοπεριοχή είναι, δεν θυμάσαι κάτι βράδια που ξεμέναμε από τα πάντα και ψάχναμε παντοπωλείο να πάρουμε μακαρόνια και κανα αναψυκτικό; Έτσι θα γίνεται κι εδώ..Απλά δεν υπάρχουν παντοπωλεία..Εμείς λέμε καμια βλακεία να περνάει η ώρα αλλά μπορεί και να μην πέφτουμε και πολύ έξω...
Τελικά το βρίσκουμε το μαγαζί, δυστυχώς το μπαλκονάκι είναι πιασμένο αλλά βλέπουμε έναν μπαλκονάτο που μας φαίνεται ότι τελειώνει και λέμε ας πιούμε κάτι μέσα μέχρι να φύγει. Τζίφος όμως, το μαγαζί δεν σερβίρει ποτά, από αλκοόλ μόνο μπύρα και αυτή της κακιάς ώρας, εισαγόμενη και ζεστή. Ας την πιούμε τώρα και βλέπουμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια. Είναι φοιτητικό στέκι, οι τοίχοι είναι γεμάτοι με καδράκια, αφίσες, στιχάκια και αποφθέγματα και μία τηλεόραση κρεμασμένη στα ψηλά παίζει τα τελευταία βίντεοκλιπ του Latino MTV. Να το και το "contigo" που τραγουδούσε τις προάλλες ο γείτονας. Οι παρέες των νεαρών πίνουν πορτοκαλάδα, τρώνε chips μπανάνας και παίζουν χαρτιά όπως παίζουν οι δικοί μας φοιτητές tichu στα δικά τους στέκια. Σε ένα τραπέζι κάθονται κάποιοι γονείς με το παιδί τους που φαίνεται εντελώς νεούδι..Σε ένα άλλο τραπέζι μία άλλη κυρία με μια κοπέλα με σύνδρομο Down. Φαίνεται αληθινά χαρούμενη, πράγμα πολύ ευχάριστο.
Ο μπαλκονάτος δεν φαίνεται να έχει όρεξη να αποχωρήσει, απολαμβάνει το βράδυ του και γιατί όχι άλλωστε; Ε εμείς δεν γίνεται να μείνουμε με τη ζεστή μπύρα τελευταία βόλτα. Φεύγουμε για το μαγαζί που πήγαμε το πρώτο βράδυ να χτυπήσουμε μερικά mochitos frappe αφού θυμόμαστε ότι ήταν εξαιρετικά. Πράγματι περνάμε πολύ ωραία, αλλά οι φωτογραφίες από αυτό το τελευταίο ποτό μαρτυρούν την στενοχώρια που το ταξίδι μας έφτασε στο τέλος. Αλλά εντάξει αυτό σημαίνει ότι ήταν ένα εξαιρετικό ταξίδι
Η αεράτη παραλιακή βόλτα μας με το κόκκινο κάμπριο καταλήγει στο Μουσείο του Ρουμιού της Havana Club. Μπαίνουμε μέσα και μας λένε ότι δεν είναι ελεύθερη η επίσκεψη στο κοινό, πρέπει να πάρουμε μέρος σε κάποια ξενάγηση. Η επόμενη λοιπόν ξενάγηση είναι σε μιάμιση ώρα. Εντάξει, κλείνουμε τις θέσεις μας και αφού έχουμε χρόνο πάμε στην αγορά του Σαν Χοσέ που είναι εκεί κοντά να προμηθευτούμε τα απαραίτητα σουβενίρ.
Η αγορά αυτή είναι τεράστια, μπορείς να χαζεύεις πολλή ώρα αλλά πολύ σύντομα κάποιος καταλαβαίνει ότι βρίσκει πάνω κάτω τα ίδια πράγματα σε όλα τα μαγαζάκια. Θέλει αρκετό ψάξιμο για να πετύχεις κάτι ιδιαίτερο. Επίσης τα ίδια πράγματα βρίσκει και στις αγορές στις υπόλοιπες πόλεις στην Κούβα, όπως το Σιενφουέγος και το Τρινιδάδ, και μάλιστα εκεί ίσως σε καλύτερες τιμές. Μετανιώσαμε που κάποια πράγματα τα είχαμε αφήσει με την σκέψη ότι μπορεί να βρούμε μεγαλύτερη ποικιλία στην Αβάνα. Δεν υπήρχε λόγος τελικά.
Παρόλα αυτά σκορπιζόμαστε στην αγορά να βρούμε η καθεμία πώς θα φάει τα cuc της. Η αγορά αυτή ήταν το μόνο μέρος στην Κούβα που στράβωναν όταν λέγαμε ότι είμαστε από Ελλάδα..Θα μας τρελάνουν στα παζάρια σκέφτονταν και ξενέρωναν
Τελικά καταφέρνουμε να φάμε περισσότερα cuc από όσα υπολογίζαμε..Προφανώς αυτό συμβαίνει σε πολλούς και για να μην μείνει παραπονεμένο τα καταναλωτικό ένστικτο κανενός, υπάρχει ανταλλακτήριο μέσα στην αγορά. Η τελευταία αγορά στην οποία δεν μπόρεσα να αντισταθώ ήταν ένα σαλονάκι-μινιατούρα με τις κουνιστές πολυθρόνες που τόσο αγάπησα. Η κοπέλα που τις πουλούσε μου είπε ότι τις φτιάχνει ο πατέρας της από κόκκαλο αγελάδας. Κι έτσι ολοκληρώθηκε η γωνιά μου με τα σουβενίρ από την Κούβα:

Την μπύρα "Te La Pongo" την είχε φτιάξει η πατρινή ζυθοποιεία ΚΥΚΑΩ σε κάποιο καρναβάλι, αλλά δεν ξέρω για κάποιο λόγο μου φαίνεται ότι ταίριαξε...
Ανάλαφρες από cuc και κατάκοπες γυρίζουμε στο Μουσείο του Ρουμιού να περιμένουμε στην ωραία αίθουσα αναμονής να αρχίσει η ξενάγηση. Ομολογώ ότι ανυπομονούμε για το τέλος της ξενάγησης που σου δίνουν να δοκιμάσεις ρούμι...Μαζευόμαστε ένα αρκετά μεγάλο τσούρμο τουρίστες από κάθε γωνιά της Γης και αρχίζουμε. Εντάξει δεν λέει και πολλά η όλη φάση γιατί δεν βλέπεις και τίποτα φοβερό. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι είναι ένα λειτουργικό και εξαιρετικά λεπτομερές μοντέλο μιας βιομηχανίας παραγωγής ρουμιού που περιλαμβάνει τα πάντα, ακόμα και το τρένο που μεταφέρει τις πρώτες ύλες. Ο ξεναγός είναι κουραστικός γιατί αντί να μας λέει κάτι ενδιαφέρον για το πώς παράγεται το ρούμι μας κάνει μαθήματα γλωσσολογίας, μεταφράζοντας κάθε λέξη κομβικής σημασίας σε όλες τις γλώσσες. Σε έναν χώρο έχει κάποια καζάνια και μας δίνει να μυρίσουμε ένα διαφανές υγρό που μας λέει ότι είναι το παράγωγο της απόσταξης και στα ιταλικά λέγεται grappa, ενώ στα ελληνικά ούζο. Με κάτι Ιταλούς που είναι δίπλα κάνουμε πλάκα ότι αυτό πίνεται μια χαρά και πέφτει ένα γέλιο όταν ο ξεναγός μας λέει να συγκρατηθούμε...
Σε αυτό το σημείο ευθυμίας έρχεται μια κοπέλα και μου πιάνει κουβέντα αφού κατάλαβε ότι είμαι Ελληνίδα. Είναι Αμερικανίδα και μου λέει γεμάτη ενθουσιασμό ότι ο φίλος της βρίσκεται στην Ελλάδα και παίζει μπάσκετ. Α μπα; Τη ρωτάω κι εγώ σε ποια ομάδα να καταλάβω μήπως έπεσα στον νέο Αντετοκούμπο, αλλά μου λέει ότι δεν είναι γνωστή, αυτός μόλις τέλειωσε το κολλέγιο και ήρθε Ελλάδα να παίξει αλλά να περάσει και καλά. Αν συνεννοηθήκαμε καλά η ομάδα είναι το Λαύριο και ο νεαρός είναι ενθουσιασμένος με τη ζωή στην Ελλάδα. Της λέει τα καλύτερα για το φαγητό, το κλίμα, τους ανθρώπους. Της εύχομαι λοιπόν να καταφέρει να έρθει κι αυτή αφού το θέλει τόσο πολύ και προχωράμε γιατί ξεμείναμε πίσω και θα μας το πιουν το ρούμι!
Λίγο πριν το τέλος, ο ξεναγός μας μιλάει για τα διάφορα ρούμια που παράγει η Havana Club και μας αναφέρει ένα πολύ εκλεκτό ρούμι, το Maximo που εμφιαλώνεται σε 1000 μόνο μπουκάλια κάθε χρόνο και είναι τόσο ακριβό που το αγοράζουν μόνο Ρώσοι, Κινέζοι και Γιαπωνέζοι..Τον ρωτάμε χαριτολογώντας αν θα μας το δώσουν να το δοκιμάσουμε και η απάντησή του σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε είναι "Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε;;" Τέλος πάντων τι να κάνουμε, σε κανα εικοσάλεπτο η όλη ιστορία έχει τελειώσει και καταλήγουμε στο μπαρ όπου δίνουν στον καθένα μας ένα ποτηράκι μαύρο ρούμι 7 ετών. Εγώ επιτέλους ξαναπίνω ρουμάκι σκέτο και το στομάχι μου φαίνεται ότι είναι σε θέση να το αντέξει και είμαι πολύ χαρούμενη. Αλλά ήλπιζα να μας αφήσουν να δοκιμάσουμε και κάποιο άλλο ρούμι από αυτά που δεν είχα πιει..
Η τελευταία στάση στο Μουσείο είναι το μαγαζί όπου όποιος θέλει κάνει τις αγορές του. Τα κορίτσια παίρνουν τις προμήθειές τους, αλλά εμένα ένα μου έχει μείνει, θα το πάρω από το αεροδρόμιο, έτσι και αλλιώς παντού την ίδια τιμή έχουν. Εκεί που χαζεύω τα διάφορα ρούμια βλέπω και το περίφημο Maximo:

Η Β. που δεν πίνει ρούμι και δεν πολυξέρει τι τιμές παίζουν, με ρωτάει συνέχεια, "Ρε σίγουρα είναι καλό αυτό των 7 ετών; Μόνο 12 cuc έχει". Πάρτο παιδάκι μου και μετά πήγαινε στην Ελλάδα να δεις πόσο το πληρώνουμε εμείς..
Βγαίνουμε φορτωμένες και κουρασμένες από το Μουσείο και η Μ. θέλει να γυρίσει στην αγορά να πάρει μια τσάντα που δεν πήρε πριν αλλά της καρφώθηκε στο μυαλό. Για να μην κουβαλάμε όλες πέρα δώθε την πραμάτεια, οι άλλες δύο την περιμένουμε στο διπλανό μαγαζί το Los Dos Hermanos πίνοντας μια λεμονάδα. Δεν έχει κόσμο, υπάρχει μία μπάντα που παίζει μουσική σε στυλ Buena Vista και ο τραγουδιστής είναι ένας παππούς που θα μπορούσε άνετα να είναι μέσα στη σύνθεση που έκανε τις περίφημες συναυλίες, οπότε μια χαρά τα περνάμε περιμένοντας..
Έρχεται και η κατάκοπη καταναλώτρια και αφού συνέρχεται κάπως αποφασίζουμε ότι δεν γίνεται να κυκλοφορούμε έτσι φορτωμένες, θα γυρίσουμε στο σπίτι, θα πάμε να φάμε στο Don Pepe που επιτέλους θα το πετύχουμε ανοιχτό και θα κάνουμε την τελευταία βόλτα μας στο Vedado.
Λεωφορειάκι, φυσικά λάθος στάση και έξτρα περπάτημα, αλλά η τρίτη απόπειρά μας να φάμε στο paladar της γειτονιάς στέφεται με επιτυχία. Είναι σπίτι στον όροφο ενός νεοκλασσικού με λίγα τραπέζια σε κάθε δωμάτιο. Υπάρχει μόνο μία κοπέλα που μιλάει αγγλικά, η οποία είναι πολύ περήφανη γι'αυτό και βάζει τα δυνατά της να μας εξηγήσει τα σπιτικά φαγητά που προσφέρουν. Είναι όλα διαφορετικές εκδοχές χοιρινού ή κοτόπουλου και όταν την ρωτάω ποια είναι η πιο καλή για το στομάχι μου, μου λέει καμία, θα τους πω να σας φτιάξουν ψητό κοτόπουλο..Φυσικό συνοδευτικό το ρύζι με τα φασόλια. Τα κορίτσια παραγγέλνουν κάτι πιο μαγειρευτό. Οι τιμές είναι σε cup αλλά δέχονται τα cuc μας και πληρώνουμε το φοβερό ποσό των 4 cuc. Οι υπόλοιποι που τρώνε είναι οικογένειες Κουβανών, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο..Πράγματι το φαγητό είναι πεντανόστιμο, ό,τι κοντινότερο σε σπιτικό φαγητό φάγαμε στην Κούβα.
Η Β. που αρχικά δεν είχε μεγάλες προσδοκίες γιατί της φαινόταν περίεργο να τρώμε σε σπίτι, ενθουσιάστηκε, έφαγε καλύτερα από οποιαδήποτε μέρα.
Ευχαριστημένες γυρίζουμε στο σπίτι να ξεκουραστούμε λίγο και να βάλουμε μια τάξη στο χάος που έχουμε δημιουργήσει με τα πράγματά μας γιατί πρέπει να ετοιμαζόμαστε σιγά σιγά για την αναχώρηση..Δυστυχώς...Πράγματι κάπως οργανωνόμαστε αλλά μας πιάνει μια κατάθλιψη που το ταξίδι πλησιάζει στο τέλος του και το μόνο αντίδοτο είναι μια βόλτα στο Vedado, εκεί που ξεκινήσαμε την πρώτη βραδιά. Αν μένανε ανοιχτά τα μουσεία στην Κούβα μέχρι λίγο πιο αργά ίσως προλαβαίναμε να πάμε και στο Museo Napoleonico που είναι εκεί κοντά και θέλαμε να επισκεφτούμε. Το μουσείο έχει πάνω από 7000 αντικείμενα που σχετίζονται με τη ζωή του γνωστού Ναπολέοντα, τα οποία είχε συλλέξει ένας βαρόνος της ζάχαρης. Λογικά θα μαθαίναμε περισσότερα πράγματα για τη ζωή του από όσα μάθαμε στο Παρίσι.
Ξεκινάμε λοιπόν τη βόλτα μας για μια τελευταία φορά στην ευρύτερη περιοχή του Πανεπιστημίου και είναι πάλι μια όμορφη βραδιά για περπάτημα. Πραγματικά περπατώντας στην Αβάνα αφού έχεις συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλη πόλη είναι και πόσο μέγαλο κομμάτι της ήταν εξαιρετικά όμορφο αρχιτεκτονικά την εποχή που σταμάτησε ο χρόνος, αποκτάς μια αίσθηση της ιστορίας της πόλης. Και δεν παύεις να σκέφτεσαι, να αναρωτιέσαι και να προβληματίζεσαι.
Σε κάποια προηγούμενη βόλτα είχαμε δει ένα μαγαζί με ένα πολύ όμορφο μπαλκονάκι και το ψάχνουμε. Κάπου στην πορεία βλέπουμε μια γιαγιά που κάθεται στην αυλή του σπιτιού της και πουλάει δύο tucola και δύο κονσέρβες. Και αναρωτιέται η Μ., "Τώρα ποια επιχειρηματική ευκαιρία έχει βρει αυτή η γιαγιά;". Κάτσε βρε παιδί μου σκέφτομαι εγώ, φοιτητοπεριοχή είναι, δεν θυμάσαι κάτι βράδια που ξεμέναμε από τα πάντα και ψάχναμε παντοπωλείο να πάρουμε μακαρόνια και κανα αναψυκτικό; Έτσι θα γίνεται κι εδώ..Απλά δεν υπάρχουν παντοπωλεία..Εμείς λέμε καμια βλακεία να περνάει η ώρα αλλά μπορεί και να μην πέφτουμε και πολύ έξω...
Τελικά το βρίσκουμε το μαγαζί, δυστυχώς το μπαλκονάκι είναι πιασμένο αλλά βλέπουμε έναν μπαλκονάτο που μας φαίνεται ότι τελειώνει και λέμε ας πιούμε κάτι μέσα μέχρι να φύγει. Τζίφος όμως, το μαγαζί δεν σερβίρει ποτά, από αλκοόλ μόνο μπύρα και αυτή της κακιάς ώρας, εισαγόμενη και ζεστή. Ας την πιούμε τώρα και βλέπουμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια. Είναι φοιτητικό στέκι, οι τοίχοι είναι γεμάτοι με καδράκια, αφίσες, στιχάκια και αποφθέγματα και μία τηλεόραση κρεμασμένη στα ψηλά παίζει τα τελευταία βίντεοκλιπ του Latino MTV. Να το και το "contigo" που τραγουδούσε τις προάλλες ο γείτονας. Οι παρέες των νεαρών πίνουν πορτοκαλάδα, τρώνε chips μπανάνας και παίζουν χαρτιά όπως παίζουν οι δικοί μας φοιτητές tichu στα δικά τους στέκια. Σε ένα τραπέζι κάθονται κάποιοι γονείς με το παιδί τους που φαίνεται εντελώς νεούδι..Σε ένα άλλο τραπέζι μία άλλη κυρία με μια κοπέλα με σύνδρομο Down. Φαίνεται αληθινά χαρούμενη, πράγμα πολύ ευχάριστο.
Ο μπαλκονάτος δεν φαίνεται να έχει όρεξη να αποχωρήσει, απολαμβάνει το βράδυ του και γιατί όχι άλλωστε; Ε εμείς δεν γίνεται να μείνουμε με τη ζεστή μπύρα τελευταία βόλτα. Φεύγουμε για το μαγαζί που πήγαμε το πρώτο βράδυ να χτυπήσουμε μερικά mochitos frappe αφού θυμόμαστε ότι ήταν εξαιρετικά. Πράγματι περνάμε πολύ ωραία, αλλά οι φωτογραφίες από αυτό το τελευταίο ποτό μαρτυρούν την στενοχώρια που το ταξίδι μας έφτασε στο τέλος. Αλλά εντάξει αυτό σημαίνει ότι ήταν ένα εξαιρετικό ταξίδι