travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Πρώτη μέρα στο Βίντχοκ.
- Από το Windhoek στο Sossusvlei. 1
- Από το Windhoek στο Sossusvlei. 2
- Επίσκεψη στο Sossusvlei
- Επιστροφή από το Sossusvlei. Sesriem Canyon.
- Οδικώς στο Swakopmund.
- Βόλτες στο Σβάκοπμουντ.
- Πρώτη μέρα με το πρακτορείο
- Στο πάρκο Ετόσα.
- Σαφάρι στο πάρκο Ετόσα.
- Πάρκο Ετόσα, αλλαγή λοτζ.
- Ταξίδι δίπλα στον ποταμό Okavango.
- Βόλτες στο ποτάμι και άφιξη στη Μποτσουάνα.
- Στο Δέλτα του Οκαβάνγκο, με αεροπλάνο.
- Στο Δέλτα του Οκαβάνγκο, με αυτοκίνητο. Πρώτη μέρα.
- Ολοήμερο σαφάρι στο Δέλτα του Οκαβάνγκο. Δεύτερη μέρα.
- Λίγο σαφάρι ακόμα και άφιξη στη Νάτα.
- Nata salt pans.
- Βόλτα στον ποταμό Chobe
- Στους Καταρράκτες Βικτώρια.
- Επίσκεψη στους καταρράκτες.
- Η επιστροφή.
- Βίντεο
Ταξίδι δίπλα στον ποταμό Okavango.
Είχαμε φύγει το πρωί από το πάρκο Ετόσα και για να βρεθούμε σε ένα άλλο λοτζ, ακριβώς στις όχθες του ποταμού ο Οκαβάγγο. Ήταν πολύ όμορφο, πνιγμένο στο πράσινο και στα νερά του ποταμού που περνούσε ακριβώς δίπλα. Επί πολλά χιλιόμετρα όλη μέρα προχωρούσαμε σε απόσταση αναπνοής από τον ποταμό Okavango, παράλληλα δηλαδή με αυτόν, και βλέπαμε μετά το ποτάμι την Αγκόλα, αφού το ποτάμι αποτελεί το σύνορο της Ναμίμπια και της Αγκόλα.
Το πρωί ξυπνήσαμε πολύ νωρίς γιατί είχε τεθεί η ώρα αναχώρησης να είναι στις 06:50, έτσι ώστε να έχουμε χρόνο μπροστά μας. Είχαμε να διανύσουμε περισσότερα από 600 χιλιόμετρα. Έτσι το ξυπνητήρι χτύπησε στις πέντε και τέταρτο και στις 6 ήμασταν στο εστιατόριο του Λοτζ που μέναμε, για να πάρουμε πρωινό και να φύγουμε προς το λεωφορείο. Αλλά ίσως αυτό το λεωφορείο να είναι ένα παλιό φορτηγό που διαρρύθμισαν την καρότσα του έτσι ώστε να έχει καμιά εικοσιπενταριά καθίσματα και διάφορα άλλα αξεσουάρ, τα οποία χρειάζονται. Τόσο το εσωτερικό του όσο και το εξωτερικό είναι διαμορφωμένα ώστε να μπορούν να ετοιμάζουν εύκολα το φαγητό, να μπορούν να βάζουν και να βγάζουν εύκολα τα σκαμπό και τα στρώματα. Και προφανώς κάπου είχαν και τις σκηνές.
Επειδή είχαμε αποφασίσει να μην τρώμε το μεσημέρι, πήραμε ένα πολύ δυνατό πρωινό. Ειδικά εγώ έφαγα από γιαούρτι με δημητριακά μέχρι αυγά ομελέτα και γλυκό. Φυσικά δεν παρέλειψα να φάω τυρί με ζαμπόν και ψωμί. Και όλα αυτά σε μεγάλες ποσότητες. Έτσι όλη μέρα δεν πείνασα σχεδόν καθόλου. Και στο μεσοδιάστημα ήπια μόνο μια μπύρα.
Τη διαδρομή αυτή την κάναμε πολύ γρήγορα, αφού ο δρόμος ήταν πολύ καλός. Κάναμε σε όλη τη διαδρομή τρεις βασικές στάσεις. Τις δύο ουσιαστικά τις ξεκίνησα εγώ.
Πρώτον: περνάγαμε από κάποια κλασικά αφρικάνικα χωριά που ήταν δεξιά και αριστερά στο δρόμο. Είχαν από 3 έως 7-8 καλύβες και ζήτησα από το Μαλίνγκα να μας σταματήσει για να δούμε κάποιο από αυτά τα χωριά. Όντως μετά από λίγο σταμάτησε (πώς και το έπαθε!) όταν είδε κάποιους εργάτες σε ένα χωράφι. Ήταν 5-6 γυναίκες, εκ των οποίων οι 4 είχαν τα μωρά τους, είτε στην πλάτη είτε κάτω στο χώμα και ένας ή δύο άντρες. Τους ζήτησαν λοιπόν, ο οδηγός μας και ο Μαλίνγκα, αν μπορούμε να πάμε να δούμε το χωριό και να μας πούνε μερικά πράγματα. Με το αζημίωτο βέβαια. Πράγματι ήρθε μια γυναίκα με το μωρό της στην πλάτη και μας έδειξε το χωριό.
Μιλάμε τώρα για καλύβες πολύ φτωχικές και δίπλα ακριβώς ήταν ένας φράχτης που είχε μια εικοσαριά βόδια ή αγελάδες. Μας είπαν ότι αυτό το χωριό το έφτιαξαν πριν από 4 χρόνια, όταν αποφάσισαν να έρθουν να ζήσουν κοντά στον κεντρικό δρόμο, για να έχουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν μας είπε όμως πόσοι άνθρωποι έμεναν εκεί. Υποψιάζομαι ότι η γυναίκα δεν ήξερε μεγάλους αριθμούς. Ο άνδρας της, μας είπε, ήταν στο Σβάκοπμουντ όπου εκεί δούλευε. Δουλεύει ένα μήνα εκεί και μετά έρχεται περίπου άλλο ένα μήνα στο χωριό του να δει την οικογένειά του. Πιο μεγάλα παιδιά από 2 ή 3 ετών δεν υπήρχαν και αργότερα καταλάβαμε ότι μάλλον ήταν στο σχολείο.
Μετά πήγαμε και είδαμε και τις εργάτριες στο χωράφι για να βγάλουμε και κάποιες φωτογραφίες. Πριν φύγουμε δώσαμε στους ανθρώπους κάποια λίγα χρήματα. Πιστεύω ότι γι’ αυτούς ίσως ήταν και πολλά. Μας είπε ο Μαλίνγκα ότι τα προϊόντα που παράγουν είναι αποκλειστικά γι αυτούς και δεν τα πουλάνε. Εγώ δεν το πολυπιστεύω γιατί κάτι θα θέλουν και αυτοί να αγοράσουν, ας πούμε ρύζι. Ή ας πούμε δεν μπορούν να τρώνε μονάχα μοσχάρι και κοτόπουλα. Όταν σφάξουν ας πούμε ένα μοσχάρι μπορεί να πουλάνε ένα μέρος. Άλλωστε πάντα χρειάζεται και το χρήμα. Για παράδειγμα μας είπε η γυναίκα ότι έχουν κινητά. Τέλος πάντων η ουσία είναι ότι φύγαμε από εκεί ευχαριστημένοι όλοι.
Από τη διαδρομή:
Μετά πάλι ζήτησα μέσω του Κρις, ενός καναδού, να μας σταματήσει ώστε να πάρουμε μεσημεριανό δίπλα στο ποτάμι Οκαβάγγο. Πράγματι αυτό έγινε και σταματήσαμε σε ένα πολύ ωραίο μέρος που ήταν και 6-7 παιδάκια και 2-3 μεγάλοι, που έπλεναν τα ρούχα τους στο ποτάμι. Αφού ασχοληθήκαμε λίγο με φωτογράφιση στήσαμε τα τραπέζια για να φάμε. Εγώ είπα στον οδηγό ότι το φαγητό το δικό μας, δηλαδή εμένα της Ντίνας και του Γιάννη που δεν θα τρώγαμε, αν μπορούσαμε να το δώσουμε στα παιδιά. Εκείνος συμφώνησε και αφού ρώτησε τον πατέρα που ήταν εκεί, τους δώσαμε όσο φαγητό περίσσεψε, όπως δώσαμε και στον πατέρα. Ήταν μια πολύ καλή κίνηση και ευχαριστηθήκαμε που τα παιδιά έφαγαν με πολλή βουλιμία το φαγητό γιατί ήταν νόστιμο. Ήταν κοφτό μακαρόνι με λουκάνικα κομμένα κομμάτια και τσιγαρισμένα. Στο τέλος ο Γιάννης έδωσε στα παιδιά ένα μεγάλο μπουκάλι νερό για να πιούνε και το κατέβασαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν πολύ διψασμένα και φαίνεται δεν έχουν μαζί τους νερό.
Μετά και από αυτή τη στάση κάναμε άλλη μια στην πόλη Rundu για να βάλουμε καύσιμα στο αυτοκίνητο και να ξεκουραστεί ο οδηγός. Κράτησε μισή ώρα η στάση κι εμείς με τη Ντίνα πήγαμε μια βόλτα σε ένα παζάρι για να τραβήξουμε φωτογραφίες. Οι ντόπιοι όμως δεν μας άφηναν ή μας έλεγαν αν θέλουμε να τραβήξουμε φωτογραφίες πρέπει να πληρώσουμε. Εμείς δεν θέλαμε να το κάνουμε και φύγαμε χωρίς να τραβήξουμε αρκετές φωτογραφίες. Εκεί είδαμε μια γυναίκα αστυνομικό να κρατά μια σφεντόνα. Την κοίταξα καλά καλά και τη ρώτησα αν η σφεντόνα ήταν το όπλο της. Εκείνη χαμογελώντας μου απάντησε καταφατικά. Εντυπωσιακό!
Από το διπλανό σούπερ μάρκετ αγοράσαμε δύο μπουκάλια κρασί, δύο κουτιά μπύρα, ένα μεγάλο μπουκάλι κρύο νερό και λίγα λεμόνια. Έτσι έφαγα σχεδόν όλα τα τελευταία μου λεφτά από τη Ναμίμπια.
Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία στάση που κάναμε και μετά πήραμε όλο το δρόμο για να έρθουμε στο κάμπινγκ και Λοτζ Mahangu, πολύ κοντά στην πόλη Divundu που είναι δίπλα στον ποταμό Οκαβάνγκο. Όσοι μέναμε σε δωμάτια είχαμε και δωρεάν δείπνο δίπλα στο ποτάμι. Είδαμε τα τραπέζια που ετοίμαζαν οι άνθρωποι και ήταν πολύ όμορφα. Επίσης είδα τις τιμές που έχουν τα δωμάτια και το μονόκλινο κοστίζει περίπου 100€ ενώ το δίκλινο κοστίζει γύρω στα 160 με 170, δεν θυμάμαι ακριβώς. Το Λοτζ αυτό βρίσκεται λίγο ανατολικά από την πόλη Divundu, 20 χιλιόμετρα, που είδα ότι έχει 5-6 χιλιάδες κατοίκους.
Μας είπαν ότι την άλλη μέρα θα είχαμε πρωινό στις 07:45 το οποίο θα παίρναμε σε ένα πλοίο, κάνοντας βόλτα στο ποτάμι. Είχε διάφορα μικρά και μεγάλα πλοία. Όταν λέω μεγάλα εννοώ ότι μπορούν να χωρέσουν και 30 ή 40 άτομα. Έχει όμως και μικρά. Το δωμάτιο ήταν σχετικά μικρό και δεν είχε ψυγείο. Το λοτζ ήταν αρκετά παλιό αλλά καλοσυντηρημένο. Η αλήθεια είναι ότι πάντα μας έδιναν τα υποδεέστερα δωμάτια. Αλλά τι να κάνουμε, τα έχουμε συνηθίσει από άλλα ταξίδια. Πάντα παίρνουμε τα χειρότερα δωμάτια όταν πηγαίνουμε σε καλά ξενοδοχεία.
Το βραδινό είχε πολύ καλό φαγητό: ήταν κρέας από ένα ζώο που δε θυμάμαι πώς το λένε, ίσως γκούντου. Είχε και διάφορα σαλατικά. Όμως όλα αυτά ήταν πολύ αλμυρά. Ιδίως ένα κομμάτι παστίτσιο που μας έδωσαν, με αποτέλεσμα να πιούμε σχεδόν όλο το νερό στο δωμάτιο και αρχίσαμε να ανησυχούμε ότι δεν θα μας έφτανε. Και εκείνη την ώρα βαριόμασταν να πάμε έξω να βρούμε άλλο. Νερό συνήθως παίρνουμε από το φίλτρο που έχει το αυτοκίνητο που μας κάνει το ταξίδι. Πολλές φορές επίσης αγοράζουμε από τα σούπερ μάρκετ ή από διάφορα μαγαζιά. Είτε μπουκάλια με 500 γραμμάρια, είτε του ενάμισι λίτρου. Είναι σχετικά ακριβό το νερό. Εάν το πάρεις από κάποιο απομακρυσμένο σημείο, μπορεί να σου έρχεται και 1€ το μπουκάλι του ενάμιση λίτρου, αλλά αν το πάρεις από σουπερ μάρκετ έρχεται γύρω στα 60-70 λεπτά. Και φυσικά πιο πολύ συμφέρει το μπουκάλι 5 λίτρων που μπορεί να κάνει 2-3€ μονάχα. Τέλος πάντων όλα τα πράγματα τα βρίσκεις πολύ φθηνότερα στα σουπερμάρκετ γιατί στα απομακρυσμένα σημεία βρίσκουν ευκαιρία και χρεώνουν περισσότερο. Και στον υπόλοιπο κόσμο συμβαίνει: όταν πας σε ένα μέρος λίγο μακρύτερα από τις πόλεις, χρεώνουν πολύ περισσότερο τα πράγματα.
Το δρομολόγιο της τελευταίας μου περιγραφής ήταν το εξής:
Είχαμε φύγει το πρωί από το πάρκο Ετόσα και για να βρεθούμε σε ένα άλλο λοτζ, ακριβώς στις όχθες του ποταμού ο Οκαβάγγο. Ήταν πολύ όμορφο, πνιγμένο στο πράσινο και στα νερά του ποταμού που περνούσε ακριβώς δίπλα. Επί πολλά χιλιόμετρα όλη μέρα προχωρούσαμε σε απόσταση αναπνοής από τον ποταμό Okavango, παράλληλα δηλαδή με αυτόν, και βλέπαμε μετά το ποτάμι την Αγκόλα, αφού το ποτάμι αποτελεί το σύνορο της Ναμίμπια και της Αγκόλα.

Το πρωί ξυπνήσαμε πολύ νωρίς γιατί είχε τεθεί η ώρα αναχώρησης να είναι στις 06:50, έτσι ώστε να έχουμε χρόνο μπροστά μας. Είχαμε να διανύσουμε περισσότερα από 600 χιλιόμετρα. Έτσι το ξυπνητήρι χτύπησε στις πέντε και τέταρτο και στις 6 ήμασταν στο εστιατόριο του Λοτζ που μέναμε, για να πάρουμε πρωινό και να φύγουμε προς το λεωφορείο. Αλλά ίσως αυτό το λεωφορείο να είναι ένα παλιό φορτηγό που διαρρύθμισαν την καρότσα του έτσι ώστε να έχει καμιά εικοσιπενταριά καθίσματα και διάφορα άλλα αξεσουάρ, τα οποία χρειάζονται. Τόσο το εσωτερικό του όσο και το εξωτερικό είναι διαμορφωμένα ώστε να μπορούν να ετοιμάζουν εύκολα το φαγητό, να μπορούν να βάζουν και να βγάζουν εύκολα τα σκαμπό και τα στρώματα. Και προφανώς κάπου είχαν και τις σκηνές.
Επειδή είχαμε αποφασίσει να μην τρώμε το μεσημέρι, πήραμε ένα πολύ δυνατό πρωινό. Ειδικά εγώ έφαγα από γιαούρτι με δημητριακά μέχρι αυγά ομελέτα και γλυκό. Φυσικά δεν παρέλειψα να φάω τυρί με ζαμπόν και ψωμί. Και όλα αυτά σε μεγάλες ποσότητες. Έτσι όλη μέρα δεν πείνασα σχεδόν καθόλου. Και στο μεσοδιάστημα ήπια μόνο μια μπύρα.
Τη διαδρομή αυτή την κάναμε πολύ γρήγορα, αφού ο δρόμος ήταν πολύ καλός. Κάναμε σε όλη τη διαδρομή τρεις βασικές στάσεις. Τις δύο ουσιαστικά τις ξεκίνησα εγώ.
Πρώτον: περνάγαμε από κάποια κλασικά αφρικάνικα χωριά που ήταν δεξιά και αριστερά στο δρόμο. Είχαν από 3 έως 7-8 καλύβες και ζήτησα από το Μαλίνγκα να μας σταματήσει για να δούμε κάποιο από αυτά τα χωριά. Όντως μετά από λίγο σταμάτησε (πώς και το έπαθε!) όταν είδε κάποιους εργάτες σε ένα χωράφι. Ήταν 5-6 γυναίκες, εκ των οποίων οι 4 είχαν τα μωρά τους, είτε στην πλάτη είτε κάτω στο χώμα και ένας ή δύο άντρες. Τους ζήτησαν λοιπόν, ο οδηγός μας και ο Μαλίνγκα, αν μπορούμε να πάμε να δούμε το χωριό και να μας πούνε μερικά πράγματα. Με το αζημίωτο βέβαια. Πράγματι ήρθε μια γυναίκα με το μωρό της στην πλάτη και μας έδειξε το χωριό.


Μιλάμε τώρα για καλύβες πολύ φτωχικές και δίπλα ακριβώς ήταν ένας φράχτης που είχε μια εικοσαριά βόδια ή αγελάδες. Μας είπαν ότι αυτό το χωριό το έφτιαξαν πριν από 4 χρόνια, όταν αποφάσισαν να έρθουν να ζήσουν κοντά στον κεντρικό δρόμο, για να έχουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν μας είπε όμως πόσοι άνθρωποι έμεναν εκεί. Υποψιάζομαι ότι η γυναίκα δεν ήξερε μεγάλους αριθμούς. Ο άνδρας της, μας είπε, ήταν στο Σβάκοπμουντ όπου εκεί δούλευε. Δουλεύει ένα μήνα εκεί και μετά έρχεται περίπου άλλο ένα μήνα στο χωριό του να δει την οικογένειά του. Πιο μεγάλα παιδιά από 2 ή 3 ετών δεν υπήρχαν και αργότερα καταλάβαμε ότι μάλλον ήταν στο σχολείο.


Μετά πήγαμε και είδαμε και τις εργάτριες στο χωράφι για να βγάλουμε και κάποιες φωτογραφίες. Πριν φύγουμε δώσαμε στους ανθρώπους κάποια λίγα χρήματα. Πιστεύω ότι γι’ αυτούς ίσως ήταν και πολλά. Μας είπε ο Μαλίνγκα ότι τα προϊόντα που παράγουν είναι αποκλειστικά γι αυτούς και δεν τα πουλάνε. Εγώ δεν το πολυπιστεύω γιατί κάτι θα θέλουν και αυτοί να αγοράσουν, ας πούμε ρύζι. Ή ας πούμε δεν μπορούν να τρώνε μονάχα μοσχάρι και κοτόπουλα. Όταν σφάξουν ας πούμε ένα μοσχάρι μπορεί να πουλάνε ένα μέρος. Άλλωστε πάντα χρειάζεται και το χρήμα. Για παράδειγμα μας είπε η γυναίκα ότι έχουν κινητά. Τέλος πάντων η ουσία είναι ότι φύγαμε από εκεί ευχαριστημένοι όλοι.




Από τη διαδρομή:





Μετά πάλι ζήτησα μέσω του Κρις, ενός καναδού, να μας σταματήσει ώστε να πάρουμε μεσημεριανό δίπλα στο ποτάμι Οκαβάγγο. Πράγματι αυτό έγινε και σταματήσαμε σε ένα πολύ ωραίο μέρος που ήταν και 6-7 παιδάκια και 2-3 μεγάλοι, που έπλεναν τα ρούχα τους στο ποτάμι. Αφού ασχοληθήκαμε λίγο με φωτογράφιση στήσαμε τα τραπέζια για να φάμε. Εγώ είπα στον οδηγό ότι το φαγητό το δικό μας, δηλαδή εμένα της Ντίνας και του Γιάννη που δεν θα τρώγαμε, αν μπορούσαμε να το δώσουμε στα παιδιά. Εκείνος συμφώνησε και αφού ρώτησε τον πατέρα που ήταν εκεί, τους δώσαμε όσο φαγητό περίσσεψε, όπως δώσαμε και στον πατέρα. Ήταν μια πολύ καλή κίνηση και ευχαριστηθήκαμε που τα παιδιά έφαγαν με πολλή βουλιμία το φαγητό γιατί ήταν νόστιμο. Ήταν κοφτό μακαρόνι με λουκάνικα κομμένα κομμάτια και τσιγαρισμένα. Στο τέλος ο Γιάννης έδωσε στα παιδιά ένα μεγάλο μπουκάλι νερό για να πιούνε και το κατέβασαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν πολύ διψασμένα και φαίνεται δεν έχουν μαζί τους νερό.








Μετά και από αυτή τη στάση κάναμε άλλη μια στην πόλη Rundu για να βάλουμε καύσιμα στο αυτοκίνητο και να ξεκουραστεί ο οδηγός. Κράτησε μισή ώρα η στάση κι εμείς με τη Ντίνα πήγαμε μια βόλτα σε ένα παζάρι για να τραβήξουμε φωτογραφίες. Οι ντόπιοι όμως δεν μας άφηναν ή μας έλεγαν αν θέλουμε να τραβήξουμε φωτογραφίες πρέπει να πληρώσουμε. Εμείς δεν θέλαμε να το κάνουμε και φύγαμε χωρίς να τραβήξουμε αρκετές φωτογραφίες. Εκεί είδαμε μια γυναίκα αστυνομικό να κρατά μια σφεντόνα. Την κοίταξα καλά καλά και τη ρώτησα αν η σφεντόνα ήταν το όπλο της. Εκείνη χαμογελώντας μου απάντησε καταφατικά. Εντυπωσιακό!



Από το διπλανό σούπερ μάρκετ αγοράσαμε δύο μπουκάλια κρασί, δύο κουτιά μπύρα, ένα μεγάλο μπουκάλι κρύο νερό και λίγα λεμόνια. Έτσι έφαγα σχεδόν όλα τα τελευταία μου λεφτά από τη Ναμίμπια.



Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία στάση που κάναμε και μετά πήραμε όλο το δρόμο για να έρθουμε στο κάμπινγκ και Λοτζ Mahangu, πολύ κοντά στην πόλη Divundu που είναι δίπλα στον ποταμό Οκαβάνγκο. Όσοι μέναμε σε δωμάτια είχαμε και δωρεάν δείπνο δίπλα στο ποτάμι. Είδαμε τα τραπέζια που ετοίμαζαν οι άνθρωποι και ήταν πολύ όμορφα. Επίσης είδα τις τιμές που έχουν τα δωμάτια και το μονόκλινο κοστίζει περίπου 100€ ενώ το δίκλινο κοστίζει γύρω στα 160 με 170, δεν θυμάμαι ακριβώς. Το Λοτζ αυτό βρίσκεται λίγο ανατολικά από την πόλη Divundu, 20 χιλιόμετρα, που είδα ότι έχει 5-6 χιλιάδες κατοίκους.



Μας είπαν ότι την άλλη μέρα θα είχαμε πρωινό στις 07:45 το οποίο θα παίρναμε σε ένα πλοίο, κάνοντας βόλτα στο ποτάμι. Είχε διάφορα μικρά και μεγάλα πλοία. Όταν λέω μεγάλα εννοώ ότι μπορούν να χωρέσουν και 30 ή 40 άτομα. Έχει όμως και μικρά. Το δωμάτιο ήταν σχετικά μικρό και δεν είχε ψυγείο. Το λοτζ ήταν αρκετά παλιό αλλά καλοσυντηρημένο. Η αλήθεια είναι ότι πάντα μας έδιναν τα υποδεέστερα δωμάτια. Αλλά τι να κάνουμε, τα έχουμε συνηθίσει από άλλα ταξίδια. Πάντα παίρνουμε τα χειρότερα δωμάτια όταν πηγαίνουμε σε καλά ξενοδοχεία.


Το βραδινό είχε πολύ καλό φαγητό: ήταν κρέας από ένα ζώο που δε θυμάμαι πώς το λένε, ίσως γκούντου. Είχε και διάφορα σαλατικά. Όμως όλα αυτά ήταν πολύ αλμυρά. Ιδίως ένα κομμάτι παστίτσιο που μας έδωσαν, με αποτέλεσμα να πιούμε σχεδόν όλο το νερό στο δωμάτιο και αρχίσαμε να ανησυχούμε ότι δεν θα μας έφτανε. Και εκείνη την ώρα βαριόμασταν να πάμε έξω να βρούμε άλλο. Νερό συνήθως παίρνουμε από το φίλτρο που έχει το αυτοκίνητο που μας κάνει το ταξίδι. Πολλές φορές επίσης αγοράζουμε από τα σούπερ μάρκετ ή από διάφορα μαγαζιά. Είτε μπουκάλια με 500 γραμμάρια, είτε του ενάμισι λίτρου. Είναι σχετικά ακριβό το νερό. Εάν το πάρεις από κάποιο απομακρυσμένο σημείο, μπορεί να σου έρχεται και 1€ το μπουκάλι του ενάμιση λίτρου, αλλά αν το πάρεις από σουπερ μάρκετ έρχεται γύρω στα 60-70 λεπτά. Και φυσικά πιο πολύ συμφέρει το μπουκάλι 5 λίτρων που μπορεί να κάνει 2-3€ μονάχα. Τέλος πάντων όλα τα πράγματα τα βρίσκεις πολύ φθηνότερα στα σουπερμάρκετ γιατί στα απομακρυσμένα σημεία βρίσκουν ευκαιρία και χρεώνουν περισσότερο. Και στον υπόλοιπο κόσμο συμβαίνει: όταν πας σε ένα μέρος λίγο μακρύτερα από τις πόλεις, χρεώνουν πολύ περισσότερο τα πράγματα.
Το δρομολόγιο της τελευταίας μου περιγραφής ήταν το εξής:
