St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Σκάφη και... σκαφίδια)
- Κεφάλαιο 3ο (Παπουανές τουαλέτες)
- Κεφάλαιο 4ο (Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο)
- Κεφάλαιο 5ο (Μια νύχτα στο Καραγουάρι)
- Κεφάλαιο 6ο (Παπουασία, Εκεί που οι άνθρωποι μαγειρεύουν ανθρώπους)]Οι [B]κάτοικοι[/B
- Κεφάλαιο 7ο (Πρωινό με Μάγους και μαυροπίπερα)
- Κεφάλαιο 8ο («Πούνκτους», το χάραγμα του κροκόδειλου)
- Κεφάλαιο 9ο (Παπουανές πεοθήκες)
- Κεφάλαιο 10ο (Εμφύλιος)
- Κεφάλαιο 11ο (Της ζούγκλας οι εκπλήξεις)
- Κεφάλαιο 12ο (Οι άνθρωποι των χρωμάτων)
- Κεφάλαιο 13ο (Παπουανός Γαιοκτήμονας)
- Κεφάλαιο 14ο (Πού πάτε?)
- Κεφάλαιο 15ο (Στους λασπανθρώπους)
- Κεφάλαιο 16ο (Φεμινίστριες και προικοσύμφωνα)
- Κεφάλαιο 17ο (Τι ταξίδι κι αυτό!!)
Όμως εδώ δεν βρισκόμαστε για αραλίκι. Εδώ επιβάλλεται τρεχαλητό μέχρι τελευταίας πνοής.
Αφήνουμε τις ξάπλες και πιάνουμε τις περιηγήσεις. Φτάνουμε σε μιαν ερημιά. Ένα ξέφωτο μέσα στη ζούγκλα. Κάπου, αντίκρυ μας, βλέπουμε ένα είδους φτάχτη. Και στην είσοδο έναν άνρθωπο πέρα από κάθε δυνατότητα περιγραφής.
«Μα, τι είναι αυτό το.. στοιχειό, απέναντι?
«Γαιοκτήμονας!»
΄Ελα Χριστέ μου! Πώς είναι έτσι? Κοντούλης, μαυριδερούλης, καμπουράκος, σταφιδιασμένος, μ΄ένα τόξο στο χέρι μεγαλύτερο από το μπόι του και... ολάνθιστος. Λουλουδένιος!!! ΄Ομως όχι όπως κι όπως. Από φρέσκα, άσπρα και κόκκινα λουλούδια, έχει φτιάξει δυο τεράστια... μπιφτέκια να τα πω? Χάμπουργκερ? Λουλουδάτες διπλές κοτσίδες? Κάτι τέτοιο, τέλως πάντων. Και τα έχει κρεμάσει στα πλαινά της κατσαρής κεφαλής του. Μόλις βλέπει το αυτοκίνητο ορμάει πάνω μας, όλος ένα πλατύ χαμόγελο και με το χέρι απλωμένο για χειραψία!.
Αφού τελειώνουν οι χαιρετούρες μπαίνουμε στον περιφραγμένο χώρο. Και, ω! του θαύματος! Βρισκόμαστε μέσα σ΄ ένα πραγματικό αγρόκτημα. Ο γεράκος καλλιεργεί διάφορα ζαρζαβάτια και είναι πολύ περήφανος γι΄ αυτά.
«Με βοηθούν και οι γυναίκες μου» λέει και σπρώχνει μπροστά δυο όντα, εξ ίσου σταφιδιασμένα. ΄Εχουν το πανωκόρμι γυμνό. Στα λογόνια τους κρέμονται χορταρένιες φούστες. Και στο κεφάλι τους –δεμένο μ΄ έναν παράξενο τρόπο που κάνει στην κορφή κόμπο- βρίσκεται ένα πλεμάτι, απ΄ αυτά που είδαμε να πλέκουν οι γυναίκες των «μακιγιέρ». Μοιάζουν πολύ γριες, με χαλαρές κοιλιές και στήθη, με κοντά και σταβά πόδια. Η θέα τους μας τρομάζει, Μας πλησιάζουν, ντροπαλές σαν κοπελλούδες και φυσικά μας τείνουν αυθόρμητα το χέρι.
«΄Αντε, πάλι, επαφές τρίτου τύπο» γκρινιάζει ο υποχόνδριος της παρέας. Ωστόσο απλώνει το χέρι, χαμογελώντας.
Χαζεύουμε το κτήμα κι απορούμε με την επιμονή αυτού του ανθρώπου να δαμάσει την ατίθαση ζούγκλα με τις καταστρεπτικές βροχές της, την ύπουλη υγρασία της, την εξοντωτική αλλαγής της θερμοκρασίας κι όλα των τρελλά των τροπικών.
Ο γεροντάκος –μα ήταν στ΄ αλήθεια γέρος? Σε τούτο το νησί αδύνατον να κάνεις υπολογισμούς ηλικιών! Κι ο σαραντάρης μοιάζει χούφταλο!- ο γεροντάκος λοιπόν, τρέχει συνεχώς ξωπίσω μας κι όλο κελαϊδάει κάτι ακαταλαβίστικα. Τελικά μας σταματάει και μας ειδοποιεί με νοήματα, πως θα κάνει τοξοβολία. Μας βάζει πίσω από την πλάτη του μετρώντας μας συγχρόνως, μην τύχει και κάποιος από μας βρεθεί ξαφνικά μπροστά στο στόχο του, και τον κάνει μακαρίτη. Με σβελτάδα και δύναμη νέου άντρα, τα κάνει όλα. Σηκώνει το βαρύ τόξο, βγάζει το βέλος από τη φαρέτρα, το τοποθετεί στο τόξο, το τεντώνει ανετότατα και ρίχνει. Και φυσικά κάνει διάνα!!! Θεέ μου να τον βλέπατε πώς πηδούσε από τη χαρά του!!! Σαν μικρό παιδί. Κρίμα που δεν είχα έτοιμη τη μηχανή μου να τον απαθανατίσω, καθώς πετιόταν στον αέρα, ένα τόσο δα πραματάκι μαυριδερό και ζαρωμένο, που όμως ήταν όλο ένα φωτεινό χαμόγελο ικανοποίησης!!!!
Η επίσκεψή μας τελειώνει. Συνοδεύντάς μας ως την πόρτα, μας σταματά μπροστά στο καλύβι του και μας καλεί να το επισκεφτούμε. Διπλωνόμαστε στα δυο και σκυφτοί μπαίνουμε σ΄ ένα χώρο θεοσκότεινο, χωρίς παράθυρο. ΄Οταν τα μάτια μας συνηθίζουν, διακρίνουμε σωρούς από κουρέλια. ΄Ενα χαμηλό ξύλινο κρεβάτι σ΄ όλο το μήκος της μιας πλευράς. Ψάθες κρεμασμένες στους τοίχους. ΄Ενα χοντρό δοκάρι στη μέση του δωματίου να συγκρατεί την οροφή και πυροστιά για τα βροχερά βράδυα.
Ξανασκύβουμε, βογγώντας, στο έβγα.
Πίσω μας ο φεουδάρχης βγαίνει κουβαλώντας κάτι τόσες δα κατακόκκινες ντοματούλες.
«Είναι από τη σοδειά μου. Μια για τον καθένα σας» λέει και μας προσφέρει από μια. Είναι ακριβώς είκοσι. ΄Οσοι κι εμείς. Βαστάμε το ντοματάκι συγκινημένοι αλλά δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε.
«Λέτε να περιμένει να το φάμε εδώ και τώρα? ΄Απλυτο κι αχτένιστο, του Χάρου δε το δίνω?»
« ΄Οταν πάτε στο ξενοδοχείο, πλύνετέ το και δοκιμάστε το. Είναι πεντανόστιμο.» μας σώζει ο ξεναγός, από την δύσκολη θέση που είμασταν.
Ξανά χειραψίες, ξανά χαμόγελα κι ένα σωρό «Γιούκουλουμ γιούπλα μπιάιντ» μας συνοδεύουν ως τις καμιονέττες μας. Ο γαιοκτήμονας μας ξεπροβαδίζει οικογενειακώς.
Φτάνουμε κατάκοποι στο ΄Αμπουα Λοτζ. Η Τζόυ και ο Πήτερ μας περιμένουν με ανυπομονησία. Είμαστε οι μονοι «καλεσμένοι» τους, και μας έχουν συντροφιά τα πρωινά και τα βράδυα.
«Ενδιαφέρουσα η μέρα σας?» ρωτούν
«Απερίγραπτη» απαντούμε
Μας καλούν να έρθουμε κοντά στο τζάκι, να πιούμε ένα τσάι ή έναν τονωτικό καφέ.
Χαλαρώνουμε και αρχίζουμε τον απολογισμό της ημέρας.
Οι περισσότεροι είναι γοητευμένοι από τους ζωγραφιστούς Χούλις
Εμένα όμως το μυαλό και η καρδιά μου έμειναν στον σταφιδιασμένο γεροντάκο με τη γενναιόδωρη καρδιά. Αυτή η ντοματούλα, που ακόμα βαστούσα, αντιπροσωπεύει σίγουρα όλη την αγωνία του Παπούα να τη δει να φυτρώνει, νε μεγαλώνει. Κλείνει μέσα της ένα όνειρο και μια προσδοκία. Τη χαρά της προσπάθειας.
Το άλλο πρωί έχουμε συγκινητικούς αποχαιρετισμούς. Η Τζόυ, από την ώρα του πρωινού είναι διαρκώς βουρκωμένη. Ο Πήτερ κι αυτός συγκινημένος, την κρατά στην αγκαλιά του. Τα χέρια κουνιούνται έξω από το αυτοκίνητο σ΄ έναν ύστατο αποχαιρετισμό, στην ευγένεια, την ομορφιά της ψυχής, στη μεγαλωσύνη της φύσης.
Αφήνουμε τις ξάπλες και πιάνουμε τις περιηγήσεις. Φτάνουμε σε μιαν ερημιά. Ένα ξέφωτο μέσα στη ζούγκλα. Κάπου, αντίκρυ μας, βλέπουμε ένα είδους φτάχτη. Και στην είσοδο έναν άνρθωπο πέρα από κάθε δυνατότητα περιγραφής.
«Μα, τι είναι αυτό το.. στοιχειό, απέναντι?
«Γαιοκτήμονας!»
΄Ελα Χριστέ μου! Πώς είναι έτσι? Κοντούλης, μαυριδερούλης, καμπουράκος, σταφιδιασμένος, μ΄ένα τόξο στο χέρι μεγαλύτερο από το μπόι του και... ολάνθιστος. Λουλουδένιος!!! ΄Ομως όχι όπως κι όπως. Από φρέσκα, άσπρα και κόκκινα λουλούδια, έχει φτιάξει δυο τεράστια... μπιφτέκια να τα πω? Χάμπουργκερ? Λουλουδάτες διπλές κοτσίδες? Κάτι τέτοιο, τέλως πάντων. Και τα έχει κρεμάσει στα πλαινά της κατσαρής κεφαλής του. Μόλις βλέπει το αυτοκίνητο ορμάει πάνω μας, όλος ένα πλατύ χαμόγελο και με το χέρι απλωμένο για χειραψία!.
Αφού τελειώνουν οι χαιρετούρες μπαίνουμε στον περιφραγμένο χώρο. Και, ω! του θαύματος! Βρισκόμαστε μέσα σ΄ ένα πραγματικό αγρόκτημα. Ο γεράκος καλλιεργεί διάφορα ζαρζαβάτια και είναι πολύ περήφανος γι΄ αυτά.
«Με βοηθούν και οι γυναίκες μου» λέει και σπρώχνει μπροστά δυο όντα, εξ ίσου σταφιδιασμένα. ΄Εχουν το πανωκόρμι γυμνό. Στα λογόνια τους κρέμονται χορταρένιες φούστες. Και στο κεφάλι τους –δεμένο μ΄ έναν παράξενο τρόπο που κάνει στην κορφή κόμπο- βρίσκεται ένα πλεμάτι, απ΄ αυτά που είδαμε να πλέκουν οι γυναίκες των «μακιγιέρ». Μοιάζουν πολύ γριες, με χαλαρές κοιλιές και στήθη, με κοντά και σταβά πόδια. Η θέα τους μας τρομάζει, Μας πλησιάζουν, ντροπαλές σαν κοπελλούδες και φυσικά μας τείνουν αυθόρμητα το χέρι.
«΄Αντε, πάλι, επαφές τρίτου τύπο» γκρινιάζει ο υποχόνδριος της παρέας. Ωστόσο απλώνει το χέρι, χαμογελώντας.
Χαζεύουμε το κτήμα κι απορούμε με την επιμονή αυτού του ανθρώπου να δαμάσει την ατίθαση ζούγκλα με τις καταστρεπτικές βροχές της, την ύπουλη υγρασία της, την εξοντωτική αλλαγής της θερμοκρασίας κι όλα των τρελλά των τροπικών.
Ο γεροντάκος –μα ήταν στ΄ αλήθεια γέρος? Σε τούτο το νησί αδύνατον να κάνεις υπολογισμούς ηλικιών! Κι ο σαραντάρης μοιάζει χούφταλο!- ο γεροντάκος λοιπόν, τρέχει συνεχώς ξωπίσω μας κι όλο κελαϊδάει κάτι ακαταλαβίστικα. Τελικά μας σταματάει και μας ειδοποιεί με νοήματα, πως θα κάνει τοξοβολία. Μας βάζει πίσω από την πλάτη του μετρώντας μας συγχρόνως, μην τύχει και κάποιος από μας βρεθεί ξαφνικά μπροστά στο στόχο του, και τον κάνει μακαρίτη. Με σβελτάδα και δύναμη νέου άντρα, τα κάνει όλα. Σηκώνει το βαρύ τόξο, βγάζει το βέλος από τη φαρέτρα, το τοποθετεί στο τόξο, το τεντώνει ανετότατα και ρίχνει. Και φυσικά κάνει διάνα!!! Θεέ μου να τον βλέπατε πώς πηδούσε από τη χαρά του!!! Σαν μικρό παιδί. Κρίμα που δεν είχα έτοιμη τη μηχανή μου να τον απαθανατίσω, καθώς πετιόταν στον αέρα, ένα τόσο δα πραματάκι μαυριδερό και ζαρωμένο, που όμως ήταν όλο ένα φωτεινό χαμόγελο ικανοποίησης!!!!
Η επίσκεψή μας τελειώνει. Συνοδεύντάς μας ως την πόρτα, μας σταματά μπροστά στο καλύβι του και μας καλεί να το επισκεφτούμε. Διπλωνόμαστε στα δυο και σκυφτοί μπαίνουμε σ΄ ένα χώρο θεοσκότεινο, χωρίς παράθυρο. ΄Οταν τα μάτια μας συνηθίζουν, διακρίνουμε σωρούς από κουρέλια. ΄Ενα χαμηλό ξύλινο κρεβάτι σ΄ όλο το μήκος της μιας πλευράς. Ψάθες κρεμασμένες στους τοίχους. ΄Ενα χοντρό δοκάρι στη μέση του δωματίου να συγκρατεί την οροφή και πυροστιά για τα βροχερά βράδυα.
Ξανασκύβουμε, βογγώντας, στο έβγα.
Πίσω μας ο φεουδάρχης βγαίνει κουβαλώντας κάτι τόσες δα κατακόκκινες ντοματούλες.
«Είναι από τη σοδειά μου. Μια για τον καθένα σας» λέει και μας προσφέρει από μια. Είναι ακριβώς είκοσι. ΄Οσοι κι εμείς. Βαστάμε το ντοματάκι συγκινημένοι αλλά δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε.
«Λέτε να περιμένει να το φάμε εδώ και τώρα? ΄Απλυτο κι αχτένιστο, του Χάρου δε το δίνω?»
« ΄Οταν πάτε στο ξενοδοχείο, πλύνετέ το και δοκιμάστε το. Είναι πεντανόστιμο.» μας σώζει ο ξεναγός, από την δύσκολη θέση που είμασταν.
Ξανά χειραψίες, ξανά χαμόγελα κι ένα σωρό «Γιούκουλουμ γιούπλα μπιάιντ» μας συνοδεύουν ως τις καμιονέττες μας. Ο γαιοκτήμονας μας ξεπροβαδίζει οικογενειακώς.
Φτάνουμε κατάκοποι στο ΄Αμπουα Λοτζ. Η Τζόυ και ο Πήτερ μας περιμένουν με ανυπομονησία. Είμαστε οι μονοι «καλεσμένοι» τους, και μας έχουν συντροφιά τα πρωινά και τα βράδυα.
«Ενδιαφέρουσα η μέρα σας?» ρωτούν
«Απερίγραπτη» απαντούμε
Μας καλούν να έρθουμε κοντά στο τζάκι, να πιούμε ένα τσάι ή έναν τονωτικό καφέ.
Χαλαρώνουμε και αρχίζουμε τον απολογισμό της ημέρας.
Οι περισσότεροι είναι γοητευμένοι από τους ζωγραφιστούς Χούλις
Εμένα όμως το μυαλό και η καρδιά μου έμειναν στον σταφιδιασμένο γεροντάκο με τη γενναιόδωρη καρδιά. Αυτή η ντοματούλα, που ακόμα βαστούσα, αντιπροσωπεύει σίγουρα όλη την αγωνία του Παπούα να τη δει να φυτρώνει, νε μεγαλώνει. Κλείνει μέσα της ένα όνειρο και μια προσδοκία. Τη χαρά της προσπάθειας.
Το άλλο πρωί έχουμε συγκινητικούς αποχαιρετισμούς. Η Τζόυ, από την ώρα του πρωινού είναι διαρκώς βουρκωμένη. Ο Πήτερ κι αυτός συγκινημένος, την κρατά στην αγκαλιά του. Τα χέρια κουνιούνται έξω από το αυτοκίνητο σ΄ έναν ύστατο αποχαιρετισμό, στην ευγένεια, την ομορφιά της ψυχής, στη μεγαλωσύνη της φύσης.
Attachments
-
161,5 KB Προβολές: 656