St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Σκάφη και... σκαφίδια)
- Κεφάλαιο 3ο (Παπουανές τουαλέτες)
- Κεφάλαιο 4ο (Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο)
- Κεφάλαιο 5ο (Μια νύχτα στο Καραγουάρι)
- Κεφάλαιο 6ο (Παπουασία, Εκεί που οι άνθρωποι μαγειρεύουν ανθρώπους)]Οι [B]κάτοικοι[/B
- Κεφάλαιο 7ο (Πρωινό με Μάγους και μαυροπίπερα)
- Κεφάλαιο 8ο («Πούνκτους», το χάραγμα του κροκόδειλου)
- Κεφάλαιο 9ο (Παπουανές πεοθήκες)
- Κεφάλαιο 10ο (Εμφύλιος)
- Κεφάλαιο 11ο (Της ζούγκλας οι εκπλήξεις)
- Κεφάλαιο 12ο (Οι άνθρωποι των χρωμάτων)
- Κεφάλαιο 13ο (Παπουανός Γαιοκτήμονας)
- Κεφάλαιο 14ο (Πού πάτε?)
- Κεφάλαιο 15ο (Στους λασπανθρώπους)
- Κεφάλαιο 16ο (Φεμινίστριες και προικοσύμφωνα)
- Κεφάλαιο 17ο (Τι ταξίδι κι αυτό!!)
Ο ήλιος έχει πια χαθεί, κι ένα μελαγχολικό μούχρωμα, τυλιγμένο μέσα σ΄ ένα τουλπάνι υγρασίας, πέφτει γρήγορα τριγύρω, καθώς αποβιβαζόμαστε στην ξύλινη προβλήτα του καταυλισμού. Ο Μπεν μας περιμένει χαμογελαστός στην αποβάθρα, μπροστά στο ανεκδιήγητο ημιφορτηγό σαραβαλάκι. Θα μας ανεβάσει στις καλύβες μας, αρκετά ψηλότερα από τις όχθες, σε δύο δόσεις. Βλέπει τα εκστασιασμένα μας πρόσωπα και χαμογελάει με κατανόηση. Σίγουρα έχει ξαναδεί τέτοια αλαφιασμένα βλέμματα.
«Σας άρεσε?»
«Μας μάγεψε!!!»
Η Μπέττυ, η σύζυγος του Μπερν μας προϋπαντεί μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο και τα κοκτέιλ έτοιμα. Μας προτείνει να βγούμε στον εξώστη της τραπεζαρίας για να πιούμε το ποτό μας.
«Έχει φεγγάρι απόψε» μας είπε «Έχετε αλήθεια ξαναχαρεί τη ζούγκλα στο φεγγαρόφωτο?»
Η βεράντα κρέμμεται πάνω από τη μαλακή πλαγιά που κατεβαίνει μέχρι την κοίτη. Το νερό γυαλίζει σαν ασημένια πλάτη φιδιού. Η ζούγκλα μοιάζει με παράξενον ωκεανό, γεμάτο μυστήριο και σκοτεινές προθέσεις. Τα πάντα ευωδιάζουν τούτη τη βραδυνή ώρα.Οι ήχοι λιγοστεύουν, χάνονται, κι η ατμόσφαιρα βρίσκεται θαρρείς σ΄ αναμονή. Μια μεγάλη αρχόντισσα έρχεται. Η Τροπική Νύκτα. Και ανεπάντεχα ξεσπούν χιλιάδες φωνές, εκατομμύρια ήχοι, η δροσιά φωλιάζει στα φύλλα, τα λογής ερπετά κάνουν ανατριχιαστικούς θορύβους, τα ζώα της ζούγκλας χαλούν τον κόσμο καθώς βγαίνουν στο σεργιάνι για τροφή και νερό. Μια νυκτερινή τροπική συναυλία, που κρατά μέχρι το πρωί…
Απίστευτα όμορφη αλλά και παράξενη περιοχή.
Ο ποταμός Σέπικ, μαζί με τον παραπόταμό του τον Καραγουάρι αποτελούν ένα μαγευτικό δίδυμο. Κοιλάδες, έλη, νησιά, λιμνοθάλασσες, ζούγκλες πυκνές, βλάστηση όλων των λογιών, ερπετά, κροκόδειλοι, πουλιά, είναι δικά τους δημιουργήματα. Και είναι, αληθινά σας το λέω, απερίγραπτα!
Αυτός ο χώρος έχει παράδοση στα ξυλόγλυπτα και γενικά σε ό,τι έχει σχέση με το σκάλισμα του ξύλου. ΄Ετσι, εκτός από τα διάφορα χειροτεχνήματα εδώ μπορεί κανείς να δει ένα περίεργο είδος πιρόγας, που κατασκευάζεται από γουφιασμένο κορμό δέντρου και σκαλίζεται εξωτερικά με πάρα πολύ μεράκι, με ό,τι βάλει η φαντασία του καλλιτέχνη.΄Ολα αυτά τα μυστηριώδη πλεούμενα, μοιάζουν με το σώμα του κροκοδείλου, που αφθονεί σε τούτα τα νερά. Τα κατασκευάσματα αυτά κινούνται αργά, σχεδόν γλιστρούν πάνω στην επιφάνεια, με τη βοήθεια ενός κουπιού σε σχήμα ποδιού πάπιας. Οι Παπουανοί είναι πολύ περήφανοι για τούτα τα έργα τους και μα την αλήθεια, έχουν δίκιο, είναι γραφικότατα.
Το Καραγουάρι Λοτζ είναι ένα συγκρότημα χορταρένιων καλυβιών των δύο διαμερισμάτων με κοινή βεράντα και θέα πάνω στο ποτάμι και την αντικρυνή ζούγκλα. Το σαλόνι και η τραπεζαρία του είναι σκέτο λαογραφικό μουσείο. Και τι δεν έχει μέσα! Δεκάδες ξυλόγλυπτα όλων των μεγεθών κρέμονται στους τοίχους και τα ταβάνια, δίνοντας στο χώρο όψη πολιτιστικού κέντρου και όχι ξενοδοχείου. Μέχρι και στολές που φορούν στις θρησκευτικές τελετές τους οι ιθαγενείς υπάρχουν εδώ μέσα. Τα τεράστια τραπέζια της τραπεζαρίας, που θυμίζουν μοναστηριακά κοινόβια, είναι έργο ντόπιων ξυλουργών. Οι καρέκλες του μπαρ είναι σαν θρόνοι πατριαρχικοί από μαύρο ξύλο μασίφ, ασήκωτες.
Το δείπνο μας είναι σερβιρισμένο. Πάνω στις κάτασπρες πετσέτες αναπαύονται περήφανοι τεράστιοι ολοπόρφυροι ιβίσκοι. Κάτω από τα δοκάρια της υψηλής οροφής «στάζουν» σαν χαρούμενη χρωματιστή βροχή τα λουλούδια της «πυρκαγιάς του δάσους», περασμένα σε μακρυές, λεπτές κλωστές. Τον εξωτισμό του παράξενου περιβάλλοντος συμπληρώνουν οι ντόπιοι σερβιτόροι, που γυμνοί από τη μέση και πάνω, μ΄ ένα σαρόνγκ και ξυπόλητοι, κυκλοφορούν αθόρυβα και χαμογελαστά ανάμεσά μας. Η μεριά του σαλονιού που βλέπει στο ποτάμι είναι όλη παράθυρα. Η θέα είναι συγκλονιστική αυτήν τη μυστηριακή ώρα του δειλινού.
Στεκόμαστε αμίλητοι, όρθιοι στη μέση του μεγάλου χώρου. Σχεδόν δεν πιστεύουμε τα μάτια μας.
Το ίδιο νοιώσαμε όταν είδαμε τις χορταρένιες βιλλίτσες μας.
Κούκλες, σχέτα μπιζουδάκια, πραγματικά υπέροχες.
Ο απαραίτητος ανεμιστήρας στο ταβάνι, με 6 ταχύτητες, σας παρακαλώ, και φυσικά η κουνουπιέρα, δίνουν μια αλλόκοτη όψη στο δωμάτιο. Στους τοίχους είναι κρεμασμένα θαυμάσια ξυλόγλυπτα ιθαγενών καλλιτεχνών και η μια πλευρά που «δίνει» στο ποτάμι, είναι όλο γυαλί με σίτα. Το μπάνιο τεράστιο και πεντακάθαρο. Περιττό να πω πως πετσέτες και σεντόνια αλλάζονταν κάθε μέρα.. Όλα ήταν διακριτικά και νοικοκυρεμένα.
Τούτη την ώρα όλα είναι δροσερά. Η άγρια κάψα της ημέρας υποχωρεί δίνοντας τη θέση της σε μια γλυκειά ψυχρίτσα, καλοδεχούμενη πάνω στους φρυγανισμένους από τον ήλιο ώμους μας.
Η βραδυνή συνάντηση της ομάδες μας για το δείπνο είναι πολύ όμορφη. Δυο μακρυά, λουλουδοστόλιστα τραπέζια φιλοξενούν τα είκοσι μέλη της συντροφιάς. Στα πιάτα μάς περιμένει ένα σουβλάκι από κάτασπρο, σφιχτό κρέας, του οποίου την προέλευση αδύνατο να εντοπίσουμε.
Σε άλλους θύμιζε ψαρικό, σε άλλους γαλοπούλα. Πάντως κρεατινό σουβλάκι σίγουρα δεν είναι. Μόνο κρέας δεν θυμίζει η γεύση του.
Δοκίμασα ένα δυο κομμάτια και παράτησα το υπόλοιπο.
«Δεν σ΄ αρέσει?» ρώτησε με ύφος πονηρό ο Μπεν
«Ε, δεν λέει και πολλά πράγματα…»
«Δεν κατάλαβες τι έφαγες?»
«Όχι!!»
«Μαντεύεις ίσως?» επέμενε
«Ούτε»
«Κροκόδειλο έφαγες» δηλώνει και με κοιτάζει κατάματα.
«Ψέμματα!!!» του λέω σοκαρισμένη. «Με κοροιδεύεις, έτσι δεν είναι?»
Η μεγαλειώδης κοιλιά του αυσταλού τραντάζεται από τα γέλια.
«Μην το πεις στους άλλους» άρχισε τις συνωμοσίες.
Οι άλλοι συνέχιζαν να ερίζουν για την καταγωγή του εδέσματος. Κάποιοι το βάλανε στην άκρη, άλλοι συνεχίζουν και ο Τζούλιο ζητά και δεύτερη μερίδα.
Τελικά ο Μπεν ξεφούρνισε το μυστικό και τα σχόλια κράτησαν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Διότι στο σουβλάκι, προσετέθη –όσο και να φαίνεται απίθανο- και γλύκισμα…. κροκοδείλου. Η βάση ήταν μια νόστιμη πηχτή κρέμα. Μέσα της ψιλοκομμένο κολυμπούσε το ποταμίσιο τέρας. Γευστικότατο το όντι, το κατασκεύασμα, όμως και μόνο η γνώση του τι στο καλό τρώγαμε, μας κράταγε τα σαγόνια ακίνητα.
Κατέβασα δυο κουταλίτσες και τέρμα. Άλλο δεν μπόρεσα
΄Ηθελε πολύ κουράγιο κι εγώ δεν το ΄χα.
Απορούσαμε πώς τρώνε το κρέας του κροκοδείλου, αφού θεωρείται σαν κάτι ιερό και παίζει σπουδαίο ρόλο στην μυθολογία τους. Πιστεύουν ότι οι κροκόδειλοι ήταν τα πρώτα πλάσματα της δημιουργίας, κι ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε μέσα από το... στόμα τους, γι΄ αυτό και θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει το πνεύμα του Καλού.
΄Υπνο δεν είχα και είπα να ρίξω μια ματιά στις σημειώσεις μου, γιατί από αύριο θ΄ αρχίσουν οι… εξετάσεις ανθρωπολογίας.
«Σας άρεσε?»
«Μας μάγεψε!!!»
Η Μπέττυ, η σύζυγος του Μπερν μας προϋπαντεί μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο και τα κοκτέιλ έτοιμα. Μας προτείνει να βγούμε στον εξώστη της τραπεζαρίας για να πιούμε το ποτό μας.
«Έχει φεγγάρι απόψε» μας είπε «Έχετε αλήθεια ξαναχαρεί τη ζούγκλα στο φεγγαρόφωτο?»
Η βεράντα κρέμμεται πάνω από τη μαλακή πλαγιά που κατεβαίνει μέχρι την κοίτη. Το νερό γυαλίζει σαν ασημένια πλάτη φιδιού. Η ζούγκλα μοιάζει με παράξενον ωκεανό, γεμάτο μυστήριο και σκοτεινές προθέσεις. Τα πάντα ευωδιάζουν τούτη τη βραδυνή ώρα.Οι ήχοι λιγοστεύουν, χάνονται, κι η ατμόσφαιρα βρίσκεται θαρρείς σ΄ αναμονή. Μια μεγάλη αρχόντισσα έρχεται. Η Τροπική Νύκτα. Και ανεπάντεχα ξεσπούν χιλιάδες φωνές, εκατομμύρια ήχοι, η δροσιά φωλιάζει στα φύλλα, τα λογής ερπετά κάνουν ανατριχιαστικούς θορύβους, τα ζώα της ζούγκλας χαλούν τον κόσμο καθώς βγαίνουν στο σεργιάνι για τροφή και νερό. Μια νυκτερινή τροπική συναυλία, που κρατά μέχρι το πρωί…
Απίστευτα όμορφη αλλά και παράξενη περιοχή.
Ο ποταμός Σέπικ, μαζί με τον παραπόταμό του τον Καραγουάρι αποτελούν ένα μαγευτικό δίδυμο. Κοιλάδες, έλη, νησιά, λιμνοθάλασσες, ζούγκλες πυκνές, βλάστηση όλων των λογιών, ερπετά, κροκόδειλοι, πουλιά, είναι δικά τους δημιουργήματα. Και είναι, αληθινά σας το λέω, απερίγραπτα!
Αυτός ο χώρος έχει παράδοση στα ξυλόγλυπτα και γενικά σε ό,τι έχει σχέση με το σκάλισμα του ξύλου. ΄Ετσι, εκτός από τα διάφορα χειροτεχνήματα εδώ μπορεί κανείς να δει ένα περίεργο είδος πιρόγας, που κατασκευάζεται από γουφιασμένο κορμό δέντρου και σκαλίζεται εξωτερικά με πάρα πολύ μεράκι, με ό,τι βάλει η φαντασία του καλλιτέχνη.΄Ολα αυτά τα μυστηριώδη πλεούμενα, μοιάζουν με το σώμα του κροκοδείλου, που αφθονεί σε τούτα τα νερά. Τα κατασκευάσματα αυτά κινούνται αργά, σχεδόν γλιστρούν πάνω στην επιφάνεια, με τη βοήθεια ενός κουπιού σε σχήμα ποδιού πάπιας. Οι Παπουανοί είναι πολύ περήφανοι για τούτα τα έργα τους και μα την αλήθεια, έχουν δίκιο, είναι γραφικότατα.
Το Καραγουάρι Λοτζ είναι ένα συγκρότημα χορταρένιων καλυβιών των δύο διαμερισμάτων με κοινή βεράντα και θέα πάνω στο ποτάμι και την αντικρυνή ζούγκλα. Το σαλόνι και η τραπεζαρία του είναι σκέτο λαογραφικό μουσείο. Και τι δεν έχει μέσα! Δεκάδες ξυλόγλυπτα όλων των μεγεθών κρέμονται στους τοίχους και τα ταβάνια, δίνοντας στο χώρο όψη πολιτιστικού κέντρου και όχι ξενοδοχείου. Μέχρι και στολές που φορούν στις θρησκευτικές τελετές τους οι ιθαγενείς υπάρχουν εδώ μέσα. Τα τεράστια τραπέζια της τραπεζαρίας, που θυμίζουν μοναστηριακά κοινόβια, είναι έργο ντόπιων ξυλουργών. Οι καρέκλες του μπαρ είναι σαν θρόνοι πατριαρχικοί από μαύρο ξύλο μασίφ, ασήκωτες.
Το δείπνο μας είναι σερβιρισμένο. Πάνω στις κάτασπρες πετσέτες αναπαύονται περήφανοι τεράστιοι ολοπόρφυροι ιβίσκοι. Κάτω από τα δοκάρια της υψηλής οροφής «στάζουν» σαν χαρούμενη χρωματιστή βροχή τα λουλούδια της «πυρκαγιάς του δάσους», περασμένα σε μακρυές, λεπτές κλωστές. Τον εξωτισμό του παράξενου περιβάλλοντος συμπληρώνουν οι ντόπιοι σερβιτόροι, που γυμνοί από τη μέση και πάνω, μ΄ ένα σαρόνγκ και ξυπόλητοι, κυκλοφορούν αθόρυβα και χαμογελαστά ανάμεσά μας. Η μεριά του σαλονιού που βλέπει στο ποτάμι είναι όλη παράθυρα. Η θέα είναι συγκλονιστική αυτήν τη μυστηριακή ώρα του δειλινού.
Στεκόμαστε αμίλητοι, όρθιοι στη μέση του μεγάλου χώρου. Σχεδόν δεν πιστεύουμε τα μάτια μας.
Το ίδιο νοιώσαμε όταν είδαμε τις χορταρένιες βιλλίτσες μας.
Κούκλες, σχέτα μπιζουδάκια, πραγματικά υπέροχες.
Ο απαραίτητος ανεμιστήρας στο ταβάνι, με 6 ταχύτητες, σας παρακαλώ, και φυσικά η κουνουπιέρα, δίνουν μια αλλόκοτη όψη στο δωμάτιο. Στους τοίχους είναι κρεμασμένα θαυμάσια ξυλόγλυπτα ιθαγενών καλλιτεχνών και η μια πλευρά που «δίνει» στο ποτάμι, είναι όλο γυαλί με σίτα. Το μπάνιο τεράστιο και πεντακάθαρο. Περιττό να πω πως πετσέτες και σεντόνια αλλάζονταν κάθε μέρα.. Όλα ήταν διακριτικά και νοικοκυρεμένα.
Τούτη την ώρα όλα είναι δροσερά. Η άγρια κάψα της ημέρας υποχωρεί δίνοντας τη θέση της σε μια γλυκειά ψυχρίτσα, καλοδεχούμενη πάνω στους φρυγανισμένους από τον ήλιο ώμους μας.
Η βραδυνή συνάντηση της ομάδες μας για το δείπνο είναι πολύ όμορφη. Δυο μακρυά, λουλουδοστόλιστα τραπέζια φιλοξενούν τα είκοσι μέλη της συντροφιάς. Στα πιάτα μάς περιμένει ένα σουβλάκι από κάτασπρο, σφιχτό κρέας, του οποίου την προέλευση αδύνατο να εντοπίσουμε.
Σε άλλους θύμιζε ψαρικό, σε άλλους γαλοπούλα. Πάντως κρεατινό σουβλάκι σίγουρα δεν είναι. Μόνο κρέας δεν θυμίζει η γεύση του.
Δοκίμασα ένα δυο κομμάτια και παράτησα το υπόλοιπο.
«Δεν σ΄ αρέσει?» ρώτησε με ύφος πονηρό ο Μπεν
«Ε, δεν λέει και πολλά πράγματα…»
«Δεν κατάλαβες τι έφαγες?»
«Όχι!!»
«Μαντεύεις ίσως?» επέμενε
«Ούτε»
«Κροκόδειλο έφαγες» δηλώνει και με κοιτάζει κατάματα.
«Ψέμματα!!!» του λέω σοκαρισμένη. «Με κοροιδεύεις, έτσι δεν είναι?»
Η μεγαλειώδης κοιλιά του αυσταλού τραντάζεται από τα γέλια.
«Μην το πεις στους άλλους» άρχισε τις συνωμοσίες.
Οι άλλοι συνέχιζαν να ερίζουν για την καταγωγή του εδέσματος. Κάποιοι το βάλανε στην άκρη, άλλοι συνεχίζουν και ο Τζούλιο ζητά και δεύτερη μερίδα.
Τελικά ο Μπεν ξεφούρνισε το μυστικό και τα σχόλια κράτησαν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Διότι στο σουβλάκι, προσετέθη –όσο και να φαίνεται απίθανο- και γλύκισμα…. κροκοδείλου. Η βάση ήταν μια νόστιμη πηχτή κρέμα. Μέσα της ψιλοκομμένο κολυμπούσε το ποταμίσιο τέρας. Γευστικότατο το όντι, το κατασκεύασμα, όμως και μόνο η γνώση του τι στο καλό τρώγαμε, μας κράταγε τα σαγόνια ακίνητα.
Κατέβασα δυο κουταλίτσες και τέρμα. Άλλο δεν μπόρεσα
΄Ηθελε πολύ κουράγιο κι εγώ δεν το ΄χα.
Απορούσαμε πώς τρώνε το κρέας του κροκοδείλου, αφού θεωρείται σαν κάτι ιερό και παίζει σπουδαίο ρόλο στην μυθολογία τους. Πιστεύουν ότι οι κροκόδειλοι ήταν τα πρώτα πλάσματα της δημιουργίας, κι ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε μέσα από το... στόμα τους, γι΄ αυτό και θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει το πνεύμα του Καλού.
΄Υπνο δεν είχα και είπα να ρίξω μια ματιά στις σημειώσεις μου, γιατί από αύριο θ΄ αρχίσουν οι… εξετάσεις ανθρωπολογίας.
Attachments
-
161,5 KB Προβολές: 656