Παπούα Νέα Γουινέα Γη των Παπούα

Μηνύματα
245
Likes
893

Ξύπνησα χαράματα.
Βγήκα μαχμουρλού στη βεράντα και...κοκκάλωσα! ΄Ολη η περιοχή, μαζί με το ποτάμι, ήταν μέσα σε πυκνό, γκριζογάλανο πούσι. Σε απόσταση είκοσι μέτρων τα πάντα ήταν κουκουλωμένα με ένα αδιαφανές τουλπάνι. Ούτε ποτάμι έβλεπα, ούτε δέντρα. Μονάχα ένα πουλουλένιο σύννεφο, που άγγιζε απαλά το χώμα.
Το μάτι μου πήρε κάμποσους από τους συνταξιδιώτες μου –με νυχτικά και με πυζάμες- να στέκουν άλαλοι στις βεράντες ή να περπατούν μέσα στον κήπο, ως εκεί που κατάφερναν να δουν.
Το φως ερχόταν σιγά σιγά. Και το ίδιο αργά άρχισαν να αχνοφαίνονται πρώτα οι κορφές των ψηλότερων δέντρων. Για μια στιγμή η ονειρική εικόνα χάθηκε καθώς το πούσι ξαφνικά ξαναπύκνωσε. ΄Ολα ξανατυλίχθηκαν στην πουπουλένια καταχνιά, σαν να τα κατάπιε δύναμη μαγική. Προλάβαμε να φωτογραφήσουμε τις πρώτες εικόνες.
Πριν περάσει μια ώρα, ο ουρανός πήρε να βάφεται ροδακινής. Η αυλαία της πρωινής παράστασης της φύσης είχε μόλις σηκωθεί και μας απεκάλυψε μιαν εικόνα συναρπαστική. Οι μηχανές μας αποτύπωσαν όλες τις φάσεις ενός μοναδικού θεατρικού έργου.
Απομείναμε μαγεμένοι να χαιρόμαστε το αναπάντεχο θέαμα.
Η ώρα μόλις 7 και εμείς, με τα νυχτικά ακόμα, χαζεύαμε τη χαραυγή της ζούγκλας.
Μας πήρε το άρωμα του καφέ και των ζεστών κρουασάν.
«Αμάν, παιδιά!!! είναι αληθινές οι μυρωδιές?!! » αναρωτηθήκαμε, με λαχτάρα, το ομολογώ.
Δυο ζευγάρια νεαρών Παπούα γυρίζουν ανάμεσα στα μπαγκαλόους και σερβίρουν φρεσκοψημένο καφέ, αχνιστά κρουασάν και μπριος!!!
Σαστίζουμε. Τι σόι φιλοξενία είναι αυτή στην καρδιά του άγριου νησιού?
Στρώνομαι στις άνετες πολυθρόνες του ξύλινου εξώστη και πίνω τον ωραιότερο καφέ της ζωής μου.
Στις 8 ξανασυναντηθήκαμε στην όμορφη τραπεζαρία για το τροπικό πρωινό μας. ΄Ενα πρωινό με όλων των λογιών τα δροσερά φρούτα της περιοχής. Τρώμε γρήγορα, γιατί ο Μπερν είναι κι όλας στο τιμόνι του σαραβαλακιού του και περιμένει την πρώτη ομάδα να την κατεβάσει στην προβλήτα. Σήμερα θα επισκεφθούμε τους μακρινότερους παράχθιους καταυλισμούς των ιθαγενών. Θα πάρουμε σβάρνα όλα τα χωριουδάκια, και όπου βρεθούμε το μεσημέρι θα κάνουμε πικ νικ μέσα στα πεζοναυτικά μας σκάφη, κάτω από την παχειά σκια των δέντρων του ποταμού.
Πρώτη μας στάση σ΄ ένα χωριό, Εγώ συνηθίζω να λέω «χωριά» τους μικρούς καταυλισμούς των ιθαγενών, με τα 10-20 σπίτια όλα κι όλα. Οι άντρες «ντυμένοι» με τα φύλα της συκής, στολισμένοι με κατακόκκινα λουλούδια και χρωματιστά φτερά, κάθονται πάνω σ΄ ένα μακρύ κορμό δέντρου. Ακουμπούν περήφανα πάνω στα ξύλινα κοντάρια τους, και περιμένουν να μας υποδεχθούν. Ο αρχηγός της πατριάς, ο γεροντότερος όλων των αρσενικών, φορεί περισσότερα πούπουλα στην κεφαλή του, κι έχει ύφος επίσημο, σχεδόν άγριο. Οι τριγυρινοί του προσπαθούν να τον μιμηθούν. Κι εμείς αρχίζουμε να νοιώθουμε άβολα...
Παρά τους φόβους μας οι άνθρωποι του χωριού μας αποδεικνύονται ήμεροι και ευγενικοί. Πολλοί μας χαιρετούν ακόμα και δια χειραψίας. Οι γυναίκες είναι μπογιατισμένες στο πρόσωπο και σ΄ όλο τους το σώμα. Είναι το αγαπημένο τους «μακιγιάζ», επίσημο και γιορταστικό, όταν πρόκειται να δεχθούν ξένους στον καταυλισμό. ΄Αλλες πλέκουν καλάθια, άλλες σαρώνουν τα καλύβια τους, άλλες θηλάζουν τα μικρά τους, ενώ συγχρόνως μαγειρεύουν πάνω από έναν λάκκο με φωτιά, κι άλλες πλένουν τα παιδιά τους στο ποτάμι...
Μας καλούν να μπούμε στα αχυροκάλυβά τους. Είναι μακρόστενες κατασκευές, στηριγμένες πάνω σε ψηλούς πασσάλους, ώστε να μην τους ενοχλεί η υγρασία και να αποφεύγουν τα φίδια, είδος που αφθονεί στο νησί. Κατά τα άλλα είναι σχεδόν άδεια, χωρίς παράθυρα, χωρίς έπιπλα, χωρίς κανένα στολίδι. Κάποια ξερά χόρτα σε μια γωνιά για στρώμα, μια πυροστιά στη μέση του χώρου για το μαγείρεμα, όταν έξω ρίχνει καλαπόδια, αλλά και για θαλπωρή τις ψυχρές νύχτες, και πλέον ου!!!
Κάποια στιγμή διαπιστώνουμε αναταραχή στον καταυλισμό. ΄Εφτασε ο Μάγος της φυλής. Θα διώξει τα κακά πνεύματα από έναν ιθαγενή που είναι άρρωστος. Ο ασθενής καταφθάνει, γονατίζει με την πλάτη γυρισμένη στο Μάγο και περιμένει. Γύρω μαζεύεται όλο το χωριό. Περιμένει κι αυτό. Μαζί τους, φυσικά, περιμένουμε κι εμείς. Ο Μάγος είναι μεγαλόπρεπος. Φορεί, βεβαίως, τις δυο χορταρένιες φούντες μπρος και πίσω, και στο κεφάλι έχει... περικεφαλαία, από χρωματιστά φτερά. Μασάει κάτι, προφανώς φύλλα ή σπόρους. Σκύβει τελετουργικά πάνω από από τη σκυμμένη πλάτη του αρρώστου, μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο, απλώνει τα χέρια σαν φτερούγες πουλιού πάνω από τον «πελάτη» και συχνά πυκνά φτύνει στα δεξιά του. Η θεραπεία κρατάει λίγο. Ο άρρωστος σηκώνεται, ευχαριστεί το θεραπευτή και το πλήθος διαλύεται.
«Από τι έπασχε ο άνθρωπος?» ρωτάμε τον ξεναγό
«Από πονοκεφάλους»
«Και γιατί ο Μάγος του πιλάτευε την πλάτη?»
«Μυστικό του Μάγου!! Εγώ ξεναγός είμαι...»

Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά, κι η ζέστη μας κόβει τα πόδια. Πάμε σε έναν καταυλισμό που έχει και σχολείο.
«Αν έχετε στυλό μαζί σας ή μπλόκ, μπορείτε άνετα να τα χαρίσετε στα παιδιά. Ο,τιδήποτε άλλο –φαγώσιμο, λιχουδιά, καραμέλλα- απαγορεύεται. Δεν χρειάζεται να γευόμαστε πράγματα που είναι εύκολο να ξαναβρούμε....» μας έδωσε οδηγίες ο ξεναγός.
Είμαστε όλοι βαθύτατα θλιμμένοι που κανείς δεν μας είπε ν΄ αγοράσουμε στο Πορτ Μόρεσμπι μερικά σχολικά είδη, για να τα δώσουμε στα πιτσιρίκια. Κρίμα!!!
Τα βαρκάκια σταματούν μπροστά σε μιαν απότομη όχθη. Με ζόρι σκαρφαλώνουμε την υγρή ανηφορική επιφάνεια.
Στο πλάτωμα μας υποδέχονται ο δάσκαλος κι ένα σμάρι παιδόπουλα, που μας τριγυρίζουν με γέλια και ξεφωνητά
«Pen please, pen!!!!”
Η ψυχή μου μάτωσε όταν τους δήλωνα πως δεν είχα
΄Ομως, περιέργως, το χαμόγελο δεν εγκατέλειψε τα προσωπάκια τους.
Ξαφνικά έκανα μια γκριμάτσα πόνου.
Χιλιάδες βελόνες τρυπούσαν τις γάμπες μου. Μου φάνηκε περίεργο, γιατί φορούσα παντελόνια. Σκύβω και τι να δω!!! Και τα δυο μπατζάκια είχαν γεμίσει εκατοντάδες σουβλερά αγκάθια που με ρήμαζαν. ΄Αρχισα να... μαδιέμαι αλλά τι να πρωτοβγάλω? Ο ιδρώτας σε λίγο κατέβαινε σε ρυάκια από τα μαλλιά μου και με τύφλωνε. Τα αγκάθια αμετακίνητα!!! Σαν άλογο που το τσιμπάει μυίγα, κόντευα να αφηνιάσω. Κι εκεί όπου μου ΄ρχόταν να μπήξω τα κλάματα, ορμούν πάνω μου όλα τα μαυράκια. Ως εκείνη την ώρα μ΄ έβλεπαν να παλεύω και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Μου κόπηκε η χολή από το φόβο. ΄Αρπαξα την τσάντα μου που είχα κάπου σαβουρνήξει και την κράτησα σφυχτά στην αγκαλιά μου. Τι ήθελαν από μένα? Δεν πρόλαβα καν να ρωτήσω. Πέσαν στα γόνατα μπροστά μου, άπλωσαν αποφασιστικά τα μπρατσάκια τους και δεκάδες μαύρα σβέλτα δαχτυλάκια άρχισαν να «τσιμπολογούν» τις ενοχλητικές βελόνες. Μέσα σ΄ ένα λεπτό στο παντελόνι μου δεν είχε μείνει ούτε δείγμα ξερού χόρτου!!!
«No more! No more!!” κελάηδησαν καθώς σηκώνονταν όρθια και με κοίταζαν ενθουσιασμένα. Μου ‘ρθε να τα αγκαλιάσω και να τα πνίξω στα φιλιά.
«Ελάτε για μια φωτογραφία» είπα, θέλοντας να τα ευχαριστήσω.
Στήθηκαν όλα γελαστά. Η μηχανή έκανε το γνωστό κλικ, κι αυτά αμέσως ξαναόρμησαν επάνω μου.
«Foto!!! Foto!!!” ξανακελάηδασαν, απλώνοντας τα χεράκια τους προς τη μηχανή.
Τα κοίταξα χαζά. Πού να τη βρω εκείνη την ώρα τη φωτογραφία?
Ο δάσκαλος μου έλυσε το άινιγμα. Η Πολαρόιντ ήταν το μυστικό.
«Οι αμερικάνοι τις συνηθίζουν πολύ και τα παιδιά περιμένουν τη φωτογραφία αμέσως...»
Για δεύτερη φορά, την ίδια μέρα, ήθελα να κλάψω. Δεν είχα τίποτε να τους δώσω. Μήτε στυλό, μήτε φωτογραφία.
«Ξέρετε, εγώ...» άρχισα
«Μη στεναχωριέστε», με διέκοψε, «θα τους εξηγήσω και θα καταλάβουν. Είναι πολύ έξυπνα παιδιά».
Το παπουανό σχολείο έχει ένα μονάχα τοίχο και μια μακρυά σκεπή. Ουσιαστικά είναι στο ύπαιθρο για να ‘χει δροσιά. Θρανία, πίνακας, ένας χάρτης και παιδικές ζωγραφιές. Διδάσκονται πίτζιν, αγγλικά, γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, γεωγραφία και τις παραδόσεις του τόπου τους. ΄Ισως από αυτά τα σχολειά να βγουν αύριο διαφορετικοί Παπούα, από αυτούς που εμείς γνωρίσαμε σήμερα.
Είναι πια προχωρημένο μεσημέρι, όταν με φωνές και γέλια αποχαιρετάμε τα αξιολάτρευτα μαυροπίπερα. Παρακολουθούν τα σκαφάκια μας ως την πρώτη κούρμπα του ποταμού, φωνάζοντας
«Γιούκουλουμ, γιουπλα μπιάιντ»!!!
 

Attachments

xenos

Member
Μηνύματα
2.414
Likes
804
Επόμενο Ταξίδι
Ν.Α Ασια
Ταξίδι-Όνειρο
Bανουατου/Tαιλανδη
Καταπληκτικο ταξιδι.
Και παλι συγχαρητηρια για την αφηγηση σας.
Περιμενω την συνεχεια πως και πως.
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Σκάφη και... σκαφίδια

Η New Neugini είναι ο εθνικός αερομεταφορέας της Παπούα. Τα αεροσκάφη του εσωτερικού είναι μικρά ελικοφόρα των 50-55 θέσεων. Πετούν στις δυο-τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού, εξυπηρετώντας κυρίως τους λευκούς κατοίκους, στην πλειονότητά τους Αυστραλούς. Αν κανείς θέλει να πετάξει μέσα στη ζούγκλα στους καταυλισμούς των ιθαγενών, τότε πρέπει να χρησιμοποιήσει ιδιωτικό αεροπλάνο των τεσσάρων ή 15 θέσεων αν πρόκειται για ομάδα. Κι αυτό συμβαίνει γιατί μέσα στη ζούγκλα δεν υπάρχουν αεροδρόμια κατάλληλα να δεχθούν μεγάλα αεροσκάφη.
Ενοχληθήκαμε όταν είδαμε να μας περιμένει ένα μικροσκοπικό «σκαφίδι»
«Αυτό είναι το αεροσκάφος?!!»
«Αυτό»
«΄Αλλο δεν υπάρχει?
«Δεν υπάρχει»
Αφρίζει-ξαφρίζει, το αποδεχθήκαμε, εφ΄όσον άλλη λύση δεν είχαμε.
Κάναμε το σταυρό μας και ανεβήκαμε.
Το σκαφάκι έκανε μια στάση, αδειάζοντας σε κάποιο κεφαλοχώρι τους μισούς περίπου επιβάτες, πήρε μερικούς άλλους, έως ότου, υπό καταρρακτώδη βροχή μας προσγείωσε στο Μάουντ Χάγκεν, σε μια «περίεργη» περιοχή, που μονάχα αερολιμένα δεν θύμιζε.
Δεν το πολυσκεφτήκαμε εκείνη τη στιγμή. Προείχε να μαζέψει ο καθείς το «έχει» του και, μουσκίδι, να χωθούμε μέσα σε μια σούδα, που στην αρχή τη νομίσαμε κάποιο διάδρομο, κάτι τις τέλως πάντων, που θα μας έφερνε στην κυρίως αίθουσα αναμονής.
Αλλά ω! της ατυχίας και ω! της σκευωρίας!!! «Αυτό» που εμείς θεωρούσαμε διάδρομο ήταν η πραγματική αίθουσα στην οποία υπήρχαν πέντε πλαστικές καρέκλες και μια ζυγαριά!!!!
«Τι είναι αυτό?» ρωτήσαμε τον αρχηγό μας.
«Αίθουσα αναμονής, παπουανής εμπνεύσεως, φυσικά» απάντησε ψυχραιμότατος.
Κοιταχτήκαμε τρομαγμένοι, όσοι τον ακούσαμε, γιατί στο μεταξύ ο χώρος γέμισε ντόπιους που μας κοίταζαν σαν να έβλεπαν τα περιεργότερα ζώα της δημιουργίας.
«Δε σας φαίνεται πως πολύς κόσμος ταξιδεύει?» ρώτησα κάνοντας τη χαλαρή....
«Μπα! Απλώς χαζεύουν εμάς και τα ʽσιδερένια πουλιάʼ» διευκρίνησε ο αρχηγός.
΄Ημαρτον Κύριε!!!!
«Μα είναι πλήθος» ξανα-είπα, αρχίζοντας ομολογουμένως να φοβάμαι
«Ε, τους αρέσει να χαζεύουν... ομαδικώς! Πειράζει?»
Ωραία ώρα για χιούμορ βρήκε κι αυτός, αλλά τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Μερικοί μας κοίταζαν μάλλον αδιάφορα, αλλά άλλοι με περιέργεια, που δεν μου καλοφαινόταν. Να ΄ταν ιδέα μου?
Τα άγρια πρόσωπα και η φρικτή μπόχα που ανάδιναν τα άπλυτα κορμιά τους, δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικοί παράγοντες για την ψυχική μου ηρεμία.
«Θεέ μου, γιατί βρωμούν έτσι?» παραπονέθηκε κάποιος
«Αν θες να ξέρεις, κι εμείς τους βρωμούμε» είπα με ύφος πολύξερης.
Είχα διαβάσει μια ιστορία στο βιβλίο ενός ρωσσο-αυστραλού ποιητή και λογοτέχνη, που έφτασε εδώ στα 1976 και, για να περάσει η ώρα, τους την είπα.
Κάποτε, σε μια ιεραποστολή, πήγαιναν συχνά όλοι οι φύλαρχοι της περιοχής για να συζητήσουν τα προβλήματα της κοινότητας.΄Ενας μονάχα φύλαρχος απόφευγε τις επισκέψεις ως ο διάβολος το θυμίαμα. ΄Εκανε την εμφάνισή του μονάχα όταν ήταν απόλυτη ανάγκη και φρόντιζε να φεύγει αμέσως μόλις τελείωνε τη δουλειά του. Τα μέλη της αποστολής το παρετήρησαν κι άρχισαν να ανησυχούν, γι΄ αυτό και αποφάσισαν να τον ρωτήσουν. «Μήπως είσαι θυμωμένος μαζί μας? Μήπως κάποιος σε προσέβαλε? Μήπως κάνουμε κάτι που δεν σου αρέσει?» «΄Οχι, όχι!!!» βιάστηκε να βεβαιώσει ο φύλαρχος, έτοιμος να το βάλει πάλι στα πόδια. «Τότε γιατί δεν μας επισκέπτεσαι συχνότερα?» τόλμησε ένας από τους λευκούς να ρωτήσει. «Μυρίζετε. Μυρίζετε πολύ, εσείς οι άσπροι, κι εγώ δεν αντέχω τη μυρωδιά σας!!!!»
«Ω!!! αυτό είναι σκέτη προσβολή!!!» εβόησαν οι ακηκοότες.
Αχ αυτή η καταραμένη έπαρση των λευκών!!!!
Τους άφησα να αναλύουν την κατάσταση περί μυρωδιάς της σάρκας και το μάτι μου στιλώθηκε στον ορίζοντα. Διότι δεν είναι ότι δεν βλέπω ορθόδοξο αεροδρόμιο, είναι ότι δεν βλέπω και αεροπλάνο. Κάθε πότε έχει δρομολόγια, μόνο τα παπουανά πνεύματα φαίνεται πως το γνωρίζουν.
Ο αρχηγός μάς είχε εξηγήσει ότι τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τους τουρίστες με δικά τους ιδιωτικά αεροπλάνα.
«Ειδοποιήθηκε με τον ασύρματο του αεροδρομίου το Karawari Lodge που θα μας φιλοξενήσει και στέλνει τα αεροπλανάκια του να μας παραλάβουν. Κάντε υπομονή» συμπλήρωσε «Εδώ κανείς δεν βιάζεται!!!»
Επί τέλους ήρθε η ώρα. Από στιγμή σε στιγμή το αεροπλάνο θα έφτανε
«Φορτωθείτε, όλα ανεξαιρέτως τα μπαγκάζια σας, κι ένας ένας ανεβείτε στην πλάστιγγα να σας ζυγίσουν!» μας έδωσαν την εντολή.
Μείναμε κόκκαλο!!
«Μα τι θα ζυγίσουν? Τα μπαγκάζια ή εμάς?»
«΄Ολα»
«Καλέ τι λές? Θʼ ανεβούμε κι εμείς στην πλάστιγγα? Τρελλάθηκες?»
«΄Αντε, άντε χωρίς πολλές κουβέντες! Πάρτε αγκαλιά τα κινητά περιουσιακά σας στοιχεία και σκαρφαλώστε στη ζυγαριά να σημειώσουν το βάρος σας... γενικώς!! Είμαι τώρα σαφής?» αγριέψε ο αρχηγός
«Τίποτε δεν είσαι!!! Εξήγησέ μας τι σημαίνει αυτό, που πρώτη φορά μας συμβαίνει!» απαιτήσαμε.
Μας το ΄πε και το μάθαμε.
Τα αεροπλάνα αυτά μπορούν να δεχθούν ορισμένο βάρος έμψυχων και άψυχων. Με το παραπανίσιο δεν σηκώνονται στον αέρα. Μετράνε λοιπόν τα βάρη για να δουν πόσους και ποιους θα βάλουν σε κάθε αεροπλάνο.
Μπρος λοιπόν όλοι μας στο ζυγό για να ανακαλύψουμε το... «ειδικό βάρος» του γκρουπ.
Την ώρα που ζυγιζόμασταν έφτασε στο αεροδρόμιο το πρώτο σκαφίδι μεγέθους... ζεμπιλιού. Ο πιλότος κατέβηκε και ήρθε τρέχοντας μέσα στη «σούδα» που είχε απαιτήσεις «αίθουσας αναψυχής».
«Θέλω τέσσερις και ξεκινάω αμέσως. Πίσω μου έρχεται κι άλλο αεροσκάφος!!!»
Κοιτάξαμε το... ζεμπίλι και σκεφτήκαμε «Πάλι καλά που δεν είπε ʽθέλω τέσσερις εθελοντέςʼ»
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Σας ευχαριστώ και γι΄ αυτήν τη θερμή υποδοχή σας.
Υπόσχομαι πως η συνέχεια θα είναι συναρπαστική.
Και, παρακαλώ, όχι πληθυντικός.
Μια παρέα είμαστε όλοι.
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Παπουανές τουαλέτες

Προσωπικά πολύ το ΄κανα κέφι να πετάξω μ΄ ένα... αυτοκινητάκι Subaru, πάνω απ΄ τη ζούγκλα. Θα ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, αν τελικά επιζούσα για να τη διηγούμαι.
Μέχρι να τοξεστομίσω, ο Τζούλιο, πιο αποφασιστικός και πιο ευέλικτος με πρόλαβε, ο άθλιος!!! Πήρε τη συντροφιά του και όρμησε με φωνές και γέλια στο σκαφίδι.
Σε λίγο το ιπτάμενο πλεμάτι ξεκολλούσε από τον αεροδιάδρομο, ενώ μέσα από τα παράθυρα τέσσερις ενθουσιασμένοι άνθρωποι μας αποχαιρετούσαν!!
«Θα μου το πληρώσετε» τσίριζα, ανταποδίδοντάς τους τον χαιρετισμό.
Μου είχαν πάρει τη μπουκιά από το στόμα. Το φύσαγα και δεν κρύωνε!
Το δεύτερο αεροσκάφος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ορθόδοξο», αφού είχε χωρητικότητα 15 ατόμων.
Καλοζυγιασμένοι και ανυπόμονοι, ανεβήκαμε.

Ξεκινάμε.
Κάτω από τα πόδια μας η ζούγκλα οργιάζει. Ποτάμια, με εκπληκτικές διακλαδώσεις την κόβουν με πλατειές μαχαιριές. Πουθενά δεν βλέπουμε πόλη, χωριό ή έστω καταυλισμό. Ξεχνάμε ότι η ζούγκλα, με την πυκνή και πανύψηλη βλάστησή της, κρύβει πολύ καλά, ό,τιδήποτε ζει μέσα σ΄ αυτήν.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πόση ώρα κρατά το παράξενο αυτό ταξίδι. Είμαι τόσο εντυπωσιασμένη από τα όσα μας έτυχαν ίσαμε τώρα, που χάνω κάθε αίσθηση χρόνου. Κάποια στιγμή το αεροπλανάκι αρχίζει να χαμηλώνει, αλλά αεροδρόμιο δεν ξεχωρίζω. Πού θα μας κατεβάσει ο χριστιανός? Ωστόσο το «πλεούμενο» όλο και χάνει ύψος και κάποια στιγμή το μάτι μου στέκει σε μια παραξενιά.
Κάτω υπάρχει ένα τεράστιο, καταπράσινο γήπεδο, που τελειώνει στις όχθες ενός σχετικά μεγάλου ποταμού. Γύρω από ένα αεροπλάνο, κάτι περίεργα και μισόγυμνα όντα, κινούνται σαν να χορεύουν.
«Παιδιά!!! Αν βλέπω καλά, εκεί κάτω είναι το αεροπλάνο του Τζούλιο!!» ξεφωνίζει κάποιος που έχει μάτι αστρίτη.
Μνήσθητί μου!!!! Μη μου πείτε πως οι ντόπιοι είδαν τα ΄σιδερένια πουλιά΄και βγήκαν σε προϋπάντησή μας!!! Θα τρελλαθώ. Τέτοιο πράμα δεν μου ΄χει ματατύχει στη ζωή μου.
«Πιλότε σταμάτα να κατέβω» φωνάζω ενθουσιασμένη, παραληρώντας. Δεν με κρατούν σαράντα άλογα!!! Επίσημη υποδοχή, Απίθανο!!!
Κι όμως έτσι ήταν.

΄Ολοι οι γειτονικοί καταυλισμοί ξεσηκώνονται κάθε φορά που βλέπουν αεροπλάνο. Στολίζονται με φρέσκα κατακόκκινα λουλούδια, παίρνουν παραμάσχαλα τα ξύλινα μουσικά τους όργανα, χτυπούν συναγερμό σε όλον τον καταυλισμό και, συν γυναιξί και τέκνοις, στην κυριολεξία, καταφθάνουν περιχαρείς στο γήπεδο που θα ΄καθίσουν τα σιδερένια πουλιά΄, αδειάζοντας τους ξένους. Απ΄ ότι κατάλαβα αυτές οι αφίξεις είναι η διασκέδαση των ντόπιων. Τις περιμένουν πώς και πώς. Είναι μια ευκαιρία να κάνουν κάτι άλλο από τα καθημερινά και συνηθισμένα, να ξεδώσουν, να δουν κανούρια πρόσωπα και να κάνουν επίδειξη των χορευτικών και μουσικών τους ικανοτήτων.

Κατεβαίνουμε δίνοντας ένα σάλτο από το σκαφίδι –ποιος μπορεί να περιμένει να του κατεβάσουν το σκαλάκι!- και ορμάμε στη χαρούμενη σύναξη.
Βλέπουμε και δεν πιστεύουμε.
Μικροί, μεγάλοι, άντρες γυναίκες, παιδάκια και βυζανιάρικα, φτιάχνουν τριάδες και χορεύουν σε κύκλους στους μονότονους ήχους των παράξενων ξύλινων οργάνων που είναι συνήθως κορμοί μπαμπού διαφόρων μεγεθών, για να δίνουν και διαφορετικούς μουσικούς τόνους.
Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το βάψιμο των προσώπων και των γυμνών μερών του σώματος. Ο καθείς και η κάθε μία, συναγωνίζονται σε πρωτοτυπία και φαντασία. ΄Ετσι, βλέπεις πρόσωπα ηλιαχτίδες, πρόσωπα τρίγωνα, κύκλους, τετράγωνα, λουλούδια και γυναικεία στήθη καμωμένα.... αλφαβητάρια.
Τρεις νεαρές κοπελλούδες γράφουν τα ονόματά τους πάνω στους τροφαντούς, εφηβικούς τους κόρφους. Είναι η Rosa, η Katy και η Mary!!! Κι είναι τρεις καλλονές των 13-14 ετών, σε ώρα γάμου δηλαδή, μια και αυτή είναι η ηλικία της παντριάς για τα κορίτσια. Μη σας φαίνεται παράξενο. Ο μέσος όρος ζωής εδώ, σπάνια ξεπερνάει τα πενήντα, άντε πενήντα πέντε χρόνια.
Φορούν, στα κατσαρά κοντοκουρεμένα μαλλιά τους, αυτό το εκπληκτικό φλογάτο λουλούδι, που από το χρώμα του το λένε «φωτιά του δάσους». Και στη μέση τους, πάνω στο χορταρένιο ζωνάρι που συγκρατεί το επίσης χορταρένιο φύλλο συκής, είναι καρφωμένοι ολοπόρφυροι ιβίσκοι. Κι όταν λέω ‘φύλλο συκής» το εννοώ, παρ΄ ότι δεν πρόκειται για ΄συκή΄, αλλά για ξεραμένα φύλλα φοινικιάς, καμωμένα φούντα!!
Κρεμούν μια τέτοια φούντα μπρος τους κι άλλη μια όμοια πίσω τους και η παπουανή τουαλέτα, εντάξη!!!! Ούτε πιέτες, ούτε εβαζέ, ούτε κλώς!!! Μονάχα καμμιά εικοσαριά ξεραμένα φοινικόφυλλα....
΄Ολος αυτός το κόσμος χορεύει γύρω από μας, για μας, κι εμείς δεν ξέρουμε πια τι να πρωτοχαζέψουμε και τι να πρωτοφωτογραφίσουμε. Φαντάζομαι ότι πρέπει να έχουμε την όψη ανθρώπων τελείως χαζών. ΄Εχουμε βαθύτατα συγκινηθεί από την ομορφιά του θεάματος που μας προσφέρουν τα καλοχτισμένα μελαψά κορμιά, κι από τις εκδηλώσεις των περίεργων αυτών ανθρώπων που εμείς τους πλησιάζουμε με κάποια επιφύλαξη – για να μην πω με κάποιο φόβο.

Ο Μπερν είναι ο Αυσταλός διευθυντής του Καραγουάρι Λοτζ, που θα είναι και το κατάλυμά μας, για 3 βραδιές. Υπομονετικός και γελαστός, έχει αθόρυβα συμμαζέψει τα μπαγκάζια που όλοι τα έχουμε ξεχάσει και, φυσικά εγκαταλείψει πίσω μας, μέσα στην τρέλλα που μας έπιασε μόλις αντικρύσαμε αυτό το απίθανο θέαμα.
Αφού τις φόρτωσε πάνω σε τρία... αποβατικά πεζοναυτικά σκάφη, μας πλησίασε να συστηθεί.
Βιαζόταν, γιατί δεν ήθελε να χάσουμε τη δύση στο ποτάμι και ίσα που προλαβαίναμε.
Χαιρετάμε τους ανθρώπους που μας υποδέχθηκαν και πηδάμε μέσα στα ... πεζοναυτικά σκάφη που μας περίμεναν.
Είναι φαρδειές, κατακόκκινες βάρκες που η πρύμνη και η πρώρα τους είναι κυριολεκτικά τετραγωνισμένες, όμοιες με τα αποβατικά σκάφη του αμερικανικού ναυτικού στο Β΄Παγκόσμιο πόλεμο.
Βάζουν μπρος τις μηχανές και ξεκινάμε.
Ο ήλιος είναι ακόμα αρκετά ψηλά.
Μα τότε γιατί βιαζόταν ο αυστραλός?
«Μα έχουμε ξενάγηση» μας λέει χαμογελώντας μυστηριωδώς.
Και ξενάγηση και ηλιοβασίλεμα...
Σαν πολλά δεν είναι για το τέλος μιας συναρπαστικής μέρας?
«Η περιπέτεια, η πραγματική περιπέτεια, τώρα αρχίζει...» μουρμουρίζω και χαλαρώνω...
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Τι να πω; Ενα μεγαλο ααααααχχχχ!
Ερση μου, ακόμα δεν διάβασες τίποτα! Σε λίγο θα σας μιλήσω για τούς τελευταίους ανθρωποφάγους τού Πλανήτη... Κι αυτό, πίστεψέ με , δεν είναι σχήμα λόγου! Οι άνθρωποι αυτοί, αντίθετα με τούς Φιτζιανούς, εξακολουθούν να τρώνε ανθρώπους! Αρκεί να σού θυμίσω τον φόβο τών Φιτζιανών φίλων μας, για τούς Παπουανούς....Σε λίγο τα νεώτερα...Σ' ευχαριστώ ωστόσο για τα καλά σου λόγια.
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο

Ο ποταμός Σέπικ είναι ο μεγαλύτερος του νησιού της Νέας Γουινέας. ΄Εχει την κύρια ροή του από τη δύση προς την ανατολή, όμως στο μήκος του σχηματίζεται ένα είδος αληθινής βεντάλιας με δεκάδες παραπόταμους που σκορπίζονται σ΄ ένα μεγάλο μέρος του νησιού. ΄Ενας από τους παραποτάμους αυτούς, στο βόρειο-δυτικό τμήμα και ίσως και το πιο ακραίο της Παπούα, είναι ο Καραγουάρι.
Οι περιοχές γύρω από τον Σέπικ αλλά και τους παραποτάμους του είναι και οι πιο πολιτισμένες, σύμφωνα πάντα με τα μέτρα του τόπου. Η αιτία είναι προφανής. Μια και προσφέρει την ευχέρεια της επικοινωνίας μεταξύ πολλών φυλών, έχει γίνει μοιραία ο χώρος που επηρεάζει την εθνική συνοχή του δύσβατου αυτού νησιού. Οι όχθες ποταμού και παραποτάμων είναι τα σημεία επαφής των ανθρώπων αυτών των περιοχών, οι οποίοι, αλλοιώτικα, θα ήταν απομονωμένοι, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ορεσίβιους. Ο φυσικός αυτός συγχρονισμός των φυλών τις κάνει φιλικές μεταξύ τους, και αμβλύνει τα πολεμοχαρή τους ένστικτα, τόσο ανεπτυγμένα στις φυλές της ορεινής ζούγκλας, που τις κάνουν άγριες και επικίνδυνες ακόμα και σήμερα.
Οι πληθυσμοί που ζουν πλάι στα νερά είναι φιλικοί, ευγενικοί, καθόλου επιθετικοί –κάτω πάντα από ομαλές συνθήκες, για να εξηγούμαστε- κι όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, είναι και πολύ φιλόξενοι. Θυμηθείτε πώς μας υποδέχθηκαν μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο στο Καραγουάρι.
΄Ετσι, στην περιοχή του Καραγουάρι έχει κανείς μια θαυμάσια ευκαιρία να γνωρίσει ένα μωσαϊκό φυλών με ήθη και έθιμα λίγο πολύ κοινά μεταξύ τους. Μπορεί να μιλήσει μαζί τους, να μπει στα σπίτια τους, να δει τέλος πάντων το ανθρώπινό τους πρόσωπο.

Πρώτο μας απόγευμα στο Καρακουάρι.
Μετά το κοκτέιλ του καλωσορίσματος, ο Μπερν έχει έτοιμο το ημιφορτηγό σαραβαλάκι του. Μας φορτώνει… χύδην στην καρότσα, που τραμπαλίζεται άγρια στις λακκούβες του μονοπατιού και μας κατεβάζει στην προβλήτα. Οι τρεις βάρκες μας περίμεναν με τις εξωλέμβιες αναμμένες. Πορευόμαστε προς το χωριό Κουντιμάν. Η φυλή είναι ειδοποιημένη από το Καραγουάρι Λοτζ και μας περιμένει.
Ο ποταμός αυτή την ώρα είναι ό,τι ειδυλλιακότερο μπορεί κανείς να φανταστεί. Καθώς ο ήλιος κατηφορίζει προς τη δύσει βάφει τα σύννεφα και αυτά καθρεφτίζονται στα νερά. Σε λίγο ο ποταμός μοιάζει με μια πολύχρωμη σερπαντίνα απλωμένη χιλιόμετρα μπροστά μας. Η βλάστηση στις όχθες είναι πυκνή. Σε μεριές – μεριές μοιάζει με τοίχος. Και φυσικά, πάνω σ΄ αυτόν τον καταπράσινο τοίχο που φτιάχνουν τα δέντρα και τα πανύψηλα φυτά, σκαρφαλώνουν αναρριχώμενες περικοκλάδες ολάνθιστες και χρωματιστές.
΄Εχουμε βουβαθεί μέσα στα βαρκάκια. Τη σιωπή σπαν μονάχα τα συχνά κλικ-κλικ των μηχανών μας.
Πλησιάζουμε στον καταυλισμό. Οι ιθαγενείς βγαίνουν με τα μονόξυλα για να μας προϋπαντήσουν. Τους χαιρετάμε με ενθουσιασμό. Μας αντιχαιρετούν και πρόθυμα ποζάρουν για φωτογράφιση.
Τα πεζοναυτικά μας σκαφάκια σκαρφαλώνουν με φόρα πάνω στις επικλινείς λασπωμένες όχθες, γαντζώνονται στέρεα και μας ‘αδειάζουν’ στη στεριά. ΄Ολο το χωριό, πάλι «συν γυναιξί και τέκνοις», είναι συγκεντρωμένο στο ξέφωτο του καταυλισμού. Τα σώματα όλων τους είναι βαμμένα με άσπρο πηλό. Χορεύουν τους ήχους μιας μονότονης μουσικής. Οι άντρες κρατούν στα χέρια ξύλινα κοντάρια και οι γυναίκες έχουν αγκαλιά τα μωρά τους. Τα μεγαλύτερα πηγαίνουν ντροπαλά πίσω από τις μανάδες τους και προσπαθούν κι αυτά να κινηθούν στο ρυθμό των ξύλινων οργάνων. ΄Ολοι φορούν φούστες από χλωρά ή ξερά χορτάρια –μα για ποιες φούστες μιλάω? Μια τούφα μπρος και μια πίσω είναι όλο κι όλο το κάλυμμά τους!- ενώ τα στήθη σερνικών και θηλυκών είναι εντελώς γυμνά. Με τις κινήσεις του χορού τους παριστάνουν κυρίως πολεμικές σκηνές που, για να ακριβολογήσουμε, είναι το κυνήγι ανθρώπινων κεφαλών, να σας χαρώ!!!
Στο μέγα νταβαντούρι που γίνεται, εμείς έχουμε ξεχάσει ολότελα τι σημαίνει «κυνήγι κεφαλών» ΄Ολοι μοιάζουν τόσο φιλικοί και καλοπροαίρετοι, που σχεδόν παύουμε να σκεφτόμαστε ότι αν, αν λέω, απομονώσουν κάποιον από μας μέσα στη ζούγκλα, πολύ εύκολα μπορούν να τον «περιποιηθούν» μαγειρεμένο ή έστω και ωμόν, αν πιστέψω όσα γράφουν οι ειδικοί για τις περιοχές αυτές.
΄Ετσι όπως ήμασταν όλοι οι λευκοί μαζεμένοι, νοιώσαμε παράλογα ασφαλείς. Ασφαλείς… 20 άσπροι άοπλοι, ανάμεσα σε περισσότερους από 100 οπλισμένους ιθαγενείς, έστω και το πάλαι ποτέ ανθρωποφάγους. Δηλαδή, πόσο πάλαι ποτέ. Μέχρι πριν 50 χρόνια, πριν 10 χρόνια, η μέχρι χθες?
Μετά τη μουσική και τη χορευτική επίδειξη του καλωσορίσματος, ο ντόπιος ξεναγός μας μάς μπάζει μέσα στο χωριό όπου, γυναίκες καθισμένες σταυροπόδι μπροστά σε μια χαμηλή φωτιά που καίει μέσα σε λάκκο ξέρηχο, μαγειρεύουν το περίφημο «σάγκο».
Το σάγκο είναι ψηλό δέντρο με κορμό εξωτερικά συνηθισμένο. Η ψίχα όμως του κορμού του είναι μια άσπρη, μαλακιά ουσία που μοιάζει λίγο με… αφρολέξ! Οι Παπούα χωρίζουν κάθετα τον κορμό –αφού φυσικά πρώτα τον κόψουν από τη ρίζα του- και με τέχνη «γδέρνουν» σιγά σιγά την ψύχα, συγκεντρώνοντάς την μέσα στο ίδιο ξύλο, που τώρα το έχουν πλέον γουφιάσει. Και με ένα μακρύ ξύλο, δίκην γουδοχεριού, την κοπανούν με δύναμη έως ότου γίνει το μείγμα ομοιόμορφο. Τότε, το απλώνουν στον ήλιο για να φύγει η υγρασία από τους χυμούς του φυτού, κι όταν αυτό το περίεργο κράμα ξεραθεί, μετατρέπεται σε χοντρή σκόνη. Αυτή τη σκόνη τη διηθίζουν με έναν τελείως πρωτόγονο αλλά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, την ξαναστεγνώνουν, κι έτσι έχουν ένα λεπτό, πεντακάθαρο άσπρο αλεύρι. Αυτό το αλεύρι, όταν το ρίξουν σε καυτό νερο, γίνεται ένα είδος υπόλευκου ζελέ που σιγά σιγά πήζει. Τότε είναι έτοιμο για μαγείρεμα. Μέσα σ΄ ένα ξέρηχο πήλινο τηγάνι, ρίχνουν μια μεγάλη κουταλιά του πρώην ζελέ και το στρώνουν με τέχνη έτσι, ώστε να σχηματίζεται μια λεπτή τηγανίτα στο μέγεθος και το σχήμα του τηγανιού. Όταν ψηθεί αρκετά, χωρίς να μαυρίσει, την αποσύρουν από το πήλινο σκεύος κι έχουν έτσι κάτι, σαν αυτό που η μάνα μου συνήθιζε να λέει «λαλαγγίτα».
Μας καίει όλους η περιέργεια να δοκιμάσουμε. Είναι όμως σοφό.? Το τι βρωμιά και μικρόβιο και σαλμονέλα θα ΄χει αυτή η λαλαγγίτα, ένας Θεός μόνο γνωρίζει.
«Βρε παιδιά, αφού έχει περάσει από φωτιά» προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες για να δοκιμάσουμε.
΄Ηδη ωστόσο ο ξεναγός μας έχει πάρει στα χέρια του μιαν ολόκληρη λαλαγγίτα, κόβει με τα ύποπτης καθαριότητας χέρια του μικρά κομμάτια και μας τα μοιράζει σαν …. αντίδωρο. Κάποιος τολμηρός το διακινδυνεύει. Χώνει στο στόμα του μια μπουκιά. Τον παρακολουθούμε όλοι τρομοκρατημένοι. Σχεδόν πιστεύουμε πως έχει καταπιεί το…. κώνειο!
«Ουφ! Αν δε ρισκάρουμε και κάτι, πώς θα αποκτήσουμε εμπειρίες?» λέει και χάφτει κι ένα δεύτερο κομμάτι. «Μωρέ, πολύ νόστιμο είναι τούτο! Δοκιμάστε σας λέω…»
΄Εχει δίκιο ο χριστιανός. Κόβω από μόνη μου, μέσα από το τηγάνι, ένα τόσο δα κομματάκι και ηρωικά το βάζω στο στόμα μου.
«΄Ημαρτον Κύριε!!» ξεφωνίζω κατάπληκτη. «Σκέτο τυρί φέτα είναι!!»
Με κοιτάζουν με δυσπιστία, υποθέτοντας προφανώς ότι έχω μεγάλη φαντασία.
«Μωρέ ακούστε που σας λέω… Σαν να τρώω τυρόπιτα…»
Ε, δεν νομίζω ότι έμεινε άνθρωπος από την ομάδα, με μυαλό. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι δοκιμάσαμε το παπουανό ψωμοτύρι και κανείς μας δεν έπαθε τίποτε.
΄Όμως η ώρα τρέχει. Μέσα στον καταυλισμό που βρίσκεται κάτω από σκιερά πανύψηλα δέντρα, έχει κιόλας σκοτεινιάσει. Καιρός να του δίνουμε. Νύχτα, ζούγκλα και καννιβαλισμός, δεν είναι καθόλου ρομαντικά πράγματα, πιστέψτε με.
Αποχαιρετάμε τους ευγενικούς μας φίλους που έρχονται ξωπίσω μας χορεύοντας πάντα, μπαίνουμε στις βάρκες και ξεκινάμε.
Οι Παπούα μένουν στην όχθη ως τη στιγμή που και το τελευταίο σκαφάκι χάνεται σε μια στροφή του ποταμού.
«Πού βρίσκομαι Θεέ μου!» μονολογώ.
«Και μην πεις πάλι «τσιμπάτε με» γιατί δεν κοιμάσαι. ΄Όλα είναι πραγματικά και δεν ονειρεύεσαι!!!» αρχίζουν την πλάκα οι φίλες μου
Και πόσο δίκιο έχουν! Πολύ συχνά τα όνειρα και η φαντασία αποδεικνύονται πολύ κατώτερα της πραγματικότητας.

Καθ΄ οδόν, βγάζω τις σημειώσεις μου και παίρνω να διαβάσω ένα κείμενο από τον Πάπυρο Λαρούς για τις διατροφικές συνήθειες των Παπούα.
Η εγκυκλοπαίδεια εις άπταιστον καθαρεύουσα, σημειώνει.
«Η γλυκοπατάτα είναι το βασικόν είδος διατροφής των Παπούα. Εις τα εκχερσωμένα όμως εδάφη, εντός του δάσους, καλλιεργούνται επίσης το ταρό, το ίγναμον –και μη με ρωτήσετε παρακαλώ σας, τι διάβολο είναι το ταρό και το άθλιο εκείνο ίγναμον- η βανανέα, το σακχαροκάλαμον, διάφορα λαχανικά και οπωροφόρα δέντρα. Εις τα παρακτίους πεδιάδας η καλλιέργεια του κοκκοφοίνικος και των μυτροξύλων –σε καμμία σοφή εγκυκλοπαίδεια δεν βρήκα τι στα κομμάτια είναι αυτό το μυτρόξυλο- ως και η αλιεία, εξασφαλίζουν άφθονον τροφήν πολλών φυλών του εσωτερικού. Η συλλογή σκωλήκων και καμπών, το κυνήγιον των σαυρών και των αγριοχοίρων, ο καννιβαλισμός μερικών φυλών αι οποίαι αγαπούν το ανθρώπινον κρέας, καρυκευμένον με σάγουτον, εξασφαλίζουν επίσης μερικάς προσφιλείς εις τους ιθαγενείς τροφάς…»
«Σάγουτον?!!!!! Θεούλη μου!!! Το σάγκο είναι!!!» ταύτισα τις λέξεις… Και το τρώνε ως καρύκευμα του….
Και το ‘φαγα…
Παναγιά μου!! Εμετός μου ‘ρχεται!!! Και να με συμπαθάτε….
Δεν λέω τίποτε… Κρύβω με τρόπο το χαρτί.
΄Ασε καλλίτερα να θυμούνται τη γεύση του τυριού…
 

Εκπομπές Travelstories

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.192
Μηνύματα
883.491
Μέλη
38.898
Νεότερο μέλος
χρυσανθη

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom