St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Σκάφη και... σκαφίδια)
- Κεφάλαιο 3ο (Παπουανές τουαλέτες)
- Κεφάλαιο 4ο (Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο)
- Κεφάλαιο 5ο (Μια νύχτα στο Καραγουάρι)
- Κεφάλαιο 6ο (Παπουασία, Εκεί που οι άνθρωποι μαγειρεύουν ανθρώπους)]Οι [B]κάτοικοι[/B
- Κεφάλαιο 7ο (Πρωινό με Μάγους και μαυροπίπερα)
- Κεφάλαιο 8ο («Πούνκτους», το χάραγμα του κροκόδειλου)
- Κεφάλαιο 9ο (Παπουανές πεοθήκες)
- Κεφάλαιο 10ο (Εμφύλιος)
- Κεφάλαιο 11ο (Της ζούγκλας οι εκπλήξεις)
- Κεφάλαιο 12ο (Οι άνθρωποι των χρωμάτων)
- Κεφάλαιο 13ο (Παπουανός Γαιοκτήμονας)
- Κεφάλαιο 14ο (Πού πάτε?)
- Κεφάλαιο 15ο (Στους λασπανθρώπους)
- Κεφάλαιο 16ο (Φεμινίστριες και προικοσύμφωνα)
- Κεφάλαιο 17ο (Τι ταξίδι κι αυτό!!)
Ξύπνησα χαράματα.
Βγήκα μαχμουρλού στη βεράντα και...κοκκάλωσα! ΄Ολη η περιοχή, μαζί με το ποτάμι, ήταν μέσα σε πυκνό, γκριζογάλανο πούσι. Σε απόσταση είκοσι μέτρων τα πάντα ήταν κουκουλωμένα με ένα αδιαφανές τουλπάνι. Ούτε ποτάμι έβλεπα, ούτε δέντρα. Μονάχα ένα πουλουλένιο σύννεφο, που άγγιζε απαλά το χώμα.
Το μάτι μου πήρε κάμποσους από τους συνταξιδιώτες μου –με νυχτικά και με πυζάμες- να στέκουν άλαλοι στις βεράντες ή να περπατούν μέσα στον κήπο, ως εκεί που κατάφερναν να δουν.
Το φως ερχόταν σιγά σιγά. Και το ίδιο αργά άρχισαν να αχνοφαίνονται πρώτα οι κορφές των ψηλότερων δέντρων. Για μια στιγμή η ονειρική εικόνα χάθηκε καθώς το πούσι ξαφνικά ξαναπύκνωσε. ΄Ολα ξανατυλίχθηκαν στην πουπουλένια καταχνιά, σαν να τα κατάπιε δύναμη μαγική. Προλάβαμε να φωτογραφήσουμε τις πρώτες εικόνες.
Πριν περάσει μια ώρα, ο ουρανός πήρε να βάφεται ροδακινής. Η αυλαία της πρωινής παράστασης της φύσης είχε μόλις σηκωθεί και μας απεκάλυψε μιαν εικόνα συναρπαστική. Οι μηχανές μας αποτύπωσαν όλες τις φάσεις ενός μοναδικού θεατρικού έργου.
Απομείναμε μαγεμένοι να χαιρόμαστε το αναπάντεχο θέαμα.
Η ώρα μόλις 7 και εμείς, με τα νυχτικά ακόμα, χαζεύαμε τη χαραυγή της ζούγκλας.
Μας πήρε το άρωμα του καφέ και των ζεστών κρουασάν.
«Αμάν, παιδιά!!! είναι αληθινές οι μυρωδιές?!! » αναρωτηθήκαμε, με λαχτάρα, το ομολογώ.
Δυο ζευγάρια νεαρών Παπούα γυρίζουν ανάμεσα στα μπαγκαλόους και σερβίρουν φρεσκοψημένο καφέ, αχνιστά κρουασάν και μπριος!!!
Σαστίζουμε. Τι σόι φιλοξενία είναι αυτή στην καρδιά του άγριου νησιού?
Στρώνομαι στις άνετες πολυθρόνες του ξύλινου εξώστη και πίνω τον ωραιότερο καφέ της ζωής μου.
Στις 8 ξανασυναντηθήκαμε στην όμορφη τραπεζαρία για το τροπικό πρωινό μας. ΄Ενα πρωινό με όλων των λογιών τα δροσερά φρούτα της περιοχής. Τρώμε γρήγορα, γιατί ο Μπερν είναι κι όλας στο τιμόνι του σαραβαλακιού του και περιμένει την πρώτη ομάδα να την κατεβάσει στην προβλήτα. Σήμερα θα επισκεφθούμε τους μακρινότερους παράχθιους καταυλισμούς των ιθαγενών. Θα πάρουμε σβάρνα όλα τα χωριουδάκια, και όπου βρεθούμε το μεσημέρι θα κάνουμε πικ νικ μέσα στα πεζοναυτικά μας σκάφη, κάτω από την παχειά σκια των δέντρων του ποταμού.
Πρώτη μας στάση σ΄ ένα χωριό, Εγώ συνηθίζω να λέω «χωριά» τους μικρούς καταυλισμούς των ιθαγενών, με τα 10-20 σπίτια όλα κι όλα. Οι άντρες «ντυμένοι» με τα φύλα της συκής, στολισμένοι με κατακόκκινα λουλούδια και χρωματιστά φτερά, κάθονται πάνω σ΄ ένα μακρύ κορμό δέντρου. Ακουμπούν περήφανα πάνω στα ξύλινα κοντάρια τους, και περιμένουν να μας υποδεχθούν. Ο αρχηγός της πατριάς, ο γεροντότερος όλων των αρσενικών, φορεί περισσότερα πούπουλα στην κεφαλή του, κι έχει ύφος επίσημο, σχεδόν άγριο. Οι τριγυρινοί του προσπαθούν να τον μιμηθούν. Κι εμείς αρχίζουμε να νοιώθουμε άβολα...
Παρά τους φόβους μας οι άνθρωποι του χωριού μας αποδεικνύονται ήμεροι και ευγενικοί. Πολλοί μας χαιρετούν ακόμα και δια χειραψίας. Οι γυναίκες είναι μπογιατισμένες στο πρόσωπο και σ΄ όλο τους το σώμα. Είναι το αγαπημένο τους «μακιγιάζ», επίσημο και γιορταστικό, όταν πρόκειται να δεχθούν ξένους στον καταυλισμό. ΄Αλλες πλέκουν καλάθια, άλλες σαρώνουν τα καλύβια τους, άλλες θηλάζουν τα μικρά τους, ενώ συγχρόνως μαγειρεύουν πάνω από έναν λάκκο με φωτιά, κι άλλες πλένουν τα παιδιά τους στο ποτάμι...
Μας καλούν να μπούμε στα αχυροκάλυβά τους. Είναι μακρόστενες κατασκευές, στηριγμένες πάνω σε ψηλούς πασσάλους, ώστε να μην τους ενοχλεί η υγρασία και να αποφεύγουν τα φίδια, είδος που αφθονεί στο νησί. Κατά τα άλλα είναι σχεδόν άδεια, χωρίς παράθυρα, χωρίς έπιπλα, χωρίς κανένα στολίδι. Κάποια ξερά χόρτα σε μια γωνιά για στρώμα, μια πυροστιά στη μέση του χώρου για το μαγείρεμα, όταν έξω ρίχνει καλαπόδια, αλλά και για θαλπωρή τις ψυχρές νύχτες, και πλέον ου!!!
Κάποια στιγμή διαπιστώνουμε αναταραχή στον καταυλισμό. ΄Εφτασε ο Μάγος της φυλής. Θα διώξει τα κακά πνεύματα από έναν ιθαγενή που είναι άρρωστος. Ο ασθενής καταφθάνει, γονατίζει με την πλάτη γυρισμένη στο Μάγο και περιμένει. Γύρω μαζεύεται όλο το χωριό. Περιμένει κι αυτό. Μαζί τους, φυσικά, περιμένουμε κι εμείς. Ο Μάγος είναι μεγαλόπρεπος. Φορεί, βεβαίως, τις δυο χορταρένιες φούντες μπρος και πίσω, και στο κεφάλι έχει... περικεφαλαία, από χρωματιστά φτερά. Μασάει κάτι, προφανώς φύλλα ή σπόρους. Σκύβει τελετουργικά πάνω από από τη σκυμμένη πλάτη του αρρώστου, μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο, απλώνει τα χέρια σαν φτερούγες πουλιού πάνω από τον «πελάτη» και συχνά πυκνά φτύνει στα δεξιά του. Η θεραπεία κρατάει λίγο. Ο άρρωστος σηκώνεται, ευχαριστεί το θεραπευτή και το πλήθος διαλύεται.
«Από τι έπασχε ο άνθρωπος?» ρωτάμε τον ξεναγό
«Από πονοκεφάλους»
«Και γιατί ο Μάγος του πιλάτευε την πλάτη?»
«Μυστικό του Μάγου!! Εγώ ξεναγός είμαι...»
Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά, κι η ζέστη μας κόβει τα πόδια. Πάμε σε έναν καταυλισμό που έχει και σχολείο.
«Αν έχετε στυλό μαζί σας ή μπλόκ, μπορείτε άνετα να τα χαρίσετε στα παιδιά. Ο,τιδήποτε άλλο –φαγώσιμο, λιχουδιά, καραμέλλα- απαγορεύεται. Δεν χρειάζεται να γευόμαστε πράγματα που είναι εύκολο να ξαναβρούμε....» μας έδωσε οδηγίες ο ξεναγός.
Είμαστε όλοι βαθύτατα θλιμμένοι που κανείς δεν μας είπε ν΄ αγοράσουμε στο Πορτ Μόρεσμπι μερικά σχολικά είδη, για να τα δώσουμε στα πιτσιρίκια. Κρίμα!!!
Τα βαρκάκια σταματούν μπροστά σε μιαν απότομη όχθη. Με ζόρι σκαρφαλώνουμε την υγρή ανηφορική επιφάνεια.
Στο πλάτωμα μας υποδέχονται ο δάσκαλος κι ένα σμάρι παιδόπουλα, που μας τριγυρίζουν με γέλια και ξεφωνητά
«Pen please, pen!!!!”
Η ψυχή μου μάτωσε όταν τους δήλωνα πως δεν είχα
΄Ομως, περιέργως, το χαμόγελο δεν εγκατέλειψε τα προσωπάκια τους.
Ξαφνικά έκανα μια γκριμάτσα πόνου.
Χιλιάδες βελόνες τρυπούσαν τις γάμπες μου. Μου φάνηκε περίεργο, γιατί φορούσα παντελόνια. Σκύβω και τι να δω!!! Και τα δυο μπατζάκια είχαν γεμίσει εκατοντάδες σουβλερά αγκάθια που με ρήμαζαν. ΄Αρχισα να... μαδιέμαι αλλά τι να πρωτοβγάλω? Ο ιδρώτας σε λίγο κατέβαινε σε ρυάκια από τα μαλλιά μου και με τύφλωνε. Τα αγκάθια αμετακίνητα!!! Σαν άλογο που το τσιμπάει μυίγα, κόντευα να αφηνιάσω. Κι εκεί όπου μου ΄ρχόταν να μπήξω τα κλάματα, ορμούν πάνω μου όλα τα μαυράκια. Ως εκείνη την ώρα μ΄ έβλεπαν να παλεύω και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Μου κόπηκε η χολή από το φόβο. ΄Αρπαξα την τσάντα μου που είχα κάπου σαβουρνήξει και την κράτησα σφυχτά στην αγκαλιά μου. Τι ήθελαν από μένα? Δεν πρόλαβα καν να ρωτήσω. Πέσαν στα γόνατα μπροστά μου, άπλωσαν αποφασιστικά τα μπρατσάκια τους και δεκάδες μαύρα σβέλτα δαχτυλάκια άρχισαν να «τσιμπολογούν» τις ενοχλητικές βελόνες. Μέσα σ΄ ένα λεπτό στο παντελόνι μου δεν είχε μείνει ούτε δείγμα ξερού χόρτου!!!
«No more! No more!!” κελάηδησαν καθώς σηκώνονταν όρθια και με κοίταζαν ενθουσιασμένα. Μου ‘ρθε να τα αγκαλιάσω και να τα πνίξω στα φιλιά.
«Ελάτε για μια φωτογραφία» είπα, θέλοντας να τα ευχαριστήσω.
Στήθηκαν όλα γελαστά. Η μηχανή έκανε το γνωστό κλικ, κι αυτά αμέσως ξαναόρμησαν επάνω μου.
«Foto!!! Foto!!!” ξανακελάηδασαν, απλώνοντας τα χεράκια τους προς τη μηχανή.
Τα κοίταξα χαζά. Πού να τη βρω εκείνη την ώρα τη φωτογραφία?
Ο δάσκαλος μου έλυσε το άινιγμα. Η Πολαρόιντ ήταν το μυστικό.
«Οι αμερικάνοι τις συνηθίζουν πολύ και τα παιδιά περιμένουν τη φωτογραφία αμέσως...»
Για δεύτερη φορά, την ίδια μέρα, ήθελα να κλάψω. Δεν είχα τίποτε να τους δώσω. Μήτε στυλό, μήτε φωτογραφία.
«Ξέρετε, εγώ...» άρχισα
«Μη στεναχωριέστε», με διέκοψε, «θα τους εξηγήσω και θα καταλάβουν. Είναι πολύ έξυπνα παιδιά».
Το παπουανό σχολείο έχει ένα μονάχα τοίχο και μια μακρυά σκεπή. Ουσιαστικά είναι στο ύπαιθρο για να ‘χει δροσιά. Θρανία, πίνακας, ένας χάρτης και παιδικές ζωγραφιές. Διδάσκονται πίτζιν, αγγλικά, γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, γεωγραφία και τις παραδόσεις του τόπου τους. ΄Ισως από αυτά τα σχολειά να βγουν αύριο διαφορετικοί Παπούα, από αυτούς που εμείς γνωρίσαμε σήμερα.
Είναι πια προχωρημένο μεσημέρι, όταν με φωνές και γέλια αποχαιρετάμε τα αξιολάτρευτα μαυροπίπερα. Παρακολουθούν τα σκαφάκια μας ως την πρώτη κούρμπα του ποταμού, φωνάζοντας
«Γιούκουλουμ, γιουπλα μπιάιντ»!!!
Βγήκα μαχμουρλού στη βεράντα και...κοκκάλωσα! ΄Ολη η περιοχή, μαζί με το ποτάμι, ήταν μέσα σε πυκνό, γκριζογάλανο πούσι. Σε απόσταση είκοσι μέτρων τα πάντα ήταν κουκουλωμένα με ένα αδιαφανές τουλπάνι. Ούτε ποτάμι έβλεπα, ούτε δέντρα. Μονάχα ένα πουλουλένιο σύννεφο, που άγγιζε απαλά το χώμα.
Το μάτι μου πήρε κάμποσους από τους συνταξιδιώτες μου –με νυχτικά και με πυζάμες- να στέκουν άλαλοι στις βεράντες ή να περπατούν μέσα στον κήπο, ως εκεί που κατάφερναν να δουν.
Το φως ερχόταν σιγά σιγά. Και το ίδιο αργά άρχισαν να αχνοφαίνονται πρώτα οι κορφές των ψηλότερων δέντρων. Για μια στιγμή η ονειρική εικόνα χάθηκε καθώς το πούσι ξαφνικά ξαναπύκνωσε. ΄Ολα ξανατυλίχθηκαν στην πουπουλένια καταχνιά, σαν να τα κατάπιε δύναμη μαγική. Προλάβαμε να φωτογραφήσουμε τις πρώτες εικόνες.
Πριν περάσει μια ώρα, ο ουρανός πήρε να βάφεται ροδακινής. Η αυλαία της πρωινής παράστασης της φύσης είχε μόλις σηκωθεί και μας απεκάλυψε μιαν εικόνα συναρπαστική. Οι μηχανές μας αποτύπωσαν όλες τις φάσεις ενός μοναδικού θεατρικού έργου.
Απομείναμε μαγεμένοι να χαιρόμαστε το αναπάντεχο θέαμα.
Η ώρα μόλις 7 και εμείς, με τα νυχτικά ακόμα, χαζεύαμε τη χαραυγή της ζούγκλας.
Μας πήρε το άρωμα του καφέ και των ζεστών κρουασάν.
«Αμάν, παιδιά!!! είναι αληθινές οι μυρωδιές?!! » αναρωτηθήκαμε, με λαχτάρα, το ομολογώ.
Δυο ζευγάρια νεαρών Παπούα γυρίζουν ανάμεσα στα μπαγκαλόους και σερβίρουν φρεσκοψημένο καφέ, αχνιστά κρουασάν και μπριος!!!
Σαστίζουμε. Τι σόι φιλοξενία είναι αυτή στην καρδιά του άγριου νησιού?
Στρώνομαι στις άνετες πολυθρόνες του ξύλινου εξώστη και πίνω τον ωραιότερο καφέ της ζωής μου.
Στις 8 ξανασυναντηθήκαμε στην όμορφη τραπεζαρία για το τροπικό πρωινό μας. ΄Ενα πρωινό με όλων των λογιών τα δροσερά φρούτα της περιοχής. Τρώμε γρήγορα, γιατί ο Μπερν είναι κι όλας στο τιμόνι του σαραβαλακιού του και περιμένει την πρώτη ομάδα να την κατεβάσει στην προβλήτα. Σήμερα θα επισκεφθούμε τους μακρινότερους παράχθιους καταυλισμούς των ιθαγενών. Θα πάρουμε σβάρνα όλα τα χωριουδάκια, και όπου βρεθούμε το μεσημέρι θα κάνουμε πικ νικ μέσα στα πεζοναυτικά μας σκάφη, κάτω από την παχειά σκια των δέντρων του ποταμού.
Πρώτη μας στάση σ΄ ένα χωριό, Εγώ συνηθίζω να λέω «χωριά» τους μικρούς καταυλισμούς των ιθαγενών, με τα 10-20 σπίτια όλα κι όλα. Οι άντρες «ντυμένοι» με τα φύλα της συκής, στολισμένοι με κατακόκκινα λουλούδια και χρωματιστά φτερά, κάθονται πάνω σ΄ ένα μακρύ κορμό δέντρου. Ακουμπούν περήφανα πάνω στα ξύλινα κοντάρια τους, και περιμένουν να μας υποδεχθούν. Ο αρχηγός της πατριάς, ο γεροντότερος όλων των αρσενικών, φορεί περισσότερα πούπουλα στην κεφαλή του, κι έχει ύφος επίσημο, σχεδόν άγριο. Οι τριγυρινοί του προσπαθούν να τον μιμηθούν. Κι εμείς αρχίζουμε να νοιώθουμε άβολα...
Παρά τους φόβους μας οι άνθρωποι του χωριού μας αποδεικνύονται ήμεροι και ευγενικοί. Πολλοί μας χαιρετούν ακόμα και δια χειραψίας. Οι γυναίκες είναι μπογιατισμένες στο πρόσωπο και σ΄ όλο τους το σώμα. Είναι το αγαπημένο τους «μακιγιάζ», επίσημο και γιορταστικό, όταν πρόκειται να δεχθούν ξένους στον καταυλισμό. ΄Αλλες πλέκουν καλάθια, άλλες σαρώνουν τα καλύβια τους, άλλες θηλάζουν τα μικρά τους, ενώ συγχρόνως μαγειρεύουν πάνω από έναν λάκκο με φωτιά, κι άλλες πλένουν τα παιδιά τους στο ποτάμι...
Μας καλούν να μπούμε στα αχυροκάλυβά τους. Είναι μακρόστενες κατασκευές, στηριγμένες πάνω σε ψηλούς πασσάλους, ώστε να μην τους ενοχλεί η υγρασία και να αποφεύγουν τα φίδια, είδος που αφθονεί στο νησί. Κατά τα άλλα είναι σχεδόν άδεια, χωρίς παράθυρα, χωρίς έπιπλα, χωρίς κανένα στολίδι. Κάποια ξερά χόρτα σε μια γωνιά για στρώμα, μια πυροστιά στη μέση του χώρου για το μαγείρεμα, όταν έξω ρίχνει καλαπόδια, αλλά και για θαλπωρή τις ψυχρές νύχτες, και πλέον ου!!!
Κάποια στιγμή διαπιστώνουμε αναταραχή στον καταυλισμό. ΄Εφτασε ο Μάγος της φυλής. Θα διώξει τα κακά πνεύματα από έναν ιθαγενή που είναι άρρωστος. Ο ασθενής καταφθάνει, γονατίζει με την πλάτη γυρισμένη στο Μάγο και περιμένει. Γύρω μαζεύεται όλο το χωριό. Περιμένει κι αυτό. Μαζί τους, φυσικά, περιμένουμε κι εμείς. Ο Μάγος είναι μεγαλόπρεπος. Φορεί, βεβαίως, τις δυο χορταρένιες φούντες μπρος και πίσω, και στο κεφάλι έχει... περικεφαλαία, από χρωματιστά φτερά. Μασάει κάτι, προφανώς φύλλα ή σπόρους. Σκύβει τελετουργικά πάνω από από τη σκυμμένη πλάτη του αρρώστου, μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο, απλώνει τα χέρια σαν φτερούγες πουλιού πάνω από τον «πελάτη» και συχνά πυκνά φτύνει στα δεξιά του. Η θεραπεία κρατάει λίγο. Ο άρρωστος σηκώνεται, ευχαριστεί το θεραπευτή και το πλήθος διαλύεται.
«Από τι έπασχε ο άνθρωπος?» ρωτάμε τον ξεναγό
«Από πονοκεφάλους»
«Και γιατί ο Μάγος του πιλάτευε την πλάτη?»
«Μυστικό του Μάγου!! Εγώ ξεναγός είμαι...»
Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά, κι η ζέστη μας κόβει τα πόδια. Πάμε σε έναν καταυλισμό που έχει και σχολείο.
«Αν έχετε στυλό μαζί σας ή μπλόκ, μπορείτε άνετα να τα χαρίσετε στα παιδιά. Ο,τιδήποτε άλλο –φαγώσιμο, λιχουδιά, καραμέλλα- απαγορεύεται. Δεν χρειάζεται να γευόμαστε πράγματα που είναι εύκολο να ξαναβρούμε....» μας έδωσε οδηγίες ο ξεναγός.
Είμαστε όλοι βαθύτατα θλιμμένοι που κανείς δεν μας είπε ν΄ αγοράσουμε στο Πορτ Μόρεσμπι μερικά σχολικά είδη, για να τα δώσουμε στα πιτσιρίκια. Κρίμα!!!
Τα βαρκάκια σταματούν μπροστά σε μιαν απότομη όχθη. Με ζόρι σκαρφαλώνουμε την υγρή ανηφορική επιφάνεια.
Στο πλάτωμα μας υποδέχονται ο δάσκαλος κι ένα σμάρι παιδόπουλα, που μας τριγυρίζουν με γέλια και ξεφωνητά
«Pen please, pen!!!!”
Η ψυχή μου μάτωσε όταν τους δήλωνα πως δεν είχα
΄Ομως, περιέργως, το χαμόγελο δεν εγκατέλειψε τα προσωπάκια τους.
Ξαφνικά έκανα μια γκριμάτσα πόνου.
Χιλιάδες βελόνες τρυπούσαν τις γάμπες μου. Μου φάνηκε περίεργο, γιατί φορούσα παντελόνια. Σκύβω και τι να δω!!! Και τα δυο μπατζάκια είχαν γεμίσει εκατοντάδες σουβλερά αγκάθια που με ρήμαζαν. ΄Αρχισα να... μαδιέμαι αλλά τι να πρωτοβγάλω? Ο ιδρώτας σε λίγο κατέβαινε σε ρυάκια από τα μαλλιά μου και με τύφλωνε. Τα αγκάθια αμετακίνητα!!! Σαν άλογο που το τσιμπάει μυίγα, κόντευα να αφηνιάσω. Κι εκεί όπου μου ΄ρχόταν να μπήξω τα κλάματα, ορμούν πάνω μου όλα τα μαυράκια. Ως εκείνη την ώρα μ΄ έβλεπαν να παλεύω και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Μου κόπηκε η χολή από το φόβο. ΄Αρπαξα την τσάντα μου που είχα κάπου σαβουρνήξει και την κράτησα σφυχτά στην αγκαλιά μου. Τι ήθελαν από μένα? Δεν πρόλαβα καν να ρωτήσω. Πέσαν στα γόνατα μπροστά μου, άπλωσαν αποφασιστικά τα μπρατσάκια τους και δεκάδες μαύρα σβέλτα δαχτυλάκια άρχισαν να «τσιμπολογούν» τις ενοχλητικές βελόνες. Μέσα σ΄ ένα λεπτό στο παντελόνι μου δεν είχε μείνει ούτε δείγμα ξερού χόρτου!!!
«No more! No more!!” κελάηδησαν καθώς σηκώνονταν όρθια και με κοίταζαν ενθουσιασμένα. Μου ‘ρθε να τα αγκαλιάσω και να τα πνίξω στα φιλιά.
«Ελάτε για μια φωτογραφία» είπα, θέλοντας να τα ευχαριστήσω.
Στήθηκαν όλα γελαστά. Η μηχανή έκανε το γνωστό κλικ, κι αυτά αμέσως ξαναόρμησαν επάνω μου.
«Foto!!! Foto!!!” ξανακελάηδασαν, απλώνοντας τα χεράκια τους προς τη μηχανή.
Τα κοίταξα χαζά. Πού να τη βρω εκείνη την ώρα τη φωτογραφία?
Ο δάσκαλος μου έλυσε το άινιγμα. Η Πολαρόιντ ήταν το μυστικό.
«Οι αμερικάνοι τις συνηθίζουν πολύ και τα παιδιά περιμένουν τη φωτογραφία αμέσως...»
Για δεύτερη φορά, την ίδια μέρα, ήθελα να κλάψω. Δεν είχα τίποτε να τους δώσω. Μήτε στυλό, μήτε φωτογραφία.
«Ξέρετε, εγώ...» άρχισα
«Μη στεναχωριέστε», με διέκοψε, «θα τους εξηγήσω και θα καταλάβουν. Είναι πολύ έξυπνα παιδιά».
Το παπουανό σχολείο έχει ένα μονάχα τοίχο και μια μακρυά σκεπή. Ουσιαστικά είναι στο ύπαιθρο για να ‘χει δροσιά. Θρανία, πίνακας, ένας χάρτης και παιδικές ζωγραφιές. Διδάσκονται πίτζιν, αγγλικά, γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, γεωγραφία και τις παραδόσεις του τόπου τους. ΄Ισως από αυτά τα σχολειά να βγουν αύριο διαφορετικοί Παπούα, από αυτούς που εμείς γνωρίσαμε σήμερα.
Είναι πια προχωρημένο μεσημέρι, όταν με φωνές και γέλια αποχαιρετάμε τα αξιολάτρευτα μαυροπίπερα. Παρακολουθούν τα σκαφάκια μας ως την πρώτη κούρμπα του ποταμού, φωνάζοντας
«Γιούκουλουμ, γιουπλα μπιάιντ»!!!
Attachments
-
161,5 KB Προβολές: 656