St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Σκάφη και... σκαφίδια)
- Κεφάλαιο 3ο (Παπουανές τουαλέτες)
- Κεφάλαιο 4ο (Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο)
- Κεφάλαιο 5ο (Μια νύχτα στο Καραγουάρι)
- Κεφάλαιο 6ο (Παπουασία, Εκεί που οι άνθρωποι μαγειρεύουν ανθρώπους)]Οι [B]κάτοικοι[/B
- Κεφάλαιο 7ο (Πρωινό με Μάγους και μαυροπίπερα)
- Κεφάλαιο 8ο («Πούνκτους», το χάραγμα του κροκόδειλου)
- Κεφάλαιο 9ο (Παπουανές πεοθήκες)
- Κεφάλαιο 10ο (Εμφύλιος)
- Κεφάλαιο 11ο (Της ζούγκλας οι εκπλήξεις)
- Κεφάλαιο 12ο (Οι άνθρωποι των χρωμάτων)
- Κεφάλαιο 13ο (Παπουανός Γαιοκτήμονας)
- Κεφάλαιο 14ο (Πού πάτε?)
- Κεφάλαιο 15ο (Στους λασπανθρώπους)
- Κεφάλαιο 16ο (Φεμινίστριες και προικοσύμφωνα)
- Κεφάλαιο 17ο (Τι ταξίδι κι αυτό!!)
Η New Neugini είναι ο εθνικός αερομεταφορέας της Παπούα. Τα αεροσκάφη του εσωτερικού είναι μικρά ελικοφόρα των 50-55 θέσεων. Πετούν στις δυο-τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού, εξυπηρετώντας κυρίως τους λευκούς κατοίκους, στην πλειονότητά τους Αυστραλούς. Αν κανείς θέλει να πετάξει μέσα στη ζούγκλα στους καταυλισμούς των ιθαγενών, τότε πρέπει να χρησιμοποιήσει ιδιωτικό αεροπλάνο των τεσσάρων ή 15 θέσεων αν πρόκειται για ομάδα. Κι αυτό συμβαίνει γιατί μέσα στη ζούγκλα δεν υπάρχουν αεροδρόμια κατάλληλα να δεχθούν μεγάλα αεροσκάφη.
Ενοχληθήκαμε όταν είδαμε να μας περιμένει ένα μικροσκοπικό «σκαφίδι»
«Αυτό είναι το αεροσκάφος?!!»
«Αυτό»
«΄Αλλο δεν υπάρχει?
«Δεν υπάρχει»
Αφρίζει-ξαφρίζει, το αποδεχθήκαμε, εφ΄όσον άλλη λύση δεν είχαμε.
Κάναμε το σταυρό μας και ανεβήκαμε.
Το σκαφάκι έκανε μια στάση, αδειάζοντας σε κάποιο κεφαλοχώρι τους μισούς περίπου επιβάτες, πήρε μερικούς άλλους, έως ότου, υπό καταρρακτώδη βροχή μας προσγείωσε στο Μάουντ Χάγκεν, σε μια «περίεργη» περιοχή, που μονάχα αερολιμένα δεν θύμιζε.
Δεν το πολυσκεφτήκαμε εκείνη τη στιγμή. Προείχε να μαζέψει ο καθείς το «έχει» του και, μουσκίδι, να χωθούμε μέσα σε μια σούδα, που στην αρχή τη νομίσαμε κάποιο διάδρομο, κάτι τις τέλως πάντων, που θα μας έφερνε στην κυρίως αίθουσα αναμονής.
Αλλά ω! της ατυχίας και ω! της σκευωρίας!!! «Αυτό» που εμείς θεωρούσαμε διάδρομο ήταν η πραγματική αίθουσα στην οποία υπήρχαν πέντε πλαστικές καρέκλες και μια ζυγαριά!!!!
«Τι είναι αυτό?» ρωτήσαμε τον αρχηγό μας.
«Αίθουσα αναμονής, παπουανής εμπνεύσεως, φυσικά» απάντησε ψυχραιμότατος.
Κοιταχτήκαμε τρομαγμένοι, όσοι τον ακούσαμε, γιατί στο μεταξύ ο χώρος γέμισε ντόπιους που μας κοίταζαν σαν να έβλεπαν τα περιεργότερα ζώα της δημιουργίας.
«Δε σας φαίνεται πως πολύς κόσμος ταξιδεύει?» ρώτησα κάνοντας τη χαλαρή....
«Μπα! Απλώς χαζεύουν εμάς και τα ʽσιδερένια πουλιάʼ» διευκρίνησε ο αρχηγός.
΄Ημαρτον Κύριε!!!!
«Μα είναι πλήθος» ξανα-είπα, αρχίζοντας ομολογουμένως να φοβάμαι
«Ε, τους αρέσει να χαζεύουν... ομαδικώς! Πειράζει?»
Ωραία ώρα για χιούμορ βρήκε κι αυτός, αλλά τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Μερικοί μας κοίταζαν μάλλον αδιάφορα, αλλά άλλοι με περιέργεια, που δεν μου καλοφαινόταν. Να ΄ταν ιδέα μου?
Τα άγρια πρόσωπα και η φρικτή μπόχα που ανάδιναν τα άπλυτα κορμιά τους, δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικοί παράγοντες για την ψυχική μου ηρεμία.
«Θεέ μου, γιατί βρωμούν έτσι?» παραπονέθηκε κάποιος
«Αν θες να ξέρεις, κι εμείς τους βρωμούμε» είπα με ύφος πολύξερης.
Είχα διαβάσει μια ιστορία στο βιβλίο ενός ρωσσο-αυστραλού ποιητή και λογοτέχνη, που έφτασε εδώ στα 1976 και, για να περάσει η ώρα, τους την είπα.
Κάποτε, σε μια ιεραποστολή, πήγαιναν συχνά όλοι οι φύλαρχοι της περιοχής για να συζητήσουν τα προβλήματα της κοινότητας.΄Ενας μονάχα φύλαρχος απόφευγε τις επισκέψεις ως ο διάβολος το θυμίαμα. ΄Εκανε την εμφάνισή του μονάχα όταν ήταν απόλυτη ανάγκη και φρόντιζε να φεύγει αμέσως μόλις τελείωνε τη δουλειά του. Τα μέλη της αποστολής το παρετήρησαν κι άρχισαν να ανησυχούν, γι΄ αυτό και αποφάσισαν να τον ρωτήσουν. «Μήπως είσαι θυμωμένος μαζί μας? Μήπως κάποιος σε προσέβαλε? Μήπως κάνουμε κάτι που δεν σου αρέσει?» «΄Οχι, όχι!!!» βιάστηκε να βεβαιώσει ο φύλαρχος, έτοιμος να το βάλει πάλι στα πόδια. «Τότε γιατί δεν μας επισκέπτεσαι συχνότερα?» τόλμησε ένας από τους λευκούς να ρωτήσει. «Μυρίζετε. Μυρίζετε πολύ, εσείς οι άσπροι, κι εγώ δεν αντέχω τη μυρωδιά σας!!!!»
«Ω!!! αυτό είναι σκέτη προσβολή!!!» εβόησαν οι ακηκοότες.
Αχ αυτή η καταραμένη έπαρση των λευκών!!!!
Τους άφησα να αναλύουν την κατάσταση περί μυρωδιάς της σάρκας και το μάτι μου στιλώθηκε στον ορίζοντα. Διότι δεν είναι ότι δεν βλέπω ορθόδοξο αεροδρόμιο, είναι ότι δεν βλέπω και αεροπλάνο. Κάθε πότε έχει δρομολόγια, μόνο τα παπουανά πνεύματα φαίνεται πως το γνωρίζουν.
Ο αρχηγός μάς είχε εξηγήσει ότι τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τους τουρίστες με δικά τους ιδιωτικά αεροπλάνα.
«Ειδοποιήθηκε με τον ασύρματο του αεροδρομίου το Karawari Lodge που θα μας φιλοξενήσει και στέλνει τα αεροπλανάκια του να μας παραλάβουν. Κάντε υπομονή» συμπλήρωσε «Εδώ κανείς δεν βιάζεται!!!»
Επί τέλους ήρθε η ώρα. Από στιγμή σε στιγμή το αεροπλάνο θα έφτανε
«Φορτωθείτε, όλα ανεξαιρέτως τα μπαγκάζια σας, κι ένας ένας ανεβείτε στην πλάστιγγα να σας ζυγίσουν!» μας έδωσαν την εντολή.
Μείναμε κόκκαλο!!
«Μα τι θα ζυγίσουν? Τα μπαγκάζια ή εμάς?»
«΄Ολα»
«Καλέ τι λές? Θʼ ανεβούμε κι εμείς στην πλάστιγγα? Τρελλάθηκες?»
«΄Αντε, άντε χωρίς πολλές κουβέντες! Πάρτε αγκαλιά τα κινητά περιουσιακά σας στοιχεία και σκαρφαλώστε στη ζυγαριά να σημειώσουν το βάρος σας... γενικώς!! Είμαι τώρα σαφής?» αγριέψε ο αρχηγός
«Τίποτε δεν είσαι!!! Εξήγησέ μας τι σημαίνει αυτό, που πρώτη φορά μας συμβαίνει!» απαιτήσαμε.
Μας το ΄πε και το μάθαμε.
Τα αεροπλάνα αυτά μπορούν να δεχθούν ορισμένο βάρος έμψυχων και άψυχων. Με το παραπανίσιο δεν σηκώνονται στον αέρα. Μετράνε λοιπόν τα βάρη για να δουν πόσους και ποιους θα βάλουν σε κάθε αεροπλάνο.
Μπρος λοιπόν όλοι μας στο ζυγό για να ανακαλύψουμε το... «ειδικό βάρος» του γκρουπ.
Την ώρα που ζυγιζόμασταν έφτασε στο αεροδρόμιο το πρώτο σκαφίδι μεγέθους... ζεμπιλιού. Ο πιλότος κατέβηκε και ήρθε τρέχοντας μέσα στη «σούδα» που είχε απαιτήσεις «αίθουσας αναψυχής».
«Θέλω τέσσερις και ξεκινάω αμέσως. Πίσω μου έρχεται κι άλλο αεροσκάφος!!!»
Κοιτάξαμε το... ζεμπίλι και σκεφτήκαμε «Πάλι καλά που δεν είπε ʽθέλω τέσσερις εθελοντέςʼ»
Ενοχληθήκαμε όταν είδαμε να μας περιμένει ένα μικροσκοπικό «σκαφίδι»
«Αυτό είναι το αεροσκάφος?!!»
«Αυτό»
«΄Αλλο δεν υπάρχει?
«Δεν υπάρχει»
Αφρίζει-ξαφρίζει, το αποδεχθήκαμε, εφ΄όσον άλλη λύση δεν είχαμε.
Κάναμε το σταυρό μας και ανεβήκαμε.
Το σκαφάκι έκανε μια στάση, αδειάζοντας σε κάποιο κεφαλοχώρι τους μισούς περίπου επιβάτες, πήρε μερικούς άλλους, έως ότου, υπό καταρρακτώδη βροχή μας προσγείωσε στο Μάουντ Χάγκεν, σε μια «περίεργη» περιοχή, που μονάχα αερολιμένα δεν θύμιζε.
Δεν το πολυσκεφτήκαμε εκείνη τη στιγμή. Προείχε να μαζέψει ο καθείς το «έχει» του και, μουσκίδι, να χωθούμε μέσα σε μια σούδα, που στην αρχή τη νομίσαμε κάποιο διάδρομο, κάτι τις τέλως πάντων, που θα μας έφερνε στην κυρίως αίθουσα αναμονής.
Αλλά ω! της ατυχίας και ω! της σκευωρίας!!! «Αυτό» που εμείς θεωρούσαμε διάδρομο ήταν η πραγματική αίθουσα στην οποία υπήρχαν πέντε πλαστικές καρέκλες και μια ζυγαριά!!!!
«Τι είναι αυτό?» ρωτήσαμε τον αρχηγό μας.
«Αίθουσα αναμονής, παπουανής εμπνεύσεως, φυσικά» απάντησε ψυχραιμότατος.
Κοιταχτήκαμε τρομαγμένοι, όσοι τον ακούσαμε, γιατί στο μεταξύ ο χώρος γέμισε ντόπιους που μας κοίταζαν σαν να έβλεπαν τα περιεργότερα ζώα της δημιουργίας.
«Δε σας φαίνεται πως πολύς κόσμος ταξιδεύει?» ρώτησα κάνοντας τη χαλαρή....
«Μπα! Απλώς χαζεύουν εμάς και τα ʽσιδερένια πουλιάʼ» διευκρίνησε ο αρχηγός.
΄Ημαρτον Κύριε!!!!
«Μα είναι πλήθος» ξανα-είπα, αρχίζοντας ομολογουμένως να φοβάμαι
«Ε, τους αρέσει να χαζεύουν... ομαδικώς! Πειράζει?»
Ωραία ώρα για χιούμορ βρήκε κι αυτός, αλλά τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Μερικοί μας κοίταζαν μάλλον αδιάφορα, αλλά άλλοι με περιέργεια, που δεν μου καλοφαινόταν. Να ΄ταν ιδέα μου?
Τα άγρια πρόσωπα και η φρικτή μπόχα που ανάδιναν τα άπλυτα κορμιά τους, δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικοί παράγοντες για την ψυχική μου ηρεμία.
«Θεέ μου, γιατί βρωμούν έτσι?» παραπονέθηκε κάποιος
«Αν θες να ξέρεις, κι εμείς τους βρωμούμε» είπα με ύφος πολύξερης.
Είχα διαβάσει μια ιστορία στο βιβλίο ενός ρωσσο-αυστραλού ποιητή και λογοτέχνη, που έφτασε εδώ στα 1976 και, για να περάσει η ώρα, τους την είπα.
Κάποτε, σε μια ιεραποστολή, πήγαιναν συχνά όλοι οι φύλαρχοι της περιοχής για να συζητήσουν τα προβλήματα της κοινότητας.΄Ενας μονάχα φύλαρχος απόφευγε τις επισκέψεις ως ο διάβολος το θυμίαμα. ΄Εκανε την εμφάνισή του μονάχα όταν ήταν απόλυτη ανάγκη και φρόντιζε να φεύγει αμέσως μόλις τελείωνε τη δουλειά του. Τα μέλη της αποστολής το παρετήρησαν κι άρχισαν να ανησυχούν, γι΄ αυτό και αποφάσισαν να τον ρωτήσουν. «Μήπως είσαι θυμωμένος μαζί μας? Μήπως κάποιος σε προσέβαλε? Μήπως κάνουμε κάτι που δεν σου αρέσει?» «΄Οχι, όχι!!!» βιάστηκε να βεβαιώσει ο φύλαρχος, έτοιμος να το βάλει πάλι στα πόδια. «Τότε γιατί δεν μας επισκέπτεσαι συχνότερα?» τόλμησε ένας από τους λευκούς να ρωτήσει. «Μυρίζετε. Μυρίζετε πολύ, εσείς οι άσπροι, κι εγώ δεν αντέχω τη μυρωδιά σας!!!!»
«Ω!!! αυτό είναι σκέτη προσβολή!!!» εβόησαν οι ακηκοότες.
Αχ αυτή η καταραμένη έπαρση των λευκών!!!!
Τους άφησα να αναλύουν την κατάσταση περί μυρωδιάς της σάρκας και το μάτι μου στιλώθηκε στον ορίζοντα. Διότι δεν είναι ότι δεν βλέπω ορθόδοξο αεροδρόμιο, είναι ότι δεν βλέπω και αεροπλάνο. Κάθε πότε έχει δρομολόγια, μόνο τα παπουανά πνεύματα φαίνεται πως το γνωρίζουν.
Ο αρχηγός μάς είχε εξηγήσει ότι τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τους τουρίστες με δικά τους ιδιωτικά αεροπλάνα.
«Ειδοποιήθηκε με τον ασύρματο του αεροδρομίου το Karawari Lodge που θα μας φιλοξενήσει και στέλνει τα αεροπλανάκια του να μας παραλάβουν. Κάντε υπομονή» συμπλήρωσε «Εδώ κανείς δεν βιάζεται!!!»
Επί τέλους ήρθε η ώρα. Από στιγμή σε στιγμή το αεροπλάνο θα έφτανε
«Φορτωθείτε, όλα ανεξαιρέτως τα μπαγκάζια σας, κι ένας ένας ανεβείτε στην πλάστιγγα να σας ζυγίσουν!» μας έδωσαν την εντολή.
Μείναμε κόκκαλο!!
«Μα τι θα ζυγίσουν? Τα μπαγκάζια ή εμάς?»
«΄Ολα»
«Καλέ τι λές? Θʼ ανεβούμε κι εμείς στην πλάστιγγα? Τρελλάθηκες?»
«΄Αντε, άντε χωρίς πολλές κουβέντες! Πάρτε αγκαλιά τα κινητά περιουσιακά σας στοιχεία και σκαρφαλώστε στη ζυγαριά να σημειώσουν το βάρος σας... γενικώς!! Είμαι τώρα σαφής?» αγριέψε ο αρχηγός
«Τίποτε δεν είσαι!!! Εξήγησέ μας τι σημαίνει αυτό, που πρώτη φορά μας συμβαίνει!» απαιτήσαμε.
Μας το ΄πε και το μάθαμε.
Τα αεροπλάνα αυτά μπορούν να δεχθούν ορισμένο βάρος έμψυχων και άψυχων. Με το παραπανίσιο δεν σηκώνονται στον αέρα. Μετράνε λοιπόν τα βάρη για να δουν πόσους και ποιους θα βάλουν σε κάθε αεροπλάνο.
Μπρος λοιπόν όλοι μας στο ζυγό για να ανακαλύψουμε το... «ειδικό βάρος» του γκρουπ.
Την ώρα που ζυγιζόμασταν έφτασε στο αεροδρόμιο το πρώτο σκαφίδι μεγέθους... ζεμπιλιού. Ο πιλότος κατέβηκε και ήρθε τρέχοντας μέσα στη «σούδα» που είχε απαιτήσεις «αίθουσας αναψυχής».
«Θέλω τέσσερις και ξεκινάω αμέσως. Πίσω μου έρχεται κι άλλο αεροσκάφος!!!»
Κοιτάξαμε το... ζεμπίλι και σκεφτήκαμε «Πάλι καλά που δεν είπε ʽθέλω τέσσερις εθελοντέςʼ»
Attachments
-
161,5 KB Προβολές: 656