St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 893
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Σκάφη και... σκαφίδια)
- Κεφάλαιο 3ο (Παπουανές τουαλέτες)
- Κεφάλαιο 4ο (Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο)
- Κεφάλαιο 5ο (Μια νύχτα στο Καραγουάρι)
- Κεφάλαιο 6ο (Παπουασία, Εκεί που οι άνθρωποι μαγειρεύουν ανθρώπους)]Οι [B]κάτοικοι[/B
- Κεφάλαιο 7ο (Πρωινό με Μάγους και μαυροπίπερα)
- Κεφάλαιο 8ο («Πούνκτους», το χάραγμα του κροκόδειλου)
- Κεφάλαιο 9ο (Παπουανές πεοθήκες)
- Κεφάλαιο 10ο (Εμφύλιος)
- Κεφάλαιο 11ο (Της ζούγκλας οι εκπλήξεις)
- Κεφάλαιο 12ο (Οι άνθρωποι των χρωμάτων)
- Κεφάλαιο 13ο (Παπουανός Γαιοκτήμονας)
- Κεφάλαιο 14ο (Πού πάτε?)
- Κεφάλαιο 15ο (Στους λασπανθρώπους)
- Κεφάλαιο 16ο (Φεμινίστριες και προικοσύμφωνα)
- Κεφάλαιο 17ο (Τι ταξίδι κι αυτό!!)
Μετά το απολαυστικό πρωινό μας, ξεκινήσαμε για τους περίφημους Λασπανθρώπους (Mudmen) της περιοχής του Μάουντ Χάγκεν. Τους ακούγαμε επί έξι μήνες στην Αθήνα, αλλά ουδείς ήταν σε θέση να μας πει τι ακριβώς ήταν. Τρελλοί? Βιτσιόζοι? Θρησκόληπτοι?
Και έφτασε ο καιρός να το ανακαλύψουμε
Κατά το μεσημέρι φτάσαμε.
Και μείναμε σύξυλοι. Μέχρι λουλουδένια αψίδα έφτιαξαν οι άνθρωποι για να μας καλωσορίσουν. Κάτω από την αψίδα ο φύλαρχος –ανθοστολισμένος σαν βάζο Κιουταχείας- μας απλώνει το χέρι γελαστός.
«Αμάν η διαστροφή τους!!» ξεφωνίζει ο υποχόνδριος, αλλά σπεύδει να σφίξει το βρώμικο και ροζιασμένο χέρι, χαμογελώντας μάλιστα πλατειά
Μας μπάζουν στον οικισμό και μας επιδεικνύουν τα χειροτεχνήματά τους. Είναι ξυλόγλυπτα και πέτρες ζωγραφισμένες με πουλιά και ζωάκια. Καθόμαστε σε πάγκους, κάτω από τα ψηλά δέντρα και περιμένουμε.
«Τι θα γίνει τώρα?» ρωτάμε τον ξεναγό
«Υπομονή, δεν είπαμε?»
Και εκεί που ανυποψίαστοι καθόμαστε και ξαποσταίνουμε κάτω από τον παχύ ίσκιο, ακούμε φωνές, ουρλιαχτά, φασαρία, κακό μεγάλο. Μπροστά μας πετιούνται καμμιά δεκαπενταριά φρικιά?... διαστημάνθρωποι? Πλάσματα κάποιου άλλου τερατώδους κόσμου? Δεν ξέρω! Πάντως εγώ ανατριχιάζω με αυτό που βλέπω. ΄Αντρες και γυναίκες είναι βουτηγμένοι σε υπόλευκη λάσπη. Μερικοί από αυτούς φορούν πάνω στα κεφάλια τους τεράστιες και φρικώδεις μάσκες, καμωμένες κι αυτές από πηλό. Τα χέρια τους είναι επίσης περίεργα. Είναι σαν να φορούν πήλινα γάντια, με πολύ μακριά δάκτυλα και νύχια.
Είναι φανερό πως είναι άντρες.
Οι γυναίκες, γυμνόστηθες, είναι κι αυτές πασαλειμμένες. Φορούν πολλές σειρές χάντρες στο λαιμό τους, και κινούνται σ΄ έναν παράξενο ρυθμό, που μοιάζει κάτι μεταξύ χορού και τελετουργικού βαδίσματος.
«Παναγιά μου, πρόφτασε!!! Τι είναι, καλέ όλοι αυτοί?» αναρωτιόμαστε έντρομοι.
«Παράδοση» απαντά γαλήνια ο παπουανός και περιμένει από μας να το καταλάβουμε.
«Και τι θα πει αυτό?»
«Αυτό θα πει ότι οι φυλές μας, εδώ πάνω, είναι θύματα των πολεμικών τους ενστίκτων. Το είδατε, άλλωστε και μόνοι σας. Για ψύλλου πήδημα και συχνά χωρίς καν δικαιολογία, αρπαζόμαστε και γινόμαστε μπάχαλο. Πριν λοιπόν, πολλά πολλά χρόνια, οι κάτοικοι ενός χωριού όρμησαν σε γειτονικό καταυλισμό την ώρα που οι άντρες έλειπαν στις δουλειές τους και άρπαξαν τις γυναίκες και τα παιδιά. Γύρισαν οι αρσενικοί το βράδυ και τραβούσαν τα μαλλιά τους. «Τι έγιναν τα γυναικόπαιδα?» Κάποιος που είχε από μακριά παρακολουθήσει την αρπαγή τους φώτισε. «Οι γείτονες». Δεν μπορούσα να κάνουν πόλεμο, γιατί οι γείτονες ήταν αριθμητικά περισσότεροι. Οπότε επιστράτευσαν την πονηριά. Μόλις νύχτωσε, κυλίστηκαν όλοι μέσα στη λάσπη, έφτιαξαν μάσκες τρομακτικές, σαν αυτές που βλέπετε και τα μεσάνυχτα έκαναν γιουρούσι έτσι, σαν πλάσματα διαβολικά, πάνω στους γείτονές τους.»
Η συνέχεια ήταν εύκολα αντιληπτή. Οι γείτονες σπαζοχόλιασαν και έντρομοι παράτησαν τους αιχμαλώτους και πήραν μαύρο δρόμο, να χωθούν στη ζούγκλα, να γλυτώσουν από τα εκδικητικά στοιχειά. Τα γυναικόπαιδα γύρισαν πίσω στα καλύβια τους και ήταν όλοι ευτυχισμένοι. ΄Εκτοτε, σε ανάμνηση εκείνου του γεγονότος, οι άνθρωποι της περιοχής σε κάθε γιορτή ή σε κάθε εξαιρετική περίπτωση, όπως είναι η υποδοχή φίλων ή ξένων, εμφανιζονται έτσι και κάνουνε γιουρούσι.
Θαυμάζει το πνεύμα μας
«Μωρέ δια δες τι σκαρφίζονται οι άνθρωποι στην απελπισία τους!!»
Οι ορεσίβιοι Παπούα χορεύουν μπροστά μας κι εμείς φωτογραφίζουμε αχόρταγα.
Τέτοιο θέαμα!!
Η σκηνή παριστάνει πόλεμο, απ΄ όπου δε λείπουν, φυσικά, οι νεκροί, που τους περιμαζεύει μετά το μακελλειό, το αντίπαλο στρατόπεδο με κλαυθμούς και οδυρμούς. Ολολύζουν οι λασπωμένες γυναίκες πάνω στα πτώματα των αγαπημένων τους και είναι τρομακτικός ο θρήνος τους. Σχεδόν ξεχνάμε ότι πρόκειται για παράσταση. Και στο τέλος, οι νικητές για να γιορτάσουν, ανάβουν φωτιές με τον αρχέγονο τρόπο, που μας γυρίζει χιλιάδες χρόνια πίσω. Δια της τριβής!!!
Ακουμπούν ένα κομμάτι μπαμπού καταγής, πάνω σε μια μικρή στοίβα φρύγανων, περνούν κάτω από το καλάμι ένα κομμάτι σχοινιού, καμωμένου από ρίζες ελαστικές, πατούν με τα πέλματα τις δυο άκρες του μπαμπού και τρίβουν γρήγορα το σχοινί πάνω κάτω με τα δυο τους χέρια. Σε χρόνο μηδέν, τα φρύγανα αρχίζουν να καπνίζουν. Η φωτιά έχει ανάψει!!
Φεύγουμε εντυπωσιασμένοι αλλά και κομματάκι αγριεμένοι.
Καταλαβαίνουμε απόλυτα την τρομάρα που πήραν τα χαιβάνια, οι άπληστοι γείτονες, όταν είδαν μπροστά τους αυτά τα εξώκοσμα όντα.
Εδώ εμείς κοντέψαμε να μείνουμε από τη λαχτάρα μας, μέρα μεσημέρι. Σκέφτεστε να μας έκαναν αυτή την επίδειξη το μεσονύχτι?
Και έφτασε ο καιρός να το ανακαλύψουμε
Κατά το μεσημέρι φτάσαμε.
Και μείναμε σύξυλοι. Μέχρι λουλουδένια αψίδα έφτιαξαν οι άνθρωποι για να μας καλωσορίσουν. Κάτω από την αψίδα ο φύλαρχος –ανθοστολισμένος σαν βάζο Κιουταχείας- μας απλώνει το χέρι γελαστός.
«Αμάν η διαστροφή τους!!» ξεφωνίζει ο υποχόνδριος, αλλά σπεύδει να σφίξει το βρώμικο και ροζιασμένο χέρι, χαμογελώντας μάλιστα πλατειά
Μας μπάζουν στον οικισμό και μας επιδεικνύουν τα χειροτεχνήματά τους. Είναι ξυλόγλυπτα και πέτρες ζωγραφισμένες με πουλιά και ζωάκια. Καθόμαστε σε πάγκους, κάτω από τα ψηλά δέντρα και περιμένουμε.
«Τι θα γίνει τώρα?» ρωτάμε τον ξεναγό
«Υπομονή, δεν είπαμε?»
Και εκεί που ανυποψίαστοι καθόμαστε και ξαποσταίνουμε κάτω από τον παχύ ίσκιο, ακούμε φωνές, ουρλιαχτά, φασαρία, κακό μεγάλο. Μπροστά μας πετιούνται καμμιά δεκαπενταριά φρικιά?... διαστημάνθρωποι? Πλάσματα κάποιου άλλου τερατώδους κόσμου? Δεν ξέρω! Πάντως εγώ ανατριχιάζω με αυτό που βλέπω. ΄Αντρες και γυναίκες είναι βουτηγμένοι σε υπόλευκη λάσπη. Μερικοί από αυτούς φορούν πάνω στα κεφάλια τους τεράστιες και φρικώδεις μάσκες, καμωμένες κι αυτές από πηλό. Τα χέρια τους είναι επίσης περίεργα. Είναι σαν να φορούν πήλινα γάντια, με πολύ μακριά δάκτυλα και νύχια.
Είναι φανερό πως είναι άντρες.
Οι γυναίκες, γυμνόστηθες, είναι κι αυτές πασαλειμμένες. Φορούν πολλές σειρές χάντρες στο λαιμό τους, και κινούνται σ΄ έναν παράξενο ρυθμό, που μοιάζει κάτι μεταξύ χορού και τελετουργικού βαδίσματος.
«Παναγιά μου, πρόφτασε!!! Τι είναι, καλέ όλοι αυτοί?» αναρωτιόμαστε έντρομοι.
«Παράδοση» απαντά γαλήνια ο παπουανός και περιμένει από μας να το καταλάβουμε.
«Και τι θα πει αυτό?»
«Αυτό θα πει ότι οι φυλές μας, εδώ πάνω, είναι θύματα των πολεμικών τους ενστίκτων. Το είδατε, άλλωστε και μόνοι σας. Για ψύλλου πήδημα και συχνά χωρίς καν δικαιολογία, αρπαζόμαστε και γινόμαστε μπάχαλο. Πριν λοιπόν, πολλά πολλά χρόνια, οι κάτοικοι ενός χωριού όρμησαν σε γειτονικό καταυλισμό την ώρα που οι άντρες έλειπαν στις δουλειές τους και άρπαξαν τις γυναίκες και τα παιδιά. Γύρισαν οι αρσενικοί το βράδυ και τραβούσαν τα μαλλιά τους. «Τι έγιναν τα γυναικόπαιδα?» Κάποιος που είχε από μακριά παρακολουθήσει την αρπαγή τους φώτισε. «Οι γείτονες». Δεν μπορούσα να κάνουν πόλεμο, γιατί οι γείτονες ήταν αριθμητικά περισσότεροι. Οπότε επιστράτευσαν την πονηριά. Μόλις νύχτωσε, κυλίστηκαν όλοι μέσα στη λάσπη, έφτιαξαν μάσκες τρομακτικές, σαν αυτές που βλέπετε και τα μεσάνυχτα έκαναν γιουρούσι έτσι, σαν πλάσματα διαβολικά, πάνω στους γείτονές τους.»
Η συνέχεια ήταν εύκολα αντιληπτή. Οι γείτονες σπαζοχόλιασαν και έντρομοι παράτησαν τους αιχμαλώτους και πήραν μαύρο δρόμο, να χωθούν στη ζούγκλα, να γλυτώσουν από τα εκδικητικά στοιχειά. Τα γυναικόπαιδα γύρισαν πίσω στα καλύβια τους και ήταν όλοι ευτυχισμένοι. ΄Εκτοτε, σε ανάμνηση εκείνου του γεγονότος, οι άνθρωποι της περιοχής σε κάθε γιορτή ή σε κάθε εξαιρετική περίπτωση, όπως είναι η υποδοχή φίλων ή ξένων, εμφανιζονται έτσι και κάνουνε γιουρούσι.
Θαυμάζει το πνεύμα μας
«Μωρέ δια δες τι σκαρφίζονται οι άνθρωποι στην απελπισία τους!!»
Οι ορεσίβιοι Παπούα χορεύουν μπροστά μας κι εμείς φωτογραφίζουμε αχόρταγα.
Τέτοιο θέαμα!!
Η σκηνή παριστάνει πόλεμο, απ΄ όπου δε λείπουν, φυσικά, οι νεκροί, που τους περιμαζεύει μετά το μακελλειό, το αντίπαλο στρατόπεδο με κλαυθμούς και οδυρμούς. Ολολύζουν οι λασπωμένες γυναίκες πάνω στα πτώματα των αγαπημένων τους και είναι τρομακτικός ο θρήνος τους. Σχεδόν ξεχνάμε ότι πρόκειται για παράσταση. Και στο τέλος, οι νικητές για να γιορτάσουν, ανάβουν φωτιές με τον αρχέγονο τρόπο, που μας γυρίζει χιλιάδες χρόνια πίσω. Δια της τριβής!!!
Ακουμπούν ένα κομμάτι μπαμπού καταγής, πάνω σε μια μικρή στοίβα φρύγανων, περνούν κάτω από το καλάμι ένα κομμάτι σχοινιού, καμωμένου από ρίζες ελαστικές, πατούν με τα πέλματα τις δυο άκρες του μπαμπού και τρίβουν γρήγορα το σχοινί πάνω κάτω με τα δυο τους χέρια. Σε χρόνο μηδέν, τα φρύγανα αρχίζουν να καπνίζουν. Η φωτιά έχει ανάψει!!
Φεύγουμε εντυπωσιασμένοι αλλά και κομματάκι αγριεμένοι.
Καταλαβαίνουμε απόλυτα την τρομάρα που πήραν τα χαιβάνια, οι άπληστοι γείτονες, όταν είδαν μπροστά τους αυτά τα εξώκοσμα όντα.
Εδώ εμείς κοντέψαμε να μείνουμε από τη λαχτάρα μας, μέρα μεσημέρι. Σκέφτεστε να μας έκαναν αυτή την επίδειξη το μεσονύχτι?
Attachments
-
161,5 KB Προβολές: 656