St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Σκάφη και... σκαφίδια)
- Κεφάλαιο 3ο (Παπουανές τουαλέτες)
- Κεφάλαιο 4ο (Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο)
- Κεφάλαιο 5ο (Μια νύχτα στο Καραγουάρι)
- Κεφάλαιο 6ο (Παπουασία, Εκεί που οι άνθρωποι μαγειρεύουν ανθρώπους)]Οι [B]κάτοικοι[/B
- Κεφάλαιο 7ο (Πρωινό με Μάγους και μαυροπίπερα)
- Κεφάλαιο 8ο («Πούνκτους», το χάραγμα του κροκόδειλου)
- Κεφάλαιο 9ο (Παπουανές πεοθήκες)
- Κεφάλαιο 10ο (Εμφύλιος)
- Κεφάλαιο 11ο (Της ζούγκλας οι εκπλήξεις)
- Κεφάλαιο 12ο (Οι άνθρωποι των χρωμάτων)
- Κεφάλαιο 13ο (Παπουανός Γαιοκτήμονας)
- Κεφάλαιο 14ο (Πού πάτε?)
- Κεφάλαιο 15ο (Στους λασπανθρώπους)
- Κεφάλαιο 16ο (Φεμινίστριες και προικοσύμφωνα)
- Κεφάλαιο 17ο (Τι ταξίδι κι αυτό!!)
Ο ποταμός Σέπικ είναι ο μεγαλύτερος του νησιού της Νέας Γουινέας. ΄Εχει την κύρια ροή του από τη δύση προς την ανατολή, όμως στο μήκος του σχηματίζεται ένα είδος αληθινής βεντάλιας με δεκάδες παραπόταμους που σκορπίζονται σ΄ ένα μεγάλο μέρος του νησιού. ΄Ενας από τους παραποτάμους αυτούς, στο βόρειο-δυτικό τμήμα και ίσως και το πιο ακραίο της Παπούα, είναι ο Καραγουάρι.
Οι περιοχές γύρω από τον Σέπικ αλλά και τους παραποτάμους του είναι και οι πιο πολιτισμένες, σύμφωνα πάντα με τα μέτρα του τόπου. Η αιτία είναι προφανής. Μια και προσφέρει την ευχέρεια της επικοινωνίας μεταξύ πολλών φυλών, έχει γίνει μοιραία ο χώρος που επηρεάζει την εθνική συνοχή του δύσβατου αυτού νησιού. Οι όχθες ποταμού και παραποτάμων είναι τα σημεία επαφής των ανθρώπων αυτών των περιοχών, οι οποίοι, αλλοιώτικα, θα ήταν απομονωμένοι, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ορεσίβιους. Ο φυσικός αυτός συγχρονισμός των φυλών τις κάνει φιλικές μεταξύ τους, και αμβλύνει τα πολεμοχαρή τους ένστικτα, τόσο ανεπτυγμένα στις φυλές της ορεινής ζούγκλας, που τις κάνουν άγριες και επικίνδυνες ακόμα και σήμερα.
Οι πληθυσμοί που ζουν πλάι στα νερά είναι φιλικοί, ευγενικοί, καθόλου επιθετικοί –κάτω πάντα από ομαλές συνθήκες, για να εξηγούμαστε- κι όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, είναι και πολύ φιλόξενοι. Θυμηθείτε πώς μας υποδέχθηκαν μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο στο Καραγουάρι.
΄Ετσι, στην περιοχή του Καραγουάρι έχει κανείς μια θαυμάσια ευκαιρία να γνωρίσει ένα μωσαϊκό φυλών με ήθη και έθιμα λίγο πολύ κοινά μεταξύ τους. Μπορεί να μιλήσει μαζί τους, να μπει στα σπίτια τους, να δει τέλος πάντων το ανθρώπινό τους πρόσωπο.
Πρώτο μας απόγευμα στο Καρακουάρι.
Μετά το κοκτέιλ του καλωσορίσματος, ο Μπερν έχει έτοιμο το ημιφορτηγό σαραβαλάκι του. Μας φορτώνει… χύδην στην καρότσα, που τραμπαλίζεται άγρια στις λακκούβες του μονοπατιού και μας κατεβάζει στην προβλήτα. Οι τρεις βάρκες μας περίμεναν με τις εξωλέμβιες αναμμένες. Πορευόμαστε προς το χωριό Κουντιμάν. Η φυλή είναι ειδοποιημένη από το Καραγουάρι Λοτζ και μας περιμένει.
Ο ποταμός αυτή την ώρα είναι ό,τι ειδυλλιακότερο μπορεί κανείς να φανταστεί. Καθώς ο ήλιος κατηφορίζει προς τη δύσει βάφει τα σύννεφα και αυτά καθρεφτίζονται στα νερά. Σε λίγο ο ποταμός μοιάζει με μια πολύχρωμη σερπαντίνα απλωμένη χιλιόμετρα μπροστά μας. Η βλάστηση στις όχθες είναι πυκνή. Σε μεριές – μεριές μοιάζει με τοίχος. Και φυσικά, πάνω σ΄ αυτόν τον καταπράσινο τοίχο που φτιάχνουν τα δέντρα και τα πανύψηλα φυτά, σκαρφαλώνουν αναρριχώμενες περικοκλάδες ολάνθιστες και χρωματιστές.
΄Εχουμε βουβαθεί μέσα στα βαρκάκια. Τη σιωπή σπαν μονάχα τα συχνά κλικ-κλικ των μηχανών μας.
Πλησιάζουμε στον καταυλισμό. Οι ιθαγενείς βγαίνουν με τα μονόξυλα για να μας προϋπαντήσουν. Τους χαιρετάμε με ενθουσιασμό. Μας αντιχαιρετούν και πρόθυμα ποζάρουν για φωτογράφιση.
Τα πεζοναυτικά μας σκαφάκια σκαρφαλώνουν με φόρα πάνω στις επικλινείς λασπωμένες όχθες, γαντζώνονται στέρεα και μας ‘αδειάζουν’ στη στεριά. ΄Ολο το χωριό, πάλι «συν γυναιξί και τέκνοις», είναι συγκεντρωμένο στο ξέφωτο του καταυλισμού. Τα σώματα όλων τους είναι βαμμένα με άσπρο πηλό. Χορεύουν τους ήχους μιας μονότονης μουσικής. Οι άντρες κρατούν στα χέρια ξύλινα κοντάρια και οι γυναίκες έχουν αγκαλιά τα μωρά τους. Τα μεγαλύτερα πηγαίνουν ντροπαλά πίσω από τις μανάδες τους και προσπαθούν κι αυτά να κινηθούν στο ρυθμό των ξύλινων οργάνων. ΄Ολοι φορούν φούστες από χλωρά ή ξερά χορτάρια –μα για ποιες φούστες μιλάω? Μια τούφα μπρος και μια πίσω είναι όλο κι όλο το κάλυμμά τους!- ενώ τα στήθη σερνικών και θηλυκών είναι εντελώς γυμνά. Με τις κινήσεις του χορού τους παριστάνουν κυρίως πολεμικές σκηνές που, για να ακριβολογήσουμε, είναι το κυνήγι ανθρώπινων κεφαλών, να σας χαρώ!!!
Στο μέγα νταβαντούρι που γίνεται, εμείς έχουμε ξεχάσει ολότελα τι σημαίνει «κυνήγι κεφαλών» ΄Ολοι μοιάζουν τόσο φιλικοί και καλοπροαίρετοι, που σχεδόν παύουμε να σκεφτόμαστε ότι αν, αν λέω, απομονώσουν κάποιον από μας μέσα στη ζούγκλα, πολύ εύκολα μπορούν να τον «περιποιηθούν» μαγειρεμένο ή έστω και ωμόν, αν πιστέψω όσα γράφουν οι ειδικοί για τις περιοχές αυτές.
΄Ετσι όπως ήμασταν όλοι οι λευκοί μαζεμένοι, νοιώσαμε παράλογα ασφαλείς. Ασφαλείς… 20 άσπροι άοπλοι, ανάμεσα σε περισσότερους από 100 οπλισμένους ιθαγενείς, έστω και το πάλαι ποτέ ανθρωποφάγους. Δηλαδή, πόσο πάλαι ποτέ. Μέχρι πριν 50 χρόνια, πριν 10 χρόνια, η μέχρι χθες?
Μετά τη μουσική και τη χορευτική επίδειξη του καλωσορίσματος, ο ντόπιος ξεναγός μας μάς μπάζει μέσα στο χωριό όπου, γυναίκες καθισμένες σταυροπόδι μπροστά σε μια χαμηλή φωτιά που καίει μέσα σε λάκκο ξέρηχο, μαγειρεύουν το περίφημο «σάγκο».
Το σάγκο είναι ψηλό δέντρο με κορμό εξωτερικά συνηθισμένο. Η ψίχα όμως του κορμού του είναι μια άσπρη, μαλακιά ουσία που μοιάζει λίγο με… αφρολέξ! Οι Παπούα χωρίζουν κάθετα τον κορμό –αφού φυσικά πρώτα τον κόψουν από τη ρίζα του- και με τέχνη «γδέρνουν» σιγά σιγά την ψύχα, συγκεντρώνοντάς την μέσα στο ίδιο ξύλο, που τώρα το έχουν πλέον γουφιάσει. Και με ένα μακρύ ξύλο, δίκην γουδοχεριού, την κοπανούν με δύναμη έως ότου γίνει το μείγμα ομοιόμορφο. Τότε, το απλώνουν στον ήλιο για να φύγει η υγρασία από τους χυμούς του φυτού, κι όταν αυτό το περίεργο κράμα ξεραθεί, μετατρέπεται σε χοντρή σκόνη. Αυτή τη σκόνη τη διηθίζουν με έναν τελείως πρωτόγονο αλλά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, την ξαναστεγνώνουν, κι έτσι έχουν ένα λεπτό, πεντακάθαρο άσπρο αλεύρι. Αυτό το αλεύρι, όταν το ρίξουν σε καυτό νερο, γίνεται ένα είδος υπόλευκου ζελέ που σιγά σιγά πήζει. Τότε είναι έτοιμο για μαγείρεμα. Μέσα σ΄ ένα ξέρηχο πήλινο τηγάνι, ρίχνουν μια μεγάλη κουταλιά του πρώην ζελέ και το στρώνουν με τέχνη έτσι, ώστε να σχηματίζεται μια λεπτή τηγανίτα στο μέγεθος και το σχήμα του τηγανιού. Όταν ψηθεί αρκετά, χωρίς να μαυρίσει, την αποσύρουν από το πήλινο σκεύος κι έχουν έτσι κάτι, σαν αυτό που η μάνα μου συνήθιζε να λέει «λαλαγγίτα».
Μας καίει όλους η περιέργεια να δοκιμάσουμε. Είναι όμως σοφό.? Το τι βρωμιά και μικρόβιο και σαλμονέλα θα ΄χει αυτή η λαλαγγίτα, ένας Θεός μόνο γνωρίζει.
«Βρε παιδιά, αφού έχει περάσει από φωτιά» προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες για να δοκιμάσουμε.
΄Ηδη ωστόσο ο ξεναγός μας έχει πάρει στα χέρια του μιαν ολόκληρη λαλαγγίτα, κόβει με τα ύποπτης καθαριότητας χέρια του μικρά κομμάτια και μας τα μοιράζει σαν …. αντίδωρο. Κάποιος τολμηρός το διακινδυνεύει. Χώνει στο στόμα του μια μπουκιά. Τον παρακολουθούμε όλοι τρομοκρατημένοι. Σχεδόν πιστεύουμε πως έχει καταπιεί το…. κώνειο!
«Ουφ! Αν δε ρισκάρουμε και κάτι, πώς θα αποκτήσουμε εμπειρίες?» λέει και χάφτει κι ένα δεύτερο κομμάτι. «Μωρέ, πολύ νόστιμο είναι τούτο! Δοκιμάστε σας λέω…»
΄Εχει δίκιο ο χριστιανός. Κόβω από μόνη μου, μέσα από το τηγάνι, ένα τόσο δα κομματάκι και ηρωικά το βάζω στο στόμα μου.
«΄Ημαρτον Κύριε!!» ξεφωνίζω κατάπληκτη. «Σκέτο τυρί φέτα είναι!!»
Με κοιτάζουν με δυσπιστία, υποθέτοντας προφανώς ότι έχω μεγάλη φαντασία.
«Μωρέ ακούστε που σας λέω… Σαν να τρώω τυρόπιτα…»
Ε, δεν νομίζω ότι έμεινε άνθρωπος από την ομάδα, με μυαλό. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι δοκιμάσαμε το παπουανό ψωμοτύρι και κανείς μας δεν έπαθε τίποτε.
΄Όμως η ώρα τρέχει. Μέσα στον καταυλισμό που βρίσκεται κάτω από σκιερά πανύψηλα δέντρα, έχει κιόλας σκοτεινιάσει. Καιρός να του δίνουμε. Νύχτα, ζούγκλα και καννιβαλισμός, δεν είναι καθόλου ρομαντικά πράγματα, πιστέψτε με.
Αποχαιρετάμε τους ευγενικούς μας φίλους που έρχονται ξωπίσω μας χορεύοντας πάντα, μπαίνουμε στις βάρκες και ξεκινάμε.
Οι Παπούα μένουν στην όχθη ως τη στιγμή που και το τελευταίο σκαφάκι χάνεται σε μια στροφή του ποταμού.
«Πού βρίσκομαι Θεέ μου!» μονολογώ.
«Και μην πεις πάλι «τσιμπάτε με» γιατί δεν κοιμάσαι. ΄Όλα είναι πραγματικά και δεν ονειρεύεσαι!!!» αρχίζουν την πλάκα οι φίλες μου
Και πόσο δίκιο έχουν! Πολύ συχνά τα όνειρα και η φαντασία αποδεικνύονται πολύ κατώτερα της πραγματικότητας.
Καθ΄ οδόν, βγάζω τις σημειώσεις μου και παίρνω να διαβάσω ένα κείμενο από τον Πάπυρο Λαρούς για τις διατροφικές συνήθειες των Παπούα.
Η εγκυκλοπαίδεια εις άπταιστον καθαρεύουσα, σημειώνει.
«Η γλυκοπατάτα είναι το βασικόν είδος διατροφής των Παπούα. Εις τα εκχερσωμένα όμως εδάφη, εντός του δάσους, καλλιεργούνται επίσης το ταρό, το ίγναμον –και μη με ρωτήσετε παρακαλώ σας, τι διάβολο είναι το ταρό και το άθλιο εκείνο ίγναμον- η βανανέα, το σακχαροκάλαμον, διάφορα λαχανικά και οπωροφόρα δέντρα. Εις τα παρακτίους πεδιάδας η καλλιέργεια του κοκκοφοίνικος και των μυτροξύλων –σε καμμία σοφή εγκυκλοπαίδεια δεν βρήκα τι στα κομμάτια είναι αυτό το μυτρόξυλο- ως και η αλιεία, εξασφαλίζουν άφθονον τροφήν πολλών φυλών του εσωτερικού. Η συλλογή σκωλήκων και καμπών, το κυνήγιον των σαυρών και των αγριοχοίρων, ο καννιβαλισμός μερικών φυλών αι οποίαι αγαπούν το ανθρώπινον κρέας, καρυκευμένον με σάγουτον, εξασφαλίζουν επίσης μερικάς προσφιλείς εις τους ιθαγενείς τροφάς…»
«Σάγουτον?!!!!! Θεούλη μου!!! Το σάγκο είναι!!!» ταύτισα τις λέξεις… Και το τρώνε ως καρύκευμα του….
Και το ‘φαγα…
Παναγιά μου!! Εμετός μου ‘ρχεται!!! Και να με συμπαθάτε….
Δεν λέω τίποτε… Κρύβω με τρόπο το χαρτί.
Άσε καλλίτερα να θυμούνται τη γεύση του τυριού…
Οι περιοχές γύρω από τον Σέπικ αλλά και τους παραποτάμους του είναι και οι πιο πολιτισμένες, σύμφωνα πάντα με τα μέτρα του τόπου. Η αιτία είναι προφανής. Μια και προσφέρει την ευχέρεια της επικοινωνίας μεταξύ πολλών φυλών, έχει γίνει μοιραία ο χώρος που επηρεάζει την εθνική συνοχή του δύσβατου αυτού νησιού. Οι όχθες ποταμού και παραποτάμων είναι τα σημεία επαφής των ανθρώπων αυτών των περιοχών, οι οποίοι, αλλοιώτικα, θα ήταν απομονωμένοι, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ορεσίβιους. Ο φυσικός αυτός συγχρονισμός των φυλών τις κάνει φιλικές μεταξύ τους, και αμβλύνει τα πολεμοχαρή τους ένστικτα, τόσο ανεπτυγμένα στις φυλές της ορεινής ζούγκλας, που τις κάνουν άγριες και επικίνδυνες ακόμα και σήμερα.
Οι πληθυσμοί που ζουν πλάι στα νερά είναι φιλικοί, ευγενικοί, καθόλου επιθετικοί –κάτω πάντα από ομαλές συνθήκες, για να εξηγούμαστε- κι όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, είναι και πολύ φιλόξενοι. Θυμηθείτε πώς μας υποδέχθηκαν μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο στο Καραγουάρι.
΄Ετσι, στην περιοχή του Καραγουάρι έχει κανείς μια θαυμάσια ευκαιρία να γνωρίσει ένα μωσαϊκό φυλών με ήθη και έθιμα λίγο πολύ κοινά μεταξύ τους. Μπορεί να μιλήσει μαζί τους, να μπει στα σπίτια τους, να δει τέλος πάντων το ανθρώπινό τους πρόσωπο.
Πρώτο μας απόγευμα στο Καρακουάρι.
Μετά το κοκτέιλ του καλωσορίσματος, ο Μπερν έχει έτοιμο το ημιφορτηγό σαραβαλάκι του. Μας φορτώνει… χύδην στην καρότσα, που τραμπαλίζεται άγρια στις λακκούβες του μονοπατιού και μας κατεβάζει στην προβλήτα. Οι τρεις βάρκες μας περίμεναν με τις εξωλέμβιες αναμμένες. Πορευόμαστε προς το χωριό Κουντιμάν. Η φυλή είναι ειδοποιημένη από το Καραγουάρι Λοτζ και μας περιμένει.
Ο ποταμός αυτή την ώρα είναι ό,τι ειδυλλιακότερο μπορεί κανείς να φανταστεί. Καθώς ο ήλιος κατηφορίζει προς τη δύσει βάφει τα σύννεφα και αυτά καθρεφτίζονται στα νερά. Σε λίγο ο ποταμός μοιάζει με μια πολύχρωμη σερπαντίνα απλωμένη χιλιόμετρα μπροστά μας. Η βλάστηση στις όχθες είναι πυκνή. Σε μεριές – μεριές μοιάζει με τοίχος. Και φυσικά, πάνω σ΄ αυτόν τον καταπράσινο τοίχο που φτιάχνουν τα δέντρα και τα πανύψηλα φυτά, σκαρφαλώνουν αναρριχώμενες περικοκλάδες ολάνθιστες και χρωματιστές.
΄Εχουμε βουβαθεί μέσα στα βαρκάκια. Τη σιωπή σπαν μονάχα τα συχνά κλικ-κλικ των μηχανών μας.
Πλησιάζουμε στον καταυλισμό. Οι ιθαγενείς βγαίνουν με τα μονόξυλα για να μας προϋπαντήσουν. Τους χαιρετάμε με ενθουσιασμό. Μας αντιχαιρετούν και πρόθυμα ποζάρουν για φωτογράφιση.
Τα πεζοναυτικά μας σκαφάκια σκαρφαλώνουν με φόρα πάνω στις επικλινείς λασπωμένες όχθες, γαντζώνονται στέρεα και μας ‘αδειάζουν’ στη στεριά. ΄Ολο το χωριό, πάλι «συν γυναιξί και τέκνοις», είναι συγκεντρωμένο στο ξέφωτο του καταυλισμού. Τα σώματα όλων τους είναι βαμμένα με άσπρο πηλό. Χορεύουν τους ήχους μιας μονότονης μουσικής. Οι άντρες κρατούν στα χέρια ξύλινα κοντάρια και οι γυναίκες έχουν αγκαλιά τα μωρά τους. Τα μεγαλύτερα πηγαίνουν ντροπαλά πίσω από τις μανάδες τους και προσπαθούν κι αυτά να κινηθούν στο ρυθμό των ξύλινων οργάνων. ΄Ολοι φορούν φούστες από χλωρά ή ξερά χορτάρια –μα για ποιες φούστες μιλάω? Μια τούφα μπρος και μια πίσω είναι όλο κι όλο το κάλυμμά τους!- ενώ τα στήθη σερνικών και θηλυκών είναι εντελώς γυμνά. Με τις κινήσεις του χορού τους παριστάνουν κυρίως πολεμικές σκηνές που, για να ακριβολογήσουμε, είναι το κυνήγι ανθρώπινων κεφαλών, να σας χαρώ!!!
Στο μέγα νταβαντούρι που γίνεται, εμείς έχουμε ξεχάσει ολότελα τι σημαίνει «κυνήγι κεφαλών» ΄Ολοι μοιάζουν τόσο φιλικοί και καλοπροαίρετοι, που σχεδόν παύουμε να σκεφτόμαστε ότι αν, αν λέω, απομονώσουν κάποιον από μας μέσα στη ζούγκλα, πολύ εύκολα μπορούν να τον «περιποιηθούν» μαγειρεμένο ή έστω και ωμόν, αν πιστέψω όσα γράφουν οι ειδικοί για τις περιοχές αυτές.
΄Ετσι όπως ήμασταν όλοι οι λευκοί μαζεμένοι, νοιώσαμε παράλογα ασφαλείς. Ασφαλείς… 20 άσπροι άοπλοι, ανάμεσα σε περισσότερους από 100 οπλισμένους ιθαγενείς, έστω και το πάλαι ποτέ ανθρωποφάγους. Δηλαδή, πόσο πάλαι ποτέ. Μέχρι πριν 50 χρόνια, πριν 10 χρόνια, η μέχρι χθες?
Μετά τη μουσική και τη χορευτική επίδειξη του καλωσορίσματος, ο ντόπιος ξεναγός μας μάς μπάζει μέσα στο χωριό όπου, γυναίκες καθισμένες σταυροπόδι μπροστά σε μια χαμηλή φωτιά που καίει μέσα σε λάκκο ξέρηχο, μαγειρεύουν το περίφημο «σάγκο».
Το σάγκο είναι ψηλό δέντρο με κορμό εξωτερικά συνηθισμένο. Η ψίχα όμως του κορμού του είναι μια άσπρη, μαλακιά ουσία που μοιάζει λίγο με… αφρολέξ! Οι Παπούα χωρίζουν κάθετα τον κορμό –αφού φυσικά πρώτα τον κόψουν από τη ρίζα του- και με τέχνη «γδέρνουν» σιγά σιγά την ψύχα, συγκεντρώνοντάς την μέσα στο ίδιο ξύλο, που τώρα το έχουν πλέον γουφιάσει. Και με ένα μακρύ ξύλο, δίκην γουδοχεριού, την κοπανούν με δύναμη έως ότου γίνει το μείγμα ομοιόμορφο. Τότε, το απλώνουν στον ήλιο για να φύγει η υγρασία από τους χυμούς του φυτού, κι όταν αυτό το περίεργο κράμα ξεραθεί, μετατρέπεται σε χοντρή σκόνη. Αυτή τη σκόνη τη διηθίζουν με έναν τελείως πρωτόγονο αλλά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, την ξαναστεγνώνουν, κι έτσι έχουν ένα λεπτό, πεντακάθαρο άσπρο αλεύρι. Αυτό το αλεύρι, όταν το ρίξουν σε καυτό νερο, γίνεται ένα είδος υπόλευκου ζελέ που σιγά σιγά πήζει. Τότε είναι έτοιμο για μαγείρεμα. Μέσα σ΄ ένα ξέρηχο πήλινο τηγάνι, ρίχνουν μια μεγάλη κουταλιά του πρώην ζελέ και το στρώνουν με τέχνη έτσι, ώστε να σχηματίζεται μια λεπτή τηγανίτα στο μέγεθος και το σχήμα του τηγανιού. Όταν ψηθεί αρκετά, χωρίς να μαυρίσει, την αποσύρουν από το πήλινο σκεύος κι έχουν έτσι κάτι, σαν αυτό που η μάνα μου συνήθιζε να λέει «λαλαγγίτα».
Μας καίει όλους η περιέργεια να δοκιμάσουμε. Είναι όμως σοφό.? Το τι βρωμιά και μικρόβιο και σαλμονέλα θα ΄χει αυτή η λαλαγγίτα, ένας Θεός μόνο γνωρίζει.
«Βρε παιδιά, αφού έχει περάσει από φωτιά» προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες για να δοκιμάσουμε.
΄Ηδη ωστόσο ο ξεναγός μας έχει πάρει στα χέρια του μιαν ολόκληρη λαλαγγίτα, κόβει με τα ύποπτης καθαριότητας χέρια του μικρά κομμάτια και μας τα μοιράζει σαν …. αντίδωρο. Κάποιος τολμηρός το διακινδυνεύει. Χώνει στο στόμα του μια μπουκιά. Τον παρακολουθούμε όλοι τρομοκρατημένοι. Σχεδόν πιστεύουμε πως έχει καταπιεί το…. κώνειο!
«Ουφ! Αν δε ρισκάρουμε και κάτι, πώς θα αποκτήσουμε εμπειρίες?» λέει και χάφτει κι ένα δεύτερο κομμάτι. «Μωρέ, πολύ νόστιμο είναι τούτο! Δοκιμάστε σας λέω…»
΄Εχει δίκιο ο χριστιανός. Κόβω από μόνη μου, μέσα από το τηγάνι, ένα τόσο δα κομματάκι και ηρωικά το βάζω στο στόμα μου.
«΄Ημαρτον Κύριε!!» ξεφωνίζω κατάπληκτη. «Σκέτο τυρί φέτα είναι!!»
Με κοιτάζουν με δυσπιστία, υποθέτοντας προφανώς ότι έχω μεγάλη φαντασία.
«Μωρέ ακούστε που σας λέω… Σαν να τρώω τυρόπιτα…»
Ε, δεν νομίζω ότι έμεινε άνθρωπος από την ομάδα, με μυαλό. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι δοκιμάσαμε το παπουανό ψωμοτύρι και κανείς μας δεν έπαθε τίποτε.
΄Όμως η ώρα τρέχει. Μέσα στον καταυλισμό που βρίσκεται κάτω από σκιερά πανύψηλα δέντρα, έχει κιόλας σκοτεινιάσει. Καιρός να του δίνουμε. Νύχτα, ζούγκλα και καννιβαλισμός, δεν είναι καθόλου ρομαντικά πράγματα, πιστέψτε με.
Αποχαιρετάμε τους ευγενικούς μας φίλους που έρχονται ξωπίσω μας χορεύοντας πάντα, μπαίνουμε στις βάρκες και ξεκινάμε.
Οι Παπούα μένουν στην όχθη ως τη στιγμή που και το τελευταίο σκαφάκι χάνεται σε μια στροφή του ποταμού.
«Πού βρίσκομαι Θεέ μου!» μονολογώ.
«Και μην πεις πάλι «τσιμπάτε με» γιατί δεν κοιμάσαι. ΄Όλα είναι πραγματικά και δεν ονειρεύεσαι!!!» αρχίζουν την πλάκα οι φίλες μου
Και πόσο δίκιο έχουν! Πολύ συχνά τα όνειρα και η φαντασία αποδεικνύονται πολύ κατώτερα της πραγματικότητας.
Καθ΄ οδόν, βγάζω τις σημειώσεις μου και παίρνω να διαβάσω ένα κείμενο από τον Πάπυρο Λαρούς για τις διατροφικές συνήθειες των Παπούα.
Η εγκυκλοπαίδεια εις άπταιστον καθαρεύουσα, σημειώνει.
«Η γλυκοπατάτα είναι το βασικόν είδος διατροφής των Παπούα. Εις τα εκχερσωμένα όμως εδάφη, εντός του δάσους, καλλιεργούνται επίσης το ταρό, το ίγναμον –και μη με ρωτήσετε παρακαλώ σας, τι διάβολο είναι το ταρό και το άθλιο εκείνο ίγναμον- η βανανέα, το σακχαροκάλαμον, διάφορα λαχανικά και οπωροφόρα δέντρα. Εις τα παρακτίους πεδιάδας η καλλιέργεια του κοκκοφοίνικος και των μυτροξύλων –σε καμμία σοφή εγκυκλοπαίδεια δεν βρήκα τι στα κομμάτια είναι αυτό το μυτρόξυλο- ως και η αλιεία, εξασφαλίζουν άφθονον τροφήν πολλών φυλών του εσωτερικού. Η συλλογή σκωλήκων και καμπών, το κυνήγιον των σαυρών και των αγριοχοίρων, ο καννιβαλισμός μερικών φυλών αι οποίαι αγαπούν το ανθρώπινον κρέας, καρυκευμένον με σάγουτον, εξασφαλίζουν επίσης μερικάς προσφιλείς εις τους ιθαγενείς τροφάς…»
«Σάγουτον?!!!!! Θεούλη μου!!! Το σάγκο είναι!!!» ταύτισα τις λέξεις… Και το τρώνε ως καρύκευμα του….
Και το ‘φαγα…
Παναγιά μου!! Εμετός μου ‘ρχεται!!! Και να με συμπαθάτε….
Δεν λέω τίποτε… Κρύβω με τρόπο το χαρτί.
Άσε καλλίτερα να θυμούνται τη γεύση του τυριού…
Attachments
-
161,5 KB Προβολές: 656