St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Σκάφη και... σκαφίδια)
- Κεφάλαιο 3ο (Παπουανές τουαλέτες)
- Κεφάλαιο 4ο (Άνθρωποι πηλένιοι και το καρύκευμα του σάγκο)
- Κεφάλαιο 5ο (Μια νύχτα στο Καραγουάρι)
- Κεφάλαιο 6ο (Παπουασία, Εκεί που οι άνθρωποι μαγειρεύουν ανθρώπους)]Οι [B]κάτοικοι[/B
- Κεφάλαιο 7ο (Πρωινό με Μάγους και μαυροπίπερα)
- Κεφάλαιο 8ο («Πούνκτους», το χάραγμα του κροκόδειλου)
- Κεφάλαιο 9ο (Παπουανές πεοθήκες)
- Κεφάλαιο 10ο (Εμφύλιος)
- Κεφάλαιο 11ο (Της ζούγκλας οι εκπλήξεις)
- Κεφάλαιο 12ο (Οι άνθρωποι των χρωμάτων)
- Κεφάλαιο 13ο (Παπουανός Γαιοκτήμονας)
- Κεφάλαιο 14ο (Πού πάτε?)
- Κεφάλαιο 15ο (Στους λασπανθρώπους)
- Κεφάλαιο 16ο (Φεμινίστριες και προικοσύμφωνα)
- Κεφάλαιο 17ο (Τι ταξίδι κι αυτό!!)
Τα «καλύβια» μας εδώ στο ΄Αμπουα Λοτζ είναι άλλο σόι πράμα. Είναι στρογγυλά, με σκεπή που θυμίζει κινέζικο καπέλλο. Γύρω γύρω έχουν χαμηλό τζαμλίκι. Από το κρεβάτι σου μπορείς να βλέπεις τα τριγυρινά βουνά και κάτω την κοιλάδα. Κι όλος ο καταυλισμός είναι πνιγμένος στα λουλούδια. ΄Ολων των χρωμάτων κι όλων των σχημάτων. Ξέσκεπη σέρρα θαρρείς.
Κατηφορίζω τη μαλακή πλαγιά και φωτογραφίζω το σύνολο των καλυβιών. ΄Εχω την αίσθηση ότι φωτογραφίζω σκυμμένους κινέζους σε ορυζώνα. Το περιβάλλον είναι μαγευτικό. Είναι απόβροχο και η ατμόσφαιρα γεμάτη ευωδιές. Εδώ πάνω είναι εντελώς αλλοιώτικα από το Καρακουάρι. Εδώ το τοπίο δεν υποβάλλει με την ομορφιά του, αλλά με την τρομακτική του δύναμη, τη δύναμη των άγριων και επικίνδυνων βουνών.
Μέσα στα καλύβια μας βρίσκουμε, εκτός από την άψογη καθαριότητα, όλων των ειδών τις ανέσεις του πολιτισμένου κόσμου. Καυτό νερό και... ηλεκτρικά στρώματα, να σας χαρώ! Στα «ζουγκλοειδή» υψίπεδα το βράδυ κάνει μαύρο ψόφο. ΄Ετσι, είναι μια ευχάριστη έκπληξη για μας, το τεράστιο ανοιχτό τζάκι που λαμπαδιάζει καταμεσής στο σαλόνι. ΄Ομως, πριν προλάβουμε να χαρούμε αυτές μας τις ανέσεις, ο ξεναγός μας τρεχαλίζει στην πρώτη μας εξόρμηση, στα όρη, στ΄ άγρια βουνά.
«Θα περπατήσουμε για κανα δυο ώρες στην κοντινή πλαγιά, μέσα στο δάσος, για να φτάσουμε στον καταρράκτη.»
΄Οταν χωνόμαστε στην θεοσκότεινη ζούγκλα, τα δέντρα σταλάζουν ακόμα πάνω στα κεφάλια μας τις τελευταίες σταγόνες της βροχής. Η λάσπη είναι μπόλικη, παχειά κι αφράτη, σαν μαύρη... σαντιγύ!. Σχεδόν χαίρεσαι να τσαλαβουτάς μέσα της.
Ο ανήφορος είναι δύσκολος και το μονοπάτι πολύ στενό. Κάτω χάσκει η χαράδρα όπου παφλάζει ένα ορμητικό ποτάμι. Είναι τα νερά του καταρράκτη.
΄Ερχεται στ΄ αφτιά μας ο ανατριχιαστικός γδούπος των νερών που γκρεμίζονται από κάποια μεριά της χαράδρας. Και σε μια στροφή αντικρύζουμε τον υδάτινο καταιγισμό. Το τοπίο έχει μιαν άγρια ομορφιά. ΄Ενα βαθύ φαράγγι, ανάμεσα σ΄ απότομα κατάφυτα βουνά, στολίζεται από μια φαρδειά κορδέλλα νερού, που κόβει την ακρικρυνή σμαραγδένια πλαγιά. Βγαίνουμε από το δάσος στο ξέφωτο. Είναι ένα μικρό πέτρινο φυσικό μπαλκόνι, στο χείλος του γκρεμού. Περιδεείς στεκόμαστε πάνω στο βάραθρο. Ο θόρυβος του νερού που γκρεμοτσακίζεται στο βάθος του φαραγγιού, μας ξεκουφαίνει. Πραγματικά νοιώθουμε δέος. Ο βρόντος του καταρράκτη, που πολλαπλασιάζεται από την αντήχηση, η επικίνδυνη χαράδρα κάτω από τα πόδια μας, η απειλητική και σκοτεινή ζούγκλα πίσω μας και το προχωρημένο δειλινό, που γρήγορα παραχωρούσε τη θέση του στη νύχτα, μας έσφιγγαν την ψυχή. Ορμέμφυτα συμμαζευτήκαμε ο ένας κοντά στον άλλον, να νοιώθουμε τον ανάσα του πλαϊνού μας. Σαν κάπου να παραμόνευε κάποιος άγνωστος κίνδυνος, μια αόριστη απειλή.
΄Οταν δίνεται το σινιάλο της επιστροφής, σχεδόν ανακουφιζόμαστε.
Αλλά η αποψινή δοκιμασία μας δεν έχει τελειώσει ακόμα.
«Ποιός τολμά να την περάσει?» ρωτάει ο ξεναγός και μας δείχνει την πιο περίεργη κρεμαστή γέφυρα που είδα ποτέ.
«Δένει» τις δυο όχθες του φαραγγιού. Κάτω, παφλάζει το ποτάμι. Είναι καμωμένη από πολύ λεπτούς κορμούς μπαμπού, και στενό όσο το μάκρος ενός ανθρώπινου πέλματος. Μεταξύ κουπαστής και βάσης μεσολαβεί μια πραγματική δαντέλλα, καμωμένη από ξερά φύλλα μπαμπού. Πώς τα χουν πλέξει έτσι, συμμετρικά, δεν το χωρεί ο νους μας.
Αλλά εκείνο που την κάνει «απαράδεκτη» είναι το σχήμα της.
Είναι καθαρό τόξο!!!
Γέφυρα τοξοειδής και κρεμαστή είναι πράμα τρελλό, ενάντιο σε κάθε λογική. Διότι το τόξο θέλει και κάπου ενδιάμεση στήρηξη.
Αποκλείεται τούτο το κατασκεύασμα να έχει λειτουργικότητα. Μάλλον ήταν απλή... διακόσμηση του χώρου.
«Μα τι λέτε? Οι ντόπιοι την περνούν δυο φορές τη μέρα»
Την κοιτάζαμε με υποψία.
Μοιάζει αέρινη και δεν το πιστεύαμε πως βαστάει ανθρώπου βάρος τούτο το πράμα.
«Είναι καλά μελετημένο, μην ανησυχείτε. Σηκώνει το βάρος ενός κανονικού ανθρώπου που δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός ούτε και πολύ χοντρός. Ας πούμε, αυτός ο κύριος εκεί, δεν επιτρέπεται να περάσει Θα μας καταστρέψει τη γέφυρα!!!»
Ο «κύριος εκεί» είναι ο Τζούλιο, που γίνεται μπαρούτι.
«Εγώ έχω λιγότερα κιλά» λογαριάζω με το νού μου και πλησιάζω την άκρη του μικρού αρχιτεκτονικού αριστουργήματος.
Παίρνω την πρώτη κρυάδα.
Θεούλη μου!!! Είναι πάρα πολύ στενή.
«Περπάτα σαν τον... κάβουρα, με το πλάι, ώστε το πέλμα σου να πατάει και στα τέσσερα κορμούλια του μπαμπού. ΄Ετσι, το βάρος θα μοιράζεται στα τέσσερα. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστικό τούτης της πρωτόγονης στατικής.»
Παναγιά μου!!! Έπαιρνε όρκο ότι δεν θα καταποντιστώ?
«Παίρνω, παίρνω!!!! Φωνάζει γελώντας « Άσε να περάσω πρώτος, να δείτε όλοι το κόλπο. Κανείς σας να μην ξεκινήσει αν εγώ δεν πατήσω γης, απέναντι. Καταλάβατε?
Πώς δεν καταλάβαμε! Είμαστε όλοι καταντίπ ζουρλοί.
Ο ξεναγός πέρασε και κάνει νοήματα να περάσουμε.
Κιοτεύω, αλλά το αποφασίζω. Τελειώνω στα γρήγορα μια προσευχή και ξεκινάω. Η γέφυρα, παρά την τόσο εύθραυστη εμφάνισή της, είναι αρκετά σταθερή. Ελάχιστα κουνιέται από το προσεκτικό μου βάδισμα. Κρατιέμαι γερά από την κουπαστή της –ένα ξύλινο έργο τέχνης- και συγκεντρώνω, σαν γκουρού την προσοχή μου στα πόδια μου. Μόνο όταν φτάνω στην κορφή του τόξου τολμώ μια ματιά κάτω. ΄Ιλιγγος!!! Νοιώθω να χάνομαι! Είμαι πάρα πολύ ψηλά. Και δεν φτάνει το τεράστιο κενό που βρίσκεται κάτω. Το νερό που τρέχει πολλά μέτρα χαμηλότερα, παφλάζει και χοροπηδάει και κουτουλιέται με τα βράχια. ΄Υψος και κίνηση, μου φέρνουν σκοτοδίνη.
«Αυτό δα μου ΄λειψε τώρα» μουρμουρίζω για να πάρω θάρρος, ενώ τραβώ το βλέμμα μου απ΄ το κενό που θαρρείς πως με ρουφάει. Παίρνω βαθειές ανάσες.Ανακατώνομαι. Πρέπει να προχωρήσω. Ξεκινώ. Και στράτα στρατούλα, σαν καβούρι νεογέννητο κι αμάθητο στο περπάτημα, φτάνω επιτέλους στην άλλη άκρη.
«Αχ παιδιά!!!!» ομολογώ «ήταν η μακρινότερη διαδρομή της ζωής μου!!!»
Και εκεί που ανάσανα, να σου κι άλλη καμπανιά.
Από κει που ήρθαμε, απ΄ εκεί και θα γυρίσουμε.
Πάλι γέφυρα δηλαδή.
Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει.
Τρέχω πρώτη και παίρνω θέση στην άκρη της γέφυρας. Τραγουδώντας το «έχετε γεια βρυσούλες» και «στη στεριά δε ζει το ψάρι» πορευόμουν στο περπάτημα του θανάτου. Στην κορφή του τόξου, έπιασα το «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...» και μέχρι να τελειώσω, πάτησα στέρεο έδαφος για μόνιμη... παραμονή.
Αν δεν είχε λάσπες, σίγουρα θα φιλούσα το χώμα.
΄Οταν πια βγαίνουμε από τη μαυρίλα και τη σκοτεινιά του δάσους, νοιώθουμε μια τεράσια ανακούφιση, αλλά και μια περίεργη απογοήτευση.
Η... γοητευτική αγωνία τέλειωσε.
Φτάσαμε καταλασπωμένοι στον καταυλισμό μας, λίγο πριν κλείσουν πίσω μας οι καστρόπορτες.
Η Τζόυ με τον άντρα της τον Πήτερ, οι οικοδεπότες μας στο Τάρι, μας περιμένουν χαμογελαστοί στο σαλόνι μπροστά στο τζάκι. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα είναι... μαυλιστική θα έλεγα. Η φωτιά λαμπαδιάζει καταμεσής του χώρου, γλυκαίνοντας τη σκοτεινιά και την ψύχρα που μόλις αφήσαμε έξω από το κατώφλι. Τα μεγάλα χαμηλά παράθυρα σ΄ αφήνουν να καμαρώσεις όλο το μεγαλείο του λυκόφωτος. Χρωματιστά μαξιλάρια, σκορπισμένα πάνω στη μοκέττα, σε καλούν να αποθέσεις πάνω τους τα κουρασμένα από τις ταλαιπωρίες μέλης σου.
Καθώς βγαίνουμε μετά το φαγητό από τη γλυκειά ζεστασιά της τραπεζαρίας, παθαίνουμε σοκ, από τον ψόφο που μας παίρνει απ΄ τα μούτρα.
Ευτυχώς που υπάρχουν και τα ηλεκτρικά στρώματα. Θα φτάσουν όμως? Οι καλύβες μας είναι από ξύλο και χόρτο.
Ο ύπνος μας ήταν γλυκός. Τα στρώματα έκαναν τη δουλειά τους και το ξημέρωμα μας βρίσκει φρέσκους, ξεκούραστους και ανυπόμονους. Μπροστά μας βρίσκεται άλλη μια μέρα εκπλήξεων και ξαφνιασμάτων. Θα γνωρίσουμε επί τέλους τους Χούλις, πολεμική φυλή του Τάρι, με μιαν εξωφρενική παραξενιά
Υπομονή όμως.
Μας περιμένει πρώτα ένα πλούσιο πρωινό στην τραπεζαρία με την καταπληκτική θέα....
Κατηφορίζω τη μαλακή πλαγιά και φωτογραφίζω το σύνολο των καλυβιών. ΄Εχω την αίσθηση ότι φωτογραφίζω σκυμμένους κινέζους σε ορυζώνα. Το περιβάλλον είναι μαγευτικό. Είναι απόβροχο και η ατμόσφαιρα γεμάτη ευωδιές. Εδώ πάνω είναι εντελώς αλλοιώτικα από το Καρακουάρι. Εδώ το τοπίο δεν υποβάλλει με την ομορφιά του, αλλά με την τρομακτική του δύναμη, τη δύναμη των άγριων και επικίνδυνων βουνών.
Μέσα στα καλύβια μας βρίσκουμε, εκτός από την άψογη καθαριότητα, όλων των ειδών τις ανέσεις του πολιτισμένου κόσμου. Καυτό νερό και... ηλεκτρικά στρώματα, να σας χαρώ! Στα «ζουγκλοειδή» υψίπεδα το βράδυ κάνει μαύρο ψόφο. ΄Ετσι, είναι μια ευχάριστη έκπληξη για μας, το τεράστιο ανοιχτό τζάκι που λαμπαδιάζει καταμεσής στο σαλόνι. ΄Ομως, πριν προλάβουμε να χαρούμε αυτές μας τις ανέσεις, ο ξεναγός μας τρεχαλίζει στην πρώτη μας εξόρμηση, στα όρη, στ΄ άγρια βουνά.
«Θα περπατήσουμε για κανα δυο ώρες στην κοντινή πλαγιά, μέσα στο δάσος, για να φτάσουμε στον καταρράκτη.»
΄Οταν χωνόμαστε στην θεοσκότεινη ζούγκλα, τα δέντρα σταλάζουν ακόμα πάνω στα κεφάλια μας τις τελευταίες σταγόνες της βροχής. Η λάσπη είναι μπόλικη, παχειά κι αφράτη, σαν μαύρη... σαντιγύ!. Σχεδόν χαίρεσαι να τσαλαβουτάς μέσα της.
Ο ανήφορος είναι δύσκολος και το μονοπάτι πολύ στενό. Κάτω χάσκει η χαράδρα όπου παφλάζει ένα ορμητικό ποτάμι. Είναι τα νερά του καταρράκτη.
΄Ερχεται στ΄ αφτιά μας ο ανατριχιαστικός γδούπος των νερών που γκρεμίζονται από κάποια μεριά της χαράδρας. Και σε μια στροφή αντικρύζουμε τον υδάτινο καταιγισμό. Το τοπίο έχει μιαν άγρια ομορφιά. ΄Ενα βαθύ φαράγγι, ανάμεσα σ΄ απότομα κατάφυτα βουνά, στολίζεται από μια φαρδειά κορδέλλα νερού, που κόβει την ακρικρυνή σμαραγδένια πλαγιά. Βγαίνουμε από το δάσος στο ξέφωτο. Είναι ένα μικρό πέτρινο φυσικό μπαλκόνι, στο χείλος του γκρεμού. Περιδεείς στεκόμαστε πάνω στο βάραθρο. Ο θόρυβος του νερού που γκρεμοτσακίζεται στο βάθος του φαραγγιού, μας ξεκουφαίνει. Πραγματικά νοιώθουμε δέος. Ο βρόντος του καταρράκτη, που πολλαπλασιάζεται από την αντήχηση, η επικίνδυνη χαράδρα κάτω από τα πόδια μας, η απειλητική και σκοτεινή ζούγκλα πίσω μας και το προχωρημένο δειλινό, που γρήγορα παραχωρούσε τη θέση του στη νύχτα, μας έσφιγγαν την ψυχή. Ορμέμφυτα συμμαζευτήκαμε ο ένας κοντά στον άλλον, να νοιώθουμε τον ανάσα του πλαϊνού μας. Σαν κάπου να παραμόνευε κάποιος άγνωστος κίνδυνος, μια αόριστη απειλή.
΄Οταν δίνεται το σινιάλο της επιστροφής, σχεδόν ανακουφιζόμαστε.
Αλλά η αποψινή δοκιμασία μας δεν έχει τελειώσει ακόμα.
«Ποιός τολμά να την περάσει?» ρωτάει ο ξεναγός και μας δείχνει την πιο περίεργη κρεμαστή γέφυρα που είδα ποτέ.
«Δένει» τις δυο όχθες του φαραγγιού. Κάτω, παφλάζει το ποτάμι. Είναι καμωμένη από πολύ λεπτούς κορμούς μπαμπού, και στενό όσο το μάκρος ενός ανθρώπινου πέλματος. Μεταξύ κουπαστής και βάσης μεσολαβεί μια πραγματική δαντέλλα, καμωμένη από ξερά φύλλα μπαμπού. Πώς τα χουν πλέξει έτσι, συμμετρικά, δεν το χωρεί ο νους μας.
Αλλά εκείνο που την κάνει «απαράδεκτη» είναι το σχήμα της.
Είναι καθαρό τόξο!!!
Γέφυρα τοξοειδής και κρεμαστή είναι πράμα τρελλό, ενάντιο σε κάθε λογική. Διότι το τόξο θέλει και κάπου ενδιάμεση στήρηξη.
Αποκλείεται τούτο το κατασκεύασμα να έχει λειτουργικότητα. Μάλλον ήταν απλή... διακόσμηση του χώρου.
«Μα τι λέτε? Οι ντόπιοι την περνούν δυο φορές τη μέρα»
Την κοιτάζαμε με υποψία.
Μοιάζει αέρινη και δεν το πιστεύαμε πως βαστάει ανθρώπου βάρος τούτο το πράμα.
«Είναι καλά μελετημένο, μην ανησυχείτε. Σηκώνει το βάρος ενός κανονικού ανθρώπου που δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός ούτε και πολύ χοντρός. Ας πούμε, αυτός ο κύριος εκεί, δεν επιτρέπεται να περάσει Θα μας καταστρέψει τη γέφυρα!!!»
Ο «κύριος εκεί» είναι ο Τζούλιο, που γίνεται μπαρούτι.
«Εγώ έχω λιγότερα κιλά» λογαριάζω με το νού μου και πλησιάζω την άκρη του μικρού αρχιτεκτονικού αριστουργήματος.
Παίρνω την πρώτη κρυάδα.
Θεούλη μου!!! Είναι πάρα πολύ στενή.
«Περπάτα σαν τον... κάβουρα, με το πλάι, ώστε το πέλμα σου να πατάει και στα τέσσερα κορμούλια του μπαμπού. ΄Ετσι, το βάρος θα μοιράζεται στα τέσσερα. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστικό τούτης της πρωτόγονης στατικής.»
Παναγιά μου!!! Έπαιρνε όρκο ότι δεν θα καταποντιστώ?
«Παίρνω, παίρνω!!!! Φωνάζει γελώντας « Άσε να περάσω πρώτος, να δείτε όλοι το κόλπο. Κανείς σας να μην ξεκινήσει αν εγώ δεν πατήσω γης, απέναντι. Καταλάβατε?
Πώς δεν καταλάβαμε! Είμαστε όλοι καταντίπ ζουρλοί.
Ο ξεναγός πέρασε και κάνει νοήματα να περάσουμε.
Κιοτεύω, αλλά το αποφασίζω. Τελειώνω στα γρήγορα μια προσευχή και ξεκινάω. Η γέφυρα, παρά την τόσο εύθραυστη εμφάνισή της, είναι αρκετά σταθερή. Ελάχιστα κουνιέται από το προσεκτικό μου βάδισμα. Κρατιέμαι γερά από την κουπαστή της –ένα ξύλινο έργο τέχνης- και συγκεντρώνω, σαν γκουρού την προσοχή μου στα πόδια μου. Μόνο όταν φτάνω στην κορφή του τόξου τολμώ μια ματιά κάτω. ΄Ιλιγγος!!! Νοιώθω να χάνομαι! Είμαι πάρα πολύ ψηλά. Και δεν φτάνει το τεράστιο κενό που βρίσκεται κάτω. Το νερό που τρέχει πολλά μέτρα χαμηλότερα, παφλάζει και χοροπηδάει και κουτουλιέται με τα βράχια. ΄Υψος και κίνηση, μου φέρνουν σκοτοδίνη.
«Αυτό δα μου ΄λειψε τώρα» μουρμουρίζω για να πάρω θάρρος, ενώ τραβώ το βλέμμα μου απ΄ το κενό που θαρρείς πως με ρουφάει. Παίρνω βαθειές ανάσες.Ανακατώνομαι. Πρέπει να προχωρήσω. Ξεκινώ. Και στράτα στρατούλα, σαν καβούρι νεογέννητο κι αμάθητο στο περπάτημα, φτάνω επιτέλους στην άλλη άκρη.
«Αχ παιδιά!!!!» ομολογώ «ήταν η μακρινότερη διαδρομή της ζωής μου!!!»
Και εκεί που ανάσανα, να σου κι άλλη καμπανιά.
Από κει που ήρθαμε, απ΄ εκεί και θα γυρίσουμε.
Πάλι γέφυρα δηλαδή.
Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει.
Τρέχω πρώτη και παίρνω θέση στην άκρη της γέφυρας. Τραγουδώντας το «έχετε γεια βρυσούλες» και «στη στεριά δε ζει το ψάρι» πορευόμουν στο περπάτημα του θανάτου. Στην κορφή του τόξου, έπιασα το «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...» και μέχρι να τελειώσω, πάτησα στέρεο έδαφος για μόνιμη... παραμονή.
Αν δεν είχε λάσπες, σίγουρα θα φιλούσα το χώμα.
΄Οταν πια βγαίνουμε από τη μαυρίλα και τη σκοτεινιά του δάσους, νοιώθουμε μια τεράσια ανακούφιση, αλλά και μια περίεργη απογοήτευση.
Η... γοητευτική αγωνία τέλειωσε.
Φτάσαμε καταλασπωμένοι στον καταυλισμό μας, λίγο πριν κλείσουν πίσω μας οι καστρόπορτες.
Η Τζόυ με τον άντρα της τον Πήτερ, οι οικοδεπότες μας στο Τάρι, μας περιμένουν χαμογελαστοί στο σαλόνι μπροστά στο τζάκι. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα είναι... μαυλιστική θα έλεγα. Η φωτιά λαμπαδιάζει καταμεσής του χώρου, γλυκαίνοντας τη σκοτεινιά και την ψύχρα που μόλις αφήσαμε έξω από το κατώφλι. Τα μεγάλα χαμηλά παράθυρα σ΄ αφήνουν να καμαρώσεις όλο το μεγαλείο του λυκόφωτος. Χρωματιστά μαξιλάρια, σκορπισμένα πάνω στη μοκέττα, σε καλούν να αποθέσεις πάνω τους τα κουρασμένα από τις ταλαιπωρίες μέλης σου.
Καθώς βγαίνουμε μετά το φαγητό από τη γλυκειά ζεστασιά της τραπεζαρίας, παθαίνουμε σοκ, από τον ψόφο που μας παίρνει απ΄ τα μούτρα.
Ευτυχώς που υπάρχουν και τα ηλεκτρικά στρώματα. Θα φτάσουν όμως? Οι καλύβες μας είναι από ξύλο και χόρτο.
Ο ύπνος μας ήταν γλυκός. Τα στρώματα έκαναν τη δουλειά τους και το ξημέρωμα μας βρίσκει φρέσκους, ξεκούραστους και ανυπόμονους. Μπροστά μας βρίσκεται άλλη μια μέρα εκπλήξεων και ξαφνιασμάτων. Θα γνωρίσουμε επί τέλους τους Χούλις, πολεμική φυλή του Τάρι, με μιαν εξωφρενική παραξενιά
Υπομονή όμως.
Μας περιμένει πρώτα ένα πλούσιο πρωινό στην τραπεζαρία με την καταπληκτική θέα....
Attachments
-
161,5 KB Προβολές: 656